Μία από τις πιο ιδιαίτερες συναυλίες που έτυχε να παρακολουθήσω στα χρόνια της επαγγελματικής μου ενασχόλησης με τη μουσική δημοσιογραφία, ήταν αυτή του Bill Gaither –θρύλου των λευκών, southern gospel– στο «ACS Κέντρο Τεχνών» στο Χαλάνδρι, τον Οκτώβριο του 2009.
Δεν πήγα τυχαία ή από περιέργεια να τον δω, μάλιστα: σε μια φάση της ζωής μου ανέπτυξα έντονο ενδιαφέρον τόσο για τη λευκή, όσο και τη μαύρη πλευρά του συγκεκριμένου ήχου και συγκέντρωσα και κάποιο δισκογραφικό υλικό, σε χρόνια που κάτι τέτοιο δεν ήταν τόσο εύκολο, καθώς απαιτούσε παραγγελίες από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τις οποίες πλήρωνα με international money orders.
Ένα πράγμα δεν μπορώ να θυμηθώ, μόνο: τι στο καλό έγινε η συνέντευξη που πήρα στον Gaither λίγο πριν την έναρξη της συναυλίας, την οποία αναφέρω και στο τέλος της ανταπόκρισής μου γι' αυτήν. Η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.
* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στη Δάφνη Ανέστη
Όπως λέγαμε και με τη φωτογράφο της βραδιάς, Δάφνη Ανέστη, φεύγοντας από το «ACS Κέντρο Τεχνών» στο Χαλάνδρι, για πρώτη φορά βρεθήκαμε σε μια συναυλία όπου δεν υπήρχε ούτε ένας γνωστός από το σινάφι. Κρίμα, γιατί ο Bill Gaither με τη μπάντα του ή/και με τους καλεσμένους του άγγιξαν υψηλά αισθητικά στάνταρ, δείχνοντάς μας τo πιο φινετσάτο πρόσωπο της λευκής gospel παράδοσης της Αμερικής. Υπήρξαν, βέβαια, και τα σημεία όπου το χριστιανικό κήρυγμα άφηνε πίσω του τη μουσική –όμως τα όρια της πολυδιαφημιζόμενης «ανοχής στο διαφορετικό» εκεί ακριβώς δεν δοκιμάζονται; Όταν πρέπει, δηλαδή, να συνυπάρξεις με πράγματα που ίσως και να σε ενοχλούν;
Για να πιάσω τα πράγματα από μια αφετηρία, πάντως, το «ACS Κέντρο Τεχνών» στο Χαλάνδρι είναι ένας χώρος ο οποίος θα έπρεπε να φιλοξενεί πιο συχνά συναυλίες: άνετος, ευρύχωρος, με ικανοποιητική ακουστική και σε απόσταση περπατήματος από το μετρό. Πολύ καλή, επίσης, στάθηκε και η διοργάνωση της συναυλίας, αφού αποδείχθηκε επαγγελματική σε όλα της, όχι όμως και ψυχρά μανατζερίστικη: τα λόγια του υπεύθυνου, κ. Λιτσικάκη, πριν και μετά τη συναυλία, διέθεταν –πέρα από τις απαραίτητες ευχαριστίες στους χορηγούς– τόσο χιούμορ, όσο και την αίσθηση μιας προσωπικής οπτικής.
Λίγο μετά τις 20.00, όπως είχε ανακοινωθεί, ο Bill Gaither έκανε την εμφάνισή του στη σκηνή: στα 73 του, πια, μα κεφάτος και κοτσονάτος, μας χαιρέτισε απλά ντυμένος, λες και όντως περίμενε καλούς φίλους στο σαλόνι του σπιτιού του. Κι έτσι ακριβώς ξεκίνησε, με ένα συγκινητικό τραγούδι αφιερωμένο στις παλιές φιλίες, καλώντας μας κατόπιν να τον συνοδέψουμε στο "How Great Thou Art". Το κοινό, προς ευχάριστή έκπληξή του, το έκανε με μεγάλη θέρμη. Και προς δική μου έκπληξη, όμως, γιατί σπάνια έχω συναντήσει ανθρώπους τόσο ενημερωμένους ως προς το τι πάνε να ακούσουν. Και για να πω την αμαρτία μου, οι παρευρισκόμενοι δεν μου γέμιζαν, αρχικά, το μάτι για κάτι τέτοιο…
Κι αυτό ήταν απλώς το «ορεκτικό» της βραδιάς. Το πρώτο μέρος ξεκίνησε άμεσα, έπειτα, με την επί σκηνής παρέλαση των homecoming friends του Gaither. Την παράσταση και τις ιαχές ενθουσιασμού του κόσμου έκλεψε αναμφίβολα το κουαρτέτο Ernie Haase & Signature Sound, αρκετά δικαιολογημένα από μία άποψη: αεικίνητοι performers, με έναν εκπληκτικό τενόρο και με έναν μπάσο ο οποίος διαθέτει ποιότητες που στο χορωδιακό θρησκευτικό τραγούδι έχουν, ίσως, να ακουστούν από την εποχή του J. D. Sumner. Κέρδισαν άνετα, λοιπόν, τις πρώτες εντυπώσεις.
