Ο Στυλιανός Τζιρίτας και το Μαστίγιο του Βλάχου, αρχαίες λίμνες στον πλανήτη Άρη, ξεχασμένα βιβλία της Έλενας Ακρίτα σε τρόλεϊ, αναφορές στους Σελτζούκους, αλλά και μουσικές επιλογές από την R'n'B σκηνή του Κονγκό και την αυτόνομη δημοκρατία της Τουβά.
Θα μπορούσε να είναι και Συχνοτική Συμπεριφορά, εντούτοις ήταν Κόκκινος Πετεινός, ηχογραφημένος ως «κονσέρβα» ενόψει του Δεκαπενταύγουστου του 2016. Λίγο πιο λάιτ δηλαδή η ενημέρωση, λίγη περισσότερη η εστίαση στα μουσικά.
Μπορείτε να βρείτε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ. Καθώς η εκπομπή ανεβαίνει από το μικρό αρχείο το οποίο διατηρούμε με τον Στυλιανό Τζιρίτα, δεν περιέχει ούτε τα δελτία ειδήσεων που αναλογούν στην έναρξη και στη συμπλήρωση της μίας ώρας, ούτε τα ανά ημίωρο διαφημιστικά διαλείμματα.
Το μουσικό πρόγραμμα, είχε ως εξής:
1. ΕΣΤΟΥΔΙΑΝΤΙΝΑ ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ (ΒΟΛΟΥ): Ο Χορός Του Ασίκη
2. ΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ: Τα Ζηλιάρικά Σου Μάτια
3. STEVE JANSEN, MICK KARN & RICHARD BARBIERI: Breakable Moons
Κάμποση κλασική μουσική τελευταία, αφού έχω συνδεθεί σταθερά με το Bergen της Νορβηγίας, παρακολουθώντας το θαυμάσιο Wintermezzo Festival που στήθηκε εκεί –για το οποίο ετοιμάζεται κι ένα συνολικό ραπόρτο για το MiC (αν και ο αρχισυντάκτης δεν το γνωρίζει ακόμα!).
Το φεστιβάλ έδωσε παράλληλα αφορμή για να ξαναγυρίσω σε διάφορα κείμενα γραμμένα για εγχώριες κλασικές βραδιές. Εν προκειμένω, πάμε πίσω στον Οκτώβριο του 2013, όταν ο δημοφιλής Καναδός πιανίστας Alain Lefèvre κατέφτασε στο Μέγαρο Μουσικής για να συμπράξει με τη «δική μας» Καμεράτα - Ορχήστρα Των Φίλων Της Μουσικής.
Είναι βέβαια θεατρίνος μέγας ο Lefèvre και ο τρόπος του κάπου «κλωτσάει» απέναντι στον κλασικό κώδικα, με έναν τρόπο που είναι οπωσδήποτε αμφιλεγόμενος, παρά τους θαυμαστές τους οποίους έχει βρει. Ωστόσο, όταν θέλει, είναι και ουσιαστικός βιρτουόζος· κάτι που αποδείχθηκε και στην Αθήνα, σε μια βραδιά που είχε τα πάνω και τα κάτω της, μα άφησε θετική εντύπωση στο φινάλε.
H τότε ανταπόκρισή μου δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.
Παρότι ήξερα τι πήγα να δω στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής, στην πράξη δεν πολυκαταλάβα το γιατί οργανώθηκε όπως οργανώθηκε η συγκεκριμένη συναυλία. Θέλω να πω ότι, εντάξει να παίξει λίγο μόνη της η Καμεράτα, ασφαλώς να παίξει και λίγο σόλο ο Alain Lefèvre, ποιο όμως το νόημα της συνύπαρξης, εάν δεν επιδιωκόταν η σύμπραξη, το αλισβερίσι; Άλλωστε εκείνο που πυροδότησε τελικά τα μανιασμένα χειροκροτήματα και τις ιαχές των «μπράβο!», ήταν ακριβώς το ότι ο δημοφιλής Καναδός και η διαρκώς ανερχόμενη ορχήστρα μας στάθηκαν επιτέλους πλάι-πλάι στο φινάλε της βραδιάς, μεγαλουργώντας στο "Κοντσέρτο αρ. 1 για πιάνο, τρομπέτα και έγχορδα, έργο 35" του Ντμίτρι Σοστακόβιτς.
Η Καμεράτα, πάντως, ξεκίνησε εξίσου εντυπωσιακά. Έχει τύχει να τη δω σε διάφορες φάσεις της πορείας της τα τελευταία χρόνια, ενώ όμως έπαιζε εκείνους τους τρεις εμπνευσμένους από τη δημοτική μας παράδοση χορούς του Νίκου Σκαλκώτα για ορχήστρα εγχόρδων ("Μαζωχτός", "Ηπειρώτικος", "Τσάμικος"), διέκρινα ένα νεοαποκτηθέν σφρίγος, καθώς κι ένα ολοφάνερα κατακτημένο σκαλί. Ρόλο βέβαια έπαιξε ασφαλώς και ο Ηλίας Βουδούρης, ο οποίος και διηύθυνε την ορχήστρα. Γιατί μπορεί να περιμένεις από έναν μαέστρο να είναι ζωηρός, εκείνος όμως διέθετε το κάτι το παραπάνω: η λεπτότητα και η σβελτάδα των κινήσεών του, μαζί με κάποια φευγαλέα (σχεδόν χορευτικά) πέρα-δώθε του κορμού, πρόδιδαν έναν βαθμό άμεσης ψυχικής επαφής με τα ούτως ή άλλως εξαιρετικά έργα του Σκαλκώτα.
Αντιθέτως, βρήκα τον Τσαϊκόφσκι της διαυγή, αλλά χωρίς πνοή: τα πάντα δούλευαν ρολόι στη "Σερενάτα Για Έγχορδα", μα η εκτέλεση έχανε σε προσωπικότητα. Ακόμα και οι εξάρσεις, ενώ αποδόθηκαν σωστά, έμοιαζαν κάπως αποχυμωμένες, με αποτέλεσμα να διασπαστεί η προσοχή μου και να αρχίσω να αναρωτιέμαι πότε ακριβώς θα βλέπαμε επιτέλους τον Alain Lefèvre. Το νοερό ερώτημά μου απαντήθηκε γύρω στο 40άλεπτο μετά την έναρξη, όταν ο Βουδούρης και οι σολίστ αποσύρθηκαν και δύο άτομα του προσωπικού μετακόμισαν το πιάνο από το αριστερό άκρο στο μέσον της σκηνής, απέναντι ακριβώς από τη μπροστινή σειρά των θεατών. Ο κόσμος, παρεμπιπτόντως, ήταν αρκετός. Όχι πολύς –αρκετά καθίσματα έμειναν άδεια σε πλατεία και θεωρεία– όχι πάντως και λίγος.
