03 Δεκεμβρίου 2020

Καπουλέτοι και Μοντέκκοι - ανταπόκριση όπερας (2015)

Καπουλέτοι και Μοντέκκοι, ή αλλιώς οι Μακρυκωσταίοι & Κοντογιώργηδες της ιταλικής χερσονήσου, πίσω από τους οποίους κρύβεται η αθάνατη ερωτική ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας. Έστω και σε μια εκδοχή που πλέον έχει εκλείψει, μετά την παγκόσμια επιβολή του σαιξπηρικού προτύπου.

Πάνε 5 χρόνια από τον Νοέμβρη του 2015, όταν στο Μέγαρο Μουσικής είδαμε το κατά τη γνώμη μου καλύτερο φινάλε όπερας εγχώριας παραγωγής, κατά την τελευταία δεκαετία. Ο λόγος βέβαια περί Καπουλέτων και Μοντέκκων, όπως τους μετέφερε στη σκηνή ο μέγας Vincenzo Bellini (Βιντσέντζο Μπελλίνι), σε λιμπρέτο Felice Romani (1830). Ο οποίος, κόντρα στις ισχυρές παραστάσεις φύλου που όχι μόνο έχουμε έτσι κι αλλιώς, μα κατά κάποιον τρόπο επιβάλλει και το διάσημο ερωτικό δίδυμο, προέβλεψε γυναίκα να παίζει τον Ρωμαίο. 

Το μουσικό αυτό αριστούργημα του ιταλικού μπελ κάντο είχε να ανέβει στη χώρα μας από τη μακρινή σαιζόν του 1863/1864, ευτυχήσαμε όμως να το δούμε σε σκηνοθεσία Arnaud Bernard (Αρνώ Μπερνάρ) –με τον Γάλλο να παίρνει κάποιες κρίσιμες αποφάσεις, οι οποίες και μας κάρφωσαν στις θέσεις μας, στην αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου.

Περισσότερες λεπτομέρειες, πιο κάτω. Η ανταπόκρισή μου από την παράσταση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες ανήκουν στον Βασίλη Μακρή και προέρχονται από το υλικό που μοίρασε τότε το Μέγαρο Μουσικής στον Τύπο, ως promo για την παράσταση


Δεν ξέρω ποια είναι η σχέση σας με την όπερα, αλλά οφείλετε στον εαυτό σας να δείτε –εάν μπορείτε– αυτή την παραγωγή. Αν μη τι άλλο, για να παρακολουθήσετε με τα ίδια σας τα μάτια το καλύτερο ίσως φινάλε όπερας που έχουμε δει στην Ελλάδα (στα δικά μας τουλάχιστον χρόνια)· δευτερευόντως για να συναισθανθείτε και το επίπεδο στο οποίο βρίσκεται στα δίσεκτα αυτά έτη η Εθνική Λυρική Σκηνή.  

Μη σας τρομάζει άλλωστε ο «άγνωστος» τίτλος. Κάτω από αυτούς τους Μακρυκωσταίους & Κοντογιώργηδες της ιταλικής χερσονήσου, κρύβεται η αθάνατη ερωτική ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας. Σε μια εκδοχή της βέβαια η οποία έχει πλέον σχεδόν εκλείψει, μετά την παγκόσμια επιβολή του σαιξπηρικού προτύπου. 

Πίσω όμως στη δεκαετία του 1820, όταν ο Felice Romani έγραφε σε πρωτόλεια μορφή το κείμενο που το 1830 θα γινόταν λιμπρέτο για τους Καπουλέτους και Μοντέκκους, ο μέγας Σαίξπηρ ήταν ένας άγνωστος στην Ιταλία. Η οποία είχε τις δικές της, δημοφιλέστατες, ιστορίες για τους περίφημους εραστές της Βερόνα –τη νουβέλα Mariotto et Ganozza του Masuccio Salernitano, λ.χ., από όπου άντλησε και ο ίδιος ο Σαίξπηρ (έτσι για να το πούμε κι αυτό, ο Salernitano επέμενε πως ήταν μια αληθινή ιστορία, που είχε εκτυλιχθεί στη Σιένα). Τα πράγματα λοιπόν εδώ δεν είναι όπως ακριβώς τα ξέρετε. Μην περιμένετε επομένως το μπαλκόνι της Ιουλιέτας ή τη «διπλή μονομαχία»: ο Romani δεν γράφει για τον έρωτα των δύο νέων, μα για την τραγική του κατάληξη, όπως επισημαίνει και σε συνοδευτικό της παράστασης κείμενό του ο Νίκος Α. Δοντάς· ο σπουδαιότερος εν ζωή κριτικός κλασικής μουσικής στη χώρα μας. 

