31 Ιανουαρίου 2023

Sacred Reich - ανταπόκριση (2017)


Οι Sacred Reich ήταν να έρθουν σε κάποια φάση το καλοκαίρι του 2022, τελικά δεν ήρθαν, εγώ, πάλι, θυμήθηκα και μετά ξέχασα την ανταπόκριση που ακολουθεί. Ίσως να φανούν τελικά κατά τη θερινή περίοδο που μας έρχεται, αφού πολλές συναυλίες δεν έχουν ανακοινωθεί ακόμα.

Τέλος πάντων, στις 22 Αυγούστου του 2017 πήγα να δω τους Αμερικανούς στο «Κύτταρο», παραβιάζοντας για πρώτη φορά στη ζωή μου τις συνεχείς διακοπές που έκανα επί χρόνια τέτοια εποχή. Γύρισα δηλαδή για κάποιες μέρες στην Αθήνα και, με την ευκαιρία, πήγα να δω και τους Sacred Reich. Οι οποίοι, παρά την εποχή και το κλειστό του χώρου, το γέμισαν φουλ το «Κύτταρο».

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το Facebook των συγκροτημάτων, εκτός από την κάτωθι, που τραβήχτηκε στο Κύτταρο από τη Vánagandr Fenrir


Με την Αθήνα σε ένα περίεργο αυγουστιάτικο ντεμί μεταξύ θερινής κουφόβρασης και φθινοπωρινής γκριζάδας, η νέα συναυλιακή σεζόν άνοιξε με thrash metal ρυθμούς, σε ένα κατάμεστο «Κύτταρο». Και μάλιστα μπήκε με το δεξί, καθώς οι Sacred Reich απέδειξαν πως –αν και βετεράνοι πια– μπορούν ακόμα να εκπέμψουν εκείνο το φλογισμένο από οργή και βίαιο πράγμα που χαρακτήρισε τις δουλειές τους στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Κυρίως το Ignorance (1987), άλμπουμ που είχε και την τιμητική του στη νυν περιοδεία, γιορτάζοντας 30 χρόνια. 

Τη βραδιά κλήθηκαν να ανοίξουν οι συμπατριώτες μας Released Anger, επιλογή ταμάμ εκ μέρους των συνδιοργανωτών Krisis Productions & Eat Metal, αφού η έμπειρη αθηναϊκή πεντάδα όχι μόνο τιμά τα thrash παντελόνια της, μα έχει κι ένα πνεύμα ανεξαρτησίας που είμαι σίγουρος ότι θα επικροτούσαν οι headliners. Οι Released Anger βρέθηκαν σε μεγάλη φόρμα και παρέδωσαν ένα γερό support set, με αιχμή του δόρατος τον ακαταπόνητο frontman Δημήτρη Χαρίση. 

Πόσες φορές έχετε ακούσει το κοινό να ζητάει «κι άλλο, κι άλλο» από ένα support σχήμα; Κι όμως συνέβη και επρόκειτο για δικαιότατο αίτημα, το οποίο η μπάντα ικανοποίησε, ρίχνοντας στην αρένα το "Police Over The World" από το ντεμπούτο ΕΡ τους Violent Instincts (2005). Κατά τα λοιπά, έκαναν ένα επιθετικό πέρασμα από όλη τη μέχρι τώρα δισκογραφία τους, τιμώντας δεόντως και το 7ιντσο Virus του 2009. Μάλιστα, έπαιξαν και υλικό από τον επερχόμενο δίσκο, που όπως μας είπαν θα βγει στα τέλη του 2017. Ό,τι ακούσαμε, ήταν καλό. 

Οι Sacred Reich μας έκαναν λίγο τους δύσκολους στην αρχή. Η έναρξή τους είχε ήδη καθυστερήσει λόγω του meet 'n' greet που στήθηκε για τους fans όταν άνοιξαν οι πόρτες στο «Κύτταρο», παρά ταύτα εκείνοι δεν έδειχναν να βιάζονται: επέμειναν πολύ σε ένα θέμα που κατά πώς φαίνεται είχαν τα ντραμς, ενώ στον Phil Rind δεν άρεσε η προβολή του λογοτύπου τους στο φόντο της σκηνής και ζήτησε να αφαιρεθεί. Μόλις μπήκαν στο ψητό, όμως, σερβίροντάς μας το "Ignorance", ξεχάστηκε κάθε γκρίνια.

Με σύμμαχο τον εξαιρετικό ήχο, οι Αμερικάνοι έπαιξαν καλά. Τα χρόνια μπορεί να πέρασαν –το ξέρουν και οι ίδιοι– αλλά ο τσαμπουκάς τους δεν έχει σπάσει. Το διασκεδάζουν ακόμα αυτό που κάνουν και (κυρίως) το πιστεύουν: οι κιθάρες των Wiley Arnett & Jason Rainey ακόμα «κόβουν κώλους», τα ντραμς του Greg Hall μετέτρεψαν το "Crimes Against Humanity" σε αξέχαστο συναυλιακό αποκορύφωμα, ενώ ο Rind παραμένει αρχικελευστής της ταξικής οργής και της βίας που υποβόσκει ανάμεσα σε όσους νιώθουν αδικημένοι και παραπεταμένοι σε έναν κόσμο που πρόχειρα κουκουλώνει κάτω από τον μανδύα του Αμερικάνικου (ή του ευρύτερα Δυτικού) Ονείρου το γεγονός ότι δεν πέτυχε να είναι για όλους. Γι' αυτό και τα «σύνορα» που εξαρχής είχε η συγκεκριμένη metal μπάντα με τον hardcore punk κόσμο, παραμένουν αδρά.

Ο κόσμος ανταποκρίθηκε με μεγάλη θέρμη στα όσα εκπορεύονταν από τη σκηνή, με την πώρωση στις πρώτες σειρές να χτυπάει κόκκινο: μέχρι και καπνογόνο άναψε, φέρνοντας αναστάτωση για λίγο, αφού χρειάστηκε να ανοίξει και η δεύτερη πόρτα του «Κυττάρου». Η δε αίθουσα τραγούδησε σύσσωμη όταν έφτασε η ώρα για την εξαιρετική διασκευή των Sacred Reich στο "War Pigs" των Black Sabbath. Γιορτάστηκαν επίσης τα γενέθλια του Phil Rind –με τούρτα, με σφηνάκια επί σκηνής και με το κοινό να του εύχεται χορωδιακά τα «happy birthday»– ενώ η βραδιά έκλεισε σε γενικό πανζουρλισμό με "Death Squad" και "Surf Nicaragua". Όπως της άξιζε, δηλαδή.



30 Ιανουαρίου 2023

Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου - ανταπόκριση θεάτρου (2016)


Τους τελευταίους μήνες πήγα και είδα αρκετές θεατρικές παραστάσεις που, με κάποιον τρόπο, περιστρέφονταν γύρω από τη μουσική. Στη σκηνή «Δημήτρης Ροντήρης» του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, ας πούμε, είδα αρχές Σεπτέμβρη το βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Φώτη Κόντογλου «Το Αϊβαλί Η Πατρίδα Μου». 

Δεν έγραψα τελικά τίποτα γι' αυτό, κατά παράβαση των προσωπικών μου αρχών, γιατί θα έπρεπε να αφιερώσω πολύ χρόνο (τον οποίον δεν είχα καθόλου εκείνη την περίοδο, όπου προσπαθούσα να κάνω λίγες διακοπές) ώστε να εξηγήσω γιατί δεν μου άρεσε. Πάντως είχε πρωταγωνίστρια τη Χάρις Αλεξίου –δίπλα στην Όλια Λαζαρίδου– και τραγούδια της Μικράς Ασίας εκτελεσμένα ζωντανά από μέλη της Εστουδιαντίνας Νέας Ιωνίας (Βόλου). 

Έπειτα, κατάφερα επιτέλους να βρω κατάλληλο χρόνο και εισιτήριο για να δω την «Αγγέλα Παπάζογλου» της Άννας Βαγενά. Όμως τη μέρα εκείνη τόσο εξουθενωμένος γύρισα από την πρωινή δουλειά, ώστε δεν είχα κανένα κουράγιο να σηκωθώ από το κρεβάτι και να πάω. Αλλά στάθηκα τυχερός γιατί, λόγω μεγάλης ζήτησης, μπήκαν κάποιες ακόμα, τελικές, ημερομηνίες. Κι έτσι μπόρεσα επιτέλους να τη δω –κι έγραψα γι' αυτήν στο MiC (δείτε εδώ). Εκεί έγραψα, επίσης, για τον μονόλογο «Εγώ, Ο Μάρκος Βαμβακάρης» με τον Θανάση Παπαγεωργίου (δείτε εδώ). Μόνο η παράσταση για τη Σωτηρία Μπέλλου μου διέφυγε, νομίζω. Θα ήθελα να την έχω δει με τη Ντίνα Κώνστα κι αυτό δυστυχώς είναι αδύνατον πλέον, μετά τον πρόσφατο θάνατο της αγαπημένης ηθοποιού.

Όλα αυτά, πάντως, έφεραν κατά νου μια παλιότερη σχετική παράσταση: την κατά Πέτρο Ζούλια «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου», με τη Νένα Μεντή να ενσαρκώνει τη θρυλική στιχουργό. Ήταν ένας μεγάλος θεατρικός θρίαμβος, ο οποίος άντεξε επί 6 χρόνια στο σανίδι –και μιλάμε για δύσκολα χρόνια, αφού ήταν τότε που φάγαμε όλη τη μαυρίλα των μνημονίων στο κεφάλι. Εγώ, που δεν έπεσα μεν στην άβυσσο όπως τόσοι άλλοι μα δυσκολεύτηκα πολύ να ορθοποδήσω, την είδα προς τα τέλη της πια, τον Φεβρουάριο του 2016, στο θέατρο «Χώρα».

Αρχικά δεν είχα σκοπό να γράψω κάτι, καθώς στο αρχείο του Avopolis, όπου βρισκόμουν τότε ως αρχισυντάκτης, είχαμε ήδη μια ανταπόκριση από τη φίλη και παλιά συνάδελφο Έφη Παρίση. Καθώς είχαν μεσολαβήσει αρκετά χρόνια, όμως, αποφάσισα ότι δεν θα ήταν άσχημη μια δεύτερη γνώμη –έστω και παρεμφερής. Πρώτη δημοσίευση τον Μάρτη του 2016 για το παρακάτω κείμενο, λοιπόν, το οποίο παρουσιάζεται τώρα με μικρές τροποποιήσεις, αισθητικής φύσης, στη μορφή που πλέον θεωρώ ως τελική. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που δόθηκε στον Τύπο στα χρόνια στα οποία παιζόταν η παράσταση


Δεν είχα σκοπό να γράψω κάτι για την «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου». Καθυστερημένος πήγα άλλωστε να τη δω μετά από 6 χρόνια θριάμβου (μιλάνε από μόνα τους) κι «ανεπίσημα» –σαν απλός θεατής– όταν πια έχουν γραφτεί τόσα και τόσα και η παράσταση οδεύει προς φινάλε. Μια μικρή  παράταση που τυχαία είδα πως δόθηκε, όμως, με παρακίνησε να ανοίξω ένα λευκό microsoft word. 

Υποθέτω ότι η όλη εμπειρία είναι λίγο διαφορετική για τους φίλους της μουσικής σε σύγκριση με εκείνη που βιώνουν οι φίλοι του θεάτρου. Εν τέλει, πάντως, μιλάμε για ψιλά γράμματα μπροστά σε μια παράσταση αληθώς συγκλονιστική, η οποία άλλοτε θα σε κάνει να γελάσεις δυνατά κι άλλοτε θα σου φέρει δάκρυα στα μάτια. 

Ναι, οφείλεται στην τέχνη του κειμένου, καθώς ο μονόλογος που έφτιαξε ο Πέτρος Ζούλιας με βάση το βιβλίο της Ρέας Μανέλη «Η Γιαγιά μου η Ευτυχία» έχει υφανθεί εύστοχα και αποτελεσματικά. Ναι, οπωσδήποτε οφείλεται σε αυτή τη σπουδαία ηθοποιό, τη Νένα Μεντή, η οποία σε «αναγκάζει» να πεταχτείς από τη θέση σου στο τέλος, για να τη χειροκροτήσεις όρθιος. Όμως, πάνω απ' όλα, πρωταγωνιστούν τα τρικυμιώδη πάθη της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Εκείνα που μπόρεσαν να υπερβούν εποχές και συμφορές, έθρεψαν το στιχουργικό της ταλέντο, την ύψωσαν και τη γκρέμισαν.

