20 Ιουλίου 2022

Blind Guardian - Beyond The Red Mirror [δισκοκριτική, 2015]


Η σχέση μου με τους Blind Guardian ποτέ δεν αποσαφηνίστηκε στα κάμποσα χρόνια ύπαρξης που συμπληρώνουν πλέον –από το 1984, για την ακρίβεια, όταν πρωτοστήθηκαν στο Krefeld της Γερμανίας ως Lucifer's Heritage. 

Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που αποφάσισα να πάω να τους δω φέτος στο Release Athens, όπου, άκουσον-άκουσον, θα παίξουν δεύτερο όνομα, κάτω από τους Sabaton. Το λες και «τα ύστερα του κόσμου», φαίνεται όμως πως έχουμε δρασκελίσει πια σε εποχή νέων δυνάμεων στη σκακιέρα του ευρωπαϊκού power metal. 

Με την αφορμή αυτή, επιστροφή σε μια προγενέστερη απόπειρα επαφής με το σύμπαν της παρέας του Hansi Kürsch: αρχές 2015, τότε που είχαν βγάλει το άλμπουμ Beyond The Red Mirror, επιχειρώντας ένα μετά 20 έτη (άτυπο) sequel στο πολυσυζητημένο τους Imaginations From The Other Side (1995). 

Η κριτική μου δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Τα του Release Athens (Πέμπτη 21 Ιουλίου, Πλατεία Νερού) θα δημοσιευτούν στο Αθηνόραμα, καλώς εχόντων των πραγμάτων.


Το Beyond The Red Mirror έρχεται ως κάτι σαν sequel για την παρέα του Hansi Kürsch, πιάνοντας το νήμα από εκεί όπου το είχε αφήσει το Imaginations From The Other Side –ο δίσκος που μπράτσωσε τη μπάντα από το Krefeld πριν 20 χρόνια, βοηθώντας τη να αναγνωριστεί ως μεταλλική δύναμη. Αλλά αν νομίζετε ότι πάνε απλά να αναβαπτιστούν στα νάματα των χρυσών τους χρόνων με πιο σημερινή παραγωγή, σας έχουν γελάσει. 

Πρώτα-πρώτα, τα «χρυσά χρόνια» είναι τώρα: οι Blind Guardian μετρούν 4 συνεχόμενα top-5 στα album charts της πατρίδας Γερμανίας, έχουν γίνει επιτέλους ευδιάκριτοι στην αμερικανική αγορά, πλέον μπήκαν και στη βρετανική, αφού ο φετινός δίσκος έφτασε ως το #54. Δεύτερον, μιλάμε για σχήμα που, σε σύγκριση με τη μπάντα που έβγαλε το Imaginations From The Other Side το 1995, ψάχνει έναν διαφορετικό ήχο: τα pop στοιχεία της power metal συνταγής ξεθαρρεύουν σε γέφυρες και ρεφρέν και το όλο οικοδόμημα αναζητά τη σύμπλευση με τις μεγάλες κλίμακες της κλασικής μουσικής.  

Η αναζήτηση νέων εδαφών τιμά τη μπάντα, γιατί όλοι ξέρουμε πως θα μπορούσαν να ξαναπαίξουν τα ίδια Παντελάκη μου και να ξεμπερδεύουν αναίμακτα με τη μεγαλύτερη μερίδα των συντηρητικών(-ότατων) οπαδών τους, που θα αποφαίνονταν απλά πως «γαμάει το καινούργιο Guardian» και θα τελείωνε η συζήτηση –αυτοί τη ζωή τους, μετά, κι εμείς τη δικιά μας. Κι αν το φλερτ με τα κλασικά είναι λιγάκι πονηρό, από την άποψη πως φοριέται πολύ, η ενίσχυση των pop αναφορών είναι μια πιο γενναία πράξη, καθώς φέρνει στην εμπροσθοφυλακή πράγματα που οι παραδοσιακοί μεταλλάδες ίσως δεν πολυχωνέψουν: τους Electric Light Orchestra λ.χ., οι οποίοι και «πρωταγωνιστούν» στο single "Twilight Of The Gods"· ή τους Queen, που έχουν ποτίσει το μποστάνι του "Grand Parade".

Από εκεί και πέρα, για τους Blind Guardian μιλάμε, είναι πραγματικά εύκολο να τους κάνεις σάκο του μποξ. Αν κοιτάω λ.χ. τις διάρκειες των τραγουδιών και βρίσκω με τη μία ποια είναι η μπαλάντα, ή εγώ προσεγγίζω στον Σέρλοκ Χολμς ή εκείνοι παραμένουν αθεράπευτοι φορμαλιστές. Και να πήγαινε στα κομμάτια αν η γαμωμπαλάντα ήταν καλή· όμως το "Miracle Machine" είναι βλακωδώς γλυκερό και σπάει αδικαιολόγητα τη συνοχή του νέου δίσκου. 

