19 Ιουλίου 2021

Τόλης Βοσκόπουλος - ανταπόκριση (2017)


Ιούλιο έμελλε να φύγει ο Τόλης Βοσκόπουλος, τον μήνα των γενεθλίων του, λίγο πριν γίνει 82 ετών. Ιούλιο έτυχε να τον δω κι εγώ πάνω στη σκηνή, 4 χρόνια πριν. Η Χριστίνα Κουτρουλού έφερε δώρο τα εισιτήρια, οι δημοσιογραφικές διασυνδέσεις κανόνισαν κι ένα φωτογραφικό πάσο για τον Θάνο Λαΐνα και 11 Ιουλίου του 2017 βρεθήκαμε στη Νίκαια, στο Κατράκειο, έχοντας τον Άρχοντα Τόλη ενώπιόν μας. 

Στεναχωρήθηκα πολύ με τα νέα του θανάτου του, καθώς για μένα ήταν ένας αγαπημένος καλλιτέχνης ο Τόλης Βοσκόπουλος. Στα χρόνια μάλιστα της Συχνοτικής Συμπεριφοράς είχαμε την τύχη να μοιραστούμε πολλές φορές αυτή την αγάπη με τον Στυλιανό Τζιρίτα και στον ραδιοφωνικό αέρα –σε βαθμό που οι ακροατές είχαν μάθει να περιμένουν ανά πάσα στιγμή κάποιο ξαφνικό σχόλιο ή κάποιο τραγούδι από την (πλούσια) δισκογραφία του. Ο Τόλης ήταν παρών ακόμα και στην αυλαία της εκπομπής μας, κάνοντάς μας να αναρωτηθούμε μήπως στο "Είναι Το Κάτι Που Μένει" (1977) έδωσε τη «σωστή απάντηση» στα γνωστά ερωτήματα του Προυστ για τον Χρόνο.

Έβαλα αρκετά από αυτά τα τραγούδια και ξανάπαιξαν μετά τα θλιβερά μαντάτα. Αλλά ήταν εν τέλει στη συναυλία στο Κατράκειο όπου γυρνούσε διαρκώς ο νους. Κυρίως σε εκείνη την απροσδόκητη έναρξη: μόλις φάνηκε δηλαδή ο Τόλαρχος (όπως τον έλεγε ο Τζιρίτας), χιλιάδες κόσμου σηκώθηκαν όρθιοι χειροκροτώντας και φωνάζοντας «σ' αγαπάμε». Ακόμα και ο ίδιος, τα έχασε. Κι έμεινε για λίγο να κοιτάζει γύρω του έκπληκτος, μα και φανερά συγκινημένος.

Αυτός ήταν ο Τόλης Βοσκόπουλος, κυρίες και κύριοι. Ο μεγαλύτερος και πιο ανεπανάληπτος σταρ που ανέδειξε το νεότερο ελληνικό ρεπερτόριο. Ένας τραγουδιστής ικανός να μεταμορφώσει το πλέον μελό άσμα σε ερωτική ελεγεία, ο οποίος αγαπήθηκε από τον κόσμο γι' αυτό ακριβώς το συναίσθημα που έμπαζε σε κάθε «σερβίρισμα». Κι ας τον σνόμπαρε για χρόνια η αγέλαστη πλευρά της κριτικής κι εκείνη η εγχώρια διανόηση η οποία ποτέ δεν συγχωρεί τα λαϊκά παιδιά που αναζητούν διέξοδο από τα στριμώγματα της ζωής στα φώτα της σόου μπιζ και στα χρήματα των θεαμάτων.

Καλά να 'μαστε και δεν θα πάψουμε να μιλάμε για τον Τόλη ή για τη Φιλιώ Πυργάκη –μια άλλη αγαπημένη φωνή, ενός διαφορετικού χώρου, που επίσης σίγησε κάποιες μέρες πριν. Κάπως, κάπου, θα το κάνουμε· σε πείσμα συνθηκών, αναποδιών και κλειστών μυαλών. Για την ώρα, το αντίο θα ειπωθεί με την ανταπόκριση που προέκυψε από εκείνη τη βραδιά στο Κατράκειο, η οποία λογίζεται πλέον ως ανεκτίμητος θησαυρός. Δημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από την εν λόγω συναυλία και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα  


Στη διεθνή ορολογία, το αποκαλούμε «standing ovation». Και στη γλώσσα της κριτικής αποτελεί αδιάψευστο δείκτη διάκρισης και ενθουσιασμού για μια ζωντανή καλλιτεχνική περίσταση –εμείς το λέμε «χειροκρότησαν όλοι όρθιοι». Το θέμα είναι ότι, συνήθως, έτσι κλείνει η όποια συναυλία ή παράσταση. Στο Κατράκειο, όμως, έγινε το αντίθετο: έτσι άρχισε το κυρίως πιάτο της βραδιάς, με χιλιάδες κόσμου να επιφυλάσσουν θριαμβευτική υποδοχή στον Τόλη Βοσκόπουλο, ο οποίος έμεινε για λίγο να κοιτάει έκπληκτος και φανερά συγκινημένος. Ακόμα κι αυτός, που τόσες δόξες έχει ζήσει, έχασε τα λόγια του απέναντι στα αυθόρμητα «σ' αγαπάμε» που ακούστηκαν ολούθε. 

Αυτή η υποδοχή έχει ακόμα μεγαλύτερη αξία αν σκεφτεί κανείς ότι στο Κατράκειο δεν αρχίσαμε καλά. Δεν ξέρω δηλαδή πώς το είχε σχεδιάσει ο διακεκριμένος μπουζουξής και μαέστρος Μανώλης Καραντίνης –ο οποίος είχε την καλλιτεχνική επιμέλεια της συναυλίας– θεωρώ πάντως ότι αγνοήθηκαν ορισμένες σημαντικές παράμετροι: ήταν καθημερινή, το κοινό ήρθε από νωρίς στο θέατρο για να βρει μια καλή θέση, κάμποσος κόσμος ταξίδεψε από πολύ μακρινές συνοικίες δίχως δικό του μεταφορικό μέσο. Παρεκτός λοιπόν και υπήρχε η εντύπωση ότι μόνο συνταξιούχοι από τα πέριξ της Νίκαιας θα έδιναν το παρών, δεν υπολογίστηκε ούτε η κούραση της ήδη εργάσιμης, ούτε η λογική λήξη, που θα επέτρεπε να επιστρέψουμε νωρίς για να αντιμετωπίσουμε το ξυπνητήρι της επόμενης μέρας.

Θέλω να πω με όλα αυτά ότι ο Καραντίνης έστησε το πρόγραμμα με λογική πίστας και όχι σαν συναυλία. Και έπρεπε έτσι να περιμένουμε μέχρι τις 11 για να βγει «η φίρμα» (11 λένε βέβαια ότι έβγαινε και παλιά στα κέντρα ο Βοσκόπουλος), γεμίζοντας εντωμεταξύ μία ολόκληρη ώρα συν κάτι ψιλά με την ...υποστήριξη, δηλαδή τη Μαρία Γράμψα –με την οποία ξεκίνησε το πρόγραμμα– και τη Φραντζέσκα Μιχαήλ, που το κράτησε ώσπου να έρθει η ώρα του πρωταγωνιστή. 


