17 Αυγούστου 2022

Μελίνα Κανά & Ο Γόης Του Θησείου - Μελίνα Κανά & Ο Γόης Του Θησείου [δισκοκριτική, 2015]


Μία κριτική μου από το 2015, σε έναν δίσκο με τον οποίον η Μελίνα Κανά επεδίωξε να γυρίσει σελίδα σε μια σημαντική καριέρα, που όμως είχε βρει τότε σε διάφορα αδιέξοδα. Δυστυχώς η σύμπραξη με το συγκρότημα Ο Γόης Του Θησείου δεν οδήγησε σε κάτι το ιδιαίτερο.

Όπως και άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Η χρησιμοποιούμενη φωτογραφία της μπάντας ανήκει στη Χριστίνα Λυδάκη.


Μια ανάγκη για ανανέωση εντόπισε η Μελίνα Κανά και κατά τη γνώμη μου σωστά το είδε έτσι. Γιατί τα τελευταία 10 χρόνια κύλησαν τουλάχιστον αμήχανα για την ερμηνεύτρια, με έναν δίσκο λαϊκών διασκευών που ξεχάστηκε γρήγορα (Juke Box, 2004), με μια πιο ολοκληρωμένη απόπειρα λαϊκής στροφής η οποία διέθετε αρετές μα δεν υποστηρίχθηκε από το έντεχνο κοινό (Της Καρδιάς Τα Βήματα, 2006), με μια έντεχνη επιστροφή που σηματοδότησε σοβαρότατα καλλιτεχνικά αδιέξοδα (Μόνο Κόκκινο, 2009) και με μια ζωντανή σύμπραξη με την Ελένη Τσαλιγοπούλου (Μαζί, 2014), που ήθελε μεν να ψηλαφίσει νέα εδάφη, μα δεν βρήκε τους τρόπους να το κάνει. 

Ωστόσο, ούτε τώρα βρέθηκε το κλειδί για να ανοίξει η πόρτα προς το αύριο. Η απόφαση της Κανά να αφεθεί στο νέο κουαρτέτο που ονομάζει εαυτόν Ο Γόης Του Θησείου –δείχνοντας υπερβολική πίστη, νομίζω, στο πώς περνάει προς τα έξω ένα εντελώς εσωτερικό λογοπαίγνιο– δεν φέρνει τους καρπούς που ανέμενε ίσως εκείνη και σίγουρα περιμέναμε όσοι θα θέλαμε να την ακούσουμε ξανά σε ρεπερτόριο με βαρύτητα. 

Βέβαια η προσπάθεια δεν στερείται σοβαρότητας και είναι αλήθεια ότι σε αρκετά σημεία νιώθεις πως ο Γόης Του Θησείου (Παναγιώτης Μανουηλίδης, Θάνος Καζαντζής, Κώστας Νικολόπουλος & Νίκος Παπαϊωάννου) βάζει όντως τα δυνατά του. Όμως, για διάφορους λόγους, το πράγμα σκοντάφτει. Οι συντελεστές σηκώνονται τελικά χωρίς δραματικά τραύματα, αλλά μένουν γρατζουνισμένοι, να κοιτιούνται με εκείνη την αμηχανία την οποία υποτίθεται θα ξόρκιζαν, επανασυστήνοντας τη Θεσσαλονικιά ερμηνεύτρια. 

Τι φταίει;

Πρώτα-πρώτα, η «συνταγή»: έχουμε εδώ ένα άλμπουμ με μόλις 5 νέα τραγούδια (με τις υπογραφές του Αλκίνοου Ιωαννίδη, του Σωκράτη Μάλαμα, του Γιώργου Καζαντζή και του Παναγιώτη Μανουηλίδη) στα συνολικά  14. Από τα υπόλοιπα, 6 είναι διασκευές, ενώ βρίσκουμε και 3 επανεκτελέσεις σε υλικό που έχει ήδη πει η Κανά στο παρελθόν (1992, 1996, 2003). 

Οφείλεις ασφαλώς την καλή σου πίστη, να σκεφτείς δηλαδή ότι και στους νεότερους αρέσει να πειράζουν τους παλιότερους, μα και πως η ίδια η Κανά είναι πλέον σε ένα ηλικιακό και δημιουργικό φάσμα που ίσως έχει την ανάγκη τέτοιων επανεπισκέψεων, είτε σε προσωπικούς σταθμούς σαν τα "Μεταξωτά" και τη "Φεϊρούζ", είτε σε κομμάτια σαν το "Έρωτά Μου Αγιάτρευτε" (Κώστας Κόλλιας, 1980) ή τον "Νείλο" του Νίκου Ξυδάκη (το είχε πει το 1987 η Ελευθερία Αρβανιτάκη). Εντούτοις, δεν γίνεται να διώξεις κι ολότελα το λέγε-λέγε των πέριξ της εγχώριας δισκογραφίας, αυτό που διατείνεται πως «από φωνές καλά πάμε, τραγούδια δεν έχουμε»: είναι τα ίδια τα αποτελέσματα τα οποία το επαναφέρουν στο προσκήνιο. 

