18 Ιανουαρίου 2022

Eric Burdon - συνέντευξη (2019)


Για τον έντεχνο κόσμο (όλων των ηλικιών) που παρακολουθεί ανελλιπώς την εκπομπή του Νίκου Πορτοκάλογλου και της Ρένας Μόρφη στην ΕΡΤ1, ο Eric Burdon στο «Μουσικό Κουτί» ήταν κάτι οριακά κατανοητό. Στην καλύτερη περίπτωση αναγνώρισαν το "The House Of The Rising Sun" από το σύμπαν από το οποίο προήλθε, ίσως και καμια-δυο ακόμα στιγμές. Για τον εγχώριο rock κόσμο, πάλι, ήταν κάτι που συζητήθηκε αρκετά –τόσο θετικά, όσο και αρνητικά.

Σε κάθε περίπτωση, το επεισόδιο πρόκειται να ξαναπροβληθεί (Τετάρτη 19 Ιανουαρίου, στις 22.00), παρέχοντας έτσι μια καλή αφορμή επιστροφής στην κουβέντα που είχα την τιμή να κάνω μαζί του το καλοκαίρι του 2019 –γιατί ως τιμή το είδα προσωπικά, κι ας έδωσε τότε του κόσμου τις συνεντεύξεις στον κάθε άσχετο, μετά συγχωρήσεως. Βρεθήκαμε στο Χίλτον, με αφορμή την αποχαιρετιστήρια συναυλία που θα έδινε τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς στο Ηρώδειο.

Εκείνη η κουβέντα μας, ήταν πλούσια. Συζητήσαμε (φυσικά) για το Ηρώδειο, αλλά και για τα μπλουζ, για τον Duke Ellington, για το αν ο επόμενος πόλεμος θα γίνει για το νερό, για τη δολοφονία του John Lennon –ακόμα και για τον δάσκαλό του. Το υλικό έδωσε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που δόθηκε στον Τύπο. Ανήκουν στη Μαριάννα Προεστού-Burdon, την Ελληνίδα (τρίτη) σύζυγο του Eric Burdon


Μας αποχαιρετάτε με την επικείμενη συναυλία σας στο Ηρώδειο, καθώς βρίσκεστε στην τελευταία περιοδεία της καριέρας σας, όπως έχετε ξεκαθαρίσει. Ποιο είναι το καθοριστικό σημείο στο οποίο ένας καλλιτέχνης λέει «αυτό ήταν»;

Αναλογίζομαι την ίδια μου την ιστορία και συνειδητοποιώ ότι ήμουν πολύ πιο κινητικός στα λάιβ. Ενώ τώρα πρέπει να κοιτάζω πού ακριβώς πατάω. Με τον όλο φωτισμό μιας συναυλίας, η σκηνή αρχίζει και μοιάζει με επικίνδυνο μέρος. Μπορεί π.χ. να πέσεις πάνω σε κάποιο κουτί, το οποίο δεν θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Τέτοια μικρά πράγματα, λοιπόν, μου λένε ότι ήρθε ο καιρός να σταματήσω. Είναι βέβαια η δική μου γνώμη αυτή, γιατί άλλοι καλλιτέχνες συνεχίζουν και συνεχίζουν. Αν δεν υπάρχει οικονομική ανάγκη, όμως, γιατί να το κάνεις; 

Μια συναυλία, επίσης, δεν είναι μόνο τα όσα συμβαίνουν επί σκηνής. Πρέπει να πας αεροπορικώς στον τόπο διεξαγωγής, κάθε βράδυ να κοιμάσαι σε διαφορετικό μέρος. Κάτι που αναστατώνει τα μοτίβα του ύπνου σου, αλλά και το στομάχι σου, αφού τρως διαφορετικό φαγητό απ' ό,τι συνηθίζεις όταν βρίσκεσαι σπίτι. Με όλα αυτά, βέβαια, μπορείς να ζήσεις μια χαρά όταν είσαι νέος. Όμως εγώ γίνομαι μάλλον ένας κάπως γκρινιάρης μεγάλος άνθρωπος –και δεν μου αρέσει αυτό που βλέπω. Ας μπει μια τελεία, επομένως. 

Άλλωστε υπάρχει και μια πρόκληση στο τι μπορείς να κάνεις με τον χρόνο που θα προκύψει. Προσωπικά, ας πούμε, θα ήθελα να γράψω ένα βιβλίο. Κάτι διαφορετικό όμως από όσες εκδόσεις βρίσκονται εκεί έξω και με αποκαλούν «ροκ σταρ», κάτι που εγώ δεν σκέφτηκα ποτέ ότι είμαι. Κι αν μπορώ να σου μιλήσω για ακόμα πιο τρελά όνειρα, υπάρχουν φιλοδοξίες και για φιλμ που ίσως γυριστούν. 

Δραστηριότητες δηλαδή εκτός μουσικής. Δεν σας γοητεύει πια το ίδιο η μουσική;

Δεν με γοητεύει η σύγχρονη μουσική και η τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα. Αισθάνομαι ότι δεν μπορώ πια να ανήκω. Κατά τα λοιπά εξακολουθώ κι ακούω πολλή μουσική. Μάλιστα, έχω γυρίσει πρόσφατα στα τζαζ και μπλουζ ακούσματα των νεανικών μου χρόνων και συνειδητοποιώ ότι γοητεύομαι ακόμα από τους ήρωες που είχα όταν π.χ. ήμουν 20άρης. 

Υπάρχουν όμως και πράγματα τα οποία με εκπλήσσουν. Ο Duke Ellington, ας πούμε. Όταν ήμουν νέος γνώριζα ασφαλώς τη μουσική του, όμως μου ασκούσαν περισσότερη έλξη τραγουδιστές σαν τον Big Joe Turner και τον Jimmy Witherspoon. Ίσως γιατί ένιωθα ότι μπορούσα να γίνω σαν κι εκείνους. Τώρα, με ξετρελαίνει ο Ellington. 

Άρα η απόσυρσή σας είναι καθαρά στον συναυλιακό τομέα, δεν θα σταματήσετε να βγάζετε δίσκους...

Ασφαλώς και θα συνεχίσω να βγάζω δίσκους. Κι ελπίζω μάλιστα ότι θα βγάλω πολλούς ακόμα. Δεν θέλω να σταματήσω να τραγουδάω. Θέλω απλά να σταματήσω να βρίσκομαι στον δρόμο, σε ένα λεωφορείο, σε ένα αεροπλάνο, ώστε να πάω κάπου. Και να είμαι περισσότερο στο σπίτι μου, όπου λίγο πιο κάτω υπάρχει στούντιο, στο οποίο μπορώ να πηγαίνω και να τραγουδάω ό,τι θέλω. Δεν σκοπεύω να γυρίσω την πλάτη μου στη μουσική. Θα ήταν κρίμα άλλωστε να μη χρησιμοποιώ τη φωνή μου. Είναι ένα δώρο. 

Είναι σημαντικό για σας, αλήθεια, ότι η αποχαιρετιστήρια συναυλία στην Ελλάδα θα δοθεί στο αρχαίο ωδείο κάτω από την Ακρόπολη;

Είναι τρομακτικό, θα έλεγα. Τρομακτικό. Ανησυχώ για την ακουστική, το πώς θα στηθεί εκεί μια μοντέρνα ροκ μπάντα με ηλεκτρονικά, πώς θα κολλήσει με το αρχαίο, πέτρινο περιβάλλον. Στο μυαλό μου, τα ροκ συγκροτήματα προορίζονται να καταλάβουν μια άδεια, υπαίθρια έκταση στην οποία μπορεί να μαζευτούν και 50.000 άνθρωποι. Σε έναν χώρο σαν το Ηρώδειο, όμως, το στοίχημα είναι διαφορετικό: όχι μόνο στο πώς θα σταθείς, αλλά και στο πώς θα απευθυνθείς στο κοινό. Όμως έχω πολύ καλούς μηχανικούς ήχου, ανθρώπους που γνωρίζουν το αρχαίο θέατρο. Ίσως λοιπόν απλά υπερβάλλω. Τους έχω εμπιστοσύνη. Πιστεύω ότι όλα θα πάνε καλά. Μάλλον...

Στη μακρά σας καριέρα έχετε γνωρίσει πολλούς και ενδιαφέροντες ανθρώπους, για τους οποίους κι έχετε μιλήσει άλλωστε σε πολλές συνεντεύξεις στο παρελθόν. Εγώ θα ήθελα λοιπόν να ρωτήσω πώς αποτιμάτε σε αυτό το σημείο της ζωής σας τον Bertie Brown...

Τον Bertie Brown;! (έκπληκτος) Τον δάσκαλό μου; Ξέρεις, γράφω κάτι για εκείνον, αυτό το διάστημα. Τον λάτρευα τότε, στη δεκαετία του 1950, κι εξακολουθώ να το κάνω τώρα, που πλέον δεν είναι παρά μια ανάμνηση. Με βοήθησε να καταλάβω ότι όλοι οι πόλεμοι έχουν οικονομικά κίνητρα. Και ότι, από μια τέτοια άποψη, η Βρετανία δεν είχε κερδίσει τον Δεύτερο Παγκόσμιο –άσχετα με το τι μας έλεγαν τότε οι πολιτικοί μας. Στην πραγματικότητα είχαμε χάσει και την Αυτοκρατορία, αλλά και τους εαυτούς μας. 

Ο Brown ήταν ένας άνθρωπος που είχε κάνει ό,τι μπορούσε στον πόλεμο. Ήταν πιλότος, πετούσε σε εχθρικές περιοχές για να τραβήξει φωτογραφίες, είχε πολεμήσει εναντίον των Γιαπωνέζων στον νότιο Ειρηνικό. Και ήταν έτσι σε θέση να μου προβάλλει έναν διαφορετικό Δεύτερο Παγκόσμιο. Με έναν τρόπο, ήταν σχεδόν ρομαντικό. Έλεγε δε υπέροχες ιστορίες. Κι ας υποτίθεται ότι μας δίδασκε μαθηματικά. Αρκούσε μια ερώτηση να του κάνεις, τύπου «Κύριε, είναι αλήθεια ότι οι Γιαπωνέζοι ήταν οι καλύτεροι μαχητές σε περιβάλλον ζούγκλας;» –και ξεκινούσε να σου εξηγεί με λεπτομέρειες ότι δεν ήταν αλήθεια, γιατί π.χ. έκαναν υπερβολικό θόρυβο τα όσα κουβαλούσαν, οπότε γινόταν εύκολο να τους εντοπίσεις στις ενέδρες. Ήταν μοναδικός. Τον λάτρευα. 

