20 Σεπτεμβρίου 2021

Νίκος Μωραΐτης - συνέντευξη (2018)


Τη δική του ας την πούμε «επίσημη λίστα» τραγουδιών απόκτησε αυτές τις μέρες στο Spotify ο στιχουργός Νίκος Μωραΐτης: έχει τίτλο Written By Nikos Moraitis και αριθμεί 103 κομμάτια, με τη συνολική διάρκεια να υπερβαίνει τις 6 ώρες. 

Η είδηση προσφέρει μια καλή αφορμή επανεπίσκεψης στη συζήτηση που κάναμε πριν 3 περίπου χρόνια, πίνοντας απογευματινό καφέ στο Νέο Ψυχικό. Είχε βγάλει τότε τον δίσκο Του Κόσμου Αυτό Το Κάτι με τον συνθέτη Χρυσόστομο Καραντωνίου, που, εκ των υστέρων κρίνοντας, δεν ξέρω αν ακούστηκε τελικά όσο του άξιζε. Εκεί λ.χ. υπάρχει κι ένα από τα πιο «νόστιμα» λαϊκά των τελευταίων χρόνων, οι "Μεζονέτες", με τη φωνή της Ελένης Ροδά. 

Βέβαια, ο Νίκος Μωραΐτης είναι πολυπράγμων άνθρωπος, οπότε η κουβέντα μας άγγιξε και θέματα πέρα από εκείνο το καινούριο (τότε) άλμπουμ. Δεν βρίσκεται δηλαδή στο προσκήνιο μόνο ως στιχουργός, αλλά και ως διευθυντής ραδιοφώνου (Μέντα), καθώς και ως πολιτικός σχολιαστής (ταγμένος με τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α.). Οι παλιότεροι δε αναγνώστες μουσικών περιοδικών σίγουρα θυμούνται και τη δημοσιογραφική του δράση: οι συνεντεύξεις λ.χ. που έκανε στο Δίφωνο, παραμένουν υπόδειγμα για το πώς γίνεται η συγκεκριμένη δουλειά όσον αφορά τους εγχώριους καλλιτέχνες.

Το κείμενο που προέκυψε από εκείνη τη συζήτησή μας πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Σας πήρε καιρό με τον Χρυσόστομο Καραντωνίου η πραγμάτωση του δίσκου Του Κόσμου Αυτό Το Κάτι, έτσι δεν είναι;  

Ναι, γιατί, πλέον, είναι δύσκολο να κάνεις ένα άλμπουμ δημιουργών με πολλούς τραγουδιστές. Άλλος βγάζει δίσκο, άλλος λείπει σε περιοδεία, άλλος έχει προγραμματίσει να κυκλοφορήσει single, είναι δύσκολος ο συντονισμός. Όλοι ήρθαν βέβαια με χαρά να συμμετάσχουν, όμως πήρε μια τριετία για να ολοκληρωθεί το CD. Κάποιοι δηλαδή έχουν τραγουδήσει 2 ή και 3 χρόνια πριν. Αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Το σύστημα είναι «τραγουδιστοκεντρικό», δεν είμαστε πια στην εποχή που αποφάσιζε ας πούμε ο Δήμος Μούτσης να φτιάξει δίσκο και οι τραγουδιστές λειτουργούσαν σαν εργαλεία.

Εσύ προσέγγισες τον Χρυσόστομο ή εκείνος εσένα;

Είναι πολύ αστείο, γιατί δεν φαντάζεται κανείς ότι σε έναν δίσκο με κλασική λαϊκή γραμμή έχουν παίξει καίριο ρόλο τα social media! Το 2014, είχα τελειώσει τον δίσκο της Χάρις Αλεξίου Τα Όνειρα Γίνονται Πάλι. Και είχα περάσει υπέροχα, ήταν μοναδική εκείνη η περίοδος. Όταν όμως τελειώνει ένας δίσκος, αισθάνεσαι συνήθως ένα κενό –πόσο μάλλον αν μιλάμε τώρα για μια συνεργασία την οποία ονειρευόμουν από παιδί.

Μες στο «κενό» μου, λοιπόν, έκανα μια ανάρτηση στο Facebook, ζητώντας νέους συνθέτες. Ο Χρυσόστομος είχε ήδη βγάλει τα "Μεροκάματα" και μου στέλνει ένα μήνυμα «εγώ μετράω;». «Εσύ δεν πιάνεσαι», του απάντησα, «αλλά ωραίο δεν θα 'ταν να βρεθούμε;». Και βρεθήκαμε κι άρχισα να του δίνω στίχους κι εκείνος να μελοποιεί. 

Από την αρχή φάνηκε ότι θα είναι ένας λαϊκός δίσκος, γιατί τα συνθετικά χαρακτηριστικά του Χρυσόστομου είναι αυθεντικά λαϊκά, ενώ έχει παράλληλα κι ένα δικό του έντεχνο χρώμα. Ίσως λόγω του τρόπου του στην κιθάρα –ήταν ξέρεις μαθητής του Νίκου Μαμαγκάκη. Αποφασίσαμε έπειτα να πάμε σε όποιον τραγουδιστή μας ερχόταν πρώτος στο μυαλό για κάθε κομμάτι. Έτυχε και όλοι είπαν ναι. Ακόμα κι ένας που στην αρχή είπε όχι, τελικά δέχτηκε. Ευλογημένη συγκυρία.

Οι στίχοι κόλλησαν στις μελωδίες; Ή ξεκινήσατε από τις μελωδίες;

Αυτός ο δίσκος έγινε συνολικά πάνω σε στίχους μου, ενώ μου αρέσει πια να δουλεύω συνήθως με τον αντίθετο τρόπο. Όταν γράφω πρώτα τον στίχο, σκαρφίζομαι πάντα μια υποτυπώδη μελωδία και γράφω πάνω, απλά για να κρατήσω τον ρυθμό και το μέτρο του τραγουδιού. Δεν είμαι όμως συνθέτης κι έτσι συχνά οδηγούμαι σε στερεότυπα, ενώ εγώ θέλω κάτι να με συνεπάρει. Αυτό το τίναγμα μου το δίνει μια ωραία μελωδία, με ωθεί κι εμένα σε μια διαφορετική γλώσσα. Έχοντας όμως να κάνω με έναν λαϊκό συνθέτη, αποφάσισα εδώ να λειτουργήσω με τον παραδοσιακό τρόπο: γράφω - μελοποιεί.

Δεν γίνεται να μη ρωτήσω για τη συμμετοχή της Ελένης Ροδά, η οποία λέει ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του άλμπουμ...

Για μένα είναι το ωραιότερο. Ξεκινήσαμε να φτιάξουμε έναν δίσκο στον οποίον θα κάναμε ό,τι θέλαμε. Δηλαδή δεν μας ένοιαξε να βγάλει σουξέ, ούτε και να αντιστοιχεί στην εποχή. Δεν φοβηθήκαμε τα «παλιομοδίτικα» στοιχεία, δείχνοντας εμπιστοσύνη συνάμα στο γεγονός ότι είμαστε και οι δύο άνθρωποι που ζούμε στο σήμερα. Είπα λοιπόν στον Χρυσόστομο όταν ολοκληρώσαμε τις "Μεζονέτες" ότι αυτό θα ήθελα να το πει η Ελένη Ροδά. Μου αρέσει πολύ το τσαγανό της, το «ακατέργαστο» που βγάζει η ερμηνεία της. Συμφώνησε, βρήκαμε το τηλέφωνό της και έγινε.

Είσαι στιχουργός με την ικανότητα να εντάσσεις την αναγνωρίσιμη καθημερινότητα στα δημιουργήματά σου. Γι' αυτό και θέλω να σε ρωτήσω, τι συμβαίνει και ακούω τόσα πολλά τραγούδια με λόγια τα οποία κανείς μας δεν θα έλεγε ποτέ, ζώντας τις περιγραφόμενες καταστάσεις...

Αυτό συμβαίνει γιατί συχνά ακούμε τραγούδια με ...γραπτό λόγο. Υπάρχει ένα μπέρδεμα. Η ποίηση είναι γραπτή, αλλά ο στίχος είναι προφορικός λόγος, με την ίδια έννοια ας πούμε που είναι και το θέατρο προφορικός λόγος, σε αντίθεση με το μυθιστόρημα. Αν λοιπόν δεν ακολουθήσεις αυτή την προφορικότητα, αποκόβεσαι από το καθημερινό συναίσθημα: ένα τραγούδι πρώτα το τραγουδάς, μετά το διαβάζεις. 

Περάσαμε μια εποχή στην οποία κυριάρχησε στον στίχο η Λίνα Νικολακοπούλου, της οποίας ήμουν κι εγώ από παιδί μεγάλος θαυμαστής –θυμάμαι να κάνω ακροάσεις με τα ένθετα των δίσκων στο χέρι, ώστε να διαβάζω τα λόγια. Όμως τελικά αυτό ήταν χαρακτηριστικό της Νικολακοπούλου, η οποία είχε τον μοναδικό τρόπο να το κάνει να λειτουργεί. Δεν μπορεί να γίνει σχολή. Ο κανόνας παραμένει ότι ο στίχος ταυτίζεται με την προφορικότητα.

Εσείς εντωμεταξύ γράψατε λαϊκά τραγούδια, όμως τα λαϊκά είδωλα του σήμερα τραγουδούν ποπ...

Φοβάμαι ότι την περίοδο του ποπ την περάσαμε και μπήκαμε σε κάτι ακόμα χειρότερο: μία σκυλοπόπ που δεν ακούγεται με τίποτα, κάνει σουξέ του εξαμήνου και δεν θα αφήσει κάτι πίσω. Τα προηγούμενα 9 χρόνια, ως το 2017 που είχα σταθερή συνεργασία με τον Αντώνη Ρέμο, έλεγα στον παραγωγό του: «Άσε να βγάζουν όλοι το ίδιο τραγούδι, την ίδια λούπα κι εμείς να τους τη βγαίνουμε αλλιώς. Έτσι φαίνεται η διαφορά». Και νομίζω φάνηκε. Γιατί ο κόσμος έχει πολύ καλύτερο αισθητήριο απ' ό,τι οι τραγουδιστές. Βέβαια, ακόμη και στην περίπτωση του Ρέμου θα δεις ότι δεν υπάρχουν πια συχνά ζεϊμπέκικα ή χασάπικα στους δίσκους του. 

Υπάρχει μεγάλο πρόβλημα λαϊκής γραφής και στον χώρο του εμπορικού τραγουδιού. Μιλάω για ένα μεγάλο ζεϊμπέκικο, έναν "Παλιόκαιρο" ας πούμε. Η αλήθεια είναι ότι –πέρα από τον Στέφανο Κορκολή με το "Σβήσε Το Φεγγάρι" και το "Εκατό Φορές Κομμάτια"– δεν μου έχει φέρει κανείς κι εμένα ένα ζεϊμπέκικο που να με τρελάνει.

Μέχρι και τη δεκαετία του 1990, οριζόσουν περισσότερο από αυτά που δεν άκουγες, παρά από τα όσα άκουγες. Υπάρχουν ακόμα «όχθες» στο ελληνικό τραγούδι;

Ραδιοφωνικά, τη μεγαλύτερη έκπληξη των τελευταίων χρόνων την έκανε σταθμός που αποφάσισε να βάζει τα καλύτερα «έντεχνα» και τα καλύτερα «εμπορικά» μαζί. Φαίνεται λοιπόν ότι για τον ακροατή τα τείχη έχουν σπάσει και μάλιστα εδώ και καιρό. Από ένστικτο, τα έσπασα κι εγώ πολύ νωρίς και έφαγα και «ξύλο» γι' αυτό, από ανθρώπους που ήθελαν να υπερασπίσουν τον χώρο τους. Αλλά έβλεπα καθαρά ότι, εκεί γύρω στο 2000, το έδαφος είχε μετατραπεί σε κινούμενη άμμο. Έτσι δηλαδή όπως μπήκε ο ποπ ήχος και στο έντεχνο και στο λαϊκό, δεν μπορούσες πια να ξέρεις πού σταματά η μία «χώρα» και πού αρχίζει η άλλη.

Αποφάσισα λοιπόν να φτιάξω εγώ τη δική μου «χώρα», με βάση την αισθητική μου. Που μπορεί να πει κανείς ότι είναι καλή ή κακή, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι δική μου. Με τον Αντώνη Ρέμο, για παράδειγμα, ναι. Με τον Γιάννη Πλούταρχο, όχι. Γιατί; Γιατί δεν μου έβγαζε την ίδια «μνήμη» η φωνή του. Δύο μόνο φορές ξεπέρασα τα «σύνορα» και πήγα απέναντι, για να δω μήπως και επεκτείνεται αυτή η προσωπική χώρα. Αλλά έφυγα τρέχοντας.