Επί της πραγμάτωσης, δηλαδή, τα καινούρια τραγούδια δεν ήταν ούτε σπουδαία, ούτε αξιομνημόνευτα. Ο μόνος που έδειξε να πήρε στα σοβαρά την όλη προσπάθεια να φτιαχτεί ένα νέο, ηλεκτρικό προφίλ για τη Μελίνα Κανά, ήταν ο Αλκίνοος Ιωαννίδης: παρά τους απογοητευτικούς στίχους της Δέσποινας Γκάτζιου, η "Ξένη" δείχνει τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθηθεί, σε αντιδιαστολή με τις συμπαθείς μα όχι σπουδαίες απόπειρες του «εγκεφάλου» των Ο Γόης Του Θησείου ("Ονειροπαγίδα", "Η Πόρτα") ή τις κουρασμένες συμβάσεις του Μάλαμα ("Λάθος Δρομολόγια") και του Καζαντζή ("Πολεμιστής"). Λαμβάνεις την εντύπωση πως μόνο ο Ιωαννίδης, από όλους τους, διαθέτει ουσιαστική επαφή με τον ηλεκτρικό ήχο «εκεί έξω». Και δεν μπορείς έτσι να μην αναρωτηθείς τι θα γινόταν αν έγραφε έναν ολόκληρο δίσκο για την Κανά.

Το κέντρο βάρους πέφτει λοιπόν στις διασκευές και στις επανεκτελέσεις. Όπου τα πράγματα αποδεικνύονται καλύτερα, σε ένα πρώτο τουλάχιστον επίπεδο, από την άποψη πως η τετράδα πίσω από τον Γόη Του Θησείου αναζητά πράγματι την τομή μεταξύ τζουράδων, σαζιών και Δυτικών αναμνήσεων. Ενώ όμως το βλέπεις αυτό, ενώ σέβεσαι την αρτιπαιξία τους και τη σοβαρότητα με την οποία κρατούν τις αρχικές μελωδίες, χτίζοντας γύρω τους νέες ενορχηστρώσεις, δεν γίνεται να μην παρατηρήσεις δύο βασικά ζητήματα: πρώτον, ότι το τι εννοούν ως «ηλεκτρικό» δεν είναι σύγχρονο, μα παλιό –ή, έστω, πιο παλιό από το πώς το βλέπει ο Ιωαννίδης· δεύτερον, ότι ασχολούνται τόσο πολύ με τον ενορχηστρωτικό τομέα, ώστε χάνουν επαφή με το πόσο βαρετό γίνεται ενίοτε το αποτέλεσμα, ειδικά στο "Τραπέζι", στο δημοτικό της Χαλκιδικής "Τα Παπούτσια" και στο "Ο Κόσμος Ξημερώνει".

Η Μελίνα Κανά χρειαζόταν εδώ έναν Στάθη Καλυβιώτη, να θέσει σαφείς αποστάσεις με το νεοπαραδοσιακό έντεχνο της δεκαετίας του 1990 διασκευάζοντας τα "Παπούτσια", βάζοντας παράλληλα και την ίδια σε διαφορετικές ερμηνευτικές λογικές. Χρειαζόταν έναν Socos να αναδείξει τη διάθεση ανατροπής που πάντα υφέρπει στις συνθέσεις του Μαμαγκάκη κατά τη μεταποίηση του "Δώδεκα Χτύπησαν Οι Δείκτες" σε κάτι πιο rock, έναν Νεκτάριο Καραντζή να πλάσει έναν πιο σύγχρονο αλαφροτζάζ καμβά γύρω από τα "Μεταξωτά", μια μπάντα σαν τους My Drunken Haze να ζώσει με σφριγηλή ψυχεδέλεια τη "Φεϊρούζ" και τον "Νείλο" –και πάει λέγοντας. Χρησιμοποιώ παραδείγματα καλλιτεχνών που βρίσκονται «εκεί έξω» τα τελευταία χρόνια, ώστε να τονίσω ότι δεν θεωρητικολογώ: υπάρχουν δυνάμεις στο σύγχρονο ελληνικό σκηνικό ικανές για τέτοια πράγματα.   

Δεν είναι κακός ο δίσκος, δεν θα πρότεινα να μην τον ακούσει όποιος νιώθει να τον αφορά η Μελίνα Κανά. Άλλωστε η ίδια βρίσκει συχνά το μονοπάτι για να φτάσει στην καρδιά σου και να σε ενεργοποιήσει συναισθηματικά. Δεν βρίσκει όμως κάποιο ερμηνευτικό πρόσωπο το οποίο δεν ήξερε ή δεν ξέραμε, ούτε πραγματοποιεί τις υπερβάσεις εκείνες που κρίνονται αναγκαίες προκειμένου να επανασυστηθούμε. Το χθες βαραίνει περισσότερο από το πιθανό αύριο και δεν αποδομείται καν με την πρέπουσα γενναιότητα, μήπως κι αναδειχθεί έτσι ο όποιος δρόμος προς το μέλλον. 





