25 Οκτωβρίου 2023

Κρίστη Στασινοπούλου & Στάθης Καλυβιώτης - συνέντευξη (2012)


Μια τετραετία (περίπου) μετά την πρώτη μας συνάντηση (δείτε κι εδώ), η Κρίστη Στασινοπούλου και ο Στάθης Καλυβιώτης επέστρεψαν δισκογραφικά με το άλμπουμ Greekadelia (2012), το οποίο μας έδωσε την ευκαιρία για μία ακόμα κουβέντα.

Τα αποτελέσματα έγιναν ένα κείμενο συνέντευξης που πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο περιοδικό Ήχος και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις και για πρώτη φορά στο ίντερνετ.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό του Greekadelia και φέρουν το credit K. Tsiganos


Ποιο νόημα έχει ο τίτλος Greekadelia του νέου σας άλμπουμ; Θα μπορούσαμε να τον αποκωδικοποιήσουμε ως μια μορφή ψυχεδέλειας, φτιαγμένης με ελληνικά παραδοσιακά υλικά;

Κρίστη: Η ελληνική παραδοσιακή μουσική έχει πολλά στοιχεία που θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε «ψυχεδελικά». Τα επί πολλές φορές και για πολλή ώρα επαναλαμβανόμενα μουσικά μοτίβα, ο ισοκράτης πίσω από τη μελωδία, οι δυνατοί ρυθμοί, πιστεύω ότι ενεργοποιούν συγκεκριμένα κέντρα του εγκεφάλου, που σε οδηγούν σε συγκεκριμένες συνειδησιακές καταστάσεις. 

Η κάθε κουλτούρα, η κάθε εποχή, ονομάζει αλλιώς αυτές τις καταστάσεις: ψυχεδέλεια, διαλογιστική κατάσταση, θρησκευτική έκσταση, τρανς κλπ. Φαίνεται λοιπόν ότι άλλες φορές ασυνείδητα, άλλες φορές συνειδητά, τονίζουμε και προβάλλουμε τα στοιχεία τούτα της ψυχεδέλειας στις μουσικές μας. Αυτό το «έπιασε» πριν από αρκετά χρόνια ένας Εγγλέζος μουσικοκριτικός  και μας είχε χαρακτηρίσει, τότε, ως «greekadelic». Μας άρεσε ο όρος, του ζητήσαμε την άδεια και ονομάσαμε τον νέο μας δίσκο Greekadelia.

Είναι αλήθεια ότι το άλμπουμ πήγασε από όσα παίζατε εδώ και χρόνια κατ' ιδίαν, όπως διάβασα σε μια άλλη συνέντευξή σας; Πώς μια τέτοια διαδικασία οδηγεί στην ύπαρξη ενός ρεπερτορίου; Και ποιο είναι το σημείο που το κατ' ιδίαν δίνει τη θέση του στο δημόσιο; 

Κρίστη: Είναι πολύ ενδιαφέρον, συγκινητικό και αποκαλυπτικό το να πατάς στα βήματα μουσικών μονοπατιών τα οποία έχουν ανοιχτεί εδώ και αιώνες. Ασχολούμαστε με αυτό πολλά χρόνια.

Στάθης: Δεν είχαμε στόχο να κάνουμε έναν δίσκο με παραδοσιακά τραγούδια, αλλά κάποια στιγμή ο ήχος που έβγαινε από τα κατ' ιδίαν παιξίματά μας άρχισε να έχει κάποιο χαρακτηριστικό ενδιαφέρον, οπότε αποφασίσαμε να τον βγάλουμε παραέξω. Δεν προσποιούμαστε κάτι άλλο από αυτό που είμαστε, ούτε κρύβουμε τις όποιες επιρροές μας. Ως «παιδιά της πόλης», την παραδοσιακή μουσική την ανακαλύψαμε μεγαλώνοντας.

Ακολουθήσατε μια βιωματική προσέγγιση στο μάζεμα αυτού του υλικού, με την έννοια ότι δεν το συγκεντρώσατε ως ερευνητές, αλλά ταξιδεύοντας σε διάφορες γωνιές της Ελλάδας. Ωστόσο πόσο «παραδοσιακά» μπορούν να θεωρούνται σήμερα τα χωριά μας, με γνώμονα ότι τα περισσότερα πανηγύρια έχουν υποκύψει σε μια νοοτροπία πίστας;  

Στάθης: Ταξιδεύοντας στα διάφορα μέρη της Ελλάδας βιώσαμε το απότομο πέρασμα των τοπικών κοινωνιών από τη νεολιθική, κάποιες φορές, εποχή, στον 20ό αιώνα. Δεν είναι εύκολο να διαχειριστεί κάποιος αυτήν την απότομη αλλαγή, κάτι που αποτυπώνεται όχι μόνο στα πανηγύρια, μα και σε πολλά άλλα πράγματα μέσα στην καθημερινότητα των ανθρώπων –π.χ. στην αρχιτεκτονική. 

Η μουσική, όπως και κάθε τέχνη, είναι η έκφραση της καθημερινότητας της κάθε εποχής. Την άνοιξη του 1991 βρεθήκαμε στο καφενείο του Ζωγραφίδη, στην Όλυμπο Καρπάθου κι εκεί με εντυπωσίασε το γεγονός ότι μια απλή μάζωξη συγχωριανών μετατράπηκε σιγά-σιγά σε πανηγύρι, χωρίς φυσικά να έχει προηγηθεί καμία διαφήμιση, αφίσα, συνεντεύξεις κλπ. Ήταν η εποχή που ήμουν απογοητευμένος από την κατάντια της έως τότε αγαπημένης μου ροκ μουσικής, η οποία είχε μετατραπεί σε βιομηχανικό προϊόν με ανάλογη νοοτροπία πίστας. Τέτοια αναπάντεχα πανηγύρια συμβαίνουν ακόμα και είναι τα καλύτερα.

Κρίστη: Για τη νοοτροπία και τον τρόπο αυτόν της «πίστας», που κατέκλυσε τα πάντα στη χώρα μας, φταίει πιστεύω αρκετά κι εκείνη η συντηρητική, σοβαροφανής νοοτροπία η οποία κυριαρχούσε για χρόνια στον χώρο της «ποιοτικής» (όπως τη λέγαμε) μουσικής, που θεωρούσε τον χορό κάτι φτηνό και «εμπορικό». Πάλι καλά που όλα αυτά τα χρόνια οι λεγόμενοι εμπορικοί καλλιτέχνες, χωρίς να το συνειδητοποιούν, κράτησαν ζωντανούς τους χορούς, έστω και μέσα από την αισθητική της πίστας, που ούτε σε μένα προσωπικά αρέσει.

Στο σημείωμα που υπάρχει στον δίσκο, αναφέρεται πως, για κάποιους θεματοφύλακες της παράδοσης, η προσέγγισή σας σε αυτά τα δημοτικά τραγούδια αποτελεί «ιεροσυλία». Τι είδους αντιδράσεις έχετε συναντήσει και από ποιους εκπορεύονται;

Στάθης: Μου αρέσει που μας πλησιάζουν γεροντότεροι και μας λένε συγκινητικά λόγια για τον τρόπο με τον οποίον παίζουμε. Οι θεματοφύλακες, από την άλλη, με όλα αυτά που έχουν δει κι ακούσει τα τελευταία χρόνια, δεν νομίζω να θεωρούν εμάς ως καταστροφείς της παράδοσης. 

Κρίστη: Αξιόλογοι μουσικολόγοι και μουσικοκριτικοί του χώρου, Έλληνες και ξένοι, έχουν αποδεχτεί πολύ θετικά αυτό που κάνουμε και μας συγχαίρουν που, με τον τρόπο μας, περνάμε την παραδοσιακή μουσική σε ένα κοινό το οποίο αλλιώς δεν θα την άκουγε ποτέ του. 

Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ο τρόπος που έχει ταιριάξει το ινδικό αρμόνιο σε αυτές τις ηχογραφήσεις –μου θύμισε κάποιες παλαιότερες δισκογραφικές απόπειρες με συνεύρεση Ελλήνων και Ινδών μουσικών. Υπάρχει όντως «κοινός τόπος» ή έχει να κάνει με το πώς τοποθετήσατε εσείς το συγκεκριμένο όργανο στην ενορχήστρωση;  

Κρίστη: Η ιστορία που με οδήγησε στο να αρχίσω να χρησιμοποιώ το ινδικό αρμόνιο πάει πίσω στην εποχή που ο Άλαιν Γκίνσμπεργκ διάβαζε την ποίησή του στα καφέ του Σαν Φρανσίσκο, συνοδεύοντας τον εαυτό του με ένα ινδικό αρμόνιο. Και στη Nico, η οποία επίσης τραγουδούσε με ένα τέτοιο οργανάκι. Έψαξα λοιπόν κι εγώ και πήρα ένα, άρχισα να παίζω και πολύ μας άρεσε η συνήχησή του με το λαούτο του Στάθη. 

Έκτοτε ακούω και προσπαθώ να μάθω από τα παιξίματα των δημοτικών ακορντεόν της βόρειας Ελλάδας ή ακόμα και από τα «φαρφισέ» λαϊκά παιξίματα του Βασίλη Βασιλειάδη, που τα βρίσκω καταπληκτικά. Το συγκεκριμένο αρμόνιο, αντίθετα από ό,τι πιστεύεται, δεν είναι όργανο της ινδικής μουσικής, άσχετα από τη χρήση του στις ράγκες. Μπήκα –λίγο, ελάχιστα– στα ρηχά του ωκεανού αυτής της τεράστιας μουσικής παράδοσης, η οποία έχει ίδια φιλοσοφία με τη δική μας βυζαντινή, μέσα από μαθήματα που έκανα κάποιους σκόρπιους μήνες στην Ινδία, σε μια δασκάλα τραγουδιού. Ο τρόπος αυτός με επηρέασε και στην απόδοση του δικού μας υλικού.

Οι δίσκοι σας έχουν μια σταθερά λαμπρή πορεία στο εξωτερικό, όπου εμφανίζεστε και συχνά για συναυλίες. Τι κερδίζει τόσο τα διεθνή ακροατήρια; Υπάρχει η απαραίτητη παιδεία για να έχουν αναπτύξει ένα τέτοιο γούστο ή σας βλέπουν και λίγο σαν κάτι το εξωτικό;  

Κρίστη: Το συγκεκριμένο και αρκετά ειδικό κοινό της λεγόμενης «world music» είναι συχνά πολύ καλός γνώστης των μουσικών που το έχουν γοητεύσει. Πάρα πολλοί είναι εκείνοι, εκεί έξω, που γνωρίζουν και παρακολουθούν την ελληνική μουσική, την ιστορία της, την παράδοση, που κάνουν έρευνα, που εκδίδουν συλλογές παραδοσιακών τραγουδιών, που μαθαίνουν να παίζουν  παραδοσιακά όργανα, φτιάχνουν ρεμπέτικες κομπανίες κλπ. 

Αυτός ο ειδικός μουσικός χώρος είναι που μας έχει αποδεχτεί, θαυμάσει και αγκαλιάσει. Και όχι το απέραντο, συρόμενο δεξιά και αριστερά, αγοραστικό κοινό των εταιριών και κυκλωμάτων της παγκόσμιας μουσικής βιομηχανίας. 

Στάθης: Δεν κάνουμε μουσική για το εξωτερικό, κάνουμε ελληνική μουσική, στα ελληνικά τραγουδάμε. 

Στην ίδια σας τη χώρα, από την άλλη, η εικόνα δείχνει εκ διαμέτρου αντίθετη. Πού το αποδίδετε; 

Στάθης: Δεν συμβαίνει μόνο με εμάς, υπάρχουν εξαιρετικές μουσικές στην Ελλάδα που δεν φτάνουν στα αυτιά του κόσμου. Έχει δημιουργηθεί ένα βιομηχανικό σύστημα κατασκευής μουσικής –και όχι μόνο– το οποίο εξαφανίζει οτιδήποτε δεν προέρχεται μέσα από αυτό. Δυστυχώς, ανεξάρτητες εταιρείες, παραγωγοί και καλλιτέχνες δεν έχουμε κατορθώσει έως τώρα να δημιουργήσουμε κάποια σταθερά εναλλακτικά κανάλια, όπως έχει συμβεί σε άλλες χώρες.

Γιατί πιστεύετε η νεολαία τσιμπάει τόσο εύκολα με ό,τι δείχνει να ξεπατικώνει τα αγγλοσαξονικά indie δεδομένα, μα γυρνάει την πλάτη σε ό,τι έχει πιο ξεκάθαρα ελληνικές αναφορές; Πρόκειται για ξενομανία; Ή για ανάγκη να ανήκεις σε ένα δήθεν underground;

Στάθης: Οτιδήποτε ελληνικό συνδυάζεται δυστυχώς με όλα όσα μας ενοχλούν στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Η ξένη μουσική θεωρείται ακόμα ως εκφραστής μιας διαφορετικής κοινωνικής συνείδησης, όμως αν ταξιδέψεις σε άλλες χώρες συνειδητοποιείς ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει και τόσο στις μέρες μας.

Κρίστη: Είναι κρίμα… Εδώ και δεκαετίες στη χώρα μας, πολλοί παράγοντες του χώρου της εναλλακτικής μουσικής συνεχίζουν ακάθεκτοι και με πολύ συντηρητισμό να παρακολουθούν και να υποστηρίζουν μονάχα την ξένη, εισαγόμενη μουσική και να σνομπάρουν ό,τι βγαίνει εδώ. Ευτυχώς υπάρχει ένα ποσοστό νέων, πραγματικά ανήσυχων και πρωτοπόρων, που ήδη έχει ξεπεράσει τέτοιου είδους επαρχιωτισμούς.

Για καλλιτέχνες που κινούνται με τον δικό σας τρόπο, υποθέτω ότι η έννοια «κρίση» δεν είναι κάτι καινούριο –άλλωστε πολλά από όσα επισημαίνονται πλέον ως αίτια για το ότι «φτάσαμε εδώ», τα έχετε θέσει και σε προηγούμενες συνεντεύξεις. Υπάρχει κατά τη γνώμη σας αντίδοτο ή δεν υπάρχει ελπίδα για τη συγκεκριμένη κοινωνία; 

Στάθης: Η Ελλάδα έγινε οικονομικά μια χώρα του 21ου αιώνα, αλλά πολιτιστικά έμεινε στον 19ο αιώνα. Αυτό ήταν το τεράστιο λάθος των ανθρώπων που διαχειρίστηκαν τον τόπο μας. Και μια τέτοια ανισορροπία ανάπτυξης δημιούργησε τις δυσκολίες στον τρόπο διαχείρισης και  αντιμετώπισης της άλλης κρίσης –γιατί δεν ζούμε μία μόνο κρίση, μα πολλές. 

Δεν ήταν όλα μια χαρά πριν εμφανιστεί η παγκόσμια οικονομική θύελλα. Από την άλλη, αν το δούμε ιστορικά και σε βάθος χρόνου, η κατάρρευση αυτοκρατοριών, θρησκειών, κρατών και κοινωνιών δεν είναι κάτι καινούριο. Πάντοτε γινόταν και πάντοτε κάτι άλλο εμφανίζεται, καλύτερο ή χειρότερο. Είναι σαν ένα δάσος που το καταστρέφει η φωτιά, κάποια δέντρα γλιτώνουν, ρίχνουν σπόρο και μετά από χρόνια έχει ελπίδες να ξαναγεννηθεί. 

Κρίστη: Και δεν έχει πλέον νόημα να το παίζουμε Κασσάνδρες για ό,τι έγινε. Ελπίζουμε, ευχόμαστε και προσπαθούμε, ο καθένας με τον τρόπο του, μετά από αυτήν εδώ την κατάσταση να έρθει το καλύτερο και όχι το χειρότερο. 





24 Οκτωβρίου 2023

Κρίστη Στασινοπούλου & Στάθης Καλυβιώτης - συνέντευξη (2008)

 


Άκουγα από παλιά την Κρίστη Στασινοπούλου, καθώς ως έφηβος είχα τον πρώτο της δίσκο με το Subaru (1986), ενώ αργότερα, ως φοιτητής, αγάπησα ιδιαίτερα τις τολμηρές της ηχητικές απόπειρες Στη Λίμνη Με Τις Παπαρούνες (1992) και στον Υφαντόκοσμο (1997).