Μετά είναι οι στίχοι: μπερδεμένοι, άτσαλοι, ασαφείς. Ένα concept που δείχνει φαντασμαγορικό, μα δεν είναι παρά φτωχός συγγενής των λογοτεχνικών sword & sorcery προτύπων από τα οποία εμπνέεται. Γιατί να κάτσω ν' ακούσω για θεούς, ήρωες, βασιλιάδες, θρόνους και δισκοπότηρα, αν τους επικαλούμαστε μόνο για να αναπαράγουμε τελικά τα κλισέ; Χώρια το ότι οι Blind Guardian παραμένουν σταθερά φλύαροι στον συνθετικό τομέα, με μια  λατρεία για το πομπώδες που υπερίπταται συχνά στα όρια του κιτς, δίχως να διαθέτει οργανικούς αρμούς με τον θεατρικό τόνο του δίσκου. Κάτι σαν τον Κεντροευρωπαίο τουρίστα με το καλτσοπέδιλο, δηλαδή, απλά προσθέστε  μακρύ μαλλί και μαύρο t-shirt με στάμπα συγκροτήματος...

Όμως το Beyond The Red Mirror δεν είναι καθόλου κακός δίσκος, κατά τα λοιπά. 

Οι Γερμανοί έχουν δουλέψει πολύ τις κιθάρες και τα χορωδιακά φωνητικά και αποδεικνύονται ικανοί να παίξουν με την κλασική μουσική αποφεύγοντας τη σαχλαμάρα που χαρακτηρίζει συνήθως το symphonic metal. Βέβαια ο παραγωγός Charlie Bauerfeind –με τη σημαντική εμπειρία στο ευθύβολο power metal– μάλλον τα έχασε μπροστά στις δύο ορχήστρες και τις τρεις χορωδίες που του κουβάλησαν και του βγήκε κάπως πλαστικός ο ήχος, τη στιγμή που όφειλε να είναι κριτσανιστός. Δεν χάνεται ωστόσο το γεγονός ότι οι Blind Guardian μπόρεσαν τελικά να γράψουν τα περίπλοκα τραγούδια που οραματίστηκαν, με τις συμφωνικές διαστάσεις, τις μεγάλες χρονικές διάρκειες και τα επικολυρικά (χαζορομαντικά;) κρεσέντο που λατρεύουν οι ακροατές του power metal ιδιώματος, σαν π.χ. το "The Throne", το "Prophecies" ή το "Ninth Wave".  



16 Ιουλίου 2022

Θοδωρής Βουτσικάκης - Αισθηματική Ηλικία [δισκοκριτική, 2014]


Μια κριτική από τα τέλη του 2014, σε έναν ωραίο εγχώριο δίσκο της δεκαετίας των 2010s. 

Ο οποίος σηματοδότησε τη δημιουργική ωριμότητα του συνθέτη Δημήτρη Μαραμή –που 5 χρόνια αργότερα θα μας έδινε την εκπληκτική παράσταση «Οι Στοιχειωμένοι» (πατήστε εδώ)– αλλά και την καλύτερη στιγμή του Θοδωρή Βουτσικάκη στη δισκογραφία της ίδιας εποχής. Ενός καλλίφωνου τραγουδιστή, που όμως κατά τη γνώμη μου δεν βαδίζει όσο σωστά θα μπορούσε στο ομολογουμένως δύσκολο τερέν του σύγχρονου έντεχνου ήχου.

Όπως κι άλλα κείμενά μου της ίδιας περιόδου, η κριτική πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Εδώ αναδημοσιεύεται με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Αλλά και με τις ευχαριστίες μου στον φίλο και συνάδελφο στα μουσικογραφικά Μιχάλη Τσαντίλα, για έναν σύντομο μα εξαιρετικά αποκαλυπτικό διάλογο, σχετικό με το άλμπουμ.


Άγρια βάθη βασανισμένων ψυχών, συναισθήματα καταγκρεμισμένα, άνθρωποι που φυλλοροούν. Είναι βαρύ το πέπλο της Αισθηματικής Ηλικίας –μιας εποχής όπου όλα τα σκεπάζει η μελαγχολία, όσο η δύναμη του έρωτα ζυγίζεται κόντρα στην απώλειά του. Και αντίστοιχα βαρύς, έντεχνος, με Δυτικοευρωπαϊκές ρίζες στην κλασική μουσική μπολιασμένες με το εγχώριο, κατά Μάνο Χατζιδάκι ευαγγέλιο της μελοποιημένης ποίησης, είναι και ο δίσκος που της αφιερώνει ο Δημήτρης Μαραμής.

Διαθέτει σφρίγος ως συνθέτης ο Μαραμής, ματιά στο ελληνικό τραγούδι. Μπορεί τα μέχρι τώρα άλμπουμ του να μην ευτύχησαν να βρουν σε κάθε περίπτωση τους κατάλληλους αρμούς σύνδεσης μουσικής, στίχων και ερμηνειών, πάντως η δική του δουλειά δεν υπήρξε ποτέ αδύναμος κρίκος στο όλο τρίπτυχο. Στη δε Αισθηματική Ηλικία πραγματοποιεί ένα ορατό άλμα εις ύψος, φέρνοντας τα εκφραστικά του μέσα στο προσκήνιο με μια ενάργεια πρωτοφανέρωτη. 