07 Αυγούστου 2022

Βασίλης Σκουλάς - συνέντευξη (2009)


Τον Βασίλη Σκουλά πρέπει να τον κουβεντιάζεις από κοντά, πιστεύω. Αλλά πίσω στο 2009, όταν είχε βγάλει το άλμπουμ Στο Ξέσπασμα Του Φεγγαριού, κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό. 

Χάρη λοιπόν στην ακούραστη Μαίρη Μπρατάκου, η οποία ήταν τότε στη Lyra, συνδεθήκαμε τηλεφωνικά με Κρήτη και πιο συγκεκριμένα με τη «Ντελίνα»: το μαγαζί που διατηρεί στους πρόποδες του Ψηλορείτη. Ώστε να μιλήσουμε με μία από τις πιο εκφραστικές ανδρικές φωνές που πήγασαν από το μικροσύμπαν της κρητικής παράδοσης.

Η συνδιάλεξή μας δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που δινόταν τότε ως promo στον Τύπο.


Σχεδιάσατε τον δίσκο Στο Ξέσπασμα Του Φεγγαριού ως μια αναδρομή-γιορτή στα 40 σας χρόνια στη δισκογραφία. Γιατί όμως αποφασίσατε να ηχογραφήσετε ζωντανά στο στούντιο, έχοντας ως κοινό φίλους και γνωστούς, αντί να ακολουθήσετε τη δεδομένη συνταγή μιας «κανονικής» ζωντανής ηχογράφησης;

Ήθελα να στηθεί κάτι ζεστό και με ατμόσφαιρα παρέας –κι αυτό δεν μπορούσε να γίνει με μια μεγάλη συναυλία. Το Studio Sierra, όπου ηχογραφήθηκε ο δίσκος, αποτέλεσε ιδανικό χώρο για κάτι τέτοιο, γιατί είναι ευρύχωρο. Έτσι, μπορεί και κάποιον κόσμο να χωρέσει άνετα, αλλά και να εξυπηρετήσει το άμεσο επικοινωνιακό στοιχείο που έψαχνα.

Ομολογώ πάντως ότι περίμενα να δω κάπου ανάμεσα στις επιλογές και τη "Ντελίνα" –το 45αράκι single με το οποίο ξεκίνησαν όλα το 1968. Γιατί δεν το συμπεριλάβατε στο άλμπουμ;

(γελάει) Ξέρετε, είναι τόσα πολλά πια... Τι να πρωτοδιάλεγα; Πράγματι, ήθελα να μπουν περισσότερα τραγούδια στο Ξέσπασμα Του Φεγγαριού, αλλά δεν γινόταν: ήδη μιλάμε για έναν διπλό δίσκο.

Έχω διαβάσει ότι και πριν είχατε μπει σε στούντιο προκειμένου να κάνετε την πρώτη σας ηχογράφηση. Τι συνέβη τότε και δεν υπήρξαν αποτελέσματα;

Ναι, πράγματι, αυτό είχε συμβεί το 1964. Και πρόκειται για μια πολύ κακή εμπειρία. Δεν είχα υπογράψει κάποιο συμβόλαιο και υπήρξε σοβαρή διένεξη. Η οποία οδήγησε στο να μην κυκλοφορήσουν ποτέ εκείνες οι ηχογραφήσεις. 

Το μαγαζί σας στα Ανώγεια με το όνομα «Ντελίνα», πώς τα πάει; Συνεχίζετε φαντάζομαι να εμφανίζεστε εκεί; 

Παίζω μόνο στις αρχές κάθε Αυγούστου στη «Ντελίνα», όταν έχουμε τις μουσικές εκδηλώσεις. Το μαγαζί βρίσκεται στους πρόποδες του Ψηλορείτη και λειτουργεί όλο τον χρόνο, και ως ταβέρνα και ως ξενοδοχείο. Φιλοξενούμε δε διάφορες εκδηλώσεις, όχι μόνο μουσικές. Να 'ρθειτε αν σας δοθεί η ευκαιρία. 