Η Νένα Μεντή πάει μπρος/πίσω στον κατά Παπαγιαννοπούλου χρόνο, αλλά πουθενά δεν μπερδεύεσαι· το πράγμα δεν γίνεται κουβάρι. Απεναντίας, σε συναρπάζει η εξιστόρηση, σε ρουφάει το λιτό σκηνικό που στην πορεία γίνεται όλο και πιο λιτό, καθώς ορισμένα έπιπλα τα οποία σηματοδοτούν μια ειδική σχέση με ορισμένους σημαντικούς ανθρώπους χάνονται καθώς χάνονται κι εκείνοι. Ένα απλό, μα εξαιρετικό σκηνοθετικό εύρημα. 

Ο θάνατος έχει σεισμική επίδραση στη ζωή της Παπαγιαννοπούλου, ακριβώς γιατί η σχέση με όσους έφυγαν ήταν βαθιά, προσωπική, σφυρηλατημένη στο ίδιο της το πάθος για τη ζωή: η μητέρα της, που μαζί πέρασαν τον όλεθρο της Μικρασιατικής Καταστροφής και της προσφυγιάς, ο άντρας της, που στάθηκε με τεράστια, ανιδιοτελή αγάπη δίπλα στα εξοργιστικά της ελαττώματα κι ανέχτηκε τα μύρια λόγω της μανίας της με το χαρτί, η κόρη της ύστερα –ένα συντριπτικό χτύπημα. Ακόμα και η φίλη και μέντορας Μαρίκα Κοτοπούλη, η είδηση του θανάτου της οποίας γκρέμισε την Παπαγιαννοπούλου μέρα μεσημέρι κάπου στην Πανεπιστημίου, κάνοντάς τη να κλάψει γοερά.


Αλλά η Παπαγιαννοπούλου ήταν ηλιοκεντρική προσωπικότητα κι έτσι πάντα προχωρούσε, κάτι που η Μεντή αποτυπώνει λαμπρά πάνω στη σκηνή· την ηρωίδα της τη θαυμάζεις, μα κάπου σκέφτεσαι και το πόσο δύσκολο πρέπει να ήταν να ζεις κοντά σε ένα πλάσμα τόσο χαρισματικό, που όμως υπήρχε τόσο για την πάρτη του, ώστε μπορούσε σε απρόβλεπτο χρόνο να τα τινάξει όλα στον αέρα. Η Μεντή είναι επίσης εξαιρετική στις ανάσες της, στην άρθρωσή της, στη σταθερότητα της φωνής (καταλυτικής σημασίας χαρακτηριστικό για οποιονδήποτε μονόλογο), αν και προσωπικά θαύμασα περισσότερο την ευλυγισία του σώματός της: ενώ αποτύπωνε την Παπαγιαννοπούλου στα νιάτα της με γοργές κινήσεις, έγινε σκυφτή και αργοκίνητη όταν πια ο χρόνος βάρυνε πολύ στις πλάτες της και η δύση πλησίαζε. 

Στην παράσταση ακούστηκαν και μερικές από τις πιο βαθιές αλήθειες που αφορούν το λαϊκό μας τραγούδι. Ίσως φανεί άσχημο αυτό που θα πω, όμως θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική η παρακολούθησή της από διάφορους καλλιτέχνες που λένε πως ασχολούνται με τη λαϊκότητα στις μέρες μας, μα στην πραγματικότητα έχουν χάσει κάμποσες από τις βασικές της σταθερές. Δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ φεύγοντας ότι ο μακαρίτης ο Παντελής Παντελίδης βρισκόταν, ενστικτωδώς, εγγύτερα στα «καύσιμα» της έμπνευσης της Παπαγιαννοπούλου, από δημιουργούς πιο σεβάσμιους στον δικό μου κόσμο (των κριτικών). 

Ακόμα πιο άσχημο, όμως, μάλλον θα ακουστεί σε κάποια αυτιά το ότι η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου «ζωντανεύει» εκεί στη σκηνή του θεάτρου Χώρα ως μια αρχετυπική ελληνική μορφή. Με τις ρίζες που ποτέ δεν ξέχασε ψάχνοντας φανταστικές πατρίδες για να αποδράσει, με τον άγιο Παντελεήμονα που πήρε από τη μάνα της και έδωσε στην εγγόνα της όταν ξενιτεύτηκε –χωρίς θρησκευτικούς φανατισμούς, χάριν απλά μιας αρχέγονης, παραδεδομένης πίστης στο μεταφυσικό– με την ανάκατη εκείνη εφευρετικότητα και κατεργαριά που καλά κρατεί στον κόσμο της Μεσογείου ήδη από τα χρόνια του πολυμήχανου Οδυσσέα. 

Γνήσιο τέκνο του πολιτισμικού σταυροδρομιού του τόπου μας, λοιπόν, η κατά Μανέλη/Ζούλια/Μεντή «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» δίνει (μεταξύ άλλων) και μια ηχηρή απάντηση σε όλα τα ανθελληνικά και ευρωλιγούρικα πρότυπα που προβάλλονται ξανά τα τελευταία χρόνια από ένα συγκεκριμένο κομμάτι του πληθυσμού, το οποίο επιθυμεί διακαώς να απεμπολήσουμε το ποιοι ήμασταν και είμαστε, χάριν μιας κάποιας «προόδου» με ολιγαρχικά χαρακτηριστικά. Καταντώντας μας γονυκλινείς Χατζηαβάτες και αητούς χωρίς φτερά, να τρώμε τη ζωή με το μαχαιροπίρουνο, αντί με το κουτάλι.



28 Ιανουαρίου 2023

Luz Casal - ανταπόκριση (2014)


Διπλό ραντεβού με τη Luz Casal θα έχουμε τον Μάρτιο στο «Christmas Theater», όπως διάβασα στο Αθηνόραμα, καθώς η Ισπανίδα ερμηνεύτρια καταφτάνει στην Ελλάδα για δύο συναυλίες με best of λογική, συνοδεία 60μελούς ορχήστρας.

Η ανακοίνωσε με έκανε να θυμηθώ ότι έχω παραβρεθεί κι εγώ σε συναυλία της, σχεδόν 9 χρόνια πριν: Σεπτέμβριος 2014 ήταν, στο Ηρώδειο, σε μια βραδιά με σπανιόλικο αισθησιασμό και φινέτσα σε κόκκινο και μαύρο.

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στη Σμαρώ Μπότσα


Η Luz Casal (προφέρεται Λουθ Κασάλ) δεν είναι πια η 30άρα τραγουδίστρια που το ελληνικό κοινό γνώρισε χάρη στα Ψηλά Τακούνια του Πέδρο Αλμοδόβαρ (1991). Είναι όμως μια γυναίκα με πολύ νεότερη ψυχή από το νούμερο χρόνων που αναγράφεται στην ταυτότητά της –και όσοι γνωρίζουν τις περιπέτειες της υγείας της, ξέρουν ότι δεν μιλάω για κάτι εύκολα κι ανέμελα κατακτημένο. Επιπλέον, βρίσκεται σε ερμηνευτική ωριμότητα ικανή να σε καρφώσει στο κάθισμά σου, ασχέτως ρεπερτορίου. Γι' αυτό και στο γεμάτο μέχρι και τις πάνω κερκίδες Ηρώδειο δεν έπαιρνες λεπτό τα μάτια σου από τη σκηνή, στις σχεδόν 2 ώρες διάρκειας της συναυλίας (συμπεριλαμβανομένων των δύο encore).

Στην ευρύχωρη σκηνή του αρχαίου ωδείου κάθε βήμα της Luz Casal έδειχνε προσεκτικά χορογραφημένο, με πλήρη επίγνωση της γύρω «γεωγραφίας». Είτε χόρευε αργά, λοιπόν, είτε αλώνιζε με το μικρόφωνο στο χέρι από τη μία άκρη στην άλλη, είτε πισωπατούσε προσεγγίζοντας τους μουσικούς της, είχε πάντα τον τρόπο να επιβάλλεται. Με τη θεατρικότητα της κίνησής της, με το αστραφτερό της χαμόγελο, με φανερή χαρά για την υποδοχή που της επιφύλαξε το ελληνικό κοινό, με τις κωμικές της προσπάθειες να επικοινωνήσει μαζί μας –πρώτα με κάτι ελληνικά «σκονάκια» τα οποία είχε απλώσει μπροστά της, ύστερα με μερικά ασυνάρτητα αγγλικά και κάτι μπλοκαρισμένα γαλλικά, στα ισπανικά τελικά κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε. 

Ακόμα κι αν βρήκα πως το παραξήλωσε στις βαθιές υποκλίσεις, δεν μπόρεσα να μην υποκλιθώ κι εγώ, νοερά, στο αισθητήριο της φινέτσας της, όπως το κατέγραψαν τα δύο φορέματα της βραδιάς: το φωτεινό κόκκινο του πρώτου μέρους (με ή χωρίς τον βαρύ γιακά, τον οποίον και ξεφορτώθηκε σε κάποιο σημείο) και το επίσημο μαύρο του δεύτερου (με ή χωρίς τη φανταχτερή ζώνη). 

Κάτι που πραγματικά με εντυπωσίασε, ήταν η άρνηση της Luz Casal να κερδίσει τη βραδιά με τις διεθνείς επιτυχίες που ασφαλώς και περιμέναμε όλοι να ακούσουμε. Ίσα-ίσα: η θαυμάσια διασκευή της στο υπερκλασικό "Historia De Un Amor" «ξοδεύτηκε» θα έλεγες αρκετά νωρίς, το "Piensa En Mi" εμφανίστηκε όταν ήδη το δεύτερο μέρος είχε κορυφωθεί (αποτελώντας αργότερα και το δεύτερο encore, που νομίζω ότι υπήρξε αυθόρμητο, εκτός δηλαδή «προγράμματος»), ενώ το έτερο αλμοδοβαρικό και προσωπικώς αγαπημένο "Un Año De Amor" κρατήθηκε για γκραν φινάλε –γκραν, όμως– του κυρίως μέρους. Η δε συναυλία κερδήθηκε, με το καλησπέρα σχεδόν, χάρη σε μια έξοχη εκτέλεση στο "Mi Sono Innamorata Di Te" (καλύτερη από την ενδοσκοπική στούντιο εκδοχή), στη μελοποιημένη απόδοση ενός ποιήματος από την ιδιαίτερη πατρίδα της Γαλικία και σε μια καταπληκτική διασκευή στο χιλιανό "Gracias A La Vida" της Violetta Para. 

Μάλιστα, σε όλο το πρόγραμμα, η Ισπανίδα ερμηνεύτρια ισορρόπησε υποδειγματικά ανάμεσα στη λόγια ευρωπαϊκή ερωτική μπαλάντα –που κατά το δοκούν αποκτούσε μοντέρνες ενσαρκώσεις, μετατρεπόμενη λ.χ. είτε σε ελαφρό τραγούδι, είτε σε «ποπ»– και σε μια χαμηλών τόνων «νυχτερινή» τζαζ με ρετρό αποχρώσεις, η οποία σοφά εγκατέλειπε το πεδίο όταν άρχιζε να ηχεί πολύ ασφαλής και κομματάκι... μεσόκοπη. 

Οι μουσικοί της (δύο κιθάρες, πιάνο/πλήκτρα, μπάσο και ντραμς/κρουστά) χειρίστηκαν δεξιοτεχνικά αυτές τις οριοθετήσεις, ενώ η ίδια η Casal υπήρξε άψογη σε σχεδόν όλη τη διάρκεια της βραδιάς. Το «σχεδόν» πάει στο encore, το οποίο άρχισε μεν με ένα καλοπροβαρισμένο απόσπασμα της κατά Μίκη Θεοδωράκη "Άρνησης (Στο Περιγιάλι Το Κρυφό)", μα τη βρήκε έπειτα να προσπαθεί να παίξει κάτι σαν ροκ, καταλήγοντας να φωνασκεί αντιαισθητικά πάνω από μανιερίστικους ηλεκτρικούς ρυθμούς. 

