19 Μαΐου 2021

Λίνα Νικολακοπούλου - συνέντευξη (2018)


Εσύ με βρώμικο μαντήλι
να καθαρίζεις το γυαλί
κι εγώ με σκουριασμένα χείλη
να σου λερώνω το φιλί

Όπως μου θύμισε πριν λίγο καιρό μια ραδιοφωνική εκπομπή του Γιώργου Τσάμπρα, συμπληρώθηκαν φέτος στρογγυλά 40 χρόνια από τότε που μπήκε στη δισκογραφία η Λίνα Νικολακοπούλου. Πράγματι, ήταν 1981 που ακούστηκε το πρώτο δείγμα της στιχουργικής της, στο τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη "Να Σου Λερώνω Το Φιλί", το οποίο ερμήνευσε η Βίκυ Μοσχολιού στον δίσκο Σκουριασμένα Χείλια. Έναν από τους ωραίους δίσκους εκείνης της δεκαετίας.

Η συνέχεια υπήρξε όχι μόνο καταιγιστική, αλλά και λιγότερο, περισσότερο ή πολύ περισσότερο γνωστή. Η Χριστιάνα του Σαριμπιντάμ (1982), ο Γιώργος Μαρίνος του Μόνον Άντρες (1983), η Άλκηστις Πρωτοψάλτη του Κυκλοφορώ Κι Οπλοφορώ (1985), η Δήμητρα Γαλάνη του Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω (1985), η Τάνια Τσανακλίδου του Μαμά Γερνάω (1988), η Ελένη Δήμου του Προσωπικά (1988) και η Χάρις Αλεξίου του Κρατάει Χρόνια Αυτή Η Κολώνια (1990), ανέδειξαν τη Λίνα Νικολακοπούλου σε μεγάλη δημιουργική δύναμη, αλλά και σε παράγοντα ανανέωσης του ελληνικού τραγουδιού: εσκεμμένα ελλειπτικός ή και υπαινικτικός, ο λόγος της άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην εγχώρια στιχουργική. Και η ιδιαιτερότητά του φάνηκε αργότερα, όταν διάφοροι προσπάθησαν να τον μεταχειριστούν ως πρότυπο για ίδρυση «σχολής», αποτυγχάνοντας βεβαίως παταγωδώς όσο βασάνιζαν τα αυτιά μας με τα τάχα μου «ποιοτικά» τους.

Ασφαλώς, υπήρξε συνέχεια και μετά το πέρας της δεκαετίας του 1980. Το 1995, για παράδειγμα, σπούδαζα στα Γιάννενα. Κι ένας από τους δίσκους που αγόρασα εκεί ήταν και το Όταν Έρχονται Οι Φίλοι Μου του Σταμάτη Κραουνάκη. Μια δουλειά που έλιωσα (σχεδόν κυριολεκτικά) στο παίξιμο, συνήθως βέβαια σε στιγμές που δεν έρχονταν οι φίλοι μου να με δουν στο 28 της Εκτελεσθέντων Τσιάρα Φίλιου Τάτση, στη (μακρινή για εκείνους, τότε) Λεμονιά. 

Η φωνή της Λίνας Νικολακοπούλου βρισκόταν λοιπόν ανέλπιστα σε μία από τις καινούριες στιγμές του υλικού: στα "Καντήλια", για τα οποία ήδη από τότε είχα αντίληψη ότι πρόκειται για πολύ ωραίο τραγούδι, από εκείνα που επρόκειτο να μείνουν. Αλλά ο Ανδρέας Ιωαννίδης –καθηγητής μας στην Ιστορία της Τέχνης και ένας από τους σπουδαιότερους ανθρώπους στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων– με προειδοποίησε ότι ήμουν ακόμα μικρός: θα ένιωθα το μήνυμά του καλύτερα, μετά τα 40. Πόσο δίκιο είχε. 

Με την αφορμή λοιπόν αυτής της «επετείου» 40 δισκογραφικών ετών, το blog επιστρέφει στον Δεκέμβριο του 2018, όταν ήπιαμε πρωϊνό καφέ με τη Λίνα Νικολακοπούλου στην αυλή ενός ήσυχου χώρου στον Κεραμεικό και κάναμε μια συζήτηση από εκείνες που οι δημοσιογράφοι αποκαλούν «εφ' όλης της ύλης». Το κείμενο δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Τις συμβουλές της για λίγο κάρδαμο στον χειμερινό, ζεστό καφέ για εξτρά τόνωση δεν τις έχω βάλει, αλλά πάντοτε τις θυμάμαι.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το αρχείο της Λίνας Νικολακοπούλου και παραχωρήθηκε γι' αυτή τη συνέντευξη. 


Τα «Πιο Ωραία Λαϊκά», λοιπόν, κάθε Παρασκευή στο Άλσος. Τίτλος αγαπημένου τραγουδιού, που έγινε τώρα τίτλος παράστασης...

Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο. Aπό ένα τραγούδι που έγραψα βέβαια πολλά χρόνια πριν, ως ένα όμως κομμάτι της αλήθειας μου. Δεν είναι λοιπόν ένας σκέτος τίτλος. Γιατί και το 1993, όταν βγήκαν τα "Λαϊκά", είχαν ενωθεί διαφορετικές γενιές με εκείνα που περιέγραφα. Νεότερα παιδιά ρωτούσαν τότε στα ραδιόφωνα, θέλοντας να μάθουν για όσα δεν είχαν ζήσει. Δημιούργησε έτσι μια μυθολογία για το πώς βιώναμε το λαϊκό τραγούδι στα σπίτια. Τα μωσαϊκά, οι σπιτικές λεμονάδες, το να τραβάς τα χαλιά για να χορέψεις... Ήταν ίσως χαριτωμένο ότι μια γυναίκα έγραψε για αυτές τις κυριακάτικες χαρές, βάζοντας μέσα και τους ποδοσφαιρικούς ήρωες εκείνων των χρόνων –τον Δομάζο, τον Σιδέρη. 

Το έζησα και την πρώτη Παρασκευή στο Άλσος: υπήρξε μια συγκίνηση από τους θαμώνες, διαφόρων μάλιστα ηλικιών· έκαναν επίσκεψη σε κάτι αγαπημένο, το οποίο δεν έχουν πολλές ευκαιρίες να συναντήσουν. Όχι φυσικά γιατί είναι σπάνια αυτά τα τραγούδια –μπορείς να τα ακούσεις παντού. Η αξία βρίσκεται στο να έχεις μια καλοδουλεμένη ορχήστρα και στο να βλέπεις νέα παιδιά να στα τραγουδάνε, με τρόπο πειστικό. Σαν να μην έχει χαθεί τίποτα, δηλαδή. 

Με εντυπωσίασε μάλιστα κι εμένα πόσο αστέρια είναι ορισμένοι σολίστες σε όργανα παραδοσιακά, κάτι μη κατευθυνόμενο, το οποίο οφείλεται σε καθαρό μεράκι. Στο μεράκι δηλαδή κάποιων δασκάλων που διάλεξαν να παραμείνουν στις επαρχίες, ίσως ματαιώνοντας δικά τους όνειρα, και είχαν την όρεξη να διδάξουν. Φέρνοντας έτσι κοντά τους όσα παιδιά είχαν καλλιτεχνικές ανησυχίες. Τέτοιοι άνθρωποι, τέτοιες μονάδες, έσπειραν έναν σπόρο. 