Ήσασταν παιδί 7 χρονών όταν πρωτοπιάσατε τη λύρα. Να υποθέσω ότι σας παρακίνησε τόσο η παράδοση της οικογένειάς σας στη μουσική, όσο και ο γενικότερος μουσικός πολιτισμός της Κρήτης; 

Ασφαλώς ο κοινωνικός χώρος έπαιξε κι αυτός ρόλο. Αλλά, για εμένα, καθοριστική αιτία ήταν η οικογένεια. Τόσο ο παππούς μου, δηλαδή, όσο και ο προπάππους μου, ήταν λυράρηδες στα Ανώγεια. Και στο καφενείο που είχε στο χωριό ο πατέρας μου θυμάμαι από παιδάκι να μαζεύονται οι λυράρηδες. Έχω πολύ ζωντανές αναμνήσεις από τα γλέντια τους. 

Αλήθεια, πώς έβγαιναν τότε οι γάμοι και τα πανηγύρια, δίχως όλη αυτή την τεχνολογία που υπάρχει στις μέρες μας; 

Ήταν μια διαφορετική διαδικασία από τη σημερινή. Τότε δεν υπήρχε ούτε καν η δυνατότητα κάποιας καλωδίωσης. Κάθε εκδήλωση –είτε γάμος, είτε πανηγύρι– είχε γύρω του μόνο τους ήχους της φύσης και τις μυρωδιές της. Αντηχούσαν τα στενά των χωριών από τις καντάδες και μοσχομύριζαν τα πλατύσκαλα από τους βασιλικούς που διατηρούσαν οι νοικοκυρές στις γλάστρες. Είχες μια άλλη αίσθηση για το όλο πράγμα.

Ήδη πολλά χρόνια προτού ανθίσει μια σχετική μόδα, πραγματοποιήσατε μια στροφή προς τον λεγόμενο «έντεχνο» ήχο. Τι σας ώθησε προς τα εκεί; 

Ξέρετε, όλη αυτή η ιστορία με το «έντεχνο» δεν υπήρχε παλιότερα. Τον όρο τον πρωτάκουσα κάπου στη δεκαετία του 1970 και μετά τον είδα να καθιερώνεται. Αλλά τι πάει να πει «έντεχνο»; Γιατί δηλαδή ένα παραδοσιακό τραγούδι, εάν ασφαλώς ενορχηστρωθεί σωστά, δεν είναι κι αυτό «έντεχνο»;

Κατά καιρούς είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ με μεγάλους συνθέτες, τους οποίους και ευγνωμονώ γι’ αυτό. Δεν ένιωσα όμως ότι εκπροσωπούν κάτι άλλο από μια συνέχεια της παράδοσης την οποία γνώριζα. Ούτε ότι έπρεπε να αλλάξω κάτι στον τρόπο που τραγουδούσα. 

Παρακολουθείτε το σημερινό σκηνικό στην Κρήτη; Τι γνώμη έχετε για τη νεότερη γενιά μουσικών; 

Ο λαός εδώ βρίσκεται σε άμεση σχέση με την παράδοση. Βλέπω ελπιδοφόρα τις προσπάθειες των νεότερων, γιατί διακρίνονται από αγάπη για αυτή την παράδοση. Όχι ότι δεν υπάρχει αυθορμητισμός, ότι δεν γίνονται και λάθη ή ότι δεν υπάρχουν και μερικές ταλαντεύσεις σε ορισμένους. Κατά καιρούς δοκιμάζονται κάποιες προσθήκες, ας τις πούμε, τις οποίες μόνα τους τα νέα παιδιά θα οδηγηθούν πιστεύω στο σημείο να αφαιρέσουν. Υπάρχουν λοιπόν κι αυτά. Αλλά όσο υπάρχει και μια στάση ζωής απέναντι στην παράδοση, παραμένω αισιόδοξος. 

Τι σχεδιάζετε δισκογραφικά και συναυλιακά για το μέλλον; 

Είναι νωρίς ακόμα... Πάντως σχέδια υπάρχουν και κάποιες συζητήσεις ήδη γίνονται. Θα δούμε...




03 Αυγούστου 2022

My Drunken Haze - My Drunken Haze [δισκοκριτική, 2014]


Μια κριτική μου από τα τέλη του 2014 στο ομώνυμο ντεμπούτο των My Drunken Haze, της αθηναϊκής μπάντας από όπου αναδείχθηκε η εκφραστική φωνή της Matina Sous Peau (Ματίνα Θρουμουλοπούλου).

Όπως και άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Η χρησιμοποιούμενη φωτογραφία της μπάντας ανήκει στον Διονύση Ματιάτο.


Στην παραζάλη του μεθυσιού (drunken haze), ό,τι είναι ίσως και να μην είναι. Κι έτσι, μια μπάντα από την Αθήνα του 2014 μπορεί στο δισκογραφικό της ντεμπούτο να ζει στα τέλη της δεκαετίας του 1960, σε μια παραλία με άμμο (όχι βότσαλο), προς Καλιφόρνια μεριά. Στην οποία απελευθερωμένα σεξουαλικά ήθη, rock ‘n’ roll συναυλίες, παραισθησιογόνα και προβολές ταινιών του Γκοντάρ γίνονται κουβάρι και –τελικά– κουλτούρα. 