Ήσασταν πράγματι ο Eggman, στο περίφημο τραγούδι των Beatles "I Am The Walrus";

Ω ναι, ήμουν. Δυστυχώς... Ήταν τόσο τυπικό για τον John Lennon, την έστηνε ξέρεις σε κόσμο με τέτοιους τρόπους και τους παρουσίαζε να κάνουν πράγματα που ήθελε βασικά εκείνος να κάνει. Αλλά τον αγαπούσα τον John. Γιατί ήταν πραγματικός επαναστάτης. Και, με κάθε ειλικρίνεια, ακόμα πιστεύω ότι τον δολοφόνησαν. Νομίζω ότι συνέβη κάτι σαν αυτό που δείχνει στην ταινία του Τζον Φράνκενχαϊμερ Ο Άνθρωπος της Μαντζουρίας (1962). Έχω διαβάσει αρκετά για τα όσα γίνονταν τότε στις Ηνωμένες Πολιτείες: το FBI παρακολουθούσε στενά όσους είχαν τη δυνατότητα να γίνουν ηγέτες της νεολαίας. Και ο Lennon ήταν ηγέτης της νεολαίας. Σε μια πολύ λάθος εποχή για εκείνον.

Και οι δικοί μας καιροί; Είναι καλύτεροι από εκείνους;

Τους θεωρώ φριχτούς, τους δικούς μας καιρούς. Κάναμε έναν κύκλο νομίζω κι έχουμε οπισθοδρομήσει, ενώ μπροστά μας απλώνονται πολύ σοβαρές προκλήσεις –ίσως οι σοβαρότερες στην πορεία μας ως είδους. Μπορούμε βέβαια να ξεγελιόμαστε εύκολα, χάρη στην τεχνολογία την οποία έχουμε αναπτύξει. Προσωπικά, πάντως, θεωρώ ότι έπρεπε να είχαμε μείνει σε ένα προγενέστερο στάδιο της ιστορίας· θα ήταν νομίζω καλύτερα για όλους μας. Κάπου μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο, πριν να ξεσπάσει ο Δεύτερος; Δεν πιστεύω πάντως στον Πρώτο και στον Δεύτερο Παγκόσμιο. Ήταν ένας πόλεμος, ένας μεγάλος πόλεμος· μια μεγάλη σφαγή. Και ο υποτιθέμενος εχθρός, η Γερμανία; Βγήκε απαστράπτουσα. Δεν της ξαναχτίσαμε τα πάντα; Αλλά για τη Νότια Αμερική, ας πούμε, δεν υπήρξε ποτέ κανένα Σχέδιο Μάρσαλ. 

Στο τελευταίο σας άλμπουμ, έχετε κι ένα τραγούδι για το νερό ("Water"). Πιστεύετε ότι ο επόμενος μεγάλος πόλεμος θα έχει αυτό ως επίκεντρο; 

Τη δεδομένη στιγμή, το νερό είναι το πιο πολύτιμο αγαθό, αν κοιτάξουμε τα πράγματα από την πλανητική σκοπιά. Το τραγούδι αυτό γράφτηκε μετά από μια συνάντησή μου με τον Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, τον τελευταίο ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης. Όταν τον ρώτησα λοιπόν τι είναι αυτό σήμερα που μπορεί να πυροδοτήσει μια νέα, πολύ επικίνδυνη κατάσταση για την Ανθρωπότητα, δεν το σκέφτηκε καθόλου –μου απάντησε αμέσως ότι είναι το νερό. Είναι τυχαίο αλήθεια ότι η μεγαλύτερη ποσότητα νερού παρέχεται από εταιρείες εμφιάλωσης, οι οποίες χρησιμοποιούν πλαστικές συσκευασίες, τη στιγμή που υποφέρουμε από τόσο μεγάλη μόλυνση του περιβάλλοντος; Γιατί τις κρατάνε; Μήπως γιατί σκέφτονται ότι έτσι θα διευκολυνθεί η διανομή σε μια πολεμική ζώνη; 

Πριν κλείσουμε, θα ήθελα να ρωτήσω κάτι ακόμα μουσικό. Τι είναι αυτό που εξακολουθεί να μας ενθουσιάζει στα μπλουζ, εμάς τους λευκούς; 

(το σκέφτεται) Μας βοηθάει σίγουρα να διατηρούμε έναν βαθμό συμπάθειας προς τους μαύρους, λειτουργεί δηλαδή ως μια «βαλβίδα»: εάν κάποιος ακούει τα μπλουζ, δεν μπορεί να τους αντιμετωπίζει ρατσιστικά. 

Για μένα, τα μπλουζ είναι ό,τι πιο κοντινό βρήκα στη θρησκεία. Στην πιο καθαρή τους μορφή, τα μπλουζ είναι προσευχή –μια προσευχή για ανακούφιση από μια σκατοζωή. Υπάρχει λοιπόν πολλή πνευματικότητα εκεί. Ίσως γι' αυτό να εναντιώθηκαν τόσο πολύ στα μπλουζ οι μαύρες εκκλησίες στις Η.Π.Α., παλιότερα. 

Θυμάμαι ότι κάποτε είχα βρεθεί στην Αμερική για συναυλίες κι ένα βράδυ έπαιζα στη Νέα Ορλεάνη. Και είδα ότι το επόμενο, ερχόταν η Aretha Franklin. O promoter της δικής μου εμφάνισης ήταν ο ίδιος, οπότε μου είπε να μείνω και ότι θα με έβαζε στο λάιβ της. Το έκανα, ήθελα πολύ να τη δω. Και βρέθηκα ανάμεσα σε ένα πλήθος μαύρων, οι οποίοι της έριχναν μπουκάλια κι έναν σωρό αντικείμενα. Αδυνατούσα να καταλάβω τι συνέβαινε, μέχρι που ένας φίλος μου είπε ότι ήταν όλοι από μια συγκεκριμένη θρησκευτική κοινότητα και είχαν εξοργιστεί με την Aretha, επειδή είχε αφήσει τα γκόσπελ και τραγουδούσε ποπ μουσική. 

Αυτό ήταν κάτι που μου είπε πάρα πολλά πράγματα για τις θρησκείες. Από τότε, όταν με ρωτούν αν είμαι θρήσκος, απαντώ ότι «και βέβαια είμαι, μόνο που ψάχνω διαρκώς για μια θρησκεία στην οποία μπορώ να πιστέψω!» (γελάει)



15 Ιανουαρίου 2022

Σοφία Καμαγιάννη - συνέντευξη (2017)


«Εάν δεν έχεις και μια "βίδα", αδύνατον να επιβιώσεις με αυτές τις συνθήκες»

Η τρέχουσα επικαιρότητα και οι τελευταίες παραστάσεις της όπερας Το Ερωτευμένο Σύννεφο στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής (βλέπε εδώ), έφεραν κατά νου και μια κουβέντα που κάναμε με τη Σοφία Καμαγιάννη, τον Οκτώβριο του 2017.

Τότε, αφορμή ήταν μια άλλου τύπου μουσική παράσταση, η οποία λεγόταν Πέρασα..., είχε ως «καύσιμο» την ποίηση της Κικής Δημουλά και ανέβηκε στο θέατρο Τζένη Καρέζη, πριν πάρει τον δρόμο για το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.

Η συζήτησή μας έβγαλε σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Η παράσταση Πέρασα... είναι μια δική σας σύλληψη, στην οποία συνεισφέρετε όχι μόνο τη μουσική, μα και τη σκηνοθεσία. Θέλετε να μας πείτε δυο λόγια για το τι είχατε στο μυαλό σας; Τι να περιμένουν όσοι θα έρθουν να τη δουν σε Αθήνα και σε Θεσσαλονίκη;

Το Πέρασα… είναι μια συμπύκνωση της έννοιας του χρόνου στον εσωτερικό κόσμο μιας γυναίκας. Το κείμενό μας είναι ο δυνατός λόγος της Κικής Δημουλά, με τις εξαιρετικές ποιότητές του, και κινητήριος δύναμη είναι η μουσική προσέγγιση: με πολλούς διαφορετικούς μουσικούς-ηχητικούς τρόπους, κλασικούς και πιο σύγχρονους. Αυτό αφορά και στην πρόζα. Μέσα σε μία περίπου ώρα βυθιζόμαστε σε έναν μουσικοποιητικό κόσμο όπου τίποτα δεν είναι γραμμικό, υπάρχουν συνεχή άλματα από τον «μέσα ουρανό μιας μνήμης…». Οι τρεις εκφάνσεις της ηρωίδας (πρόζα-ρεαλισμός, τραγούδι-φαντασιακό, ηχογραφημένη φωνή-εξωλογικό, ονειρικό) βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση και σύνδεση. Σκηνικές δράσεις και εικόνες βοηθούν στην αντίληψη του έργου από τον θεατή· ακόμα και οι μουσικοί δεν είναι στατικοί. 

Σίγουρα μέσα στη σύλληψη και στην επιλογή των ποιημάτων υπάρχουν και δικά μου εσωτερικά κομμάτια που ήθελα να καταθέσω. Πέρασα πολλές συγκινήσεις σε όλη τη διαδικασία δημιουργίας, πια ήρθαν να προστεθούν και αυτές των προβών… Η δύναμη και η επιτυχία του έργου θα είναι εάν μπορέσει όλη αυτή η ενέργεια να διαπεράσει τους ανθρώπους που θα έρθουν να τη δουν, ώστε να αφεθούν στις αισθήσεις τους και σε ό,τι εκείνες μπορεί να τους προκαλέσουν την ώρα της παράστασης –αλλά και μετά, αφομοιώνοντας τα νοήματά της. Θαρρώ πως έχουμε χάσει τη σύνδεσή μας με τις βαθύτερες ανάγκες και δυνατότητές μας και η τέχνη οφείλει να στοχεύει στην κάλυψη ενός τέτοιου κενού.