Όταν πια είχα γίνει επαγγελματίας κριτικός και μουσικογραφιάς, η τραγουδοποιός είχε πια χαράξει μια καινούρια καλλιτεχνική διαδρομή μαζί με τον σύντροφό της στη ζωή Στάθη Καλυβιώτη, τον οποίον οι παλιοί του 1980s new wave αναγνώριζαν από τις περιπέτειες των Ανυπόφορων.

Με αφορμή την έκδοση του άλμπουμ Ταξιδοσκόπιο (2006), λοιπόν, βρεθήκαμε τον Φεβρουάριο του 2008 στο σπίτι τους για μια εκτενή συζήτηση. Από αυτήν προέκυψε, κατόπιν, μια συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis Greek –που τότε λειτουργούσε ως αυτόνομη υποσελίδα του κεντρικού Avopolis υπό τη διεύθυνσή μου, όπως συνέβαινε π.χ. και με το Avopolis Dance υπό τη Ναταλί Τσιριγώτη ή με το Avopolis Core υπό τον Κυριάκο Πιερράκο– και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό για το Ταξιδοσκόπιο και ανήκουν στον Reiner Witzel


Η νέα σας δουλειά, το Ταξιδοσκόπιο, γράφτηκε σαν «ημερολόγιο» κατά τη διάρκεια των ταξιδιών σας σε διάφορες γωνιές του πλανήτη όπου σας καλούσαν για συναυλίες. Έχετε ξαναγράψει τραγούδια με τον τρόπο αυτόν ή πρώτη φορά δοκιμάσατε μια τέτοια προσέγγιση;

Κρίστη: Πιο πολύ οι στίχοι γράφτηκαν έτσι και όχι ως στίχοι, αλλά σαν σημειώσεις που κρατάς όταν ταξιδεύεις. Και ο Στάθης, αντιστοίχως, συνηθίζει και μαζεύει samples. Έχουμε ξαναδουλέψει έτσι –και τα Μυστικά Των Βράχων (2002), ας πούμε, γράφτηκαν κατά τη διάρκεια μιας αντίστοιχα εμπειρικής κατάστασης. 

Εντωμεταξύ, υπήρχε ένας άλλος δίσκος σχεδόν έτοιμος πριν, αλλά σε διαφορετικό κλίμα, φτιαγμένος σε μια φάση κατάθλιψης την οποία περνάγαμε με τον Στάθη μετά τον θάνατο της Θάλειας Ιακωβίδου. Όταν όμως γυρίσαμε από την περιοδεία στη Βραζιλία, δεν μπορούσαμε πια να προχωρήσουμε τα τραγούδια του. Μόνο τρία από αυτά χρησιμοποιήθηκαν τελικά στο Ταξιδόσκοπιο, γιατί δεν γινόταν να το ξεχάσουμε έτσι απότομα και να πάμε κάπου εντελώς αλλού. Αν είχαμε τη δυνατότητα της παραγωγής, θα προτιμούσαμε βέβαια να έχουμε κάνει έναν δίσκο κι ένα χωριστό EP με τα τρία αυτά τραγούδια.

Η Θάλεια πρέπει να ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος σήμαινε πολλά για εσάς...

Κρίστη: Η Θάλεια ήταν σαν αδερφή μας. Από τους ελάχιστους ανθρώπους με τους οποίους μπορείς να συνεργαστείς και μουσικά και σε επίπεδο προώθησης μιας δουλειάς, αλλά να μιλάς συνάμα και την ίδια γλώσσα. Καταλάβαινε ακριβώς τι κάναμε και το εκτιμούσε, δουλεύαμε στα πρακτικά ζητήματα σαν τρίο. Χωρίς να ήμασταν φίλοι από πριν, γίναμε κολλητοί μέσα από τη δουλειά.

Μου κάνει μεγάλη εντύπωση –και όχι μόνο στην τωρινή σας δουλειά– πώς από έναν τόσο κοσμοπολίτικο ηχητικό καμβά προκύπτει τελικά μια πρόταση για το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Ποιο θα λέγατε είναι το μυστικό της επιτυχίας;

Στάθης: Πρώτα-πρώτα δεν γίνεται επί τούτου, ποτέ δεν λέμε, π.χ., θα μπλέξουμε αυτό με τούτο και με τ' άλλο. Όλα αυτά τα ακούσματα που έχουμε, από τα σαράντα παρακλάδια της ελληνικής μουσικής και από τα σαράντα χιλιάδες παρακλάδια της ξένης μουσικής, βγαίνουν από μόνα τους. Αν υπάρχει κάποιο κόλπο, είναι το ότι δεν βάζουμε κάποιου είδους φίλτρο σε ό,τι βγαίνει, απαγορεύσεις δηλαδή στον εαυτό μας. Στόχος είναι πάντα να φτιάξουμε μια μουσική που να θέλουμε να την ακούμε κι οι ίδιοι, αλλά και να τη βάζουμε και στους φίλους μας.

Κρίστη: Εγώ, αν και βρίσκω την ερώτησή σου πολύ φυσική, θα ήθελα να την ανατρέψω. Το βρίσκω τρομερό προσόν που έχουμε γεννηθεί σε μια χώρα η οποία πάντα στην ιστορία υπήρξε σταυροδρόμι, οπότε από τη μία είχες όλες αυτές τις μουσικές από την Ανατολή και από την άλλη την εισβολή του rock, που όλους μας μάς μεγάλωσε εν τέλει. 

Η βιόλα των Velvet Underground σου δίνει την ίδια ψυχεδέλεια με τα πολυφωνικά της Ηπείρου, ενώ οι καρπαθιώτικες λύρες, που όταν παίζουν επί 5 ώρες δημιουργούν ένα υπνωτικό και ταυτόχρονα χορευτικό κλίμα, δεν απέχουν τελικά από την ηλεκτρονική trance. Δεν το βρίσκω λοιπόν φυσιολογικό να βάζεις στεγανά και να λες ανήκω σε τούτο ή σε εκείνο το είδος. Αν έχεις τα αυτιά σου ανοιχτά σε όλα αυτά τα ρεύματα, πώς μετά να μη βγουν στη μουσική σου;

Έχετε μια σταθερή σχέση με το δημοτικό τραγούδι, εμφανή ήδη από τις μέρες της Λίμνης Με Τις Παπαρούνες (1992). Συμμερίζεστε την άποψη ότι, ιδιαίτερα η νεολαία έχει πια χάσει σχεδόν την επαφή μαζί του, με αποτέλεσμα να έχει και μια παρεξηγημένη, πολλές φορές, αντίληψη γι' αυτό;

Στάθης: Μια μεγάλη παρεξήγηση οφείλεται στη σύνδεσή του με το «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια» της Χούντας.

Κρίστη: Κι εμάς μας ενοχλεί το συγκεκριμένο σκέλος, όμως δεν φταίει το δημοτικό τραγούδι γι' αυτό.

Στάθης: Φταίει όμως και το ότι, πλην της Κρήτης, το δημοτικό τραγούδι είναι κάτι το οποίο δεν έχει εξελιχθεί. Τα δημοτικά μιλάνε για τη ζωή στο χωριό του 19ου αιώνα: τα καλύτερα δείγματά τους ανήκουν σε εκείνον τον κόσμο και από την άποψη αυτή αποτελούν κάτι το μουσειακό, χωρίς σύγχρονες κοινωνικές αναφορές. 

Οι παραδοσιακοί μουσικοί της Θράκης, της Πελοποννήσου ή της Θεσσαλίας συνεχίζουν να ζουν στον μικρόκοσμο του χωριού και του πανηγυριού, οπότε το νεοδημοτικό ανακυκλώνεται στο ίδιο πράγμα. Ακόμα κι όταν τύχει να έρθουν στην Αθήνα, θα πάνε πάλι στο ειδικό μαγαζί στην Ομόνοια όπου μαζεύονται οι συντοπίτες τους. 