Στην Ελλάδα είχαμε να δούμε Καπουλέτους και Μοντέκκους από το 1863/1864 και ίσως να υπάρχουν μερικοί καλοί λόγοι γι' αυτό, καθώς πολύ μελάνι έχει χυθεί για την αδυναμία του κειμένου του Romani να σταθεί ισάξια με την απαράμιλλης ρομαντικής ομορφιάς μουσική που έγραψε ο Vincenzo Bellini –έχουμε εδώ ένα από τα λαμπρότερα αριστουργήματα του ιταλικού μπελ κάντο, τρανό παράδειγμα της δύναμης του συνθέτη να παράγει πλατιές μελωδίες ποτισμένες με μια εντελώς προσωπική μελαγχολία (στοιχείο για το οποίο τον επαίνεσε κάποτε και ο Βέρντι). Ο Γάλλος σκηνοθέτης Arnaud Bernard είχε λοιπόν πολύ περισσότερα να λύσει από ένα απλό ζήτημα παρουσίασης. Και αποδείχθηκαν καταλυτικής σημασίας οι αποφάσεις του, για το πόσο μπόρεσε να μας συναρπάσει η συγκεκριμένη όπερα, «καρφώνοντάς» μας στις θέσεις μας στο Μέγαρο. 

Σε πρώτο λοιπόν πλάνο, ο Bernard δεν μας μεταφέρει στη Βερόνα του 15ου αιώνα: παραμένουμε στο οικείο σήμερά μας, σε ένα κλειστό μουσείο γεμάτο αναγεννησιακά εκθέματα, όπου γίνονται εκτεταμένες εργασίες συντήρησης. Διάφοροι πίνακες μεταφέρονται πέρα-δώθε και ξαφνικά κάποιοι από αυτούς ζωντανεύουν, ξετυλίγοντας μια πόλη-κράτος σπαρασσόμενη από τον εμφύλιο μεταξύ των υποστηρικτών του Πάπα (Καπουλέτοι) και των συμμάχων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (Μοντέκκοι): η Ιουλιέτα είναι η κόρη του αρχηγού των Καπουλέτων, ο Ρωμαίος είναι ο αρχηγός των Μοντέκκων. 


Το εύρημα του Bernard δεν είναι απλά μια χαριτωμενιά, μια πινελιά αναγκαίου νεοτερισμού για να μη βαριέται το σύγχρονο κοινό, όπως έλεγε μια ενθουσιώδης μα προφανώς ανίδεη φίλη του μπελ κάντο στον σύζυγό της, στο διάλειμμα. Μέσω αυτού, ο Γάλλος σκηνοθέτης πραγματοποιεί μια καίρια παρεμβολή στο λιμπρέτο του Romani, «καδράροντας» τη δράση: φέρνει έτσι σε πρώτο πλάνο τη σφοδρότητα των συγκρούσεων των δύο φατριών (που στο αρχικό κείμενο είναι χλιαρές) και αποτυπώνει έναν πιο γενναίο και αποφασιστικό Ρωμαίο, δίπλα σε μια Ιουλιέτα λιγότερο χλωμή. Με αποτέλεσμα να «σπρώχνει» την υπόθεση και προς κάτι με το οποίο μπορεί ευκολότερα να ταυτιστεί ο σημερινός θεατής –που, μην ξεχνάμε, έχει πια πολλά κινηματογραφικά και τηλεοπτικά πρότυπα– μα και προς κάτι που διαθέτει (τελικά) αρμονικότερη σχέση με την ίδια τη μουσική. 

Η απαιτούμενη ακινησία του θιάσου είχε επίσης κομβική σημασία για τη «μετάβασή» μας από το χθες στο σήμερα και έδωσε μερικά από τα οπτικώς πιο συναρπαστικά στιγμιότυπα της βραδιάς. Με απαράμιλλο, βέβαια, το φινάλε. Εκεί, σε απόλυτη σύμπνοια με την κορύφωση της τραγωδίας, έχουμε μια μεγαλειώδη αντιστροφή: ο θίασος ακινητοποιείται πάνω από τα άψυχα σώματα των δύο νέων κι ένα τεράστιο χρυσό πλαίσιο πέφτει, σαν αυλαία της παράστασης, μετατρέποντάς τους σε έναν από τους πίνακες του μουσείου. Κάτι ίσως μπορείτε να καταλάβετε από την (κεντρική) φωτογραφία του Βασίλη Μακρή, όμως πρέπει να το δείτε· θα νιώσετε την τρίχα σας να σηκώνεται και θα βρείτε ότι είναι δύσκολο να συγκεντρωθείτε ακόμα και στο δίκαιο χειροκρότημα των συντελεστών. 

Αν όμως ο Bernard είχε να λύσει τα δικά του διλήμματα, τα είχαν και οι θεατές. Όπως και να το κάνουμε, ξενίζει να βλέπεις μια γυναίκα να παίζει τον Ρωμαίο –χώρια τις συμβάσεις, έχουμε ισχυρές παραστάσεις και φύλου μα και του συγκεκριμένου ερωτικού διδύμου, για να το δεχτούμε έτσι απλά. Ήταν κάτι άλλωστε που είχε ενοχλήσει και τον μεγάλο Claudio Abbado, ο οποίος στα 1966 δοκίμασε την ανατροπή, δίνοντας τον ρόλο στον τενόρο Giacomo Aragall: τα αποτελέσματα ήταν τόσο αποτυχημένα, ώστε έκτοτε αποθαρρύνθηκαν ανάλογες σκέψεις. Στην εποχή του άλλωστε, ο συνθέτης ήξερε καλά πως κάτι τέτοιο ήδη αποτελούσε αναχρονισμό· για όποιον λόγο κι αν έκανε λοιπόν την επιλογή, έχτισε ανάλογα τις άριες. Αποτελεί έτσι τεράστια επιτυχία για τη μεσόφωνο Μαίρη-Έλεν Νέζη που προσωπικά παρακολούθησα (στη δεύτερη διανομή παίζει η Ειρήνη Καράγιαννη), το ότι πολύ γρήγορα μας απάλλαξε με την εξαιρετική της σκηνική και φωνητική ερμηνεία από κάθε τι το άβολο. Τηρουμένων των αναλογιών, έφερε κάτι από τον εκφραστικό πλούτο της Elina Garanča, συνδυασμένο με τη φλόγα της Vivica Genaux.