Γιατί θέλατε τη φωνή της ίδιας της Κικής Δημουλά, προκειμένου να αποδώσετε την πιο ονειρική και εξωλογική διάσταση της παράστασης;

Mε τη βοήθεια της τεχνολογίας μπορούμε να φτιάξουμε κόσμους που μας βοηθούν πιο εύκολα να πάμε κατευθείαν σε βαθύτερες σφαίρες. Το πάντρεμα μεταξύ φυσικού ήχου και τεχνολογίας το αγαπώ ιδιαίτερα και τα (πολλά) τελευταία χρόνια υπάρχει σε όλες τις δουλειές μου, όποια κι αν είναι η πηγή του φυσικού ήχου (φύση, καθημερινότητα, φωνή, όργανα κλπ.).  

Η ιδιαίτερη φωνή της Κικής Δημουλά, και ο καταπληκτικός τρόπος με τον οποίον η ίδια διαβάζει τα ποιήματά της, αποτέλεσαν τη βασική πηγή ηχητικής-μουσικής έμπνευσης για μένα: ήταν το ξεκίνημα του ταξιδιού. Δεν είχα καν σκεφτεί στην αρχή το τραγούδι, μιας και η ποίησή της δεν σε πάει άμεσα προς τα εκεί· αυτό προέκυψε στην πορεία, όπως και το «σενάριο» ενός έργου. Επίσης, πολύ νωρίς, αφότου τη γνώρισα και από κοντά, με γοήτευσε η σκέψη  της «παρουσίας-απουσίας» της μέσα στο έργο το οποίο θα έφτιαχνα.

Η σχέση σας με την ποίηση της Κικής Δημουλά, από πότε κρατάει; Τι θυμάστε πιο ζωντανά από την πρώτη επαφή με το έργο της;

Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε ξεκίνησα να τη διαβάζω, μάλλον κάπου στα φοιτητικά χρόνια, στη μαθηματική σχολή (Πανεπιστήμιο Πάτρας). Η εποχή όμως που θυμάμαι έντονα εμένα με μια συλλογή ποιημάτων της στα χέρια μου, ήταν γύρω στο 1997/1998, όταν παρακολουθούσα μαθήματα μουσικής για θέατρο και κινηματογράφο με τον Δημήτρη Παπαδημητρίου. Ένα εξαιρετικό μάθημα πολλαπλών ερεθισμάτων, από το φάσμα όλων των τεχνών. Εκεί αναλύαμε διάφορους ποιητές· και, καθότι η ποίηση πολύ με αγγίζει, θυμάμαι να ξοδεύω ώρες ανάγνωσης πάνω στους μεγάλους ποιητές. 

Η πρώτη μου αντίδραση ήταν συγκίνηση και σάστισμα γι' αυτό που μου προκαλούσε ως βίωμα, αλλά και για την πολύ ιδιαίτερη, καινούρια γραφή της. Θυμάμαι επίσης τότε μια καταπληκτική μουσική παράσταση της Τάνιας Τσανακλίδου, το Μαγικό Κουτί, στην οποία περιελάμβανε και τον "Πληθυντικό Αριθμό" της Δημουλά. Για εκείνη την ηλικία όλο αυτό ήταν μαγεία.

Το 2000, διαβάζουμε, περάσατε και σε μια σχέση με την ίδια πλέον την Κική Δημουλά. Πώς ξεκίνησε η αλληλογραφία σας και τι σας πρόσφερε σε εκείνη τη «δύσκολη», όπως την έχετε χαρακτηρίσει, περίοδο;

Είναι μια μεγάλη ιστορία όλο αυτό… Θα προσπαθήσω να την πω εν συντομία. Την εποχή εκείνη συμμετείχα στην παράσταση Καβάφης του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη: έπαιζα πιάνο και είχα κάνει ενορχηστρώσεις (μουσική Θάνου Μικρούτσικου) για την Ορχήστρα Νυκτών Εγχόρδων Θανάσης Τσιπινάκης, της οποίας ήμουν μέλος. Πρωταγωνιστής της παράστασης ήταν ο Μηνάς Χατζησάββας, είχαμε περάσει πολύ όμορφα. Η γνωριμία μαζί του υπήρξε σταθμός στη ζωή μου· ένας εξαιρετικός ηθοποιός και άνθρωπος σπάνιου ήθους. 

Κουβεντιάζοντας για ποίηση, ήρθε η κουβέντα στη Δημουλά, μου είπε ότι ήταν φίλοι και την πήρε τηλέφωνο να της πει ότι θα ήθελα κάποια στιγμή να επικοινωνήσω μαζί της… Εγώ αμέσως μετά έφυγα για Αγγλία, για ένα μεταπτυχιακό στη σύγχρονη σύνθεση. Της έστειλα λοιπόν από εκεί το πρώτο μου ορχηστρικό CD (Αποβάθρα), που μόλις είχε εκδοθεί (2000), μαζί με ένα γράμμα… Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αντίδρασή μου όταν μια μέρα γύρισα στο δωμάτιό μου στην εστία και βρήκα στην εσωτερική σκάλα το πρώτο γράμμα από 'κείνη, με λατινικούς χαρακτήρες αποστολέα και παραλήπτη… 

Εκείνη την εποχή δεν είχα εξισορροπήσει την έντονη καλλιτεχνική μου τάση με την καθημερινότητα, και –μαζί με άλλες προσωπικές δυσκολίες που αντιμετώπιζα– ένιωθα πολύ μετέωρη. Αυτό που μου πρόσφερε η αλληλογραφία μας εκείνη την περίοδο ήταν ευτυχία (που είχα την τύχη να είναι τόσο γενναιόδωρη και να απαντήσει με τον δικό της απαράμιλλο τρόπο), επικοινωνία σε ένα άλλο επίπεδο, καθώς και έμπνευση.

Στο κοινό που σας παρακολουθεί, ωστόσο, η πρώτη σας διασύνδεση με τη Δημουλά φάνηκε στο "Διαζευκτικόν Ή", από τον δίσκο Στων Άστρων Την Άλω (2008). Πώς δουλέψατε τότε μαζί; Και πόσο ανοιχτή τη βρήκατε απέναντι στις δικές σας ηλεκτρονικές ανησυχίες; 

Νομίζω ότι αυτή ήταν και η πραγματική πρώτη μας μουσική διασύνδεση, αλλά και η μετάβαση στη φιλική σχέση των μετέπειτα χρόνων. Σε πρώτη φάση δουλέψαμε πολύ συντηρητικά με την ηχογράφηση. Δηλαδή δεν είχα αποκαλύψει ακόμα τι είχα στο μυαλό μου: ήθελα πρώτα να δοκιμάσω πριν επεκταθώ. Επίσης, δεν είχαμε γνωριστεί από κοντά νωρίτερα, οπότε ήμουν πολύ «ψαρωμένη», καθώς είχε μέσα μου μια πολύ ξεχωριστή θέση. 

Ό,τι ηχογραφήσεις έχουμε κάνει μέσα στα χρόνια, τις έχω κάνει μόνη, στον χώρο της, με ένα καλό φορητό recorder. Αυτό εξασφαλίζει τη χαλαρότητα και τη φυσικότητα της στιγμής. Έχω πάντα κατά νου και άλλες ηχογραφήσεις αναγνώσεών της, οι οποίες έχουν δημοσιοποιηθεί. Η αλήθεια είναι ότι είχα μεγάλη αγωνία για το πώς θα αντιδράσει όταν της έστειλα "Το Διαζευκτικόν 'Η" έτοιμο. Με εντυπωσίασε το πόσο ανοιχτή ήταν σε εκείνη την προσέγγιση, ακούγοντας τόσο αλλιώς τη φωνή της. Είχε τον ενθουσιασμό μιας έφηβης (αυτό δεν το έχασε ποτέ), κάτι που μου έδωσε τεράστια χαρά και ώθηση να προχωρήσω.

Έχετε γενικότερο ενδιαφέρον για την πιο σύγχρονη νεοελληνική ποίηση; Σας έχει ιντριγκάρει και κάποιο άλλο όνομα για μελοποιήσεις, πλην της Δημουλά;

Έχω γενικότερο ενδιαφέρον για την ποίηση, όχι μόνο την ελληνική. Πάντα έλεγα ότι μου αρέσει την ποίηση απλά να τη διαβάζω, όχι να τη σκέφτομαι μουσικά. Ό,τι έχει προκύψει μουσικά μέσα στα χρόνια, είναι από διάφορους ποιητές, όχι κάποιου συγκεκριμένα. Ένα τραγούδι προκύπτει από τον σπινθήρα μιας στιγμής. Έτσι είχε φτιαχτεί σταδιακά και το άλμπουμ Στων Άστρων Την Άλω.

Ένας ποιητής που μου άρεσε (και τα πεζά του) και παρακολουθούσα, είναι ο Αργύρης Χιόνης. Έχω μελοποιήσει 3-4 ποιήματά του. Είχα την τύχη να τον γνωρίσω, αλλά δυστυχώς μας άφησε νωρίς… Συνειδητοποιώ τελευταία ότι μου προκύπτει πια ανάγκη για μεγαλύτερα έργα: η αρχή είναι αυτό το εγχείρημα. Δεν ξέρω αν είναι η ωριμότητα ή οι συνθήκες που ζούμε, οι οποίες απαιτούν «θέση» από τους δημιουργούς. Ήδη υπάρχει στα σκαριά κι ένα ακόμα πολύ φιλόδοξο σχέδιο, με έμπνευση τον Τούρκο ποιητή Ναζίμ Χικμέτ.

Πόσο εύκολο το βρήκατε να στήσετε μια παράσταση όπως το Πέρασα..., όπως τη θέλατε, στην Ελλάδα του 2017; Χρειάστηκε να υποχωρήσετε, στην πράξη, σε πράγματα που ίσως είχατε κατά νου;

Όλοι οι φίλοι και άνθρωποι του περιβάλλοντός μου θα χαμογελούσαν πονηρά, ακούγοντας αυτή την ερώτηση. Είναι σχεδόν στα όρια του σουρρεαλισμού το να μιλήσω για όλες τις δυσκολίες που συνάντησα για να φτάσουμε εδώ σήμερα. Το τι έχουν ακούσει τα αυτιά των φίλων μου, δεν λέγεται… 

Θα μπορούσα πολλές φορές να έχω πει «τα παρατάω», κράτησε και κάποια χρόνια η προσπάθεια ανεβάσματος, αλλά μάλλον η δύναμη της πραγμάτωσης ήταν μεγαλύτερη από όλα τα εμπόδια. Έχει να κάνει και με την ισορροπία μου ως καλλιτέχνη: δεν μπορώ να προχωρήσω, εάν όλο εκείνο που με απασχόλησε τόσο δεν «φύγει» από πάνω μου. Και, πιο απλά, εάν δεν έχεις και μια «βίδα», αδύνατον να επιβιώσεις με αυτές τις συνθήκες… Ευτυχώς είχα ένθερμους υποστηρικτές! 