Ψυχεδέλεια. Και δεν είναι δύσκολο να πιστέψεις στην ψυχεδέλεια των My Drunken Haze. 

Είναι καλοί μουσικοί (το έχω πιστοποιήσει και live), ο δίσκος τους ευτυχεί σε επίπεδο παραγωγής χάρη στην προσεγμένη δουλειά του King Elephant των Baby Guru, η οποία φτιάχνει μεν το απαιτούμενο «κλίμα 1960s», μα φωτίζει και όσες πινελιές φέρνει η μπάντα από νεότερα ακούσματα, ενώ στο πρόσωπο της Matina Sous Peau (Ματίνα Θρουμουλοπούλου) βρίσκουν μια αληθινά εκφραστική φωνή. Η οποία τους βοηθά να αποφύγουν το τσουβάλιασμα με τους Allah-Las αυτού του κόσμου, ρίχνοντας αποτελεσματικές γέφυρες προς Still Corners κατευθύνσεις.

Τους βοηθά βέβαια και η γενικότερη οπτική περί τραγουδοποιίας που καταθέτουν εδώ. Ναι, θα φάτε κάμποσο ξαναζεσταμένο φαγητό, από εκείνο που μαγείρεψαν οι Byrds του Fifth Dimension (1966), οι Velvet Underground της Μπανάνας (1967), οι Beatles του Sgt. Pepper's (1967) και αρκετοί ακόμα. Αλλά δίπλα σε τέτοιες αναφορές έρχονται να συγκατοικήσουν και οι απόηχοι της σκηνής που άστοχα αποκαλέσαμε «dream pop» (τέλος πάντων, συνεννούμαστε), οδηγώντας τα πράγματα σε ένα αλισβερίσι που παίρνει αποστάσεις από τη στείρα γκαραζοψυχεδέλ αναβίωση των καιρών μας. Ως αποτέλεσμα, παίρνουμε κι εμείς μερικά στρογγυλά και καλογραμμένα τραγούδια, όπως π.χ. το "Yellow Balloon", το "Carol Wait" και το προσωπικώς αγαπημένο "Endless Fairytale" με τη διαθλασμένη, ονειροπόλα διάθεση. 

Μέχρις εδώ, όλα καλά. Παρακάτω; Παρακάτω δεν έχει... Και μια κριτική αποτίμηση δεν γίνεται να παραβλέψει το χαμηλοτάβανο του όλου εγχειρήματος. 

Γιατί δεν τρέχουν και πολλά επειδή νόθευσες την ψυχεδέλεια των 1960s με τη dream pop των 1980s. Είναι έξυπνο, είναι και έντιμο αν θέλετε ως έναν βαθμό, καθώς βοηθάει να αποφύγεις τα ύφαλα στα οποία βρίσκουν άλλοι revivalistas. Εξακολουθείς όμως να συγκαταλέγεσαι στους νοσταλγούς· και εξακολουθείς να πιστεύεις στο «πίσω ολοταχώς», ως απάντηση στην παρούσα κατάσταση της κιθαριστικής μουσικής. Προσφέρεις κάτι, αλλά δεν προσθέτεις –είτε στο corpus της ψυχεδέλειας, είτε σ' εκείνο της dream pop. 

Κι ας μην αρχίσει πάλι η συστημική καραμέλα «δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη», επειδή βολεύει τώρα να ξαναπακετάρουμε το χθες χάριν μιας εναλλακτικής νεολαίας που γουστάρει μεν τον συγκεκριμένο ήχο, μα δεν ξέρει (και αδιαφορεί να μάθει). Πάνω στις πλάτες της, εντωμεταξύ, στήνονται καριέρες με μαξιλαράκι ασφαλείας ως προς το καλλιτεχνικό ρίσκο, ενώ καβαλάνε και ορισμένοι δημοσιογράφοι που απλά θέλουν να ζήσουν τη Lester Bangs φενάκη τους. Κανείς άλλωστε, ποτέ, δεν μίλησε για παρθενογένεση στην pop/rock κριτική, πλην ίσως μια χούφτας ανόητων. 

Είναι λοιπόν εκ φύσεως περιορισμένη η πισίνα στην οποία κάνουν τα μπάνια τους οι My Drunken Haze. Έχουν ασφαλώς κάθε δικαίωμα να τη φαντάζονται ως αμμουδερή, καλιφορνέζικη παραλία, εγκιβωτισμένη στην παραζάλη ενός endless summer. Τουλάχιστον αποδεικνύονται σε θέση να σε βάλουν στο τριπάκι, για λίγο έστω.



26 Ιουλίου 2022

Βασίλης Κορακάκης - Από Μηχανής ...Τραγούδια [δισκοκριτική, 2019]


Μια κριτική από το πρώτο μισό του 2019, σε έναν ωραίο και μάλλον απρόσμενο δίσκο εκ μέρους του γιου του γνωστού λαϊκού συνθέτη Βαγγέλη Κορακάκη.