Κανείς πάντως δεν υστέρησε στον άριστο αυτό θίασο. Η Ρουμάνα υψίφωνος Μιχαέλα Μάρκου αποτύπωσε γλαφυρά την ευγενή απελπισία μιας Ιουλιέτας σκισμένης στα δύο μεταξύ έρωτα και καθήκοντος, ο βαθύφωνος Τάσος Αποστόλου έπλασε έναν αρχοντικό, βροντερό Καπέλλιο –έναν πραγματικό ηγέτη– ο Γιάννης Χριστόπουλος υπήρξε ιδανικός Τεμπάλντο και ως φυσιογνωμία και ως φωνή, ενώ ο Πέτρος Μαγουλάς ανέδειξε έναν πειστικό Λορέντζο, στον οποίον εμφύσησε μια πινελιά αρχαίου τραγικού προσώπου, σοφόκλειας έμπνευσης.

Αλλά ο θρίαμβος στον οποίον έφτασε η Λυρική Σκηνή πατώντας πάνω στο οικοδόμημα του Bernard θα έμενε ανολοκλήρωτος αν η Ορχήστρα και η Χορωδία της αποδεικνύονταν κατώτερες των περιστάσεων στη μουσική επιτέλεση. Με δυναμική όμως διεύθυνση από τον Λουκά Καρυτινό, έφεραν την αποστολή σε πέρας με επιτυχία, αποδίδοντας τόσο το μανιασμένο σφρίγος των πιο έντονων σημείων της παρτιτούρας και το «ροσίνειο» άρωμα της εισαγωγικής ουβερτούρας, όσο και τη χαρακτηριστική «μπελλίνεια» μελαγχολία. Ίσως βέβαια ο λυρισμός να αποδόθηκε σε μερικά σημεία κατά τι πιο αιχμηρός από ό,τι προστάζει ο Μπελλίνι (ή θα ήθελα κι εγώ), ωστόσο πρέπει κι αυτό να αποτιμηθεί ως συμβατό με το γενικότερο πλαίσιο της οπτικής του Bernard για την εν λόγω όπερα. 

Μπράβο στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Οι Καπουλέτοι και Μοντέκκοι αποδεικνύουν πως σε καιρούς ισχνών αγελάδων για την όπερα στην Ελλάδα (και για την Ελλάδα γενικότερα), υπάρχουν εκεί άνθρωποι με εκτόπισμα και σε ταλέντο, μα και σε άποψη.



29 Νοεμβρίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Κυριακή 21 Ιουλίου 2018

Σήμερα, το μικρό ραδιοφωνικό αρχείο που βρίσκεται στα χέρια τα δικά μου και του Στυλιανού Τζιρίτα, επιστρέφει πίσω στο 2018, ανασύροντας μία από τις Συχνοτικές Συμπεριφορές που ηχογραφήσαμε ενόψει του τότε θέρους, με ηχολήπτη τον Αχιλλέα Φακόπουλο.

Σε αντίθεση με άλλες μας εκπομπές, αυτή δεν είχε πολύ ελληνικό ρεπερτόριο, ωστόσο στη διάρκειά της τέθηκαν διάφορα ιντριγκαδόρικα ερωτήματα, όπως:
* Ποιος μπορεί να θεωρηθεί σαν Ringo Starr του πειραματισμού;
* Ποια Ελληνίδα λαϊκή σταρ θα μπορούσε ίσως να έχει τραγουδήσει το "More Than A Woman" των Bee Gees;
* Σε ποια sci-fi δυστροπία του 2015 σκοτώνουν τον Μπρους Γουίλις, γεγονός που έκανε έξαλλο τον Στυλιανό Τζιρίτα;

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ. Καθώς η εκπομπή ανεβαίνει από το προσωπικό μας αρχείο, δεν περιέχει ούτε τα δελτία ειδήσεων που αναλογούν στην έναρξη και στη συμπλήρωση της μίας ώρας, ούτε τα ανά ημίωρο διαφημιστικά διαλείμματα.
 
Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. CHICK COREA & HERBIE HANCOCK: Liza (All The Clouds'll Roll Away) - live in San Francisco 1978
2. DEEP PURPLE: Knockin' At Your Back Door
3. DAVID SYLVIAN: All Of My Mother's Names (Summers With Amma)
4. BRIAN ENO: Baby's On Fire
5. ΣΤΡΑΤΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ: Και Λέγε-Λέγε
6. RICK WAKEMAN: Anne Of Cleves
7. PHILADELPHIA ORCHESTRA (σε διευθ. EUGENE ORMANDY): Charles Ives' Symphony no. 1 (Allegro)
8. DAVID HELFGOTT: Sergei Rachmaninoff's Piano Concerto No. 3 (Allegro Ma Non Tanto)
9. IAN GILLAN: One Eye To Morocco
10. VAN MORRISON: Roll With The Punches
11. THE SEEDS: Nobody Spoil My Fun
12. AEROSMITH: Walk On Water
13. CRACKER: Shake Some Action
14. THE BEE GEES: More Than A Woman
15. METALLICA: Ain't My Bitch



27 Νοεμβρίου 2020

White Ring - συνέντευξη (2019)

Αν και υπηρετώ τον μουσικό Τύπο από το 2004, έχοντάς τον μάλιστα ως βασική μου ενασχόληση, ουδέποτε μου άρεσαν τα παιχνίδια που ενίοτε παίζει σε επικοινωνιακό επίπεδο. Υπάρχουν βέβαια και σημαντικότερα πράγματα για να γκρινιάξει κανείς, πάντως την τάση να βγάζουμε νέες ταμπέλες για υποτιθέμενα είδη, τα οποία εν τέλει δεν είναι παρά στυλ μέσα σε ήδη στεγανοποιημένες τάσεις, τη θεωρώ από τις πιο ανεύθυνες. 

Το λεγόμενο «witch house» εντάσσεται σε αυτήν την περίπτωση, αν και δεν υπήρξε τόσο ανυπόστατο και τόσο ενοχλητικό όσο η λίγο προγενέστερή του «indietronica». Για ένα διάστημα, βέβαια, ορισμένοι προσπάθησαν να πείσουν (εαυτούς και κοινό) ότι το witch house θα ήταν το next big thing της μουσικής βιομηχανίας –κάτι που δεν συνέβη ούτε όταν άλλοι προσπάθησαν να το πλασάρουν ως ...«gothotronica», ελπίζοντας ίσως να εξαργυρώσουν το hype της indietronica στον ιντερνετικό indie Τύπο. Ειρωνικά, πάντως, η gothotronica είχε περισσότερη περιγραφική δύναμη για το τι άκουγε κανείς.

Το όνομα που κατ' εξοχήν σχετίστηκε με την εν λόγω ετικέτα ήταν βέβαια οι Αμερικανοί oOoOO, για μένα όμως πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση στάθηκαν οι συμπατριώτες τους White Ring -οι οποίοι και ξεκίνησαν συνεργαζόμενοι μαζί τους, για το split single Roses/Seaww (2010). Παρά ταύτα, απέτυχαν να εκμεταλλευτούν τον πρόσκαιρο ντόρο που δημιούργησε το ΕΡ Black Earth That Made Me (2011). Όταν ξαναφάνηκαν στα πράγματα με το πρώτο τους πλήρες άλμπουμ Gate Of Grief, ήμασταν πια στο 2018, με τη witch house ετικέτα να έχει εξαφανιστεί σε επίπεδο δημοσιογραφικής προβολής. 

Το Gate Of Grief έβγαλε τον Bryan Kurkimilis και την Kendra Malia σε διεθνή περιοδεία, οδηγώντας και στην πρώτη τους συναυλία στην Ελλάδα (Οκτώβριος 2019). Ωστόσο η Malia δεν έδωσε το παρών στη Death Disco: ο Kurkimilis εμφανίστηκε με την Adina Viarengo στα φωνητικά. Λίγες ημέρες αργότερα, το BrooklynVegan (νομίζω) έγραψε ότι η Malia βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της, μόλις στα 37 της χρόνια. Αιτία θανάτου δεν ανακοινώθηκε επισήμως, αν και αρκετοί γύρω από το γκρουπ υπέδειξαν κάποιο θέμα με ναρκωτικά. Το τι θα γινόταν στο μεταξύ με τους White Ring έμεινε (δικαιολογημένα) αβέβαιο για κάποιο διάστημα, πλέον όμως φαίνεται ότι ο Kurkimilis συνεχίζει, με τη Viarengo να αναβαθμίζεται σε πλήρες μέλος, παίρνοντας τη θέση της Malia.

Πριν συμβούν πάντως όλα τούτα, είχα την ευκαιρία να κουβεντιάσω με τον Bryan Kurkimilis, ο οποίος μου αποκάλυψε μάλιστα και την (απώτερη) καταγωγή του από τα Κουρκουμελάτα της Κεφαλλονιάς! Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το κατά καιρούς promo υλικό της μπάντας, με τη δεύτερη να ανήκει στον Columbine Goldsmith


Σας περιμένουμε σύντομα στην Ελλάδα, για την πρώτη σας συναυλία εδώ. Αλήθεια, μας έχετε επισκεφθεί ξανά; Ίσως ως τουρίστες;

Δεν έχουμε ξανάρθει ποτέ στην Ελλάδα και είναι χώρα την οποία πάντα ήθελα να επισκεφθώ. Το επώνυμό μου, ξέρεις, είναι μια μπασταρδεμένη, αμερικανοποιημένη εκδοχή του Κουρκουμελάτα, το οποίο γνωρίζω ότι είναι χωριό στην Κεφαλλονιά. Και είναι κάτι που ονειρεύομαι από παιδί να τσεκάρω.