Το παίξιμό του στο πιάνο, οι απέριττες ενορχηστρώσεις, η μελοποιητική/δημιουργική του φαντασία βρίσκονται εδώ στα καλύτερά τους· συναρπάζουν. Οι διάλογοι του πιάνου και του βιολιού –η όλη τους συγκατοίκηση– παίρνουν άριστα σε λυρισμό, ρομαντισμό και δραματικότητα μαζί, αντανακλώντας θαρρείς τον κόσμο της όπερας: τους ήρωες του Τζουζέπε Βέρντι και του Ρίχαρντ Βάγκνερ που ναρκώνονται από τα πάθη τους κατά τρόπους διαχρονικούς, πανανθρώπινους ("Ερημικό", "Φθινόπωρο Σ' Αγάπησα", "Η Πεντάμορφη Και Το Τέρας", "Έβρεχε Χθες"). Αξίζουν βέβαια συγχαρητήρια και στον βιολιστή Κωνσταντίνο Παυλάκο, για τις εκτελέσεις του: άσχετα με τον βαθμό στον οποίον ακολούθησε τις οδηγίες του συνθέτη, λάμπει εδώ ένας εξαίρετος μουσικός.   

Από εκεί και πέρα, γίνεται δύσκολο να μη δεις ως καταλύτη της χημείας που δένει τα επιμέρους στοιχεία του άλμπουμ τον 26άχρονο Θεσσαλονικιό τραγουδιστή που μας συστήνει εδώ ο Μαραμής. Γιατί είναι στις καθάριες και ηχηρές σε συναίσθημα ερμηνείες του Θοδωρή Βουτσικάκη όπου δείχνει να ισορροπεί η μουσική με την ποίηση του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, από τη μια, και με τους στίχους των Σωτήρη Τριβιζά & Μιχάλη Γκανά από την άλλη. 

Κατά περίπτωση, ο Βουτσικάκης αντηχεί αισθαντικός, δραματικός, τσακισμένος ή απλά νοσταλγός, πάντοτε όμως πειστικός. Επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστο μέτρο ακόμα και στις στιγμές όπου εύκολα θα μπορούσε να ξεστρατίσει σε λιγωτικές υπερβολές. Στο "Ερημικό", λ.χ. κουβαλάει κάτι από το πνεύμα της Μαργαρίτας Ζορμπαλά των "Γερανών". Στο "Φθινόπωρο Σ' Αγάπησα" υπάρχουν απόηχοι από το ιταλικό τραγούδι των δεκαετιών του 1950 και 1960, στην "Παραλογή" και στην "Ωραία Κοιμωμένη" ανιχνεύεις τον Χατζιδάκι, ενώ το "Όπου Ν' Αγγίξεις Το Κορμί" (με το υπέροχο τζαζ σαξόφωνο του Χάρη Καπετανάκη) θα έπρεπε ίσως να τεθεί ως πρότυπο προς μίμηση σε στρατιές λυγμόλαλων έντεχνων ερμηνευτών.

Και το σημαντικότερο; Παρά το βάρος, παρά την τόση θλίψη που εμπεριέχεται σ' αυτόν τον δίσκο, δεν θα βρείτε γκρίνια. Ακόμα κι όταν ο τόνος αλλάζει δραματικά, σε έναν στίχο π.χ. όπως το «Τα χρόνια μου κάνουν νερά κι είσαι η μόνη μου ξηρά», ακόμα και τότε δεν έχει σαραντάρικες κρίσεις ηλικίας, ούτε βολεμένες κοινωνικές αναρωτήσεις με ανέξοδα προοδευτικά πρόσημα, μηδέ την αίσθηση «μου χρωστά η ζωή και η άτιμη η κοινωνία». Από μια τέτοια άποψη, η Αισθηματική Ηλικία αποτελεί επίτευγμα. Γιατί είναι το «καλό» έντεχνο των δικών μας ημερών, εκείνο που όσοι αγαπούν το ελληνικό τραγούδι θα έπρεπε να θέσουν ως αντιπαράδειγμα ενάντια σε όσες «ποιοτικές» τοποθετήσεις πάσχουν από τις προαναφερθείσες –χρόνιες– ασθένειες. 



10 Ιουλίου 2022

Judas Priest - Redeemer Of Souls [δισκοκριτική, 2014]


Στη σχέση που ο καθένας μας διατηρεί με το σύμπαν της μουσικής, βασιλεύει το συναίσθημα. Κι έτσι πρέπει. Όταν όμως αποκτάς ένα δημόσιο βήμα κι αρχίζεις να ασχολείσαι με αποτιμήσεις και κριτικές, το να εξακολουθείς να πλέεις στο συναίσθημα μπορεί να αποβεί έως και καταστροφικό: και για τη δική σου αξιοπιστία και για το μέσο που εκπροσωπείς και για τον μουσικό Τύπο συλλήβδην.

