27 Δεκεμβρίου 2021

Manilla Road - To Kill A King [δισκοκριτική, 2017]


Διαρκές το ενδιαφέρον μου για τους Manilla Road μέσα στα χρόνια, όπως ξέρουν καλά όσοι με γνωρίζουν προσωπικά ή με παρακολουθούν από τα γραπτά μου.

Κάπου λοιπόν διαολίζομαι που, σε επίπεδο δισκοκριτικής, υπέγραψα μόνο αυτήν στο To Kill A King (2017): ένα άλμπουμ που, κακά τα ψέματα, ήταν απλώς ΟΚ, αναμασώντας τα ίδια και τα ίδια –δίχως αναξιοπρέπεια, αλλά και δίχως αξιοσημείωτη έμπνευση. Και που έμελλε, δυστυχώς, να είναι και η τελευταία τους στούντιο δουλειά, λόγω του θανάτου του «αρχηγού» Mark Shelton.

Τι να κάνουμε, όμως: τους αγαπημένους μας καλλιτέχνες δεν τους στηρίζουμε μόνο στα μεγαλεία, αλλά και στα αδιέξοδά τους. Και δεν γίνεται να χαριζόμαστε τελικά ούτε σε αυτούς, αν θέλουμε να λεγόμαστε (σοβαροί) κριτικοί.

Η κριτική αυτή δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία απεικονίζει τον Mark Shelton live στο Κύτταρο το 2017 και ανήκει στον Θάνο Λαΐνα


Στην Ελλάδα οι μετοχές των Manilla Road έπιασαν ταβάνι μετά την επική συναυλία της Πρωτομαγιάς του 2017, οπότε υπήρξε ανανεωμένο ενδιαφέρον για το φρέσκο άλμπουμ To Kill A King. Όπως και αυξημένες προσδοκίες, σε σύγκριση με την υποδοχή που βρήκαν σε πρόσφατα χρόνια δουλειές σαν το The Blessed Curse (2015) ή το Mysterium (2013).

Ωστόσο θα πρέπει να τονίσουμε εξαρχής ότι ελπίδες για ένα νέο Crystal Logic ή έστω ένα Open The Gates, 30+ χρόνια μετά την καλλιτεχνική ακμή του γκρουπ, είναι φρούδες. Όσο απολαυστικοί κι αν παραμένουν οι Αμερικανοί στο συναυλιακό σανίδι, ο δημιουργικός τους ορίζοντας έχει κλείσει τον κύκλο του: το μανίκι του «αρχηγού» Mark Shelton δεν κρύβει άλλους άσσους. Έτσι, στον νέο δίσκο μπορείς εύκολα να επισημάνεις όλες τις παθογένειες που χαρακτηρίζουν ανάλογα άλμπουμ βετεράνων, στα οποία πρόταγμα δεν είναι πλέον η αναζήτηση, μα η αξιοπρεπής συντήρηση πραγμάτων κατακτημένων πολλά χρόνια πριν. 

Το κακής αισθητικής εξώφυλλο και η «μυρωδιά» Rainbow στον τίτλο είναι απλώς μερικά πρώτα σημάδια, ότι η μπάντα που φτιάχνει το To Kill A King μένει προσκολλημένη στα παλαιά Ευαγγέλια –τόσο, ώστε ακόμα κι ο Bryan "Hellroadie" Patrick προσπαθεί να προσαρμόσει το τραγούδι του πάνω στο πρότυπο της γερασμένης πια για πολλά φωνής του Shelton. Η χρονική διάρκεια της 1 ώρας (και κάτι) αποδεικνύεται παράλογη, ενώ κάπου στα κλισέ «fight or die» δεύτερα φωνητικά του "In The Arena", στο εξοργιστικά ανακυκλωμένο riff πάνω στο οποίο χτίζεται το "Conqueror" ή στο "The Talisman" (παραλλαγή του "Keepers Of The Devil's Inn" των Hellwell;), νομίζω ότι απογοητεύεται ακόμα και ο πιο ορκισμένος fan. Ποιο το νόημα να βλέπουμε καινούριο άλμπουμ από τους Manilla Road κάθε 2 χρόνια, αντί να μεσολαβεί ένα μακρύτερο διάστημα ωρίμανσης των όποιων κάθε φορά ιδεών;