Πώς ακριβώς έχετε λειτουργήσει εσείς, πίσω από αυτό που εισπράττουν όσοι έρχονται στο Άλσος για να ακούσουν τη Ρία Ελληνίδου, τον Θάνο Ματζίλη και τη Νεκταρήλια Τσομπάνογλου;

Είναι πολύ σημαντικό να πούμε ότι πολλοί αγαπημένοι τραγουδιστές του σήμερα, μαθήτευσαν κοντά σε συνθέτες. Είναι αλλιώτικο να σε έχει εκπαιδεύσει ένας συνθέτης· είναι μια μύηση. Γιατί το να αποδώσεις το πνεύμα ενός τραγουδιού, είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο από το να μην κάνεις λάθος στις νότες. Προσπάθησα λοιπόν κι εγώ, με τον τρόπο μου, να βάλω τα παιδιά του Άλσους σε μια πιο υπεύθυνη θέση: όχι μόνο να μη μου τα λένε λάθος, αλλά να με πείθουν κιόλας την ώρα που τα τραγουδούν. Να σκεφτούν τι ψάχνουν μέσα σε αυτά τα τραγούδια και πώς το ψάχνουν. Μόνο έτσι θα μπορέσεις να οδηγήσεις το κοινό αίσθημα, να το λυτρώσεις επίσης, να προσφέρεις μαγεία. 

Το στοίχημα ήταν αρκετά δύσκολο και το σκεφτήκαμε αρκετά το ερώτημα: με τι θα γοήτευε η συγκεκριμένη ομάδα; Από τη μία υπήρχαν βέβαια τα σπουδαία τραγούδια, τα οποία άντεξαν στον χρόνο και ως ωραίες μελωδίες και ως στίχοι που ακόμα μπορούν και ακουμπάνε και τους νεότερους. Αλλά χρειαζόταν κάτι παραπάνω για να δείξει κανείς εμπιστοσύνη και να έρθει στο Άλσος, θεωρώντας ότι υπάρχει λόγος να δει ένα τέτοιο πρόγραμμα. Αυτό το κάτι παραπάνω, αυτήν την επί σκηνής πειθώ, πιστεύω ότι την καταφέραμε. Και με έναν ωφέλιμο τρόπο, γιατί πάντα είναι ωφέλιμο να δίνεις βήμα και σε καινούρια πρόσωπα. 

Η ορχήστρα, από την άλλη, είναι έμπειρη κι αυτό είναι επίσης πολύ σημαντικό, γιατί εγώ έχω την εξής τρέλα: θέλω ο κάθε συνθέτης να γίνεται έκδηλος στο πώς παίζεται. Ο Γιάννης Σπανός, να είναι Σπανός· ο Σταύρος Κουγιουμτζής, Κουγιουμτζής και ο Γιώργος Ζαμπέτας, Ζαμπέτας. Αγαπώ τις ορχήστρες που μπορούν να υπηρετούν το χρώμα των συνθετών, γιατί είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο –σαν ας πούμε το δακτυλικό μας αποτύπωμα. Από την εισαγωγή δηλαδή, αναγνωρίζεις συνήθως τι ακούς. 

Θέλω έτσι να γίνεται φανερό και στον ρυθμό και στην ενορχήστρωση. Μπορεί βέβαια να έχεις μια φανταστική ιδέα, για μια διασκευή. Είναι κι αυτό πολύτιμο. Αλλά απαιτείται κι εδώ γνώση, πέρα από την εμπνευσμένη προσέγγιση. Τώρα πια, για να γίνει πιο σύγχρονος ο τρόπος, τα αλλοιώνουν όλα. Επειδή τα νέα παιδιά έχουν πλέον και σπουδές μουσικής, νομίζουν αρκετές φορές ότι βάζοντας μια δύσκολη αρμονία πορεύονται σωστά. Όμως δεν είναι έτσι. Χρειάζεται το θάρρος, μα χρειάζεται και το μέτρο, μέχρι πού θα αλλοιωθεί κάτι. Είναι μια παρατήρηση που μπορεί να γίνει με αγάπη, ώστε να προτρέψεις έναν νέο καλλιτέχνη να δει πέρα από τις όποιες ευκολίες του. 

Στο Άλσος τις Παρασκευές είναι ο Κώστας Νικολόπουλος στις κιθάρες και στις ενορχηστρώσεις, ο Μανώλης Πάππος στο μπουζούκι, η Αυγερινή Γάτση σε ακορντεόν και νέι, ο Ηλίας Μαντικός στο κανονάκι, ο Στράτος Σαμιώτης στα κρουστά και ο Μιχάλης Δάρμας στο μπάσο.

Πόσο το έχετε εξασκήσει το αυτί σας ως ακροάτρια, για να είστε σε θέση να πιάνετε τέτοιες πολύτιμες λεπτομέρειες;

Πολύ. Και θα σας δώσω μάλιστα και ένα μέτρο γι' αυτό που με ρωτάτε. Πριν πάω στην πρόβα, κάθομαι και μελετάω, ακούω όλα τα τραγούδια. Ώστε να μπορώ να είμαι χρήσιμη στους μουσικούς. Φρεσκάρω δηλαδή στη μνήμη μου τον τρόπο, τα χρώματα, την ορχήστρα. 

Το είχα από φυσικού, να προσέχω τα πάντα όταν άκουγα ένα τραγούδι. Αλλά, όσο μεγαλώνεις, διακρίνεις ακόμα περισσότερα πράγματα –τι παίζει ας πούμε η κιθάρα και τι το κρουστό, πότε ακριβώς βάζει ο Τσιτσάνης τον μπαγλαμά. Μοιάζει με το πώς μαγειρεύει μια νοικοκυρά. Ίσως να μη σου πει το μυστικό της συνταγής της, όμως, όσο εκπαιδεύεσαι κι εσύ, μπορείς να εντοπίσεις ότι υπάρχει π.χ. λίγο κύμινο ή ότι έχει βάλει κουρκουμά. 

Ακούω πράγματι πολλές ωραίες φωνές στη δισκογραφία, μιας και αναφερθήκατε στην αξία της μαθητείας. Αλλά και κάμποση ερμηνευτική ανωριμότητα...

Ισχύει. Το χάρισμα το έχεις, επειδή γεννήθηκες μαζί του. Αλλά αν δεν διδαχθεί κανείς, δεν θα πάει πέρα από ό,τι μπορεί να κάνει από μόνος του. Χρειάζεται λοιπόν μαθητεία. Και γι' αυτό λέμε ότι έμεινε γκρεμισμένη η κατοπινή υποδομή, η οποία μπορούσε να οδηγήσει κάπου. Ακούς ένα παιδί που τραγουδάει ωραία, που έχει να δώσει. Πώς θα έρθεις σε επαφή μαζί του; Και ποιος θα κάτσει να ασχοληθεί μαζί του; 

Κι αν ας πούμε προχωρήσει κάπως ο τραγουδιστής, ο συνθέτης ζητάει πλέον να του διαλέξει το τραγούδι, ώστε να γίνει κι εκείνος γνωστός. Πορεύονται έτσι δύο άγουρα παρέα κι αν τύχει και είναι κάτι ζωντανό, θα περάσει στον κόσμο. Όμως, από εκεί και πέρα, τι διαδρομή θα κάνουν αυτοί οι άνθρωποι; Πώς ακριβώς θα προπονηθούν; Πολλοί, για παράδειγμα, έχοντας την ευκολία της φωνής, δεν πάνε καν σε μια δασκάλα ή έναν δάσκαλο φωνητικής, ώστε να εξασκήσουν ό,τι έχουν. Η επωνυμία πρώτα και μετά η γρήγορη εκταμίευση της επωνυμίας, δεν αφήνουν περιθώρια για προπόνηση. Κι έτσι γίνεται καταπόνηση. Φτάνουν τελικά σε επιλογές άσχετες με τον εαυτό τους κι ακούμε πραγματικά υπέροχες φωνές να χάνονται στο μισό της διαδρομής.