Ο Lefèvre, τώρα, είναι από εκείνους τους πιανίστες-σταρ. Μπορεί να μην συγκαταλέγεται στους κορυφαίους των σύγχρονων κλασικών εκτελεστών (βρίσκεται μάλλον προς το μέσον), αλλά ο αριστοκρατικός του αέρας, ορισμένοι αγαπητοί στο μεσήλικο κοινό θεατρινισμοί και ο χειμαρρώδης τρόπος με τον οποίον εκφράζεται πάνω στα πλήκτρα, διαθέτουν κάτι από την αύρα των φτασμένων ποπ και ροκ αστέρων.
Ενώ λ.χ. έπαιζε ένα δικό του έργο εμπνευσμένο από τη χώρα μας, το "Impressions Hélléniques Pour Piano Solo: Ilios, Thalassa & Anemos", έδενε τις μελοδραματικές εξάρσεις με μια περφόρμανς που έδειχνε να πλέει στο συναίσθημα. Για ορισμένους, ίσως εδώ να υπάρχει μια υπερβολή, η οποία με τον καιρό έχει γίνει και λιγάκι μανιέρα. Μην έχετε ωστόσο καμία αμφιβολία: ο Lefèvre είναι ο εαυτός του· έτσι αντιλαμβάνεται τον ρόλο του πιανίστα, έτσι επικοινωνεί με το πιάνο. Κι αν το κομμάτι που παρουσίασε κόμισε επιτυχώς μια γεύση από την Ελλάδα του Αττίκ και του Μάνου Χατζιδάκι, δένοντάς τη με τον κινηματογραφικό λυρισμό του Érik Serra στο Απέραντο Γαλάζιο (1988), εκείνος το σέρβιρε με το πάθος ενός Τόλη Βοσκόπουλου. Μην προτρέχετε παρακαλώ, αυτό εγώ το μετράω για καλό. Απλά γρήγορα αποδείχθηκε ότι μια τέτοια προσέγγιση δεν κολλάει με κάθε στιγμιότυπο: το αμέσως επόμενο "Concerto De Québec" του συμπατριώτη του André Mathieu, για παράδειγμα, απαιτούσε μια εγκράτεια που εμφανώς λείπει από τον Lefèvre.
Και έφτασε επιτέλους η στιγμή που ο Lefèvre θα συναντούσε την Καμεράτα, πράγμα που πιστεύω θα έπρεπε να είχε επιδιωχθεί νωρίτερα για το χατίρι όλων μας. Στην παρέα προστέθηκε κι ένας ακόμα εξαιρετικός σολίστ –ο Παναγιώτης Καίσαρης στην τρομπέτα– και όλοι μαζί καταδύθηκαν στον Σοστακόβιτς, προσφέροντάς μας μια εκτέλεση που, όπως ήδη είπα, υπήρξε συγκλονιστική. Η Καμεράτα να δείχνει το καλύτερο πρόσωπό της, ο Καίσαρης να ανοίγει διαύλους επικοινωνίας προς την τζαζ σκέψη (ενώ βεβαίως παρέμενε γερά ριζωμένος στο κλασικό αιτούμενο) και ο Lefèvre να παίζει εκπληκτικά, με άκρατο μεσογειακό ταμπεραμέντο. Απολαυστικά τα λιτά χαμηλώματα και τα έξοχα «σβησίματα», συναρπαστικές οι κορυφώσεις. Από τα πλέον χαρακτηριστικά σημεία, τα δευτερόλεπτα όπου τα δοξάρια των βιολιστών συγχρωτίζονταν ακίνητα στον αέρα μετά από ένα δυναμικό ξέσπασμα, όντας σε απόλυτη συνάφεια με την αεικίνητη μπαγκέτα του Βουδούρη, αλλά και με έναν παραληρηματικό, ιδρωμένο Lefèvre, σκυμμένο πάνω από το πιάνο με τις γραμμές προσώπου του γεμάτες ένταση.
Στο τέλος έσπασε επιτέλους και η βαρετή τυπολατρεία των κλασικών, όταν ο Lefèvre άρπαξε και αγκάλιασε σφιχτά τον Βουδούρη (αντί της συνηθισμένης χειραψίας), κάνοντας το ίδιο κατόπιν και για τον Καίσαρη, μα και για το πρώτο βιολί της Καμεράτα. Για να μην πω ότι μας μίλησε, με τα μισά γαλλικά του και τα σπασμένα αγγλικά του, τονίζοντας τη (γνωστή) αγάπη του προς τη χώρα μας, προτού μας καληνυχτίσει με ένα μικρό σόλο encore. Φύγαμε κι εμείς απογειωμένοι, με αρκετούς να παραμιλούν γι' αυτόν τον Σοστακόβιτς κι εμένα να εύχομαι για μια πλήρη ελληνοκαναδική σύμπραξη την επόμενη φορά.
Η Μάρθα Φριντζήλα είναι λίγο μεγαλύτερή μου, ωστόσο θα ήμουν ψεύτης αν έλεγα ότι έχω σαφή άποψη για όλα όσα έχει κάνει στη μέχρι τώρα πορεία της, καθώς δεν είναι και λίγα: ηθοποιός, σκηνοθέτρια, τραγουδίστρια, καθηγήτρια υποκριτικής, ιδιοκτήτρια του χώρου τέχνης και εκπαίδευσης Baumstrasse.
Ακόμα και σε αυτούς τους χαλεπούς (ελέω κορωνοϊού) καιρούς για την καλλιτεχνική δράση, πρωταγωνίστησε στην κατά Δημήτρη Λιγνάδη Μήδεια –με την οποία έκανε εγκαίνια η νέα Ερευνητική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, πριν κάποιες μέρες– ενώ την Κυριακή 31 Ιανουαρίου θα δώσει συναυλία στο θέατρο Πορεία μαζί με την Κατερίνα Πολέμη. Στο μεταξύ, βρέθηκε χθες βράδυ και στο "Μουσικό Κουτί" (μαζί με τη Μαρία Παπαγεωργίου), την εκπομπή δηλαδή που κάνουν ο Νίκος Πορτοκάλογλου με τη Ρένα Μόρφη στην ΕΡΤ1 και βλέπω ότι αρέσει σε διάφορους φίλους μου στο Facebook που παρακολουθούν το ελληνικό τραγούδι.
Κάπου βέβαια διάβασα κι ένα «όχι άλλο έντεχνο», από έναν από αυτούς τους φεϊσμπουκικούς φίλους που ασχολούνται ενεργά με τα μουσικά. Το σχόλιο όμως το βρίσκω άδικο, όσον αφορά τη Φριντζήλα.
Δεν ξέρω δηλαδή αν είναι πάντα τόσο καλή σε όλα όσα κάνει, πάντως το πρόγραμμα "Εξομολογήσεις" που παρουσίασε το 2018 στο UpStage του Γυάλινου Μουσικού Θεάτρου συγκαταλέγεται στις σπουδαιότερες ζωντανές παραστάσεις που δόθηκαν σε τούτο τον τόπο κατά την τελευταία δεκαετία –με ή δίχως την «έντεχνη» ταμπέλα. Καταλαβαίνω ασφαλώς πόσο έχει κουράσει η τελευταία με τη συνεχή της, επίμονη μετριότητα. Όμως οι "Εξομολογήσεις" της Φριντζήλα ήταν μια εις βάθος ματιά σε όλον τον κορμό του ελληνικού τραγουδιού, δοσμένη με ζηλευτές ισορροπίες και χωρίς τυμπανοκρουσίες.