Αφότου ναυάγησαν άλλα σχέδια, τελικά την παραγωγή την ανέλαβε η Σπίζα, μια ομάδα-σωματείο που έχουμε, κάτι που χάρισε και μια γεύση μοιράσματος και συντροφικότητας, παρά τον τεράστιο κόπο –ειδικά αυτόν της ανεύρεσης χρηματοδότησης… Σε τεχνικά και πρακτικά θέματα παραγωγής, ναι, ζοριστήκαμε πολύ για να βρούμε λύσεις, αφού μας έλειπαν χρήματα για να έχουμε την άνεση την οποία χρειαζόμασταν. Πάντως οι λιτές γραμμές και η αφαίρεση είναι χαρακτηριστικά της αισθητικής του στησίματος και όχι της έλλειψης χρημάτων.

Υπάρχει περίπτωση να δούμε το μουσικό υλικό του Πέρασα... στη δισκογραφία; Υπάρχουν γενικά άλλα σχέδια για κάποιο επικείμενο άλμπουμ;

Το Πέρασα… είναι μια παράσταση όπου ποίηση και μουσική είναι ένα –και αυτό εκφράζεται με πολλούς τρόπους. Δεν μπορείς λοιπόν να διαχωρίσεις τη μουσική της παράστασης… Τίποτα βέβαια δεν αποκλείεται για το πώς θα μπορούσε να είναι ένα τέτοιο άλμπουμ. Κατά τα άλλα, υπήρξε η σκέψη να προχωρήσουμε με τον Μάνο Αβαράκη σε δισκογραφία, μετά και την επιτυχία του Ταξιδιωτικόν ΙΙ. Όμως οι πρακτικές δυσκολίες μας προσγειώνουν ανώμαλα… Δεν έχουμε εγκαταλείψει, πάντως.



13 Ιανουαρίου 2022

Μάνος Αβαράκης & Σοφία Καμαγιάννη - ανταπόκριση (2014)


Παρότι σαρώνει και πάλι ο covid-19, προξενώντας νέο κύμα ακυρώσεων σε όσες συναυλίες τόλμησαν να ξεμυτίσουν ελπίζοντας σε μια διαφορετική σεζόν, κάποιες (λιγοστές) εξακολουθούν την πορεία τους. Ανάμεσά τους και το Ερωτευμένο Σύννεφο, μια «όπερα για παιδιά και νέους» βασισμένη στο ομώνυμο παραμύθι του Ναζίμ Χικμέτ, σε μελοποίηση της Σοφίας Καμαγιάννη για την Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής, με λιμπρέτο της Ελένης Ζαφειρίου.

Τη Σοφία Καμαγιάννη την ήξερα δισκογραφικά από τον ωραίο δίσκο Αποβάθρα (2000) και την ξαναπέτυχα τον Νοέμβριο του 2014, καθώς ο φίλος Γιώργος Ρομπόλας δούλευε τότε σαν υπεύθυνος Τύπου για τις συναυλίες που λάμβαναν χώρα στην αίθουσα του KYKLOS Ensemble, στο Ωδείον Αθηνών –πάλι σε δύσκολες συνθήκες, οικονομικές τότε. Με προσκάλεσε λοιπόν να τη δω να παίζει εκεί μαζί με τον Μάνο Αβαράκη, στα πλαίσια της παράστασης ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟΝ. Και ήταν μια ωραία βραδιά, στην οποία «συγκατοίκησαν» αγαστά το πιάνο, η φυσαρμόνικα και η μπαρόκ φλογέρα.

Ένα κείμενο για τη συναυλία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, έχοντας ως αφορμή τις τελευταίες παραστάσεις του Ερωτευμένου Σύννεφου.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες ανήκουν στον Χρήστο Αγγελόπουλο και παραχωρήθηκαν για τις ανάγκες του συγκεκριμένου κειμένου


Ήταν και το πρόγραμμα διαλεχτό, ήταν και οι μουσικοί καλοί, στάθηκε και η απόδοσή τους εξαιρετική. Κι όμως, το θερμό χειροκρότημα που έπεσε στο τέλος αφορούσε σε μια συνολικότερη αίσθηση, την οποία δεν μπορείς να  «βρεις» αν απλά προσθέσεις τις παραπάνω συνισταμένες. Δεν είναι τυχαίο που κανείς σχεδόν δεν έφυγε έτσι απλά στο πέρας της βραδιάς, πριν δηλαδή περάσει μια βόλτα από τα παρασκήνια (ναι, έχουν ξέρετε και οι κλασικές συναυλίες backstage) ώστε να πει μια κουβέντα με τον Μάνο Αβαράκη και τη Σοφία Καμαγιάννη. Και όχι, δεν ήταν όλοι γνωστοί τους. 

Το ρεσιτάλ, αν και άφησε μικρούς μα καίριους χώρους στους δύο πρωταγωνιστές για να λάμψουν και αυτόνομα, δομήθηκε στη συνύπαρξη του πιάνου της Καμαγιάννη με τις φυσαρμόνικες και τις μπαρόκ φλογέρες του Αβαράκη. Αρθρώθηκε δε σε δύο τμήματα, τα οποία –κάπως καταχρηστικά, μα όχι άστοχα– μπορούμε να περιγράψουμε ως το «πιο κλασικό» και το «πιο ποπ». Στο πρώτο δηλαδή ακούσαμε (ενδεικτικά) Erik Satie, Antonio Vivaldi, Franz Shubert, Jacques Offenbach και Georges Bizet, ενώ στο δεύτερο είχαμε "Que Sera, Sera", Nino Rota, "Amazing Grace", "Quizas-Quizas-Quizas" και "La Foule", με προσωπικές συνθέσεις των Αβαράκη & Καμαγιάννη να διανθίζουν τον συνολικό σκελετό του ρεπερτορίου.
 
Η Καμαγιάννη αναδείχθηκε στην εγκρατή, ήρεμη δύναμη της περίστασης. Ήταν ωστόσο εκείνη που ανέλαβε το όποιο μπλα-μπλα με το κοινό χρειαζόταν η βραδιά, πάντα βέβαια με μια συστολή· «δεν δείχνει ιδιαίτερη εξοικείωση με τέτοια πράγματα», σημείωσα νοερά. Κατά τα λοιπά, ασχολήθηκε με το πιάνο της με τρόπο υποδειγματικό, βρίσκοντας φίνους χρωματισμούς όταν έπρεπε να πρωταγωνιστήσει (έπαιξε εκπληκτικά τον Satie, για παράδειγμα) ή αποσυρόμενη διακριτικά στο «φόντο» όταν χρειαζόταν να δώσει χώρο στον συνεργάτη της. 

Μη τη φανταστείτε πάντως βυθισμένη σε πλήκτρα και παρτιτούρες: το βλέμμα της ήταν σταθερά προσηλωμένο στον Αβαράκη και οι εκτελέσεις της απόλυτα εναρμονισμένες με το τι έκαναν παράλληλα/συμπληρωματικά οι φυσαρμόνικες και οι φλογέρες του. Αξίζει επίσης μνεία σε δύο εξαιρετικές δικές της συνθέσεις, τη "Φολέγανδρο" –με μια θαυμάσια, λυρική μελωδία να τη διατρέχει– και το "Νυχτοφάναρο", δείγμα των ηλεκτρακουστικών της ανησυχιών, στο οποίο έπαιξε ζωντανά πιάνο πάνω από προηχογραφημένα μέρη.
 
Ο Αβαράκης, από την άλλη, υπήρξε ο εξωστρεφής, ζωηρός κινητήριος μοχλός της βραδιάς. Δεν ήταν δηλαδή απλά ένας δεξιοτέχνης, κάτοχος των μουσικών μυστικών της φυσαρμόνικας και των διαβαθμίσεων των μπαρόκ φλογέρων –από την επιβλητική σε μέγεθος μπάσα, ως τη μικρούλα και ολίγον οχληρή συχνοτικά σοπρανίνο. Ούτε απλά ένας ευφυής ενορχηστρωτής, ικανός να μπάσει την προαναφερθείσα μπάσα φλογέρα στο "Gnossienne 1" του Satie, μετασχηματίζοντας τη διάσημη σύνθεση. 

Ήταν, πάνω από όλα, ένας εκπληκτικός περφόρμερ, που μας ξεσήκωσε με την κίνησή του, με την ενέργειά του, με εκείνο τον απίστευτο τρόπο με τον οποίον σειόταν και λικνιζόταν ενώ φυσούσε. Και μάλιστα μας εντυπωσίασε από νωρίς, παίζοντάς μας σόλο έναν άγνωστο στους πολλούς γαλλικό σκοπό του 15ου αιώνα, το "Tourdion" του Pierre Attaignant. Έδειξε δε την ίδια άνεση και την ίδια ευκολία προσαρμογής τόσο στο κλασικό ρεπερτόριο, όσο και στις πιο ποπ στιγμές της βραδιάς, όντας, συνολικά, μια καταπληκτική περίπτωση. 
 
Αξίζει να σημειωθεί πως, αν και η αίθουσα του KYKLOS στις εγκαταστάσεις του Ωδείου Αθηνών δεν έχει μεγάλη χωρητικότητα, δεν ήταν και λίγος ο κόσμος που έδωσε το παρών. Θεωρώ δε ότι ένα τέτοιο χαρισματικό ντουέτο –με αυτό ακριβώς το «κοκτέιλ» μεταξύ οικείων μελωδιών και πιο προχωρημένων συνθέσεων– μπορεί εύκολα να βρει κοινό αν διαδοθεί η φήμη του· στηρίζοντας επιτυχημένες βραδιές είτε σε πιο ευρύχωρα κλειστά μέρη, είτε σε υπαίθριες εκδηλώσεις κατά την καλοκαιρινή σαιζόν.