Ωστόσο το «σκαρί» της μπάντας παραμένει αρκετά γερό και το πλοίο τελικά δεν μπατάρει. Το ομότιτλο "To Kill A King" είναι μια ηλεκτρική σουίτα που, μέσα σε 10 λεπτά, σε πάει αλέ-ρετούρ όλο το ταξίδι από τους Black Sabbath στο «κλαδί» του underground metal το οποίο υπηρέτησαν ονόματα σαν τους Manilla Road στις Η.Π.Α. των αρχών της δεκαετίας του 1980. Στο "In The Wake", το γκρουπ βάζει τα καλά του και σου δείχνει ότι θα ματώσεις, αν υποτιμήσεις το πόσο κοφτερό παραμένει το σπαθί του. Και λίγο πριν το φινάλε, στο "Ghost Warriors", διαφαίνεται κι ένα φλερτ με μια ελαφρώς διαφορετική ηχητική λογική, όπου μπορεί να κρύβεται κάποιος μελλοντικός σπόρος εξερευνήσεων. Χώρια βέβαια το πασιφανές: ότι, παρά τα χρόνια του, ο Shelton παραμένει ένας καταπληκτικός κιθαρίστας. Εύκολα σε κρατάει με τα riffs και με τα σόλο του, αρκεί λίγο να σε πείθει ότι δεν ξεπατικώνει στον αυτόματο κάποια παλαιότερη δόξα. 

Στην τελική σούμα δεν βγαίνεις λοιπόν χαμένος από το To Kill A King, καθώς το ιστορικό συγκρότημα από το Κάνσας βρίσκει τον τρόπο να παραμένει ζωντανό, παλατζάροντας το μούδιασμα που προκαλεί η ευκολία της ανακύκλωσης παρελθόντων μεγαλείων. Τελευταία, ωστόσο, ο θρύλος των Manilla Road έχει κερδίσει και νεότερα αυτιά. Έτσι, ίσως θα έπρεπε να μεριμνήσουν να κερνούν κάτι και προς τα εκεί, πέρα από ιστορία και αυθεντικότητα. Έστω με λιγότερες επαναλήψεις και με ιδέες πιο μεστωμένες συνθετικά και ενορχηστρωτικά. 



21 Δεκεμβρίου 2021

Κώστας Άγας - Κάραβος [δισκοκριτική, 2019]


Όταν κάνεις τη δουλειά του κριτικού ευσυνείδητα και δίχως χοντράδες, κατανοείς κι εσύ –όπως (θα έπρεπε να) κατανοούν και οι κρινόμενοι καλλιτέχνες– ότι δεν γίνεται να αρέσεις σε όλους: ούτε θα συμφωνήσουν άπαντες με τη γνώμη σου, ούτε θα ταιριάξει στον κάθε έναν η ματιά σου, η γραφή σου κτλ. Μοιάζει δεδομένο, ωστόσο δεν είναι. Πρόκειται για κάτι που το μαθαίνεις στην πράξη.

Εκεί που σηκώνεις τα χέρια ψηλά, είναι όταν ανακαλύπτεις καλλιτέχνες οι οποίοι πόσταραν μεν την κριτική σου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης –δίχως «μα», ούτε «ου»– ωστόσο σε διέγραψαν λίγο μετά από την ίδια πλατφόρμα. Σκαλίζοντάς το, μάλιστα, ανακαλύπτεις ότι αιτία της διαγραφής στάθηκε η κριτική. Διαβάζοντας δε κάποια από τα δημόσια σχόλια, η έκπληξή σου γίνεται μεγαλύτερη, γιατί κατηγορείσαι για ύποπτη αναπαραγωγή (στα πλαίσια του κειμένου σου) μιας παλιάς ιστορίας με έναν άλλον κριτικό, τη στιγμή που ο καλλιτέχνης τη διηγείται συχνά ο ίδιος, καθώς σχολιάζει εδώ κι εκεί. 