Κι εγώ βέβαια που τα γράφω τώρα αυτά, άργησα να πάρω χαμπάρι τις "Εξομολογήσεις" ενόσω έτρεχαν στο Γυάλινο. Βρέθηκα τελικά εκεί τον Δεκέμβριο του 2018, σε ένα τραπέζι στο πλάι της σκηνής, μαζί με τη Χριστίνα Κουτρουλού και τον Θάνο Λαΐνα. Και δεν πίστευα στ' αυτιά μου. Το κείμενο που προέκυψε δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται εδώ ένεκα της τρέχουσας φριντζήλειας επικαιρότητας, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.
* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα
Σε παλιότερη συνέντευξη, η Μάρθα Φριντζήλα είχε δεχτεί την «κλασική» (για την περίπτωσή της) ερώτηση, αν είναι δηλαδή τελικά τραγουδίστρια, ηθοποιός ή σκηνοθέτρια. Είχε απαντήσει «μαγείρισσα». Και βλέποντάς τη στο UpStage του Γυάλινου Μουσικού Θεάτρου, στο τελευταίο Σάββατο των επιτυχημένων "Εξομολογήσεων" (που πλέον μετακομίζουν Παρασκευές, για το υπόλοιπο του Δεκέμβρη), σκέφτηκα ότι έχει απόλυτο δίκιο.
Είναι μαγείρισσα η Μάρθα Φριντζήλα, γιατί ψωνίζει οικεία «υλικά», με τα οποία φτιάχνει κατόπιν νόστιμα πιάτα με τη δική της σφραγίδα. Δεν κράτησα «σκορ» στις "Εξομολογήσεις", όμως η πλειονότητα των όσων ακούσαμε ήταν διασκευές. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το ένα από τα τρία εντυπωσιακά στοιχεία του εν λόγω προγράμματος: δεν ξέρω κανέναν άλλον καλλιτέχνη στη χώρα μας τη δεδομένη στιγμή, που να είναι σε θέση να κάνει κάτι τέτοιο. Να παίζεις επί ώρες τραγούδια άλλων ισοδυναμεί με κουτσό στην άκρη απότομου γκρεμού, αφού μπορούν να πάνε στραβά χίλια πράγματα. Όμως στη Φριντζήλα δεν πάει τίποτα στραβά. Και δεν είναι θέμα τύχης, αλλά ζήτημα (βαθιάς) σπουδής και μεθόδου. Το έχει προφανώς αγαπήσει το ελληνικό τραγούδι, αλλά το έχει επίσης σκεφτεί και το έχει μελετήσει. Γι' αυτό και το «μαγειρεύει» τόσο καλά.
Φυσικά, η απάντηση εκείνη ήταν χιουμοριστική. Και από χιούμορ, η Φριντζήλα διαθέτει άφθονο. Υπήρξαν σημεία όπου τα γέλια αντήχησαν κατά μήκος του κατάμεστου UpStage, ιδιαίτερα στις ιστορίες που μας διηγήθηκε από τα σχολικά της χρόνια ή σε στιγμές μιας υψηλού επιπέδου αυτοπαρωδίας, όταν λ.χ. σχολίασε το νέο της ξανθό μαλλί ως «Μποφίλιου από τα Lidl». Τονίζω ξανά ότι γελάσαμε πολύ στην παράσταση, γιατί θα νόμιζες σε πρώτη εντύπωση ότι κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δυνατόν –η Φριντζήλα άλλωστε μας προειδοποίησε από την αρχή, αφού μπήκε με το "Έλα Πάρε Μου Τη Λύπη", ότι ήταν το μόνο χαρούμενο κομμάτι που θα ακούγαμε.
Το πρόγραμμα αποδείχθηκε πράγματι «βαρύ», γεμάτο με τραγούδια λυπημένα, τα οποία κοινωνούσαν μελαγχολικούς στοχασμούς και θλιμμένα μεταίχμια ζωής. Και οι έντεχνες σκηνές μας έχουν μάθει να αντιδρούμε σε τέτοιο ρεπερτόριο με σκυθρωπή σοβαροφάνεια· με δύσμορφο σέβας. Κι όμως, εδώ ακριβώς σημειώθηκε το δεύτερο εντυπωσιακό σημείο του προγράμματος. Συγκινείσαι, μα στο τέλος φεύγεις ανάλαφρος και γελαστός. Γιατί η Φριντζήλα αποδεικνύεται μεταξύ άλλων και αρχόντισσα των ισορροπιών: σε μπάζει και σε βγάζει στις διαθέσεις με τέτοιον τρόπο, ώστε να σου μένει όλη η ουσία από τα νοήματα των τραγουδιών, όσο το επιφανειακό βάρος ξορκίζεται από τις διηγήσεις και τα αστεία μεταξύ των επιλογών.
Είναι μια επιτυχία που οφείλουμε να πιστώσουμε στην περσόνα της Φριντζήλα, η οποία δείχνει να εμπεριέχει αυθεντικά και το ένα και το άλλο. Ωστόσο, σε μια σκηνική επιτέλεση, δεν θα μπορούσε να το κάνει τόσο καλά χωρίς τους μουσικούς που τη συνόδευσαν. Στο ένα άκρο της σκηνής, στο πιάνο, καθόταν ο πάντα εξαιρετικός Τάκης Φαραζής. Στο άλλο, ο μετρημένος μα ακριβής Βασίλης Μαντζούκης –ο σύζυγος της, δηλαδή– ο οποίος έπαιξε ντραμς και κιθάρα. Και πίσω από την πρωταγωνίστρια ο καίριος μπασίστας Αντώνης Μαράτος.
Ενορχηστρωτικά το πράγμα άγγιξε την τζαζ, αλλά όχι με τους δεδομένους τρόπους που έχουμε μάθει από άλλες μουσικές σκηνές. Εδώ υπήρχε γνώση και άποψη, με αποτέλεσμα να έρθει στο προσκήνιο ένας διάλογος έντεχνης εντοπιότητας και Δύσης, ο οποίος βοήθησε να ενταχθούν ομαλά στον «καμβά» του προγράμματος και αρκετές διεθνείς επιλογές. Φτάνουμε λοιπόν εδώ στο τρίτο εντυπωσιακό στοιχείο των Εξομολογήσεων: η Φριντζήλα τραγούδησε στα ισπανικά, στα ιταλικά (τη ναπολιτάνικη "Maruzella"), στα γραικάνικα, στα γαλλικά ("Padam Padam" της Edith Piaf, σε βροντερή εκτέλεση που έσβησε για λίγο από το μυαλό μας τις ασχήμιες του Πάνου Μουζουράκη), στα αγγλικά (τη "Martha" του Tom Waits) και στα ρώσικα, όντας σε κάθε περίπτωση χάρμα.