Η Μαρία Γράμψα, τώρα, ήταν εξαιρετική. Φωνή θαυμάσια, γυμνασμένη, με ικανότητες για λυρικό τραγούδι, μα και με έναν απόηχο από τα ζεστά «χρώματα» της Τζένης Βάνου και της Γιοβάννας. Επιπλέον, ήταν προικισμένη και με μια μπριόζα παρουσία, κερδίζοντας έτσι πόντους και με το πώς στάθηκε πάνω στη σκηνή. Μας είπε πολύ ωραία τα περισσότερα από τα τραγούδια που της αναλογούσαν (π.χ. το "Αν Θυμηθείς Τ' Όνειρό Μου" ή το "Τόσα Καλοκαίρια"), αφήνοντάς με να αναρωτιέμαι πώς μια τόσο πλήρης ερμηνεύτρια δεν έχει έναν έστω προσωπικό δίσκο. Αν κάπου σκόνταψε, ήταν νομίζω στη Βίκυ Μοσχολιού: το μέταλλό της δεν ήχησε όσο λαϊκά χρειαζόταν για το "Δεν Ξέρω Πόσο Σ' Αγαπώ", άσχετα αν πρόκειται για κοσμαγάπητο άσμα, οπότε το μουρμουρίσαμε όλοι.


Η Φραντζέσκα Μιχαήλ είναι τραγουδίστρια εντελώς άλλου τύπου. Πιο εντυπωσιακή ως παρουσία, με ένα πιο επίσημο και «λαμπερό» φόρεμα, εκπροσώπησε στο Κατράκειο τον φαντεζί κόσμο των μπουζουκιών. Και ίσως εδώ βρισκόταν το πρόβλημα, γιατί κλήθηκε να πει ρεπερτόριο έξω από τα νερά αυτά. Κι έτσι, ενώ έδειξε ότι δεν στερείται ορισμένων ερμηνευτικών χαρισμάτων (την ακούσαμε ανά σημεία με ενδιαφέρον σε πιο χαμηλές νότες), εκτέθηκε ποικιλοτρόπως –πότε επειδή κάποιος αποφάσισε ότι έπρεπε να πει το "Προσωπικά" της Ελένης Δήμου (γιατί;), πότε επειδή κι εκείνη δεν έδειξε την απαιτούμενη συναίσθηση, αποδίδοντας λ.χ. τα πιο δραματικά σημεία του "Αγάπη Που 'Γινες Δίκοπο Μαχαίρι" με ένα ...πάλλευκο, μέχρι τα αυτιά χαμόγελο, σε ένα αληθώς γελοίο στιγμιότυπο. Φοβάμαι λοιπόν ότι μας εξόντωσε και μας εκνεύρισε, έστω κι αν εν τέλει ήταν τόση η χαρά όταν είδαμε μπροστά μας τον Βοσκόπουλο, ώστε τα λησμονήσαμε όλα. 

Για τον Τόλη Βοσκόπουλο, τώρα, δεν ξέραμε τι να περιμένουμε. Όχι μόνο γιατί έχουν περάσει τα χρόνια, αλλά και γιατί πρόσφατη ήταν και μια περιπέτεια υγείας που ο ίδιος μας αποκάλυψε ότι ήταν πολύ πιο σοβαρή από όσο είχε διαρρεύσει στον Τύπο. Νομίζω πάντως ότι οι περισσότεροι ήμασταν απλά χαρούμενοι που τον βλέπαμε μπροστά μας στο κομψό μπλε κοστούμι του, με τη χαρακτηριστική ποσέτ στην τσέπη: θα τον συνοδεύαμε ευχαρίστως στο ρεπερτόριο, με κάθε πάσα την οποία θα μας έδινε. Δεν είχαμε ιδέα, όπως αποδείχθηκε.


Γιατί ο Βοσκόπουλος αποτυπώθηκε τρανταχτά υπέροχος εκεί στο Κατράκειο. Ναι, ο χρόνος έχει φέρει απώλειες ευδιάκριτες στις φωνητικές του χορδές, όμως η χροιά και τα χρώματά του ήταν ακόμα εκεί, ενώ ο ίδιος παραμένει ένας μεγάλος άσσος στο «σερβίρισμα», ξεσηκώνοντάς μας έτσι απλά με μερικές κινήσεις των χεριών του, με τις συσπάσεις του προσώπου, με την έμφαση που έδινε σε μεμονωμένα φωνήεντα ή σε επιλεγμένες λέξεις. Πραγματικά, δεν ξέρω άλλον Έλληνα τραγουδιστή να έχει μετατρέψει την υπερβολή σε μια τόσο προσωπική τέχνη. Ακόμα λοιπόν και μακριά πια από το ζενίθ του, ο Βοσκόπουλος παραμένει ένας τραγουδιστής βγαλμένος από μια εποχή του ελληνικού πενταγράμμου που μοιάζει ολοένα και πιο «μαγική», όσο γεμίζουμε νεότερους δίχως αυτό το «κάτι» που έκανε ερμηνευτές σαν αυτόν να αναγορευτούν πρίγκιπες σε μια εποχή γεμάτη κολοσσούς.


Η λογική πίστας με την οποία στήθηκε η συναυλία δεν επέτρεψε δυστυχώς σε όλα τα τραγούδια να ακουστούν ολόκληρα: κάποια παίχτηκαν βέβαια έτσι, μα πολλά ακούστηκαν ως ποτ-πουρί, σε έναν απόηχο της δεκαετίας του 1980. Μερικά ήθελα προσωπικά να τα ευχαριστηθώ περισσότερο (το "Ανεπανάληπτος" π.χ. και το "Οι Άντρες Δεν Μιλούν Πολύ"), γενικά όμως δεν υπάρχει νομίζω χώρος για παράπονα. Ο Βοσκόπουλος παρέλασε από όλες του τις μεγάλες επιτυχίες με τον έναν ή τον άλλον τρόπο και είπε όχι μόνο όσα περίμεναν οι φίλοι του ("Οι Αναμνήσεις", "Το Φεγγάρι Πάνωθέ Μου", "Εγώ Αγαπώ Μία", "Πριν Χαθεί Το Όνειρό Μας", "Θα Κόψω Για Σένα Τη Νύχτα Στα Δύο", "Είναι Το Κάτι Που Μένει", "Παρακαλώ", "Κι Έλεγες", "Αποκοιμήθηκα"), μα και ακόμα παραπάνω. Και η απροσδόκητη έλευση του Μίμη Πλέσσα στη σκηνή υπήρξε η «νοστιμιά» της βραδιάς, προσφέροντας παράλληλα και το πρώτο της highlight, όταν ο ευδιάθετος και ενεργητικός συνθέτης κάθισε στο πιάνο και ο Βοσκόπουλος έπιασε το "Γλυκά Πονούσε Το Μαχαίρι".

Ένα τελευταίο ευχαριστώ και ένα «Μακάρι να ξανασυναντηθούμε» ήταν ο τρόπος με τον οποίον διάλεξε να μας καληνυχτίσει ο Τόλης Βοσκόπουλος. Είτε πάντως ανταμώσουμε και πάλι, είτε όχι, το μόνο σίγουρο είναι ότι στο Κατράκειο σφράγισε το πόσο ανεπανάληπτος έχει μείνει για όλους εμάς που αγαπάμε το ελληνικό τραγούδι χωρίς να ασχολούμαστε με «όχθες» και λοιπές ανοησίες, εκπορευόμενες συνήθως από όσους είναι απλά χαμένοι στα μαύρα τους μεσάνυχτα.