Φυσικά, κατανοείς ότι δεν γίνεται να έχουν ισότιμη ισχύ αυτές οι δύο καταστάσεις: κάτι άλλο έχει μεσολαβήσει μεταξύ της πρώτης και της ύστερης αντίδρασης, με το μυαλό να πηγαίνει σε παρεμβολή δυσαρεστημένων τρίτων προσώπων, με τα νερά των οποίων ίσως επέλεξε να πάει ο καλλιτέχνης; Που ναι, στο κάτω-κάτω μπορεί να είχε και μια εικόνα της δουλειάς του ακόμα πιο θετική από αυτήν που περιέγραψες εσύ, με διάφορες ενστάσεις.

Φαίνεται έτσι να διαμορφώνεται μια διαφορετική υπόθεση, η οποία φέρνει κατά νου εκείνη την περίφημη χατζιδάκειο ρήση για την αντίθετη γνώμη και τα αντίθετα συμφέροντα. Δεν πειράζει, όμως: καλή καρδιά. Το επάγγελμα του κριτικού τα έχει αυτά. Έχει και πολύ χειρότερα, εδώ που τα λέμε. 

Δίχως περαιτέρω σχόλια, να επισημάνω ότι η κριτική για τον Κάραβο του Κώστα Άγα πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές τροποποιήσεις, με αφορμή τη δισκογραφική επιστροφή του Αθηναίου τραγουδοποιού με το άλμπουμ Δύο Κύκλοι Τραγουδιών: Τι Είδες Στο Ταξίδι Σου, Φως Μου; & Έλα, Αγάπη Μου, Να Γράψουμε Τραγούδια. Γιατί συνεχίζουμε να παρακολουθούμε όσους κάνουν κάτι εν δυνάμει ενδιαφέρον, άσχετα με τη δική τους γνώμη για μας. Πόσο μάλλον αν διακινούν τη δουλειά τους χέρι με χέρι, χωρίς το παραμικρό οικονομικό αντίτιμο, επιμένοντας –όπως έχω μάθει– να πληρώνουν κάθε έναν συμμετέχοντα σε αυτήν, κυριολεκτικά από την τσέπη τους.


Βάλε-βγάλε, ο Κώστας Άγας συμπληρώνει 20 χρόνια πορείας στο ελληνικό τραγούδι. Παρά ταύτα, η δουλειά του έχει μείνει στις σκιές: αν και ζούμε, λέγεται, στην Εποχή της Πληροφορίας, ούτε καν το discogs δεν τον αναγνωρίζει ορθώς (τον θέλει Κώστα Αγά, με μόλις ένα άλμπουμ), ενώ οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ του εγχώριου μουσικού Τύπου τον ξέρουμε –αν τον ξέρουμε– ως έναν τραγουδοποιό που κατακεραυνώθηκε πίσω στο 2000 από τον Γιώργο Ε. Παπαδάκη, στο περιοδικό Δίφωνο. Είναι ένα κομβικό σημείο, το οποίο μνημονεύεται συχνά και από τον ίδιο τον Άγα, χωρίς(;) μάλιστα τις συνήθεις πικρίες.

Πλέον, έχουν περάσει 7 χρόνια από τον θάνατο του Παπαδάκη και λείπει αισθητά η ματιά του στο ελληνικό τραγούδι, παρά τη ροπή της προς το ...δηλητηριώδες. Tο κενό μεγαλώνει, μάλιστα, καθώς το προσκήνιο του εγχώριου Τύπου γεμίζει με γραφιάδες λυσσασμένους να μετρηθούν στον φιλικό περίγυρο των καλλιτεχνών που θαυμάζουν. Πάντως, εφόσον το άλμπουμ Κάραβος διατηρεί τον Κώστα Άγα ως έναν από τους πιο do-it-yourself ανθρώπους της ντόπιας δισκογραφίας, έχει νόημα να γυρίσουμε σε εκείνη την κριτική, ώστε να αποστάξουμε ότι το θρυλικό DIY –όση αξία κι αν διατηρεί ως «ήθος» ανεξαρτησίας– δεν αποτελεί διαβατήριο σημαντικότητας. Αντιθέτως, μπορεί να υποκρύπτει μια απέραντη ερασιτεχνικότητα.   