Μικρό παράπονο το τελευταίο, πάντως, από μια κατά τα λοιπά απολαυστική συναυλία. Εκ μέρους μιας λαμπερής ερμηνεύτριας, η οποία δικαίως καταχειροκροτήθηκε από σύσσωμο το Ηρώδειο. 





27 Ιανουαρίου 2023

Άννα Βίσση - Συνέντευξη [δισκοκριτική, 2015]


Με γυροφέρνουν με διάφορους τρόπους οι αναφορές στην Άννα Βίσση, τελευταία, γυροφέρνω κι εγώ τις εμφανίσεις της στο «Hotel Ερμού», είναι και τα 50 χρόνια δισκογραφίας της αργότερα μέσα στο έτος. Να λοιπόν και μια κριτική μου από το 2015 στο άλμπουμ «Συνέντευξη».

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Αργύρη Μακρή και προέρχεται από υλικό που διακινήθηκε κατά καιρούς στον Τύπο, ως promo


Δεν είναι ότι δεν έχει πράγματα για να σταθείς η Συνέντευξη. Είναι ένας δίσκος της Άννας Βίσση, πρώτα-πρώτα. Μιας σπουδαίας τραγουδίστριας, για να ξεμπερδεύουμε εξαρχής με την ξινίλα ορισμένων. Και τις σπουδαίες τραγουδίστριες τις απολαμβάνεις, ό,τι ρεπερτόριο κι αν έχουν ή δεν έχουν κάθε φορά: ακολουθείς τη φωνή, τα χρώματα των ερμηνειών, την ηχώ των φωνηέντων. Και το μόνο που διακυβεύεται είναι το πόσο τις απολαμβάνεις. Την Άννα Βίσση, λοιπόν, έπρεπε να την απολαμβάνουμε περισσότερο.     

Ένας λόγος για τον οποίον μένεις στραβωμένος στο τέλος της ακρόασης, είναι το ακατάσχετο τουρλουμπούκι της Συνέντευξης. Όλα μέσα –ροκ ηλεκτρικές κιθάρες, λάτιν τρομπέτες, βιολιά, λαϊκά περάσματα με μπαγλαμάδες και μπουζούκια, πλήκτρα, μέχρι και μπάντζο ακούγεται στο "Προτιμώ"– κι όλα τσίτα, στα μούτρα σου, να σε σέρνουν μια από εδώ και μια από εκεί. Και μόλις κοντοσταθείς για ανάσα ή για γουλιά νερό, μπαμ, μπουμ, φεύγουμε πάλι σαν τα τρελά πουλιά· με την Άννα Βίσση να κάνει ακόμα ένα σπριντ 200 μέτρων ώστε να υψωθεί πάνω από τον αχό της «μάχης». 

Δεν λέω, από μία άποψη θαυμάζω πραγματικά. Θαυμάζω δηλαδή και τις βίσσειες επιδόσεις, μα και την άνεση του Νίκου Καρβέλα να τα χειρίζεται όλα αυτά και να μεταπηδά από το ένα στο άλλο χωρίς ποτέ να τον πιάνεις εκτός κώδικα. Τελειώνει όμως η Συνέντευξη και αισθάνεσαι εξοντωμένος.

Έπειτα, σου δίνεται η εντύπωση ότι η Βίσση & Καρβέλας δεν έχουν δίπλα τους ένα σωστό επιτελείο. Αναρωτιέμαι, πραγματικά: δεν βρέθηκε ένας άνθρωπος –όχι με θάρρος, μα με ειλικρινές ενδιαφέρον για τον νέο τους δίσκο– να τους πει ότι μερικά τραγούδια δεν έπρεπε ποτέ να περάσουν την τελική ευθεία; «Έναν τριπλό καφέ θα πιω για να στανιάρω, αφού δεν θέλεις πια να είμαστε μαζί / Θα ξαναρχίσω το ποτό και το τσιγάρο κι άντε στον διάολο και οι συγγνώμες σου κι εσύ» ("Τριπλός Καφές"). Μα, αλήθεια τώρα; Και sachlamara alert δεν σήμανε κανείς; Τέτοιο χάλι δεν ξαναβρίσκεις, βέβαια, ωστόσο υπάρχουν κι άλλα τραγούδια σαφώς δεύτερα, χωρίς τα οποία η Συνέντευξη θα ανέπνεε περισσότερο, θα ήταν κάπως πιο κομψή. 

Και πάλι, πάντως, βρίσκεις πράγματα να κρατήσεις. Το "Ξανά Μανά" λάμπει χάρη στην ερμηνεία της Βίσση, χάρη στην άριστη αντίληψη της ενορχήστρωσης περί τοποθέτησης πνευστών, αλλά και χάρη στους απλούς μα εύστοχους καρβέλειους στίχους για τις μουσικές που ακούμε («φρέσκιες μουσικές με μπαγιάτικες νότες») και για το πώς ζούμε τους έρωτές μας (στα ρηχά). Πετυχαίνει έτσι όσα δεν έχουν πετύχει όλα μαζί τα λάτιν, σουίνγκ, δεν ξέρω τι διάολο γκρουπάκια της Αθήνας: να είναι ακομπλεξάριστο, διασκεδαστικό, επαγγελματικό, να έχει κάτι να πει –και να διαθέτει κι ένα ωραίο βιντεοκλίπ, δια χειρός Βαγγέλη Καλαϊτζή. Αν θέλετε να μιλήσουμε για εγχώρια ποπ, κυρίες και κύριοι, ιδού η ...Αβάνα, ιδού και το πήδημα.  

Επιπλέον, η συμμετοχή του Γεράσιμου Ευαγγελάτου στους στίχους, άξιζε τον κόπο. Θα έλεγα μάλιστα ότι έπρεπε να δοκιμαστεί σε μεγαλύτερη κλίμακα. Όχι επειδή έγραψε κάτι το συγκλονιστικό, αλλά γιατί έθεσε τη Βίσση σε λίγο διαφορετική τροχιά κι εκείνη ανταποκρίθηκε. Η "Συνέντευξη", ας πούμε, τη διατηρεί ντίβα, την οδηγεί σε μεγαλοπρεπώς θεατρική ερμηνεία, αλλά την ίδια στιγμή εμπεριέχει και μια αποδόμηση που δεν τη συναντάς συχνά στο mainstream ρεπερτόριο. Το "Άσε Τους Έρωτες", πάλι, της στήνει ένα αλέγκρο πάλκο για να ανέβει πάνω με άνθος ιβίσκου στα μαλλιά –βγαλμένη λες από το "Mi Tierra" της Gloria Estefan– και να τραγουδήσει «Αν οι λυγμοί σου μες τη νύχτα αντηχούν, άσε τους έρωτες για εκείνους που μπορούν». Σκέρτσο ανάκατο με κυνισμό, έτσι απλά γιατί μπορεί. Μετά από κάτι τέτοιο, τι να μας πουν συνταγοποιημένες κοπτορραπτικές της σειράς, τύπου "Χωριστά" και "Της Ψυχής Τ' Αντισώματα";

Δεν μένεις λοιπόν και με άδεια χέρια από τη Συνέντευξη. Δεν μένεις όμως και με πολλά. Η σούμα είναι κομματάκι καλύτερη από άλλους δίσκους των πρόσφατων χρόνων της Άννας Βίσση, σαν το Αγάπη Είναι Εσύ (2010), όμως παραμένει απογοητευτική. Κυρίως γιατί πείθεσαι ότι εύκολα μπορούσε να ανέβει ο πήχης, μα κανείς δεν ενδιαφέρθηκε αρκετά για κάτι τέτοιο.  



26 Ιανουαρίου 2023

Γιάννης Πάριος & Ελένη Βιτάλη - ανταπόκριση (2016)


Παρότι το έψηνα ένα ακόμα ραντεβού με τον Γιάννη Πάριο τώρα που είναι να παίξει στο Θέατρο του Κολεγίου Αθηνών, όσο πλησιάζουμε προς τις μέρες αυτές του Φεβρουαρίου βλέπω το ενδεχόμενο να απομακρύνεται –για διάφορους λόγους.

Το blog, ωστόσο, θα ολοκληρώσει εδώ τις μέχρι σήμερα Παριο-αναδρομές, ανατρέχοντας στον Νοέμβριο του 2016, όταν ο ερμηνευτής έκανε μια σειρά εμφανίσεων στην «Ιερά Οδό» παρέα με την Ελένη Βιτάλη.

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες είναι από το πρόγραμμα, ανήκουν στον Branko και δόθηκαν από τη διοργάνωση για τις ανάγκες του promo


Γιάννης Πάριος και Ελένη Βιτάλη δεν είχαν βρεθεί ποτέ μαζί στο ίδιο πρόγραμμα, τόσα χρόνια. Ποιος ξέρει γιατί; Όμως εκεί στην «Ιερά Οδό» οι δυο τους έχουν στήσει ένα φανταστικό θέαμα, ικανό να εκπλήξει ακόμα και όσους τους παρακολουθούν και γνωρίζουν επομένως καλά τι, πάνω-κάτω, να περιμένουν. Μοιάζουν με τυφώνα, από εκείνους τους εξωτικούς, που τους βλέπουμε στις τηλεοράσεις μας, με δέος, να μην αφήνουν τίποτα όρθιο στο πέρασμά τους. Ούτε κι αυτοί άφησαν: πήραν καρδιές, ψυχές, σπονδύλους μέσης και γοφούς και τα σήκωσαν. 

Το πρόγραμμα, ωστόσο, αποκτά μια τέτοια μορφή όταν αναλαμβάνουν εκείνοι τα ηνία του. Γιατί για 40-45 λεπτά, ζήσαμε μια ψυχρολουσία, εξαιτίας της λογικής με την οποία είχε χτιστεί το «ζέσταμα» της έναρξης. Δεν ξέρω ποιανού ιδέα είναι αυτό το ακαλαίσθητο συνονθύλευμα που βασάνισε τα αυτιά μας, πάντως μια καλή ορχήστρα και μερικές φωνές δεύτερες μεν, μα όχι δίχως δυνατότητες, χαραμίστηκαν για να υπηρετήσουν έναν αχταρμά. Ο οποίος πότε έγερνε προς αμφιλεγόμενης ποιότητας «έντεχνα» τύπου "Για Να Σε Συναντήσω", πότε ήθελε να πάει προς κάτι πιο λαϊκό, πότε το έριχνε στα ταγκό της Χάρις Αλεξίου για να δικαιολογήσει την παρουσία ενός χορευτή και μιας χορεύτριας και πότε έβρισκε καλή ιδέα να βάλει τους μουσικούς να παρουσιάσουν μια οργανική εκδοχή στο ...Φάντασμα της Όπερας(!) ή να ανακατέψουν το "Ελα Στο Πάρτυ" του Τάκη Μηλιάδη με το ..."Ακρογιαλιές Δειλινά". 


Όμως η Ελένη Βιτάλη ξόρκισε το κακό σχεδόν με το που βγήκε στη σκηνή, χαμογελώντας μας πλατιά, ντυμένη με ένα μπλε φόρεμα το οποίο τόνιζε τον κρεμαστό κόκκινο αστερία που φορούσε στον λαιμό της. Μπήκε με Γιάννη Παπαϊωάννου και "Άνοιξε Άνοιξε", μα δεν το πήρε καθόλου χαλαρά· αντιθέτως, έριξε από νωρίς δύο μεγάλες της επιτυχίες, την "Κιβωτό" και το "Ίσως Φταίνε Τα Φεγγάρια", δίνοντας τόνο και παλμό στη βραδιά με τη θέρμη των ερμηνειών της και τη δύναμη της φωνής της. Η οποία ήχησε λαμπερή και «μεγάλη», φέρνοντας άμεσα κατά νου τις σπουδαίες στιγμές της δισκογραφίας της. Και έτσι ακριβώς παρέμειναν τα πράγματα καθόλη τη διάρκεια του προγράμματος, ό,τι κι αν διάλεξε να μας πει. 