Σε αντίθεση με την Κρήτη, όπου, βγάζοντας βέβαια εκτός το σκυλοπαραδοσιακό, έτυχε λίγο με το φεστιβάλ στα Ανώγεια που έκανε ο Μάνος Χατζιδάκις τη δεκαετία του 1980, λίγο με την παρουσία του Ross Daly, να ανοιχτεί το πράγμα, να εξελιχθεί.

Πώς συνέβη αλήθεια και βγήκατε προς το εξωτερικό;

Κρίστη: Η εταιρεία που είχε βγάλει τον Υφαντόκοσμο το 1998, η Thesis, εξαγοράστηκε από την Κίνησις. Και ξαφνικά έρχεται μια άγνωστη κοπέλα ονόματι Θάλεια Ιακωβίδου και μας ενημερώνει πως ο Υφαντόκοσμος πάει καλά έξω και πως υπάρχει ενδιαφέρον να προωθήσουμε ανάλογα και νέο υλικό, μέσω της Musurgia Greca. 

Στο ενδιάμεσο παίξαμε support στους Deep Forest και ύστερα βγάλαμε τα Ηχοτρόπια (1999). Και μετά από κάποιους μήνες τα είδαμε στο νο. 6 των ευρωπαϊκών charts και μας καλέσανε στο Jazz Festival του Μόντρεαλ. Το ένα φεστιβάλ μετά έφερνε το άλλο και πλέον, όταν βγάλαμε τα Μυστικά Των Βράχων, είχε πια χτιστεί μια βάση ανθρώπων σε όλον τον κόσμο, οι οποίοι ενδιαφέρονταν να εκδώσουν και να προωθήσουν τις δουλειές μας.

Αισθάνεστε ότι στο εξωτερικό έχουν αγκαλιάσει περισσότερο αυτό που κάνετε, από ότι στην ίδια σας τη χώρα; Προσωπικά το βρίσκω άσχημο να διαβάζω κριτική για το Ταξιδοσκόπιο από ισπανικές εφημερίδες τον Γενάρη του 2007 και να περιμένω τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους για να το δω στα ράφια των ελληνικών δισκοπωλείων...

Στάθης: Ο δίσκος ο δικός μας δεν θα είχε βγει εδώ, αν δεν υπήρχε η ιστορία με το εξωτερικό. Ίσως μάλιστα δεν είχαν βγει ούτε τα Μυστικά Των Βράχων, ούτε καν τα Ηχοτρόπια. Και ο Υφαντόκοσμος, συγκεκριμένα, βγήκε από μια μικρή ανεξάρτητη εταιρεία χάρη σε έναν άνθρωπο, τον Κώστα τον Λιάγκα, ο οποίος ενδιαφέρθηκε πολύ για ό,τι κάναμε, πίστεψε σε αυτό.

Κρίστη: Τα τραγούδια του Υφαντόκοσμου, να φανταστείς, υπήρχαν από το 1993 και επί 5 χρόνια τα γύριζα από εταιρεία σε εταιρεία σε κασέτες και μου λέγανε τι είναι πάλι αυτό; Ινδικό τραγούδι; Πώς σας ήρθε, ποιος θα το ακούσει; Και μετά μου προτείνανε στιχουργούς, συνθέτες, να κάνω κάτι πιο rock όπως με τους Σελάνα –για τους οποίους βέβαια πάλι μου λέγανε τι είναι αυτό, πριν να γίνει το μπαμ με το ελληνικό rock. 

Πιστεύω ότι ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος –όσον αφορά την Ελλάδα, γιατί έξω το έχουν ξεπεράσει– είναι ακριβώς η έλλειψη ταμπέλας. Συχνά μας έχουν ρωτήσει τι είναι αυτό που κάνουμε, αν είναι rock, έντεχνο, electronica. Δεν είναι όμως τίποτα τέτοιο. Οι περισσότερες εταιρείες έχουν μια τάση να βγάζουν πράγματα τα οποία μοιάζουν με κάτι άλλο, δεν έχουν δηλαδή την τόλμη ή ίσως τη φαντασία, δεν ξέρω, να βγάλουν κάτι που να διαθέτει δικό του χαρακτήρα. 

Και ξέρεις, για μας ήταν και μια ηθική δικαίωση όταν βγήκαμε έξω και είδαμε πως ό,τι στην Ελλάδα θεωρούνταν σαν ελάττωμα, από εμπορική σκοπιά, εκεί επιβραβευόταν ως κάτι το ενδιαφέρον: συνειδητοποιήσαμε ότι δεν ήμασταν μουρλοί. Να πούμε πάντως πως κι εδώ υπάρχουν μονάδες ανθρώπων, διασκορπισμένοι σε διάφορους χώρους, οι οποίοι και εκτιμούν και βοηθάνε τη δουλειά μας, μερακλήδες και συγκεκριμένοι.

Στάθης: Στο εξωτερικό, βέβαια, υπάρχει η δυνατότητα να συντηρηθεί και το ό,τι τυχόν δικό σου κάνεις, μέσω των συναυλιών. Εδώ μουσικοί όπως εμείς ή οι Mode Plagal, οι Palyrria, οι Άβατον παλιότερα, δεν έχουμε επιλογές. Από τη στιγμή που δεν επιθυμείς να ενταχθείς σε ένα κυρίαρχο ρεύμα διασκέδασης και να σε δείξει ενδεχομένως και η τηλεόραση, μένεις ουσιαστικά με τρία-τέσσερα μαγαζιά στην Αθήνα, άλλα δύο στη Θεσσαλονίκη ίσως και στην Πάτρα, ένα ξέρω 'γω στη Λάρισα ή στον Βόλο και πάει λέγοντας. Ε, θα παίξεις σε αυτά και πάει, τέλειωσε.

Έχοντας εμπλακεί τόσο άμεσα με ό,τι λέμε «world μουσική», σας ενοχλεί η ethnic μόδα που έχει πια έρθει για τα καλά και στην Ελλάδα;

Κρίστη: Με ενοχλεί. Και δεν με ενοχλεί μόνο σε ό,τι λέμε ethnic. Στη μέχρι τώρα ζωή μου έχω δει πολλά πράγματα να μετατρέπονται σε επιφανειακή μόδα –ουσιαστικά πράγματα, τα οποία έγιναν τρόποι για να βγάλουν κάποιοι λεφτά. Πάντως, όσο αυτές οι μόδες αποτελούν αφορμή, για λίγους έστω, να ψάξουν τα πράγματα βαθύτερα, ίσως να έχουν και μια θετική πλευρά.

Στάθης: Πάντοτε ίσχυε αυτό με τις μόδες. Και παλιότερα συνέβη με σχολές της ζωγραφικής όπως ο Ρομαντισμός ή αργότερα ο Κυβισμός, αλλά και στη μουσική το έχουμε ξαναδεί, με διάφορα ρεύματα. Ο πολύς κόσμος θα πηγαίνει πάντα προς τις μόδες και κάποιοι άνθρωποι θα βγάζουν λεφτά έτσι.

Κρίστη: Από την άλλη, όλο αυτό το οικοδόμημα που λέγεται «world music» δίνει τη δυνατότητα να υπάρξουν και να επιβιώσουν μουσικοί σαν κι εμάς, από χώρες δηλαδή μη εξέχουσες οικονομικά και πολιτισμικά. Καλλιτέχνες που δύσκολα τα βγάζουν πέρα στους τόπους τους και μπορούν να συνεχίσουν να κάνουν μουσική –και μάλιστα όπως γουστάρουν να την κάνουν– επειδή ακριβώς υπάρχουν τα world music φεστιβάλ και πέντε μικρές εταιρείες πρόθυμες να διανείμουν τον δίσκο τους και σε άλλα μέρη του κόσμου. 

Από εκεί, ας πούμε, που ένα συγκρότημα από την Τούβα θα είχε γύρω στους 100 ακροατές, τώρα έχει και 100 στην Αμερική κι άλλους 100 στη Γαλλία και πάει λέγοντας. Κάτι πολύ θετικό. Οι Huun-Huur-Tu, για παράδειγμα, λόγω του τραγουδιού τους που είχε μπει σε διαφήμιση, γέμισαν τον Λυκαβηττό όταν ήρθαν εδώ και μας έλεγαν πόσο τους είχε εντυπωσιάσει αυτό, όντας συνηθισμένοι να παίζουν κυρίως σε μικρά φεστιβάλ. Κι εμείς έχουμε εντυπωσιαστεί αρκετές φορές με την προσέλευση κόσμου σε συναυλίες μας στο εξωτερικό.