Στο εγχώριο μέρος των "Εξομολογήσεων" ακούσαμε τραγούδια πασίγνωστα όπως το "Σ' Ακολουθώ" του Μάνου Λοΐζου να μπαίνουν δίπλα σε απρόσμενες στιγμές, λίγο χαμένες στο βαθύ ποτάμι της ελληνικής δισκογραφίας, όπως λ.χ. το "Σαντιάγο" του Μίκη Θεοδωράκη (το είχε πει πίσω στο 1986 ο Ζωρζ Μουστακί). Και «δεδομένους» πλέον καλλιτέχνες σαν την Αρλέτα και τον Τζίμη Πανούση, αλλά όχι στις πιο προφανείς επιλογές –παίχτηκαν, αντίστοιχα, το "Η Ομίχλη Μπαίνει Από Παντού Στο Σπίτι" και η "Μάγισσα Μανούλα", σε ένα αφοπλιστικό στιγμιότυπο. Φτάσαμε πίσω στο 1934, στη "Γυφτοπούλα" του Γιώργου Μπάτη, σταθήκαμε "Απόψε Σιωπηλοί" μνημονεύοντας ξανά τον μέγα Νίκο Παπάζογλου, απολαύσαμε μια έξοχη εκτέλεση στο "Θα Με Δικάσει" στο encore, όταν επί σκηνής ανέβηκε για λίγο και ο Παναγιώτης Τσεβάς, ο οποίος βρισκόταν με φιλική παρέα σε ένα από τα τραπέζια του UpStage.
«Θα πείτε μετά και στους φίλους σας να έρθουν», είπε σε κάποιο σημείο αστειευόμενη η Μάρθα Φριντζήλα. Εγώ ωστόσο δεν αστειεύομαι καθόλου προτρέποντάς σας να πάτε οπωσδήποτε να τη δείτε. Ε, και ναι, να πάρετε και τους φίλους σας.
Έναν μικρό χαμό προξένησε το Σάββατο 23 Ιανουαρίου ο Πασχάλης, εμφανιζόμενος στη γνωστή εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου "Στην Υγειά Μας". Όσοι παλιότεροι είχαν χρόνια να τον εντοπίσουν –όπως ο πατέρας μου, ας πούμε– εντυπωσιάστηκαν από το πόσο καλά κρατάει τη φωνή του και την ενεργητικότητά του (είναι 74 ετών, αισίως), ενώ ακόμα και νεότεροι του έβγαλαν το καπέλο με διάφορα πνευματώδη σχόλια στο Twitter, τύπου «Δεν ξέρω για εσάς αλλά οι γονείς μου εδώ και ώρα είναι σκασμένοι που ο Πασχάλης σ αυτή την ηλικία είναι έτσι».
Για όσους βέβαια δεν έχουμε πάψει να παρακολουθούμε τι κάνει ο Πασχάλης, οι παραπάνω επιδόσεις δεν αποτελούν έκπληξη. Προσωπικά, μάλιστα, κυνηγούσα καιρό να τον δω σε ζωντανή δράση κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας και όλο κάτι τύχαινε και δεν γινόταν. Τα κατάφερα τελικά στις 8 Απριλίου του 2017, όταν έπαιξε στο Κύτταρο, υπερβαίνοντας το άνισο του προγράμματος, το οποίο εξελίχθηκε σε ξέφρενο πάρτυ που κράτησε (παρακαλώ) ως τις 3 παρά τα ξημερώματα. Τις εντυπώσεις μου τις κατέγραψα τότε σε μια ανταπόκριση που δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.
Να πούμε ασφαλώς, στο σημείο αυτό, ότι ο Πασχάλης δεν εμφανίστηκε έτσι στα ξεκούδουνα στο "Στην Υγειά Μας", καθώς έχει επιστρέψει δισκογραφικά με ένα φρέσκο τραγούδι ονόματι "Ή Εσύ Ή Εγώ" –σε μουσική της κόρης του Ζηνοβίας Αρβανιτίδη και σε στίχους δικούς του. Έχει μάλιστα και βιντεοκλίπ, το οποίο βρίσκεται εύκολα στο YouTube.
* οι φωτογραφίες από τη βραδιά στο Κύτταρο είναι του Θάνου Λαΐνα
Παρότι κυνηγούσα καιρό να δω τον Πασχάλη Αρβανιτίδη, έφτασα στο Κύτταρο με μετριασμένο τον πήχη των φιλοδοξιών και έχοντας παρεξηγήσει ορισμένα πράγματα. Είχα βάλει δηλαδή μια «οροφή» στο τι περίμενα από έναν τραγουδιστή ο οποίος τα έχει πια πατήσει τα 70, ενώ είχα μείνει παράλληλα με την εντύπωση ότι θα έβλεπα μια συναυλία. Σε καμία περίπτωση δεν υπολόγισα πως θα βρισκόμουν εκεί μέχρι τις 3 παρά το πρωί, παρακολουθώντας ένα φουλ πρόγραμμα –για το οποίο είχαν μάλιστα εγκατασταθεί και τραπεζάκια στο ιστορικό λαϊβάδικο της Ηπείρου & Αχαρνών– και ότι θα μου έπεφτε το σαγόνι με την απόδοση του Πασχάλη.
Παίρνοντας τα πράγματα με μια σειρά, τη βραδιά άνοιξε ο Stelios Mac (κατά κόσμον Στέλιος Μακρυπλίδης), ο ηλεκτρικός δηλαδή κιθαρίστας της μπάντας του Πασχάλη. Στη συνέχεια θα γινόταν εξαιρετικά αντιληπτό γιατί κατέχει το πόστο –είναι πράγματι ένας πολύ καταρτισμένος μουσικός, με δυναμικό παίξιμο, μα και με στιβαρή σκηνική παρουσία– αλλά εκεί στην αρχή του προγράμματος ομολογώ ότι με κούρασε. Αν και διάλεξε καλά τραγούδια από τη δεξαμενή των διεθνών ποπ/ροκ επιτυχιών της δεκαετίας του 1980, τα υπερασπίστηκε ερμηνευτικά με ένα στυλ που προσπαθούσε να ισορροπήσει μεταξύ Elvis Presley, Bruce Springsteen και Michael Bolton. Ακούγεται άσχημο αυτό που θα πω, μα μου θύμισε επαρχιώτη ροκά περασμένων δεκαετιών.