Εκείνη την εποχή, μάλιστα, είχαμε ακόμα Συχνοτική Συμπεριφορά στο Κόκκινο, οπότε με τον Στυλιανό Τζιρίτα κανονίσαμε να τον φέρουμε στο στούντιο για μια ραδιοφωνική συνέντευξη. Στην οποία ο Βασίλης Κορακάκης ήρθε με το μπουζούκι του, τραγούδησε ζωντανά και μας εντυπωσίασε.

Όπως και άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Ήταν λογικό ότι, κάποια στιγμή, ο Βασίλης Κορακάκης θα έβγαινε στο προσκήνιο αυτονομημένος από το πλαίσιο που έχει υπηρετήσει ο πατέρας του, στο οποίο και τον πρωτογνωρίσαμε, πρώτα ως φωνή/μπουζούκι/μπαγλαμά στη Μαγιοπούλα (2007), έπειτα και ως συνθέτη στον δίσκο του Γιάννη Ντουνιά Ο Σεβντάς (2010). Και ήταν ευχής έργον που μπόρεσε να κάνει κάτι τέτοιο έχοντας ως συν-ενορχηστρωτή και παραγωγό του πρώτου του προσωπικού άλμπουμ τον Αλέξη Βάκη, ο οποίος υπήρξε συμπαραγωγός στο Λαύριο. Τον δίσκο δηλαδή που πίσω στο 1993 «έφτιαξε» το όνομα του Βαγγέλη Κορακάκη, ανοίγοντάς του τον δρόμο για την επιτυχία με τον Γεράσιμο Ανδρεάτο και τη συνεργασία με τον Δημήτρη Μητροπάνο. 

Ο Βασίλης Κορακάκης έχει κάτσει με καλούς δασκάλους, οπότε έχει μάθει τα ανάλογα «γράμματα». Φέρνει στον πατέρα του, αλλά δεν τον αντιγράφει. Κάτι διακρίνεις εδώ κι εκεί στους τρόπους ερμηνείας από Γιώργο Νταλάρα ή από Γρηγόρη Μπιθικώτση, χωρίς όμως να μοιάζει. Και οπωσδήποτε έχει ακούσει καντάρια λαϊκού ρεπερτορίου από το χρυσό παρελθόν, μα τα έχει επαρκώς αφομοιώσει, με αποτέλεσμα να μην τα αναπαράγει στείρα. 

Από την άλλη, έχεις εδώ ένα άλμπουμ «κορακακικό». Με την έννοια δηλαδή ότι δεν υπάρχει πρόταση για το πού μπορεί (αν μπορεί) να πάει ο λαϊκός ήχος, παρά μια λογική η οποία κοιτάει με θαυμασμό το σπουδαίο παρελθόν ("Φουρτουνιασμένος Μάγκας", "Φάρος Σβηστός", "Κάποια Λυπητερή Πενιά"), προσπαθώντας να του μοιάσει. Είναι ένας ορίζοντας που ποτέ δεν ξεπέρασε ο Βαγγέλης Κορακάκης και που δεν φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα τον Βασίλη Κορακάκη, παρά το γεγονός ότι στις ενορχηστρώσεις χρησιμοποιούνται και όργανα ικανά να κάνουν την έκπληξη, αν τους δινόταν περισσότερος χώρος. Η ηλεκτρική κιθάρα του Αντώνη Απέργη στο "Μια Αλλιώτικη Ζωή", λ.χ., τσιγκλάει ωραία το αυτί. Το ίδιο και το μπαγιάν στο "Της Ερημιάς Η Βρύση" ή το κοντραμπάσο στα διάφορα στιγμιότυπα όπου χρησιμοποιείται. 

Δεν αντιλέγω, βέβαια: έτσι δημιουργείται μια ζώνη ασφαλείας πολύτιμη για ένα δισκογραφικό ντεμπούτο, ρίχνοντας συνάμα άγκυρα σε έναν ήχο που και εξακολουθεί να μετρά θερμούς φίλους σε συγκεκριμένες γενιές και οφείλει τη διαχρονική του στόφα στη χρήση του μπουζουκιού ως κεντρικού άξονα. Όμως οι νεότεροι ακροατές, όσοι έχουν πλέον ζυμώσει το αυτί τους και με διάφορα διεθνή ακούσματα, δεν θα βρουν εδώ τα σημεία επαφής που ίσως αναζητούν –κι αυτό είναι κάτι που οφείλει να προβληματίσει τον Βασίλη Κορακάκη, εφόσον φαντάζεται το Από Μηχανής ...Τραγούδια ως αφετηρία μιας διαδρομής. 