Σε παλιότερες συνεντεύξεις σου, Κρίστη, έχεις αναφερθεί στις μνήμες σου από την Καλαμάτα, μια πόλη την οποία έχω συνδυάσει με τα καλύτερα καλοκαίρια της ζωής μου. Τι σημαίνει πλέον η Καλαμάτα για σένα, τώρα που έχεις γυρίσει τόσες γωνιές του κόσμου;

Κρίστη: Να σου πω ότι κλαίω σε κάτι πόλεις στη νότια Ισπανία που μου θυμίζουν την Καλαμάτα; Ή ότι συγκινήθηκα στην Ινδία, επειδή βρέθηκα σε μέρη τα οποία μου θυμίσανε την Καλαμάτα της δεκαετίας του 1960; 

Την αγαπάω πάρα πολύ την Καλαμάτα. Και με έχει διαμορφώσει και μουσικά. Ο αδερφός μου, όταν ήμασταν μικροί, έφτιαχνε κάτι ραδιοφωνάκια και το βράδυ που κοιμούνταν οι μεγάλοι τα ανοίγαμε και πιάναμε Αραβία και Τουρκία. Τα βενετικά κάστρα και η Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ με μαγεύανε και από μικρή μου δώσανε ένα κίνητρο για να μου αρέσουν οι κέλτικες μουσικές και τα μεσαιωνικά πράγματα. Άκουγα επίσης πολύ βυζαντινή μουσική λόγω της γιαγιάς μου, που με πήγαινε θέλοντας και μη στην εκκλησία. 

Ο πατέρας μου, δε, είχε ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης –το Rex– από όπου στις αρχές της δεκαετίας του 1970 πέρναγαν όλοι οι χίπηδες, για μια διανυκτέρευση στη διαδρομή τους προς και από τη Μάνη και τον Ταΰγετο. Και τους έβλεπα, παιδί συντηρητικής αθηναϊκής οικογένειας με ρίζα από την Καλαμάτα, και μαγευόμουν. Κι άρχισα έτσι να ψάχνω τι είναι αυτοί, την κουλτούρα τους και να διαβάζω λογοτεχνία των μπίτνικς.




23 Οκτωβρίου 2023

Dirty Granny Tales - συνέντευξη (2017)


Τον Μάιο του 2017, 6 χρόνια μετά την τελευταία μας συζήτηση με τους Dirty Granny Tales (δείτε εδώ), οι δρόμοι μας ξαναδιασταυρώθηκαν με αφορμή την παράσταση «Telion's Garden» –κι αν δεν μου έχει διαφύγει κάτι ηχηρό, νομίζω ότι ήταν η τελευταία φορά που άκουσα κάτι για το εγχώριο σχήμα. 

Μια ματιά στο Facebook τους, ωστόσο, με ενημέρωσε ότι σκόπευαν να ανεβάσουν καινούριο έργο το 2021, σχέδιο που, προφανώς, σαμπόταρε η πανδημία του κορωνοϊού. Άλλωστε, όταν μιλήσαμε με τον Σταύρο Μητρόπουλο για το «Telion's Garden», η μπάντα έδρευε πλέον στο Βερολίνο (ήδη από το 2012), γεγονός που θίξαμε και στην κουβέντα μας.

Το αποτέλεσμα ήταν μια συνέντευξη που πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό που διατέθηκε για το δημοσίευμα, με την κεντρική να ανήκει στην Olivia Dula και την κάτωθι στον Αποστόλη Καλλιακμάνη (AIK Photography)


Ξαναφέρνετε στην Ελλάδα την τελευταία σας παράσταση, Telion's Garden. Μείνατε ικανοποιημένοι από την περσινή παρουσίαση στο θέατρο «Χώρα»;

Kάτι παραπάνω από ικανοποιημένοι, μα αυτό ήταν άλλωστε το κίνητρο να δώσουμε παράταση. 

Μας κάνουν οι δύσκολοι καιροί που ζούμε να αναζητούμε την ουτοπία της Τελειότητας; Ή είναι, πιστεύετε, μια πάγια επιδίωξη της Ανθρωπότητας;

Σίγουρα οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε τα τελευταία χρόνια μας δημιουργούν ψευδαισθήσεις, αλλά στην ανθρώπινη ιστορία παράγοντες όπως η θρησκεία και η κοινωνία γενικότερα, έχουν διαχωρίσει το καλό και το κακό σε δύο αντίθετες έννοιες. Οπότε τελειότητα είναι η εξόντωση του κακού. Θέλουμε το φως χωρίς τη σκιά, την ποτισμένη γη χωρίς τη βροχή, το άσπρο χωρίς το μαύρο. Αλλά πώς θα φανεί η λάμψη του λευκού χρώματος, όταν δεν υπάρχει το μαύρο δίπλα του;

Η παράστασή σας τονίζει αυτήν τη διάσταση αυταπάτης που υπάρχει στην Τελειότητα, το γεγονός δηλαδή ότι δεν είναι έτσι η Ζωή –και δεν γίνεται να είναι έτσι. Γιατί εξακολουθούμε λοιπόν να «ψαρώνουμε» και δεν έχουμε ακόμα πάρει το μάθημά μας;

Στην παράστασή μας, ο έρωτας είναι το κίνητρο της ζωής. Είμαστε ανταγωνιστικά όντα και η βάση αυτού του ανταγωνισμού πηγάζει από τη λαχτάρα μας να νιώσουμε ερωτική αποδοχή. Το καπιταλιστικό σύστημα έχει εκμεταλλευτεί πολύ έντεχνα το συγκεκριμένο ένστικτο, πλάθοντας μια κοινωνία με όνειρα πολυτελείας: όπως ένα παγόνι ανοίγει τα φτερά του για να προσελκύσει το θηλυκό, έτσι κι ένας άντρας θα ανοίξει την πόρτα από το ακριβό του αμάξι στο αντίθετο φύλο. 

Οπότε, αν μπούμε πιο βαθιά, θα δούμε μια μάχη χωρίς όρια. Είναι στη φύση των αρσενικών να επιδεικνύουν τη δύναμή τους, δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε, αλλά η δύναμη θα μπορούσε να είναι και πνευματική. Εκεί όμως έρχεται ο καπιταλισμός, με το μεγάλο όπλο της προπαγάνδας –και κερδίζει έδαφος, μιας και οι κοινωνικές ομάδες που μάχονται να τον εξαλείψουν θεωρούν την προπαγάνδα ταμπού. Γιατί δεν θέλουν να πείσουν τη μάζα, μα μόνο να πωρώσουν τους οπαδούς τους, που ούτως ή άλλως έχουν τις ίδιες ιδέες.
 
Θέλουμε όλοι να γίνουμε αποδεκτοί με βάση τα πρότυπα της ομάδας μας. Και κάθε ομάδα έχει μια τέλεια εικόνα για την Ανθρωπότητα. Η τελειότητα ερμηνεύεται διαφορετικά από τον καθένα μας, μιας και θεωρούμε πως θα μπορούσε να υπάρχει. Αυτό διαχωρίζει τον κόσμο ακόμα περισσότερο. Θέλουμε να ανήκουμε κάπου, γιατί αλλιώς φοβόμαστε τη μοναξιά. Όσο υπάρχει αυτός ο φόβος, η τελειότητα για μας θα είναι ένα πιθανό σενάριο.  

Βρίσκεστε εδώ και μια πενταετία στο Βερολίνο, οπότε έχετε πλέον αρκετή εμπειρία από το τι σημαίνει «βάση στο εξωτερικό». Πόσο πιο εύκολο είναι να βρει εκεί κοινό η δουλειά σας σε σύγκριση με την Ελλάδα; Και πού οφείλονται κατά τη γνώμη σας οι διαφορές;

Το Βερολίνο είναι μια πολύ ανταγωνιστική πόλη, ειδικά στον καλλιτεχνικό τομέα. Θέλει πολλή υπομονή και επιμονή για να φανεί η δουλειά σου: είσαι ψύλλος στ' άχυρα. Έχει τόσα δρώμενα εδώ, ώστε το κοινό είναι χορτασμένο. 