09 Ιανουαρίου 2022

Mohammad - Som Sakrifis [δισκοκριτική, 2013]


Λίγοι νομίζω το πρόσεξαν τελικά το άλμπουμ των Mohammad (ΜΜΜΔ) με τον Alem, παρότι ανήκει στις εγχώριες δισκογραφικές κορυφές του 2021. Οι περισσότεροι μουσικογραφούντες της χώρας είναι απασχολημένοι με εύηχες ή λιγότερο εύηχες απομιμήσεις των όσων αγαπούν από εκείνο το αγγλο-αμερικάνικο pop/rock στυλ που ακόμα φοριέται ως «εναλλακτικό».

Βέβαια, ένα μέρος της γοητείας του L' Âge De L' Absolutisme ίσως να είναι ήδη δεδομένο –και, ταυτόχρονα, εκ προοιμίου δυσπροσπέλαστο για τα περισσότερα αυτιά. Μιλάω ασφαλώς για τη μπαρόκ μεγαλοπρέπεια με την οποία συγκατοικεί εδώ η πιο πειραματική οπτική των Mohammad. 

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αποδείχθηκε έτσι ότι το εγχώριο γκρουπ μπορεί να έχασε κάπου στη διαδρομή τη συνεισφορά του Coti K. (γύρω στο 2015), ωστόσο ο Νίκος Βελιώτης με τον ILIOS παραμένουν μια μουσική δύναμη αρκετά κραταιά. 

Αναπόφευκτα, ίσως, το L' Âge De L' Absolutisme έδωσε μια καλή ευκαιρία επαν-επίσκεψης στο καλύτερο ίσως άλμπουμ που έβγαλαν ως τρίο: το Som Sakrifis του 2013. Τόσο στο ίδιο το υλικό, όσο και σε ένα κείμενο κριτικής που τότε είχε δημοσιευτεί στο Avopolis και τώρα αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


Ποια αχνή διακεκομμένη (γιατί για ευθεία, ούτε συζήτηση) μπορεί άραγε να συνδέσει τις μπάντες κηδειών στη Νέα Ορλεάνη των αρχών του 20ου αιώνα –τους μυστικιστικούς προπάτορες της τζαζ– με τους θρηνητικούς τσελοδρόνους στην έναρξη του Som Sakrifis των Mohammad; 

Δικαιούμαστε άραγε, περιπλανώμενοι στην εντροπία του πειραματισμού τους, να χαράξουμε ανάλογα, μιλώντας λ.χ. για το κατευόδιο μιας κοινότητας κόντρα στο μεταφορικό ξόδι για τον Άνθρωπο του Διαμερίσματος; Για τον κλαπατσίμπαλο αποχαιρετισμό «ενός από μας» έναντι στο επιφανειακά βουβό, υπόγειο αντίο προς κάποιον μυστηριώδη συνάνθρωπο σε μια από τις αναρίθμητες Δυτικές πολυκατοικίες; Έχουν τέτοιες σκέψεις αντίστοιχη βαρύτητα με εκείνες της δισκογραφικής του εγχώριου τρίο (Pan), η οποία διείδε στο Som Sakrifis έναν μουσικό συγγενή της κινηματογραφικής λογικής του Béla Tarr, όπως λ.χ. αποτυπώθηκε στις Αρμονίες του Βερκμάιστερ (2000); Ή με αυτές άλλων αποτιμητών, για υφολογική συγγένεια με τις μεταφυσικές ηλεκτρακουστικές συνθέσεις του Iancu Dumitrescu; 

Οι Coti K., ILIOS & Νίκος Βελιώτης δεν φτιάχνουν δίσκους προσφερόμενους για εύκολες απαντήσεις έτσι όπως απλώνουν (αντίστοιχα) κοντραμπάσο, γεννήτριες και τσέλο προς μια απειρία ηχητικών κατευθύνσεων. Αντιθέτως, δείχνουν να τροφοδοτούνται από (και να τροφοδοτούν, με τη σειρά τους) αέναα ερωτήματα, η απόκριση στα οποία εναπόκειται στον δέκτη και όχι στον πομπό –πρόκειται άλλωστε για παγιωμένη αισθητική θέση του πειραματικού χώρου. Το ίδιο συμβαίνει και στο Som Sakrifis

Έτσι, όσες εικόνες κι αν επινοήσεις για να προσπαθήσεις να περιγράψεις τι ακούς, θα σκιαγραφήσουν τελικά μόνο την αδυναμία σου να μιλήσεις για την ίδια τη μουσική, συν την πονηράδα σου να μεταθέσεις τη συζήτηση στα συναισθήματα, ώστε να γράψεις κάτι κι εσύ για τον δίσκο. Άμα δε πέσει στο τραπέζι η καθοριστική απορία «τι τόσο διαφορετικό κάνουν ρε παιδιά οι Mohammad στο Som Sakrifis, αφού βασικά πάλι τα έγχορδα βομβίζουν σαν μέλισσες γύρω από την κηρήθρα των χαμηλών συχνοτήτων που παράγουν οι γεννήτριες», ε, εκεί μπορεί να αρχίσεις να λες και μαλακίες... Έστω κι αν το πειραματικό θέσφατο του δέκτη επιτρέπει να αντιτάξεις μια τελευταία κόκκινη γραμμή άμυνας.

Σε μια προσπάθεια λοιπόν να (περι)πλανηθούμε επέκεινα των παραπάνω, στα 32 λεπτά αυτής της νέας δουλειάς οι Mohammad καταθέτουν ίσως το πιο «άμεσο» έργο τους. Ακόμα δηλαδή και το πλέον αμύητο αυτί δεν θα δυσανασχετήσει (πολύ) ακούγοντας το "Sakrifis", ενώ –με λίγη μόνο θετική διάθεση– θα πιάσει και κάτι από το επιδιωκόμενο δέος ή από τα θρηνητικά τσελοθρύψαλα. Στη χώρα τουλάχιστον όπου γεννήθηκε το δράμα, νομίζω ότι δεν θα χαθεί ετούτη τουλάχιστον η διάσταση. Και μάλλον εδώ βρίσκεται και ο βαθύτερος λόγος που κι εγώ θεωρώ το συγκεκριμένο κομμάτι ως μία από τις κορυφές στη συνεργασία Coti, ILIOS & Βελιώτη. Το "Lapli Tero", πάλι, αποδεικνύεται μια πιο τυπική δημιουργία του τρίο, από εκείνες που στοχεύουν στην όρθωση ενός κολοσσιαίου βουητού, σαν να μουρμουράει στο κάστρο του κανάς Λαιστρυγόνας της Οδύσσειας. Είναι σταθερά καλοί σε κάτι τέτοια, όμως τα έχουμε συνηθίσει. 

Πολύ πιο σαγηνευμένος στάθηκα προσωπικά με το "Liberig Min", όπου τα γνωστά «μουγκανητά» των εγχόρδων και η χαμηλοσυχνοτική συμπεριφορική των μηχανημάτων του ILIOS έμπλεξαν σε μια ενίοτε παλαβή αντίστιξη με το τουίτ/τουίτ κάποιου πουλιού (από field recording). Προσοχή, όχι με το κελάηδημα ενός π.χ. αηδονιού ή μιας σχοινοποταμίδας –που συνήθως εκτιμούμε για το «όμορφο» τιτίβισμά τους– αλλά με ένα από τα απλά, μονότονα καλέσματα που πολλά πτηνά παράγουν τις πρώτες πρωινές ώρες, μεταφέροντας σήματα χωροκράτειας. Πότε μόνος του αυτός ο ήχος (ως ένα είδος μετρονόμου), πότε στο πλάι (σε «διωδία» με τα όργανα των Mohammad), πότε σκεπασμένος από τις δραματικές τους εκρήξεις, αναδεικνύεται σε διακριτό φάρο μιας 17άλεπτης ηχητικής καταβύθισης. Η οποία κατορθώνει να σε ρίξει στα έγκατα του ανθρώπινου ψυχισμού με έναν τρόπο ανάλογο του Haxan Cloak, του τελευταίου δίσκου των Ocean, των A Storm Of Light κ.ά. Μιλάμε για άλλο πράγμα. 

Επιδερμικά, επομένως, το Som Sakrifis μπορεί να μην προχωράει την κατακτημένη στιλιστική οπτική των Mohammad, τις τεχνικές τους, το «όραμά» τους τέλος πάντων για τη δημιουργία. Οπωσδήποτε όμως προχωράει το βάθος αυτής της δημιουργίας, την ακριβή της ουσία. Και δεν είναι τυχαίο ότι, όπως και κάθε σχεδόν μεγάλο μουσικό έργο, όσο πιο πολύ κερδίζει σε σκάψιμο, τόσο πιο διακριτά όρια αρχίζει ν' αποκτά με την Επικράτεια του Εύληπτου.   



01 Ιανουαρίου 2022

Κώστας Τουρνάς - συνέντευξη (2016)


Στην εκπνοή σχεδόν του 2021, βγήκε και το 2ο τεύχος της ελληνικής έκδοσης του Rolling Stone, με το φύλλο της Εφημερίδας των Συντακτών για την Πέμπτη 30 Δεκέμβρη –και με εξώφυλλο που σήκωσε συζητήσεις, αφού απεικόνιζε τον Bruce Springsteen με τον πρώην Πρόεδρο των Η.Π.Α. Μπαράκ Ομπάμα (με αφορμή ένα κοινό βιβλίο, το οποίο εκδόθηκε και στα ελληνικά). 

Δεν είμαι βέβαια στη συντακτική ομάδα του Rolling Stone. Ωστόσο, μετά από ευγενική πρόσκληση της αρχισυντάκτριας Ειρήνης Σαρλή-Θεοφυλακτοπούλου, ανέλαβα δράση ως προσκεκλημένος, με αποστολή να πάρω μια συνέντευξη από τον Κώστα Τουρνά. Αφορμή ο τόμος «Κώστας Τουρνάς»: μια ογκώδης, συλλεκτική έκδοση με στίχους, κείμενα και σπάνιες φωτογραφίες, η οποία διαθέτει κι ένα συνοδευτικό CD με σπάνια και ακυκλοφόρητα τραγούδια (για όσους πρόλαβαν τις προπαραγγελίες).