Σε μεγάλα κέφια, η Βιτάλη υπήρξε ιδιαίτερα επικοινωνιακή μαζί μας –και με τον Γιώργο Καπουτζίδη επίσης, ο οποίος βρισκόταν με την παρέα του σε μπροστινό τραπέζι– και στάθηκε περίφημα τόσο σε επιλογές που απαιτούσαν πιο εσωστρεφείς διαδρομές (σαν τον "Μπαλαμό" ή το "Ένα Χειμωνιάτικο Πρωί", από εκείνο το δικό της το Απέναντι Μπαλκόνι), όσο και σε στιγμές που ζητούσαν παθιάρικη εξωστρέφεια. Οι δεύτερες, ειδικά, υπήρξαν ανεπανάληπτη κορύφωση του προγράμματος, αφού τραγουδάρες του Χρήστου Νικολόπουλου σαν το "Παίξε Χρήστο Επειγόντως", "Μια Γυναίκα Μπορεί" ή μια φοβερή διασκευή στο "Μακριά Μου Να Φύγεις" του Πάνου Γαβαλά σήκωσαν κόσμο και κοσμάκη όρθιο, δίνοντας το σύνθημα για τρελό χορό –το είπε άλλωστε και η ίδια σε κάποια φάση, «έλα μάνα μου, αυτά είναι!». Σε κάθε περίπτωση, η φωνάρα της γέμισε τον χώρο· στιβαρή και χωρίς την παραμικρή κάμψη στην απόδοσή της. Η χαρά έγινε όντως το σύνθημα, με τον καημό να αποτελεί το παρασύνθημα. 

Κι όμως, ακόμα και μια τέτοια επίδοση, «κρύφτηκε» για λίγο από τη βραχυπρόθεσμη μνήμη όταν στη σκηνή πρόβαλλε ο Γιάννης Πάριος, ντυμένος στα μαύρα, πρώτα με ένα μπλε κασκόλ περασμένο χαλαρά στους ώμους, ύστερα με ένα (παρόμοιο) λευκό. Και δεν μας άφησε ούτε ανάσα να πάρουμε: ξαμόλησε τη φωνάρα του σε ένα βροντερό κρεσέντο επίδειξης δυνατοτήτων, το οποίο σκέπασε και την ορχήστρα ακόμα –κι ας έπαιζε με ισχυρή ένταση. Σαν να μην ήθελε να μας αφήσει καμία αμφιβολία για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται στα 70 (πλέον) του χρόνια, έχοντας μάλιστα πίσω του το ξενύχτι της σαββατιάτικης πρεμιέρας (καθώς παρακολουθήσαμε τη δεύτερη παράσταση του προγράμματος, απόγευμα Κυριακής). 


Και τι δεν τραγούδησε ο Πάριος σε αυτή την εμφάνιση. Δεν έφτανε δηλαδή το πρώτο μέρος, όταν η έκταση της φωνής του αντήχησε σαν σεισμός στην «Ιερά Οδό», παρασέρνοντας τον διπλανό μου να φωνάξει «α ρε Γιάννη, τι μας κάνεις!» όσο μας καθήλωνε με "Την Αγαπούσα Παραδέχομαι", "Φταίμε Κι Οι Δυο", "Δώσε Μου Λιγάκι Ουρανό", "Τι Θέλεις Να Κάνω (Φοβάμαι)", "Είσαι Θεός" και τόσες ακόμα επιτυχίες. Δεν έφτανε το αναπάντεχο μα όμορφο μίνι αφιέρωμα που έκανε στη μνήμη της Βίκυς Μοσχολιού (με τη φωτογραφία της να κοσμεί το video wall πίσω του). Είχαμε και το δεύτερο σκέλος, όπου αποφάσισε να βγει εκτός προγράμματος, λέγοντας ό,τι του ερχόταν στο κεφάλι ή ό,τι του άρεσε από τις παραγγελιές που του έκανε εκστασιασμένο το κοινό. Σε μια γκάμα ρεπερτορίου η οποία κάλυψε τα δικά του, τα όσα έχει γράψει για άλλους τραγουδιστές ή κομμάτια που απλώς του άρεσαν και τα έχει διασκευάσει και ο ίδιος. 

Είπε λ.χ. το σπουδαίο "Τώρα Κι Εγώ Θα Ζήσω" που έγραψε το 1984 για τη Χάρις Αλεξίου, είπε το "Ένα Βράδυ Που 'Βρεχε" του Νίκου Γούναρη, διασκεύασε Αλίκη Βουγιουκλάκη ("Ασ'το Το Χεράκι Σου"), είπε βέβαια το "Απορώ", βρήκε χώρο ακόμα και για το "Επιστροφές Καταστροφές" που έδωσε πριν 15 χρόνια στον Πασχάλη Τερζή. Η λίστα πραγματικά τεράστια. Και πάλι, έμειναν πράγματα απέξω: δεν ακούσαμε λ.χ. το τρέχον σουξέ "Εσύ Αλλού Κι Εγώ Στην Πάρο" ή κάτι από τα νησιώτικα, ούτε και τραγούδια που αγαπώ προσωπικά πολύ, σαν το "Ηλιοβασίλεμα" ή το "Μη Με Ρωτάς". Και ήταν σε όλα φοβερός. Ένας τραγουδιστής ολκής, με μεγάλες εκφραστικές δυνατότητες, ο οποίος μας άφησε συνεπαρμένους, συνεπικουρούμενος βέβαια από μια ορχήστρα που σε τέτοια ακριβώς απρόβλεπτα έδειξε την ποιότητα και το επίπεδό της. «Σπίτια δεν έχετε να πάτε, καθάρματα;», μάς ρώτησε όταν είδε ότι η ώρα είχε πια περάσει, μα κανείς δεν σηκωνόταν να φύγει. Κι όταν πια μας καληνύχτισε –με μία καταπληκτική εκτέλεση στο "Σήμερα"– όλο το μαγαζί σηκώθηκε όρθιο και τον χειροκρότησε. 

Ξεχωριστή μνεία αξίζει, τέλος, το κομμάτι εκείνο της παράστασης στο οποίο Πάριος και Βιτάλη συνυπήρξαν μαζί στη σκηνή. Με μια τρυφερότητα σπάνια, με μια χαρά για τα ντουέτα τους την οποία δεν μπορεί να χτίσει κανένα μάρκετινγκ, ούτε και οι εξαντλητικές πρόβες. Οι επιλογές κινήθηκαν κατά κύριο λόγο στο παλιό ελαφρό ρεπερτόριο –είπαν ας πούμε και το "Πόσο Λυπάμαι" της Σοφίας Βέμπο, αλλά και το "Άσε Με Να Φύγω" της Αλέκας Κανελλίδου– τραγούδησαν όμως και το "Ποτέ, Ποτέ, Ποτέ": ανεπανάληπτο ντουέτο του Πάριου με την Ελένη Δήμου από το μακρινό 1987, σε μια διωδία αληθινά μοναδική. 



25 Ιανουαρίου 2023

Γιάννης Πάριος - Έλα Μου Χαμογέλα Μου [δισκοκριτική, 2016]


Δύο χρόνια μετά τον δίσκο «Όνειρα Κάνω» του 2014 (δείτε εδώ), ο Γιάννης Πάριος επέστρεψε στα πράγματα με το νέο άλμπουμ «Έλα Μου Χαμογέλα Μου». 

Μια κριτική μου γι' αυτό δημοσιεύτηκε το καλοκαίρι του 2016 στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης –και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, αλλά και κάποιες διορθώσεις εξισορρόπησης σε έναν παροδικό ενθουσιασμό που, πλέον, δεν κρίνεται (τόσο) δόκιμος.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που δόθηκε τότε στον Τύπο ως promo για την κυκλοφορία (είναι άλλωστε αυτή του εξωφύλλου)


Ακούω μερικές φορές να λένε ότι όλο τα ίδια και τα ίδια κάνει ο Γιάννης Πάριος, μα το δέχομαι και δεν το δέχομαι. Συμφωνώ, δηλαδή, ότι, εδώ και χρόνια, επικρατεί ένας συντηρητισμός· ότι έχει στρογγυλοκαθίσει σε ορισμένες δάφνες και δεν ξεκουνάει από εκεί με καμία κυκλαδίτικη Παναγία. 

Προσωπικά, όμως, δεν με (πολυ)ενδιαφέρει. 

Με την ίδια έννοια που δεν ζητάω από τον Leonard Cohen να μου κομίσει το καινούριο όταν βγάζει δίσκο, δηλαδή, έτσι δεν το ζητάω και από εκείνον. Ας τα κάνουν οι νεότεροι αυτά (τα κάνετε;). Ο Πάριος δικαιούται, εφόσον έτσι επιθυμεί, να ανακατεύει εις το διηνεκές την τράπουλα που φέρει πλέον τα δικά του αρχικά και να κρίνεται με το κατά πόσο καταφέρνει να ξανακερδίζει την παρτίδα. 

Στην τελευταία μας συνάντηση, στο «Όνειρα Κάνω» του 2014, έδωσε έναν δίσκο που μάλλον αντανακλούσε την ειρηνική του καλοκαιρινή ρουτίνα στην Πάρο: πρωινός καφές πριν το μπάνιο, τηγανητός σπάρος και σαλάτα όσο ζεματάει ο μεσημεριανός ήλιος, ούζα με φίλους το βραδάκι ή μοναχικές στιγμές με την κιθάρα ανά χείρας. Ακούσαμε έτσι έναν λιτό, διακριτικό Πάριο, να στοχάζεται πάνω στον γλυκόπικρο αντίλαλο που άφησαν οι μάχες των μεγάλων ερώτων της ζωής. Φέτος, κάμποσα πράγματα στα εκφραστικά μέσα παραμένουν τα ίδια –ίσως και ακριβώς τα ίδια. Όμως συναντάμε έναν Πάριο πιο μάχιμο, πιο «είμαι εδώ», πιο έτοιμο να βροντήξει στα φωνήεντα. Με τις δυνάμεις της νυν φωνής του, έστω.

Δεν μπόρεσα βέβαια να τα συμφωνήσω με τον εαυτό μου αν το «Έλα Μου Χαμογέλα Μου» διαθέτει περισσότερα καλά τραγούδια από το «Όνειρα Κάνω». Νομίζω πως όχι. Ίσως, όμως, οι κάπως-πιο-λαϊκές λοξοδρομήσεις να υπήρξαν πιο εύστοχες. Από την άλλη, ένα σημαντικό τμήμα του άλμπουμ κινείται στον αυτόματο πιλότο, με ορισμένες στιγμές να αποτελούν ευδιάκριτα μείον για το σύνολο. 

Ασφαλώς, αυτόματος πιλότος σημαίνει (και) δεδομένη κλάση στις ενορχηστρώσεις, στα παιξίματα, στη λογική μιας κάπως φρεσκαρισμένης ελαφρολαϊκής παραγωγής. Έστω κι αν δεν θίγεται ποτέ και στο παραμικρό η ζώνη ασφαλείας του ερμηνευτή. 

Σημαίνει όμως και την ανάγκη να φέρουμε τη Μελίνα Ασλανίδου για ένα ντουέτο ευπρόβλεπτα νερόβραστο ("Θα Σ' Αγαπώ", με άσπρα κοχύλια, γλάρους και έτερα βαρετά), μιας και τραγουδούσαμε μαζί την προηγούμενη σεζόν. Αναλόγως, σημαίνει ότι θα βρείτε σημεία όπου η βαρθακούρεια ευθεία υπηρετείται έστω και στο όριο του ευπρόσωπου, όπως λ.χ. στο ραδιοφωνικό σουξέ "Εσύ Αλλού Κι Εγώ Στην Πάρο" ή στο "Κι Άλλη Μέρα Πέρασε". Όμως βέβαια και έτερα σημεία, που είτε οδηγούν σε κρεσέντο χασμουρητών ("Έκανα Αγώνα"), είτε προκύπτουν σοκαριστικώς άστοχα ("Τα Μπαράκια"), είτε σε μπαϊλντίζουν προβάλλοντας την κλάψα τους σε φόντο γεμάτο έγχορδα και ηλεκτρικές κιθάρες ("Καλή Σου Ώρα").  