Τι σε έκανε να φύγεις τρέχοντας;

Δεν υπήρχε καθόλου αισθητική. Εκεί δεν όριζες τι έκανες. Και θα σου πω μια φράση που μου είχε πει κάποτε ο Μάνος Ελευθερίου, ο οποίος είχε γράψει κι αυτός στίχους για τραγουδιστές της νύχτας: «κανένας τραγουδιστής της νύχτας δεν καταλαβαίνει ένα τραγούδι όσο ο τραγουδιστής της μέρας». Ίσως ακούγεται απόλυτο, αλλά νομίζω ότι πράγματι υπάρχει μία διαφορά παιδείας.

Δεχόμενοι ότι το περιοδικό Δίφωνο υπήρξε μια καθοριστική –και θετική, θεωρώ– παρουσία στη σχέση του κοινού με το ελληνικό τραγούδι, κατά πόσο στήριξε ή και καλλιέργησε τέτοιους διαχωρισμούς;

Ήταν μια περίοδος που υπήρχε ένα έντεχνο τραγούδι πολύ δυνατό εμπορικά, γι' αυτό κι ένα περιοδικό σαν το Δίφωνο μπορούσε να πουλά 100.000 αντίτυπα. Και από την άλλη είχες ένα τρομερά ισχυρό τραγούδι πίστας. Η Ελευθερία Αρβανιτάκη δηλαδή ήταν ιέρεια, αλλά την ίδια στιγμή είχε και ο Φοίβος τη μία τεράστια επιτυχία μετά την άλλη. 

Διαμορφώθηκαν έτσι δύο, ας τις πούμε, «υπερδυνάμεις». Και υπήρχε πολεμική μεταξύ τους, πάνω στην οποία πάτησαν και τα έντυπα: είχες στρατόπεδα να υπερασπιστείς. Ήταν λογικό. Υπήρξαν δημιουργοί και τραγουδιστές, οι οποίοι έχτισαν τις προσωπικές τους καριέρες ακριβώς πάνω σε αυτόν τον διαχωρισμό. Μετά το 2000 το τοπίο αλλάζει. Και οι δύο υπερδυνάμεις αποδυναμώνονται δραματικά και απομένουν μόνο συγκεκριμένα άτομα που κάνουν πραγματική επιτυχία, μέσα σε ένα τοπίο γενικής κατάρρευσης.

Ας πιάσουμε λοιπόν ένα ακόμα δημοφιλές δίπολο, το οποίο βρίσκω ψευδές. Μίκης Θεοδωράκης ή Μάνος Χατζιδάκις; Μα, η σωστή απάντηση δεν είναι Βασίλης Τσιτσάνης;

Από τον Τσιτσάνη καταγόμαστε όλοι. Για εμένα δεν υπάρχει ιερότερο πρόσωπο στο ελληνικό τραγούδι. Όσο για τους δύο μεγάλους, οι οποίοι πάτησαν αμφότεροι στον Τσιτσάνη, μπορώ να σου επιλέξω τι προτιμώ σε πολλά πράγματα –σε ομάδες, σε κόμματα, σε τραγουδιστές, σε ηθοποιούς. Αλλά ανάμεσα στον Θεοδωράκη και στον Χατζιδάκι, μού είναι αδύνατον. Είναι μη συγκρίσιμοι, γιατί είναι μη μετρήσιμοι. Απέραντοι.

Σε έχει απογοητεύσει ο Μίκης Θεοδωράκης, ως άνθρωπος;

Η πολιτική του δράση υπήρξε απογοητευτική και μάλιστα από αρκετά νωρίς. Είναι σκληρή η λέξη που θα πω, με γνώμονα ότι εγώ είμαι «κατηγορία φτερού» μπροστά στον Θεοδωράκη, όμως είναι ανερμάτιστος πολιτικά. Ιδίως με την τελευταία του παρουσία, με αφορμή το Σκοπιανό, όσο ειρωνικά κι αν θεωρήσουμε ότι είπε εκείνο το «αδέρφια μου φασίστες, αδέρφια μου ρατσιστές», δεν ήταν καθόλου ειρωνικό στην πράξη. Το είπε έχοντας ανάμεσα στο κοινό του και φασίστες και ρατσιστές να τον χειροκροτούν.

Δεν συνδέω όμως ποτέ το πρόσωπο με το έργο. Είναι ένας διαχωρισμός τον οποίον οφείλω στη μάνα μου. Μου το είπε μάλιστα από νωρίς, βλέποντας ότι αγαπούσα πολύ τους καλλιτέχνες. Γιατί είχε εμπειρία, μαζί με τον πατέρα μου, ενός συνθέτη που λάτρευαν κι έτυχε να τον γνωρίσουν από κοντά. Και ήταν ό,τι χειρότερο μπορείς να φανταστείς: τσιγκούνης, μισογύνης, ακόμα και βρώμικος. Λένε βέβαια κάποιοι ότι το έργο είναι το πρόσωπο –το ακούω συχνά. Όχι, για εμένα δεν έχει σχέση. Μπορώ να θαυμάσω το έργο αφαιρώντας το πρόσωπο.

Τι ρόλο έπαιξε αλήθεια η οικογένειά σου στην αγάπη σου για το ελληνικό τραγούδι;

Πολύ σημαντικό. Ο πατέρας μου είχε μεγάλη δισκοθήκη, με όλους τους σπουδαίους συνθέτες και τραγουδιστές, ακόμα και σπάνια έργα. Μεγάλωσα λοιπόν ακούγοντας παντού ελληνικό τραγούδι. Και η μητέρα μου άκουγε πολύ, αλλά ο πατέρας μου ήταν ο συλλέκτης. Και ήταν επίσης σκληροπυρηνικός, ως Κομμουνιστής. 

Θυμάμαι ότι ο μεγαλύτερος καυγάς που κάναμε ήταν όταν, έφηβος, αγόρασα τον δίσκο του Γιάννη Μηλιώκα. Του γύρισαν τα μάτια, είπε «αυτό δεν θα μπει στη δισκοθήκη μου δίπλα στον Χατζιδάκι, στον Θεοδωράκη, στον Μαρκόπουλο». Με κυνηγούσε στο σπίτι να μου πάρει τον δίσκο, αναγκάστηκα να κλειδωθώ στο δωμάτιό μου. 

Τώρα, ως πατέρας πια κι εγώ, αφήνω την κόρη μου να ακούει ό,τι θέλει. Και αγαπάει πολύ την Αλεξίου, τη Γαλάνη –αλλά και την Ελένη Φουρέιρα. Είναι 7 χρονών, καλά κάνει. Κι όπου θέλει το παιδί ας κατασταλάξει.

Είσαι ενεργός στιχουργός, παράλληλα όμως είσαι και διευθυντής ραδιοφωνικού σταθμού. Πώς λειτουργεί η ισορροπία; Έχει να κάνει με τους κανόνες, όπως σχολίασες πρόσφατα στη σελίδα σου στο Facebook;

Το να κάνεις μια εκπομπή στο ραδιόφωνο, δεν νομίζω ότι διαπλέκεται με την παρουσία σου ως δημιουργού. Πολλοί στιχουργοί έχουν κάνει ωραίες ραδιοφωνικές εκπομπές· κι εγώ, όσο το έκανα, δεν είχα βάλει ποτέ δικά μου τραγούδια και όλα ήταν μια χαρά. Αλλά το να διευθύνεις έναν ραδιοφωνικό σταθμό, ναι, είναι μία διαπλοκή. Πρέπει λοιπόν να βάλεις συγκεκριμένους σκληρούς κανόνες –πρώτα απ' όλα για τον εαυτό σου. 

Για μένα ήταν πολύ σαφές αυτό, γιατί είχα ζήσει περιπτώσεις στις οποίες διευθυντής ραδιοφώνου έφερνε κάθε τραγούδι που έβγαζε «σε αποκλειστικότητα». Τα δικά μου λοιπόν τραγούδια μπορούν να παιχτούν στον Μέντα μόνο αν έχουν φτάσει να παίζονται τόσο από τα άλλα ραδιόφωνα πανελλαδικά, ώστε να μπουν στο μικτό top-200 του Media Inspector Chart, και μάλιστα σε καλή θέση.

Γιατί όμως πρέπει να δεχτεί ο κόσμος, που δεν έχει άμεση επαφή, ότι σε μια χώρα όπου σπάνια κάτι λειτουργεί σωστά, είναι τόσο αξιόπιστο το Media Inspector Chart;

Το τσεκάρω συνεχώς. Είναι έγκυρο. Δύο ζητηματάκια έχει μόνο: μερικούς λάθος τίτλους και το ότι λείπουν λίγες ανεξάρτητες εταιρείες, οι οποίες δεν έχουν κάνει σύμβαση –οπότε αυτές πρέπει να τις παρακολουθώ ξεχωριστά. Αν τα διευθετήσει κι αυτά, μπορεί να καταστεί ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο και για τη διανομή των πνευματικών δικαιωμάτων.

Υπάρχουν ωστόσο κι άλλα προβλήματα με την επίκαιρη ραδιοφωνία, λιγότερο ας τα πούμε διαδικαστικά. Πώς γίνεται τόσα νέα παιδιά –από την εφηβεία ως χοντρικά τα 25 ας πούμε– να ασχολούνται τόσο με το εγχώριο χιπ χοπ και να τιγκάρουν συναυλίες ακόμα και σε μεγάλους χώρους, κι αυτά τα τραγούδια να μην τα ακούμε στα FM;

Είναι το ένα από τα δύο πράγματα που δεν έχει σήμερα η ραδιοφωνία, κατά τη γνώμη μου. Λείπει δηλαδή ένας σταθμός που να παίζει χιπ χοπ –και νομίζω ότι θα πήγαινε καλά– κι ένα ραδιόφωνο που να παίζει μόνο το καλό λαϊκό τραγούδι, χωρίς να το ανακατεύει με τα «έντεχνα» ή με τα «λαϊκοπόπ». Είναι δύο ευδιάκριτα κενά. Τα «δικά μας» πάντως ραδιόφωνα, τα «έντεχνα», δεν γίνεται να προβάλλουν το χιπ χοπ φαινόμενο, θα ήταν σαν τη μύγα μες στο γάλα μέσα στο υπόλοιπο ρεπερτόριο. Άσε που στις εφηβικές ηλικίες έχουμε μηδενικό ακροατήριο.

Είναι λοιπόν το έντεχνο και το λαϊκό τραγούδι οικονομικός «όμηρος» της γενιάς που διασκεδάζει με το Στην Υγειά Μας Ρε Παιδιά!;

Πήγα στο Στην Υγειά Μας Ρε Παιδιά!, σε μια εκπομπή για τον Λευτέρη Παπαδόπουλο –όπως καταλαβαίνεις δεν μπορούσα να του πω όχι. Και αποφάσισα να μην ξαναπάω ποτέ. Έγιναν δύο πράγματα. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είχε δίπλα του τον Χρήστο Νικολόπουλο, με έδειξε και του είπε «αυτός είναι ο στιχουργός σήμερα, με αυτόν θα γράφεις τραγούδια». Μια πολύ μεγάλη κουβέντα. Μετά, μου ζητήθηκε να πω δυο λόγια για τη δουλειά μου (έκανα τότε τους στίχους για την παράσταση Cabaret του Κωνσταντίνου Ρήγου). Ε, λοιπόν, και τα δύο στιγμιότυπα κόπηκαν έπειτα στο μοντάζ! Επομένως, τι ακριβώς με ήθελαν να κάνω πηγαίνοντας εκεί; Τη γλάστρα; Υπάρχουν ομορφότερες γλάστρες.

Πέρα όμως από τη δική μου εμπειρία, τίθεται ένα πολύ σημαντικό θέμα. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι το καλό ελληνικό τραγούδι, για να υπάρξει στην τηλεόραση, πρέπει να τεθεί σε περιβάλλον ταβέρνας. Δεν με ενοχλεί η ταβέρνα –κι εγώ εκεί θα φάω. Με ενοχλεί όμως ότι δεν δίνεται καμία εναλλακτική στο ελληνικό τραγούδι να υπάρξει στην τηλεόραση σε άλλη συνθήκη. Μου κάνει κακό αυτό που λέω, όμως εγώ την αλήθεια μου λέω πάντα, δεν κάνω pr. 

Συναισθάνομαι βέβαια τους τραγουδιστές που έχουν ανάγκη αυτήν την εκπομπή και αναγκάζονται να πηγαίνουν. Δεν μπορώ όμως να μην πω ένα μεγάλο «respect» σε εκείνους που δεν έχουν πάει: στη Χαρούλα Αλεξίου, στη Δήμητρα Γαλάνη, στην Άλκηστη Πρωτοψάλτη, στην Ελευθερία Αρβανιτάκη, στον Αλκίνοο Ιωαννίδη, στον Σωκράτη Μάλαμα κ.ά. Ακριβώς γιατί είναι πολύ δύσκολο να αντισταθείς σε μια τέτοια τηλεοπτική προβολή.

Έχουμε καλύψει ένα μεγάλο φάσμα στη συζήτησή μας, αλλά είναι γνωστό ότι είσαι και ζώον πολιτικό, οπότε θα σου κάνω και μία τέτοια ερώτηση: έχεις αποφασίσει τι θα ψηφίσεις στις επόμενες εκλογές;

Αρθρογραφώ στο altsantiri.gr παίρνοντας θέση, έχω ένα καθαρά «πολιτικό» προφίλ στο Τwitter, είναι σαφές νομίζω το τι θα ψηφίσω. Συνειδητά, όχι για να ψηφίσω «το λιγότερο χειρότερο».