Την αποστολή την εκτέλεσα με μεγάλη χαρά, καθώς αγαπώ ιδιαιτέρως την τραγουδοποιία του Τουρνά, με τον οποίον μας ενώνει και μια σύμπλευση στα πολιτικοκοινωνικά (μη δεδομένη ούτε στον δικό του χώρο, ούτε στο δικό μου σινάφι). Λόγω της πανδημίας, ωστόσο, τα είπαμε μέσω Skype –και όχι στο στούντιό του στο Πολύγωνο, όπως κάναμε το 2016. Διότι αυτή για το Rolling Stone ήταν η δεύτερη συνομιλία μας μέσα στα χρόνια.

Πέντε χρόνια πριν, την αφορμή για τη συνάντησή μας είχε δώσει μια συναυλία που σχεδίαζε στο Gagarin. Όπως και τώρα, έτσι και τότε κουβεντιάσαμε για πολλά πράγματα, πίνοντας καφέ: για τους Poll και τα Απέραντα Χωράφια, για τον David Bowie και τους Beatles, για τον "Αχιλλέα Απ' Το Κάιρο". Μέχρι και για τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη είπαμε.

Η συνέντευξη εκείνη πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, σε μια μορφή που για μένα είναι η τελική και η μόνη ας την πούμε «επίσημη».

* η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Χρήστο Κοντό. Η φωτογραφία από το τεύχος του Rolling Stone ανήκει στη Χριστίνα Κουτρουλού


Για πρώτη φορά στο Gagarin, λοιπόν...

Ναι, πρώτη φορά πάω εκεί. Ούτε ξέρω πώς είναι ο χώρος, γνωρίζω όμως ότι διαθέτει καλές προδιαγραφές και ότι έχει καλό παρελθόν. Εγώ θα κάνω ό,τι κάνω πάντα, βέβαια, γιατί δεν το βρίσκω και ευγενές να «προσαρμόζεσαι» ανάλογα με το πού πηγαίνεις να εμφανιστείς. 

Θα είμαι μαζί με τα παιδιά με τα οποία παίζω εδώ κι αρκετά χρόνια, τον Δημήτρη Τσοπανέλη σε κιθάρα/τραγούδι, τον Διαμαντή Καλαφατιάδη σε keyboards/πιάνο, τον Κώστα Βήχο στο μπάσο και (μάλλον) τον Γιώργο Λιβαδά στα τύμπανα. Αν και τελευταία έχουμε κάνει κι εμείς μερικές αλλαγές, γιατί κάθε παράσταση αποτελεί και μια πρόκληση –οπότε αν δεν προκαλείς εσύ ο ίδιος, είναι ουδέτερο μετά το πράγμα.

Τι αλλαγές έχουν γίνει, δηλαδή;

Παρότι το Gagarin είναι μεγάλο, θα επιχειρήσω και μερικά τραγούδια μόνο με μια κιθάρα, ένα μέρος «unplugged» δηλαδή. Για να έρθουμε κάπως πιο κοντά, γιατί συνήθως η σκηνή έχει μια νοητή κουρτίνα μπροστά της· ας την κάνουμε λίγο στην άκρη. 

Επίσης, πάντα όταν παίζεις, έχεις τον περιορισμό του τι είμαστε/ποιοι είμαστε/τι όργανα έχουμε στη διάθεσή μας. Μερικά κομμάτια, όμως, τα θέλεις αλλιώς ή θέλεις να τα κάνεις πιο τωρινά. Κάποια λοιπόν τα έχουμε αλλάξει στην εκτέλεση, με την υποστήριξη κι ενός μικρού playback δίπλα στη ζωντανή ορχήστρα. Γιατί, στην τάδε επιλογή του σετ για παράδειγμα, θες κι ένα σετ εγχόρδων. Μπορεί ασφαλώς να το παίξει ο κιμπορντίστας, αλλά κι εκείνος τι θα πρωτοπαίξει;

Θα παίξετε και τα Απέραντα Χωράφια;

Να το παίξω ολόκληρο, δεν γίνεται, από μόνο του είναι γύρω στα 40 λεπτά. Αλλά ναι, θα παίξουμε ένα μέρος.

Είχατε ποτέ κατά νου ότι αυτός ο δίσκος θα κέρδιζε τόση φήμη, με τα χρόνια;

Όχι, αλλά, αν με ρωτήσεις, βρισκόταν πάντα στη γραμμή που χωρίζει το πείσμα από τους ευσεβείς πόθους. Το τι επιχειρώ δηλαδή να γράψω, το τι θέλω να πω κάθε φορά, ανήκει στους δεύτερους. Αν όμως μιλήσουμε για τη σχέση μιας κοινωνίας με το τραγούδι και τη μουσική και εντοπίσουμε μια ανάγκη για γρήγορες επιτυχίες και για μια κλισέ θεματολογία περιστρεφόμενη γύρω από τον έρωτα και το χρήμα, αυτή συγκρουόταν πάντα με τους δικούς μου ευσεβείς πόθους. 

Δεν ήθελες δηλαδή να κάνεις επιτυχία, θα μου πεις; Ασφαλώς και ήθελα, γι' αυτό εξάλλου και εκτίθεσαι δημόσια. Δεν ήθελα όμως τον προβλεπόμενο δρόμο, γιατί πίστευα ότι υπάρχουν και διαφορετικά πράγματα να ειπωθούν. Ακόμα και σε ένα ερωτικό τραγούδι. Ερωτικά τραγούδια γράφονται άλλωστε εδώ και 2 αιώνες, αν το πιάσουμε από τις ιταλικές καντζονέτες. 

Δεν ήθελα έτσι να εγκλωβιστώ σε ένα πράγμα μ' άφησες/σ' άφησα και πού πας τώρα. Έχει σημασία να μιλήσεις από την άποψη την τωρινή κάθε φορά, γιατί ένα σημερινό λ.χ. παιδί ψάχνει να ακούσει τη δική του φωνή. Και όποιος γράφει, καλείται να του τη δώσει. Νιώθω γενικά ότι τα τραγούδια μου ήταν λίγο «εκτός». Υπήρξα όμως τυχερός, γιατί πολλές φορές ο κόσμος στάθηκε τελικά σε εκείνα.

Σας αρέσει η ελληνική μουσική που ακούτε τα τελευταία χρόνια;

Δεν έχω βρει κάτι να μου αρέσει πάρα πολύ, να μπορεί να γίνει και δικό μου. Βρίσκω όμως εξαιρετικές φωνές, κάπου-κάπου, καλές ενορχηστρωτικές απόπειρες, κάπου-κάπου, ωραία τραγούδια που θα μπορούσαν όμως να είναι και καλύτερα εκτελεστικά. Διακρίνω πάντως πολύ μπάλωμα, σήμερα: μια έγνοια για το πώς θα το φτιάξουμε το τραγούδι έτσι ώστε να μπορέσουμε να το δώσουμε, ξεχνώντας ότι, πρωτίστως, είναι κάτι που πρέπει να μιλάει στις ψυχές των ανθρώπων. 

Εξακολουθεί να κινείται και να δουλεύει πολύ ένα είδος ερωτικού τραγουδιού που καταπιάνεται με τα των συναισθηματικών σχέσεων αποκλειστικά. Και το καταλαβαίνω, μάλιστα και σε αυτόν τον τομέα υπάρχουν ορισμένα πολύ καλά τραγούδια. Όμως εμένα δεν με τραβάνε, συνεχίζω να αναζητώ ό,τι θα μιλήσει και πέρα από κάτι τέτοιο. Με απασχολούν περισσότερο οι συνολικότερες σχέσεις των ανθρώπων, εκείνο που λέμε «κοινωνικό». Πάντα είχα την ανάγκη να μπερδευτώ με αυτό.

Δεν έχασε ωστόσο τον βηματισμό του εκείνο το άλλο τραγούδι, που υποτίθεται είχε κι αυτό την ανάγκη να μιλήσει για τέτοια πράγματα; Πνίγοντάς μας στα σύννεφα και στη θολή ψευδοποιητικότητα; 

Εννοείται. Γιατί μη φαντάζεσαι, και το τραγούδι μπορεί να χρεωκοπήσει, ακριβώς όπως ένας επιχειρηματίας που πριν 5 χρόνια είχε 200 άτομα προσωπικό και τώρα κινδυνεύει να μπει φυλακή. Απλά η συνδιαλλαγή του δεν είναι άμεσα οικονομική, λαμβάνει χώρα στον χώρο της τέχνης και της σκέψης –κι έτσι μας είναι πιο δύσκολο να το πιστέψουμε. Αλλά αυτή η χρεωκοπία έχει προηγηθεί της οικονομικής. Πρώτα «χάνουμε την ψυχή μας», όπως λένε οι παππούδες, και μετά χάνεις και το χρήμα και τη διαχείρισή του. Έτσι συνέβη και στην Ελλάδα. Πρώτα χάσαμε την ευθυκρισία μας, το ξέρω-πού-πατάω, το να έχει η ζωή μας μια συνέπεια κι ένα μέτρο. Και μετά χάσαμε και το οικονομικό.

Αισιοδοξείτε, παρ' όλα αυτά;

Ναι. Δεν είναι μια εύκολα μεταφράσιμη αισιοδοξία ή ίσως αναγνωρίσιμη. Πόσο μπορεί όμως να βασανίζεται ένας λαός ή μια περιοχή για το χρήμα, δηλαδή για χαρτιά τα οποία τυπώνονται αφειδώς στην Ευρώπη ή στην Αμερική; Βεβαίως υπάρχουν καλλιτέχνες του είδους, στρατηγοί των οικονομικών, που θα σε στριμώξουν, θα σε ταλαιπωρήσουν, θα σε χρεωκοπήσουν. Αλλά ως πότε; Τόσο ικανοί είναι, τόσο πολύ το έχουμε χάσει εμείς, τόσο πια γέρνει προς το μέρος τους η άγνωστη εκείνη νομοτέλεια που λειτουργεί στον κόσμο από μόνη της; 

Ε, δεν το πιστεύω. Ίσα-ίσα, πιστεύω ότι οι πολύ-πολύ νεότερες γενιές θα ζήσουν ίσως και καλύτερα από τις προηγούμενες. Γιατί κάθε ανθρώπινος σχεδιασμός έχει την αδυναμία του: πάντα υπάρχει ο «από μηχανής Θεός» της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, ο αστάθμητος παράγων που επιτρέπει την άσκηση της προαναφερθείσας νομοτέλειας με έναν τρόπο ο οποίος μας αφήνει τους ανθρώπους να κοιτάμε σαν χαζοί. Απλώς δεν είναι μια διαδικασία που την περιμένεις αύριο το πρωί ή διακρίνεις πώς ακριβώς θα γίνει. 