Στην άλλη μπάντα, βρίσκονται τραγούδια οριακώς πιο ξάστερα. Στο "Απόψε Σε Θυμήθηκα" έχουμε 1980s λαϊκό κλίμα κι έναν Πάριο να άδει «κι αν δεν μ' αγάπησε αυτή, έτσι είναι ρε φίλε η ζωή» με μια σχεδόν παλικαρίσια επίγνωση της συντριβής, που επιβιώνει της θορυβώδους ενορχήστρωσης. Στο "Πιάσε Με Αν Μπορείς" διηγείται το τέλος ενός έρωτα που ποτέ δεν βρήκε τη χρυσή τομή, με τόνο πικρής, προσγειωμένης διαπίστωσης. Και στο "Άχου Μικρό Μου" έχουμε έναν εκσυγχρονισμό της γερνάς-και-σκοτεινιάζει θλίψης του παλιού ελαφρού ρεπερτορίου, με τον Πάριο να συγκινεί με τον τρόπο που τραγουδάει τη φράση «Ο έρωτάς σου στον ουρανό μου, ένας μικρός θεός».

Σε ένα από τα εγχώρια σουξέ του φετινού καλοκαιριού, ο Κωνσταντίνος Χριστοφόρου εξηγεί γιατί, στις στιγμές όπου τελειώνουν οι αντοχές και τα πάντα γκρεμίζονται από τον σεισμό κάποιου έρωτα, «βάζει έναν Πάριο» –συμμετέχει μάλιστα, και το ίδιο το τιμώμενο πρόσωπο. Τον βάζει βέβαια στο αυτοκίνητο τέρμα, καθώς τον νικάνε οι υπερβολές και η κυρίαρχη νεοελληνική καγκουριά. Δεν έχει τόση σημασία, όμως. Σημασία έχει ότι το τραγούδι του λέει μια αλήθεια που έχει ισχύσει κι ακόμα ισχύει για την πλειονότητα των μουσικόφιλων Ελλήνων: όσο "Ανεπανάληπτος" κι αν έχει υπάρξει ενίοτε ο Τόλης, όταν πρόκειται για υποθέσεις της καρδιάς, ο Πάριος είναι άρχοντας και βασιλιάς. Εκείνος ο τραγουδιστής που κάνει τα μικρά πράγματα, μεγάλα.



24 Ιανουαρίου 2023

Γιάννης Πάριος - Όνειρα Κάνω [δισκοκριτική, 2014]


Συνεχίζοντας την ανασκόπηση των επαγγελματικών «συναντήσεων» με τον Γιάννη Πάριο, μετά την παρακολούθηση της συναυλίας Βασίλη Τσιτσάνη στο Μέγαρο Μουσικής τον Απρίλιο του 2013 (δείτε εδώ), ήρθε ο δίσκος «Όνειρα Κάνω» (2014).

Κάπως το έφερε δηλαδή κι έπεσα στο ραδιόφωνο σε ένα από τα τραγούδια του δίσκου, το "Φωτεινό Μου Καλοκαίρι". Και είχε να μου αρέσει καινούριο κομμάτι του Πάριου από το 2009. 

Οπότε αναζητήθηκε το άλμπουμ και μια κριτική γι' αυτό γράφτηκε τότε στο Avopolis –αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που κυκλοφορούσε εκείνη την περίοδο στον Τύπο, ως promo


Ο πιο ωραίος Γιάννης Πάριος που άκουσα εδώ και αρκετά χρόνια πέρασε μάλλον απαρατήρητος, σε επίπεδο δημοσιότητας. Κάτι ακούστηκε τις μέρες που το νέο άλμπουμ μοιράστηκε με την εφημερίδα «Real News», κάπου πήρε το αυτί μου και το "Τελειώσαμε Τελειώσαμε", κι αυτό ήταν όλο. 

Δεν ξέρω, βέβαια. Μπορεί η υπόθεση του «Όνειρα Κάνω» να τράβηξε σε νούμερα –άλλωστε ο Πάριος παραμένει όνομα τεράστιο για τα εγχώρια δισκογραφικά δεδομένα και κάποιες ηλικίες λειτουργούν με αντανακλαστικά που δεν πιάνουν οι μικρότεροι. Πάντως σεισμικές δονήσεις και γκραν σουξέ δεν είχαμε. Κι αυτό το ίντερνετ, πλημμυρισμένο στα δελτία Τύπου. Επίθετα, υπερθετικοί, κολακείες, θαυμαστικά... Καμία γνώμη, καμία κριτική. Τοτέμ Πάριος. Α, ναι, υπάρχει κάπου κι ένα ανάλογου προσανατολισμού κείμενο βαφτισμένο «δισκοκριτική». Εντάξει, θα βαφτίσω κι εγώ κοντοσούβλι τα κολοκύθια με τη ρίγανη και θα κοιμηθώ χορτάτος.  
 
Ο φετινός Πάριος δείχνει λιτός, ήσυχος. Δεν είναι απαραίτητα· και καμιά φωνή βάζει πού και πού, αλλά κι ένα πλήθος οργάνων θα συναντήσετε αν χαζέψετε τα credits: πιάνο, ακορντεόν, κιθάρες, μπουζούκι, μπάσο, κρουστά, σαξόφωνο, μα και νέϋ, τσέλο, ντουντούκ, ούτι, μαντολίνο. Η μισή επιτυχία του «Όνειρα Κάνω» οφείλεται λοιπόν στην ενορχήστρωση, καθώς ο Ντίνος Γεωργούντζος αποδεικνύεται άνθρωπος με πολύτιμη αίσθηση του μέτρου. Υπό τη διεύθυνσή του η πληθώρα των οργάνων σπάει, το πομπώδες αποφεύγεται κι επικρατεί μια λογική τόσο/όσο, αληθινά ευεργετική για τις ανάγκες του συγκεκριμένου υλικού. Ψιλοκλισέ βέβαια οι συνολικές διαδρομές και ολίγον α-λα-παλαιά το κλίμα, δίχως κάτι το απροσδόκητο. Όμως δεν έχει σημασία. Οὐκ ἐν τῇ καινοτομία τό εὖ. 
 
Η άλλη μισή επιτυχία του δίσκου ανήκει στον ίδιο τον Πάριο. Ούτε κι αυτός βέβαια έγραψε κάτι το συναρπαστικό (σχεδόν όλα τα τραγούδια είναι σε μουσική/στίχους δικά του), έχω μάλιστα την αίσθηση πως όσο το πάει προς το λαϊκό, τόσο μπουρδουκλώνεται στις νοσταλγίες ("Στου Κάτω Κόσμου Τα Σκαλιά") ή σε μοτίβα φθαρμένα πια από την πολυχρησία, τύπου "Του Άντρα Το Ζεϊμπέκικο". Αρκετά ωστόσο από τα τραγούδια που ακούμε εδώ –το "Φωτεινό Μου Καλοκαίρι", το ομώνυμο "Όνειρα Κάνω", το "Σαν Την Άνοιξη" ή το προαναφερθέν "Τελειώσαμε Τελειώσαμε"– δεν δυσκολεύονται να εκπέμψουν την αλήθεια του έρωτα για τον οποίον γιορτάζουν, θρηνούν ή μελαγχολούν: χωρίς φιοριτούρες και μεγαλοστομίες, εκφράζουν επιτυχώς ό,τι ο ίδιος ο Πάριος χαρακτήρισε, μιλώντας στον Νίκο Χατζηνικολάου, «πότε φουρτούνα, πότε καλοσύνη».
 
Πάνω όμως από το υλικό και τις άξιες ή ανάξιες στιγμές του, στέκουν οι ερμηνείες. Τον ακούω τον Πάριο στο «Όνειρα Κάνω» και σε τίποτα δεν μοιάζει στον αυτάρεσκο, φωνακλά και λιγωτικό τραγουδισταρά που θαύμασα και δεν θαύμασα πριν έναν χρόνο στο Μέγαρο Μουσικής. Απεναντίας μάλιστα, αν μου φέρνει κάτι κατά νου, είναι τον πατέρα μου να παίζει κιθάρα και να μουρμουρά τραγούδια έτσι για το κέφι και την πάρτη του, δίχως να ξέρει ότι είναι και κάποιος άλλος εκεί γύρω και τον ακούει. 
 
Αναβλύζει από καρδιάς ο φετινός Γιάννης Πάριος, με μια διακριτικότητα που προσωπικά με άγγιξε, θυμίζοντάς μου έναν άλλον ενδιαφέροντα σταθμό στην καριέρα του –το άλμπουμ «Βίος Ερωτικός» του 1994. Μπορεί λοιπόν να μην είναι η δική μου μουσική αυτή που παίζει εδώ, διαθέτει εντούτοις στόφα, μεράκι, αλλά κι έναν γλυκόπικρο αντίλαλο από τις μάχες των μεγάλων ερώτων της ζωής. Όσων δεν δίνονται (αναγκαστικά) σε νεαρή ηλικία.



23 Ιανουαρίου 2023

Γιάννης Πάριος: «Ο δικός μου Βασίλης Τσιτσάνης» - ανταπόκριση (2013)


Ένας χαμός έχει γίνει με κάποιες επικείμενες συναυλίες του Γιάννη Πάριου σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, καθώς τα διαθέσιμα εισιτήρια εξαντλούνται γοργά, οπότε μπαίνουν και νέες ημερομηνίες. 

Είναι λογικό. Τεράστιος τραγουδιστής ο Πάριος και ιδιαίτερα λαοφιλής. Έστω κι αν δεν πρόσεξε πάντα το ρεπερτόριό του. Έστω κι αν δεν διαθέτει, πια, τη φωνάρα της ακμής του. 

Κάποτε ήταν από τις φιγούρες που ταύτιζα με μια περασμένη Ελλάδα. Όμως τέτοια διαμετρήματα υπερβαίνουν από τη φύση τους αυτές τις νεανικές αφέλειες, περιόδων στις οποίες θεωρείς ότι οι δικοί σου ήρωες μπορεί να προέρχονται μόνο από την επικαιρότητα. 

Επαγγελματικά, τώρα, δεν ευτύχησα ποτέ μέχρι τώρα να συναντήσω τον Πάριο για κάποια συζήτηση. «Συναντηθήκαμε» όμως σε διάφορες περιστάσεις, με βάση αυτά που έκανε τα τελευταία 15 χρόνια.

Η παλιότερη από αυτές τις «συναντήσεις» ήταν στο Μέγαρο Μουσικής τον Απρίλιο του 2013, τότε που παρουσίασε την παράσταση «Ο δικός μου Βασίλης Τσιτσάνης». Κάπου έχω ακόμα ένα συγχαρητήριο e-mail από τον Τάσο Μαρούγκα, ο οποίος δούλεψε χρόνια στην ΕΜΙ και τον θυμάμαι ως έναν από τους καλύτερους επαγγελματίες που είχαμε στην εγχώρια δισκογραφία (σε πιο ανθηρές μέρες από τις σημερινές, βέβαια). Παρότι την κριτική μου δεν την έλεγες και θετική.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που κυκλοφορούσε εκείνα τα χρόνια ως promo στον εγχώριο Τύπο 


Κι άλλος Τσιτσάνης; Πάλι Τσιτσάνης; Έχει κάποιο νόημα; Ή για ακόμα μία φορά το λαμπρό παρελθόν επιστρατεύτηκε ως διέξοδος σε ένα αχνό, μπερδεμένο παρόν; 

Έχει –κάποιο– νόημα. Έχει όσο κρατούν οι συζητήσεις για το ποιος ο μεγαλύτερος Έλληνας συνθέτης και οι απαντήσεις κινούνται μηχανικά στο δίπολο Χατζιδάκις/Θεοδωράκης, ενώ δεν ήταν κανείς απ' τους δύο. Από την άλλη, όπως ακούσαμε πολύ Χατζιδάκι μια δεκαετία/δεκαπενταετία πριν, έτσι ακούμε και πολύ Τσιτσάνη τώρα. Και πάλι όμως, ακούμε επιφανειακά. Μένουμε στον αφρό. Προσωπικά, δηλαδή, δεν αντέχω άλλο "Μπαξέ Τσιφλίκι". Και, δεν ξέρω, τέτοια τραγούδια δεν θα έπρεπε να έχουν αυτή την τύχη. Ο Γιάννης Πάριος, βέβαια, ξεκίνησε το αφιέρωμά του με το "Μπαξέ Τσιφλίκι". Διάσταση απόψεων πλήρης.