Εδώ και 20 χρόνια, δεν με φώναξε κανείς. Να μου πει, έχουμε αυτές τις νέες φωνές, επικρατούν αυτές οι τάσεις, τι μπορούμε να κάνουμε; Έπρεπε μόνη μου να κάνω τις επαφές και μόνη μου να βρω τρόπο να μπω ξανά στον αγωνιστικό χώρο. Και δεν μιλάω μόνο για τις εταιρείες, μα και για τους συνθέτες. Δεν παραπονιέμαι, βέβαια, γιατί έζησα και την εποχή των παχιών αγελάδων και ευτύχησα να δω μεγάλες χαρές, συλλογικά με τους συνεργάτες μου. Ήρθαν όμως και καιροί που δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Και νιώθω ότι πρέπει να το καταθέσω, για όποιον τον απασχολεί το ερώτημα «πώς φτάσαμε εδώ». Διαλύθηκε ευρύτερα η υπόθεση τραγούδι. Από προσωπικές αγωνίες; Επειδή πήγε τελικά ο καθένας με τους δικούς του; Πάντως χάθηκε η ροή που για δεκαετίες ήταν η φυσιολογική.

Πιστεύετε στις παρέες, όσον αφορά το τραγούδι;

Εάν είναι αληθινά ελεύθεροι άνθρωποι και αγαπούν ειλικρινά ο ένας τον άλλον, καμαρώνοντας για τις επιτυχίες του, ναι, πιστεύω. Δεν υπάρχει πιο ισχυρό πράγμα από την ομάδα. Πρέπει όμως να είναι ζωντανή η γοητεία που ασκεί ο ένας στον άλλον. Να μη γίνει κάτι συντηρητικό και να μην υφίσταται η παρέα επειδή πέτυχε κάτι και πρέπει να το διατηρήσει. Αυτό δεν πάει πουθενά. 

Επιστρέφοντας στο Άλσος, δεν θεωρείτε ότι η συνολικότερη παρουσία που φιλοδοξεί να έχει, είναι ένα ρίσκο; 

Όχι. Είναι ένα μέρος όμορφο, μέρα και νύχτα. Το βράδυ δηλαδή, όποιος μπει σε αυτήν τη συναυλιακή αίθουσα, δεν θα πιστεύει στα μάτια του. Νιώθεις οικειότητα πρώτα-πρώτα, χάρη στα παράθυρα γύρω και τη στρογγυλάδα της αρχιτεκτονικής, δεν αισθάνεσαι ότι είσαι σε τυπική μουσική σκηνή. Και βλέπεις και μια άπλα μπροστά σου. Για την Αθήνα, κάτι τέτοιο είναι φοβερό. Δεν υπάρχει αλλού να πάω να ψυχαγωγηθώ και να έχω δίπλα μου ένα πάρκο, ένα τέτοιο άνοιγμα μέσα στην καρδιά της πόλης. Με διευκολύνει επίσης ως καλλιτέχνη, γιατί δεν με αναγκάζει να μπω σε λογικές στις οποίες μπαίνουν άλλες μουσικές σκηνές, με συγκεκριμένη ρότα, στην οποία θα πρέπει να ταιριάξεις. Κι αυτό είναι απλά το πρώτο ατού.

Το δεύτερο είναι ότι προσφέρεται να κάνεις πολλά πράγματα τα καλοκαίρια. Δεν είναι τυχαίο ότι στη δική μου γενιά πηγαίναμε εκεί για δροσιά, για γρανίτες και για οικογενειακή ψυχαγωγία. Για μένα είναι ένα δώρο το ότι άνοιξε ξανά το Άλσος. Καλλιτεχνικά, λοιπόν, μπορεί να στηρίξει τάσεις που σε άλλους χώρους είναι επί του παρόντος μπλοκαρισμένες. Αν δηλαδή πάει καλά η πρώτη χρονιά και «τρέξει» ο χώρος, τα ενδεχόμενα που ανοίγονται είναι πραγματικά πάρα πολλά. Εγώ μόνο, έχω πολλές ιδέες: το Άλσος μου επιτρέπει να ονειρεύομαι –με συγκίνησε μάλιστα πολύ το τηλεφώνημα του Διονύση Σαββόπουλου, που θυμόταν τι είχα κάνει π.χ. στο Χάραμα ή στο Γκάζι. Επομένως, το όλο θέμα βρίσκεται νομίζω στην οικονομική κατάσταση των πολιτών και στο τι τους προσφέρεις, το οποίο να κάνει τη διαφορά.

Αλλά να το δούμε και με βάση την πραγματικότητα της πόλης; Η είσοδος, βρίσκεται δίπλα σε έναν κεντρικό δρόμο. Δεν χρειάζεται να διασχίσεις το πάρκο για να μπεις, ενώ τυχαίνει ακριβώς στη γωνία να βρίσκεται η Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού. Κάτι που σημαίνει και φώτα πολλά, αλλά και άνθρωποι οι οποίοι προσέχουν το σημείο. Δεν υπάρχει έτσι κανένας φόβος, είναι εύκολο να πάρεις ένα ταξί βγαίνοντας, ενώ για όσους θέλουν το αμάξι τους, σε 100 μέτρα υπάρχει πάρκινγκ με τεράστιο υπόγειο χώρο. 

Την οικονομική κατάσταση των πολιτών, μιας και τη θίξατε, πώς τη βρίσκετε; 

Νομίζω ότι οι άνθρωποι έχουν ακόμα την όρεξη να διαλέξουν πού θα πάνε. Παραμένει δύσκολη η κατάσταση, όμως βλέπω ότι δεν έχει πάψει η όρεξη να βγαίνουμε. Και, προσωπικά μιλώντας, δεν άφησα να με πτοήσουν όσα συνέβησαν τα τελευταία χρόνια. Γιατί ξέρω ότι αν κολλήσω, αν αφεθώ να «μαυρίσω», τότε θα ακινητοποιηθώ. 

Έχουν γίνει βέβαια ιεραρχήσεις. Για άλλους είναι το σινεμά προτεραιότητα, για άλλους το φαγητό, για άλλους μια βόλτα με φίλους. Θέατρο πολύ, επίσης –το βλέπω αυτό, ακόμα και σε μικρές σκηνές. Ακόμα λοιπόν ο κόσμος κινείται. Πάντα επίσης υπάρχει ένα ποσοστό που βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση. Οι περισσότεροι, πάντως, δεν είναι. Πρέπει επομένως να κάνεις συγκερασμούς, γιατί δεν παύει ένα πρόγραμμα να αποτελεί επιχείρηση, με έξοδα π.χ. για τα γκαρσόνια ή για τους παρκαδόρους και για τα Φ.Π.Α. 

Πάνω σε ό,τι λέμε «πρόγραμμα», είναι λοιπόν φορτωμένα πολλά πράγματα. Κι έτσι μπαίνουν διλήμματα. Όταν π.χ. έρχεται κάτι το καινούριο, τι ισορροπίες πρέπει να κρατηθούν ώστε να είναι κερδοφόρο για τον επιχειρηματία, αλλά να μην φαντάζει ληστρικό στον επισκέπτη; Πάντως μία φορά τον μήνα, πιστεύω, πρέπει να δίνεις την ευκαιρία να έρχονται να δουν κάτι με μικρότερο τίμημα· κάτι σαν τη λαϊκή απογευματινή που λέγαμε παλιότερα.