Παρά τις ενστάσεις, πάντως, δεν γίνεται να μην παρατηρήσεις ότι το παρόν υλικό ακούγεται ως όαση σε μια δεκαετία όπου το λαϊκό τραγούδι χάνεται ολοταχώς σε συμβατικές Δυτικές ενορχηστρώσεις με ποπ χροιά, διαρκώς αλαφραίνοντας τόσο σε αίσθηση, όσο και σε ουσία. 

Κόντρα σε τέτοιους καιρούς και τέτοια ήθη, ο Βασίλης Κορακάκης μπορεί να μην διαθέτει την αντιπρόταση ως δημιουργός και να μην κατέχει τη μεγάλη, εντυπωσιακή φωνή, αλλά τουλάχιστον θυμίζει ότι το είδος δεν γίνεται να προχωρήσει αληθώς εάν διακυβεύει τη στιβαρότητα και την ταυτότητά του χάριν αποβουτυρωμένων, τάχα μου μοντέρνων δοκιμών. Τα δικά του κομμάτια διατηρούν αν μη τι άλλο τέτοια πολύτιμα συστατικά ("Το Ανικανοποίητο", "Μια Αλλιώτικη Ζωή", "Της Ερημιάς Η Βρύση", "Γλυκό Καλοκαιράκι"), όπως και το πολύ ωραίο χρώμα του κλασικού λαϊκού άσματος –τομέας όπου αποδεικνύεται καίρια η συμμετοχή των ικανότατων οργανοπαιχτών, αλλά και η παρουσία του γνώστη Αλέξη Βάκη στην κονσόλα. Ακούμε επίσης ένα σημαντικό φάσμα ρυθμών, κάτι που επίσης σπανίζει (κοινώς, μην περιμένετε μονάχα ζεϊμπέκικα). 

Το Από Μηχανής ...Τραγούδια δεν είναι λοιπόν δίσκος με μεγάλες κορυφές και με κομμάτια που θα σηκώσουν συζητήσεις, αποδεικνύεται όμως αξιοπρόσεχτο ντεμπούτο, χτισμένο στην πηγαιότητα και στο μεράκι. Δεν είναι πολλά τα όσα κομίζει, δεν είναι όμως και λίγα. Ειδικά για χρόνια σαν κι αυτά, όπου το λαϊκό τραγούδι κινδυνεύει να απομείνει ως απλή ερμηνευτική συνιστώσα σε έναν διεθνοποιημένο μουσικό καμβά.



20 Ιουλίου 2022

Blind Guardian - Beyond The Red Mirror [δισκοκριτική, 2015]


Η σχέση μου με τους Blind Guardian ποτέ δεν αποσαφηνίστηκε στα κάμποσα χρόνια ύπαρξης που συμπληρώνουν πλέον –από το 1984, για την ακρίβεια, όταν πρωτοστήθηκαν στο Krefeld της Γερμανίας ως Lucifer's Heritage. 

Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που αποφάσισα να πάω να τους δω φέτος στο Release Athens, όπου, άκουσον-άκουσον, θα παίξουν δεύτερο όνομα, κάτω από τους Sabaton. Το λες και «τα ύστερα του κόσμου», φαίνεται όμως πως έχουμε δρασκελίσει πια σε εποχή νέων δυνάμεων στη σκακιέρα του ευρωπαϊκού power metal. 

Με την αφορμή αυτή, επιστροφή σε μια προγενέστερη απόπειρα επαφής με το σύμπαν της παρέας του Hansi Kürsch: αρχές 2015, τότε που είχαν βγάλει το άλμπουμ Beyond The Red Mirror, επιχειρώντας ένα μετά 20 έτη (άτυπο) sequel στο πολυσυζητημένο τους Imaginations From The Other Side (1995). 

Η κριτική μου δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Τα του Release Athens (Πέμπτη 21 Ιουλίου, Πλατεία Νερού) θα δημοσιευτούν στο Αθηνόραμα, καλώς εχόντων των πραγμάτων.


Το Beyond The Red Mirror έρχεται ως κάτι σαν sequel για την παρέα του Hansi Kürsch, πιάνοντας το νήμα από εκεί όπου το είχε αφήσει το Imaginations From The Other Side –ο δίσκος που μπράτσωσε τη μπάντα από το Krefeld πριν 20 χρόνια, βοηθώντας τη να αναγνωριστεί ως μεταλλική δύναμη. Αλλά αν νομίζετε ότι πάνε απλά να αναβαπτιστούν στα νάματα των χρυσών τους χρόνων με πιο σημερινή παραγωγή, σας έχουν γελάσει. 