Απ' όσο βλέπω, η περιοδεία σας τελειώνει στην Αθήνα. Άρα να υποθέσω ότι έχετε κανονίσει να μείνετε λίγες μέρες στην Ελλάδα, πριν πετάξετε για πίσω;

Α, ναι, ισχύει! Είπαμε ότι θα κάνουμε λίγες μέρες διακοπές μετά τη συναυλία, στόχος μας είναι να εξερευνήσουμε όσο μπορούμε την Ελλάδα.

Φέτος κυκλοφορήσατε ένα single ονόματι Slow Burned, με δύο καινούρια τραγούδια, τα "Aessence" και "Shaken To Sleep". Να τα θεωρήσουμε προπομπό του άλμπουμ που ετοιμάζετε για το 2020; Θα ακούσουμε αλήθεια ακυκλοφόρητο υλικό στη Death Disco;

Όχι, τα κομμάτια του Slow Burned προορίζονται αυστηρά για την 7ιντση αυτή κυκλοφορία, είναι ένα non-album single. Δεν λέω ότι αποκλείεται να τα ξαναδείτε κι αργότερα, όχι πάντως στη συγκεκριμένη τους μορφή. Είναι κάτι που πάντα μου άρεσε και σε άλλα συγκροτήματα, να γυρνάνε πίσω στο υλικό τους και να το ξαναφαντάζονται σε διαφορετική εκδοχή.

Όσο για τη συναυλία, σχεδόν σε κάθε μας εμφάνιση παίζουμε νέα ή/και ακυκλοφόρητα τραγούδια. Και δεν σκοπεύουμε να κάνουμε εξαίρεση για την Αθήνα, οπότε θα ακούσετε σίγουρα καινούριο υλικό. Προσωπικά μιλώντας, τρελαίνομαι να παίζω live αδημοσίευτα πράγματα.

Το πρόσφατο άλμπουμ Gate Of Grief (2018), για το οποίο και περιοδεύετε, είναι φτιαγμένο να ακούγεται σαν σύνολο. Υπάρχει εδώ κάποια επίκληση σε παλιότερες δισκογραφικές ημέρες, π.χ. σε σπουδαίους δίσκους της pop/rock ιστορίας που κι εσείς απολαύσατε ως ακροατές στην ολότητά τους;

Σε ευχαριστούμε πολύ γι' αυτό το σχόλιο, χαίρομαι πραγματικά που το Gate Of Grief αφήνει μια τέτοια εντύπωση. Δεν ήμουν ποτέ φίλος των δίσκων που έμοιαζαν με συλλογές κομματιών, στις οποίες απλώς ξεχώριζαν ένα ή δύο, ως πιθανά singles. Ελπίζουμε μάλιστα ποτέ να μην κάνουμε μεγάλη επιτυχία με κάποιο τραγούδι. Θέλουμε οι White Ring να παραμείνουν ένα εγχείρημα πολύ αφηγηματικό, του οποίου τα μέρη θα λειτουργούν πάντα με αίσθηση συνόλου.

Ο μουσικός Τύπος συχνά πασχίζει να βάλει μια ταμπέλα στη μουσική που φτιάχνετε –συνήθως την αποκαλεί «witch house». Για σας, υπάρχει νόημα σε όλο αυτό; Σας βοηθάει σε κάτι, π.χ. δίνοντας την αίσθηση ότι ανήκετε σε κάποια σκηνή;

Προσωπικά δεν χρησιμοποιώ τον όρο «witch house» για τη μουσική μας, ωστόσο προσπαθώ να στέκομαι ουδέτερα απέναντί του. Όσοι πάντως είναι εξοικειωμένοι μαζί του, συνήθως γνωρίζουν και τους White Ring –οπότε τελικά δεν βοηθάει και σε κάτι.

Δεν με πειράζει πάντως να αυτοπροσδιορίζονται κάποιοι ως witch house ακροατές, απλά δεν μου αρέσει η ιδέα ότι μέρος της ταυτότητάς μου ανήκει σε μια συγκεκριμένη ομάδα (όποια κι αν είναι αυτή). Γιατί οι ομάδες εύκολα μετατρέπονται σε πλήθη και τα πλήθη, τελικά, γίνονται όχλος.

Τα τραγούδια σας εκπέμπουν νομίζω ένα αίσθημα προσμονής για πράγματα λίγο απροσδιόριστα, που ίσως και να μην υπάρχουν ακόμα. Νιώθετε να σας ενώνει αυτό με τους goth και dark wave εξερευνητές των 1980s;

Ναι, οπωσδήποτε. Σκέφτομαι προσωπικά τη μουσική μας σαν μια καινούρια, αγνή μορφή του post-punk εκείνης της δεκαετίας, η οποία απευθύνεται σε όσα παιδιά μεγάλωσαν έχοντας δίπλα τους το ίντερνετ.