15 Ιουλίου 2021

Gravitysays_i - The Figures Of Enormous Grey And The Patterns Of Fraud [δισκοκριτική, 2011]


Η γνώμη μου για τις εγχώριες αγγλόφωνες απόπειρες που φιλοδόξησαν να συγκροτήσουν κάτι σαν σκηνή κατά τα τελευταία 20 χρόνια (βάλε-βγάλε), δεν είναι ιδιαίτερα καλή. Γνωρίζω ασφαλώς ότι αποτελώ μειονότητα στον «χώρο», καθώς άλλοι συνάδελφοι (για διάφορους και διαφορετικούς λόγους) έχουν υπάρξει πολύ γαλαντόμοι κατά καιρούς, τόσο σε επίθετα, όσο και σε βαθμολογίες.

Τώρα για τους συναδέλφους δεν μπορώ να μιλήσω. Προσωπικά, πάντως, βρίσκω αυτή την ας την πούμε πιο αυστηρή οπτική να δικαιώνεται καθώς κατακάθεται η σκόνη του χρόνου και μαζί της οι ενθουσιασμοί, η υπερβολή των «γραφιάδων του συναισθήματος» και η όποια ανάγκη να φανείς καλούλης, να σπρώξεις κάποιον φίλο/γνώριμο ή να σπρώξεις τη σκηνή που ποτέ τελικά δεν δημιουργήθηκε. Ταυτόχρονα, φαίνονται νομίζω και πιο καθαρά τα σημεία υπεροχής της σχετικής παραγωγής, δηλαδή το ποιοι ήταν τελικά οι δίσκοι που πέτυχαν πραγματικά να ξεχωρίσουν πέρα από τις μαϊμουδιές, κομίζοντας κάτι στο τραπέζι άξιο να το συζητάμε και να το επισκεπτόμαστε ξανά, μετά από καιρό. 

Ένας τέτοιος δίσκος είναι λοιπόν και το The Figures Of Enormous Grey And The Patterns Of Fraud των Gravitysays_i (2011), το οποίο έμαθα ότι γιορτάζει τα 10 του χρόνια επανακυκλοφορώντας –από τη Restless Wind, σε διανομή της Inner Ear. Είχα την τύχη να το ακούσω πριν βγει, ύστερα από ευγενική πρόσκληση του Μάνου Πατεράκη και του Νίκου Ρέτσου για μια γνώμη, όταν είχαν τελειώσει τις ηχογραφήσεις και αναζητούσαν label να το βγάλουν. 

Δεν συνηθίζω βέβαια να παρευρίσκομαι σε προακροάσεις, ούτε ιδιωτικές, ούτε από εκείνες που έστηναν παλιά οι δισκογραφικές. Αλλά για τους Gravitysays_i, το έκανα. Λίγο γιατί με είχαν εντυπωσιάσει με το ντεμπούτο The Roughest Sea το 2007 και ήθελα να δω τι είχαν σκαρώσει, λίγο γιατί ήξερα ότι δεν παίζουν συμφέροντα και πάρε-δώσε, αφού ούτε φίλοι ήμασταν, ούτε σε κοινές παρέες βρισκόμασταν. Θυμάμαι ακόμα την κατάνυξη στην οποία βούτηξα όταν το πρωτάκουσα και τη σιωπηρή μου έκπληξη όταν αναδύθηκε από τα πελάγη των ήχων ο αγαπημένος "Καϊξής" του Απόστολου Χατζηχρήστου (1948).

Περισσότερα είχα τη δυνατότητα να ξετυλίξω όταν βγήκε πια ο δίσκος και έγραψα γι' αυτόν μια κριτική. Δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, με αφορμή την εορταστική επανέκδοση των 10 χρόνων. 


Στην Ελλάδα υπάρχουν θαυμάσιες αγγλόφωνες μπάντες, στις οποίες τα φώτα της δημοσιότητας αρνούνται σταθερά να πέσουν. Θέλετε γιατί η μουσική τους δεν είναι μαζική, άρα οι προβολείς εστιάζουν σε πράγματα πιο προσβάσιμα για το περίφημο «μέσο αισθητήριο»; Θέλετε γιατί όσοι αναλαμβάνουν να μας διαφωτίσουν αυτά μόνο καταλαβαίνουν, αυτά και προτείνουν; 

Και τα δύο παίζουν. Αλλά είναι κρίμα, όπως και να έχει. Γιατί, αν κάτι σπαρταράει στις μέρες μας, είναι η μουσική των GravitySays_i και κάποιων ανάλογων περιπτώσεων, έξω από «σκηνές» και από το hype που πεισματικά προσπαθεί να δημιουργήσει μια κοινότητα με πολύ μικρό αληθινό βεληνεκές. Εδώ συμβαίνουν τα θαύματα, σε δίσκους σαν το The Figures Of Enormous Grey And The Patterns Of Fraud

Αλλά ας εξηγηθώ. Αν σε κάτι εκπλήσσουν εδώ οι GravitySays_i, είναι στο πόσο σβέλτα έφτασαν σε ένα τέτοιο άλμπουμ: είναι μόλις το δεύτερό τους. Τα δόντια τους τα είχαν δείξει βέβαια με το Roughest Sea (2007), αλλά ο συνδυασμός έμπνευσης, υπέρβασης και πολλής ποιοτικής δουλειάς σε κάθε λεπτομέρεια της ηχογράφησης, κάνει το The Figures Of Enormous Grey And The Patterns Of Fraud να φαίνεται μίλια μακριά. Αξίζει μάλιστα να ακούσετε τους δύο δίσκους στη χρονολογική τους σειρά, ώστε να αντιληφθείτε γιατί το συγκρότημα, ενώ παραμένει οικείο και αναγνωρίσιμο, έχει προχωρήσει τόσο γρήγορα. Δραματικά γρήγορα, σε σημείο που αναρωτιέμαι τι να επιφυλάσσει ο μελλοντικός ορίζοντας.

Το άλμπουμ αποτελείται από δύο μόλις συνθέσεις, μακράς χρονικής διάρκειας και ουσιαστικά άτιτλες –ένα μέρος 1ον και 2ον λειτουργούν ως σημεία πλοήγησης. Συνθέσεις περίπλοκες σε κατασκευές και αναφορές, με πλοκή που είθισται να περιγράφουμε ως «κινηματογραφική», οι οποίες θέτονται στην υπηρεσία μιας κεντρικής ιδέας γύρω από τον Μοντέρνο Άνθρωπο και τις σκοτεινές πτυχές αυτής της επιφανειακά θαυμαστής μοντερνικότητας. Γι' αυτό και το γκρίζο είναι πελώριο, γι' αυτό και η μπάντα κάνει λόγο για «μοτίβα εξαπάτησης». Οι Pink Floyd αναδεικνύονται ασφαλώς σε κεντρική επιρροή, αλλά δεν έχει τόση σημασία: η κληρονομιά τους έχει αντιμετωπιστεί με θάρρος και με προσωπικότητα, ούτε μιμητικά, ούτε μεταπρατικά. 