Η παρατήρηση ισχύει για κάθε είδος μουσικής, αλλά στο heavy metal δεν είναι ότι τα πράγματα εκτροχιάζονται συχνά –είναι και ότι επικροτείται, γενικά, να γράφει κανείς έτσι. Τέλος πάντων, είναι σε αυτόν τον άκρατο συναισθηματισμό που αποδίδω κάτι πανηγυρικούς που διαβάζω συνήθως για το άλμπουμ των Judas Priest Angel Of Retribution (2005). Κατανοώ πολλά πράγματα, βέβαια, γιατί ήμουν κι εγώ ανάμεσα σε όσους απογοητεύτηκαν από την περίοδο του Tim "Ripper" Owens, αναθαρρώντας όταν ο Rob Halford ξαναγύρισε εκεί όπου ανήκει, θρυμματίζοντας την κυνικότητα του «ουδείς αναντικατάστατος», όπως ακριβώς είχε κάνει λίγα χρόνια πριν και ο Bruce Dickinson.

Ως πρώτο άλμπουμ ξανά-μανά με Rob Halford, λοιπόν, το Angel Of Retribution είχε μια ανάταση κι έναν ενθουσιασμό, όπως και κάποια πραγματικά ωραία τραγούδια σαν π.χ. το "Judas Rising". Αλλά οι ξανανιωμένοι Judas Priest που απολαμβάνουμε τα τελευταία χρόνια τέθηκαν σε κίνηση κατά την επόμενη δεκαετία, χάρη πρωτίστως στις ρωμαλέες συναυλίες τους, μα και στον υποτιμημένο δίσκο του 2014 Redeemer Of Souls. Εδώ βρίσκονται για εμένα τα θεμέλια του Firepower (2018) –και όχι στο Angel Of Retribution.

Με αφορμή λοιπόν την επικείμενη επιστροφή των Judas Priest στην Αθήνα, για το Release Athens Festival του φετινού καλοκαιριού (Παρασκευή 15 Ιουλίου, Πλατεία Νερού), το blog ξανακούει το Redeemer Of Souls και ξαναγυρνά σε μια κριτική της εποχής. Η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


Η alt-metal γενιά δεν θα το πιάσει ποτέ, το γνωρίζω. Αλλά, για τους υπόλοιπους, ο κίνδυνος μιας «καυτής πατάτας» εκ μέρους των Judas Priest έμοιαζε πολύ πραγματικός, 45 χρόνια μετά το ξεκίνημά τους, με τον K.K. Downing εκτός μπάντας (αν είναι δυνατόν!) και τον Rob Halford να έχει χάσει σε αισθητό βαθμό τη φωνάρα της νεότητάς του. 
 
Ευτυχώς, όμως, όλα κύλησαν καλά. Κι ας μην έχουν κάποιον άσσο στο μανίκι οι Βρετανοί, αφού στο Redeemer Of Souls δεν παίζουν πειραματισμοί, δεν υπάρχει εκσυγχρονισμός και ανάπτυξη, δεν θα βρεθεί ούτε μισή έκπληξη. Αν ανέμενες ή απαιτούσες κάτι τέτοιο είσαι βαθιά νυχτωμένος –και θα έπρεπε να καταδικαστείς να πλένεις τις άσπρες κάλτσες του Chino Moreno στον αιώνα τον άπαντα. 
 
Στο 17ο (στούντιο) άλμπουμ τους, οι Judas Priest συμπεριφέρονται ως θεματοφύλακες: ως Αδελφότητα που παίζει στα δάχτυλα πανάρχαια μυστικά και μπορεί με δυο-τρία κόλπα να ξαναθέσει σε κίνηση έναν ολόκληρο κόσμο. Όχι γιατί τον νοσταλγεί ή γιατί έχει εγκλωβιστεί εκεί, μα επειδή επένδυσε μια ζωή προκειμένου να τον κατέχει σε όλο του το εύρος, σε όλο του το ηρωικό μεγαλείο. 

Έτσι, από τα σκληρά λευκά blues των 1960s που δίνουν τον τόνο στο "Crossfire", φτάνεις στο βαβούρικο rock 'n' roll του "Snakebit"· και από τη μπαλάντα "Beginning Of The End" στις υπέροχες new wave of british heavy metal κιθάρες ("Down In Flames"), οι οποίες παρελαύνουν περήφανα στη ραχοκοκαλιά του δίσκου, καταφέροντας συντριπτικά χτυπήματα σε όσους ανόητους κάνουν το λάθος να υποτιμήσουν τους γερο-Priest. Χώρια δηλαδή τις φανταστικές τσιρίδες και ερμηνείες του Halford, που παραμένουν ικανές και στο νυν ηλικιακό φάσμα να τραγουδήσουν τις σκληρές αξίες κατά τρόπο ανεπανάληπτο.  
 