Στην Ελλάδα θεωρούμε πως στις βόρειες χώρες, λόγω έλλειψης του ηλίου, ο κόσμος ελκύεται περισσότερο από κάτι σκοτεινό. Στη Γερμανία τουλάχιστον, συμβαίνει το αντίθετο. Είναι χώρα σκεπασμένη από σύννεφα, οι άνθρωποι εδώ ζούνε μέσα στο σκοτάδι συγκριτικά με τη χώρα μας. Αναζητούν λοιπόν τη διασκέδαση, τον χορό, την κωμωδία για να το ισορροπήσουν. 

Παρ' όλα αυτά έχουμε πάρει πολύ καλό feedback από το κοινό της Γερμανίας, το οποίο αυξάνεται διαρκώς. Έχουμε κάνει ρεκόρ σε πωλήσεις εισιτηρίων σε ένα από τα πιο γνωστά εναλλακτικά θέατρα. Είμαστε λοιπόν πολύ αισιόδοξοι για το μέλλον της Dirty Granny. 

Με τι κριτήρια επιλέξατε αλήθεια να πάτε στο Βερολίνο; Ήταν προσωπικής φύσης ή συνυπολογίσατε και επαγγελματικούς άξονες;

Το Βερολίνο βρίσκεται στο κέντρο της Ευρώπης. Αυτό βολεύει πολύ στις μετακινήσεις μας. Σίγουρα και η κρίση της χώρας μας, μας έκανε να πάρουμε πιο εύκολα αυτήν την απόφαση, μιας και τα όνειρα στην Ελλάδα είναι απαγορευμένα. Η νέα μας έδρα, επίσης, είναι σημείο συνάντησης καλλιτεχνών: εδώ κάνεις γνωριμίες που θα μπορούσαν να έχουν πολύ δημιουργικό ενδιαφέρον. 

Εμπνευστήκατε το Telion's Garden από τη μετανάστευση, μετανάστες είστε πλέον και εσείς, το μεταναστευτικό έχει πια αναδειχθεί σε μείζον ζήτημα για όλη την Ευρώπη (και όχι μόνο) και επηρεάζει άμεσα και τις εκλογικές αναμετρήσεις αυτών των καιρών. Είναι κάτι που συζητιέται συχνά στην καθημερινότητά σας στη Γερμανία; Ανησυχείτε ότι μπορεί να οδηγήσει σε ακόμα βαθύτερους διχασμούς ή βρίσκετε λόγους να αισιοδοξείτε;   

Η ανθρώπινη ιστορία έχει δείξει πως, μετά από μια μεγάλη καταστροφή, ο κόσμος ανθίζει ξανά μέχρι να κλείσει πάλι αυτός ο κύκλος με μια καινούρια καταστροφή. Η άποψή μου, όσον αφορά την κρίση της εποχής μας, είναι ότι ο κύκλος δεν έχει κλείσει ακόμα. Είναι φανερό πως η κατάσταση γίνεται και πιο έντονη, όσο περνάει ο καιρός.

Δεν μπορώ να μιλήσω για ολόκληρη τη Γερμανία, πάντως εδώ στο Βερολίνο ο κόσμος ζει σε μια φούσκα. Και να σου πω την αλήθεια, οι συζητήσεις που κάνουμε στην Ελλάδα μόνο σε τσακωμούς οδηγούν, μολύνοντας την ατμόσφαιρα με αρνητική ενέργεια. Επίσης στο Βερολίνο οι απαιτήσεις είναι λιγότερες: ο κόσμος προτιμάει να έχει μια λιτή ζωή δουλεύοντας λιγότερο, παρά να γίνει σκλάβος. 

Σας έχουν ανοίξει και δισκογραφικοί δίοδοι, αλήθεια, πέρα από τις ευκαιρίες να παρουσιάζετε πιο συχνά τις παραστάσεις σας; Ή δεν έχει για σας αυτό την προτεραιότητα που έχει η σκηνή;

Το δισκογραφικό κομμάτι, είναι το αδύνατο σημείο μας. Αφιερώνουμε τόσο πολύ χρόνο στο χτίσιμο μιας παράστασης, ώστε έχουμε αφήσει πίσω την κυκλοφορία κάποιου CD/DVD. Σίγουρα κάποια στιγμή πρέπει να κάνουμε μια παύση και να επικεντρωθούμε και σε αυτό. 

Τι μέλλει γενέσθαι μετά το Telion's Garden; Ετοιμάζετε κάποιο επόμενο βήμα; Τι μπορείτε να μας ανακοινώσετε, επί του παρόντος;

Το επόμενο βήμα βρίσκεται σε εμβρυακό στάδιο, μιας και η ομάδα αναδιοργανώνεται αυτήν την περίοδο. Αλλά είναι υπόθεση κάποιων μηνών μέχρι να το ανακοινώσουμε. 



22 Οκτωβρίου 2023

Front 242 - συνέντευξη (2008)


Φάνηκαν πριν κάποιες μέρες ξανά στην Αθήνα, μα τα χρονοδιαγράμματά μου δεν στάθηκαν ευνοϊκά για να πάω να τους δω, αν κι ενδιαφερόμουν.

Ο λόγος για τους Front 242, το συγκρότημα από το Βέλγιο που κατά τη δεκαετία του 1980 κατάφερε κι όρισε έναν δικό του χώρο στο μουσικό γίγνεσθαι που συνδιαμόρφωνε η τεχνολογική πρόοδος, το οποίο εν καιρώ αποδείχθηκε λίαν επιδραστικό, αναγορεύοντας την «electronic body music» τους (EBM) σε σημείο αναφοράς. 

Με αυτά και μ' αυτά, λοιπόν, θυμήθηκα ότι τον Δεκέμβριο του 2008 κάναμε μια συζήτηση με τον τραγουδιστή και βασικό τους στιχουργό Jean-Luc De Meyer, ενόψει της συναυλίας που θα έδιναν τότε στο «Fuzz». Από εκεί προέκυψε μια συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό που διατέθηκε στον Τύπο


Έχουν περάσει 10 χρόνια από την τελευταία live κυκλοφορία σας, το Re-Boot (1998). Γιατί αποφασίσατε να κυκλοφορήσετε ένα ακόμα live άλμπουμ σε αυτή τη χρονική συγκυρία; Και γιατί, όπως ανακοινώθηκε, θελήσατε να εκδοθεί σε box set μορφή (με το ένα CD να περιέχει αδημοσίευτο υλικό) και σε μονό CD, αλλά με 4 κομμάτια σε εναλλακτικές εκτελέσεις, που δεν βρίσκονται στο διπλό box set;

Αυτή τη στιγμή, βρίσκουμε τις «ζωντανές» συναυλίες μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα πλατφόρμα για να αναπτύξουμε το μουσικό μας πλάνο, συγκριτικά με ένα παραφορτωμένο και καταθλιπτικό στούντιο άλμπουμ, φτιαγμένο για την αγορά. Στο επερχόμενο Moments 1 διαρρυθμίσαμε όλα μας τα κομμάτια με μια εντελώς βιντάζ αίσθηση, κάτι για το οποίο πολλοί οπαδοί αδημονούν. 

Βέβαια, οι βιντάζ ήχοι τυχαίνει να είναι και της μόδας για αρκετούς φίλους της ηλεκτρονικής μουσικής, γενικότερα. Σχετικά τώρα με την απόφαση των διαφορετικών εκδοχών –μονό CD και διπλό box set– δεν έχω πρόβλημα να πω ότι πρόκειται απλώς για μάρκετινγκ: είναι μια μέθοδος που προσφέρει στους υποψήφιους αγοραστές διαφορετικές επιλογές. Μάλλον βέβαια θα κυκλοφορήσουμε και επιπλέον versions αργότερα, μόνο για το ίντερνετ… 

Να περιμένουμε από το Moments 1 την ίδια θαυμάσια ηχητική ποιότητα που διέκρινε την καλοκαιρινή σας ιντερνετική κυκλοφορία U-Men/I'm Rhythmus Bleiden; Αλήθεια, πώς τα καταφέρατε στην περίπτωση της τελευταίας;

Ναι, όλο το άλμπουμ θα διακρίνεται από αυτήν ακριβώς την αισθητική της συσχέτισης του αναλογικού ήχου με τα ζωντανά φωνητικά. μέσα σε ένα είδος ισχυρού ενεργειακού πεδίου. Με τη χαρακτηριστική αίσθηση «κρίσιμης κατάστασης», βέβαια, που είναι τυπική για τις συναυλίες των Front 242. Βλέπεις, η ποιότητα των νέων αναλογικών τεχνολογιών (Moog, Evolver κτλ.) μας επιτρέπει να κρατήσουμε το παλιό πνεύμα στον σχεδιασμό του ήχου, αλλά δίνοντάς του μια μοντέρνα υφή και μια ακριβολόγα και κοφτερή συνάμα αντιπροσώπευση. 