Υπό μια τέτοια έννοια, το Gate Of Grief εκφράζει μια αυστηρώς εσωτερική πραγματικότητα; Ή υπάρχει και κάποια αναφορά εδώ στο Bab-el-Mandeb (Πύλη των Δακρύων), άρα εμμέσως και στη φρίκη του εμφυλίου πολέμου στην Υεμένη;

Υπάρχει πράγματι μια γεωγραφική αναφορά στην περιοχή, όχι όμως στον πόλεμο της Υεμένης. Πήραμε το όνομα Gate Of Grief από ένα ντοκιμαντέρ που είδαμε, για τις μετακινήσεις των πρώιμων ανθρώπων: ήταν το μοντέρνο όνομα της τοποθεσίας όπου οι ειδικοί εντοπίζουν τους πρώτους εκπροσώπους του είδους μας που έκαναν το πέρασμα από την Αφρική στη Μέση Ανατολή.

Κατά τα λοιπά, ο τίτλος του δίσκου αναφέρεται σε ένα τραύμα του παρελθόντος το οποίο κουβαλά κανείς από τα παιδικά του χρόνια και συνεχίζει να τον απασχολεί και στην ενήλικη ζωή. Νομίζω είναι κάτι που όλοι έχουν βιώσει, σε έναν τουλάχιστο βαθμό –και έχουν συνείδησή του, τουλάχιστον αν εξερευνούν τα του εαυτού τους.

Ως μπάντα, είστε «παιδί» της MySpace εποχής, η οποία ήδη δείχνει σαν κάτι πολύ μακρινό. Αισθάνεστε άνετα στα σημερινά social media; Τελικά οι υψηλές, ψηφιακές ταχύτητες μας φέρνουν όντως πιο κοντά;

Δεν μισώ τα social media, αλλά δεν νιώθω και κάτι απέναντί τους –κάτι που δεν ισχύει όμως για το ίντερνετ, συνολικά μιλώντας. Περνάω ας πούμε πολύ χρόνο στο YouTube, στο BitChute και σε μερικά ακόμα sites, στα οποία μάλλον θα με κράξουν που συχνάζω! Γενικά, μου αρέσει να διαβάζω ιστορία και φιλοσοφία προερχόμενη από μη mainstream πηγές.

Έχω γνωρίσει σχεδόν όλους μου τους φίλους μέσω ίντερνετ και οι ίδιοι οι White Ring δεν θα υπήρχαν, αν δεν βρισκόμασταν κάπως στα social media. Ωστόσο το ίντερνετ είναι ένα εργαλείο. Αν ψάχνεις λοιπόν για μερικές προφανείς πληροφορίες για το ποιος είναι κάποιος, μπορείς να τις πάρεις βλέποντας πώς το χρησιμοποιεί. Θα σου δώσει μια εικόνα της αληθινής του φύσης.



25 Νοεμβρίου 2020

Still Corners - συνέντευξη (2018)


Ο Ιανουάριος του 2021 προβλέπεται να φέρει φρέσκους Still Corners, περίπου 3 χρόνια μετά την τελευταία τους δουλειά Slow Air (2018), η οποία μας απασχόλησε αρκετά και στην Ελλάδα: έγινε αιτία μιας νέας επίσκεψης των Greg Hughes & Tessa Murray στην Αθήνα, που επιβεβαίωσε το γκελ τους στη χώρα μας με ένα εμφατικό sold-out στο Gagarin. 

Το δίδυμο έχει αποκαλύψει 2 τραγούδια από το νέο άλμπουμ ("The Last Exit", "Crying"), το οποίο θα λέγεται κι αυτό The Last Exit και θα βγει 21 Ιανουαρίου από τη Wrecking Light –το label της μπάντας. 

Τα νέα δίνουν λοιπόν καλή αφορμή για μια εκ νέου επίσκεψη στην κουβέντα που κάναμε τον Νοέμβριο του 2018, λίγο πριν την έλευσή τους στο Gagarin. Στην οποία δεν συζητήσαμε μόνο τα του Slow Air, αλλά και για τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, τις σκέψεις τους να μετακομίσουν στην Ελλάδα και βέβαια για το τι έγινε σε εκείνο τη νησί στη Μαύρη Λιμνοθάλασσα, που αποτυπώθηκε σε ένα από τα καλύτερα τραγούδια τους, το "Black Lagoon".