Εδώ μπορεί να ανοίξει μια πολύ μεγάλη συζήτηση, γι' αυτό επίτρεψέ μου μια παρένθεση: ήσουν Συνασπισμός ή μεταπήδησες στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. σε ύστερη φάση;

Σε ύστερη φάση. Το 2012. Όταν άκουσα για «κυβέρνηση της Αριστεράς», τότε που κινητοποιήθηκε το ένστικτο ενός ολόκληρου κόσμου, ο οποίος περίμενε χρόνια για κάτι τέτοιο· και ίσως δεν μπορούσε καν να το φανταστεί. Θέλω όμως να στο τεκμηριώσω αυτό που είπα. 

Ποτέ δεν έχουν ψηφιστεί τέτοιοι νόμοι για τα ανθρώπινα δικαιώματα, πέρα από την πρώτη περίοδο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Παιδιά μεταναστών τα οποία γεννήθηκαν στην Ελλάδα απέκτησαν ελληνική υπηκοότητα, ενώ μέχρι πρότινος δεν είχαν πατρίδα και δεν μπορούσαν να δώσουν καν πανελλαδικές –ήταν ξένοι εδώ και ξένοι στη χώρα καταγωγής τους. Ανύπαρκτοι! Τα δικαιώματα επίσης για το σύμφωνο συμβίωσης και αναδοχής τέκνου, που στάθηκαν σημαντική εξέλιξη και για τα ομόφυλα ζευγάρια· ή η δωρεάν πρόσβαση σε όλους στα νοσοκομεία, ακόμη και στους ανασφάλιστους.

Θα μου πεις, έκανε την επανάσταση ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.; Δεν την έκανε. Θα μου πεις, είναι κυβέρνηση της Αριστεράς ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., όπως την είχες στο μυαλό σου το 2015; Όχι, δεν είναι εξ ολοκλήρου αριστερή κυβέρνηση. Αλλά ο Αλέξης Τσίπρας έκανε αυτό που ήθελε η κοινωνία και δεν είχε τολμήσει κανείς: έφτασε τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές στα άκρα. Πήρε ένα 61% στο δημοψήφισμα, το πήγε στις Βρυξέλλες με τη φαντασίωση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση λειτουργεί δημοκρατικά, άρα απέναντι στη βούληση μιας χώρας θα αναγκαστεί να υποχωρήσει. Με την κίνηση αυτή, η μικρή Ελλάδα απέδειξε ότι η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι δημοκρατική· είναι μια καθαρά γερμανική Ευρώπη, στην οποία ή μένεις τηρώντας τους άτεγκτους κανόνες της ή φεύγεις.

Είχε λοιπόν να διαλέξει ανάμεσα στην παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην πόρτα της εξόδου, την ώρα που η χώρα μας ήταν εντελώς απροετοίμαστη για κάτι τέτοιο. Τριάμισι χρόνια μετά αποδεικνύεται ότι η απόφαση ήταν η σωστή. Η κυβέρνηση τήρησε τους κανόνες –χωρίς λαμόγια να τρώνε αριστερά και δεξιά– έπιασε για πρώτη φορά τους στόχους και τώρα αρχίζει και παίρνει μέτρα υπέρ των πολιτών, ειδικά υπέρ όσων ανήκουν στο πιο αδύναμο κομμάτι του πληθυσμού. Ποιος τα έκανε αυτά πριν και δεν το θυμάμαι;

Δεν θα μπορούσε ωστόσο να γυρίσει πίσω, να έλεγε στον ελληνικό λαό ότι αυτά προσπάθησα, τήρησα τις υποσχέσεις μου κι αυτά μου απάντησαν και, αντί να υπογράψει κι εκείνος μνημόνια –πέφτοντας σε μία μεγάλη αντίφαση– να παραιτηθεί;

Αυτό είναι πολύ ωραίο. Μου το είπε και η μάνα μου: «έπρεπε να παραιτηθεί· να κρατήσει το κούτελό του καθαρό». Όχι. Εγώ δεν θέλω μία Αριστερά στον ρόλο της αιώνιας αντιπολίτευσης, που οι άλλοι θα κυβερνούν κι εκείνη θα κάνει υψηλή κριτική. Θέλω μια Αριστερά που δεν θα φοβάται να πάρει την εξουσία. Θα βουτήξει στα σκατά, θα λερωθεί, δεν γίνεται αλλιώς να αλλάξει κάτι. Αυτό είναι το στοίχημα. Ο Αλέξης Τσίπρας είναι ο πρώτος Αριστερός πολιτικός στην Ελλάδα που προτίμησε τη δίνη του «μένω και κυβερνάω», από την ευκολία της φυγής.



17 Σεπτεμβρίου 2021

Damo Suzuki - συνέντευξη (2017)


Πίσω στο 1975, οι Can έδωσαν μια συναυλία στη Στουτγκάρδη, η οποία κυκλοφόρησε φέτος σε δίσκο και έχει δικαίως εντυπωσιάσει. «Μας επιτρέπει να δούμε από τη χαραμάδα το συνολικό πνεύμα της μπάντας όσον αφορά την πηγαία του σύνθεση πριν την –κατά το δυνατόν– τελειοποίηση του ήχου», σχολίασε εύστοχα και ο Αντώνης Κλειδουχάκης, γράφοντας μια κριτική του άλμπουμ για το Mic.gr (ολόκληρη εδώ).

Ως τότε, βέβαια, είχε φύγει πια από τη σύνθεσή τους ο χαρισματικός Ιάπωνας τραγουδιστής και μουσικός Damo Suzuki, ο οποίος έλαμψε στο προσκήνιο δίσκων σαν το Tago Mago (Αύγουστος 1971) και το Ege Bamyası (Νοέμβριος 1972). Πρόκειται για δουλειές με τεράστια διαχρονική αξία, που όρισαν πολλά πράγματα για ό,τι έμελλε να καλουπωθεί ως krautrock.

Όταν έχεις συνδεθεί με τέτοια ορόσημα, μάλλον γίνεται δύσκολο να αποφύγεις τη διαρκή αναφορά σε αυτά, ό,τι άλλο κι αν κάνεις στην καριέρα σου. Ακόμα και το 2017, λ.χ., οι συναυλίες που θα έδινε ο Suzuki σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη διαφημίζονταν με το μότο «έρχεται ο τραγουδιστής των Can», ενώ και στις διεθνείς του συνεντεύξεις η κουβέντα δεν αργούσε να γυρίσει από το (όποιο, κάθε φορά) παρόν στο Ege Bamyası και στο Tago Mago

Καθώς βρέθηκε τότε μια ευκαιρία να συζητήσουμε με τον Suzuki, αποφάσισα να παρεκκλίνω της ευθείας και να μη ρωτήσω τίποτα για τους Can. Γύρισα έτσι τη συνομιλία μας προς την Ιαπωνία, την Αγία Γραφή, την έρημο Σαχάρα, αλλά και προς το ποδοσφαιρικό του πάθος με τη Λίβερπουλ και τη Μπορούσια του Ντόρτμουντ. 

Εν τέλει, βέβαια, αναδημοσιεύω κι εγώ τη συνέντευξη που προέκυψε (το αρχικό κείμενο μπήκε στο Avopolis, η εδώ αναδημοσίευση περιέχει μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις) με αφορμή τους Can και την προαναφερόμενη «επιστροφή» τους.  Άλλωστε ήταν ο Suzuki που μου είπε ότι «η πλήρης ευτυχία μπορεί να βιωθεί μονάχα live», φράση την οποία κι επανέφερα κατά νου καθώς άκουγα το Live In Stuttgart 1975.


Σας περιμένουμε σύντομα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Πολλοί όμως αναρωτιούνται για τη setlist, μιας κι έχετε έναν εντυπωσιακό αριθμό κυκλοφοριών. Τι μπορείτε να αποκαλύψετε;

Setlist; Δεν υπάρχει. Θα δημιουργήσω τον χρόνο και τον χώρο της στιγμής με ηχητικά οχήματα (μουσικούς) από την Ελλάδα. Σερβίρω μονάχα φρεσκομαγειρεμένο φαγητό –φυσικό, οργανικό, με πολύ θετικές ουσίες. Όποιος έρθει, επομένως, θα βρει μόνο το πιάτο της ημέρας. 

Μεταχειρίζεστε τη μουσική σαν διαδικασία, σε μια εποχή που σχεδόν την απαιτεί ως προϊόν. Είναι βεβαίως μια πολύ σημαντική διάκριση, αλλά δεν είναι επίσης κατανοητό ότι, από καιρό σε καιρό, τα ακροατήρια θέλουν να έχουν και κάτι πιο χειροπιαστό, αντί για τις μνήμες από μια δυνατή live εμπειρία; 

Κάθε δημιουργικό ον τραβάει τον δικό του δρόμο, δίχως να νοιάζεται για το τι μπορεί να σκέφτεται το σύστημα. Αν κάποιος επομένως χρειάζεται απάντηση (προϊόν), τότε ας μείνει στο σπίτι του: χτυπάει λάθος πόρτα, αν χτυπάει στον Damo Suzuki. Όποιος πάλι παραβρεθεί σε συναυλία μου, τότε θα αντιληφθεί τη διαφορά μεταξύ του φτιάχνω μουσική και του δημιουργώ μια πλατφόρμα μεταξύ χρόνου και χώρου της στιγμής. Όπως και το ότι είναι αδύνατον να δημιουργηθεί προϊόν, έτσι. Η πλήρης ευτυχία, μπορεί να βιωθεί μονάχα live. 

Στη ζωή σας έχετε ταξιδέψει πολύ και σε πολύ διαφορετικά μεταξύ τους μέρη. Σας ευχαριστεί ακόμα; Ή με τον καιρό γίνεται πιο δύσκολο;

Με έναν τρόπο, όλοι μας ταξιδεύουμε, κάθε μέρα. Θεωρείτε ότι είναι δύσκολο; Αν δεν κινείσαι, ποτέ δεν θα ανοίξεις την επόμενη πόρτα. Δεν είστε περίεργος για το τι μπορεί να υπάρχει πίσω της;

Στις συνεντεύξεις σας ρωτάνε συχνά για τα χρόνια με τους Can, εγώ όμως θα ήθελα να μάθω για μια άλλη ιστορία: για τότε που κινδυνέψατε περπατώντας μόνος σας στην έρημο Σαχάρα, νομίζω κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1980; 

Ναι, είναι αλήθεια ότι κινδύνεψα, το περιστατικό όμως συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του 1990, σε ένα διάστημα κατά το οποίο είχα αποσυρθεί για λίγο από τη μουσική. Βασικά κινδύνεψα μόνο όταν ξέμεινα από νερό, τότε ήταν δηλαδή που ένιωσα ξαφνικά να χάνω τον εαυτό μου. Αλλά υπήρξα τυχερός, γιατί μόλις μετά από μερικά λεπτά εμφανίστηκε ένα φορτηγάκι. Εκείνη την εποχή ταξίδεψα αρκετά στο Μάλι, στη Μαυριτανία και στη Γουινέα. Μόνος μου, φυσικά –κουβαλώντας ένα σακίδιο.

Ζείτε στην Κολονία της Γερμανίας, μια πόλη που ξέρω ότι μπορεί να δημιουργήσει άγχος. Πώς είναι η ζωή εκεί; Πώς και δεν προτιμήσατε ένα πιο μικρό μέρος, κάπου προς την εξοχή; 

Είμαι ένας μουσικός ο οποίος μετακινείται πολύ, έτσι δεν είναι κακή ιδέα να ζω κάπου στο μέσον της Ευρώπης, όπου μπορώ να έχω πρόσβαση σε δύο αεροδρόμια και τρένο, προς όποια κατεύθυνση κι αν αποφασίσω να πάρω. Συντομεύει τους χρόνους κάτι τέτοιο κι επίσης είναι φτηνότερο. 

Ζω πάντως στα περίχωρα της Κολονίας. Και πίσω από το μικρό μου διαμέρισμα βρίσκεται ένα τεράστιο πάρκο, οπότε δεν βιώνω άγχος. Το βρίσκω βέβαια πολύ ωραίο να ζει κανείς στην εξοχή, αλλά, αν το έκανα, τότε θα αγχωνόμουν με τα ζητήματα των ταξιδιών. Μπορεί ας πούμε να χρειαζόμουν αρκετές μέρες για να φτάσω σε έναν προορισμό. Από τη στιγμή λοιπόν που δεν έχω και πολύ σχέση με τη ζωή της κυρίως πόλης, δεν υπάρχει θέμα. 