Αμφότερες οι συνθέσεις αποτελούν περιπετειώδη και πολυσχιδή παζλ, με συχνά εξαιρετική δουλειά στις κιθάρες και στα χορωδιακά φωνητικά. Τα τελευταία ξενίζουν νομίζω σε πρώτη επαφή και μάλλον θα αποτελέσουν παράγοντα δυσπροσπέλαστο για εκείνο το «μέσο αυτί» που λέγαμε παραπάνω: δεν είναι συνηθισμένος ο κόσμος στη χορωδιακή λογική, ειδικά όταν χρησιμοποιείται σε όλη τη διάρκεια ενός άλμπουμ. Ωστόσο, η επιλογή της μπάντας είναι σωστή. Όποιος σκύψει δηλαδή πάνω από την όλη κεντρική ιδέα και ασχοληθεί με τους στίχους, θα κατανοήσει γιατί έπρεπε να υπάρχει αυτή η «κοινότητα» φωνών, αντί για έναν μοναχικό «πρωταγωνιστή». 

Εκεί ωστόσο που οι GravitySays_i εκτινάσσονται και με κάνουν να μιλάω όχι απλά για έναν εξαιρετικό δίσκο, μα και για μια πρόταση για το πώς το εγχώριο μπορεί να γίνει διεθνές χωρίς να πιθηκίζει ή να στρέφει πλάτη στην ταυτότητά του, είναι η δεύτερη σύνθεση. Σ' αυτήν, μπαίνει στο παιχνίδι ένας καταπληκτικά μεταλλαγμένος "Καϊξής", κατευθείαν από τη ρεμπέτικη κληρονομιά –θυμίζω ότι η πρώτη εκτέλεση χρονολογείται στο 1948 και ανήκει στον Απόστολο Χατζηχρήστο– ενώ ακούμε κι ένα σαντούρι να χαράσσει διαδρομές ασυνήθιστες, μα συναρπαστικές. 

Ο ήχος του είναι μεν γνώριμος, αλλά η χρήση του ευρηματική, μακριά από τις παραδοσιακές, ακόμα και από τις world συμβάσεις. Καθίστε λίγο και σκεφτείτε το: πολλοί από τους Αγγλοσάξονες καλλιτέχνες που έγιναν «μεγάλοι», κάτι τέτοιο δεν έκαναν ουσιαστικά; Έναν διαρκή, γόνιμο διάλογο με την παράδοσή τους, μέσα από τα φίλτρα και τις ανάγκες της δικής τους εποχής; Να τι κάνει και τους GravitySays_i σπουδαίους, ξεχωρίζοντάς τους από στρατιές μηρυκαστικών που, μη μπορώντας να βρουν πώς αλλιώς να παίξουν το παιχνίδι, μαϊμουδίζουν τις διεθνείς τάσεις.

Κλείνω όπως ξεκίνησα: ένας τέτοιος δίσκος, βγαίνει τελικά από ένα μικρό, ανεξάρτητο label –ίσως ο καλύτερος τρόπος να τον βρείτε είναι να περάσετε από το επικείμενο live των GravitySays_i στο Αμφιθέατρο του 9.84 στην Τεχνόπολη, στις 7 Μαΐου. Επιλογή μιας καχύποπτης μπάντας που δεν εμπιστεύεται το σύστημα και πιστεύει ότι θα τα καταφέρει κινούμενη underground; Αναγκαστική επιλογή, λόγω αδιαφορίας του κατεστημένου δισκογραφικού συστήματος; Δεν ξέρω την αιτία, βλέπω πάντως στην όλη υπόθεση ένα σημάδι των καιρών μας.



13 Ιουλίου 2021

Vergessenheit - Songbook [δισκοκριτική, 2019]


Οι κατέχοντες από φιλοσοφία, θα αναγνωρίσουν στη γερμανική λέξη vergessenheit (λήθη) έναν όρο που χρησιμοποιήθηκε από τον Μάρτιν Χάιντεγκερ για να προσδιορίσει την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει στο παρόν το «Ερώτημα για το Είναι».

Οι παρακολουθούντες τα εγχώρια μουσικά πράγματα, πάλι, ίσως αναγνωρίσουν το σχήμα που ξεκίνησαν το 2014 ο Αναστάσης Γρίβας με τον Κώστα Κακούρη. Τους πρωτοείδα ως (συναυλιακό) τρίο στο Six d.o.g.s. τον Μάιο του 2014, στο τότε Φεστιβάλ Πολλής Μουσικής –το είχα καλύψει δημοσιογραφικά μαζί με τον φίλο Βαγγέλη Πούλιο– αλλά απόκτησα πιο ολοκληρωμένη άποψη για τις περιπέτειές τους το 2019, όταν έφτασε στα χέρια μου το ντεμπούτο τους Songbook

Παρότι δεν έφτασε νομίζω ούτε καν σε ό,τι λέμε «ευρύτερο κοινό», το Songbook είναι ένα από τα καλύτερα ελληνικά άλμπουμ της δεκαετίας 2010-2020. Μια δουλειά με ήχους λιτούς και νοήματα πυκνά, που επικαλείται τον πολικό λυρισμό του Desertshore της Nico (1970) για να φτάσει σε τραγούδια για τα απόκρημνα της αγάπης, πλούσια σε φιλοσοφικές ενατενίσεις και ποιητικές διαθέσεις. Ίσως το ανακαλύψουν κάποιοι μελλοντικοί σκαπανείς της εγχώριας δισκογραφίας (εάν και εφόσον υπάρξουν), αποτιμώντας το όπως του πρέπει.

Πληροφορήθηκα ότι σύντομα η Outlandish Recordings θα κυκλοφορήσει και το δεύτερο άλμπουμ των Vergessenheit, με τίτλο Silence. Είναι λοιπόν μια καλή αφορμή αυτή για μια επαν-επίσκεψη στα του Songbook: μια κριτική είχε δημοσιευτεί πίσω στο 2020 για λογαριασμό του Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* η κεντρική φωτογραφία ανήκει στην Joe Pateraki και προέρχεται από την εμφάνιση των Vergessenheit στο προαναφερόμενο Φεστιβάλ Πολλής Μουσικής 2014 


Ήχοι λιτοί, νοήματα πυκνά. Τραγούδια για τα απόκρημνα της αγάπης, πλούσια σε φιλοσοφικές ενατενίσεις και ποιητικές διαθέσεις. Με το φάντασμα της Nico να αναδύεται ποικιλοτρόπως στον απόηχό τους, καλώντας σε σύναξη όσους δεν έμειναν μόνο στα πεπραγμένα της με τους Velvet Underground, μα αγάπησαν και τον πολικό λυρισμό του Desertshore (1970), σε πείσμα των Robert Christgau αυτού του κόσμου. 

Το Songbook έχει βαθιά νερά, τα οποία δεν καλύπτονται από εύκολες κατηγοριοποιήσεις. Άλλωστε το «ποτάμι» που εκβάλλει εδώ έχει μακρά διαδρομή πίσω του, ανατρέχοντας τουλάχιστον ως το 3ο Φεστιβάλ Πολλής Μουσικής στο Six d.o.g.s. (2014), όταν ο Αναστάσης Γρίβας και ο Κώστας Κακούρης άρχισαν να ξετυλίγουν δημόσια το Vergessenheit νήμα. Το πιάνο του δεύτερου, συνδυασμένο με τα ηλεκτρονικά, τις λούπες και το γενικότερο sound design του πρώτου, δίνουν τους βασικούς πυλώνες στους οποίους αρθρώνεται ο δίσκος. Από εκεί και πέρα, οι ενορχηστρώσεις συμπληρώνονται (κατά το δοκούν) από τις κιθάρες και το μπάσο του Μιχάλη Καββαδία, το τσέλο του Σταύρου Παργινού και τη βιόλα da gamba της Νικολέτας Χατζοπούλου. 