Ο Άγας, βέβαια, δεν έχει στο πλάι του μηχανισμούς του cool ικανούς να τον διαφημίσουν ως κάτι σαν εγχώριο Daniel Johnston (μείον τις ψυχολογικές διαταραχές, προς αποφυγή παρεξηγήσεων): κυριαρχώντας στον Τύπο, τόσο οι παλιοί alternative ταγοί, όσο και οι χίπστερ επίγονοι, διαφυλάττουν τους DIY «τίτλους τιμής» για εκείνους που υπηρετούν τα αγγλοαμερικάνικα πρότυπα, μοιραζόμενοι μια αποστροφή για όσα ντόπια πράγματα δεν ευθυγραμμίζονται με τις ιδέες τους περί Εσπερίας. Παρά ταύτα, ο Αθηναίος τραγουδοποιός επιμένει να φτιάχνει και να διανέμει δωρεάν τη δουλειά του, επωμιζόμενος και τον μόχθο, μα και τα έξοδα της όλης διαδικασίας. Έξωθεν καλή μαρτυρία, μάλιστα, τον φέρει να πληρώνει κάθε συμμετέχοντα, επιδεικνύοντας κάτι αληθινά σπάνιο για τον ελληνικό ορίζοντα. 

Καλά όλα αυτά, θα μου πείτε, αλλά στα επί της ουσίας, συμβαίνει κάτι; 

Συμβαίνει. Έστω κι αν χάνεται η αίσθηση του μέτρου που χρειάζεται κάθε μεγάλος σε διάρκεια δίσκος, με τον Κάραβο να θυσιάζει εδώ κι εκεί τη συνοχή του φιλοξενώντας τραγούδια τα οποία μπορούσαν να λείπουν. Διαπίστωση που κατάντησε κλισέ, αλλά δεν παύει να δείχνει ότι το σπορ του «διπλού άλμπουμ» εμπεριέχει ένα ρίσκο που κανείς δημιουργός δεν πρέπει να παίρνει αβασάνιστα. Το εν λόγω σύνολο θα ανέπνεε περισσότερο δίχως τα 8 άστοχα λεπτά του "Το Γυμνό Κορίτσι Και Ο Δέλφινας", δίχως την αφελή στιχουργία του "Νούφαρο Στο Θερμαϊκό", δίχως την τυποποιημένα γλεντζέδικη αισθητική του "Σ' Ένα Ξεχασμένο Σινεμά". 

Περισσότερη σημασία έχει το ότι ο Άγας διατηρεί μεν την ερασιτεχνικότητα που έβγαλε τον Παπαδάκη από τα ρούχα του, έχοντας κερδίσει, πλέον, σε ραφινάρισμα. Με αποτέλεσμα το υλικό να διαθέτει το δώρο μιας καίριας απλότητας. Επιπλέον, η σταθερότητα του ορίζοντα που τον απασχολεί (το έντεχνο, το ρεμπέτικο, η επαφή με την παράδοση, ο Δυτικός ηλεκτρισμός των 1960s/1970s) τον έχει βοηθήσει να εντρυφήσει στις δομές: τα τραγούδια μπορεί να μην αμφισβητούν την όποια φόρμα επικαλούνται και να μην επιδιώκουν την ανατροπή, μα «εκπέμπουν» μεράκι, το οποίο φτάνει στο αυτί του ακροατή. Έστω κι αν μερικά είχαν θεματικό ενδιαφέρον που δεν υπηρετήθηκε ικανοποιητικά. Τέτοιες περιπτώσεις είναι το "Δραγονήσι" και η "Τριήρης", που όχι μόνο βουλιάζει στα νερά μιας φλύαρης διαπραγμάτευσης, αλλά ωθεί και την καλλίφωνη Τραϊάνα να φωνασκεί αναίτια. 

Οι φωνές τώρα που χρησιμοποίησε ο Άγας ήταν γενικά καλές, αν και σε αρκετές φάνηκε να λείπει το «ψήσιμο». Άλλωστε δεν είναι πάντοτε ζήτημα καλλιφωνίας η ερμηνεία, όπως αποδεικνύεται (και) εδώ, τόσο από τον ίδιο τον δημιουργό, όσο και από τον Γιώργο Ματεντζόγλου –ο οποίος αναδεικνύεται σημειωτέον σε μεγάλο απόντα, καθώς ο θάνατός του διέκοψε μια συνεργασία 19 χρόνων με τον Άγα. Αμφότεροι τραγουδούν από καρδιάς με έναν λιγάκι πρόχειρο μα αποτελεσματικό τρόπο, έστω κι αν ο Άγας θα πρέπει να προσέξει περισσότερο το θέμα των παρατονισμών των λέξεων: συμβαίνει ασφαλώς και σε πιο μεγάλα ονόματα της δισκογραφίας, είναι όμως κάτι που κομματάκι χαλάει τη μυσταγωγία του "Callanish", τραγουδιού που κατά τα λοιπά μοιάζει βγαλμένο από δίσκο του Bob Pegg. 