Ο Πασχάλης βγήκε αθόρυβα στη σκηνή και μπήκε κατευθείαν στο «ψητό». Μέχρι δε να τελειώσει το πρώτο μισό της εμφάνισης και να αποσυρθεί για ένα διάλειμμα, είχε ήδη ξετρελάνει όλο το Κύτταρο, ρίχνοντας τη μία επιτυχία πίσω από την άλλη, τόσο από τα χρόνια των Olympians (ο πρώτος χαμός έγινε άλλωστε μόλις ακούστηκε ο "Τρόπος"), όσο και από εκείνα της προσωπικής του διαδρομής κατόπιν. Στην αρχή η φωνή του χρειάστηκε ένα κάποιο ζέσταμα, ήδη όμως στη δεύτερη/τρίτη επιλογή του set είχε βρει την πλήρη φόρμα της. Κι αυτό, σε συνδυασμό με το κέφι του, τα άρτια παιξίματα των μουσικών του και τον δεδομένο αντίκτυπο τραγουδιών σαν τα "Παραδώσου Λοιπόν", "Το Κορίτσι Του Μάη", "Τζοάνα", "Κόπα Καμπάνα", "Ο Αλέξης", "Αν Μια Μέρα Σε Χάσω", "Μάθημα Σολφέζ", "Στο Μπαράκι" και "Κατερίνα Κατερινάκι", δεν άργησαν να δημιουργήσουν γενικό ξεσηκωμό: κάθε παρέα από τους καθισμένους τραγουδούσε ενθουσιωδώς, κάθε παρέα από τους όρθιους το έριξε στον χορό.
Ήταν φοβερός ο Πασχάλης το Σάββατο στο Κύττταρο. Σε τέτοιον βαθμό, ώστε αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε αν παίζει playback. Κάποια όμως μικρολαθάκια εδώ, κάποιες μικροαλλαγές εκεί, πρόδιδαν το «ζωντανό» του όλου πράγματος, αφήνοντάς μας εντυπωσιασμένους για την άνεση μα και την έκταση της φωνής του. Όταν μάλιστα είπε το "Μου Χρωστάς Μια Καληνύχτα" –ένα από τα λιγότερο γνωστά τραγούδια του, από τη δισκογραφία του στα 1990s– έμεινα σέκος: το είπε σχεδόν όπως το θυμάμαι, με τη φωνή του να ακούγεται αναλλοίωτη σε αυτά τα 20καιβάλε χρόνια τα οποία έχουν μεσολαβήσει. Μία ακόμα ιδιαίτερη στιγμή σημειώθηκε όταν έφτασε η ώρα για το "Οι Καταπληκτικοί"· ελλείψει της κόρης του, με την οποία το πρωτοτραγούδησε, ανέβηκε στη σκηνή μία κοπέλα από το κοινό, παίρνοντας το μικρόφωνο και τον ρόλο εκείνης. Το ηχηρό χειροκρότημα, της άξιζε πέρα για πέρα.
Το διάλειμμα δυστυχώς έριξε τους τόνους, καθώς το γέμισε ένα μακροσκελές δεύτερο set του Stelios Mac (βλέπε φωτογραφία άνωθεν), βασισμένο στη συνταγή της έναρξης. Μπορεί ο Πασχάλης να εντάχθηκε οργανικά σε όλο αυτό όταν επέστρεψε, αναλαμβάνοντας τα ηνία για μια αναφορά σε αθάνατες ροκ εν ρολ επιτυχίες ("Rock Around The Clock" και τα σχετικά), αλλά κάπου εκεί το πράγμα άρχισε να ξεχειλώνει.
Μια από καρδιάς ερμηνεία στο "House Of The Rising Sun" μας εντυπωσίασε ξανά, όμως η προαναφερθείσα αίσθηση παρέμεινε κι έγινε μάλιστα ακόμα πιο έντονη όταν ανέβηκε στη σκηνή η Πωλίνα, ως έκτακτη καλεσμένη, μιας και βρισκόταν πρώτο τραπέζι πίστα με την παρέα της. Διάλεξε να πει τα "Push Ups" –ενώ έχει καλύτερα τραγούδια– και μετά έμεινε κάμποσο εκεί πάνω, σε όλο το πέρασμα που έκανε ο Πασχάλης από 1980s επιτυχίες άλλων ποπ συναδέλφων ("Ορκίσου", "Στοιχηματίζω", "Δικός Σου Για Πάντα" κτλ.). Τίποτα ωστόσο από αυτά δεν πρόσφερε φρέσκο αέρα στο πρόγραμμα: οι εκτελέσεις ήχησαν λίγο διεκπεραιωτικές και η Πωλίνα διέθετε μεν το γνωστό της μπρίο, μα δεν συμμετείχε και ιδιαίτερα στα φωνητικά, καταλήγοντας έτσι λίγο διακοσμητική.
Αν και η πλειονότητα του κόσμου εξακολούθησε να περνάει καλά (και να το δείχνει), το set ζωντάνευε πραγματικά μόνο όταν ο Πασχάλης επέστρεφε σε δικά του κομμάτια σαν το "Φύγε Σε Παρακαλώ", το τρυφερό "Πες Το Πάλι Αγάπη Μου" ή τα "Ουρανέ Που Περνάς", "Πώς" και "Το Τραγούδι Μου". Η ισορροπία αποδείχθηκε λοιπόν εύθραυστη. Οι εντυπώσεις κερδήθηκαν από τον ενεργητικό τρόπο με τον οποίον ο Πασχάλης κατέβηκε από τη σκηνή, περνώντας από πραγματικά κάθε παρέα όρθιων και καθήμενων με το μικρόφωνό του, μα χάθηκαν στο σημείο που άρχισε να λέει ελαφρολαϊκές επιτυχίες συνδεδεμένες με τον Γιάννη Πουλόπουλο, σαν το "Άγαλμα" ή το "Μέθυσε Απόψε Το Κορίτσι Μου". Δεν ήταν ότι τα είπε άσχημα αυτά τα τραγούδια, όμως ήχησαν κάπως σαν ξένο σώμα. Σαν κάτι δηλαδή που χρησίμευε για να επιμηκύνει χρονικά το πρόγραμμα και να ταιριάξει στην αισθητική μιας περίστασης με τραπεζάκια, φιάλες κρασιού και φρούτα.
Το φινάλε, πάντως, μας βρήκε όλους όρθιους, να χειροκροτούμε τη δεύτερη εκτέλεση του "Παραδώσου Λοιπόν" και να βγάζουμε το καπέλο στον αειθαλή Πασχάλη. Η βραδιά παραμένει μάλιστα πολύ ζωντανή στη μνήμη μου ακόμα και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές –έστω και με το παράπονο ότι δεν μας είπε ούτε την "Προϋπηρεσία", ούτε τη "Λόλα". Ίσως την επόμενη φορά;
Η συνέντευξη με τη Στέλλα Κονιτοπούλου (εδώ), άνοιξε τον δρόμο και για μια συνάντηση με τη μητέρα της Αγγελική Κονιτοπούλου, με την επικαιρότητα του 2009 να δίνει την κατάλληλη αφορμή, καθώς τότε κυκλοφόρησε τον δίσκο Γαλάζια Θάλασσα στη General Music –το Discogs δεν τον έχει, αλλά υπάρχει και ίσως να ήταν ο τελευταίος της μέχρι σήμερα.
Από τις σημαίνουσες κυρίες του νησιώτικου ρεπερτορίου, με υποδέχτηκε στο σπίτι της στο Γαλάτσι με καφέ και γλυκίσματα και κουβεντιάσαμε αρκετή ώρα· εφ' όλης της ύλης, όπως λέμε, αφού ξετύλιξε πολλές μνήμες, τόσο από τη δική της διαδρομή, όσο και από αυτήν της διάσημης οικογένειάς της.