Χωρισμένος σε δύο βασικές ενότητες –τραγούδια για την Αγάπη και την Απόγνωση, τραγούδια για το Τίποτα– ο δίσκος αποτελεί σταυροδρόμι. Στο οποίο κοντοστέκονται η αγγλική folk παρακαταθήκη, η αφαίρεση του μινιμαλισμού, η έντεχνη λογιότητα των Κεντροευρωπαίων συνθετών, ο John Cage, η Nico, η Nivhek έκφανση της Grouper, καθώς και η ποίηση του William Butler Yates και του William Ernest Henley. Οι ισορροπίες, ομολογουμένως λεπτές. Είναι όμως τόσο καλά πλεγμένο το συνθετικό υπόβαθρο, τόσο καίρια τα παιξίματα, τόσο επιτυχημένη η επιλογή των φωνών, ώστε δεν υπάρχουν ιδιαίτερες ρωγμές στη συνοχή, παρά τα διαστήματα που διατρέχονται. 

Το Songbook ξεκινάει με μια θαυμάσια ανάγνωση στη γνωστή μπαλάντα "Black Is The Color", με το πιάνο, τις κιθαριστικές πινελιές και την ιδιαίτερη ερμηνεία του Νίκου Σαλίγκαρου να ιχνηλατούν τις μακρινές σκωτσέζικες καταβολές της. Είναι τόσο καλή διασκευή, ώστε θα πρότεινε κανείς το CD και μόνο για την απόκτησή της. Παρά ταύτα, δεν είναι το καλύτερό του τραγούδι: ο τίτλος μάλλον ανήκει στο "Longing", με τους φοβερούς στίχους του Βασίλη Αθανασιάδη (των No Man's Land) για το βάρος των ανεκπλήρωτων πόθων και τις αυταπάτες που μπορεί να θρέψουν χρονίζοντας –πολύ λίγοι άνθρωποι έχουν γράψει τόσο ουσιαστικά, στην εγχώρια αγγλόφωνη έκφραση. Για να το υπηρετήσει, η Κατερίνα Παπαχρήστου φεύγει από την indie βολή των Tango With Lions (από τους οποίους τη γνωρίζουμε), φτάνοντας σε ένα σπουδαίο στιγμιότυπο της τραγουδιστικής της καριέρας. Πολύ καλή είναι πάντως και η εκτέλεση του ίδιου του Αθανασιάδη: μια κρυφή, μη αναγραφόμενη στα περιεχόμενα προσθήκη, σε διαφορετικό κλίμα, που φέρνει σε αναγεννησιακό άσμα από την αυλή της Ελισάβετ της Α΄.

Ξεχωριστή μνεία αξίζει όμως και η παρουσία της Αυστριακής Susanne Wieser, η οποία αποτυπώνεται καταπληκτική σε ό,τι ερμηνεύει εδώ, παρότι αλλάζει αρκετά πρόσωπα. Στο "Reh Na Hoh", λ.χ., τραγουδάει σε μια ακατάληπτη, φανταστική γλώσσα, η οποία συνηγορεί στη folk ατμόσφαιρα του κομματιού. Στο "Pale Dream (For Nico)" κάνει μια άριστη επίκληση προς τη Nico, πάνω ακριβώς από τα samples που κομίζουν οι Vergessenheit από το Desertshore. Στο "Wer Wandert" γράφει η ίδια τους στίχους, οδηγώντας το σε ένα αναπάντεχα μπρεχτικό κρεσέντο. Στο δε "Invictus" αποδίδει τόσο πιστά το πνεύμα της ποίησης του Henley καθώς λέει εκείνο το «I am the captain of my fate/I am the captain of my soul», ώστε συμβάλλει καταλυτικά σε μία από τις ωραιότερες μελοποιήσεις που έχουμε ακούσει στην ελληνική δισκογραφία. 

Λέει πολλά, δυστυχώς, το γεγονός ότι διαβάσαμε λίστες και λίστες με δίσκους για το 2019, στις οποίες δεν υπήρξε πουθενά το Songbook. Τόσο για το τι ακούν, πόσο ακούν και πώς ακούν όσοι θέλουν να προσδιορίζονται ως συντάκτες και σπεσιαλίστες στον νυν Τύπο, όσο και για την ποιότητα της παρεχόμενης πληροφορίας (ακόμα και για τους «επαγγελματίες») στην υποτιθέμενη Εποχή της Πληροφορίας. Μακάρι οι επόμενοι, αν όντως υπάρξουν, να διορθώσουν τις αδικίες ημών.

βρείτε τον δίσκο στο Spotify, πατώντας εδώ

06 Ιουλίου 2021

Ελένη Δήμου - ανταπόκριση (2018 )


Η έστω και με μέτρα επανεκκίνηση των συναυλιών δεν δικαιολογεί διάφορα ηρωικά που γράφονταν στα social media επί καραντίνας. Η μέχρι στιγμής εικόνα είναι αυτή που ξέραμε και πριν την επέλαση του κορωνοϊού: ορισμένα ονόματα πάνε αναμενόμενα καλά (είπαμε και τις προάλλες π.χ. για τον Γιάννη Χαρούλη και για την Άννα Βίσση), άλλα εξακολουθούν να πασχίζουν στην προπώληση. 

Σε γενικές γραμμές, δηλαδή, ο κόσμος που παραπονιόταν για τη χαμένη του ζωή και αξίωσε (ορθά) το «support art workers», δεν έχει αναπτύξει κάποια καινούρια σχέση με τη ζωντανή διάσταση της μουσικής. Ως έναν βαθμό, βέβαια, το φαινόμενο είναι (πολλαπλώς) δικαιολογημένο. Ως έναν βαθμό, όμως, επαν-επιβεβαιώνει και γιατί δεν πρέπει να βγάζουμε ευρύτερα κοινωνικά συμπεράσματα από τα όσα βλέπουμε κατά καιρούς στο Facebook και στα trends του Twitter.

Ο Ιούλιος, πάντως, έχει κι αυτός τα δικά του ιδιαίτερα συναυλιακά ραντεβού: η Λίνα Νικολακοπούλου γιορτάζει 40 χρόνια δισκογραφία με την Τάνια Τσανακλίδου (Πέμπτη 8 Ιουλίου στο Θέατρο Πέτρας), ο Wim Mertens καταφτάνει στην Τεχνόπολη (Τετάρτη 7 Ιουλίου) και η Ελένη Δήμου ετοιμάζει μια βραδιά αφιερωμένη στο ρεπερτόριο του Γιάννη Σπανού (Τρίτη 20 Ιουλίου, στο Δημοτικό Θέατρο Ηλιούπολης «Δημήτρης Κιντής»). 