Ωστόσο δεν γεμίσαμε ξαφνικά με υπερ-πληθώρα προτάσεων; Ειδικά όσον αφορά τις συναυλίες, μιας και η καθίζηση της δισκογραφίας δεν άφησε προφανώς άλλη επιλογή στους καλλιτέχνες; 

Το βρίσκω φυσικό. Και θα πω κάτι από την καρδιά μου: πρέπει μέσα σε όλο αυτό, να κάνει ο καθένας το καλύτερό του. Ώστε όποιοι, όσοι βρεθούν ένα βράδυ κάπου, κάτι να ζήσουν, κάτι να πάρουν μαζί τους φεύγοντας. Με ενδιαφέρει πολύ να μην είναι αδιάφοροι οι καλλιτέχνες, υιοθετώντας ας πούμε ένα στυλ «θα τα πω και θα φύγω». Δεν μου αρέσει. Και μπορώ να το διακρίνω, όταν το βλέπω. Οι παλιοί, άλλωστε, δεν είχαν πιο εύκολη ζωή από τη δική μας. Όταν όμως βρίσκονταν στο πάλκο, είχαν τη συνείδηση ότι έπρεπε να παίξουν και να τραγουδήσουν τέλεια, για να μη χάσει σε κάτι η φήμη τους. Η αίγλη του τραγουδιού, κινδυνεύει μόνο από την προχειρότητα. Ό,τι κάνουμε δεν είναι απλά για να ζήσουμε εμείς, αλλά για να ζήσει το τραγούδι, με το αλισβερίσι αυτό μεταξύ κόσμου και σκηνής. 

Γιατί όμως πάσχει τόσο πολύ το ελληνικό τραγούδι τα τελευταία χρόνια;

Πάσχει γιατί δεν υπάρχουν τα αυτιά και τα μάτια που θα έπρεπε να παρακολουθούν. Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τις δυο-τρεις φορές που ήμουν στην επιτροπή επιλογής, έρχονταν θυμάμαι κούτες με τραγούδια, με μουσικές, με στίχους. Έβλεπες δηλαδή μια πληθώρα παιδιών, που ήθελαν να δείξουν κάπου τι μπορούσαν να κάνουν. Όταν λοιπόν τον ρόλο αυτόν δεν μπορούν πια να τον παίξουν οι εταιρείες, τέτοια παιδιά πρέπει να προσπαθήσουν μόνα ή να ψάξουν για τον φίλο του φίλου μέσω του οποίου μπορεί να φτάσει το τραγούδι τους σε κάποιον παραγωγό. Χωρίς υποδομή, όλα τούτα λιμνάζουν. 

Ήρθε επίσης η επιθυμία στους ραδιοφωνικούς σταθμούς να αποκτήσουν μια δυναμική για συγκεκριμένο κοινό και για συγκεκριμένους διαφημιστές. Και έπρεπε να δημιουργηθεί ένα «μενού», ικανό για βιωσιμότητα στις μετρήσεις. Μαζί και η αγωνία, μη γυρίσει ο ακροατής το κουμπί. Πλέον, αν δεν άρεσες στον ιθύνοντα νου δεν θα πέρναγες, ακόμα και τον Θεό μπάρμπα να είχες. Και αν δεν σε παίζει ο τάδε σταθμός, δεν θα σε παίξει ούτε ο δείνα. Δικαίωμα γούστου έχει βέβαια ο κάθε ένας. Όμως είναι μια πολύ διαφορετική ιστορία το ότι δεν παίζω κάτι επειδή δεν μου αρέσει, από το «δεν μπορώ να σε παίξω». Έτσι, πάμε αλλού. Σε μια ελεγχόμενη κοινή ζωή. Με αποτέλεσμα ό,τι βγαίνει στον αέρα μας, να διαθέτει μια ρουτίνα: στο ταξί, στο σούπερ μάρκετ, ακούς τα ίδια. Πιστεύω πάντως ότι αυτά τα πράγματα ανατρέπονται τελικά, από το ίδιο τους το αφύσικο.

Έπαψε λοιπόν να υπάρχει το δίκτυο μέσα στο οποίο θα έτρεχε φυσιολογικά η υπόθεση τραγούδι. Και καταλήξαμε σε έναν πρωταθλητισμό: να πρέπει να γίνει κάτι σουξέ –με την καλή έννοια– ώστε να το ακούσεις κι εσύ δύο, τρεις φορές, να το προσέξεις και να το αγαπήσεις. 

Καταστρέφει κάτι τέτοιο την έννοια του δίσκου; Βλέπετε να ξαναγυρνάμε στις εποχές των singles;

Σημασία για μένα έχει τι συμβαίνει στη διαδρομή, ώστε να καταλήξεις ξανά εκεί. Γιατί και στο παρελθόν έβγαιναν ανούσια CD και έλεγε ο εταιρειάρχης στον καλλιτέχνη, αν δεν πουλήσεις χίλια για παράδειγμα κομμάτια, δεν σου δίνω τίποτα και σταματάμε εδώ. Σε αναγκάζει η αγορά να βγάλεις κάτι ανταγωνιστικό, γιατί, αν επαναπαυτείς, θα φτάσεις σε πληθωριστικό αποτέλεσμα. Και πράγματι, είχαμε φτάσει σε κάτι τέτοιο. Έβγαιναν κι έβγαιναν δίσκοι, τους οποίους δεν υπήρχε λόγος να έχεις ολόκληρους. 

Γι' αυτό παλιότερα ήταν σωτήριο το έργο που ονομαζόταν «κύκλος τραγουδιών», με έναν συνθέτη κι έναν στιχουργό να προσπαθούν να πουν κάτι με συγκεκριμένο επίκεντρο. Μετά, οι αγαπημένοι τραγουδιστές δεν είχαν τέτοια ζητήματα, γιατί ο κόσμος τους ακολουθούσε κυρίως για τη φωνή τους. Και περίπου το ίδιο πράγμα να έλεγαν, επομένως, το κοινό το έπαιρνε. Δεν ήταν εκεί το πρόβλημα, αλλά στη δημιουργία του τραγουδιού, σε εκείνο που μπορούσε να μας ενώσει όλους. Θα συνεχίσουν πάντως να γράφονται ωραία τραγούδια, το πιστεύω αυτό. Απλά τώρα έχουν όλα γίνει δύσκολα. Xρειάζεται να επανέλθει μια αίγλη στο τραγούδι, κάπως ξανά να μαγέψει. Ακόμα και στη ζωντανή επαφή. 

Όσον αφορά τον στίχο, ειδικότερα; Θα σας πω δύο δικές μου ενστάσεις, με τις οποίες μπορεί εσείς να διαφωνείτε: ακούω πολλά μεγαλίστικα πράγματα, που δεν συνάδουν με τις ηλικίες όσων τα γράφουν, αλλά και καταστάσεις οικείες να περιγράφονται με λόγια τα οποία κανείς μας δεν θα έλεγε στην καθημερινότητά του...

Τα σημερινά παιδιά, ξεκινώντας, έχουν πολλά ζητήματα να αντιμετωπίσουν. Τα λόγια τους, σε ποιον θα αρέσουν; Και τι είδους τραγούδι θα βγει, αν μελοποιηθούν; Μπορεί λ.χ. ο συνθέτης που θα βρεις να στα κάνει λαϊκό, ενώ δεν ταίριαζαν για κάτι τέτοιο. Ο αγώνας τους, σήμερα, βρίσκεται στο να γράψουν κάτι που κάποιος θα τους το πάρει. Αν τύχει να βγει κάτι ωραίο, δημιουργείται ένας καθρέφτης· όπως και μια εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους, ώστε να πάνε πιο βαθιά. Αλλά, στην αρχή, μένουν σε φόρμες και σε στερεότυπα αναφορικά με το τι αρέσει τώρα. 

Για να φτάσεις ωστόσο μέσα σου και να ρισκάρεις να βγάλεις τον εαυτό σου, χρειάζεται ένα περιβάλλον με ασφάλεια. Να σου πει ο συνθέτης «δωσ' μου κι άλλα», ώστε να του δώσεις κι εκείνο που ίσως έχεις μισοέτοιμο, μα εμπεριέχει σε μεγαλύτερο βαθμό την αλήθεια σου. Κάτι τέτοιο, όμως, συνιστά πολυτέλεια· και προϋποθέτει ένα δούναι και λαβείν με τον συνεργάτη σου. Χωρίς μια συνέχεια, δεν θα μπορέσεις να γράψεις είκοσι, για να πετάξεις τα δέκα και να ξεκαθαρίσει το δικό σου αποτύπωμα. 