Κάποιες φωνές, επίσης, επωμίστηκαν πράγματα που δεν αναλογούσαν στις χρωματικές και εκτελεστικές τους δυνάμεις: μου άρεσε ας πούμε πολύ η Νίκη Γλυκή και στο "Ταξίδι Της Παντάνασσας" και στον "Κάραβο" (ένα ωραίο ντουέτο με τον Δημήτρη Φράγκο σε νησιώτικο ύφος), όμως τη βρήκα τυπικώς μελαγχολούσα στο νοσταλγικό "Παλιές Κασέτες Σε Κουτιά", όπου ξεχωρίζει η τρομπέτα του Νίκου Σακελλαράκη. Αναλόγως, η Καλλιόπη Ηλιοπούλου λέει πρόσχαρα το "Τσάρκα Με Τον Κυρ-Αποστόλη", αλλά τραγουδά αστόχως ψηλά στο "Κλαρί Από Βασιλικό", προσπαθώντας ίσως να προοικονομήσει και να παρακολουθήσει τα ηλεκτρικά βολτ της κορύφωσης. Συχνοτικά κάτι συμβαίνει και με την Άννα Μαρία Μεσσάρη στο "Πάτρις Λουμούμπα", εν πολλοίς πάντως το γυρίζει υπέρ της, κάτι που δεν επαναλαμβάνεται στο "Μπροστά Στη Βιτρίνα Καταστήματος Παιχνιδιών"· αν κι εδώ μάλλον φταίει η σύνθεση που την κάνει να «χάνεται» από το ραντάρ. 

Με 27 τραγούδια συν 4 εξόδια οργανικά και 15 συνολικά ερμηνευτές –συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Άγα– μπορείς πάντως να χαθείς κι εσύ σε ένα τέτοιο κουβάρι θετικών και αρνητικών παρατηρήσεων, καταδικάζοντας το κριτικό κείμενο σε απροσπέλαστο. Ας μείνουμε λοιπόν στο δια ταύτα· στο ότι δηλαδή ο Κώστας Άγας ζητάει εδώ (γύρω στη) 1,5 ώρα της προσοχής μας, παρότι ζούμε σε καιρούς που ένας τέτοιος χρόνος λογίζεται ως «πολύς». Γι' αυτό και, με όλες τις αβαρίες στον λογαριασμό, λέει πολλά για τη δουλειά του αν υπάρξει προθυμία και για περαιτέρω ακροάσεις. Πόσο μάλλον αν ορισμένα κομμάτια επιμένουν στη μνήμη μετά από μέρες, ωθώντας την καθημερινότητά σου σε παράδοξα στιγμιότυπα, τύπου να σιγομουρμουράς για του ...Πατρίς Λουμούμπα την ψυχή ενώ χτυπάς τον φραπέ σου. Εκεί είναι όμως που πάντα κερδάει όποιο τραγούδι έχει «το κάτι», ό,τι αναλύσεις κι αν γράψεις.



25 Νοεμβρίου 2021

Κώστας Χατζής - ανταπόκριση (2018)


Η είδηση που έφτασε στο mail μου, λέει ότι ο Κώστας Χατζής επιστρέφει στη συναυλιακή δράση μετά την παρατεταμένη παύση δραστηριοτήτων που προκάλεσε ο κορωνοϊός: αύριο Παρασκευή, 26 του Νοέμβρη, ξεκινά για μια μίνι σειρά 4 εμφανίσεων (ως και Δευτέρα 29 του μήνα, δηλαδή) στο Half Note.