Την Ιαπωνία την επισκέπτεστε καθόλου; Πρέπει πια να είναι ένα πολύ διαφορετικό μέρος από εκείνο που αφήσατε στα εφηβικά σας χρόνια. Σκεφτήκατε αλήθεια ποτέ να επιστρέψετε για να ζήσετε εκεί; 

Έχω 3,5 χρόνια να πάω στην Ιαπωνία, λόγω των προβλημάτων υγείας που πέρασα τελευταία. Αλλιώς, την επισκέπτομαι μία ή δύο φορές τον χρόνο. Εννοείται και είναι ένας πολύ διαφορετικός τόπος. Εντελώς διαφορετικός, θα έλεγα: ειδικά τώρα, μετά την καταστροφή στη Fukushima, το να ζεις εκεί είναι δυσκολότερο, αν μπορείς να δεις την πραγματική εικόνα πίσω από όσα μεταδίδουν τα μέσα ενημέρωσης –η οποία βέβαια δεν έρχεται και πολύ στο φως. 

Γενικά, πάντως, η Ιαπωνία δεν είναι το μέρος όπου θα ήθελα να ζω στη συγκεκριμένη φάση. Ίσως σε πολύ συγκεκριμένες τοποθεσίες της μονάχα. Κάθε μέρος που μπορεί να έχει καθημερινές ειδικές ανάγκες σε τρεχούμενο νερό, είναι προς αποφυγή. Λυπάμαι που το λέω, γιατί είναι η πατρίδα μου και είναι ένας όμορφος τόπος. Αλλά με ρίχνει το πόσο διεφθαρμένοι και ανεύθυνοι είναι οι πολιτικοί της και οι βιομήχανοί της, όπως και το ότι ο κόσμος προτιμά να σιωπά και να μην κάνει τίποτα για όλα αυτά. 

Αλλάζοντας συζήτηση, ξέρω ότι είστε μεγάλος fan της Λίβερπουλ στο ποδόσφαιρο, της ομάδας δηλαδή που κι εγώ υποστηρίζω στη Βρετανία. Τι γνώμη έχετε για την επίδοση αυτής της σαιζόν; Κρίμα δεν είναι που χάθηκε η 3η θέση, άρα και η ευκαιρία της αποφυγής του προκριματικού γύρου στο επόμενο Champions League;

Ισχύει, αγαπώ τη Λίβερπουλ και παρακολουθώ πολύ Premier League. Αλλά, πάνω απ' όλες τις ποδοσφαιρικές αγάπες, είναι η Μπορούσια Ντόρτμουντ! Έγινα βασικά fan της Λίβερπουλ λόγω του Jürgen Klopp, τον οποίον θαύμαζα για τη δουλειά του στη Γερμανία, πριν αναλάβει τη Λίβερπουλ. 

Φέτος χάσαμε πολλούς βαθμούς κόντρα στις λεγόμενες «αδύναμες» ομάδες, ενώ δεν χάσαμε ποτέ παιχνίδι κόντρα στους 6 πρώτους της τελικής βαθμολογίας. Εδώ βρίσκεται το πρόβλημα. Βέβαια, το ενδιαφέρον με τη βρετανική Premier League είναι ότι έχεις 5-6 ομάδες που έχουν όλες τη δύναμη να πάρουν το πρωτάθλημα, ενώ σε άλλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα υπάρχει συνήθως ένας ξεκάθαρος κυρίαρχος. 

Στο σημερινό ποδόσφαιρο έχει δημιουργηθεί πάντως σοβαρό ζήτημα με τα λεφτά και τον βέρο καπιταλισμό από πίσω του, κάτι που με απασχολεί ως φίλο του αθλήματος. Όσο για τα προκριματικά του επόμενου Champions League, είμαι σίγουρος ότι η Λίβερπουλ θα περάσει και θα παίξει σε όμιλο –θα το δείτε. Είμαι επίσης χαρούμενος που ο David Wagner, πρώην προπονητής της Ντόρτμουντ κι εκείνος, θα είναι στην επόμενη σαιζόν της Premier League με τη Χάντερσφιλντ. Θα την υποστηρίζω κι αυτήν! (γελάει)

Μελετάτε ακόμα την Αγία Γραφή, βρίσκετε ακόμα έμπνευση σε αυτήν; Υπάρχει κάποιο τμήμα της που το σκέφτεστε πιο συχνά μέσα στα χρόνια; 

Ναι, ακόμα μελετώ τακτικά την Αγία Γραφή, γιατί να σταματήσω; Είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο, από το οποίο μπορείς να μάθεις τόσα πράγματα. Μου αρέσει σαν σύνολο, αλλά αν πρέπει να διαλέξω ένα κομμάτι, θα ήταν το Βιβλίο του Ιώβ. Η αγάπη του προς τον Θεό, η εμπιστοσύνη του προς εκείνον και η πίστη του είναι τόσο βαθιές. Πρόκειται για ένα καλό παράδειγμα αληθινού πιστού. 

Σε διάφορες συνεντεύξεις έχετε μιλήσει ανοιχτά κατά της Παγκοσμιοποίησης και των συνεπειών της –και είμαστε πολύ κοντά στον τρόπο που βλέπουμε αυτά τα πράγματα. Δεν σας ανησυχεί όμως που μια τέτοια κριτική ανοίγει εν τέλει τόσες πολλές πόρτες για τη σύγχρονη άκρα Δεξιά; 

Η άκρα Δεξιά εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες καθημερινών ανθρώπων που δεν έχουν πραγματική γνώμη για τον κόσμο και θα πήγαιναν μάλλον προς όποια κατεύθυνση βρισκόταν αντίθετα σε ό,τι θεωρούν πως δημιουργεί πρόβλημα. Αν έχεις όμως λίγο μυαλό, δεν μπορεί παρά να έχεις μάθει από τα παθήματα της ιστορίας. Προσωπικά προτιμώ την πίστη στον Θεό, παρά στην πολιτική. Ζούμε νομίζω σε μια περίοδο κατά την οποία οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν θα μπορέσουν να βρουν εντός τους τις απαντήσεις που ψάχνουν.





15 Σεπτεμβρίου 2021

Zbigniew Preisner - συνέντευξη (2018)


Γερά άρχισε η νέα κινηματογραφική σαιζόν, καθώς η ταινία Ο Άνθρωπος του Θεού (Man of God) της Yelena Popovic δείχνει να έχει πωλώσει τα εγχώρια social media, προξενώντας μια ποικιλία αντιδράσεων γύρω από τα περίπου 80.000 εισιτήρια τα οποία έκοψε μέσα σε 5 μόλις ημέρες. Προσωπικά δεν την έχω δει για να έχω άποψη, καθώς εξακολουθώ να ατενίζω μη αστικά τοπία καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές. 

Βρίσκω ωστόσο αναμενόμενο τον ντόρο, εφόσον μιλάμε για ένα φιλμ το οποίο πραγματεύεται τη ζωή του Αγίου Νεκτάριου Αιγίνης (τον ρόλο παίζει ο Άρης Σερβετάλης, στο cast είναι επίσης ο Μίκι Ρουρκ): ζούμε σε μια χώρα με έντονη πρόσδεση στο θρησκευτικό συναίσθημα, που με τη σειρά της προκαλεί έντονες αντιδράσεις σε όσους δεν το συμμερίζονται. Ιδιαίτερα σε όσους έχουν δεχτεί βολές κατά καιρούς για το πώς ζουν, από διάφορους «καλούς Χριστιανούς», οι οποίοι μόνο έτσι δεν είναι. Τέτοιοι συναισθηματισμοί, βέβαια, δεν γίνεται να εμπλέκονται με την κριτική αποτίμηση μιας ταινίας.

Τέλος πάντων, στην παρούσα ανάρτηση την αφορμή δίνει περισσότερο το soundtrack του Man of God, παρά το ίδιο το φιλμ. Το υπογράφει ένας παλιός γνώριμος της Ελλάδας, ο Πολωνός συνθέτης Zbigniew Preisner, τον οποίον θαυμάσαμε στο παρελθόν για τη μουσική που έγραψε για τις «χρωματιστές» ταινίες του Κριστόφ Κισλόφσκι, αλλά και για το soundtrack που έφτιαξε για το Κουαρτέτο σε Τέσσερις Κινήσεις της Λουκίας Ρικάκη (1994), όπου μελοποίησε μάλιστα και ποίηση Κωστή Παλαμά ("Κοσμοπλάστρα Μουσική", εξαιρετικά ερμηνευμένο από τον Μανώλη Λιδάκη). Στο δε score του Man of God συμμετέχει και η Lisa Gerrard των Dead Can Dance. 

Είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά τον Zbigniew Preisner πριν λίγα χρόνια (2018) και να μιλήσουμε εκτενώς, ενόψει των συναυλιών που σχεδίαζε τότε στην Αθήνα. Η κουβέντα εκείνη έδωσε ένα κείμενο το οποίο δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικές τροποποιήσεις, με αφορμή το soundtrack για τον Άνθρωπο του Θεού.

Όπως μπορείτε να δείτε αμέσως παρακάτω ήταν μια πλούσια συνομιλία, στην οποία ο Preisner εξήγησε (μεταξύ άλλων) γιατί δεν θέλει να δουλεύει για το Χόλυγουντ και γιατί ανησυχεί από τις πολιτικές εξελίξεις στη σύγχρονή μας Ευρώπη. Μίλησε όμως και για το σπίτι του στη Ρόδο, για τον Αριστοτέλη, αλλά και για το γιατί κατά τη γνώμη του δεν γίνεται να μελοποιηθεί η ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη.


Οι επικείμενες συναυλίες σας στην Αθήνα, έχουν ως βασικό μότο μια ρήση του Αριστοτέλη: «ζούμε με συναισθήματα, όχι με τις ώρες στο ηλιακό ρολόι». Είναι αυτό ένα μότο ζωής γενικότερο για σας;

Είναι η αλήθεια, καθώς παντού στον κόσμο ζούμε με τα συναισθήματα. Στην Ελλάδα έχετε τα δικά σας, στην Πολωνία τα δικά μας, στην Αμερική έχουν άλλα συναισθήματα. Γι' αυτό και πρέπει να υπενθυμίζουμε τον Αριστοτέλη, όπως και γενικότερα τους αρχαίους φιλοσόφους, ώστε να θυμάται το κοινό. 

Ποιοι άλλοι αρχαίοι φιλόσοφοι σας αρέσουν, πέρα από τον Αριστοτέλη; 

Ο Πλάτωνας, ο άγιος Αυγουστίνος, αλλά και ο Σενέκας. Ο Σενέκας μάλιστα μίλησε από τότε για το τι μπορεί να φέρει η δημαγωγία και σήμερα παρατηρούμε την παγκόσμια άνοδό της, για ακόμα μία φορά. Είναι λοιπόν, μεταξύ άλλων, και ένας επίκαιρος φιλόσοφος. 

Οι συναυλίες σας έχουν όμως και περαιτέρω ελληνικό ενδιαφέρον, νεότερο: «Κοσμοπλάστρα Μουσική» ο γενικότερος τίτλος τους, από ένα ποίημα του Κωστή Παλαμά το οποίο μελοποιήσατε το 1994 για τις ανάγκες μιας εγχώριας ταινίας. 24 χρόνια μετά, τι θυμάστε από εκείνη τη συνεργασία;

Ήταν η ταινία Κουαρτέτο Σε Τέσσερις Κινήσεις της Λουκίας Ρικάκη. Ψάχναμε θυμάμαι για κάτι που θα μπορούσε να μιλήσει ταυτόχρονα για την Ελλάδα, αλλά και για την Τέχνη. Η Λουκία διάλεξε λοιπόν το ποίημα αυτό του Παλαμά. 

Αλήθεια, το σπίτι στη Ρόδο το έχετε ακόμα; 

Α, είναι καταπληκτικό. Και δεν πρόκειται ξέρεις να το αφήσω ποτέ. Συνηθίζω μάλιστα να λέω για πλάκα ότι θα αλλάξω και το επίθετό μου και θα λέγομαι Έκτορας της Ρόδου!

Στις συναυλίες σας θα τραγουδήσει και η Μαρία Φαραντούρη και δηλώσατε ότι έτσι θα εκπληρωθεί μια παλιά σας επιθυμία, να συνεργαστείτε. Πώς δεν έτυχε τόσα χρόνια να κάνετε κάτι μαζί; 

Πρώτα-πρώτα, έχω 10 χρόνια να δώσω συναυλία στην Ελλάδα. Και δεν είχα γενικότερα τη δυνατότητα να κάνουμε κάτι μαζί. Τώρα, λοιπόν, θέλω η Μαρία Φαραντούρη να είναι αυτή που θα τραγουδήσει τον "Ύμνο Στην Ενωμένη Ευρώπη" –και μάλιστα στα ελληνικά. Θέλω να βγει από την Ελλάδα αυτό το μήνυμα και να είναι σαφές, αφού κι εγώ βασίστηκα στο ελληνικό κείμενο της Α΄ Επιστολής προς Κορινθίους του Αποστόλου Παύλου για να γράψω το έργο.

Όταν γράψατε όμως αυτό το έργο, ήταν μια διαφορετική εποχή: πιστεύαμε όλοι τότε στο μέλλον που υποσχόταν μια ενωμένη Ευρώπη. Τώρα αρκετοί αισθάνονται αλλιώς, όχι μόνο στην Ελλάδα –νομίζω αντανακλάται έντονα και στην πολιτική ζωή της Πολωνίας...