Κι εγώ στο ξεκίνημα, αν δεν είχα τον Γιάννη Σπανό και τον Σταμάτη Κραουνάκη να κατανοήσουν τη γλώσσα μου και να τη στηρίξουν, πώς θα έβγαινα ως ένα καινούριο ύφος; Χρειάζονται λοιπόν οι άνθρωποι που θα έχουν τη διάθεση να πάρουν ρίσκα. Όταν έγραψα λ.χ. για τη Χριστιάνα το τραγούδι "Το Καλοκαίρι Θα ΄Ρθει" (1982), μου ζήτησε να την πάω σε όλους αυτούς τους κινηματογράφους για τους οποίους έγραφα –το Βοξ, το Εκράν– ώστε να ξέρει για τι ακριβώς τραγουδάει. Ήταν υπέροχο. 

Ας τελειώσουμε όμως με το Άλσος, μιας και στάθηκε αφορμή της συνάντησής μας. Ξέρω ότι η Μαίρη Λίντα, που ήταν να έρθει ως καλεσμένη, έσπασε το πόδι της. Τι άλλες εκπλήξεις θα έχουν οι Παρασκευές; 

Είναι χαρά να έχουμε εκεί τον Ορφέα Περίδη. Για τα κατοπινά, έχω ήδη κάνει επαφή με τη Νατάσσα Θεοδωρίδου, την οποία θεωρώ πολύ καλή τραγουδίστρια. Και μου είπε ότι θα έρθει. Με τούτα και με τ' άλλα, λοιπόν, θα βγούμε στην άνοιξη. 


 

18 Μαΐου 2021

Η Νένα Βενετσάνου στα Εξωτικά - ανταπόκριση (2014)


Δεν ξέρω γιατί η Νένα Βενετσάνου δεν έχει «συναντηθεί» με ένα μαζικότερο κοινό, έστω αυτό που δίνει το παρών σε διάφορες έντεχνες συναυλίες, κατά τη διάρκεια μιας πολύχρονης και πάντοτε προσεγμένης καριέρας. Η οποία ξεκίνησε το 1977, με την επιστροφή της στην Αθήνα από τη Γαλλία και τα τραγούδια που παρουσίασε εντασσόμενη στο Φεμινιστικό Αυτόνομο Κίνημα. Η ίδια φαίνεται πάντως να αρκείται σε όσα έχει καταφέρει και ουδέποτε μέσα στα χρόνια δεν άκουσα να «γκρινιάζει» –κάτι σπάνιο με τους καλλιτέχνες, το ξέρουμε νομίζω όλοι. 

Τρέφω ιδιαίτερη εκτίμηση για τη φωνή και τους δίσκους της Νένας Βενετσάνου και τη θεωρώ δύναμη για το τραγούδι που λέμε «έντεχνο», καθώς το εκπροσωπεί στην ουσιώδη του και όχι στην τάχα μου/δήθεν μου διάστασή του. Και τώρα διαβάζω ότι εκμεταλλεύεται κι αυτή το άνοιγμα μετά τη βαριά δεύτερη καραντίνα του κορωνοϊού για να βγει ξανά να τραγουδήσει: το Σάββατο 29 Μαΐου θα βρεθεί στον κήπο του πολυχώρου τέχνης Αλεξάνδρεια (πλατεία Αμερικής), μαζί με τη Λήδα Χαλκιαδάκη –την κόρη της θρυλικής Δανάης– για μια παράσταση αφιερωμένη στα πολλά πρόσωπα της Αγάπης.

Η ανακοίνωση μου θύμισε μια εξαιρετική βραδιά στην αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» τον Φεβρουάριο του 2014, η οποία έλαβε χώρα στην τότε σειρά συναυλιών Χειμώνας στον Παρνασσό. Η Βενετσάνου πήρε μέρος στήνοντας την παράσταση Τα Εξωτικά, στην οποία συμμετείχε και η Γιοβάννα, κάτι που δεν είχε γνωστοποιηθεί από πριν στο κοινό. Η συναυλία, δυστυχώς, δεν είχε καθόλου νέο κόσμο. Ήταν όμως εξαιρετική, σε όλα της. Φεύγοντας μάλιστα από τον Παρνασσό, συνάντησα στις σκάλες και τον Κ.ΒΗΤΑ και μοιραστήκαμε τη συγκίνησή μας για τα όσα είχαμε παρακολουθήσει.

Μια ανταπόκριση γράφτηκε τότε για λογαριασμό του Avopolis. Το κείμενο αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Joe Pateraki


Η Νένα Βενετσάνου δεν εμφανίζεται συχνά. Όπως και με τη δισκογραφία, έτσι και με τις συναυλίες: προτιμά να κινείται με τους δικούς της χρόνους, αδιαφορώντας για το τι έχει επιβάλλει η μουσική βιομηχανία ως «επικαιρότητα». Έχει τους λόγους της, ωστόσο –και είναι νομίζω καλοί. Γιατί χάρη σε τέτοιους ρυθμούς έχει κάνει την κάθε της παρουσία να μετράει, εδώ και 34 χρόνια. Γι' αυτό και στην ατζέντα μου κύκλωσα εμφατικά την 24η του φετινού Φλεβάρη. Ανεξαρτήτως υποχρεώσεων, η συναυλία της στον Παρνασσό ήταν εκείνη που δεν θα έχανα παρά με ανωτέρα βία. 

«Καλησπέρα... και μπον σουάρ!», μας είπε βγαίνοντας, θέλοντας έτσι να τονίσει τον χαρακτήρα του λάιβ, αφού στο πρώτο μέρος θα ακούγαμε δικές της μελοποιήσεις σε έργα Michel Deguy, Paul Eluard, Alberto Savinio και Γιώργου Σαραντάρη. Κοινός παρονομαστής τους, η Γαλλία –που αφορά βέβαια και την ίδια τη Βενετσάνου. Γιατί είναι βαθιά η σχέση της μαζί της. Όχι επειδή είναι ακόμα μία ξενομανής, αλλά γιατί είναι καλλιτέχνιδα που βούτηξε πραγματικά στα βαθιά της αλλότριας αυτής κουλτούρας, επιδιώκοντας να της αφαιρέσει το «εξωτικό» στοιχείο και να την καταστήσει δική της. Τα έχει καταφέρει περίφημα. 

Θα τονίσω ξανά ότι οι μελοποιήσεις που ακούσαμε στον Παρνασσό ανήκουν στη Βενετσάνου, γιατί έχει σημασία να θυμόμαστε ότι δεν είναι απλά μια ερμηνεύτρια, μα μια ολοκληρωμένη δημιουργός. Το απέδειξε βέβαια και όταν έκατσε στη σκηνή παρέα με την κιθάρα της, παίζοντας και τραγουδώντας (σε άπταιστα γαλλικά, σημειωτέον) πράγματα που σε κάποιους φαντάζουν «δύσκολα», με μια αμεσότητα που μόνο η Αρλέτα κατέχει ανάμεσα στους συναδέλφους της στην ημεδαπή. Το "Où La Loire" του Ντεγκύ, τα "En Vertu De L' Amour" και "Je Ne Suis Pas Seul" του Ελυάρ και το "Dans Tes Yeux" του Σαραντάρη θα καταγράφονταν ως αδιαφιλονίκητες κορυφές του πρώτου μέρους της συναυλίας, αν το πρόγραμμα δεν περιλάμβανε εκείνη την απίστευτη ενότητα Savinio ("La Rencontre", "Tête Antichambre Du Ministre" & "Scène DeLa Tour").