Λίγες στιγμές πιο πίσω κι ενώ περίμενα την έναρξη, ανακαλούσα προσφάτως συζητημένα Τσιτσάνεια, συναυλιακά, δισκογραφικά ή και τα δύο: ο Γιώργος Νταλάρας, πιστός στο πνεύμα μιας εποχής, μα και υπό το πρίσμα του δικού του βεληνεκούς∙ ο Γιώργος Μαργαρίτης, ίσως υπερβολικά πιστός στα περασμένα, αλλά με μια αλανιάρικη λαϊκή στόφα, συναγωνίσιμη πλέον μόνο από τον Θέμη Αδαμαντίδη∙ ο Βασιλικός των Raining Pleasure, σε μια αξιοπερίεργη απόπειρα αποδόμησης. Και τώρα ο Πάριος, σε μια προσπάθεια να τον φέρει στα μέτρα κάποιου που μεγάλωσε ακούγοντας τα συγκεκριμένα τραγούδια από τον πατέρα του, σε μια εποχή που ό,τι εκπροσωπούσε ο Βασίλης Τσιτσάνης έμπαινε πια μετά βαΐων και κλάδων στα «καθώς πρέπει» σπίτια και οι γειτονιές αντιλαλούσαν από τις επιτυχίες του.

Αν πέτυχε; Εξαρτάται σε τι βάση το βλέπετε. Στο τέλος της συναυλίας, ας πούμε, το κοινό καταχειροκροτούσε όρθιο. Μπορεί να ήταν μεγάλο ως πολύ μεγάλο σε ηλικία –σποραδικά εντόπιζες ωστόσο και νεαρά πρόσωπα, κυρίως γυναίκες– εντούτοις δεν ήταν τουρίστες: ξέρανε πολύ καλά τα τραγούδια τα οποία παίχτηκαν, στίχο με στίχο. Και δεν μιλάμε για λίγο κοινό, σημειωτέον. Γέμισε σχεδόν η αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», επιβεβαιώνοντας ότι λεφτά (εξακολουθούν να) υπάρχουν.

Ας μην αφήνω περιττά υπονοούμενα, τον χειροκρότησα κι εγώ τον Γιάννη Πάριο. Ίσως όχι τόσο θερμά, καθώς οι αντιρρήσεις μου σωρός· πάντως το κέρδισε το παλαμάκι. Πες ό,τι θες για το τι τραγουδάει, παραμένει στα 67 του ένας σπουδαίος ερμηνευτής. Άλλη κλάση. Επίσης, το εννοούσε αυτό το «ο δικός μου Τσιτσάνης»: με το που βγήκε στη σκηνή αδιαφόρησε για τον κώδικα Μέγαρο και το πουτάνεψε το πράγμα –ας μου επιτραπεί η έκφραση. Μας παρότρυνε για ενεργό συμμετοχή, κατάργησε τις αποστάσεις, έκανε το Μέγαρο να θυμίζει πάλκο: «Άαντε ντε!», βρυχήθηκε σχεδόν προστακτικά βλέποντας πόσο δειλά τραγουδούσαμε μαζί του το "Σερσέ Λα Φαμ". 

Θα μου πεις, τι το ήθελε το Μέγαρο αν είχε τέτοιες διαθέσεις; Δεκτό. Πάντως Τσιτσάνης στη μούγγα, ε, δεν γινόταν. Ακόμα, δίχως να θέλω να μειώσω τον Ντίνο Γεωργούντζο, ο οποίος είχε τη μουσική διεύθυνση μιας άξιας ορχήστρας, αληθινός μαέστρος ήταν ο Πάριος. Με χέρια, πόδια, βλέμματα ή και όλα μαζί. Ακόμα κι αν είχε πλάτη τους μουσικούς και τη χορωδία –έπεσε μάλιστα και παρατήρηση σε ένα σημείο. Φοβερός τύπος. 

Κρατώ ωστόσο κάμποσες διαφωνίες. Έμεινε σε ασφαλή νερά και σε χιλιοειπωμένα τραγούδια η εκλογή του set, ενώ μιλάμε για έναν συνθέτη με παραγωγή που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει τρεις βραδιές με εντελώς διαφορετικό πρόγραμμα. Και όταν στο δεύτερο μέρος δεν παίχτηκε το "Πάλιωσε Το Σακάκι Μου" (προσωπική απογοήτευση), θεώρησα ότι ο Πάριος το κράτησε για encore. Κι όμως, ως encore έπαιξε ξανά τη "Συννεφιασμένη Κυριακή" και το "Ξημερώνει Και Βραδιάζει"... Μα δεν είχαν προετοιμαστεί άλλα τραγούδια; Αλγεινή η εντύπωση, έστω κι αν η "Συννεφιασμένη Κυριακή" (ψιλο)ευτύχησε σε τούτη τη δεύτερη εκτέλεση, καθώς στην πρώτη –ως δεύτερο τραγούδι της βραδιάς– αποδόθηκε ως πανηγυρική Φανφάρα για τον Κοινό Άνθρωπο. Και μόνο τέτοια δεν είναι. Καμιά χαρά δεν χάθηκε, καμιά καρδιά δεν μάτωσε στην πρώτη ερμηνεία.

Σε ορισμένα τραγούδια βρέθηκαν όντως πατήματα με τον κόσμο της φωνάρας του Πάριου: βγήκε δηλαδή το απαραίτητο συναίσθημα στο "Χωρίσαμε Ένα Δειλινό", υπήρξε το ζητούμενο σκέρτσο στο "Δώδεκα Η Ώρα" κι επιτεύχθηκε σύζευξη συνθέτη-τραγουδιστή σε στιγμές όπως τα "Αχάριστη", "Το Σκαλοπάτι Σου", "Κάθε Βράδυ Πάντα Λυπημένη", "Μεσ' Την Πολλή Σκοτούρα Μου" (που άρχισε, εύστοχα, ως αργός αμανές) και "Γλυκοχαράζουν Τα Βουνά". Ως γενική εντύπωση, όμως, δεν βρήκα ότι ο Τσιτσάνης πήγαινε στον Πάριο. Ή ο Πάριος στον Τσιτσάνη. 

Ο Τσιτσάνης του Πάριου δεν στερούνταν οπτικής, άποψης, εξοικείωσης, αγάπης εκ μέρους του δημοφιλούς ερμηνευτή. Αλλά, προσαρμοσμένος στο λαρύγγι του, ξεμάκρυνε αισθητά από το λιτό, δωρικό, συγκρατημένο στιλ με το οποίο τον γνωρίζουμε από τη δισκογραφία. Ράφτηκε στα μέτρα ενός τραγουδισταρά φωνακλά, υπερβολικού, θεατρίνου, ενίοτε αυτάρεσκου και συναισθηματικώς λιγωτικού: με ενόχλησαν τα τόσα «εεεε» και «αααα» και «πάμε!», αν και κατά τη διάρκεια της βραδιάς συμφιλιώθηκα μαζί τους, διότι αυτός είναι ο Πάριος βρε παιδί μου, έτσι το νιώθει το τραγούδι, έτσι μπορεί να βγει να στο πει. 

Το εκτίμησα λοιπόν που δεν προσπάθησε να δειχτεί ως κάποιος άλλος, τάχα μου πιο σοβαρός. Γι' αυτό και θα το ξαναπώ: ο δικός του Τσιτσάνης δεν στερούνταν οπτικής, άποψης, εξοικείωσης, αγάπης. Και, εκ του αποτελέσματος, ταυτίστηκε πλήρως με τον Τσιτσάνη του κοινού που είχε έρθει ως το Μέγαρο, το οποίο προφανώς αγαπά το μπουζούκι του πιο «ευρωπαϊκόν», πιο ελαφρό και εκπολιτισμένο, όπως εύστοχα σημείωνε ήδη από το 1953 η Ελένη Βλάχου (σε χρονογράφημά της στην «Καθημερινή», 26/7/1953). Δεν ταυτίστηκε, όμως, με τον δικό μου Τσιτσάνη. Εξακολουθώ να τον προτιμώ πιο βαρύ και κάπως σκέτο.



20 Ιανουαρίου 2023

Διάφοροι - Κατακαημένε Σκόπελε... Επιτόπιες Ηχογραφήσεις Του Μάρκου Φ. Δραγούμη (1967) [δισκοκριτική, 2016]


Η εντύπωση που αποκόμισα από τον μουσικολόγο Μάρκο Φ. Δραγούμη, στη σύντομη γνωριμία μαζί του όταν επισκέφτηκα (το 2008, νομίζω) το «Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ», ήταν ενός αυστηρού μα και ανάλαφρου συνάμα ανθρώπου. Ο οποίος είχε βαθιές γνώσεις πάνω στην εγχώρια παράδοση, συμπεριλαμβανομένων των βυζαντινών.

Η ανακοίνωση του θανάτου του σκόρπισε θλίψη, άσχετα αν ήρθε στα 89, από φυσικά αίτια: θα λείψει ένας σημαντικός και αναντικατάστατος άνθρωπος και μελετητής.

Ως φόρο τιμής, λοιπόν, επιστρέφουμε σήμερα στον δίσκο «Κατακαημένε Σκόπελε...», ο οποίος βασίστηκε σε επιτόπιες ηχογραφήσεις του Δραγούμη στο νησί αυτό των Βορείων Σποράδων. Ο ίδιος τις έκανε το 1967, μα χρειάστηκαν πολλά χρόνια πριν δουν το φως της δημοσίευσης, χάρη στο φροντισμένο βιβλίο/CD από την Εκδοτική Δημητριάδος (2016), που είχε ως «πιλότο» του τον ακούραστο Κωστή Δρυγιανάκη. 

Μια κριτική παρουσίαση πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η χρησιμοποιούμενη φωτογραφία του Μάρκου Φ. Δραγούμη ανήκει στο Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ


Ίσως γιατί ποτέ δεν τις επισκέφθηκα, οι Σποράδες παρέμειναν σε μια άκρη του μυαλού μου ως ένας τόπος μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, σαν βγαλμένος από τις «Παγανιστικές Δοξασίες στη Θεσσαλική Επαρχία» του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη: λίγο εκείνα τα Δαιμονονήσια, όπως ήταν γνωστές επί Τουρκοκρατίας, λίγο οι διηγήσεις για τον δράκο που κατοικοέδρευε στη Σκόπελο και σκότωσε στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ο Άγιος Ρηγίνος, λίγο ότι οι χάρτες στο σχολείο τις αποκαλούσαν «Βόρειες Σποράδες» κι εμείς ψάχναμε με περιέργεια (ματαίως, βέβαια) τις Νότιες, έγινε η δουλειά. Ο Μάρκος Φ. Δραγούμης, από την άλλη –αυτός ο σπουδαίος μουσικολόγος– τις επισκέφθηκε, τη Σκόπελο τουλάχιστον. Και με σχεδόν μισό αιώνα καθυστέρηση μας παρουσιάζει εδώ ένα λίαν ενδιαφέρον πορτραίτο της μουσικής ζωής που κάποτε άνθιζε εκεί. 

Η λαογραφική αξία αυτών των ηχογραφήσεων είναι βέβαια ανεκτίμητη και δεν χωρά στις βαθμολογίες των δισκοκριτικών. Υπάρχει ωστόσο ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό, που δεν είναι πάντοτε δεδομένο σε τέτοιου είδους εκδόσεις: ότι τα όσα ακούμε εδώ τυγχάνουν και «ωραία», είναι δηλαδή ικανά να αγγίξουν και το αυτί του μη ειδικευμένου, απλού ακροατή σε ένα καθαρά συναισθηματικό επίπεδο. Ο τελευταίος, μάλιστα, έχει να ωφεληθεί πολύ από τη συνολική έκδοση των 96 σελίδων, τόσο από τον γλαφυρό πρόλογο του Δραγούμη, όσο και από την εποπτεία του Χρήστου Γ. Καλαντζή στην ιστορία της Σκοπέλου, κυρίως δε από το κατατοπιστικότατο εισαγωγικό κείμενο που υπογράφει ο «πιλότος» της όλης προσπάθειας, ο ακούραστος Κωστής Δρυγιανάκης. Χτίζεται λοιπόν μια πολυσύνθετη εμπειρία, η οποία απευθύνεται και στον εγκέφαλο, μα δεν ξεχνά και την καρδιά. 