Θα άξιζε ίσως να σταθώ πιο λεπτομερώς σε μερικά τραγούδια, μα τελικά απλά θα φλυαρούσα. Γιατί δεν έχει τόση σημασία το στιγμιαίο μυστηριακό μομέντουμ που μπορεί π.χ. να χτίζει το "Secrets Of The Dead", η κελαρυστή νεοκλασίκ επικότητα του "Redeemer Of Souls" και του "Halls Of Valhalla", η συγκρατημένη απελπισία του "Cold Blooded" ή η σβέλτη, περίτεχνη σαν ξιφομαχία δομή του "Tears Of Blood". Περισσότερη σημασία έχει η μαγιά πίσω από τα κομμάτια. Η Πρωταρχική Ύλη, η οποία μεταπλάθεται ξανά και ξανά σε αέναες παραλλαγές ρολαριστού heavy metal, με τη Judas Priest σφραγίδα ποιότητας κολλημένη σε κάθε «συσκευασία». 
 
Κατ' αυτόν τον τρόπο χτίζεται ένα μεγάλο σε διάρκεια άλμπουμ (18 τραγούδια, 84 περίπου λεπτά), το οποίο όμως δεν κουράζει ιδιαίτερα, ακόμα κι αν όλοι εντοπίσαμε στιγμές πλατειασμού που θα μπορούσαν να είχαν λείψει. Παρά ταύτα το Redeemer Of Souls λειτουργεί σαν σύνολο –κινείται σαν γροθιά. Και πολλά από τα εύσημα ανήκουν στον 34άχρονο Richie Faulkner. Ο οποίος φοράει μεν επάξια τα παπούτσια του K.K. Downing, με πλήρη σεβασμό για τον ήχο του μεγάλου κιθαρίστα, αλλά συνάμα διεκδικεί με τα σφιχτά του ριφ και με τον ενθουσιασμό του μια πιο προσωπική στάση, που τελικά προσθέτει στο αποτέλεσμα.
 
Κυρίες και κύριοι, η ιστορία γράφτηκε όταν έπρεπε να γραφτεί. Οι Priest δεν γύρισαν για να συμπληρώσουν κάποιο νέο κεφάλαιο, μα απλά για να υπάρξουν ξανά, με τους όρους τους, μέσω του μοναδικού σουλουπιού που έδωσαν κάποτε στη μουσική την οποία αγάπησαν. Ο καινούριος τους δίσκος δεν είναι λοιπόν παρά μια χειρονομία: ένα κάλεσμα σε όσους τους αγαπήσαμε να πιούμε άλλη μία γύρα κρύες μπύρες παρέα, να το γιορτάσουμε για ακόμα μία φορά, σε μία ακόμα δεκαετία. 



09 Ιουλίου 2022

Ψαραντώνης - ανταπόκριση (2019)


Τον λένε Αντώνη Ξυλούρη, είναι αδερφός του θρυλικού Νίκου Ξυλούρη, όμως είναι πολύ πιο αναγνωρίσιμος ως «Ψαραντώνης». Μάλιστα, όσοι τον ξέρουν λένε ότι είναι πολύ ετοιμόλογος άνθρωπος, με φοβερή αίσθηση του χιούμορ. Κάποιες ατάκες έχουν κατά καιρούς διαδοθεί και ευρύτερα, αν και ελέγχεται ότι είναι όντως (όλες) δικές του.

Περισσότερη σημασία, πάντως, έχει η φήμη του ανάμεσα σε όσους δεν τον γνωρίζουμε προσωπικά, μα τον μάθαμε από την πλούσια δισκογραφία του –η οποία κρατάει από το 1964, παρακαλώ– θαυμάζοντας τη φωνή, το παίξιμό του στη λύρα κι εκείνους τους θαρρείς αλαφροΐσκιωτους τρόπους με τους οποίους παραδίδει τα τραγούδια. Άλλωστε χάρη σε αυτές τις ξεχωριστές καλλιτεχνικές ποιότητες πέρασε νωρίς και τα ελληνικά σύνορα (ήδη από το 1982), εμφανιζόμενος σε μουσικά φεστιβάλ του εξωτερικού πριν ξεσπάσει ο world/ethnic «πυρετός» της δεκαετίας του 1990. 

Φέτος ο Ψαραντώνης κλείνει τα 80 και εκμεταλλεύεται κι αυτός το συναυλιακό άνοιγμα του καλοκαιριού για να στήσει μια βραδιά στο Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη» του Βύρωνα –την Τετάρτη 13 Ιουλίου. Αν και κοντά (σχετικά) στο σπίτι, τα δικά μου βήματα με οδηγούν αλλού εκείνο το βράδυ, ειδάλλως το πιθανότερο είναι ότι θα πήγαινα να τον ξαναδώ.

Με την αφορμή αυτή, ωστόσο, να ένα παλιότερο κείμενο, για τη συναυλία που έδωσε στο Temple τον Απρίλη του 2019. Ακόμα τον θυμάμαι πάνω στη σκηνή, να φαντάζει σαν χθόνια θεότητα πολύ αλλοτινών καιρών. Η ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες η κεντρική ανήκει στον Γιάννη Ανθούλη (από promo υλικό το οποίο στάλθηκε στον Τύπο), ενώ οι κάτωθι προέρχονται από τη βραδιά στο Temple και είναι του Νίκου Ζαραγκόπουλου.