Η ενότητα αυτή απαιτούσε συνολικότερη performance, καθώς η Βενετσάνου μελοποίησε με βάση τις περγαμηνές του μουσικού θεάτρου του 20ου αιώνα, μη διστάζοντας κατά σημεία να δώσει έντονο πειραματικό χαρακτήρα –στο πνεύμα λ.χ. των έργων του Mauricio Kagel. Δεν τραγούδησε απλά έξοχα, μα μεταμορφώθηκε μπροστά μας σε όσους ρόλους της υπέβαλλε ο Savinio, λαμβάνοντας πολύτιμη βοήθεια από τα κάθε λογής κρουστά του φοβερού Σόλη Μπαρκί, μα και από την ορχήστρα που τη συνόδευσε άψογα: τη Βιβή Γκέκα στο μαντολίνο, τον Σταύρο Αγιαννιώτη στην κλασική κιθάρα και τον Χάρη Μέρμηγκα στο κοντραμπάσο.


Στο δεύτερο μέρος παραμείναμε μεν στη Γαλλία, ακολουθήσαμε όμως διάφορες συμπλεύσεις της με την Ελλάδα, ενώ μας δόθηκε η σπάνια ευκαιρία να δούμε ζωντανά τη Γιοβάννα. Αυτή η συναρπαστική τραγουδίστρια δείχνει να έχει αποσυρθεί, έπραξε όμως πολύ σωστά η Βενετσάνου που την έπεισε να κάνει μια έκτακτη εμφάνιση: μπορεί ο χρόνος να έχει φθείρει το μέταλλο της φωνής της, αλλά τα χρώματά της και η εκφραστική της δεινότητα παραμένουν ζωηρά. Έτσι, δεν υπήρξε άνθρωπος στον Παρνασσό να μην νιώσει ένα ταρακούνημα στα σώψυχα ακούγοντάς τη στα "Les Coiffes Noires" και "Le Ciel Est Une Plage" (αμφότερα συνθέσεις του Γιάννη Σπανού), τα οποία μας είπε με μόνη συνοδεία το πιάνο του Χρήστου Κουμούση. Αισθάνθηκα αληθινά τυχερός που μπόρεσα να δω τη Γιοβάννα στη σκηνή, καθώς είχα χάσει την αποχαιρετιστήρια συναυλία που έδωσε πριν κάποια χρόνια.

Πολύ σωστά η Βενετσάνου διάλεξε να αφήσει τη Γιοβάννα να λάμψει μόνη της, αρκούμενη σε ένα διακριτικό ντουέτο στο "Chez Linardo". Όταν ωστόσο επέστρεψε με τους μουσικούς της (παρέμεινε κι ο Κουμούσης) οδήγησε τη βραδιά σε νέες κορυφώσεις, φανερώνοντας κι άλλες πτυχές της ερμηνευτικής της περσόνας καθώς μας τραγουδούσε το "Dans Mon Pays, Dans Mon Village", τον "Μέτοικο" του Georges Moustaki, το "L' Auvergnat" του Georges Brassens και το "Les Amants De Teruel". Έκλεισε υποδειγματικά, με μια φλογισμένη ερμηνεία στο "Non Je Ne Regrette Rien", πριν μας καληνυχτίσει μ' ένα όμορφο encore-ντουέτο με τη Γιοβάννα. 

Φεύγοντας, συνάντησα τον Κ.ΒΗΤΑ στη σκάλα και μοιραστήκαμε τη συγκίνησή μας για τα όσα καταπληκτικά είχαμε μόλις παρακολουθήσει. Είναι κρίμα που δεν βρέθηκαν παρά ελάχιστοι νέοι άνθρωποι στον (κατάμεστο, κατά τα λοιπά) Παρνασσό, για να διαπιστώσουν και μόνοι τους γιατί η Νένα Βενετσάνου είναι από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες που έχουμε στη χώρα.



13 Μαΐου 2021

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 8 Μαΐου 2021


Μερικοί από τους καλλιτέχνες που βάλαμε δίπλα-δίπλα στη Συχνοτική Συμπεριφορά της 8ης Μαΐου, μπορεί να είχαν δημιουργήσει ακόμα και πυρηνικό όλεθρο αν βρίσκονταν μαζί στο ίδιο δωμάτιο. 

Ναι, αγαπητοί φίλοι, αυτό σημαίνει ότι με τον Στυλιανό Τζιρίτα ασκηθήκαμε ξανά στο γνωστό μας τουρλουμπούκι ήχων, αφού παίξαμε και όπερα και σοβιετική ποπ και φρέσκα εγχώρια πειραματικά, αλλά και Iron Maiden από την «ατιμασμένη» εποχή με τον Blaze Bayley.

Στο μεταξύ, μάλιστα, έγιναν και αποκαλύψεις: ο κύριος Τζιρίτας είπε δημόσια ποιος δίσκος του Brian Eno δεν του αρέσει (επίκαιρο πλέον το ερώτημα, μετά την ανακοίνωση της συναυλίας στο Ηρώδειο), ενώ αμφότεροι συμφωνήσαμε ότι λέμε ενθουσιωδώς «ΝΑΙ» στο "Alala" των (εικονιζόμενων) CSS και εμφατικώς «ΟΧΙ» στους Allah-Las και τα συναφή συγκροτήματα.

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου (χωρίς διαφημιστικά μηνύματα) πατώντας στον σύνδεσμο εδώ.

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΛΛΟΥΧΟΣ & ΣΤΕΛΛΑ ΤΣΑΝΗ: Franz Schubert's Allegro Giusto - Σονατίνα για Βιολί και Πιάνο νο. 3
2. MÖTLEY CRÜE: Looks That Kill
3. CSS: Alala
4. ΑΡΣΕΝΗΣ ΣΤΕΡΓΙΟΥ: Παπαδοπούλα Μου
5. ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΤΑΓΚΟΥΛΗ: Δίχως Ταίρι
6. BUNKY GREEN: Funk Ain't A Word
7. ΚΩΣΤΗΣ ΔΡΥΓΙΑΝΑΚΗΣ: Data Stories (απόσπασμα)
8. THE WEATHER STATION & JACK DONOVAN: Amaranthe
9. DIO: Rainbow In The Dark
10. ΣΤΡΑΤΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ: Θα Ρίξω Ροδοζάχαρη
11. BRIAN ENO: Matta
12. ALLA PUGACHEVA: Миллион Алых Роз (A Million Scarlet Roses)
13. PHILHARMONIA ORCHESTRA (σε διευθ. RICCARDO MUTI), RENATA SCOTTO & ALFREDO KRAUS - Giuseppe Verdi's Parigi O Cara
14. IRON MAIDEN & THE XPRESSION CHOIR: Sign Of The Cross
15. PHILIP GLASS ENSEMBLE & WU MAN: China



11 Μαΐου 2021

Lana Del Rey: Lust For Life [δισκοκριτική, 2017]


Συζητιέται ξανά η Lana Del Rey, για ακόμα μία φορά, λόγω του νέου δίσκου Chemtrails Οver Τhe Country Club, που την έστειλε στο #2 της Αμερικής και της Αυστραλίας, στο #1 της Βρετανίας και στο #3 της Γερμανίας.

Επαξίως, θα πω εγώ. Δεν παύει να είναι μια περίπτωση που συνδυάζει επιτυχημένα τη ραδιοφωνική αμεσότητα την οποία ψάχνουν οι πολλοί με μια pop που διατηρεί και μια νεφελώδη εναλλακτικότητα, ώστε να αρέσει και στους δύσθυμους με το mainstream. 