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η πρώτη ανήκει στους Still Corners, ενώ η δεύτερη ανήκει στον Chad Kamenshine. Αμφότερες προέρχονται από το υλικό που η μπάντα κοινοποίησε κατά καιρούς στον Τύπο, ως promo


Αν δεν σας ξέραμε και η πρώτη γνωριμία γινόταν με το Slow Air, θα ορκιζόμασταν ότι είσαστε αμερικάνικη μπάντα. Πώς καταφέρνετε και απορροφάτε τόσο πετυχημένα το περιβάλλον στο οποίο δισκογραφείτε;

Είμαστε ανοιχτοί σε κάθε είδους έμπνευση, άλλωστε υπάρχουν πάρα πολλά για να σε εμπνεύσουν: η φύση, οι άνθρωποι, το μαγείρεμα, οι ταινίες, η μουσική βεβαίως. Τις προάλλες στη Νέα Υόρκη, ας πούμε, είδαμε από κοντά να δουλεύουν πάνω σε ξύλο· το θέαμα, το όλο αίσθημα, ακόμα και η μυρωδιά ήταν εξαίσια. Αν εκτίθεσαι σε τέτοια πράγματα, κάτι πάντα μένει μαζί σου, το οποίο μπορείς να ανασύρεις στο κεφάλι σου καθώς γρατζουνάς την κιθάρα ή το πιάνο. Το καλύτερο είναι να το αφήσεις να ρεύσει μέσα σου –αυτή η ροή πιστεύουμε ότι είναι το πιο σημαντικό στοιχείο, καθώς και η διατήρησή της.

Κάτι τέτοιο μπορεί ασφαλώς να αποδειχθεί δύσκολο· ίσως για παράδειγμα μπλοκαριστείς τελικά, γιατί ο κόσμος μπορεί να είναι όμορφος, αλλά μπορεί και να γίνει τρομακτικός –υπάρχουν καλές και κακές ημέρες. Αν ας πούμε διαβάζεις τα νέα, μπορεί να σε αποπροσανατολίσει καθώς γράφεις, αφού θα έρχονται συνέχεια κατά νου και θα πρέπει να αγωνιστείς να διατηρήσεις τη δημιουργικότητά σου, κρατώντας μακριά ό,τι το αρνητικό και το τοξικό. Πάντως αυτό κάναμε στο Austin του Τέξας όπου γράφτηκε το Slow Air: αφεθήκαμε στο περιβάλλον και γίναμε ένα με τον κόσμο του.

Η Αμερική, ωστόσο, δεν έχει γίνει πρόσφατα ένα τρομακτικό μέρος;

Και ναι, και όχι... Στη μεγάλη εικόνα της, δεν διαφέρει αισθητά από τη χώρα που ήταν και στο πρόσφατο παρελθόν, αφού –όπως συνήθως συμβαίνει– υπάρχει αρκετός διαχωρισμός μεταξύ του πώς ζούνε οι άνθρωποι και του τι κάνει η κυβέρνηση. Αν όμως κάτσουμε να μιλήσουμε για το μέλλον της Αμερικής, αυτό ναι, μπορεί να είναι πράγματι μια πολύ διαφορετική ιστορία.

Δουλεύετε μαζί εδώ και αρκετό καιρό πια. Αυτό κάνει πιο εύκολη τη δημιουργική σύμπραξη; Ή χρειάζεται να αντιμετωπίζετε και διάφορες εντάσεις;

Την κάνει οπωσδήποτε πιο εύκολη· επί σκηνής ειδικά, είναι λες και έχουμε τηλεπάθεια. Τα πράγματα επίσης κινούνται με μεγαλύτερη ταχύτητα, ενώ κάποιες φορές γίνονται και πολύ διασκεδαστικά. Το τελευταίο μας άλμπουμ, για παράδειγμα, μας φάνηκε ότι συναρμολογήθηκε πολύ γρήγορα.

Τι έγινε αλήθεια με τη Sub Pop; Δεν ήσασταν ικανοποιημένοι; Δεν έμειναν εκείνοι ευχαριστημένοι;

Παραμένουμε στη Sub Pop, όσον αφορά το publishing της δουλειάς μας· κάτι σπουδαίο. Απλά, στο κομμάτι που έχει να κάνει αυστηρά με το δισκογραφικό label, κάναμε ένα άλμα πίστης ξεκινώντας τη δική μας εταιρία. Πάντα μας ενέπνεε άλλωστε ο Steve Albini και γενικά το πανκ πνεύμα του DIY. Και μας αρέσει να έχουμε εμείς τον έλεγχο των πραγμάτων. Το κουμαντάρισμά τους, το να βρίσκουμε π.χ. εργοστάσια κοπής βινυλίου ή το να μιλάμε με ατζέντηδες δημοσίων σχέσεων, μας ενθουσιάζει. Νιώθουμε ότι εμείς κινούμε το «πλοίο», ξέροντας ανά πάσα στιγμή πού ακριβώς βρίσκεται.

Λιγότερο ή περισσότερο, λοιπόν, είμαστε επικεφαλής του πεπρωμένου μας: αν μας έρθει να βγάλουμε ένα άλμπουμ τον άλλον μήνα, μπορούμε. Και βέβαια υπάρχουν και τα χρήματα, τα οποία φτάνουν όλα απευθείας σε μας και δεν χρειάζεται να μοιραστούν στη διαδρομή σε μεσάζοντες. Δεν είμαστε στη μουσική για τα λεφτά, οπωσδήποτε όμως είναι ένα σπουδαίο αποτέλεσμα της δράσης μας.