Με λυπεί πολύ ό,τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Πολωνία. Μέχρι πρόσφατα, η χώρα μου ήταν πολιτικά και οικονομικά στο καλύτερο σημείο στο οποίο είχε βρεθεί τα τελευταία 300 χρόνια. Μπήκαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004· και μέσα σε 14 χρόνια άλλαξαν τα πάντα, εκτός από τη νοοτροπία μας. Για να γυρίσω σε ό,τι λέγαμε πριν για τον Σενέκα, η δημαγωγία όχι μόνο επέστρεψε στην Πολωνία, μα άρχισε και να κερδίζει. 

Δεν κερδίζει όμως μόνο στην Πολωνία, κερδίζει και σε χώρες που ίσως δεν περίμενε κανείς, π.χ. στη Γαλλία, ακόμα περισσότερο στην Αυστρία, με τον νυν κυβερνητικό συνασπισμό. Χώρες με πολύ διαφορετική διαδρομή και με ευρωπαϊκή νοοτροπία...

Νομίζω ότι ο κόσμος είναι πολύ κουρασμένος με την ειρήνη. Δυστυχώς. Πλέον υπάρχει και πάλι μεγάλο σχίσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Η μεσαία τάξη, αυτή που ιστορικά ισορροπούσε τα πράγματα, συρρικνώνεται. Η δημαγωγία βασίζεται στις υποσχέσεις, δεν σκέφτεται τι θα έρθει έπειτα –το αύριο δεν υπάρχει γι' αυτούς τους ανθρώπους. Το μόνο που τους ενδιαφέρει; Η εξουσία. Ίσως μάλιστα να φοβούνται πως θα καταλήξουν και στη φυλακή ακόμα, εάν τη χάσουν. 

Πάλι στον Αριστοτέλη γυρνάμε εδώ, ο οποίος είχε γράψει στα Πολιτικά ότι ραχοκοκαλιά της δημοκρατίας είναι η μεσαία τάξη...

Ακριβώς έτσι έχουν τα πράγματα. Και ακόμα χειρότερα για μας τους καλλιτέχνες, γιατί οι δημαγωγοί και οι δικτάτορες προσπαθούν να φτιάξουν και τη δική τους «τάξη» καλλιτεχνών. Στην Πολωνία, ας πούμε, ο κόσμος των δημιουργών ή είναι μαζί με τους κυβερνώντες ή εναντίον τους. 

Πιστεύετε λοιπόν ότι το μεγαλύτερο επίτευγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν η ειρήνη στην ήπειρό μας; 

Σαφέστατα. Και θα βρίσκω πάντα προτιμότερη τη χειρότερη ειρήνη από τον καλύτερο πόλεμο. 


Ας ξαναγυρίσουμε σε πιο μουσικά πράγματα. Η συνεργασία σας με τον σκηνοθέτη Κριστόφ Κισλόφσκι (Krzysztof Kieślowski) σας έκανε ως γνωστόν πολύ διάσημο. Πώς δουλεύατε συνήθως τα soundtrack των ταινιών του; Βάσει του σεναρίου; ή λειτουργούσατε ανεξάρτητα από αυτό;

Όταν γράφεις για κάποια ταινία, δεν είσαι ποτέ ελεύθερος. Είμαστε πάντα εξαρτημένοι οι συνθέτες και από το σενάριο, αλλά και από τον σκηνοθέτη. Υπάρχει ωστόσο ένα μικρό περιθώριο, μια πόρτα ας πούμε, η οποία παραμένει ανοιχτή: μπορείς να χρησιμοποιήσεις τη δική σου «γλώσσα» για τα όσα έχει ανάγκη η ταινία. Θεωρώ ότι το έχω καταφέρει αυτό. 

Τι είναι πιο ιντριγκαδόρικο λοιπόν για έναν συνθέτη, όταν προσπαθεί να πιάσει τον τόνο ενός φιλμ; 

Δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από τις συζητήσεις τις οποίες θα κάνεις με τον σκηνοθέτη, γιατί εκεί θα προκύψει αν βλέπεις κάτι διαφορετικά από εκείνον. Και είναι ακριβώς στα πλαίσια του διαλόγου αυτού όπου βρίσκεται συνήθως και το μήνυμα, αλλά και το νόημα της μουσικής που θα συνοδεύσει μια ταινία. Ως συνθέτης, εσύ πρέπει να «μυρίσεις» κατά κάποιον τρόπο τον τόνο της –και να ακολουθήσεις έπειτα τη συγκεκριμένη «μυρωδιά». 

Με τον Κισλόφσκι, εντωμεταξύ, ευτυχήσατε να γίνετε και αγαπημένοι φίλοι. Υπάρχει μια ιστορία, για κάποια ρολόγια που αγοράσατε κάποτε μαζί, θα θέλατε να την πείτε;

Ο Κριστόφ ήταν ένας πάρα πολύ συνεπής άνθρωπος. Εγώ, πάλι, δεν είμαι καθόλου συνεπής. Ήξερα όμως ότι, όταν δουλεύαμε μαζί, έπρεπε να δείχνω συνέπεια. Το κάναμε λοιπόν ένα είδος παιχνιδιού. Κάποτε βρεθήκαμε σε ένα αεροδρόμιο της Ελβετίας –δεν θυμάμαι τώρα αν ήταν στη Ζυρίχη ή στη Γενεύη. Εκεί, αγοράσαμε δύο ολόιδια ρολόγια, όχι πολύ φτηνά, αλλά εξαιρετικά ακριβή. Και τα συγχρονίσαμε μέχρι τελευταίου δευτερολέπτου. 

Έπειτα, κάθε που ήταν να βρεθούμε σπίτι του, ορίζαμε την ώρα αφού ξανασυντονίζαμε τα ρολόγια, ώστε να είμαστε βέβαιοι ότι έχουμε τον ίδιο χρόνο. Αν μάλιστα είχαμε ραντεβού π.χ. στις 12 και έφτανα νωρίτερα, περίμενα κάτω στην είσοδο μέχρι να πάει 12! Τότε χτυπούσα το κουδούνι· ποτέ πιο αργά, ποτέ πιο νωρίς. Ήταν μια άσκηση όχι μόνο στην ακρίβεια, αλλά και στο πόσο υπεύθυνος μπορείς να φανείς. Το οποίο με βοήθησε κατόπιν και στη δουλειά μου, γιατί, αν π.χ. λέγαμε ότι 10 η ώρα θα κάναμε εγγραφή, 10 δεν στήναμε τα μικρόφωνα, ούτε πίναμε καφέ, μα ξεκινούσαμε να γράφουμε. 

Ο David Gilmour των Pink Floyd, με τον οποίον έχετε επίσης συνεργαστεί, έχει παρόμοια αντίληψη; 

Ναι, κι αυτός είναι πολύ ακριβής. Και είναι άνθρωπος που ξέρει ακριβώς τι θέλει, μα την ίδια στιγμή σου προσφέρει και μια απόλυτη ελευθερία. Αν μάλιστα δει ότι κάνεις κάτι καλύτερα από ό,τι το είχε στο μυαλό του, σου λέει να το προχωρήσεις όπως εσύ νομίζεις. Παίξαμε π.χ. μαζί στο Wroclaw το "High Hopes" των Pink Floyd, με πλήρη παρτιτούρα για εκείνον και την ορχήστρα. Στην πρόβα, λοιπόν, τελείωσε μερικές δικές του φράσεις λίγο νωρίτερα από την ορχήστρα. Το άκουσε έπειτα και το βρήκε καταπληκτική ιδέα. Και έτσι το κάναμε. 

Τι σας πρόσφερε καλλιτεχνικά η επινοημένη περσόνα του Van den Budenmayer;

(γελάει) Ήταν ένα είδος παιχνιδιού κι αυτό, το κάναμε για πλάκα με τον Κριστόφ. Όταν έφτιαχνα το soundtrack για τον Δεκάλογο (1989), ήθελα να χρησιμοποιήσω ένα κομμάτι του Gustav Mahler. Όμως η άδεια αποδείχθηκε πολύ ακριβή για το υπάρχον κονδύλι. Έτσι, πήραμε ένα παλιό ποίημα του 16ου αιώνα για μια νύμφη του νερού, έγραψα τη μουσική μα τη χρεώσαμε στον Van den Budenmayer, όνομα που μας φαινόταν αυθεντικά ολλανδικό. Έπειτα, άρχισαν κάποιοι να αναζητούν ποιος ήταν αυτός ο Van den Budenmayer και έτσι με τον Κισλόφσκι του δώσαμε μια ημερομηνία γέννησης, η οποία ήταν η δική μου, απλά 200 χρόνια πιο πριν. Τελικά χρειάστηκε βέβαια να τα αποκαλύψουμε όλα, όταν ο πολωνικός Τύπος άρχισε να με κατηγορεί ότι έκλεψα τη μουσική ενός παλιού Ολλανδού συνθέτη! (γελάει)

Γιατί έχετε απορρίψει τόσες προτάσεις να δουλέψετε στο Χόλυγουντ; 

Στο Χόλυγουντ, κανείς ποτέ δεν φαίνεται υπεύθυνος να πάρει μια απόφαση. Δεν ξέρεις αν την παίρνει ο σκηνοθέτης, ο παραγωγός, το στούντιο, κάποιος άλλος. Είναι λοιπόν πραγματικά δύσκολο να κάνεις μουσική που να αρέσει σε όλους αυτούς. Δούλεψα κάποτε με τον Φράνσις Φορντ Κόπολα, για το Secret Garden (1993). Και μου είπε ότι, όταν έκανε τον πρώτο Νονό (1972), στο στούντιο άρεσε πολύ η ταινία, βρήκαν όμως το score του Nino Rota ακατάλληλο και ζήτησαν να αλλάξει ο συνθέτης. Τρεις μήνες μετά έκαναν κάποιες δοκιμαστικές προβολές με διαφορετική μουσική και είπαν στον Κόπολα ότι ούτε εκείνη έπιανε, οπότε «ας γυρίσουμε στον Rota, έτσι κι αλλιώς δεν μας ενδιαφέρει και τόσο». 

Ξαναγυρνώ στην Ελλάδα, για την τελευταία ερώτηση. Σε παλιότερη συνέντευξη, είχατε πει ότι δοκιμάζατε μελοποιήσεις σε ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη. Υπάρχουν ακόμα αυτά τα σχέδια; 

Προσπάθησα πράγματι, ειδικά για το "Περιμένοντας τους Βαρβάρους", καθώς το βρίσκω και κατάλληλο για τη σημερινή εποχή. Στο ποίημα βέβαια του Καβάφη οι βάρβαροι δεν έρχονται ποτέ, ενώ στην πραγματικότητα πιστεύω ότι θα έρθουν. Αποδείχθηκε ωστόσο πολύ δύσκολο. Φοβάμαι μάλιστα ότι, αν επιμείνω, θα του χαλάσω την ποίηση. Και δεν θέλω να κάνω κάτι τέτοιο. Το μέτρο του Καβάφη δεν συμβαδίζει εύκολα με τη φόρμα μιας μουσικής σύνθεσης. Τώρα σκέφτομαι πια περισσότερο μια όπερα, με τίτλο Κασσάνδρα. Μακάρι να βρω έναν Έλληνα παραγωγό και τους κατάλληλους συντελεστές, ώστε να πραγματωθεί. 



13 Σεπτεμβρίου 2021

Δήμητρα Γαλάνη - συνέντευξη (2014)


Ήθελα πάντοτε να προσδιορίζομαι ως (μουσικο)κριτικός και όχι ως «γραφιάς» ή ως δημοσιογράφος, ωστόσο σύντομα αντιμετώπισα κι εγώ το ίδιο πρόβλημα που είχαν βρει μπροστά τους και παλαιότεροι από μένα στον χώρο: ούτε ο κόσμος καταλαβαίνει τι δουλειά κάνεις αν πεις κάτι τέτοιο, ούτε και η εφορία το αναγνωρίζει, όταν πας να εκκινήσεις επάγγελμα και ψάχνεις τον κατάλληλο κωδικό. 

Συμβιβάζεσαι λοιπόν με τον ρόλο του «δημοσιογράφου» και όντως αυτό κάνεις τελικά, στο πρακτικό κομμάτι ενός επαγγέλματος που στη χώρα μας μόνο έτσι δεν αντιμετωπίζεται πλέον, ύστερα από τη βαθμιαία, σταθερή, ενίοτε εντυπωσιακή καθίζηση του οικοδομήματος που κάποτε αποκαλούσαμε «εγχώριο μουσικό Τύπο».

Κάποιες φορές, μολαταύτα, έτυχαν κι εκείνες οι συνεντεύξεις που τις χάρηκα πολύ και τις θυμάμαι ακόμα καθώς κυλούν τα χρόνια. Τις οποίες ενδεχομένως δεν θα είχα κάνει ποτέ, αν δεν ασκούσα τη (μουσικο)δημοσιογραφία.