Από την άλλη, βέβαια, η Lana Del Rey ποντάρει κάθε φορά στα ίδια θεμελιώδη κόλπα, διαφοροποιώντας απλώς τον καμβά τους –άλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο. Ως εκ τούτου, κάτι ενθουσιασμοί που συνόδευσαν το Norman Fucking Rockwell! πίσω στο 2019 (μου) μοιάζουν υπερβολικοί: απλά δόθηκε τότε μια γραμμή από ένα συγκεκριμένο μέσο (ποιος ξέρει γιατί) και οι απανταχού ουρές του έσπευσαν να την ανακυκλώσουν. Όσοι δεν ενδιαφέρονται για τα παιχνίδια του indie hype, πάντως, βλέπουν ότι ο καλλιτεχνικός κόσμος της Del Rey παραμένει σαφώς οριοθετημένος από το Born To Die (2012). Οι μετέπειτα δίσκοι το αγγίζουν, το επαναδιαπραγματεύονται ή το παρουσιάζουν σε ακόμα πιο στρογγυλεμένες εκδοχές, μα δεν το υπερβαίνουν.

Από όλους αυτούς τους μετέπειτα δίσκους, εκείνος στον οποίον στάθηκα προσωπικά περισσότερο δεν ήταν το Norman Fucking Rockwell!, αλλά το Lust For Life του 2017. Η έκδοση του Chemtrails Οver Τhe Country Club και τα όσα λέγονται για ένα ακόμα άλμπουμ που θα έρθει μέσα στη χρονιά (Blue Banisters, τον Ιούλιο) δίνουν λοιπόν κατάλληλη αφορμή για μια επαν-επίσκεψη στην κριτική που έγραψα τότε γι' αυτό, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, αλλά και ορισμένες μετατροπές. 


Από το απλό, μα τόσο πλούσιο σε σημειολογία εξώφυλλο του πέμπτου της άλμπουμ, η Lana Del Rey μας χαμογελά με την άνεση ενός αμερικάνικου Θεσμού. Η φωτογραφία της θα μπορούσε να έχει λεζάντα «κάποτε στις Ηνωμένες Πολιτείες» και να προέρχεται από κάποιο country άλμπουμ της εποχής που η pop δεν είχε ακόμα εισβάλλει στο Νάσβιλ. Κανείς ωστόσο δεν μας εγγυάται ότι δεν βλέπουμε εν τέλει εκείνη τη Sweetheart of the Rodeo των Byrds σε μια σημερινή της εκδοχή. Το ρετρό, σπάει το φράγμα του βιντάζ· και ακουμπά μπροστά μας με τη σαγήνη του διαχρονικού. 

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει κι όταν πατάμε το play, ακούγοντας την 32άχρονη σταρ σχεδόν να αιωρείται πάνω από τις ηχητικές επιφάνειες. Οι οποίες με τη σειρά τους κυλάνε αργά, σαν μια αέναα επαναλαμβανόμενη λούπα μελαγχολίας, με τη σύγχρονη τεχνολογία των στούντιο να κάνει τα πάντα για να δώσει την εντύπωση ότι οι ρυθμοί τρεμοφέγγουν. 

Πρόκειται για παιχνίδι αισθήσεων και αντιλήψεων, δεν λέω το αντίθετο. Είναι όμως εθιστικά αποτελεσματικό και μετατρέπει έννοιες όπως «παρελθόν» και «παρόν» σε ρευστή μάζα. Επιτρέποντας έτσι σε ένα αειθαλές σημείο αναφοράς της παλιάς λευκής pop culture σαν την 69άχρονη Stevie Nicks να σταθεί δίπλα σε έναν άγουρο 21άχρονο ράπερ σαν τον Playboy Carti –σύμβολο μιας διευρυμένης ποπ κουλτούρας με αισθητά πιο εβένινο «χρώμα». Είναι ένα απίστευτα φροντισμένο τερέν, ταμάμ για τα θλιμμένα μουρμουρητά των φωνητικών και για ερμηνείες που επιτηδευμένα κινούνται στο όριο ενός αναστεναγμού, μη διστάζοντας να διυλίσουν ακόμα και το “Creep” των Radiohead (στο “Get Free”) για να κλείσουν το μάτι προς ένα περίτεχνα φτιαγμένο στιγμιότυπο θλίψης, καλά καταχωρημένο πλέον στο μουσικό μας υποσυνείδητο. 

Στο Lust For Life, η Lizzy Grant είναι η πιο πειστική Lana Del Rey που έχουμε ακούσει απ' όταν σάρωσε τα ραδιόφωνα του πλανήτη με το "Summertime Sadness" και το "Blue Jeans". Κι αυτό συμβαίνει γιατί μπορεί και μετατρέπεται σε χρόνο dt από Αθώα Δεσποινίδα σε Κίνδυνο σε Femme Fatale ταινίας του Τζον Χιούστον –από Αλίκη «μες σ' αυτήν τη βάρκα είμαι μοναχή» σε Μέριλιν Μονρό στους Misfits, αν θέλετε πιο συγκεκριμένες αναλογίες, πάντα σε κλασικό ξανθό. Και πουθενά ίσως δεν το αντιλαμβάνεσαι πιο έντονα αυτό από το "Groupie Love", όπου ο A$AP Rocky έρχεται σαν Lee Hazlewood του 21ου αιώνα να καθοδηγήσει τα βήματα της Lana/Nancy σε έναν ερωτικό κόσμο βγαλμένο θαρρείς από το "Superstar" των Carpenters. Το ρετρό (ξανά) ως διαχρονικό, εκτελεσμένο με πιρουέτα φτασμένης μπαλαρίνας.

Το μόνο που εν τέλει προδίδει το Lust For Life είναι η πραγματικά παράλογη διάρκειά του (1 ώρα και 12 λεπτά): στο τόσο άπλωμα έρχονται αναπόφευκτα και ορισμένες στιγμές να σε βγάλουν εκτός κλίματος, θρυμματίζοντας την προσοχή σου και την προσήλωσή σου στο «παιχνίδι». Χαρακτηριστικό παράδειγμα το "Tomorrow Never Came", μια εντελώς αχρείαστη συνεργασία με τον Sean Lennon, γιο του John και της Yoko. 

Από την άλλη, υπάρχουν ορισμένες στιχουργικές στιγμές με σημαντική αξία, η οποία δεν πρέπει να προσπερνιέται αβασάνιστα. Όταν δηλαδή στο "When Τhe World Was Αt War We Kept Dancing" η Lana Del Rey αναρωτιέται «is it the end of an era? Is it the end of America?» δεν παίζει απλά τη μπλαζέ, βαριεστημένη μες τις πέρλες της Νεοϋορκέζα της εποχής του Υπέροχου Γκάτσμπι: εκφράζει και την επίκαιρη ανησυχία ενός τμήματος της αμερικάνικης κοινωνίας, έστω κι αν σπεύδει να την ξορκίσει με την ευχή ενός απροσδιόριστου happy end. Στο δε "Love" το επιτελείο της φτάνει σε μια καταπληκτική χειρονομία απέναντι στη Νεότητα, την οποία η ίδια αποδίδει άριστα. Έχουμε δηλαδή ένα τραγούδι που ναι μεν εκφράζει την αμηχανία των μεγαλύτερων για την πιτσιρικαρία που ενθουσιάζεται ξαναζεσταίνοντας τη μουσική των δικών τους νιάτων («look at you kids with your vintage music»), όμως αρνείται να γίνει πικραμένα γεροντίστικο, χαρίζοντας εν τέλει ένα εγκάρδιο χαμόγελο («doesn't matter 'cause it's enough/To be young and in love»).

Αφήνοντας στη Lorde την ανησυχία να διατηρηθεί κι ένας indie χαρακτήρας ενώ ποιείται pop μουσική, η Lana Del Rey επισφραγίζει εδώ ότι –μετά τον χαμό της Amy Winehouse– είναι αυτή, η Lady Gaga, η Beyoncé, ενίοτε και η Adele, που διαγωνίζονται για τα σκήπτρα της δίχως μεγαθήρια Ψηφιακής μας Εποχής. Έστω κι αν αυτά καταλήγουν στη Lady, τελικά. 