Το Slow Air σας φέρνει ξανά στην Ελλάδα (21 Νοεμβρίου), αλλά αυτή δεν είναι η πρώτη σας φορά εδώ. Θυμάστε κάτι ιδιαίτερα από τον τελευταίο σας ερχομό στα μέρη μας;

Λατρεύουμε την Ελλάδα, είναι ένα από τα πιο όμορφα μέρη στα οποία έχουμε ταξιδέψει. Μας αρέσουν οι άνθρωποί της και το όλο κλίμα, έχουμε μάλιστα σκεφτεί πάνω από μία φορά να μετακομίσουμε στα μέρη σας. Το να περπατάμε στους δρόμους της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης, να τρώμε το φαγητό σας, να συναντάμε τους fans που έρχονται στις συναυλίες, όλα μας έχουν δώσει πολύ αγαπητές μνήμες. Μας αρέσει επίσης πολύ ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, οπότε νιώθουμε σπουδαία να βρισκόμαστε στον τόπο του.

Οπότε, τι να περιμένουμε από το επερχόμενο live στην Αθήνα; Σας αρέσει ακόμα να χαμηλώνετε τον φωτισμό και να προβάλλετε οπτικό υλικό ενώ παίζετε;

Θα σας ξετινάξουμε! Ναι, ακόμα θέλουμε να είναι σκοτεινές και ατμοσφαιρικές οι συναυλίες και ακόμα χρησιμοποιούμε οπτικό υλικό. Μαζί μας θα έρθει και ένας εξαιρετικός ντράμερ, αλλά κι ένας μηχανικός ήχου. Θα είναι ένα σπουδαίο σόου.

Ορισμένες κριτικές βρήκαν ότι το "The Message" θυμίζει πολύ Chris Isaac. Είστε fans;

Ω, ουάου, αυτό είναι ωραίο. Ναι, λατρεύουμε τον Chris Isaac.

Κι αν ρωτήσουμε τι ακριβώς συνέβη σε εκείνο το νησί στη Μαύρη Λιμνοθάλασσα;

Ααα, αυτό τώρα είναι ένα μυστήριο, το οποίο ποτέ δεν θα αποκαλυφθεί!



22 Νοεμβρίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Κυριακή 10 Μαρτίου 2019

Στην πρώτη από μια σειρά ειδικών αναρτήσεων οι οποίες θα καταστήσουν διαθέσιμο το αρχείο της Συχνοτικής Συμπεριφοράς που βρίσκεται στα χέρια τα δικά μου και του Στυλιανού Τζιρίτα, επιστρέφουμε στην εκπομπή της 10ης Μαρτίου του 2019. 

Η οποία, αν και μεταδόθηκε «κονσέρβα» ένεκα της περσινής Καθαράς Δευτέρας, είχε μια έντονη ροπή προς την παρασάλευση του χρόνου· παραλίγο, μάλιστα, να τρέξουμε και διαγωνισμό «Κερδίστε Κούλουμα με τον Τζιρίτα και τον Συμβουλίδη». 

Τελικά δεν συνέβη, έδωσε όμως πάσα σε μια συζήτηση γύρω από τη σωστή ...λαγάνα και το ποια κονσέρβα ντολμαδάκια είναι η καλή –ενώ θα μάθετε και τι από τα νηστίσιμα δεν τρώει ο (ηχολήπτης) Γιάννης Κολύβας. Αλλά για να κάνουμε (εν τέλει) και μια παρασάλευση χρόνου, κρατήστε σημειώσεις, ώστε να ανακαλύψετε πού μπορεί να συναντήσετε τον κύριο Τζιρίτα το πρωί της Καθαράς Δευτέρα του 2021, καλά να είμαστε!

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ. Καθώς η εκπομπή ανεβαίνει από το προσωπικό μας αρχείο, δεν περιέχει ούτε τα δελτία ειδήσεων που αναλογούν στην έναρξη και στη συμπλήρωση της μίας ώρας, ούτε τα ανά ημίωρο διαφημιστικά διαλείμματα. 

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. BBC SCOTTISH SYMPHONY ORCHESTRA (σε διευθ. DONALD RUNNNICLES): Antonín Dvořák's Adagio from Symphony no. 9 (New World)
2. IRON HORSE: Pennyroyal Tea
3. ΜΑΡΙΑ ΛΑΤΣΙΝΟΥ & MOKITA: Στο Τέλος Της Μέρας
4. PRINCE: South
5. SIOUXSIE & THE BANSHEES: Happy House
6. BRUCE SPRINGSTEEN: Lucky Day
7. GHOST: Rats
8. ROBERT JOHNSON: Sweet Home Chicago
9. ΜΑΤΟΥΛΑ ΖΑΜΑΝΗ: Βάλια Κάλντα -ζωντανή ηχογράφηση
10. RAMONES: Bop 'Til You Drop
11. ΔΟΜΝΑ ΣΑΜΙΟΥ & ΟΜΙΛΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΧΟΡΩΝ «ΕΛΕΝΗ ΤΣΑΟΥΛΗ»: Να 'Μουν Νύχτα Στον Γιαλό
12. B.T. EXPRESS: Do It (Til' You're Satisfied)
13. ΧΩΡΙΣ ΠΕΡΙΔΕΡΑΙΟ: Άνωση
14. THE FLYING BURRITO BROTHERS: Wild Horses