Αν κοιτάξεις από τη λεπτομέρεια, μοιάζει χαμένο παιχνίδι. Αν κοιτάξεις από ψηλά, αντλείς την αισιοδοξία για την οποία μιλάω. Την ώρα βέβαια που δεν έχεις να πληρώσεις τη ΔΕΗ σου, δεν έχεις σκέψεις για τέτοια πράγματα.

Πριν φτάσουμε να ζούμε όλα αυτά, εσείς πώς βρεθήκατε από την Τρίπολη στην Αθήνα;

Ήταν μια σύντομη ιστορία της ελληνικής οικογένειας, ας πούμε. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος στην Τρίπολη, καλοδιάθετος και καλοπροαίρετος άνθρωπος, που όμως βρέθηκε χρεωκοπημένος στα χρόνια της ανάπτυξης της Ελλάδας. 1959, για την ακρίβεια, μια δεκαετία πάνω-κάτω μετά τα Δεκεμβριανά. Του χρώσταγε η μισή Τρίπολη, μα δεν μπορούσε να εισπράξει. Έκλεισε έτσι την επιχείρηση που είχε και βρέθηκε στην πρωτεύουσα, ώστε να μπορέσει να ζήσει ο ίδιος και η οικογένειά του.

Στον πατέρα σας έχετε μοιάσει περισσότερο ή στη μητέρα σας;

Μάλλον έχω μοιάσει στον πατέρα μου. Η μητέρα μου, η οποία ζει καλή της ώρα, είναι ανήσυχος άνθρωπος. Δεν μπορώ να με χαρακτηρίσω ως εφησυχασμένο, αλλά δεν είμαι και ανήσυχος. Περισσότερο αντιμετωπίζω το τώρα μου, ενώ ο ανήσυχος, από τη φύση του, αντιμετωπίζει το αύριο –ο δε δυσαρεστημένος ασχολείται με το χθες. 

Εγώ λοιπόν δεν θυμώνω για το χθες και δεν ανησυχώ για το αύριο –γιατί δεν είναι δικό μου. Όσο μπορώ περιορίζομαι στο να ζω το τώρα, κατά το δυνατόν. Αυτό είναι ένα μοντέλο του πατέρα μου. Εκείνος βέβαια είχε και 3 παιδιά, ήταν κάπου και εκβιαζόμενος να ανησυχεί δηλαδή, παρότι δεν ήταν στον τύπο του. Τέτοια ανησυχία δεν την έχω. Πιθανώς γιατί δεν έχω παιδιά, πιθανώς γιατί είναι πιο περιορισμένες οι ευθύνες μου και προς εμένα και προς τρίτους. Μου δίνει την πολυτέλεια να στέκομαι στο τώρα κι ας μην έχω ασφαλιστικές δικλείδες.

Πώς το πήραν οι δικοί σας, όταν αρχίσατε να ασχολείστε με τη μουσική;

Ο πατέρας μου δεν το ήθελε, δεν το θεωρούσε επάγγελμα. Κι εδώ που τα λέμε, πρέπει να έχεις και κάποιο χτύπημα για να προβείς σε μια τέτοια ενασχόληση. Οι περισσότεροι άνθρωποι λένε «θέλω να έχω μια δουλειά, να μου δίνει λεφτά». Ποιος λέει θα πάω, θα κάνω, θα φτιάξω, θα γίνει και θα πάρω και τα χρήματα τα οποία χρειάζομαι για να ζω; Την ίδια ώρα φυσικά που έχεις το χτύπημα, είχε πει ένας ψυχίατρος για τους καλλιτέχνες, έχεις και το φάρμακο –να ασκήσεις την τέχνη σου. 

Έκανε λοιπόν μια απόπειρα ο πατέρας μου όταν ήμουν μικρός, του στυλ πού πας, ντάξει δεν μπορώ να σε σπουδάσω, αλλά πού πας; Η μάνα μου από την άλλη, μου αγόρασε την πρώτη μου κιθάρα! Στο παιδάκι, τώρα, κάνεις χατίρια. Όμως θα μπορούσε και να μην το έχει κάνει. Αργότερα, βέβαια, το χάρηκαν και οι δύο πάρα πολύ, όταν δηλαδή ένιωσαν ότι πάω καλά σε αυτό που κάνω. Από τα 15 μου μέχρι σήμερα, αν με ρωτήσεις αν μετάνιωσα έστω ένα λεπτό, θα σου πω ποτέ. Και δεν ήταν πάντα ανθηρά τα πράγματα.

Γράψατε το "Άνθρωπε Αγάπα" ενόσω ήσασταν στρατιώτης. Είχατε από τότε κατά νου να φτιάξετε κι εσείς κάποιο συγκρότημα;

Όχι. Δεν ήξερα τι έκανα, για την ακρίβεια. Είχα υπάρξει επαγγελματίας μουσικός από τα 16 μέχρι τα 19, οπότε και πήγα φαντάρος –δούλευα σε «χορευτικές ορχήστρες», όπως τις λέγανε τότε: κάθε ντίσκο της εποχής όπου πήγαινε ο κόσμος να χορέψει, διέθετε ζωντανή ορχήστρα. Με ενοχλούσε λοιπόν πολύ η ιδέα ότι η επαγγελματική καριέρα ενός μουσικού είναι να ανεβαίνει στη σκηνή, να παίζει επί 3 ή 4 ώρες το όργανο που έχει μάθει και να επιστρέφει σπίτι του μ' ένα μεροκαματάκι. Αυτό ήταν όλο κι όλο; Δεν ένιωθα γεμάτος. 

Το "Άνθρωπε Αγάπα" γράφτηκε νύχτα, σαν νερό, σαν να το έγραψε κάποιος άλλος. Και ένιωσα ότι κάτι είναι. Ήμασταν τότε 19 χρονών και δεν υπήρχε γύρω μας κάποιο τραγούδι να μιλάει στην ψυχή μας, έστω με την αθωότητα εκείνων των χρόνων. Και μου λέει τότε ο Robert Williams, που είχε πάει στη Ροδεσία –ο πατέρας του ήταν Άγγλος της Ροδεσίας– έλα να φτιάξουμε μια χορευτική ορχήστρα εκεί. Και του γράφω πίσω, άσε τις αηδίες και έλα πίσω να δούμε τι θα κάνουμε εδώ.

Τι ακούγατε εσείς τότε; Τι αγαπούσατε;

Την περίοδο που έγραψα το "Άνθρωπε Αγάπα" και στην αρχή που φτιάξαμε τους Poll, με είχε πιάσει μια τρέλα να μην ακούω τίποτα, πίστευα δηλαδή ότι αν γράφεις και ακούς θα επηρεαστείς. Έμπαινα να φανταστείς σε σούπερ μάρκετ με μουσική και έβγαινα. Αργότερα βέβαια συνειδητοποιήσα ότι «γράφω» σημαίνει όλα όσα έχω ζήσει κι ακούσει, ότι γίνεσαι απλά ένα φίλτρο τους, οπότε η εμμονή μου εκείνη δεν διέθετε λόγο ύπαρξης. Από ακούσματα, τώρα, αγαπούσα πολύ τους Beatles. Άκουγα και Rolling Stones, αργότερα και αμερικάνικα συγκροτήματα σαν τους Crosby, Stills & Nash.

Με τον πρόσφατα θανόντα David Bowie, πώς τα πηγαίνατε;

Μου άρεσε πολύ, όταν ήμουν νεαρός. Ειδικά δύο δίσκοι του, το The Rise And Fall Of Ziggy Stardust And The Spiders From Mars και το Aladdin Sane.

Έχουν πει για τους Poll ότι, ενώ τραγουδήσατε για ιδανικά και για αγνά γενικά πράγματα, δεν μπορέσατε να κρατήσετε πολύ ως συγκρότημα...

Ήμασταν πιτσιρικάδες. Εγώ 21μισό, ο Robert 21, ο Σταύρος ο Λογαρίδης 19... Είναι ηλικίες που, ευτυχώς, το μυαλό το έχεις από πάνω απ' το κεφάλι. Γιατί ακόμα κι αν κάποιοι παρορμητισμοί σε οδηγούν σε λάθος κινήσεις, το να ακούς και να τιμάς την ψυχή σου όντας νέος, δεν είναι καθόλου λάθος. 

Η ελευθερία λοιπόν αυτή της ηλικίας, μάλλον μας απομάκρυνε από το κοινό αντικείμενο. Έπειτα, η Ελλάδα δεν φημίζεται για τις συνεργατικές της τάσεις. Καθένας έχει το δικό του μπαϊράκι. Το καταλαβαίνω, αλλά καμιά φορά αυτό το «συνεργάζομαι» –που μας λείπει έντονα– είναι απώλεια. Αμφιβάλλω πάντως ότι υπήρξε άλλη καλλιτεχνική ομάδα με τη σύμπνοια την οποία είχαμε, όσο μείναμε μαζί. 

Τα Απέραντα Χωράφια, πώς εντάσσονται στην τότε ιστορία;

Γράφτηκαν μέσα σε ένα μόλις απόγευμα, το καλοκαίρι του 1972, όταν δουλεύαμε στο κέντρο Μαϊμού –είχε πάρει το όνομά του από το τραγούδι μας "Πες Της Μαϊμούς Να Μη Με Πειράζει Με Το Δάχτυλό Της". Πηγαίνοντας για δουλειά, είχα περίπου 7 σελίδες με στίχους και 7 ή 8 μουσικά θέματα σε ένα κασετοφωνάκι, με την προοπτική πως όλα αυτά θα τα κάναμε με τους Poll. Είχαν όμως ήδη τότε αρχίσει οι δυσκολίες στις μεταξύ μας σχέσεις και, καθώς άρχιζε να παίρνει μορφή το «διαλυόμαστε», δεν μπορούσα να πω πάνω στη γκρίνια «α, έχω γράψει ξέρετε κι αυτό».