Στην επίσημη ιστοσελίδα σας περιγράφεστε ως «πατέρες της Electronic Body Music», ενός όρου τον οποίον βασικά εισάγατε με το άλμπουμ No Comments (1984). Πολλά έχουν γραφτεί έκτοτε, για εσάς όμως ποια ήταν η καθοριστική διαφορά με ό,τι είχατε παρουσιάσει στην αμέσως προηγούμενη δουλειά σας, Geography (1982), ώστε να δικαιολογεί την ανάγκη μιας νέας ηχητικής ταμπέλας;

Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καμία διαφορά. Αλλά την εποχή κυκλοφορίας του No Comments οι δημοσιογράφοι προσπαθούσαν να μας κατατάξουν κάπου και χρησιμοποιούσαν πολλά διαφορετικά ονόματα. Έτσι, αποφασίσαμε να αυτοπροσδιοριστούμε κάπως και εφηύραμε το Electronic Body Music. Πλέον, όμως, προτιμούμε να λέμε ότι οι Front 242 κάνουν Front 242 μουσική. 

Στις μέρες μας πολλές βελγικές μπάντες έχουν γνωρίσει παγκόσμια επιτυχία, πιο πολύ βέβαια στον pop/rock ήχο. Πίσω στα 1980s όμως, πόσο εύκολο ήταν για ένα συγκρότημα από τις Βρυξέλλες να γίνει δημοφιλές εκτός Βελγίου; Ή για να υπάρξει μια εταιρεία σαν την Alfa Matrix;

Ήταν πολύ δύσκολο να υπάρξεις στα 1980s, ειδικά όταν η μηχανή της αγγλοσαξονικής βιομηχανίας ήταν τόσο ισχυρή και προσανατολισμένη στο να καταστήσει διάσημα τα αγγλικά και αμερικανικά rock groups. Θεωρώ ότι τα καταφέραμε γιατί, όπως και κάποιες γερμανικές μπάντες των 1970s, διαθέταμε κάτι το ξεχωριστό: κάτι που οι άνθρωποι της βιομηχανίας δεν καταλάβαιναν, μα άρεσε στο κοινό. Ασφαλώς, βοήθησε σημαντικά και το ότι πάντα ήμασταν μια μπάντα των συναυλιών. Έπρεπε να έρθουν τα 1990s ώστε να κατανοήσει η βιομηχανία τη δύναμη της ηλεκτρονικής μουσικής και να διακριθούν διάφοροι DJs ή συγκροτήματα όπως οι Chemical Brothers, οι Underworld, ή οι Prodigy.

Αισθανθήκατε όμως ποτέ, ειδικά στα 1990s, πως ό,τι ξεκινήσατε ως dance/industrial πρωτοπόροι έγινε σε κάποιο σημείο τόσο μεγάλο, που δεν μπορούσατε πια να το ακολουθήσετε;

Από τη στιγμή που η βιομηχανία κατάλαβε τι δυνατότητες της άνοιγε η ηλεκτρονική μουσική, δεν μπορούσε κανείς να κάνει τίποτα για να το σταματήσει. Εμείς απορροφηθήκαμε από τη Sony και αντί να κυνηγήσουμε τη δόξα και να ξεπουληθούμε κρατήσαμε την ακεραιότητά μας, αρνηθήκαμε την εμπορική εκδοχή που επιθυμούσε για μας η εταιρεία και γι' αυτό ...απορριφθήκαμε! 

Τώρα, ήταν δύσκολο να μείνεις χωρίς εταιρεία σε μια εποχή σκληρού ανταγωνισμού με πολλές θαυμάσιες μπάντες, που πίσω τους είχαν ικανούς παραγωγούς, σχεδιαστές, ατζέντες μάρκετινγκ κτλ. Όμως στα zeros το σκηνικό άλλαξε και πάλι και ο κόσμος άρχισε να ξαναστρέφει το ενδιαφέρον του στον πυρήνα της ηλεκτρονικής μουσικής και το πώς ξεκίνησε.

Τι θυμάστε πιο έντονα από τις μέρες του Front By Front (1988) και την αναπάντεχη δημοτικότητα του "Headhunter";

Με θυμάμαι να δουλεύω στο στούντιο, μεταχειριζόμενος το "Headhunter" σαν κάθε άλλο τραγούδι του άλμπουμ, γιατί εκείνα τα χρόνια οι δίσκοι μας είχαν συνολικό concept. Δεν είχαμε ιδέα ότι θα γινόταν η εναλλακτική επιτυχία που τελικά έγινε…

Περιμένετε κάτι το ιδιαίτερο από την επικείμενη εμφάνισή σας στην Ελλάδα;

Ναι, γιατί ξέρουμε πως υπάρχει μια δυνατή goth/EBM σκηνή στην Αθήνα, όπως και πολλοί φίλοι της ηλεκτρονικής και της dance μουσικής γενικότερα. Ελπίζουμε έτσι να έχουμε ένα μικτό ακροατήριο, καθώς σκοπεύουμε να δώσουμε ένα πολύ δυνατό σόου, τόσο ηχητικά, όσο και από πλευράς εικόνας. 





21 Οκτωβρίου 2023

Dirty Granny Tales - συνέντευξη (2011)


Λίγο μετά την επιτυχία της παράστασης «Rejection» στο θέατρο Badminton (δείτε κι εδώ), τον Ιούνιο του 2011, είχα την ευκαιρία να κάνω μια κουβέντα με τον Mouldbreath –ηγέτη της καλλιτεχνικής κολεκτίβας των Dirty Granny Tales.

Το κείμενο που προέκυψε από τη συζήτησή μας έγινε συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με κάποιες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από την προαναφερόμενη παράσταση και ανήκουν στην Όλγα Κ(αλαντζή)


Από τον αντίστροφο κόσμο του Inversed World (2008) και τον έρωτα της Didi για τον παραμυθά της (Didi’s Son, 2010), στην παρουσίαση της τελευταίας ιστορίας μέσα από τα μάτια ενός αντίζηλου χαρακτήρα (Jealous). Ολοκληρώθηκε η τριλογία με την οποία συστηθήκατε στο κοινό; Ή η παράσταση «Rejection» αποτελεί κάποιο διάλειμμα; 

Φέτος είπαμε να φτιάξουμε μια εντελώς καινούρια ιστορία, με λίγο πιο απλό σενάριο, για να είναι και πιο κατανοητή στο κοινό. Η τριλογία μας δίδαξε πως σε μια μουσικοθεατρική παράσταση χωρίς διαλόγους καλό είναι να αποφεύγουμε τόσο περίπλοκες δράσεις. Η Didi και η παρέα της θα περιόριζε το στόρι, αν είχε ρόλο και φέτος… Αν και δεν νομίζω να έχουμε ξεφορτωθεί εντελώς αυτή την Κυρία!

Αλήθεια, γιατί οι καλλιτέχνες σκέφτονται συχνά με μονάδα έκφρασης την τριλογία;

Δεν έχω ιδέα! Σε εμάς απλώς προέκυψε. Η μία ιστορία γεννούσε δηλαδή την άλλη, η Didi στο κάτω-κάτω είναι πολύ δυνατός χαρακτήρας, που δεν τον ξεφορτώνεσαι εύκολα. Μας είχε περάσει από το μυαλό να γράφαμε και τέταρτο μέρος.