Έχουμε δει πολλές συναυλίες στο Temple και το μάθαμε έτσι με έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα. Πήρε λοιπόν αρκετή ώρα η εξοικείωση με τα τραπέζια που είχαν παραταχθεί έμπροσθεν της σκηνής, αφήνοντας το πίσω μέρος της «πλατείας» σε κάποια σκαμπό –και τον εξώστη για τους όρθιους. Όπως και με τις φιγούρες που έβλεπες να καταλαμβάνουν βαθμιαία τις καρέκλες: κυρίως μεσήλικες ή και πιο μεγάλες ηλικίες, για τις οποίες πρέπει να ήταν η πρώτη φορά στον «Ναό». 

Το παρατηρείν κάλυψε την αρκετή ώρα που πήρε στη βραδιά για να ξεκινήσει, κάτι πάντως που δεν φάνηκε να απασχολεί όσους ήρθαν, παρά το ότι ήταν καθημερινή. Και να το πούμε και το μπράβο στους ανθρώπους της 3 Shades Of Black, γιατί το ότι έβαλαν τραπέζια δεν σημαίνει ότι μας στρίμωξαν, όπως συμβαίνει σε άλλους χώρους με πρόβλεψη για καθήμενους. Το Temple, επίσης, ταίριαξε εν τέλει γάντι στον Ψαραντώνη, γιατί του πρόσφερε εκείνα τα φώτα με τους σκοτεινοκόκκινους, μωβιούς ή/και πράσινους χρωματισμούς. Τα έχουμε δει και σε άλλες συναυλίες να φτιάχνουν κατάλληλη ατμόσφαιρα, τα είδαμε και σε αυτήν την περίπτωση, να συδαυλίζουν τον απόκοσμο χαρακτήρα που λάμβανε συχνά η παράστασή του.  

Η ξεχωριστή φιγούρα του διαπρεπούς Κρητικού πήρε θέση στο κέντρο της σκηνής, με τη λύρα στο χέρι, έχοντας –ως συνήθως– την κόρη του Νίκη Ξυλούρη στο πλάι, συν 3 ακόμα μουσικούς: τον Λάμπη Ξυλούρη, τον Γιάννη Παπατζανή και τον Νεκτάριο Κοντογιάννη. Ένα άψογο σύνολο, που γνώριζε σε βάθος τόσο το ρεπερτόριο, όσο και τους τρόπους του Ψαραντώνη. Του πρόσφερε έτσι ιδανική οργανική υποστήριξη, η οποία αντήχησε και σε μας σωστά, χάρη στον καλό ήχο του Temple.

Η συναυλία δεν χρειάστηκε κανένα ζέσταμα και τίποτα το ενισχυτικό, καθώς ο Ψαραντώνης μπήκε με "Παλιό Κρασί Είν' Η Σκέψη Μου", δημιουργώντας δέος και ενθουσιασμό ταυτόχρονα. Ο κόσμος στήλωσε μεμιάς το βλέμμα στη σκηνή –και ήταν κοινό καλό, από την άποψη ότι επρόκειτο για «διαβασμένους» ακροατές, που πρόσφεραν την αναγκαία σιγή σε όσα σημεία χρειαζόταν, αλλά και τον αναμενόμενο πανζουρλισμό όταν έφτασε η ώρα για κοσμαγάπητες επιλογές σαν την "Τίγρη" ή το "Να Κάμω Θέλω Ταραχή". Το οποίο χρειάστηκε βέβαια να φτάσουμε στο encore για να ακούσουμε. Σε ένα από τα πολλαπλά encore, για την ακρίβεια, καθώς ο Ψαραντώνης έλεγε στο φινάλε ότι θα παίξει «ένα τελευταίο», προσθέτοντας ωστόσο ένα ακόμα κάθε φορά, ανταποκρινόμενος στις ιαχές και στα χειροκροτήματα. 


Η συναυλία είχε και διάλειμμα, στο οποίο μπορέσαμε να αστειευτούμε με τον διευθυντή του περιοδικού Metal Hammer Κώστα Χρονόπουλο για το ότι δεν έχει πιο metal από τον Ψαραντώνη στην Ελλάδα –«φιλοξενούμενοι είμαστε», ήταν η χαρακτηριστική του ατάκα. Το διάλειμμα αποδείχθηκε καλοδεχούμενο και για μας και για τον πρωταγωνιστή της βραδιάς, δυστυχώς όμως δεν συνέβη το ίδιο και με τις ανάσες που ανέλαβαν να του δώσουν οι επί σκηνής συνεργάτες, σε διάφορα σημεία του πρώτου και δεύτερου μέρους. 

Κάθε φορά δηλαδή που αναλάμβανε άλλος το μικρόφωνο, ο πήχης της συναυλίας χαμήλωνε· ειδικά στο δεύτερο μισό, το οποίο από ένα σημείο κι έπειτα μετατράπηκε σε συναυλία της Νίκης Ξυλούρη. Ασφαλώς, είναι κατανοητό ότι ο Ψαραντώνης χρειάζεται αυτήν την άπλα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχει φτάσει κοντά 80 ετών, ο δε τρόπος με τον οποίον παίζει και τραγουδά, απαιτεί δυνάμεις. 