Στην εν λόγω κατηγορία ανήκει και η Δήμητρα Γαλάνη, που όπως βλέπω ετοιμάζεται για μια μεγάλη αθηναϊκή συναυλία αυτές τις μέρες: Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου, στην Τεχνόπολη, υπό τον τίτλο «Έρωτα Εσύ...». Πρόκειται για ένα αφιέρωμα στο ερωτικό τραγούδι, το οποίο θα φιλοξενήσει τόσο εγχώριες, όσο και διεθνείς επιλογές. Συναυλιακή ήταν όμως και η αφορμή της συνάντησής μας, πίσω στις αρχές του 2014. Είχε βγάλει τότε τον δίσκο Αλλιώς κι ετοιμαζόταν για έναν μικρό κύκλο εμφανίσεων στο PassPort, σε συνθήκες μνημονιακώς δύσκολες για τη χώρα μας. 

Κανονίσαμε λοιπόν και ήπιαμε καφέ, πιάνοντας από το Αλλιώς το νήμα μιας κουβέντας που σύντομα έγινε αυτό που λέμε «εφ΄ όλης της ύλης». Η Γαλάνη αποδείχθηκε άλλωστε άνθρωπος με τον οποίον μπορείς να συζητάς για ώρες, τόσο για το παρελθόν, όσο και για το παρόν (ακόμα π.χ. και για το χιπ χοπ). Το είχα καταλάβει και από τον πρώτο κύκλο της Συχνοτικής Συμπεριφοράς, όταν χωρίς να γνωρίζει ούτε εμένα, ούτε τον Στυλιανό Τζιρίτα, δέχτηκε να έρθει καλεσμένη στην εκπομπή –χωρίς ατζέντα, χωρίς τίποτα προκαθορισμένο. Το γέλιο που ρίξαμε με το απίθανο χιούμορ της, ακόμα το θυμόμαστε. Δυστυχώς τότε δεν είχαμε το μυαλό να σώζουμε κάπου τα σόου, κάτι που μετανιώσαμε όταν ήταν πια αργά για τη Συχνοτική Συμπεριφορά.

Τα αποτελέσματα της κουβέντας του 2014 έγιναν λοιπόν κείμενο, το οποίο δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές τροποποιήσεις αισθητικής φύσης, εν όψει της συναυλίας της 16/9 στην Τεχνόπολη.


Ξαναβρίσκεστε με τον Παρασκευά Καρασούλο χάρη στο νέο άλμπουμ Αλλιώς (2013), παλιό σας γνώριμο στη δισκογραφία, με τον οποίον είχατε όμως καιρό να συναντηθείτε δημιουργικά...

Η σχέση μας είναι σχεδόν καρμική... Υπάρχουμε πάντα ο ένας για τον άλλον, ακόμα κι όταν έχουμε καιρό να βρεθούμε. Ο Παρασκευάς γενικότερα δεν είναι παραγωγικός, με την έννοια του «γράφω συνέχεια και για όλους». Επιλέγει πολύ τις δουλειές που κάνει και συναντιόμαστε όταν το αισθανόμαστε και οι δύο ότι κάτι πρέπει να συμβεί. Αλλά κάθε φορά αισθάνομαι ότι υπάρχει μια ταύτιση μεταξύ μας. 

Έχω την αίσθηση δηλαδή ότι είναι σαν να γράφω η ίδια. Ή μάλλον έτσι πιστεύω ότι θα έγραφα αν είχα την ποιητική φλέβα και δύναμη την οποία διαθέτει ο λόγος του. Καταφέρνει να μιλάει τόσο προσωπικά και την ίδια στιγμή να μεταδίδει ένα μήνυμα τόσο ισχυρά συνολικό. Έχει λοιπόν μεγάλη βαρύτητα ο λόγος του για μένα: γιατί ακόμα κι όταν κινείται σ' ένα ερωτικό επίπεδο, υπάρχει πάντα και μια άλλη, πιο βαθιά ανάγνωση. Κι αυτό εμένα με μαγεύει.

Δουλέψατε με διαφορετικό τρόπο από ότι στο παρελθόν;

Δουλέψαμε θα έλεγα όπως και στο Φως (1991). Σαν να υπάρχει ένα σενάριο και οι μουσικές που γράφονται να αποτελούν το soundtrack. Υπάρχει μια κεντρική ιστορία με αρχή, μέση, τέλος. Στη δημιουργική μας παρέα  προστέθηκε και ο συνεργάτης μου ο Χρυσόστομος Μουράτογλου, με τον οποίον είχαμε κάνει παλιότερα και τα "Στερεότυπα", αναλαμβάνοντας παράλληλα και τη διεύθυνση παραγωγής του δίσκου, όπως και τις ενορχηστρώσεις. 

Επίσης, κάναμε με τον Χρυσόστομο κάτι που στην Ελλάδα δεν συνηθίζεται: συνυπογράψαμε συνθετικά κάποια από τα τραγούδια. Στη χώρα μας δεν υπάρχει βλέπεις η κουλτούρα της ομάδας, κάτι πολύ διαδεδομένο στο εξωτερικό. Εμένα, όμως, αν κάτι μ' έμαθε η μουσική, είναι αυτός ακριβώς ο πολιτισμός της συλλογικότητας. Με γοητεύει να υπάρχει ένας τέτοιος διάλογος ανάμεσα στους συντελεστές ενός τραγουδιού. Είναι ένας από τους βασικούς λόγους που συνεχίζω.

Έχω πάντως την αίσθηση ότι δεν είναι μόνο θέμα κουλτούρας. Έχει να κάνει και με σας πιστεύω, με το ποια είστε. Σε αντίθεση ας πούμε με άλλα μεγάλα ονόματα της δικής σας γενιάς, δεν είστε δυσθεώρητη και απομακρυσμένη. Ζείτε στο κέντρο της Αθήνας, σας συναντάμε συχνά σε συναυλίες, κάνετε παρέα με νέους ανθρώπους –και παίζετε και μαζί τους...

Ναι, οπωσδήποτε ο τρόπος ζωής μου είναι απόρροια του πώς αισθάνομαι. Για να το πω έτσι απλά, θέλω να κάνω κανονικά πράγματα στη ζωή μου. Κι αυτά είναι κανονικά πράγματα. Ξέρεις, δεν μου αρέσει να ζούνε άλλοι για μένα: εγώ θα σηκωθώ αύριο το πρωί και θα πάω στον μπακάλη για τα απαραίτητα ψώνια, για παράδειγμα. Η ζωή μου και η καθημερινότητά μου έχουν δηλαδή μια κανονικότητα. Κι αυτό το πνεύμα διέπει και την όποια μου κοινωνική συναναστροφή –από μια καλημέρα που θα ανταλλάξω στη γειτονιά, ως το πώς θα σταθώ ανάμεσα στους φίλους, στους μουσικούς και τους δημιουργούς με τους οποίους συνεργάζομαι. Μου αρέσει να είμαι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ο οποίος μπορεί όμως και να σου τραγουδάει. Μ' αρέσει να είμαι έτσι.

Με ένα τέτοιο πνεύμα αποφασίζετε και για τις συνεργασίες σας; Γιατί δείχνετε να ψάχνετε ιδιαιτέρως τα μουσικά πράγματα. Για παράδειγμα, τελευταία φορά που άκουσα τη φωνή σας πριν έρθει το CD-single "Αλλιώς" ήταν στο τελευταίο άλμπουμ των Δαιμονία Νύμφη, το Psychostasia (2013)...

Αν τα ψάχνω πάρα πολύ, οφείλεται στο ότι ακούω πάρα πολύ. Συχνά κάθομαι εδώ στο γραφείο ώρες, μπορεί κι απ' το πρωί μέχρι το βράδυ μερικές φορές (με διαλείμματα πεζοποριών!) κι απλά αφήνομαι στη μουσική πληροφορία. Η οποία είναι βέβαια άπειρη. Δεν τα έχω ασφαλώς όλα όσα φτάνουν στ' αυτιά μου... Μερικά απλώς κάθομαι και τα θαυμάζω –το χιπ χοπ, για παράδειγμα: το εκτιμώ όταν το κάνουν καλά, αλλά δεν μπορώ να ραπάρω, δεν είμαι έτσι. Αν αισθανθώ όμως ότι μπορώ να ενταχθώ σε κάτι, χώνομαι, το μελετάω· προχωράω. Ας πούμε, όταν κάναμε το Μετα- (2001) με τον Κωνσταντίνο Βήτα, ήξερα ποιος είναι, γνώριζα τους Στέρεο Νόβα. Αλλά ο λόγος που αισθανόμουν καλά μέσα στο όλο εγχείρημα ήταν το ότι στα διάφορα ταξίδια μου στο εξωτερικό είχα έρθει ήδη σε επαφή με τον ήχο τον οποίον πρέσβευε.

Μιλώντας για συνεργασίες, πώς φτάσατε αλήθεια σε ένα διεθνές όνομα σαν τον Jun Miyake;

Είναι μια παράξενη, λίγο αστεία και σχεδόν μεταφυσική ιστορία. Βασικά τον αναζητούσε ο Παρασκευάς ο Καρασούλος, αλλά δεν είχε σταθεί δυνατόν να τον βρει. Κάποια στιγμή, μετά από ένα μικρό χρονικό διάστημα –έχοντας πάει ένα ολιγοήμερο ταξίδι αναψυχής στο Παρίσι– βλέπει στο παραδίπλα τραπέζι ενός καφέ τον Jun Miyake. Οι φίλοι του βέβαια του έκαναν πλάκα, του έλεγαν «άντε τώρα κι εσύ, όλοι οι Ιάπωνες ίδιοι μοιάζουν». Εκείνος όμως επέμεινε και είπε «θα πάω να του μιλήσω». Ε, και ήταν πράγματι ο Miyake. 

Κάπως έτσι έγινε η αρχή. Χάρη λοιπόν στον Παρασκευά βρεθήκαμε κι εμείς στη συνέχεια –καθώς πηγαινοέρχομαι συχνά στο Παρίσι– και δουλέψαμε στο στούντιό του. Φτιάξαμε μια πολύ ωραία φιλία κι εύχομαι κάποια στιγμή να μπορέσουμε να τον φέρουμε κι εδώ να τον ακούσουμε, καθώς είναι και θαυμάσιος τρομπετίστας. 

Δεν είναι όμως ο μόνος θαυμάσιος και διεθνούς φήμης μουσικός με τον οποίον συνεργαστήκατε στο "Ένα Κόκκινο Μαντήλι". Είδα καλά το όνομα του Arto Lindsay στα credits;

Βέβαια! Πολύ χαίρομαι που τον γνωρίζεις, γιατί είναι κι αυτός μεγάλη μούρη. Ανήκει στο γκρουπ μουσικών με το οποίο συνεργάζεται σταθερά ο Miyake, οπότε είναι εκείνος που μας έφερε τα παιξίματά του, μιας και η ενορχήστρωση είναι δική του.  

Τι ακριβώς έχετε σκεφτεί για τις παραστάσεις που θα δούμε στο PassPort;

Με γοητεύει ξέρεις αφάνταστα η Ανατολή, αλλά όπως γοητεύει έναν Δυτικό άνθρωπο. Όχι δηλαδή μέσα από την ψυχή της, μα μέσα από εκείνο το φως και τη λαγνεία της. Πράγματα που θέλεις ν' ανακατέψεις με τα δικά σου, να προσπαθήσεις να βάλεις το ασυγκέραστο δίπλα στο συγκερασμένο –να ρίξεις για παράδειγμα ένα ούτι δίπλα σε ηλεκτρικά όργανα. 

Έτσι ακριβώς θα παίξουμε λοιπόν στο PassPort. Ο Λάμπης Κουντουρόγιαννης στην ηλεκτρική κιθάρα, ο Σεραφείμ Γιαννακόπουλος στα τύμπανα και ο Στέλιος Προβής στο μπάσο θα σταθούν δίπλα στον Σπύρο Μάνεση –έναν πολύ καλό πιανίστα– και στον Νίκο Μέρμηγκα, έναν δεξιοτέχνη πολυμουσικό που παίζει λάφτα, λαούτο, ακουστική κιθάρα και μαντολίνο. Όλοι τους εξαιρετικοί μουσικοί. 

Θα έχουμε δηλαδή μια μείξη μουσικών οργάνων που πατούν μεταξύ Ανατολής και Δύσης και καθιστούν πιο εύκολο στη μία να διεισδύσει στην άλλη. Θα είναι επομένως... αλλιώς! Θα σας δώσουμε βέβαια και μια ισχυρή γεύση από τον καινούριο δίσκο, με αφορμή όμως αυτόν θα γίνει και μια ανακεφαλαίωση, από τα πολύ παλιά μέχρι και τα πιο πρόσφατα.  

Για να παραφράσω άρα μια περίφημη ρήση του νεοελληνικού μας βίου, συμφωνείτε ότι η Δήμητρα Γαλάνη ανήκει εις την Δύσιν, μα θαυμάζει την Ανατολή;

(γελάει) Α, βέβαια! Και όχι μόνο τη θαυμάζω την Ανατολή, υποκλίνομαι. Και όσο μάλιστα μεγαλώνω, όλο και πιο πολύ. Γιατί είναι πηγή γνώσης. Έχει την κυκλικότητα, τις καμπύλες, τις στρογγυλάδες. Η Δύση, όντας σχεδόν απόλυτα γραμμική, τις έχει ξεχάσει –και γι' αυτό πάει κατά διαόλου...