Έχει ξαναβρεθεί στην ίδια σκηνή ο Κώστας Χατζής και είναι αλήθεια ότι του πάει πολύ, όπως μπόρεσα να διαπιστώσω και τον Μάιο του 2018, όταν πήγα στο Half Note να τον δω μαζί με τη σύντροφό μου Χριστίνα: αν και ο χώρος έχει στενή σύνδεση με τζαζ δρώμενα, του ταίριαξε γάντι, επιτρέποντάς του να μεταφέρει σε μας τους νεότερους κάτι από το κλίμα των μπουάτ της δεκαετίας του 1970. Άλλωστε δεν περιορίστηκε μόνο σε αυτό: όταν δεν έπαιζε μόνος με την κιθάρα του, βγήκε επικεφαλής μιας εκπληκτικής τζαζ ορχήστρας. 

Τα χρόνια μπορεί λοιπόν να έχουν περάσει, εντούτοις ο Χατζής παραμένει ένας καθηλωτικός τροβαδούρος με μια ολόδική του λαϊκότητα, στην οποία έχει χωρέσει πετυχημένα και στίχους κοινωνικής διαμαρτυρίας. Όπως έγραψα και στην τότε ανταπόκρισή μου, παρότι δεν έλειψαν κάποιες στιγμές-βαρίδια στο Half Note, μπορούσα να κάθομαι να τον ακούω μέχρι το ξημέρωμα. Η ανταπόκριση αυτή, τώρα, πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται εδώ με την αφορμή των εκ νέου εμφανίσεων, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Λίγα πράγματα πάνω στον Κώστα Χατζή προδίδουν ότι είναι πια 81 ετών, σκέφτηκα σε ένα σημείο του προγράμματος, καθώς τον έβλεπα να παίζει απαράμιλλη κιθάρα, μόνος πάνω στη σκηνή του Half Note, χτυπώντας ενίοτε το ένα πόδι στο σανίδι. Ήταν καθηλωτικός, με έναν τρόπο που σίγουρα εξανέμιζε το (όποιο) βάρος των χρόνων. 

Παίρνοντας όμως τη βραδιά με μια σειρά, τα πράγματα ξεκίνησαν ακριβώς στις 22.30 –κι εδώ λέμε ένα μπράβο στο Half Note για την ακρίβεια των ανακοινώσεών του. Ο Χατζής και η ορχήστρα βγήκαν μπροστά σε ένα γεμάτο μαγαζί, απέναντί τους είχαν μάλιστα κοινό που ήξερε καλά τι είχε έρθει να δει και θα το αποδείκνυε σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας, σιγοτραγουδώντας (όποτε δινόταν πάσα) τους στίχους των επιλογών. Μεγάλες ηλικίες, κυρίως, με κάποια σποραδικά νεανικά πρόσωπα να ξεχωρίζουν. 

Οι σολίστες, άριστοι. Στο πιάνο καθόταν ο Γιώργος Παγιάτης, μαέστρος της ορχήστρας, αλλά και υπεύθυνος για τις κομψές και ευφάνταστες ενορχηστρώσεις. Οι οποίες έδωσαν συχνά τζαζ αέρα σε γνωστά κομμάτια του Χατζή, αποκαλύπτοντας περαιτέρω πτυχές τους δίχως να χαλάσουν σε κάτι την ιδιαίτερη ταυτότητά τους. Σε αυτό βοήθησε ασφαλώς η επί δεκαετίες εμπειρία του Ρήγα Σαριτζιώτη (σαξόφωνο, φλάουτο, κλαρινέτο), καθώς και τα παιξίματα του Χρήστου Αλεξόπουλου (ντραμς) και του Πόλυ Πελέλη (κοντραμπάσο). Όσο για τον πρωταγωνιστή της βραδιάς, εκείνος κι αν είχε κέφια. Για να παίξει, για να τραγουδήσει, μα και για να κάνει χιούμορ, τόσο με τους μουσικούς του, όσο και με τον κόσμο απέναντί του. 