Μεταξύ πολλών άλλων, ας πούμε, η Αγγελική Κονιτοπούλου μου περιέγραψε τα παλιά πανηγύρια στη Νάξο που μπορεί να κρατούσαν 2 ή 3 μέρες, το πώς άλλαξε ο Γιάννης Πάριος τα πράγματα για το νησιώτικο τραγούδι στη δεκαετία του 1980, ενώ ανέφερε και κάτι πολύ ενδιαφέρον, ότι τα συρτά και οι μπάλλοι έφτασαν στη Νάξο από τη Σμύρνη, μετά την Καταστροφή του 1922. Μιλήσαμε βέβαια και για τον πατέρα της Μιχάλη Κονιτόπουλο –ο οποίος στην αρχή δεν ήθελε με τίποτα να γίνει κι εκείνη τραγουδίστρια– για τη μητέρα της Μαρία Φυρογένη και για τον αδερφό της Γιώργο Κονιτόπουλο.
Η κουβέντα μας δημοσιεύτηκε στο τότε Avopolis Greek και αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.
* Οι φωτογραφίες βγήκαν με επιμέλεια από τα άλμπουμ της ίδιας της Αγγελικής Κονιτοπούλου και σκαναρίστηκαν για να συνοδεύουν το δημοσίευμα, πριν επιστρέψουν στη θέση τους
Επιστρέψατε με τη Γαλάζια Θάλασσα, μέσα στο 2009. Έναν δίσκο-οικογενειακή υπόθεση, έτσι δεν είναι;
Ναι, όντως, είναι το πιο φρέσκο μου, ας το πούμε, CD και αποτελεί πράγματι υπόθεση οικογενειακή. Ο γιος μου ο Βασίλης ο Κλουβάτος έχει γράψει τη μουσική και στα περισσότερα τραγούδια οι στίχοι γράφτηκαν από τη νύφη μου, την Άννα Κουτουμάνου. Στο ομώνυμο όμως τραγούδι έγραψε τα λόγια ο Στέλιος ο Μπικάκης, ενώ στα "Καραβάκι Στο Αιγαίο" και "Σε Βαρέθηκα" είχα την τιμή να μου δώσει στίχους ο Γιάννης ο Πάριος.
Υπάρχουν επίσης δύο τραγούδια του μακαρίτη του αδερφού μου, του Γιώργου του Κονιτόπουλου, ενώ την ενορχήστρωση έχει κάνει ο άλλος μου αδερφός, ο Βαγγέλης. Άλλωστε στο στούντιο το δικό του –το Γαλάζιο– την ηχογραφήσαμε τη δουλειά, με τον ίδιο να παίζει το λαούτο μα και μπάσο και τον Βασίλη, όπως συνήθως, στο βιολί.
Το έχετε κυκλοφορήσει στη General Music. Με βάση την εμπειρία σας, συμμερίζεστε αυτό που λένε ότι οι μικρές εταιρείες έχουν μια ζεστασιά στις σχέσεις τους με τους καλλιτέχνες, συγκριτικά με τις μεγάλες;
Υπάρχει μια τέτοια ζεστασιά. Σου δίνεται ένα θάρρος, μιλάς πιο εύκολα ας πούμε με τον παραγωγό. Στις πιο μεγάλες εταιρείες λίγο το σκέφτεσαι...
Θυμάστε αλήθεια πώς και πότε ξεκινήσατε το τραγούδι;
Α, από την κούνια μου τραγούδαγα! Είχα έναν πατέρα, τον Μιχάλη τον Κονιτόπουλο –«Μωρό» τον φωνάζανε (βλέπε φωτογραφία άνωθεν)– ο οποίος έπαιζε φοβερό βιολί και τον άκουγα να παίζει και να μελετάει μέσα στο σπίτι μας στη Νάξο από μικρό κοριτσάκι.
Τη μέρα του Χριστού του Σωτήρος με πήρε για πρώτη φορά κοντά του σε πανηγύρι, ήμουν 12 χρονών. Αυτό στάθηκε το επαγγελματικό μου ξεκίνημα. Πηγαίναμε με τα πόδια, είχε ένα γαϊδουράκι –Ζέππο το φώναζε– και στη μισή διαδρομή έβαζε εμένα πάνω, στη μισή καθόταν εκείνος. Ήταν δύσκολα τα πανηγύρια τότε: απ' όταν 'βγαίναν οι άνθρωποι από την εκκλησία μπορούσαν να κρατήσουν δύο, καμιά φορά και τρεις μέρες.
Καθώς έμεινα στη Νάξο ως τα 25 μου, έμαθα κοντά στον πατέρα μου τα πάντα από παραδοσιακό ρεπερτόριο –τους μπάλλους, τα συρτά, τα καλαματιανά, τα τσάμικα. Στα πανηγύρια προπορευόταν το νησιώτικο, όμως παίζαμε κι άλλα τραγούδια, παλιά, όμορφα λαϊκά. Ακόμα θυμάμαι όταν πηγαίναμε στο Φιλώτι, στους πρόποδες του Ζα, της Παναγίας και την επομένη, ότι ο συχωρεμένος ο πατέρας μου έπαιζε το "Αφού Το Θες" του Μανώλη Χιώτη με τη Μαίρη Λίντα.
Αλήθεια, σκεφτήκατε ποτέ να δοκιμάσετε τη φωνή σας και εκτός παραδοσιακού υλικού στη δισκογραφία;
Δεν το θέλησα. Μου αρέσουν κι άλλα πράγματα, όμως στο στοιχείο μου αισθάνομαι με τα νησιώτικα. Όχι από σνομπισμό, όπως σου είπα λέγαμε και λαϊκά τραγούδια στα πανηγύρια με τον πατέρα, π.χ. του Χιώτη, του Τσιτσάνη του Περπινιάδη και άλλων –με τον Περπινιάδη, μάλιστα, δουλέψαμε αργότερα και μαζί, στη Λάμψη. Και αγαπώ πολύ και τον Στέλιο τον Καζαντζίδη, δακρύζω όταν τον ακούω. Από τις τραγουδίστριες, έχω αδυναμία στη Μαρίκα Νίνου.
Ο πατέρας του πατέρα σας έπαιζε κι εκείνος το βιολί;
Ναι, βιολιστής κι εκείνος! Γιώργος Κονιτόπουλος ονομαζόταν, όμως δεν τον πρόλαβα ως παιδί. Από αυτόν έμαθε ο πατέρας μου να παίζει, αλλά δεν ξέρω τι τραγούδια έλεγε. Γιατί όσα έπαιζε ο πατέρας μου, μπάλλους, συρτά και τέτοια, τα είχε μάθει από τα αδέρφια του, τα οποία τα έφεραν από την περιοχή της Σμύρνης –όταν είχαν πάει εκεί να υπηρετήσουν, στην Καταστροφή. Είχα ακούσει πάντως ότι ήταν καλός βιολιστής· όμως ακόμα καλύτερη λέγανε πως ήταν η γυναίκα του, η Ειρήνη, στο τραγούδι.