Όταν λοιπόν επισημοποιήθηκε η διάλυση, μετά από 2-3 μήνες, πάω στην εταιρεία και τους λέω «έχω γράψει κάτι μεγαλούτσικο...». Ένα τραγούδι όλος ο δίσκος; μου απαντάνε. Και είναι και το πώς θα γίνει τους λέω, γιατί θέλει και ...συμφωνική ορχήστρα! Το πήγαν λοιπόν στον διευθυντή, με φώναξε, είναι πολύ μεγάλη παραγωγή αυτή μου λέει και πολλά τα χρήματα. Είπε όμως να το κάνουμε, αν και πίστευε ότι ο δίσκος δεν θα βγάλει τα λεφτά του.

Δεν είπαν όχι, παρ' όλα αυτά...

Δεν είπαν όχι. Πιστεύω ότι αυτό έγινε επειδή είχαν καλά δείγματα απ' όσα έκανα μέχρι τότε, οπότε σκέφτηκαν ότι ίσως ο τρελός να έχει κάποια καλή ιδέα. Δεν είχαν άδικο πάντως, στο πώς το έβλεπαν: τα Απέραντα Χωράφια πούλησαν μόλις 3.000 αντίτυπα στον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας, που για τότε ήταν τίποτα. Δεν πήγε καλά οικονομικά, λοιπόν. Όμως πούλαγαν κατόπιν για 40 χρόνια. Στο τέλος, δηλαδή, όχι μόνο δεν ζημιώθηκε η εταιρεία από αυτόν τον δίσκο, μα κέρδισε και πολλά. Αλλά την ώρα που το αποφασίζεις...

Μετά τα Απέραντα Χωράφια γράψατε και πολλά τραγούδια, που με τη σειρά τους έγραψαν τη δική τους ιστορία. Θα ήθελα να σταθούμε σε ένα πολύ ιδιαίτερο από αυτά, τον "Αχιλλέα Απ' Το Κάιρο"...

Ήταν εξαιρετικά αιχμηρό να μιλήσεις για τον Αχιλλέα το 1980 ή για την Έλλη το 1986, γιατί αν κανείς δει την κοινωνία εκείνων των χρόνων στην Ελλάδα, είναι πιο συντηρητική από την αμερικάνικη π.χ. της δεκαετίας του 1950 –και μάλιστα με απόλυτες θέσεις, δεν το συζητάει. 

Τέτοια αιχμηρά τραγούδια, όμως, δεν φτιάχτηκαν για να τσιγκλίσουνε· ήταν ενωτικά. Το «θα μπορούσαν να είναι παιδιά σου» που ακούγεται στους στίχους, δεν λέγεται συναισθηματικά, αλλά ρεαλιστικά: αν είμαι δηλαδή γονιός και έχω 2 αγόρια και είναι ομοφυλόφιλοι, τι κάνω; Το να μη χωράνε κοινωνικά μπορεί να δημιουργήσει μια υφέρπουσα δυστυχία και να τους πάρει όλους στον γκρεμό.

Α, χειροκροτάμε την ομοφυλοφιλία, λένε ορισμένοι, άρα δηλαδή υποστηρίζεις και το σύμφωνο συμβίωσης. Εγώ όμως είπα απλώς ότι, κοινωνικά, πρέπει να διευκολύνουμε τη συνύπαρξη. Δεν έφτασα να μιλήσω για σύμφωνο και γάμο, έθεσα το «θα μπορούσαν να είναι παιδιά σου». Προσωπικά, τα έβλεπα και τα ζούσα τέτοια πράγματα, ήταν μπροστά μου. Δούλεψα για παράδειγμα 3 χρόνια με τον Γιώργο Μαρίνο, ο οποίος δεν έκρυψε ποτέ ότι είναι ομοφυλόφιλος. Κι έχω δει τη μάνα του ένα βράδυ να κάθεται πρώτο τραπέζι, ο Γιώργος να τραγουδά «να 'χα κι εγώ μια αγάπη» κι εκείνη να δακρύζει ανέκφραστη. Δηλαδή, όποιος τυχαίνει (για τον όποιον λόγο) να ζει με μια ιδιαιτερότητα, να είναι για παράδειγμα κουφός, τυφλός, χοντρός, πολύ αδύνατος, Σπάρτη; Στον Καιάδα; Και τέτοιες κοινωνίες, δυστυχώς, για Καιάδα μιλούσαν. Και μιλάνε ακόμα και σήμερα.

Και το "Δεν Το Ξανακάνω Σ' Autobianchi";

Ήταν ένα καλαμπούρι. Ξεκίνησε με τον στίχο «δεν το ξανακάνω σε volkswagen», με στόχο να γίνει μια πλάκα. Εξακολουθούσα και τότε να μην παίρνω τον εαυτό μου στα σοβαρά, δεν είχα καμία διάθεση να κυκλοφορώ ως ο θεόσταλτος γραφιάς του ελληνικού τραγουδιού, ως το πνεύμα προσωποποιημένο. Το 'πιανα όμως να το γράψω και δεν μου έβγαινε χιουμοριστικά, έβγαινε κάτι πιο σοβαρό. Παίρνω έτσι μια μέρα τηλέφωνο τον Γιάννη τον Καλαμίτση –Θεός σχωρέσ' τον, σπάνιος στο γράψιμο– και του λέω υπάρχει περίπτωση να το πιάσεις; Αποκλείεται, μου απαντά. Γιατί; Δεν έχω καμία εμπειρία σε volkswagen, μου λέει, αλλά αν θες autobianchi, στο γράφω! (γέλια)

Γράφετε ακόμα; Σιωπήσατε δισκογραφικά, μετά το 2000...

Άλλαξε αυτό το καθεστώς, που πρέπει να με έχει επηρεάσει. Γιατί επιχειρηματίας δεν υπήρξα ποτέ, αλλά από το 2000-2002 και μετά, έπρεπε πια να γίνεις επιχειρηματίας του εαυτού σου, καθώς οι δισκογραφικές εταιρείες σταμάτησαν να κάνουν παραγωγές. Έφυγε δηλαδή εκείνος που χειριζόταν ένα μέρος της δουλειάς κι έπρεπε πλέον να το κάνεις εσύ. Δεν το 'χω πάντα. Και, ως αποτέλεσμα, μου έφερε μια δυσκολία. Μάλλον βέβαια πρόκειται για δικό μου πρόβλημα, παρά των συνθηκών, γιατί πολλοί άνθρωποι γράφουν και βρίσκουν έναν τρόπο και γίνεται. Συνεχίζω πάντως να γράφω, ακόμα και σήμερα την έχω έντονη την επιθυμία.

Πώς και ασχοληθήκατε αλήθεια με την πολιτική, στο διάστημα αυτό; Σας είδαμε δύο φορές υποψήφιο με τη Νέα Δημοκρατία, μία για την Ευρωβουλή και μία για τη Βουλή...

Βρέθηκα στον συνδικαλισμό του κλάδου μου χάρη στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, πολλά χρόνια πίσω. Ήμουν τότε στην Κρήτη, με την Τάνια Τσανακλίδου και τον Γιώργο Μαρίνο και παίρνει ο Βασίλης την Τάνια και της λέει «τον έβαλα υποψήφιο στο σωματείο». Δεν ξέρω εγώ από τέτοια ρε Βασίλη, του λέω, μη με μπλέκεις. Αφού φεύγω εγώ, επέμενε αυτός, καλό είναι να μπεις. Ευρισκόμενος εκεί, τώρα, ένιωσα ότι ο τραγουδιστής είναι πραγματικά τζίτζικας: είναι εκτός οικονομοκοινωνικοπολιτικής πραγματικής, λιγάκι με το αφιόνι του δηλαδή. Κι έτσι, πολλές φορές, επιχείρησα να βοηθήσω. Ειδικά όπου υπήρχαν πραγματικές ανάγκες.

Σε κάποιο σημείο, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. επέβαλλε τεκμήρια στους τραγουδιστές –στοχευμένα, όχι π.χ. στους μουσικούς ή σε άλλους– και υπήρχαν περιπτώσεις όπου κάποιος αναγκάστηκε να πουλήσει το αυτοκίνητό του για να πληρώσει την εφορία, ενώ ένας άλλος είχε τη γυναίκα του με καρκίνο και κόντεψε να πάει φυλακή. Βγήκα λοιπόν ένα πρωί στην τηλεόραση και είπα ότι όσοι αντιμετωπίζουν τόσο ανάλαφρα την υπόθεση τραγούδι, που συνιστά τη μεγαλύτερη παρηγοριά του Έλληνα, είναι οι άνθρωποι οι οποίοι θα το κλείσουν με λουκέτο. Από τότε, με επισκέφθηκε το ΣΔΟΕ 7 φορές. Κι έχω κάνει 7 δίκες ενάντια στο ελληνικό Δημόσιο: έχω φάει τα λεφτά μου στους δικηγόρους, έχω δικαιωθεί στις 6 και εκκρεμεί ακόμα, τόσα χρόνια μετά, η 7η δίκη, στον Άρειο Πάγο.

Συχνά-πυκνά, λοιπόν, τα μιλούσα όλα αυτά με τον Βαγγέλη τον Μεϊμαράκη, που τυχαίνει παιδικός μου φίλος. Και μου έλεγε έμπα ρε στην πολιτική, χρειάζονται άνθρωποι με γνώμη για τα κοινά. Μου το είχε πει αρκετές φορές, μου το ξανάπε και το 2004, για τις Ευρωεκλογές. Και μπήκα, έτσι από την τσαντίλα μου για όσα έζησα συνδικαλιζόμενος. Σήμερα, αν με ρωτήσεις, θα σου πω ότι η πολιτική δραστηριότητα δεν μου ανήκει. Δεν είναι κάτι που το συναισθάνομαι ως δικό μου. Είμαι 100% ζώον πολιτικόν, όμως δεν βρίσκω λύση μέσα από τους κομματικούς μηχανισμούς. Και δεν πιστεύω σ' αυτούς.