Αλλά σε επίπεδο ουσίας βρήκα δυστυχώς λίγα πράγματα: υπερβολικό το μονίμως σφηνωμένο τους χαμόγελο (γίνεται; δεν γίνεται), γλυκερά τα περισσότερα τραγούδια τους, αισθητικής boy band το στήσιμό τους. Στα δικά μου μάτια καλύτερος από όλους τους homecoming friends αποδείχθηκε ο Buddy Green –ο οποίος αργότερα μας κατέπληξε με τη δεξιοτεχνία του στη φυσαρμόνικα– αξιόλογη δε ήταν και η Lynda Randle, που έφερε «άρωμα» από τη μαύρη προσέγγιση στα gospel, θυμίζοντας (αμυδρά) τη μεγάλη Mahalia Jackson. Άξιο μνείας, επίσης, το γκρουβάτο country gospel του τυφλού κιμπορντίστα Gordon Mote.
Το δεύτερο –και καλύτερο– μέρος το πήραν πάνω τους οι ανανεωμένοι Gaither Vocal Band, ήτοι ο Bill Gaither με τους παλιόφιλους Mark Lowry, Michael English & David Phelps, συν τον νεαρό Wes Hampton. Το κουιντέτο απέδειξε ποικιλοτρόπως γιατί ο Gaither απολαμβάνει της φήμης και των βραβείων που τον συνοδεύουν: θαυμάσιες ανδρικές φωνές, εξαιρετικές ερμηνείες, άψογος συντονισμός, ξεκαρδιστικά αστεία από τον Lowry (ρώτησε τον Gaither αν βοήθησε στο χτίσιμο της Ακρόπολης, κοροϊδεύοντάς τον για τα χρόνια του), θέρμη, συναίσθημα πνευματικό και όχι στενά θρησκευτικό, αλλά και gospel διαμάντια σαν τα "The King Is Coming", "The Love Of God", "I’m Satisfied", "At The Cross", "Mary Did You Know?", συν μια διασκευή στους αδίκως παραγνωρισμένους Jordanaires και στο "Journey To The Sky" τους. Προς το τέλος, μάλιστα, έκανε την εμφάνισή της και η Gloria Gaither, σύντροφος επί 46 συναπτά έτη του Bill όχι μόνο στη ζωή, αλλά και στη δημιουργία, καθώς έχει συν-γράψει μαζί του πολλά southern gospel τραγούδια αναφοράς. Όμως, όσο κι αν κάτι τέτοιο συμπλήρωσε ιδανικά την εικόνα της βραδιάς, στάθηκε μάλλον και ως ένα κρίσιμο σημείο: θα έπρεπε, πιστεύω, να τελείωνε κάπου εκεί η συναυλία.
Το τρίτο μέρος τους θέλει όλους μαζί στη σκηνή, το ζεύγος Gaither, τους homecoming friends και τη Gaither Vocal Band. Κι ενώ δεν έπαψαν να λένε ωραία τραγούδια, η διάρκεια αφενός –φτάσαμε τις 3 ώρες, σύνολο– άρχισε να κουράζει, αφετέρου το τελευταίο αυτό κομμάτι είχε να κάνει περισσότερο με ό,τι στην Αμερική ονομάζεται «ministry» (εδώ θα το λέγαμε κατήχηση, έστω και λίγο μπακαλίστικα), παρά με τη μουσική. Πέρα από μία ακόμα παρέλαση μονίμως χαμογελαστών προσώπων, την οποία προσωπικά δεν βρίσκω τόσο ειλικρινή, δυσάρεστο αποκορύφωμα στάθηκε το (κυριολεκτικά) δακρύβρεχτο κήρυγμα αγάπης και φιλίας εκ μέρους της Gloria Gaither: ένα marketing τρικ, κατά τη γνώμη μου, το οποίο έχω δει να επαναλαμβάνει συχνά, σε διάφορες παραλλαγές, στα χρόνια που παρακολουθώ τη Homecoming δραστηριότητά της στα σχετικά DVD. Τουλάχιστον με το encore της βραδιάς ("He Touched Me", από τη Gaither Vocal Band), το οποίο είχε γράψει χρόνια πριν ο Bill για τον Elvis Presley, μπήκαν ξανά κάποια πράγματα στη θέση τους, ως προς το καλλιτεχνικό της υπόθεσης.
Παρά τις ενστάσεις μου για το τρίτο μέρος και τη σχεδόν μηδενική, ενδεχομένως, ανοχή μου στη «διαφορετικότητα» των Gaither, έφυγα σαφώς ικανοποιημένος, γιατί είδα εν δράσει μία από τις πλέον σημαίνουσες μορφές του southern gospel είδους, σε μια σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα συναυλία. Πριν την έναρξη, μάλιστα, είχα την ευκαιρία να μιλήσω με τον Bill Gaither –σε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη, την οποία θα δείτε στο άμεσο μέλλον, μαζί με μια κριτική σε πρόσφατα δισκογραφικά του πονήματα.