Τραγουδούσε πάντως και η δική σας μητέρα, η Μαρία η Φυρογένη, σωστά;
Βέβαια! Ήταν καταπληκτική τραγουδίστρια η μάνα μου (βλέπε φωτογραφία άνωθεν). Και δυνατή γυναίκα: δώδεκα γέννες είχε κάνει, δεν της έζησαν όμως όλα. Προερχόταν άλλωστε κι εκείνη από μουσική οικογένεια –ο αδερφός της ο Δημήτρης έπαιζε λαούτο και ο πατέρας της τσαμπούνα. Δεν τον πρόλαβα δυστυχώς ούτε αυτόν τον παππού μου…
Εκείνες πάντως οι γενιές ήταν άνθρωποι αβάρετοι, ακούραστοι, σεμνοί. Και ηθικοί· σου μιλάγανε την αλήθεια, τα εννοούσαν όσα έλεγαν. Τις αρχές αυτές προσπάθησα να τις περάσω και στα δικά μου παιδιά, στον Βασίλη, στη Στέλλα και στη Μαρία. Και πιστεύω τις έχουν πάρει, δόξα τω θεώ. Έχουν πάρει και την καλλιτεχνική μου φύση! (γελάει) Η Στέλλα ειδικά έχει τη φωνή τη δική μου, το καταλαβαίνεις στο μέταλλο. Ο Βασίλης ακολούθησε την παράδοση των Κονιτοπουλαίων στο βιολί. Η Μαρία μπορεί να μην έγινε τραγουδίστρια, όμως τραγουδούσε μαζί μας όσο ήταν ελεύθερη –μετά δίδασκε παραδοσιακούς χορούς. Όση δύναμη είχε η Στέλλα στη φωνή, τόση είχε και η Μαρία στα πόδια.
Αλλά και για τα τέσσερα εγγόνια μου είμαι ξέρεις περήφανη, όχι μόνο για τα παιδιά μου. Η κόρη μάλιστα της Στέλλας, που έχει το όνομά μου, παίζει πιάνο κι έχει τραγουδήσει και με τη μάνα της σε δίσκο, έχουν πει παρέα το "Σαν Νησάκι". Έχει και η Μαρία μια Αγγελικούλα, ο δε Βασίλης έχει δύο αγόρια.
Και η φωνή σας πώς καταγράφηκε για πρώτη φορά στη δισκογραφία στο “Με Γιάντα Την Τραγιάσκα Σου”, εφόσον μείνατε στη Νάξο ως τα 25 σας, όπως μου είπατε; Δεν ήσασταν μικρότερη όταν ηχογραφήθηκε;
Ήμουν! Με κάλεσε τότε ο αδερφός μου ο Γιώργος να πάω στην Αθήνα και να ηχογραφήσω κοντά του. Έμενα στο χωριό όμως, ήρθα αποκλειστικά γι' αυτό και ξαναγύρισα. Ήμουν μάλιστα και 8 μηνών έγκυος στη Στέλλα τότε! Στο δε στούντιο δεν ξέρανε αρχικά τι να κάνουν με τη φωνή μου, έβγαινε πολύ δυνατή. Είχα βλέπεις συνηθίσει να τραγουδάω χωρίς μικρόφωνα στα πανηγύρια, δυνατά. Ενώ μέσα στο στούντιο ήθελε πιο απαλά. Τα 'χασε τότε ο παραγωγός θυμάμαι και τοποθέτησε το μικρόφωνο σε κάποια απόσταση για να μπορέσει να πάρει τη φωνή μου κανονικά.
Μου κάνει όμως εντύπωση... Ο πατέρας σας δέχτηκε έτσι αδιαμαρτύρητα να γίνετε επαγγελματίας τραγουδίστρια;
Α, όχι! Κάθε άλλο! Ο πατέρας μου αρχικά δεν το δεχόταν με τίποτα να γίνω τραγουδίστρια. Και με έβαλε μάλιστα να μάθω μοδίστρα. Κι έμαθα. Αλλά έλα που ο νους μου βρισκόταν στο τραγούδι… Το 'θελα πάρα πολύ. Ήθελα μάλιστα να μάθω και βιολί και με υποστήριζε και η μάνα μου, όμως σε αυτό στάθηκε αμετακίνητος: όσο κι αν του ζήταγα να μου δείξει, μου απαντούσε ότι οι γυναίκες δεν μαθαίνουν βιολί. Είχαν άλλα μυαλά τότε…
Τελικά ο πατέρας μου όχι μόνο το δέχτηκε να γίνω τραγουδίστρια, μα γίναμε και αχώριστοι στα πανηγύρια, όπως σου 'πα. Σαν μεγάλωσε μάλιστα κι εγώ είχα πια παντρευτεί και είχα και τρία μωρά στην αγκαλιά, φαγώθηκε να πάω στην Αθήνα. Πού θα πάω του έλεγα, δεν έχω τίποτα εκεί! «Μια φωνή είναι η αδερφή σου η Ειρήνη και μια εσύ», μου έλεγε, «η καθεμιά σας έχει κάτι άλλο, άμα μείνεις στη Νάξο δεν θα ακουστείς». Τι εξέλιξη, για εκείνον που δεν ήθελε να γίνω τραγουδίστρια…
Και με έπεισε, ήρθε μάλιστα μαζί μου στην Αθήνα και πήγαμε σε ένα κέντρο ονόματι Κεραυνός, στο τέρμα Γαλατσίου. Τα άλλα μου αδέρφια –ο Γιώργος, η Ειρήνη κι ο Βαγγέλης– βρίσκονταν ήδη στην Αθήνα, αλλά δουλεύανε σε διαφορετικό κέντρο, στο Σιντριβάνι. Όμως η κακιά η τύχη το θέλησε έτσι ώστε να πεθάνει μέσα σε 4 ή 5 μήνες. Δεν ήξερα τι να κάνω, ήταν το στήριγμά μου. Όμως ο Γιώργος μου είπε τότε «είμαι εγώ εδώ». Κι έτσι με πήρε στο δικό του το συγκρότημα...
Αλλά κι εσείς, όταν έφτασε η ώρα να σας πει η Στέλλα ότι ήθελε να γίνει τραγουδίστρια, ξέρω ότι δεν ήσασταν και πολύ θετική…
Είναι αλήθεια, δεν το ήθελα. Όσο κι αν χαιρόμουν το τραγούδι, ως μάνα έβλεπα τότε μόνο την κούραση από τα πανηγύρια, από τα κέντρα και από το παράλληλο μεγάλωμα των παιδιών. Σαν μάνα, ξέρεις, βλέπεις αλλιώς την πραγματικότητα για σένα κι αλλιώς για το παιδί σου. Ήθελα έτσι να σπουδάσει, γιατί επρόκειτο για έξυπνο παιδί: τα έπαιρνε τα γράμματα κι είχε ανησυχίες.