Πρώτα-πρώτα, τα «χρυσά χρόνια» είναι τώρα: οι Blind Guardian μετρούν 4 συνεχόμενα top-5 στα album charts της πατρίδας Γερμανίας, έχουν γίνει επιτέλους ευδιάκριτοι στην αμερικανική αγορά, πλέον μπήκαν και στη βρετανική, αφού ο φετινός δίσκος έφτασε ως το #54. Δεύτερον, μιλάμε για σχήμα που, σε σύγκριση με τη μπάντα που έβγαλε το Imaginations From The Other Side το 1995, ψάχνει έναν διαφορετικό ήχο: τα pop στοιχεία της power metal συνταγής ξεθαρρεύουν σε γέφυρες και ρεφρέν και το όλο οικοδόμημα αναζητά τη σύμπλευση με τις μεγάλες κλίμακες της κλασικής μουσικής.  

Η αναζήτηση νέων εδαφών τιμά τη μπάντα, γιατί όλοι ξέρουμε πως θα μπορούσαν να ξαναπαίξουν τα ίδια Παντελάκη μου και να ξεμπερδεύουν αναίμακτα με τη μεγαλύτερη μερίδα των συντηρητικών(-ότατων) οπαδών τους, που θα αποφαίνονταν απλά πως «γαμάει το καινούργιο Guardian» και θα τελείωνε η συζήτηση –αυτοί τη ζωή τους, μετά, κι εμείς τη δικιά μας. Κι αν το φλερτ με τα κλασικά είναι λιγάκι πονηρό, από την άποψη πως φοριέται πολύ, η ενίσχυση των pop αναφορών είναι μια πιο γενναία πράξη, καθώς φέρνει στην εμπροσθοφυλακή πράγματα που οι παραδοσιακοί μεταλλάδες ίσως δεν πολυχωνέψουν: τους Electric Light Orchestra λ.χ., οι οποίοι και «πρωταγωνιστούν» στο single "Twilight Of The Gods"· ή τους Queen, που έχουν ποτίσει το μποστάνι του "Grand Parade".

Από εκεί και πέρα, για τους Blind Guardian μιλάμε, είναι πραγματικά εύκολο να τους κάνεις σάκο του μποξ. Αν κοιτάω λ.χ. τις διάρκειες των τραγουδιών και βρίσκω με τη μία ποια είναι η μπαλάντα, ή εγώ προσεγγίζω στον Σέρλοκ Χολμς ή εκείνοι παραμένουν αθεράπευτοι φορμαλιστές. Και να πήγαινε στα κομμάτια αν η γαμωμπαλάντα ήταν καλή· όμως το "Miracle Machine" είναι βλακωδώς γλυκερό και σπάει αδικαιολόγητα τη συνοχή του νέου δίσκου. 

Μετά είναι οι στίχοι: μπερδεμένοι, άτσαλοι, ασαφείς. Ένα concept που δείχνει φαντασμαγορικό, μα δεν είναι παρά φτωχός συγγενής των λογοτεχνικών sword & sorcery προτύπων από τα οποία εμπνέεται. Γιατί να κάτσω ν' ακούσω για θεούς, ήρωες, βασιλιάδες, θρόνους και δισκοπότηρα, αν τους επικαλούμαστε μόνο για να αναπαράγουμε τελικά τα κλισέ; Χώρια το ότι οι Blind Guardian παραμένουν σταθερά φλύαροι στον συνθετικό τομέα, με μια  λατρεία για το πομπώδες που υπερίπταται συχνά στα όρια του κιτς, δίχως να διαθέτει οργανικούς αρμούς με τον θεατρικό τόνο του δίσκου. Κάτι σαν τον Κεντροευρωπαίο τουρίστα με το καλτσοπέδιλο, δηλαδή, απλά προσθέστε  μακρύ μαλλί και μαύρο t-shirt με στάμπα συγκροτήματος...

Όμως το Beyond The Red Mirror δεν είναι καθόλου κακός δίσκος, κατά τα λοιπά. 

Οι Γερμανοί έχουν δουλέψει πολύ τις κιθάρες και τα χορωδιακά φωνητικά και αποδεικνύονται ικανοί να παίξουν με την κλασική μουσική αποφεύγοντας τη σαχλαμάρα που χαρακτηρίζει συνήθως το symphonic metal. Βέβαια ο παραγωγός Charlie Bauerfeind –με τη σημαντική εμπειρία στο ευθύβολο power metal– μάλλον τα έχασε μπροστά στις δύο ορχήστρες και τις τρεις χορωδίες που του κουβάλησαν και του βγήκε κάπως πλαστικός ο ήχος, τη στιγμή που όφειλε να είναι κριτσανιστός. Δεν χάνεται ωστόσο το γεγονός ότι οι Blind Guardian μπόρεσαν τελικά να γράψουν τα περίπλοκα τραγούδια που οραματίστηκαν, με τις συμφωνικές διαστάσεις, τις μεγάλες χρονικές διάρκειες και τα επικολυρικά (χαζορομαντικά;) κρεσέντο που λατρεύουν οι ακροατές του power metal ιδιώματος, σαν π.χ. το "The Throne", το "Prophecies" ή το "Ninth Wave".