Γιατί όμως οι Έλληνες δεν ευτυχούμε εδώ στο μέσον;

Γιατί βρισκόμαστε στο μέσον! Κι ενώ θα έπρεπε να είμαστε οι πιο ευτυχείς, μιζεριάζουμε επειδή δεν είμαστε πληροφορημένοι σωστά. Και καταλήγουμε έτσι να αισθανόμαστε λίγο από εδώ και λίγο από εκεί, χωρίς τελικά να είμαστε κάπου· συμπεριφερόμαστε σαν να μην έχουμε ταυτότητα. Ξεχνάμε βέβαια και τον πιο σημαντικό παράγοντα ταυτότητας: τη γλώσσα μας. Αυτό το μεγάλο όπλο, που κάνει για μας ελληνική ό,τι πληροφορία φτάνει από Ανατολή και Δύση, από Βαλκάνια και Μεσόγειο. Κι αντί ένα τέτοιο αριστούργημα μείξης να μας κάνει πανευτυχείς, αντί να το έχουμε σημαία μας, αισθανόμαστε κομπλεξικά απέναντί του.

Όλοι όσοι περάσανε από κυβερνητικές θέσεις φέρουν ευθύνη. Υπήρξε γενικότερα άθλιος και εξαιρετικά ανεπαρκής ο ρόλος τους, απέναντι στην ιστορία μας και στον πολιτισμό μας. Φταίει και η Αριστερά, γιατί άφησε τόσο σοβαρά πράγματα –όλο ουσιαστικά το εθνικό μας προϊόν και την πνευματικότητά μας– βορά στους εθνικιστές, να το λοιδορήσουν και να το παραχαράξουν. Είναι δυνατόν; Πρόκειται για τραγικό σφάλμα και δυστυχώς έχει θολώσει τόσο τα νερά, ώστε μας ταλανίζει. Είναι από τις βασικές αιτίες της κακής μας πληροφόρησης, για να επιστρέψω στην αρχική μου σκέψη.

Ποιος συνοψίζει καλύτερα για σας το τι σημαίνει Έλληνας;

Ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Νίκος Γκάτσος. Οι δυο τους είναι ο φάρος της ζωής μου, ένα φως το οποίο θα είναι αναμμένο για πάντα. Υπήρξα πολύ τυχερή και με ζύμωσε πραγματικά η καθημερινότητα μαζί τους, το ότι μπόρεσα να τους ζήσω σε όλες τους τις εκφάνσεις, να θαυμάσω τον κοσμοπολιτισμό και τη γενναιοδωρία τους. Μου έδειξαν μια Ελλάδα πάνω και πέρα από μικρότητες, που μπορεί να απλώνεται στην παγκοσμιότητα έχοντας ως μπούσουλα τη γλώσσα μας και την παιδεία μας.

Παίρνω αφορμή από ένα ακόμα νέο τραγούδι, το δικό σας "Πίσω Μην Κοιτάς": αν δεν είχαν πιάσει τόσο πολύ το "Δικαίωμα" και το "Χειροκρότημα", θα εξακολουθούσατε να δημοσιεύετε τα όσα γράφατε; Λέω «δημοσιεύετε» καθώς φαντάζομαι θα τα γράφατε ούτως ή άλλως...

Έγραφα ήδη χρόνια και πριν από εκείνα, απλά έμεναν κρυμμένα στα συρτάρια. Γιατί, όταν υπήρχαν όλοι αυτοί οι θεόρατοι δίπλα μου, έλεγα μέσα μου «τώρα που πας εσύ, βρε Μήτρο, Καραμήτρο;» (γελάει). Πείστηκα να τα δημοσιεύσω γιατί μου έδωσαν τη συγκατάθεσή τους οι άνθρωποι που με είχαν βγάλει στο τραγούδι –ο Δήμος Μούτσης, ο Μάνος Χατζιδάκις ή και ο Γιάννης Σπανός, ο Γιώργος Χατζηνάσιος. Αυτή η συγκατάθεση, αυτό το «προχώρα», μου έδωσε κουράγιο, αλλά δεν μου έδωσε θράσος. Σε εκείνο το σημείο ήρθε η Λίνα Νικολακοπούλου, η οποία έγραψε πάνω στις μουσικές μου αυτούς τους υπέροχους στίχους. Αργότερα, όταν «ξεψάρωσα» που λέμε, ήθελα να γράφω μουσική μόνο πάνω σε στίχους. Κι από τότε πάντα αναζητώ τον στίχο του οποίου θα θελήσω να κάνω το soundtrack. Έτσι βλέπω το τραγούδι.   

Τι τραγουδήσατε τότε, μαθήτρια ακόμα, στον Δήμο Μούτση και σας πήρε και σας έβαλε στη δισκογραφία;

Τον συνάντησα συμπτωματικά, στο σπίτι μιας φίλης. Της άρεσε πάρα πολύ η φωνή μου και του λέει, άκου εδώ μια φωνή. Οπότε πήρα κι εγώ την κιθάρα κι άρχισα να τραγουδάω, κάτι από τον Ματωμένο Γάμο του Χατζιδάκι –το οποίο έλεγα βέβαια με όλη την επιρροή από το Νέο Κύμα, που ήταν ακόμα κυρίαρχο τότε. Ο Μούτσης, παρορμητικός όπως πάντα, γυρνάει και λέει στη φίλη μου: «τι γίνεται εδώ; πού τη βρήκες αυτήν;». Και μετά σε μένα:
- Ξέρεις ένα τραγούδι;
- Ποιο;
- "Στου Προφήτη Ηλία Τα Σοκάκια"
- Αμέ!
Εγώ τώρα, μέχρι κι εκείνη τη στιγμή, δεν είχα κάνει τη σύνδεση, δεν είχα καταλάβει ότι ήταν ο συνθέτης του τελευταίου. Τότε άλλωστε δεν είχαμε ακόμα τηλεοράσεις και δεν ήξερα τη φυσιογνωμία του. Αρχίζω λοιπόν να το λέω, ενθουσιάζεται και με πήγε στην Columbia. 

Από τότε βέβαια μέχρι σήμερα, η δισκογραφία έχει αλλάξει άρδην. Εσείς πάντως τα πάτε καλά και με την τεχνολογία...

Έχει αλλάξει, χαίρομαι όμως που μερικά πράγματα τα οποία κακώς καταργήθηκαν επέστρεψαν, για παράδειγμα το single. Ήταν χρήσιμο τότε να δοκιμάζεις και να δοκιμάζεσαι με μεμονωμένα τραγούδια, να εισπράττεις το feedback και μετά, αργότερα, να προχωρούσες στον μεγάλο δίσκο. 

Όσον αφορά στην τεχνολογία τώρα, πιστεύω πως όταν συνέλθουμε από την κατάσταση στην οποία έχουμε βρεθεί ως χώρα, θα συνειδητοποιήσουμε ότι υπήρξε πολύ ωφέλιμη. Αν και οι γνωστοί γύπες ακόμα καραδοκούν, υπάρχουν πλέον οι συνθήκες για να επέλθει μια νέα ισορροπία, να έρθει ένα κομμάτι τουλάχιστον της αγοράς και στα δικά μας χέρια. 

Μέχρι πρότινος, οι μεγάλες εταιρείες καιροφυλακτούσαν να αρπάξουν όποια ανεξάρτητη προσπάθεια γνώριζε επιτυχία. Πλέον το διαδίκτυο έχει αλλάξει πολλά πράγματα, ας πούμε με τις δυνατότητες τις οποίες προσφέρει μα και ανοίγει το λεγόμενο «digital distribution».

Και τι λέτε για την άλλη όψη των ίδιων πραγμάτων, αυτήν την εξοικείωση του κόσμου με το τζάμπα;

Εδώ υπάρχει πράγματι ένα θέμα. Πρέπει κι ο κόσμος να καταλάβει πως ο καλλιτέχνης ο οποίος παίζει ή τραγουδάει κάτι, κατέχει κι ένα δικαίωμα πάνω του. Και πρέπει τουλάχιστον να αποσβαίνει το κεφάλαιο που έχει βάλει, ώστε να μπορεί να κάνει το επόμενο βήμα του. Υπάρχει λοιπόν μια εύκολη καταδίκη όποιου καλλιτέχνη υπερασπίζεται αυτό του το δικαίωμα. Τουλάχιστον όσα έχουμε αγαπήσει και μας έχουν κάνει παρέα, ακόμα κι αν τα κατεβάσαμε τζάμπα και «παράνομα», δεν νιώθουμε την ανάγκη κάπως να τα συντηρήσουμε; 

Δεν φταίει βέβαια η τεχνολογία για τα κακώς κείμενα. Δεν μπορεί να πάει πίσω η εξέλιξη, επειδή ο άνθρωπος είναι μίζερος ή ματζίρης. Ήδη αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο μέρος του κοινού της Ευρώπης θεωρεί το παράνομο downloading βαρετό και ξεπερασμένο. Η τεχνολογία παρέχει, το πώς τη χρησιμοποιούμε έχει να κάνει αποκλειστικά με τη δική μας ενηλικίωση απέναντί της. Ασφαλώς στην Ελλάδα υπάρχει κι ένα σκοτεινό παρελθόν με το θέμα των δικαιωμάτων, κι έτσι φτάσαμε δυστυχώς σε ένα σημείο να εξισώνουμε το δικαίωμα με χαράτσι. Είναι μια πολύ στρεβλή «παιδεία», η οποία και πρέπει να αλλαχτεί.

Νομίζω πάντως ότι παράλληλα αναπτύσσεται και δυναμώνει μια εξίσου επικίνδυνη εξίσωση: πως ο καλλιτέχνης δεν είναι παρά ένας χομπίστας...

Μα, δουλεύουμε σαν τα σκυλιά! Ένας παραγωγικός καλλιτέχνης μπορεί να εργάζεται και 24 ώρες το 24ωρο. Εξακολουθεί να υπάρχει μια αφέλεια σε τέτοια πράγματα... Ο κόσμος βλέπει ένα αποτέλεσμα, μα δεν κάθεται να σκεφτεί πώς φτάνουν σ' αυτό οι συντελεστές του. Είναι σχεδόν αστείο. 

Το έχει πει καταπληκτικά μια πολύ γλυκιά κυρία, έχει δυστυχώς φύγει από τη ζωή –καθάριζε το σπίτι, μα ήταν σαν οικογένειά μας. Μια μέρα λοιπόν καθόμουν μέσα στο δωμάτιό μου με τις κιθάρες και δουλεύαμε με τον Σπύρο Σακκά σε κάτι πολύ δύσκολα θέματα. Η πόρτα ήταν κλειστή και άκουγε απέξω η κυρία Γεωργία να τραγουδάμε. Μην μπεις μέσα να σκουπίσεις, της λέει μια φίλη μου που βρισκόταν εκεί, γιατί η Δήμητρα δουλεύει. Και γυρνάει η κυρία Γεωργία και της λέει, με πολλή γλύκα, «έλα μωρέ Μαρία, δουλειά είναι τώρα αυτό;» (γέλια)  

Έχουμε πάντως μπει σε μια περίοδο που φαίνεται ότι πολλά πράγματα γύρω μας δεν τα σκεφτόμαστε με τον τρόπο με τον οποίον θα έπρεπε να τα σκεφτόμαστε, έτσι δεν είναι;

Μα, όταν φτάσαμε για ένα κρίσιμο πολιτικό αποτέλεσμα να αποφασίζουν οι άνω των 65 για το τι θα κάνει ο 20άρης, ε, δεν κάνουμε τίποτα... Τώρα ακριβώς είναι όμως που ο νέος άνθρωπος δεν πρέπει να απέχει, τώρα που λαμβάνονται αποφάσεις οι οποίες αφορούν πρώτα και κύρια εκείνον! Δεν αποφασίζουμε σήμερα μόνο για τις συντάξεις, δεν γίνεται να ανοίξουμε έναν διάλογο για το πώς θα χτιστεί ξανά το κράτος σ' αυτήν τη χώρα και μόνη μας βάση να είναι οι συντάξεις. Κάνουν λάθος όσοι νέοι σνομπάρουν σήμερα την πολιτική ή όσοι δεν σνομπάρουν μεν, μα ρίχνουν την ψήφο τους σε Χρυσές Αυγές και τέτοιες βλακείες. 40% αποχή; Μα είναι πλέον κόμμα κάτι τέτοιο, όχι τάση. Βγάζει κυβέρνηση.