Όμως στο Μουράγιο –το δικό μας κέντρο, όπου εμφανιζόμασταν όλη η οικογένεια– η Στέλλα, μικρό κορίτσι ακόμα, βγήκε μια μέρα στη σκηνή ενόσω βρισκόμουν στην κουζίνα. Όταν το κατάλαβα ανέβηκα προς τα πάνω, δυο-δυο τα ανέβαινα τα σκαλιά θυμάμαι. Στάθηκα πίσω από τις κουρτίνες και της έγνεφα απειλητικά. Μόλις τελείωσε όμως κι έπεσε κλαίγοντας στην αγκαλιά μου, έκανα πίσω. Της έδωσα λοιπόν την ευχή μου και της είπα «καλορίζικη». Και πόσο περήφανη να ’ξερες είμαι τώρα, που έχει γίνει η τραγουδίστρια η οποία είναι…
Από όταν ήρθατε στην Αθήνα, γνωρίσατε πάντως μεγάλες δόξες. Κι εσείς, αλλά και ως οικογένεια. Γίνατε ίσως η πιο αναγνωρίσιμη μουσική οικογένεια στην Ελλάδα...
Μεγάλες δόξες, όπως τα λες. Γνωρίσαμε μεγάλες επιτυχίες. Δεν έχω παράπονο, τραγούδησα σε πολλά κέντρα και συνεργάστηκα με τόσους και τόσους τραγουδιστές. Και ως οικογένεια υπήρχε διάστημα όταν βγαίναμε κάθε εβδομάδα στην τηλεόραση, στην ΥΕΝΕΔ τότε, με τις παραδοσιακές μας στολές. Κάναμε και εταιρεία, δώδεκα χρόνια την κρατήσαμε, ανοίξαμε και το Μουράγιο, το 1979.
Τότε άρχισε το νησιώτικο τραγούδι να ακούγεται και ευρύτερα στην Ελλάδα;
Όχι ακριβώς. Τα πράγματα τα άλλαξε ο Γιάννης ο Πάριος, με τον πρώτο του δίσκο με νησιώτικα. Είχε έρθει τότε σε μας για να συνεργαστούμε, «στην πηγή», όπως μας έλεγε! (γελάει) Και έπαιξε ο Γιώργος βιολί, έκανε ο Βαγγέλης την ενορχήστρωση και η Στέλλα κι εγώ αναλάβαμε τα φωνητικά.
Δεν είναι βέβαια ότι ο κόσμος δεν άκουγε νησιώτικα ως τότε. Αλλά ο Πάριος τα έβαλε και στα σαλόνια. Η δική του απήχηση βλέπεις ήταν πολύ μεγαλύτερη, δεν γίνεται να μην το αναγνωρίσουμε αυτό. Τον Πάριο δεν τον άκουγαν μόνο στα λαϊκά σπίτια. Ήταν πιο εύκολα τότε και υπήρχαν γενικά και περισσότερες δουλειές. Ύστερα άλλαξαν τα πράγματα...
Πότε άρχισαν να αλλάζουν τα πράγματα και γιατί;
Τα βρήκα δύσκολα όταν πέθανε ο αδερφός μου ο Γιώργος, το 1991 (βλέπε φωτογραφία άνωθεν). Βλέπεις, από τα παραδοσιακά όργανα εγώ αγαπώ περισσότερο από όλα το βιολί, ίσως γιατί μεγάλωσα με αυτό.
Όταν πέθανε λοιπόν ο Γιώργος, αντιμετώπισα μεγάλο πρόβλημα. Παίρναμε το ένα βιολί πίσω από το άλλο, δεν έβρισκα κάτι της προκοπής. Στη σκηνή φυσικά δεν γινόταν να εκφράσεις τέτοια συναισθήματα, όμως στα καμαρίνια των κέντρων όπου εμφανιζόμουν τότε ήμουν να σκάσω: δεν άκουγα πουθενά εκείνον τον γνήσιο ήχο του νησιού μου, με τον οποίον είχα ποτιστεί μια ζωή. Μου στοίχισε πολύ εκείνη η μέθοδος δουλειάς, σαν κασέτα εργαζόμασταν.
Ευτυχώς τη λύση έδωσε ο γιος μου ο Βασίλης, που αποδείχθηκε παιδί του παππού του και του θείου του στο βιολί. Όμως και από άποψη τραγουδιών άλλαξαν τα πράγματα, αφού χάθηκε ο Γιώργος. Μου έδωσε όμως κατόπιν τραγούδια ο άλλος μου ο αδερφός, ο Βαγγέλης –όπως το "Νάξο Μου Αγαπημένη", το οποίο κι έγινε κάτι σαν εθνικός ύμνος για τη Νάξο. Κατόπιν με παρέλαβε ο Βασίλης, που γράφει σε νεότερο ύφος.
Ναι, γράφει στο λεγόμενο νεοδημοτικό ύφος. Αλλά δεν πρέπει η παράδοση να βρίσκει τρόπους να ανανεώνεται, προκειμένου να παραμείνει ζωντανή;
Ασφαλώς και πρέπει να ανανεώνεται! Πάντα θα τραγουδάμε το "Ωραία Που 'Ναι Την Αυγή", το "Αρμενάκι" και τον "Μπάλλο" σε ρε ματζόρε. Μην λέμε ψέματα, πρόκειται για τραγούδια που έμειναν κλασικά. Όμως δεν γίνεται να λογιέσαι για καλλιτέχνης και να μην ανανεώνεσαι. Πρέπει να σε απασχολεί και το πώς θα φρεσκάρεις το ρεπερτόριό σου, όχι μόνο πώς θα λες τα παλιά. Ο Βασίλης λοιπόν γράφει τραγούδια πιο σημερινά, αλλά χωρίς να ξεφεύγει από το παραδοσιακό πλαίσιο με το βιολί και το λαούτο.
Δεν το τηρούν όμως όλοι αυτό… Με τι διαφωνείτε εσείς στα νεοδημοτικά;
Με αυτές τις τεράστιες ορχήστρες και την ένταση στα κέντρα δεν πολυσυμφωνώ. Εμένα προσωπικά με έχει κουράσει. Επίσης, ονόματα ας μην πω, όμως υπάρχουν πολλοί οι οποίοι το νερώσανε το νησιώτικο. Κάποιοι κάνουνε τους παραδοσιακούς και μόνο παραδοσιακοί δεν είναι στην πραγματικότητα.
Από μελλοντικά σχέδια; Τι έχετε στα σκαριά;
Μου έχει λείψει να πω ξανά τραγούδια παραδοσιακά. Γι' αυτό και λέω να κάνω τώρα ένα άλμπουμ μόνο με τέτοιο υλικό. Και θα δούμε πώς θα τα πάει… Θα κάνω όπως και να 'χει κι άλλη δισκογραφία, όσο αντέχω θα κάνω. Υγεία να υπάρχει… Πάντως προέχει ένας δίσκος που θα κάνει ο Βασίλης, με οργανικές συνθέσεις, όσες υπάρχουν από τον παππού του. Θα έχει και λίγα τραγούδια, τα οποία θα πω εγώ και η Στέλλα.