10 Μαΐου 2021

Al-Namrood: حين يظهر الغسق (Heen Yadhar Al Ghasq) [δισκοκριτική, 2014]


Ετοιμάζοντας μια κριτική για τους Omination από την Τυνησία για λογαριασμό του MiC (είναι πλέον δημοσιευμένη εδώ), δεν γινόταν να μην θυμηθώ την περίπτωση των Al-Namrood, οι οποίοι παίζουν black metal στη Σαουδική Αραβία ρισκάροντας διώξεις (ή και χειρότερα). Άλλωστε το όνομά τους σημαίνει «Άπιστοι» στα αραβικά, σε μια στοχευμένη απόπειρα έκφρασης της απέχθειάς τους για τον τρόπο με τον οποίον η θρησκεία ελέγχει την καθημερινή τους ζωή. 

Η μπάντα δρα από το 2008 κι ευτυχώς υπάρχει ακόμα, βγάζοντας τον τελευταίο της δίσκο Wala'at το 2020. Εγώ, πάλι, τους είχα τρακάρει το 2012, στο δεύτερο άλμπουμ Kitab Al Awthan κι έγραψα γι' αυτούς το 2014, όταν έβγαλαν το حين يظهر الغسق (Heen Yadhar Al Ghasq) ή ελληνιστί Όταν Έρχεται Το Σούρουπο: έναν δίσκο θεματικό, ο οποίος μιλάει για τη μετάβαση των αραβικών φυλών από τον παγανισμό στο Ισλάμ. Η τότε κριτική μου δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

Είναι ωραία περίπτωση οι Al-Namrood και, δοθείσης της ευκαιρίας, θα φτιάξω γι' αυτούς κάτι συνολικότερο. Δεν έλκουν δηλαδή μόνο λόγω εξωτισμού/οριενταλισμού, αλλά και επειδή διαθέτουν μια ολόδική τους πρόταση για ένα black metal ποτισμένο από τις μουσικές παραδόσεις της Αραβίας (ακούστε λ.χ. τα σαντούρια, στον συγκεκριμένο δίσκο), το οποίο ενώνει την αψιά ηχώ της ντοπιολαλιάς τους με το Παράδειγμα των Amorphis. 


Ακόμα και στο μυαλό του Bob Dylan, πρέπει να υπάρχει μια συγκεκριμένη άποψη για το heavy metal. Δεν εννοώ βέβαια ότι σε καθίζει κάτω και σου αναλύει τη δισκογραφία των Judas Priest. Εννοώ όμως ότι μπορεί να σου πει τι δεν είναι το metal ή να σου εξηγήσει πόσο απέχει η δική του επαναστατική ματιά στην αμερικάνικη folk από folk metal πρωτοπόρους σαν π.χ. τους Skyclad. Τι γίνονται όμως αυτές οι Δυτικές «κανονικότητες» σαν διαβούν το κατώφλι της Μέσης Ανατολής; Πώς να συλλάβει το Δυτικό μυαλό το ανακάτωμα black metal και αραβικής παράδοσης, που ορθώθηκε εσχάτως ως underground κίνημα σε χώρες με ισχυρό ισλαμικό προφίλ; Πιασ' τ' αυγό και κούρευτο...

Κι όμως, συμβαίνει. Και οι Σαουδάραβες Al-Namrood είναι η μπάντα που όχι μόνο έκανε γνωστή παραέξω την όλη ιστορία (φέρνοντας στο προσκήνιο γκρουπ σαν π.χ. τους Ιορδανούς Bilocate, τους Αλγερινούς Litham ή τους Μπαχρεϊνούς Narjahanam), μα προσωποποίησε κι αυτήν την τάση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο: δίσκοι σαν το Estorat Taghoot (2010) ή το Kitab Al-Awthan (2012) άνοιξαν μια χαραμάδα φρεσκάδας στο τείχος των δεδομένων μας, επιτρέποντάς μας να φανταστούμε αλλιώς όχι μόνο το black metal, μα και το metal συνολικότερα. Η ρίψη δηλαδή της  πλουσιότατης παράδοσης της Αραβικής Χερσονήσου στον μαυρομεταλλικό ορίζοντα δεν έγινε μόνο –για τους εκεί– σημαία του καταπιεσμένου συλλογικού ψυχισμού μιας μειοψηφούσας νεολαίας, μα κόμισε και στους εδώ μια νέα οπτική για το πώς το αλλότριο καθίσταται οικείο, βρίσκοντας σπαρταριστούς τρόπους συνύπαρξης με μια κατά κανόνα «κλειστή» τοπική ταυτότητα. Κάτι τέτοιες στιγμές, λατρεύω την Παγκοσμιοποίηση.

Μη μπουρδουκλώνεστε, πάντως· εξακολουθούμε να μιλάμε για metal. Βαρύ, καταχθόνιο metal, το οποίο ανθεί σαν κατάμαυρο τριαντάφυλλο στα «κλαδιά» ανατολίτικων κλιμάκων και δημωδών ενορχηστρώσεων. Και το Heen Yadhar Al Ghasq (Όταν Φτάνει το Σούρουπο, σε κάπως ελεύθερη μετάφραση) διατηρεί το μομέντουμ της φωτιάς που άναψαν οι Al-Namrood: τους βρίσκει στα πιο τεχνικά τους σαν οργανοπαίχτες και συνεχίζει το σφριγηλό στιχουργικό concept των προηγούμενων δίσκων –αυτή τη φορά καταπιάνεται με τη μετάβαση των Αράβων από τον παγανισμό στο Ισλάμ. Παράλληλα, τα σαντούρια εξακολουθούν να βρίσκουν δυναμικούς τρόπους διάβρωσης των Δυτικών δανείων, ενώ τα φωνητικά του Humbaba μπολιάζουν τους Amorphis στην αψιά ηχώ της αραβικής γλώσσας ("Subat", "A Aj Al Safeeh").

Παρ' όλα αυτά, κάτι εδώ σε γυροφέρνει σαν ενοχλητικό κουνούπι· κάτι σου αφήνει την αίσθηση πως, σε σημεία, η κοψιά των Al-Namrood σαν να έχει λίγο στομώσει. Ακούγοντας δηλαδή τραγούδια σαν τα "Youm Yukram Al Jaban" και "Bat Al Tha Ar Nar Muheja", σου σφηνώνεται η υποψία πως στην τραγουδοποιία τους δεν βαραίνει πια το μονότονα ψιλόκοκκο τοπίο της Αραβικής Ερήμου ή η ασφυκτική εξουσία των αγιατολάδων στη σαουδαραβική καθημερινότητα, μα η αναπαραγωγή μιας επιτυχημένης σύμβασης. Πολύ νωρίς ρε παλικάρια για μια μπάντα με μόλις 6 χρόνια ύπαρξης και μια χούφτα κυκλοφορίες...

Το Heen Yadhar Al Ghasq παραμένει πάντως ένας αξιόλογος δίσκος, κι ας μην είναι και ο καλύτερός τους μέχρι σήμερα. Οι Al-Namrood συντηρούν δυνάμεις και φανερώνουν μια νεοαποκτηθείσα άνεση στη διαχείριση των εκφραστικών τους μέσων, που κατά σημεία επιτρέπει να γίνονται αβίαστα «ανατολικότεροι». Ίσως, λοιπόν, απλά προσπαθούν να σπριντάρουν ενώ δεν έχει φτάσει ο καιρός για κάτι τέτοιο. Ή, ίσως, εκφράζουν μια (θεμιτή) αμηχανία για το ξαφνικό λούσιμό τους από τα φώτα της Δυτικής δημοσιότητας. Ίσως, πάλι, φταίει η τάση τους να αλλάζουν τραγουδιστές σαν τα πουκάμισα –μπορεί η θεατρικότητα του Humbaba να μην έχει κάτσει ακόμα και τόσο καλά. Αν και για να το διαπιστώσουμε αυτό θα πρέπει να τον αφήσουν να παραμείνει για ένα ακόμα άλμπουμ.