Όμως το αναιμικό έντεχνο στυλ της κόρης του, που κατά τα λοιπά είναι δεινή και πολύτιμη στο μπεντίρ της, δεν λειτουργεί συμπληρωματικά, όπως επιδιώκεται. Εξαρτάται βέβαια και σε τι κοινό απευθύνεσαι, γιατί ζούμε σε μια εποχή όπου τα κρητοέντεχνα φοριούνται πολύ –και γύρω μου σίγουρα δεν είδα αντιδράσεις ανάλογες με τη δική μου. Αντιθέτως, η Ξυλούρη χειροκροτήθηκε ακόμα και στο νανούρισμα που είπε προς το φινάλε, που για μένα υπήρξε ναδίρ της όλης εμπειρίας.

Αλλά στο τμήμα της συναυλίας όπου τα πάντα γύριζαν γύρω από τον Ψαραντώνη ο ίδιος αποδείχθηκε απαράμιλλος, πορευόμενος με εκείνο το βαθιά προσωπικό στίγμα, που του επιτρέπει να βουτάει στα βαθιά της κρητικής παράδοσης, μα ταυτόχρονα να ίπταται και εκτός αυτής. Με έναν τρόπο που έχει αποδειχθεί θελκτικός και σε διεθνή ακροατήρια και που «προσωποποιείται» σε σωματικό επίπεδο με το καταπληκτικό τίναγμα των άκρων με το οποίο τονίζει σημεία όσων ερμηνεύει. Κάτω δε από τους υποβλητικούς φωτισμούς του Temple, έμοιαζε όσο ποτέ άλλοτε με χθόνια θεότητα πολύ αλλοτινών καιρών, τότε που διαφέντευαν ο Ερεχθέας και οι πρόγονοι του Μίνωα. 



08 Ιουλίου 2022

Laurie Anderson & Kronos Quartet - Landfall [δισκοκριτική, 2018]


Μετράμε αντίστροφα αυτές τις μέρες για μια νέα συναυλία της Laurie Anderson στην Αθήνα (Κυριακή 10 Ιουλίου, Ηρώδειο). 

Κι ασφαλώς, δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε πόσο σημαντική καλλιτέχνιδα έχει υπάρξει –και παραμένει– η 75άχρονη (πλέον) Αμερικανίδα. Το έργο της, άλλωστε, δεν περιορίζεται μόνο στα μουσικά κι ας είναι αυτά που θα μας απασχολήσουν εδώ. 

Με αφορμή τη συναυλία, λοιπόν, μια επιστροφή σε μια κριτική του 2018 για το Landfall: έναν δίσκο-σύμπραξη με τους περίφημους Kronos Quartet. 

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


«All the things I'd carefully saved all my life, becoming nothing but junk
And I thought: how beautiful. How magic. And how catastrophic»

Εν έτει 2018, η Laurie Anderson είναι 71 χρονών. O David Harrington –ηγέτης και πρώτο βιολί των Kronos Quartet– το ψιλοκρύβει, όμως έφτασε αισίως στα 68. Τα όσα έχουν πετύχει αποτελούν ήδη κομμάτι της σύγχρονης μουσικής ιστορίας, οπότε περιττεύει η απαρίθμησή τους· αν σας έχουν διαφύγει για τον έναν ή τον άλλον λόγο, πρόκειται για κενό που κάποτε θα χαρείτε αν το καλύψετε. Μπορεί να πει κανείς ότι το μόνο που δεν είχαν κάνει ως τώρα ήταν να συνεργαστούν. 

Συνεργάστηκαν, λοιπόν. Κι αν αναγράφονται οι ηλικίες τους είναι για να τονιστεί ότι στο Landfall έχουμε δύο καλλιτέχνες οι οποίοι επιμένουν να ατενίζουν το υπό διαμόρφωση μέλλον, σε μια εποχή όπου πολλοί 20άρηδες στην pop/rock δισκογραφία προσπαθούν να μας πείσουν ότι το νέο cool είναι να (ψιλο-χοντρο)μιμείσαι ονόματα του παρελθόντος τα οποία ποτέ δεν θα πλησιάσεις, παριστάνοντας ότι συντηρείς στο σήμερα έναν διαχρονικό ήχο. Στα μέρη μας, βέβαια, αυτό το λέμε «όσα δεν φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια». 

Αλλά το Landfall δεν ενδιαφέρεται ούτε για αλεπούδες, ούτε για κρεμαστάρια. 