Περνώντας στο ψητό, εδώ έχουμε ένα CD με 40 κομμάτια χωρισμένα σε πέντε μεγάλες ενότητες (τραγούδια του Χορού, του Γάμου, του Ετήσιου Εορταστικού Κύκλου, της Θάλασσας και Ξενιτειάς, Αμανέδες), τις οποίες συμπληρώνει ένα μοναχικό νανούρισμα, αφοπλιστικά ερμηνευμένο από τη Μοσχάνθη Σιναΐτη (1912-1996). Πρόκειται για άριστη δόμηση, που επιτρέπει να παρακολουθήσεις πολλές περιστάσεις της σκοπελίτικης καθημερινότητας από όσες έδιναν στους κατοίκους αφορμή για μουσική και τραγούδι. Η όλη υπόθεση, μάλιστα, λαμβάνει αυτομάτως μεγαλύτερες διαστάσεις αν συνειδητοποιήσεις ότι έρχεσαι σε επαφή με έναν κόσμο χαμένο πια ακόμα και για τους ίδιους τους Σκοπελίτες: η ταχεία ομογενοποίηση του εγχώριου λαϊκού πολιτισμού λόγω της τεχνολογίας (ραδιόφωνο, τηλεόραση) και της γενικότερης μείωσης των παλαιών αποστάσεων, έστειλε στη λήθη ένα μεγάλο κομμάτι του ντόπιου ρεπερτορίου. Για τους πρωταγωνιστές όμως αυτού του CD, που δεν έχουν δει το μέλλον, παραμένει μία ζώσα μνήμη. 

Πολύ ενδιαφέρουσα, επίσης, αποδεικνύεται και η τοποθέτηση της μουσικής στο κοινωνικό περιβάλλον μιας εποχής κατά την οποία δεν είχε αναπτυχθεί ο τουρισμός, οπότε ευημερούσαν ακόμα οι τεχνίτες και επαγγελματίες. Οι Σκοπελίτες που ακούμε εδώ ήταν ερασιτέχνες: για εκείνους, η μουσική αποτελούσε μεράκι και τρόπο συμπληρωματικού εισοδήματος. Ασφαλώς, η αριστεία σε ένα όργανο μπορούσε να προσδώσει κύρος εντός κοινότητας· όμως το κυρίως επάγγελμα παρέμενε μια διαφορετική ιστορία. 

Έτσι, ο βιολιστής λ.χ. Κώστας Λιθαδιώτης (1915-2004) διατηρούσε ταβέρνα και ύστερα περίπτερο, ο τραγουδιστής Σπύρος Στιβαχτής (1881-1967) ήταν βοσκός, ενώ ο οργανοπαίχτης/τραγουδιστής Τριαντάφυλλος Μπουνταλάς (1927-2012) υπήρξε εξέχων μικροναυπηγός. Όπως θαυμάσια παρατηρεί ο Δρυγιανάκης, αντιμετωπίζοντας τους ηχογραφούμενους σαν πρόσωπα και όχι σαν ανώνυμο λαό (καταγράφοντας δηλαδή ηλικίες, επαγγέλματα, μορφωτικό επίπεδο κτλ.), ο Δραγούμης αναδεικνύεται σε προδρομική μορφή των πιο σύγχρονων τάσεων στην εθνομουσικολογία/ανθρωπολογία. Εκείνων που μεταθέτουν τη συζήτηση από τις ρίζες στις διαδρομές.

Η κουβέντα για την παρούσα έκδοση, τώρα, δύσκολα τελειώνει. Είναι άλλωστε τόσες οι ιστορίες και οι λεπτομέρειες που μπλέκονται με τα τραγούδια, ώστε δημιουργείται ένας κόσμος ολόκληρος γύρω από το κάθε ένα από αυτά –κόσμος που δεν γίνεται να χωρέσει σε μία κριτική. Κι αν ηχητικά το ευρύ πλαίσιο του πολιτισμού των Σποράδων δείχνει γνώριμο, με την κυριαρχία π.χ. του κλαρίνου και τις μάλλον οικείες, νησιώτικες διαδρομές των βιολιών, τα όσα ανθολογούνται εδώ έχουν αρκετή αυτόνομη ομορφιά και «χρώμα», ώστε να τέρπουν και δίχως καμία από τις παραπάνω αναλύσεις. 

Μερικά χαρακτηριστικά καλούδια είναι τα "Παίρνω Τ' Αρμιδάκι Μου" και "Περιβολαριά Μου" με τη φωνή του Μπουνταλά, το "Χίλια Καλώς Ορίσετε" με την Ευλαλία Παχή, τα εποχιακά "Σήκω Λάζαρε" και "Άιντε Να Πάμε, Βλάχα" με τη Διαμαντούλα Κεχριώτη (το δεύτερο σε ντουέτο με τον σύζυγό της, Μιχάλη), ο αμανές "Δεν Ημπορώ Να(ι) Κλαίγω Πια" με τον εντυπωσιακό Νίκο Κορέντη, αλλά και τα υπέροχα κάλαντα των Φώτων όπως τα λέει ο Στιβαχτής, ο οποίος τραγουδά επίσης και το ρεμπέτικο "Τι Σου 'Φταιξα, Κυρ Λοχαγέ" –δείγμα ότι ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 στη ζωή του νησιού είχε εισέλθει κι ένα πιο «εθνικό» ρεπερτόριο. 

Ιδιαίτερη αξία έχουν όμως και οι δύο καταγεγραμμένες αφηγήσεις, που  σωστά επιλέχθηκε να φιλοξενηθούν, αφού τρόπον τινά συμπληρώνουν ένα ζωντανό παζλ γύρω από τη γενικότερη καθημερινότητα στο νησί στους παλιότερους καιρούς: στη μία, ο Μπουνταλάς μας ξεναγεί στο έθιμο της τράτας· στην άλλη, ο Παρίσης Βαλσαμάκης (1897-1989), ο αφανής «ήρωας» πίσω από τις παρούσες ηχογραφήσεις, μιλάει για το αλλοτινό ζύγισμα του κρασιού. Του προϊόντος δηλαδή για το οποίο φημιζόταν η Σκόπελος ήδη από την αρχαιότητα (πριν τη ναυτική άνοδο της Αθήνας, η πόλη-κράτος Πεπάρηθος πλούτισε εμπορευόμενη τον ξακουστό «πεπαρήθιο οίνο»), μέχρι την ολοκληρωτική καταστροφή των αμπελώνων της από φυλλοξήρα. Καθώς αυτή είχε συντελεστεί όταν ο Δραγούμης επισκέφθηκε το νησί, ο Βαλσαμάκης διηγείται κάτι ήδη χαμένο (εξ ου και το «αλλοτινό»), που όμως λόγω ηλικίας είχε προλάβει να το βιώσει, έστω και στη ραγδαία του παρακμή.  

Περιττεύει να πω πόσο πολύτιμες υπηρεσίες προσφέρει μια τέτοια έκδοση στον τόπο μας, στον πολιτισμό μας, στο πώς νοούμε, κατασκευάζουμε και εν τέλει αποτιμούμε την παράδοσή μας, στο τι μπορεί να γίνεται εκείνη πέφτοντας στον ορμητικό χείμαρρο της Ιστορίας (εδώ ας πούμε εξαφανίζεται, πριν καν έρθει η Παγκοσμιοποίηση): είναι πολύ εύστοχη η φράση «για την αναβάθμιση της πνευματικής ζωής της ευρύτερης περιοχής» που χρησιμοποιεί στον χαιρετισμό του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Χαλκίδας κ. Χρυσόστομος. Όσο για εμένα, ξαναγυρνώντας στις σκέψεις της εισαγωγικής παραγράφου, νομίζω ότι η κυκλοφορία αυτή τόνωσε λίγο περισσότερο τις φανταστικές ιδιότητες που έχουν αποκτήσει οι Σποράδες στο μυαλό μου. Κάτι που πάντα για καλό το έχω. 



19 Ιανουαρίου 2023

Merciless - ανταπόκριση (2017)


Συναυλίες στις οποίες πήγες, τις χάρηκες, μα σχεδόν δεν τις θυμάσαι πια. Δεν συμβαίνει συχνά, όμως με τόσα χιλιόμετρα που έχει γράψει πια το σχετικό «κοντέρ» σε 19 χρόνια (αισίως) επαγγελματικού βίου, υπάρχουν και τέτοιες περιπτώσεις. Οι οποίες αποδεικνύουν πόσο χρήσιμο είναι να κρατάς αρχείο και σημειώσεις, ώστε να συμπληρώνεται η μνήμη όποτε κρίνεται αναγκαίο.

Μια τέτοια περίπτωση είναι λοιπόν και το λάιβ των Merciless τον Οκτώβριο του 2017, στο «Κύτταρο». Όταν οι Σουηδοί ήρθαν για πρώτη –και τελευταία, μιας και αποσύρονταν πια, τουλάχιστον από τις ζωντανές εμφανίσεις– φορά στα μέρη μας, κυλώντας μας με ανελέητη βία στον λασπωμένο τους death metal βόρβορο.

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το Facebook των συγκροτημάτων


Στη χαλαρά γεμάτη πλατεία του Κυττάρου, το χτύπημα των Merciless ήταν ανελέητο, όνομα και πράγμα: οι Σουηδοί μπορεί να μην το είχαν πολύ στο επικοινωνιακό κομμάτι, «μίλησαν» όμως με τη μουσική τους σφραγίζοντας την πρώτη μα και τελευταία τους επίσκεψη στην Ελλάδα με μια πωρωτική εμπειρία –η μπάντα αποσύρεται στα τέλη της χρονιάς, οπότε η παρούσα περιοδεία κλείνει για 2η φορά την ιστορία τους, μετά την πρώτη διάλυση του 1994. 

Πριν όμως από τους πρωταγωνιστές, είδαμε τους «δικούς μας» Amken να παίζουν φουλ thrash metal επίθεση, κερδίζοντας το χειροκρότημα των λίγων, μέχρι εκείνη την ώρα, θεατών. Η τετράδα έβγαλε μόλις φέτος την πρώτη της ολοκληρωμένη δουλειά Theater Of The Absurd (είχαν κι ένα ΕΡ το 2014) και πρόσφερε ένα θαυμάσιο support set, βουτηγμένο τόσο στον νεανικό της ενθουσιασμό, όσο και στα διαχρονικά Bay Area νάματα που όπλισαν το μεταλλικό της πολυβόλο. 


Σφιχτός ήχος, καλοπροβαρισμένο αποτέλεσμα και άριστο «σερβίρισμα», τέτοια δε περιστροφή μακριού μαλλιού σαν κι αυτή του κιθαρίστα Γιάννη Καρακούλια, είχα πραγματικά χρόνια να δω. Μάλιστα, στο κλείσιμο του set έδωσαν κι έναν πιο πολιτικό τόνο (για όσους πρόσεξαν το σχόλιο), προλογίζοντας το "Obedient Dogs". Το γεγονός λοιπόν ότι οι Αθηναίοι φεύγουν ευρωπαϊκή περιοδεία με τους Gorgoroth, μόνο τυχαίο μην το θεωρήσετε. 

Οι Merciless, τώρα, έγιναν δεκτοί με ιαχές ενθουσιασμού, αν και στη διάρκεια της βραδιάς ο επιβλητικός μουστάκιας Peter Stjärnvind ζήτησε περισσότερη φασαρία από το κοινό για χατίρι της πρώτης και τελευταίας (το τόνισε) συναυλίας τους στην Ελλάδα. Για πρώτη και τελευταία επίσκεψη, πάντως, ούτε εκείνοι υπήρξαν και οι πιο επικοινωνιακοί. Ωστόσο κανείς δεν χρειάστηκε περισσότερα λόγια από την ώρα που άνοιξαν οι ενισχυτές και ξεχύθηκε ασυγκράτητο εκείνο το βορβορώδες thrash/death υβρίδιο που 25 χρόνια πριν έκανε τον Euronymous των Mayhem να τους υπογράψει στη Deathlike Silence, χαρίζοντας στο ντεμπούτο τους The Awakening ένα cult στάτους που ακόμα καλά κρατεί στη συνείδηση των ενημερωμένων μεταλλάδων. 