Έχετε παραλληλιστεί συχνά με τους Tiger Lillies, κυρίως ως προς τη «σκοτεινιά» των παραμυθιών σας. Αισθάνεστε κολακευμένοι ή αδικημένοι από μια τέτοια σύγκριση;

Είμαστε δύο σχήματα με μακιγιάζ και οπτικοακουστικό υλικό, ενώ και στους δύο τραγουδιστές υπάρχει η φαλσέτο χροιά… Πολύ λογικό, επομένως, να υπάρξει σύγκριση. Από την άλλη, η «σκοτεινιά» και το μεταφυσικό στοιχείο  είναι το δικό μας concept. Oι Tiger Lillies τείνουν προς την πλευρά του καμπαρέ. Επίσης, συνθετικά δεν υπάρχει κάτι κοινό. Με λίγα λόγια είμαστε δύο σχήματα με κοινούς τρόπους, οδεύουμε όμως σε διαφορετικούς δρόμους.

Πώς ήρθατε σε επαφή με την ιστορία του κεντρικού ήρωα του «Rejection»; Τον γνωρίσατε –όπως και ο περισσότερος κόσμος– μέσω των κινηματογραφικών του ενσαρκώσεων; Και γιατί σας κίνησε το ενδιαφέρον ένας κατά συρροή δολοφόνος; 

H σχέση του συγκεκριμένου serial killer με τη μητέρα του, ήταν αυτό που μου έδωσε έμπνευση για να γράψω την ιστορία του «Rejection».  Η υπερπροστασία και η αυταρχική συμπεριφορά μιας μητέρας προς το παιδί της, μπορεί να το μετατρέψει σε τέρας. Όλο αυτό το βρήκα πολύ ενδιαφέρον… 

Στην παράσταση, επιλέξατε να κινηθείτε περισσότερο στη μοίρα του ήρωα στον Κάτω Κόσμο. Γιατί θελήσατε να τον τοποθετήσετε σε μια τέτοια πραγματικότητα, επιστρέφοντάς τον στη δική μας μόνο στο φινάλε –ως στοιχειό; 

Θέλαμε να δείξουμε την τελική κρίση για τον συγκεκριμένο χαρακτήρα. Στη ζωή ένιωσε την απόρριψη, στον κάτω κόσμο ήταν λιγότερο αποκρουστικός. Για να τιμωρηθεί, λοιπόν, έπρεπε να επιστρέψει στη μητέρα του και να υποταχθεί και ως φάντασμα. Αυτή θα ήταν η κόλαση για τον ήρωά μας…         

Πιστεύετε σε κάποιο είδος μεταθανάτιας ζωής; Μου έκανε εντύπωση η σύλληψη του τέρατος που καταβροχθίζει τους νεκρούς, όταν εκείνοι χαθούν από τη μνήμη των ζωντανών...

Ο Άνθρωπος έχει την ικανότητα να εξελίσσεται, σε σχέση τα υπόλοιπα πλάσματα της Γης. Σε κάποια πράγματα, όμως, μόνο εικασίες γίνεται να ειπωθούν. Είμαστε ένας κόκκος σκόνης πάνω σε έναν σκονισμένο κόκκο άμμου στο Σύμπαν. Το υποσυνείδητο και το ασυνείδητό μας δεν μπορούμε να τα ελέγξουμε. 

Δεν πιστεύω στον παράδεισο με το καλοκουρεμένο γκαζόν και τους φτερωτούς ανθρώπους με τα λευκά νυχτικά, ούτε στην κόλαση με τον κόκκινο φούρναρη με τα κέρατα, ο οποίος θα μας ψήσει. Δεν είμαι υλιστής, είμαι ρεαλιστής. Είμαστε κι εμείς πλάσματα αυτού του άρρωστου πλανήτη, οπότε δεν είναι στη φύση μας να δώσουμε απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα. Στα παραμύθια μας, βέβαια, μπορούμε να χτίσουμε τον Κάτω Κόσμο όπως επιθυμούμε. Ήθελα έτσι και σε εκείνον τον κόσμο να υπάρχει θάνατος, γι' αυτό και σκέφτηκα το συγκεκριμένο πλάσμα.   

Το ότι παρουσιάσατε το «Rejection» στο Badminton, να το θεωρήσουμε ως δείκτη επιτυχίας των μέχρι τώρα παραστάσεών σας; Είδα στο θέατρο να σας χειροκροτεί κοινό που συνήθως δεν θα έβλεπα στην παράσταση μιας ομάδας με μεταλλικές ρίζες, όπως εσείς... 

Πέντε χρόνια τώρα που παρουσιάζαμε τις παραστάσεις μας, διαπιστώσαμε ότι το target group μας διαθέτει πολύ μεγάλη γκάμα. Στην αρχή μας είχε κάνει εντύπωση, δεν το περιμέναμε. Δεν θα κάναμε λοιπόν πρόταση στο Badminton, αν δεν είχαμε τέτοιο κοινό. Πάντως σέβομαι αυτό το θέατρο, το οποίο πήρε το ρίσκο να φέρει κάτι τόσο εναλλακτικό και «ακραίο» σε έναν τόσο επίσημο χώρο. Είναι μια κίνηση που δεν συνηθίζεται σε μια τόσο συντηρητική χώρα όπως η Ελλάδα. Το σίγουρο είναι ότι δικαιωθήκαμε κι εμείς κι αυτοί.  

Μιας και θέσαμε το θέμα των μεταλλικών ριζών, υπήρξαν οι Dirty Granny Tales μια φυσική συνέχεια των Horrified;  

Η πρώτη μου σκέψη ήταν να διασκευάσω κομμάτια Horrified με ακουστικά όργανα. Μετά είδα έναν περιορισμό κι επέλεξα σημεία τα οποία κόλλησα στις συνθέσεις των Dirty. Υπάρχουν και κανα-δύο κομμάτια που τα έχω αλλάξει ελάχιστα. Ίσως να είναι υπερβολικό να το χαρακτηρίσω φυσική συνέχεια, πάντως η ειρωνεία, η σκοτεινή ατμόσφαιρα και το θεατρικό στοιχείο υπάρχουν και στα δύο σχήματα. 

Με τι εντυπώσεις σε άφησε η συμμετοχή στο Aealo των Rotting Christ, αλλά και γενικότερα ο δίσκος αυτός –ένας από τους πιο συζητημένους και στο εξωτερικό ελληνικούς δίσκους;

Οι Rotting Christ είναι ένα συγκρότημα με ψυχή, είναι rock και στη ζωή και τους σέβομαι πολύ. Και το Aealo είναι ένα άλμπουμ που προσθέτει στην ελληνική σκηνή. Εμένα η συμμετοχή μου σ' αυτό ήταν ελάχιστη, έως μηδαμινή. Ως μεγάλη μου εμπειρία με τους Rotting Christ θεωρώ το ότι έπαιξα κιθάρα στην πρώτη τους ευρωπαϊκή περιοδεία, το 1993. 
  
Οι Dirty Granny Tales τι εμπειρία έχουν ως τώρα από το εξωτερικό;

Έχουμε εμφανιστεί  μέχρι στιγμής στο φεστιβάλ Dark Bombastic Evening, στο Βουκουρέστι. Όπου αφήσαμε πολύ θετικές εντυπώσεις, απέναντι σε ένα κοινό που μπορώ να πω έδειξε περισσότερο ενθουσιασμό κι από Ελλάδα. Ήδη είναι κλεισμένο το επόμενο live τον Αύγουστο, στα Καρπάθια όρη!

Δισκογραφικά τι θα γίνει; Θα βρούμε το «Rejection» και σε CD;

Δεν έχουμε ηχογραφήσει ακόμα κάτι, αλλά σίγουρα είναι στους άμεσους στόχους μας. Πιστεύω πως μέχρι το 2012 η Dirty Granny θα έχει γεννήσει το τρίτο της παιδί!

Πώς θα κινηθείτε στη συνέχεια; Θα κάνετε κι άλλες εμφανίσεις μέσα στο 2011, εκτός από το ταξίδι στα Καρπάθια;

Μέχρι στιγμής είναι επίσης κανονισμένη μια παρουσίαση του «Rejection» στη Φορτέτσα του Ρεθύμνου το καλοκαίρι, ενώ μέχρι το τέλος της χρονιάς θα έχουμε κι άλλες εμφανίσεις.