Θέτει τον πήχη του κάπως μοναχικά, εκτός δηλαδή της ψευδεπίγραφης πολυσυλλεκτικότητας του Metacritic και σε απόσταση από έναν μουσικό Τύπο που ψάχνει να κρατηθεί από τον αντίκτυπο του τυφώνα Sandy για να «επικοινωνήσει» με το έργο –χάνοντας το συνταρακτικό γεγονός ότι ο δίσκος επικοινωνεί μια χαρά χωρίς να χρειάζεται κανένα στόρι. Πάρτε για παράδειγμα την αλληλουχία των "We Blame Each Other For Losing The Way" και "Another Long Evening": μέσα σε (αντίστοιχα) 42 δευτερόλεπτα και σε 1 λεπτό + 57 δεύτερα, απηχούν τον μετρημένα ελεγειακό χαρακτήρα του Landfall απλά και μόνο με τις «δοξαριές» των Kronos Quartet, δίχως καν να χρειάζεται κάποια κατατοπιστική απαγγελία εκ μέρους της Anderson. 

Τώρα, αν πρέπει να επιμείνουμε και στο στόρι πίσω από την ελεγεία, στόρι όντως υπάρχει. Αλλά σχετίζεται μόνο μερικώς με τη σούπερ τροπική καταιγίδα Sandy (2012) και τον αντίκτυπό της σε μια οργανωμένη παγκόσμια μητρόπολη του 21ου αιώνα σαν τη Νέα Υόρκη. Όποιος βάλει δηλαδή σε μια τάξη το χρονικό των ηχογραφήσεων του Landfall, θα δει ότι η Sandy ξέσπασε περίπου στο μέσον τους, άσχετα αν στον δίσκο τη βρίσκουμε σε πρώτο πλάνο, αφού όλα αρχίζουν με το "CNN Predicts A Monster Storm". Επομένως, όταν ακούμε τη Laurie Anderson να λέει «And after the storm I went down to the basement and everything was floating», καλό είναι να έχουμε υπόψη πως η καταιγίδα ίσως έδωσε ένα κατάλληλο έναυσμα ώστε να μιλήσει (και) για τα όσα βίωνε στο πλάι του βαριά άρρωστου Lou Reed. Τα οποία πρέπει με τη σειρά τους να τοποθετηθούν στην αφετηρία του Landfall, περιέχοντας στην πορεία και τον θάνατό του, τον Οκτώβριο του 2013. 

Όμως περισσότερη σημασία στο Landfall έχει η μουσική –άλλωστε και η ίδια η Anderson κρατάει την αφηγηματική της παρουσία μετρημένη, χρησιμοποιώντας την εδώ κι εκεί ως «συγκολλητική» ουσία (π.χ. "Dreams", "Nothing Left But Their Names"), με έναν τρόπο που θυμίζει όσα είδαμε live  στην Αθήνα το 2016. To άλμπουμ χρησιμοποιεί εύστοχα τα σύντομα οργανικά ως σπαράγματα που απηχούν μια αναποδογυρισμένη ίσως και θρυμματισμένη εμπειρία, που κορυφώνεται με στιγμές στις οποίες τα βιολιά των Kronos παίρνουν το πάνω χέρι ώστε να εκφραστεί πιο έντονα (με τη μορφή της προαναφερόμενης ελεγείας) η θλίψη για ό,τι καταστράφηκε, χάθηκε, αλλοιώθηκε. 

Υφολογικά βρισκόμαστε σε έναν χώρο όπου συμπλέκονται και συμπλέουν η προωθημένη λόγια σύνθεση του 20ού αιώνα όπως την όρισαν ο Krzysztof Penderecki με τη Θρηνωδία για τα Θύματα της Χιροσίμα (1960) και ο Henryk Górecki με την 3η του Συμφωνία (1976), η πιο πειραματική όψη των ηλεκτρονικών (π.χ. στο "Never What You Think It Will Be"), το Different Trains του Steve Reich (1988), ακόμα και η λοξή pop ματιά που έστειλε κάποτε το "O Superman" στις πρώτες θέσεις των βρετανικών charts (1981), διαθλασμένη πλέον από την εμπειρία του έργου The End of the Moon που η Anderson έφτιαξε για λογαριασμό της NASA (2004). Απηχώντας εντυπώσεις από τη μελέτη της νανοτεχνολογίας και της συμπεριφορικής των gay πιγκουίνων –ναι, καλά διαβάσατε. 

Αν μπορεί να ειπωθεί κάτι επικριτικό, είναι ότι ούτε η Anderson, ούτε οι Kronos πραγματοποιούν κάποια υπέρβαση με βάση τα όσα μάθαμε να περιμένουμε από τη δισκογραφημένη τους δράση. Αν όμως αυτό θέτει «ταβάνι» στην αισθητική αποτίμηση του δίσκου, μην κάνετε το λάθος να πιστέψετε ότι δεν είναι ψηλό. Γιατί, πέρα από το να αποδεικνύει κάτι για το οποίο ήμασταν ήδη βέβαιοι –ότι οι κόσμοι της Anderson και των Kronos τέμνονται– το Landfall έρχεται να προσφέρει μια ματιά που λείπει χαρακτηριστικά από τα όσα συνήθως προβάλλει ο μουσικός Τύπος. Η οποία μένει μάλιστα διαρκώς προσβάσιμη για τον ακροατή, ακόμα κι αν απομακρύνεται από όσες δομές συνηθίσαμε ως «γνώριμες».