Οι Σουηδοί δεν έπαιξαν πολλή ώρα, αλλά το set που παρουσίασαν ήταν σφιχτό και μελετημένο, προσανατολισμένο στον ήχο τον οποίον είχαν στο The Awakening· επιλογή ιστορικά συνεπής για αυτήν την τελευταία περιοδεία και οπωσδήποτε δημοφιλέστερη, καθώς όσοι προτιμούμε το 3ο τους άλμπουμ Unbound (1994) είμαστε αισθητά λιγότεροι. Όχι ότι δεν παίχτηκαν και επιλογές από εκείνο, σαν τον ομώνυμο ύμνο ή το "The Land I Used To Walk". Όμως η πιο μελωδική τους αίσθηση υποχώρησε χάριν της ωμής αγριάδας που χάρισε στη μπάντα τη φήμη της στο metal underground –εξού και απουσίασε από τη setlist μια επιλογή σαν το "Back To North", η οποία θα φάνταζε «κατάλληλη» για αποχαιρετιστήρια τουρνέ. 

Οι κιθαριές ήταν κολασμένες, τα φωνητικά του Rogga ένας λασπωμένος βόρβορος, ο Stjärnvind έστηνε εκπληκτικά ντουέτα με τις αλάνθαστες μπασογραμμές του νεαρότερου μα έμπειρου Joseph Tholl, ενώ ο Stefan Carlsson αποτυπώθηκε φρενιασμένος στα ντραμς, αφήνοντάς μας να αναρωτηθούμε και για το τατουάζ το οποίο κοσμούσε το γυμνό του στήθος –ένα λαβκραφτικό πλάσμα σαν υβρίδιο μεταξύ χταποδιού και κάποιας οντότητας με δενδροειδή χαρακτηριστικά. Στις πρώτες σειρές είχαμε  σχιζοφρένεια και ξύλο ήδη από νωρίς, κατάσταση που κορυφώθηκε στη λήξη του κανονικού μέρους του προγράμματος, όταν οι Merciless μετατράπηκαν σε βλάσφημους ψυχοπομπούς τραγουδώντας το "Souls Of The Dead". Έπειτα, δε, στο φινάλε του encore, μετατράπηκε σε μαζική φρενίτιδα, υπό τους καταιγιστικούς ήχους του "Pure Hate". 

Εκεί είπαμε και τα αντίο μας, χωρίς πολλά-πολλά και δίχως μελοδράματα, όπως άρμοζε στη μουσική την οποία υπηρέτησαν. Ήταν οι Merciless και έπαιζαν rock 'n' roll, όπως χαρακτηριστικά μας είπε ο Stjärnvind σε ένα σημείο του live, με τα βαριά αγγλικά του. Στον γυρισμό από το Κύτταρο σκεφτόμουν ότι είχε απόλυτο δίκιο, αν και μάλλον θα ήταν κάπως δύσκολο να εξηγήσει κανείς αυτήν τη συγγένεια στον πρόσφατα θανόντα Fats Domino.



18 Ιανουαρίου 2023

Kamelot - ανταπόκριση (2017)


Τα νέα για τη δισκογραφική επιστροφή των Αμερικανών Kamelot, οι οποίοι ανακοίνωσαν τον 13ο τους δίσκο για τον Μάρτιο, με έκαναν να θυμηθώ τη βραδιά του Νοεμβρίου 2017, όταν πήγα να τους δω στο (κατάμεστο) «Gagarin». Εκείνες τις μέρες, μάλιστα, έκανα και μια συνέντευξη μαζί τους, μιας και είχαν 10 χρόνια να φανούν στη χώρα μας, οπότε είχε δημιουργηθεί αρκετό ενδιαφέρον για τον εν λόγω ερχομό τους (περισσότερα εδώ).

Φίλος της μουσικής τους δεν υπήρξα ποτέ. Αλλά αυτή η απίστευτη κερκίδα που έστησε για χάρη τους το αθηναϊκό κοινό, πηγαίνοντας πάνω-κάτω επί 1,5 ώρα, χαράχτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη μου, δείχνοντας ότι είναι μπάντα με αυθεντικές «ρίζες» στα εγχώρια γούστα. Πιστεύω χαράχτηκε και σε εκείνη του frontman Tommy Karevik, για τον οποίον ήταν η πρώτη φορά στην Ελλάδα.

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα. Άρεσαν μάλιστα τόσο, ώστε ταξίδεψαν και στο διεθνές fan club των Kamelot


Δεν είχε καμία σημασία αν οι Kamelot είχαν 10 χρόνια να έρθουν στην Ελλάδα, αν διάφοροι μεταλλοπιουρίστες τους θεωρούν «ποπ», αν το εισιτήριο έκανε 30 ευρώ ή αν τη θέση του Roy Khan πίσω από το μικρόφωνο κατέχει πλέον ο Tommy Karevik. Το «Gagarin» γέμισε πάνω και κάτω ήδη από τις 21.00 και ο κόσμος τους υποδέχθηκε με μια εκκωφαντική έκρηξη χαράς, κάνοντας σαν τρελός, όσο τραγουδούσε με τα χέρια σηκωμένα ψηλά τους στίχους του "Veil Of Elysium". Στήνοντας με λίγα λόγια μια απίστευτη κερκίδα, την πιο θεαματική που έχω δει σε εγχώρια συναυλία εδώ και χρόνια· η οποία δεν κόπασε σε παλμό και συμμετοχή ούτε στιγμή μέχρι το τέλος της βραδιάς. 

Από την πλευρά τους, οι Kamelot ρούφηξαν την όλη ενέργεια εξίσου ενθουσιωδώς και μάσησαν σίδερα με την επί σκηνής τους παρουσία, πείθοντας και τον πιο επιφυλακτικό ότι πίσω από το άρτια στημένο σόου και τον τετραγωνισμένο επαγγελματισμό υπάρχει μια μπάντα που πραγματικά το ευχαριστιέται. Όσο καλογυαλισμένος κι αν έγινε με τα χρόνια ο ήχος τους υπό τη μπαγκέτα του Sascha Paeth, όση ροπή κι αν εμφανίζουν τα πλήκτρα του Oliver Palotai προς την ψευδοεπικότητα και το «δεύτερο» μελό, οι κιθαριές του ηγέτη Thomas Youngblood φτάνουν και περισσεύουν για να διατηρούν τη heavy metal συνισταμένη, μαζί με τη δουλειά που ρίχνουν οι Sean Tibbetts & Casey Grillo σε μπάσο και τύμπανα αντίστοιχα. Δεν υπήρχε λοιπόν καμία έκπληξη στο πόσο αποτελεσματικοί αποτυπώθηκαν και οι τρεις, με τον Youngblood ειδικότερα να αποθεώνεται συχνά για τη φρενιασμένη του απόδοση. Κι εκείνος, όμως, φρόντισε να διαβεβαιώσει ότι δεν θα αργήσουμε να τους ξαναδούμε, με την υποδοχή που τους επιφυλάξαμε. 

Τα υπόλοιπα, τώρα, τα ανέλαβε όλα ο Karevik. Και τα πέρα/δώθε στη σκηνή και το πώς θα έμενε αναμμένη η «φωτιά» που πήρε ο κόσμος και την επικοινωνία μαζί του και βέβαια το κουβάλημα του μεγαλύτερου όπλου που διαθέτουν οι συνθέσεις των Kamelot: τις μελωδίες εκείνες που σε ωθούν να τραγουδήσεις κι εσύ μαζί τους, ακόμα και με συνοδευτικά επιφωνήματα. Σε όλα του υπήρξε αλάνθαστος ο Σουηδός τραγουδιστής, με αποτέλεσμα να μη λείψει εν τέλει ο προκάτοχός του, ούτε καν στους παλιούς fans. Ικανός για λαμπερές ερμηνείες οι οποίες δεν σκεπάζονταν από την ένταση των οργάνων και με σύμμαχο τον καλό ήχο και τους εύστοχους φωτισμούς, ο Karevik έγινε η ψυχή του σόου. Και φάνηκε να συγκινείται από τη θέρμη με την οποία τον δέχτηκε ο κόσμος σε αυτόν την πρώτο του ερχομό στην Αθήνα, εξού και μας διηγήθηκε για την παιδική επίσκεψή του στη Ρόδο, ένα καλοκαίρι που ήρθε με την οικογένειά του για τουρισμό. Μάλιστα, έμαθε να παραγγέλνει και παγωτό στα ελληνικά, φράση που ακόμα θυμόταν μια χαρά. 

Ένα ακόμα στιγμιότυπο που πρόσφερε γέλιο στο κοινό, ήταν όταν ο Youngblood μας προέτρεψε να τραγουδήσουμε «happy birthday» στον Tibbetts για τα πρόσφατά γενέθλιά του, φέρνοντας έναν γύρο σφηνάκια ...ούζου στα υπόλοιπα μέλη της μπάντας –εννοείται νομίζω ότι όλο το «Gagarin» ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα από καρδιάς. Από άποψη setlist, τώρα, υπήρξε η αναμενόμενη εστίαση στο Haven του 2015 (γι' αυτό και περιοδεύουν, άλλωστε), ακούστηκαν όμως και αγαπημένα κομμάτια σαν το "Center Of The Universe" και το "The Great Pandemonium", ενώ το encore είχε "Sacrimony (Angel Οf Afterlife)" και "March Of Mephisto".


Αν αστόχησαν κάπου οι Kamelot, ήταν στην επιμονή τους να υπάρχει drum αλλά και keyboard solo, μια τακτική παρωχημένη πια, απόηχος των arena hard rock προτιμήσεων του αμερικάνικου κοινού της δεκαετίας του 1980. Οφείλω ωστόσο να καταγράψω ότι αμφότερα ήταν σύντομα, οπότε δεν διέκοψαν ιδιαίτερα τη ροή, όπως και ότι ο κόσμος στο «Gagarin» φάνηκε να τα απολαμβάνει. Ένα επιπλέον προβληματάκι σημειώθηκε και στην απόδοση του "Liar Liar (Wasteland Monarchy)", που δεν στάθηκε νομίζω αντίστοιχη του άλμπουμ, ίσως γιατί, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές τους, η Kobra Paige (των Kobra And The Lotus) και η δεύτερη ξανθιά κυρία, οι οποίες ανέλαβαν τα γυναικεία φωνητικά της βραδιάς, δεν κατάφεραν να παραβγούν με την Alissa White-Gluz των Arch Enemy, που συμμετέχει στη στούντιο εκτέλεση. Δεν είναι κι εύκολο, εδώ που τα λέμε... 

Τίποτα από αυτά, πάντως, δεν αμαύρωσε ούτε στο ελάχιστο τις εντυπώσεις από μια πραγματικά εκρηκτική βραδιά, η οποία στάθηκε διαφήμιση της συναυλιακής εμπειρίας, πέρα από γούστα και προτιμήσεις. Ορισμένοι που διαρκώς γκρινιάζουν για το πού πάει το εγχώριο κοινό (και κυρίως πού δεν πάει), θα πρέπει να κάνουν δώρο στους εαυτούς τους μια τέτοια βραδιά. Θα κατανοήσουν πολλά. 


Πριν τους Kamelot, εντωμεταξύ, είδαμε τους Λαρισαίους Sunburst, ένα power metal σχήμα το οποίο στάθηκε πολύ καλά και εισέπραξε κάμποσα χειροκροτήματα, έστω κι αν το κοινό ανυπομονούσε για τους πρωταγωνιστές. Παρότι το υλικό που μας έπαιξαν –κυρίως από το περσινό τους ντεμπούτο Fragments Of Creation– έμεινε πολύ στην πεπατημένη του είδους και δεν διέθετε εκπλήξεις, με αποτέλεσμα κάπως να κουράσει από ένα σημείο κι έπειτα, έδειξαν ότι είναι σφιχτοδεμένη μπάντα: με γερό κιθαρίστα (Gus Drax) κι έναν τραγουδιστή  (Βασίλης Γρηγορίου) ταμάμ για όσα αγαπάνε, τόσο σε εμφάνιση, όσο και σε φωνητικές δυνατότητες.