Αν το αφήσουμε κι άλλο, θα κάνει πια ό,τι θέλει ένα πολύ συγκεκριμένο σύστημα, που κατατάσσει τους ανθρώπους είτε σε καταναλωτές, είτε σε απόβλητους· το οποίο θα αρπάξει τους νέους και θα τους στίψει για τρεις και εξήντα. Είναι παγκόσμια τα ζόρια, πάνε να μας την κάνουν πολύ χοντρά. Η άλλη λύση είναι βέβαια να πάρεις τα βουνά. Μαγκιά και respect. Πολύ respect. Πάρε τα βουνά, όμως. Γιατί ούτε τα βουνά είναι εύκολα, ούτε η τσάπα.

Τελειώνω τον καινούριο δίσκο με μια νέα εκτέλεση της "Περιουσίας", ένα τραγούδι από το Φως στο οποίο τότε δεν έδωσε κανείς ιδιαίτερη σημασία. Λέει λίγο-πολύ για όλα όσα συζητάμε, ας το προσέξουμε τώρα λοιπόν, καθώς είναι τόσο σημαντικά επίκαιρο... Αυτή τη φορά το χτυπήσαμε με νταούλια και κλαρίνα, γιατί ήθελα πλέον να ηχεί σαν μια δήλωση και να είναι και λίγο πιο θυμωμένο.

Σας αρέσουν οι αλήθειες, ε;

Πολύ. Πάρα πολύ.

Δεν είναι τυπικό ελληνικό χαρακτηριστικό αυτό, πάντως... Υποθέτω σας έχει προξενήσει διάφορους μπελάδες.

Τόσο πολύ δεν είναι τυπικό, ώστε πολλές φορές, όταν λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους, με κοιτάνε καχύποπτα. Και πρέπει να χάσω χρόνο και ενέργεια για ν' αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας. Δεν υπάρχει πιο κουραστικό πράγμα... Με καταρρακώνει που νομίζουν ότι κάτι άλλο έχεις στο μυαλό σου, που ψάχνουν τον λάκκο στη φάβα γιατί δεν αντέχουν ή δεν θέλουν ν' ακούσουν την αλήθεια.

Διάβαζα κάτι καταπληκτικά σχετικό στο Ως Στρουθίον Μονάζον Επί Δώματος του Γιάννη Τσαρούχη. Έγραφε για τη μητέρα του και για μια γειτόνισσα που είχαν εκεί στον Πειραιά, πεθαμενατζού στο επάγγελμα (έτσι την αποκαλεί). Καθόντουσαν λοιπόν στην αυλή, πίνανε καφέ και τα λέγανε –ήταν ο καιρός που σάρωνε η ισπανική γρίπη. Κι έλεγε εκείνη στη μητέρα του Τσαρούχη: «άντε, ακόμα μία χρονιά να πάνε έτσι οι δουλειές και θα προικίσω και την άλλη μου κόρη». Κι αντέτεινε η μάνα του: «καλά, δεν σκέφτεσαι ότι μπορεί αύριο αυτή η αρρώστια να χτυπήσει το παιδί σου ή κι εσένα;». Για ν' απαντήσει η πεθαμενατζού: «α μωρέ κι εσύ, όλο στο κακό πάει ο νους σου πια...».

Μας ακολουθεί τούτη η νοοτροπία, ότι το κακό που συμβαίνει στον διπλανό, δεν θα συμβεί στο σπίτι μας. Γι' αυτό και ακόμα δεν έχουμε συνειδητοποιήσει τι διαδραματίζεται γύρω μας. Κι επιτρέπουμε έτσι να γίνονται όλες οι αθλιότητες οι οποίες γίνονται. 



09 Σεπτεμβρίου 2021

Μαργαρίτα Ζορμπαλά: Παιχνίδια του Χρόνου - ανταπόκριση (2014)


Ο θάνατος του Μίκη Θεοδωράκη, η συγκίνηση που προκάλεσε, τα αναπόφευκτα δημοσιογραφικά αφιερώματα, αλλά και οι ίδιες οι μνήμες πολλών μουσικόφιλων, είχαν ως αποτέλεσμα όλες αυτές τις μέρες να «φωτιστούν» ξανά και διάφορα πρόσωπα που περπάτησαν μαζί του.

Μεταξύ των τελευταίων, ήταν και η Μαργαρίτα Ζορμπαλά. Δικαιότατα. Και ο Φώντας Τρούσας, όπως είδα, σχολίασε μέσω Facebook ότι τη θεωρεί ως την «τελευταία πολύ μεγάλη ερμηνεύτρια του θεοδωρακικού έργου».  Άλλωστε ο Μίκης Θεοδωράκης την ανακάλυψε –ήταν φίλος των γονιών της– συστήνοντάς τη μας με εξαιρετικούς δίσκους σαν το Ταξίδι Μέσα Στη Νύχτα (1978) και τον Επιβάτη (1981). Επιτρέποντας, έτσι, να θαυμάσουμε τη φωνή της, αλλά και να την ακολουθήσουμε στις περαιτέρω περιπέτειές της στη δισκογραφία, δίχως πια αυτόν, σε δουλειές π.χ. σαν το Ο Εξαίρετος Κύριος Γιαννίδης (1984) και το Χαίρω Πολύ (1990), ακόμα και στις πιο ποπ απόπειρες γύρω από το ραδιοφωνικό σουξεδάκι "Περιμένω Σινιάλο" (1988).

Για λόγους βέβαια που δεν θα συζητηθούν εδώ, η Ζορμπαλά παροπλίστηκε εν καιρώ. Παραμένει όμως ερμηνευτική δύναμη, όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω πίσω στο 2014, όταν ήρθε στην Αθήνα (ζει πλέον στην Κύπρο) για μια σπέσιαλ βραδιά στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» ονόματι Παιχνίδια του Χρόνου. Του δικού της χρόνου, να επισημάνω, στον οποίον τη μερίδα του λέοντος έλαβε ασφαλώς το ρεπερτόριο με τον Μίκη Θεοδωράκη. Μας μίλησε βέβαια και για τη γνωριμία της με τον Μάνο Χατζιδάκι, μάθαμε δε ακόμα και για τη γιαγιά της, που τη συνόδευε όταν πήγαινε για τις πρώτες της ηχογραφήσεις.

Τη θυμάμαι ακόμα ως συγκλονιστική εκείνη τη συναυλία, 7 χρόνια μετά. Θυμάμαι μάλιστα και τη Λίνα Νικολακοπούλου, να χτυπιέται στη θέση της κάπου ανάμεσα στο κοινό· αλλά κι εμένα τον ίδιο, που δεν κλαίω δημόσια παρά μόνο σε κηδείες, να αδυνατώ να σταματήσω τα δάκρυα καθώς την άκουγα να ερμηνεύει τους "Γερανούς".

Τα της βραδιάς εκείνης έγιναν κατόπιν κείμενο ανταπόκρισης, το οποίο δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις –συν μια σημαντική διόρθωση. Κι αν θέλετε κι εσείς μια «γεύση» από τη Ζορμπαλά του σήμερα, δεν έχετε παρά να τη δείτε στο 14ο επεισόδιο της ιντερνετικής (μέσω YouTube) σειράς Θα Πεις Κι Ένα Τραγούδι, την οποία επιμελείται και παρουσιάζει ο φίλος και κατά καιρούς συνάδελφος Γιώργος Μυζάλης, πατώντας εδώ.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στον Παρνασσό και ανήκουν στη Δάφνη Ανέστη


Γέμισε ο Παρνασσός για τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά και της άξιζε πέρα για πέρα η προσέλευση αυτή –αν και, μετά λύπης μου, είδα ελάχιστους νέους στην αίθουσα: η απομάκρυνσή της από τα πράγματα έχει προφανώς παγιώσει την αναγνωρισιμότητά της σε ένα συγκεκριμένο ηλικιακό φάσμα. Και είναι κρίμα. Γιατί δεν έχουμε πολλές τραγουδίστριες με τη δική της εκφραστικότητα. Που να ανοίγουν το στόμα τους και να σου φέρνουν δάκρυα στα μάτια. 

Στα 56 της σήμερα, η Μαργαρίτα Ζορμπαλά είναι μια υπερπλήρης ερμηνεύτρια. Έτσι στάθηκε ενώπιόν μας το Σάββατο το βράδυ· με τη μετρημένη της κίνηση πάνω στη σκηνή, με τη φωνή της να έχει ωριμάσει ωραία, με τις ερμηνευτικές δυνάμεις της νεότητάς της άθικτες κι ακονισμένες από τα όσα έχει φέρει (κι έχει πάρει) ο χρόνος. 

Ο χρόνος ήταν άλλωστε ο αφανής πρωταγωνιστής αυτής της παράστασης: ο χρόνος κατά Ζορμπαλά, από τα ξένοιαστα παιδικά παιχνίδια στη Μόσχα και τις πρώτες δισκογραφικές δόξες με τον Μίκη Θεοδωράκη, ως το διακριτικό παρών που έδωσε ξανά στη δισκογραφία το 2000 και στα ιδιαίτερης ιδιοσυγκρασίας τραγούδια που της χάρισε ο Κύπριος συνθέτης Βάσος Αργυρίδης. Ο οποίος τη συνόδευσε στον Παρνασσό αναλαμβάνοντας το πιάνο –έπαιξε θαυμάσια– παρέα με μία ακόμα άξια Κύπρια μουσικό στο βιολί, τη Βαρβάρα Λούκα.

Η Ζορμπαλά θυμόταν και τραγουδούσε. Άλλοτε νοσταλγικά, άλλοτε με χιούμορ, εξιστορούσε στιγμιότυπα από τη ζωή της, δένοντάς τα με συγκεκριμένα κομμάτια. Τη μερίδα του λέοντος είχε ο Μίκης Θεοδωράκης και είναι ασφαλώς δικαιολογημένο: αυτόν άκουγε η μητέρα της στο σπίτι στη Μόσχα –βρισκόταν κι εκείνη στον Παρνασσό, καμαρώνοντας την κόρη της– με αυτόν μπήκε στη δισκογραφία όντας πλέον στην Ελλάδα, δίπλα του περιόδευσε στον κόσμο κι έγινε αγαπητή σε κάθε έναν σχετικό με το ντόπιο τραγούδι. 

Μας εξιστόρησε λοιπόν την πρώτη τους γνωριμία, μας είπε για τη γιαγιά Γλυκερία η οποία περπατούσε πλάι της όταν πήγαινε για τις πρώτες ηχογραφήσεις, μας είπε και για το μικρό βαλιτσάκι που πήρε φεύγοντας για μια παγκόσμια περιοδεία μαζί του. Σύσσωμη η αίθουσα τη συνόδευσε με σεβασμό στη "Μαργαρίτα Μαγιοπούλα" στο πρώτο μέρος της βραδιάς, ενώ προς το τέλος την ακούσαμε να παραδίδει μια καθηλωτική ερμηνεία στο "Χάθηκα", κάνοντας ακόμα και τον Αργυρίδη να κλάψει από συγκίνηση. 

Στάθηκε ασφαλώς και στον Χατζιδάκι η Ζορμπαλά, μιλώντας μας λ.χ. για το πρώτο τους ραντεβού, στο οποίο από το τρακ της πήγε μία ώρα νωρίτερα, με αποτέλεσμα να κόβει βόλτες στο τετράγωνο. Στάθηκε όμως και στο ελαφρό τραγούδι, που στην αρχή δεν το είχε πάρει με καλό μάτι, μα χάρη στον Γιώργο Παπαστεφάνου το αγάπησε πολύ (ήταν μάλιστα και ο ίδιος στη συναυλία). Μας είπε βέβαια και ρώσικα τραγούδια, αλλά κι ένα συγκινητικό ισπανόφωνο ("Alfonsina Y El Mar") προς τιμήν της ποιήτριας Alfonsina Storni –ενθυμούμενη τα φοιτητικά της χρόνια, όταν γνώρισε κι αγάπησε την ισπανική γλώσσα και λογοτεχνία. Η περίφημη "Παπαρούνα" του Αττίκ ευτύχησε στο στόμα της, ο Παρνασσός ξεσηκώθηκε με το σκέρτσο της στο "Εγώ Θα Σ' Αγαπώ" του Γιώργου Μουζάκη, η Λίνα Νικολακοπούλου χτυπιόταν κατασυγκινημένη στο κάθισμά της ενόσω έλεγε το "Χάρτινο Το Φεγγαράκι", ενώ το κλάμα που ρίξαμε στους "Γερανούς" (ρώσικο άσμα, σε ελληνική απόδοση Γιάννη Ρίτσου) θα μου μείνει πραγματικά αξέχαστο.

Από την άλλη, η Ζορμπαλά προσπέρασε εντελώς την ποπ περίοδο της δισκογραφίας της. Ίσως να μην την εκφράζει πια, ίσως και να μην ταίριαζε εδώ που τα λέμε με τον χαρακτήρα της αίθουσας του Παρνασσού (και την ηλικιακή σύσταση του κοινού που είχε έρθει ως εκεί)· ωστόσο υπάρχουν μερικά τραγούδια τα οποία θυμάμαι με μεγάλη αγάπη και μου έλειψαν από τη βραδιά. Είναι πάντως πραγματικά αμελητέο τούτο το παράπονο, μπροστά στην καταπληκτική συναυλία που μας χάρισε αυτή η συγκλονιστική ερμηνεύτρια.