Παραμένει μια πολύ καλή τραγουδίστρια η Ελένη Δήμου, με ξεχωριστά χρώματα και σημαίνουσες εκφραστικές δυνάμεις. Κι ας βρίσκεται, καιρό πια, μακριά από τα φώτα της «επικαιρότητας». Είχα την ευκαιρία να το διαπιστώσω ιδίοις όμμασι τον Μάρτιο του 2018, σε μια ωραία βραδιά στο Ρυθμός Stage της Ηλιούπολης, στο οποίο δεν χρειαζόταν πραγματικά τίποτα άλλο για να λάμψει, παρά ένα καλό πιάνο και μια άξια κιθάρα στο πλάι της.

Το ίδιο λιτό σχήμα επιστρατεύεται τώρα και για τη συναυλία-αφιέρωμα στον Γιάννη Σπανό, οπότε δίνεται μια καλή αφορμή αναδημοσίευσης της ανταπόκρισης από το Ρυθμός Stage. Το αρχικό κείμενο δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis, εδώ παρουσιάζεται με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα 


Στο σύγχρονο τοπίο της εγχώριας μουσικής κυκλοφορεί ένα πλήθος τραγουδιστριών. Φωνές πολλών ειδών και διαφόρων δυνατοτήτων, κάποιες με άκρες δυνατές ώστε να στήνουν παραστάσεις στο Παλλάς αφιερωμένες σε θρυλικά ονόματα (τα οποία δεν θα έπρεπε να αγγίζουν, αν είχαν στοιχειώδη σύνεση) και κάποιες που το παλεύουν όπως ξέρουν και μπορούν. Όμως η Ελένη Δήμου –μια τραγουδίστρια από εκείνες που τις ξεχωρίζεις με το που τις ακούς– είναι (σχεδόν) εξαφανισμένη δισκογραφικά, εδώ και αρκετά χρόνια. 

Ωστόσο, η εξαφανισμένη Δήμου είναι σε θέση να γεμίσει δύο Σάββατα σερί μια σκηνή σαν αυτήν του Ρυθμού, ενώ νεότερα ονόματα με «μηχανισμούς» από πίσω τους, πασχίζουν. Στα 60 της (όπως η ίδια μας αποκάλυψε), εξακολουθεί να είναι μια ερμηνεύτρια καταπληκτική, ενώ παραμένει βέβαια και το πλέον χαρακτηριστικό ...μαλλί του ελληνικού ρεπερτορίου! 

Όταν λοιπόν είσαι μια τόσο καταπληκτική τραγουδίστρια, δεν θες πολλά για να λάμψεις σε μια ζωντανή περίσταση: ένα καλό πιάνο και μια άξια κιθάρα στο πλάι σου, αρκούν. Και στον Ρυθμό η Δήμου τα είχε και τα δύο. Είχε τη Μαρία Τσοκάνη καθισμένη στο Roland της, να αποδεικνύεται θαυμάσια πιανίστρια μα να μας εκπλήσσει και ως τραγουδίστρια, από την ώρα που την ακούσαμε να διασκευάζει το "Καρδιά Μου Εγώ" της Ελευθερίας Αρβανιτάκη. Και είχε και τον Πάνο Νικολακόπουλο να δίνει παλμό με την κιθάρα του, να συνοδεύει επάξια με τη δική του φωνή και να μας χαρίζει μια διασκευή-έκπληξη στο "Human" του Rag 'n' Bone Man. 

Μοιάζει αυτονόητο να πούμε ότι ο Ρυθμός πήρε φωτιά όταν η Δήμου είπε το "Προσωπικά" και το "Δε Με Νοιάζει". Δεν ήταν όμως καθόλου αυτονόητο ότι τα τραγούδησαν ενθουσιωδώς όχι μόνο οι μεγαλύτερες ηλικίες, αλλά και οι κάμποσες νεαρές φάτσες που έδωσαν το παρών. Από εκεί και πέρα, δεν έλειψε καμία από τις διάσημες στιγμές της: και το "Δεν Πιστεύω" ακούσαμε και το "Πάρε Με" και το "Ετοιμάζω Ταξίδι" και το "Πάρε Πασά Μου" σε κεφάτο ντουέτο με τον Νικολακόπουλο και το "Ποτέ, Ποτέ, Ποτέ" (αξέχαστη ρομαντζάδα του 1987 με τον Γιάννη Πάριο), αλλά και τα "Μαύρα Γαρύφαλλα" και το "Στα Δύσκολα Σε Θέλω", όπου έπεσε μάλιστα ερμηνεία-υπόδειγμα. Ενδιαφέρον όμως είχαν και ορισμένα καινούρια κομμάτια με την υπογραφή του Βαγγέλη Γερμανού και του Γιάννη Μηλιώκα, από έναν νέο δίσκο που καταφτάνει. Δεν συγκράτησα τίτλους, αλλά ταίριαξαν ωραία στο πρόγραμμα, δίχως να ακούγονται παράταιρα με τις πιο οικείες επιλογές. 


Από εκεί και πέρα, η Ελένη Δήμου έκανε πέρασμα από κάποιες στιγμές άλλων συναδέλφων της που αγαπά, τιμώντας λ.χ. τον Γιάννη Μηλιώκα με μια διασκευή υψηλών ντεσιμπέλ στο "Για Το Καλό Μου", αλλά και τον Λάκη Παπαδόπουλο λέγοντας τα "Ήσυχα Βράδια" σε τόνους όμορφα χαμηλούς, ενώ μας δήλωσε παρούσα και για ό,τι της ζητούσαμε από τη δισκογραφία της. Μερικές επιλογές από όσα ακούστηκαν δια βοής είχαν προβαριστεί και παίχτηκαν σαν μέρος του προγράμματος (το "Η Ζωή Είναι Γυναίκα, π.χ.), άλλες όμως αποδείχθηκαν πιο απρόβλεπτες, με τη Δήμου να απαντά λέγοντας a cappella ένα τουλάχιστον μέρος τους (π.χ. το "Μια Αγάπη Σαν Κι Αυτή"). Μία παρέα στο πλάι, μάλιστα, ζητούσε επίμονα το "Καναρίνι". Και εν τέλει όχι μόνο δεν τους χάλασε χατίρι, μα τους χάρισε και μια πραγματικά συγκλονιστική εκτέλεση.

H Δήμου ευνοήθηκε βεβαίως από τον καλό ήχο του Ρυθμού και τους πετυχημένους φωτισμούς, όπως και από τη χημεία που ανέπτυξε με τον κόσμο: χαιρόταν και η ίδια τις αντιδράσεις του, με χαμόγελο πλατύ. Κέρδισε δε εύκολα την παρτίδα χάρη στο χιούμορ με το οποίο αντιμετώπισε το γνωστό πρόβλημα των ζωντανών εμφανίσεων στην Ελλάδα (το ατέλειωτο μπίρι-μπίρι), λέγοντας χαρακτηριστικά «ή θα μιλάτε πιο σιγά για να ακούτε τι λέω ή θα τα λέτε δυνατά για ν' ακούω κι εγώ τι λέτε». 

Όταν πάντως χρειάστηκε, επέδειξε και αυστηρότητα· αγριοκοίταξε πολλάκις μια συγκεκριμένη παρέα που μόνο στο "Προσωπικά" έβγαλε τον σκασμό όλη τη βραδιά, ενώ μόλις άρχισε το κουβεντολόι όταν το μικρόφωνο πήρε για πρώτη φορά στο πρόγραμμα ο Νικολακόπουλος, μας τόνισε ότι πρέπει να σεβόμαστε τους συνεργάτες της και όχι να τους αντιμετωπίζουμε ως διάλειμμα. Εξαιρετικές στιγμές, τέλος, ήταν η κίνησή της να τιμήσει τη μνήμη του Αντώνη Στεφανίδη (ο οποίος πέθανε αθόρυβα το 2017), αλλά και το ότι κατέβηκε από τη σκηνή κι έφτασε ως πίσω στο μπαρ, προκειμένου να τραγουδήσει με τους εκεί όρθιους fans τον "Ανθρωπάκο" της Τάνιας Τσανακλίδου.

Αξίζει εντούτοις και μία ακόμα μνεία, στην προσοχή με την οποία έστησε η Δήμου την παράστασή της. Θέλω να πω ότι, όλοι ξέρουμε πως τα προγράμματα που στήνονται σε χώρους με τραπέζια, φιάλες, φαγητό και ορισμένη εξ αρχής «ελάχιστη κατανάλωση», πρέπει να έχουν μια κάποια διάρκεια. Κι αυτή η διάρκεια θα επιτευχθεί, από ένα σημείο και μετά, με ρεπερτόριο πιο λαϊκό. Σε περιπτώσεις λοιπόν σαν της Δήμου, κάτι τέτοιο είναι επικίνδυνο, γιατί αναγκάζει τη φωνή της να ξεστρατίσει. 

Στον Ρυθμό, απεναντίας, οι τέτοιου είδους επιλογές στάθηκαν πραγματικά μία προς μία, όντας απόλυτα συμβατές και με τη φωνή, μα και με την αισθητική της πρωταγωνίστριας. Δεν το έχω ξανασυναντήσει· αντιθέτως, είναι το κομμάτι σε κάθε ανάλογο πρόγραμμα όπου συνήθως αρχίζω και κοιτάω το ρολόι μου. Στην Ελένη Δήμου, όμως, το κοίταξα πρώτη φορά όταν μας αποχαιρέτησε.





29 Ιουνίου 2021

Γιάννης Χαρούλης - ανταπόκριση (2015)


Χαζεύοντας την κουτσουρεμένη συναυλιακή επανεκκίνηση του φετινού καλοκαιριού, με την covid-19 σκιά να επιμένει να καραδοκεί (και ελέω μετάλλαξης Δέλτα και λόγω του ότι συνεχίζουμε να καταγράφουμε νεκρούς), γέλασα μόνος μου καθώς είδα ότι και οι τρεις εμφανίσεις του Γιάννη Χαρούλη στο Κατράκειο της Νίκαιας (χθες 28/6, σήμερα 29/6, αύριο 30/6) έχουν ήδη γίνει sold-out. Εδώ έκανε τριήμερα sold-out σε ανάλογους χώρους και επί κανονικής χωρητικότητας, δεν θα το έκανε τώρα που τηρούνται έκτακτα υγειονομικά μέτρα; 

Συνεχίζει λοιπόν να συνιστά εγχώριο φαινόμενο ο μουσικός και ερμηνευτής (ενίοτε και τραγουδοποιός) από το χωριό Έξω Λακώνια του Λασιθίου, καθώς ανοίγει πια για τα καλά μία ακόμα δεκαετία σε αυτόν τον 21ο αιώνα. Απολαμβάνει δηλαδή μιας διαρκούς δημοφιλίας, παρότι οι δισκογραφικές του παρουσίες τείνουν στο σποραδικό: η τελευταία του στούντιο δουλειά είναι ο Δωδεκάλογος Του Γύφτου του 2016, με μελοποιήσεις Λουκά Θάνου σε ποιήματα του Κωστή Παλαμά.

Στα 18 χρόνια δράσης του, εντούτοις, λίγες φορές έχουμε «συναντηθεί». Κατά καιρούς, δηλαδή, υπήρξαν ορισμένα ωραία κομμάτια, στα οποία μου άρεσε και η τοποθέτηση της φωνής του. Αλλά, από την πρώτη στιγμή που τον άκουσα, μου χτύπησε άσχημα αυτός ο απόηχος Νίκου Ξυλούρη που κουβαλά ως τραγουδιστής: εισπράττω μια απομίμηση μεγαλύτερων μεγεθών και καλύτερων καιρών, προσαρμοσμένη στο μετρίως μέτριο «τώρα» της ελληνικής δημιουργίας που μπαίνει κάτω από την έντεχνη ομπρέλα. Έτσι, πάει αυτόματα το μυαλό στον μάγο Σάρουμαν από τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, να λέει στον βασιλιά Θέοντεν εκείνη την τσουχτερή ατάκα ότι είναι ελάσσων απόγονος σπουδαιότερων αρχόντων.

Παρά ταύτα, η αδιαμφισβήτητη και εκπληκτική λαοφιλία του Γιάννη Χαρούλη μου είχε κινήσει την περιέργεια. Ήθελα να δω τι συμβαίνει, πού μπορεί να οφείλεται αυτό που στα αφτιά μου δεν δικαιολογούνταν με βάση τη δισκογραφία. Μια βραδιά λοιπόν του Σεπτέμβρη 2015 το αποφάσισα και κίνησα για την Τεχνόπολη, όπου ο Κρητικός βάρδος θα έδινε μια τρίτη σερί συναυλία, ύστερα από δύο sold-out βραδιές. Έφυγα με διάφορες σκέψεις, που στη συνέχεια έγιναν ένα κείμενο ανταπόκρισης. Δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Ούτε η αναμέτρηση του Ολυμπιακού με τη Μπάγερν δεν σταμάτησε το «τρένο» του Γιάννη Χαρούλη, ο οποίος τράβηξε ένα εντυπωσιακό πλήθος στην Τεχνόπολη και μάλιστα για τρίτη συνεχόμενη μέρα. Δεν ξέρω αν έχει αποτυπωθεί με την ευκρίνεια που πρέπει στο μυαλό όσων γράφουμε για μουσική, όμως ο Λασιθιώτης μουσικός και ερμηνευτής είναι ένας από τους δημοφιλέστερους καλλιτέχνες των ημερών μας. Ένα «φαινόμενο», όπως το θέλουν τα κλισέ της κριτικής γλώσσας.

Ανδρόγυνα με κλεισμένα τα δεύτερα -άντα που εύκολα θα όριζαν τον «μέσο Έλληνα», νεαρά ζευγάρια στα μέλια των πρώτων φοιτητικών ερώτων, κοριτσοπαρέες γεμάτες δροσερές, φρέσκιες φατσούλες, αγοροπαρέες θορυβώδεις με αφημένες αξυρισιές, παλιοί ροκάδες με γκριζαρισμένες κοτσίδες και «αγριεμένο» παραστατικό, αλλά και πιο σνομπ κοινό, που το φαντάζεσαι να περιμένει την έναρξη των παραστάσεων στη Λυρική Σκηνή. Η Τεχνόπολη έμοιαζε με χώρο συνάντησης πολλών διαφορετικών μικρών κόσμων. Για όλους, όμως, σημείο τήξης ήταν ο Γιάννης Χαρούλης.

Μια εικόνα που στέκεται έντονα στη μνήμη από τη βραδιά, είναι το πώς άνθιζαν όλα αυτά τα πρόσωπα, πώς άστραφταν τα βλέμματα, κάθε που ο πρωταγωνιστής της μίλαγε στο πλήθος. Είναι αδύνατον να μην το δώσεις αυτό στον Χαρούλη, γιατί την έχει σφυρηλατήσει προσωπικά τη συγκεκριμένη σχέση. Και βλέποντάς τον να χαμογελά πλατιά, ακούγοντας τον εγκάρδιο τόνο του, συνειδητοποιούσες πως είναι –με τον δικό του τρόπο– κάτι αυθεντικό. Είναι δηλαδή ό,τι ακριβώς έχεις μπροστά σου. Η έννοια της όποιας performance απουσιάζει με έναν τρόπο παραγκωνισμένο στη μοντέρνα διασκέδαση, μα εν τέλει πολύ λαϊκό.    

Πάνω απ' όλα, ωστόσο, βρίσκεται κάτι άλλο. Αν πρέπει δηλαδή ν' αναζητήσει κανείς τα «μυστικά» αυτής της δημοτικότητας, χρειάζεται να σκάψει πέρα από τα όσα βλέπει/ακούει σε πρώτο επίπεδο. Γιατί σημαντικό μέρος της επιτυχίας του Χαρούλη οφείλεται θεωρώ στο ότι ενώνει ανθρώπους που θέλουν να είναι Έλληνες στο δεδομένο γεωγραφικό σταυροδρόμι και στο λιγωμένο εδώ και τώρα της Παγκοσμιοποίησης, μα δεν ξέρουν κι ακριβώς πώς να το κάνουν –έχουν σίγουρα ξεχάσει π.χ. των παλιών χορών τα βήματα.

Έτσι, περισσότερο από το αν ο Κρητικός σταρ παρουσιάζει το ίδιο βασικά πρόγραμμα εδώ και χρόνια, περισσότερο από το αν όσα παίζονται είναι ή δεν είναι καλά (σαν υλικό, σαν εκτελέσεις), σημασία έχει πως παρέχονται όλες οι αφορμές για να σηκωθούν τα χέρια ψηλά, για να κινητοποιηθούν τα πόδια, για να πιάσεις τους διπλανούς προσπαθώντας όπως-όπως να ξαναβρείς τον παμπάλαιο τρόπο να χορέψεις σε κύκλο. Δεν είχε ας πούμε την παραμικρή σημασία για τον κόσμο αν η εκτέλεση στο "Πάντα Θλιμμένη Χαραυγή" ήταν η χειρότερη που έχω προσωπικά ακούσει, αν η διασκευή στη "Βασιλική" του Νίκου Ζιώγαλα βγήκε υπέρ το δέον κλαπατσίμπαλη, αν η απόδοση του σαββοπουλικού "Σου Μιλώ Και Κοκκινίζεις" ήταν αληθινά εξαιρετική, αν το "Τότε Και 'Γω" στο μπάσιμο της βραδιάς ήχησε ανώτερο από τη στούντιο εκτέλεσή του στις Μαγγανείες (2012), αν ο "Χειμωνανθός" παίχτηκε με ζέση και αξιοπρόσεχτη συγκίνηση.

Θα μου πείτε, μα καλά, το ίδιο δεν ισχύει πάνω/κάτω για το κοινό του Θανάση Παπακωνσταντίνου, των Villagers Of Ioannina City, του Λεωνίδα Μπαλάφα; Ναι. Αλλά ίσως ο Χαρούλης, έτσι όπως κάνει χαρντροκάδικο headbanging πάνω στο λαούτο του, να είναι ακόμα πιο βαθιά μπλεγμένος στον αχταρμά που ορίζει μουσικά τον Έλληνα του 21ου αιώνα. 

Η συναυλία της Τεχνόπολης είχε ας πούμε σημεία όπου ένιωθες πως οι Deep Purple των 1970s έκαναν λάθος και, αντί για το Budocan, μπούκαραν σε κάποιο session στο οποίο ο Σαββόπουλος δοκίμαζε τη "Μαύρη Θάλασσα". Ή ότι οι progressive στουντιοπόντικες εκείνης της δεκαετίας τζάμαραν πότε με το ηπειρώτικο κλαρίνο και τις τσαμπούνες του Κωνσταντή Πιστιόλη, πότε με τις κρητικές λύρες του Λευτέρη Ανδριώτη, προσπαθώντας να πλάσουν το αντίπαλον δέος στους Jethro Tull. Οι όποιες μικρές εκπλήξεις της βραδιάς –ένα αδιάφορο νέο τραγούδι ονόματι "Ζηλεμένη" και η συμμετοχή του Αλέξανδρου Εμμανουηλίδη με μία διασκευή στο "Μη Με Ρωτάς" του Μάνου Λοΐζου, που του βγήκε λίγο «μαχαιριτσικά»– δεν άλλαξαν τον βασικό αυτό ρου.

Βρίσκω πραγματικά δύσκολο για όποιον ακούει στα σοβαρά ξένη ροκ μουσική να δει με συμπάθεια το «φαινόμενο» Χαρούλη. Όσο καλά κι αν υποστηρίζεται live από τα έμπειρα τύμπανα του Πάνου Τόλιου και την κιθάρα του Θανάση Τζίνγκοβιτς, η Δυτική, ηλεκτρική του πτυχή είναι πεπαλαιωμένη· ακόμα κι αν δεχτούμε πως το κοντραμπάσο του Μιχάλη Καλκάνη προσφέρει ορισμένες αποφασιστικές πινελιές προς μια άλλη κατεύθυνση. Εξίσου δύσκολη θεωρώ πάντως και τη συμπάθεια όσων διατηρούν σε βάθος σχέση με την παράδοση της Κρήτης: αν π.χ. ένα κομμάτι αυτού του προγράμματος που είδα στην Τεχνόπολη είχε χωρέσει στη βραδιά "Η Κρήτη Τραγουδάει" νωρίτερα μέσα στον Σεπτέμβρη, δεν θα ήταν από τα διακριθέντα. 

Γνώμη μου είναι λοιπόν πως αυτός ο αχταρμάς απόηχων της Κρήτης του Νίκου Ξυλούρη, Ηπειρώτικων πανηγυριών, έντεχνου νεοπαραδοσιακής κοπής και ηλεκτρικών κιθάρων κληροδοτημένων από την πάλαι ποτέ ροκ εποποιία της Εσπερίας, είναι κατά κύριο λόγο άγαρμπος και μπουρδουκλωμένος. Ταυτόχρονα, ωστόσο, η live εμπειρία τον αναδεικνύει σε έξοχο καθρέφτη της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί στο έντεχνο «στρατόπεδο», το οποίο παραμένει μεν πολυάριθμο, μα παραμένει και σε κρίση ταυτότητας. 

Από μια τέτοια άποψη ο Γιάννης Χαρούλης έχει μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί οι περιπέτειές του διαθέτουν αυξημένες πιθανότητες να αποτελέσουν τη μαγιά από την οποία θα ξεπηδήσουν πράγματα με σημασία για το μουσικό μέλλον του τόπου μας –είτε για το καλύτερο, είτε για το χειρότερο. Δεν θα πρέπει πάντως καθόλου να απορούμε οι της μουσικής δημοσιογραφίας για τη βροντερή του δημοτικότητα, αν θέλουμε να έχουμε σχέση και με το τι συμβαίνει γύρω μας, πέρα από ό,τι διαδραματίζεται στις ελιτίστικες παρέες μας και στις εκλεκτές μας δισκοθήκες.