Τώρα, όλα τα προγράμματα που προορίζονται για μαγαζιά στήνονται εξ ορισμού «φουσκωμένα». Πρέπει δηλαδή συν/πλην να βγάλεις 3 ώρες, ώστε και να δικαιολογηθούν οι τιμές (ειδικά της Α΄Ζώνης, αν το κοινό μοιράζεται, όπως συνέβη στο Half Note), αλλά και για να γίνει κατανάλωση. Τα όσα είχαν ετοιμαστεί υπάκουσαν λοιπόν σε αυτόν τον «κανόνα»· και, αναμενόμενα, σημείωσαν απώλειες. Όπως για παράδειγμα στο δεύτερο σκέλος της βραδιάς, όταν ο Χατζής βούτηξε νοσταλγικά σε διάφορες γνωστές επιλογές από την εγχώρια δεκαετία του 1960 (ανακοίνωσε, μα στην πραγματικότητα ήταν 1960 και 1970), τύπου "Σε Πότισα Ροδόσταμο", "Χάρτινο Το Φεγγαράκι", "Οδός Αριστοτέλους": ήταν ένα τμήμα όπου δεν έκανε πολλά, συνόδευε απλά με την κιθάρα του χωρίς να παίζει ιδιαίτερα πράγματα, αφήνοντας τον κόσμο να τραγουδά την πλειονότητα των στίχων.

Κάποιες περαιτέρω απώλειες, αφορούν τις γυναικείες παρουσίες της βραδιάς. Γιατί μπορεί να μη στερούνται ταλέντου οι συμμετέχουσες Αντωνία Χατζίδη, Μαρία Αλεξίου και Δανιέλα Χατζή (το μικρότερο από τα έξι παιδιά του Χατζή), όλες όμως, για διαφορετικούς λόγους, έκαναν αισθητό το βάρος των λεπτοδεικτών της ώρας κατά την παραμονή τους στη σκηνή. Η Χατζίδη κατέχει ιδιαίτερη φωνή, αλλά εκτέθηκε τραγουδώντας το "Summertime" και το "Ne Me Quitte Pas", «μπουκιές» μεγαλύτερες από όσο χώραγαν στο στόμα της. Η Αλεξίου διαθέτει χρώμα και πρόσεξε τι ερμήνευσε ώστε να μην ξεφύγει σε νερά που δεν τη σήκωναν, προέκυψε όμως υπερβολικά στημένη, με έναν τρόπο που έχουμε μάθει να λογίζουμε πια ως κλισέ από τις έντεχνες σκηνές. Όσο για τη Δανιέλα Χατζή, έφερε τον εφηβικό της ενθουσιασμό και την αθωότητά της και μπόρεσε πράγματι να μας εκπλήξει με το  "Dernière Danse" της Indila· αλλά όταν επεκτάθηκε στο "Je Veux", έλειψε όλος ο παλμός και η ένταση της Zaz. 

Το υπόλοιπο πρόγραμμα κρίνεται πάντως φανταστικό, αποζημιώνοντας για αυτές τις στιγμές-βαρίδια. Ο Κώστας Χατζής έπαιξε απίθανη κιθάρα και τραγούδησε με την ίδια δύναμη και το ίδιο συναίσθημα που ξέρουμε από τις μέρες της δημιουργικής του ωριμότητας. Αναμενόμενα, λοιπόν, τα χειροκροτήματα έπεσαν βροχή, τόσο σε πασίγνωστες στιγμές σαν τα "Σύνορα Η Αγάπη Δεν Γνωρίζει", "Σπουδαίοι Άνθρωποι Αλλά", "Απ' Το Αεροπλάνο", "Δε Βαριέσαι Αδελφέ", "Πάρε Ένα Κοχύλι Απ' Το Αιγαίο", "Λεωφορείο Ο Κόσμος" και "Αντίο Λοιπόν Αντίο", όσο και σε επιλογές για πιο «μυημένους» στη δισκογραφία του, σαν τον "Στρατή" (δυστυχώς στη σύντομη εκδοχή, δίχως την καταπληκτική εισαγωγή από το Αναγέννησις Αλόννησος), το "Γυφτάκι" και το "Η Γη Ακόμα Ζει".

Μπορούσα να κάθομαι μέχρι το ξημέρωμα να ακούω τον Κώστα Χατζή, είτε με την υπέροχη ορχήστρα του, είτε μονάχο με την κιθάρα του, να τραγουδά σε στυλ μπουάτ όλα όσα τον στεναχωρούν στον κόσμο μας –τόσο στον μικρό, δικό μας, όπου «ο Γύφτος» παραμένει καταφρονημένη φιγούρα, όσο και στην πιο μεγάλη κλίμακα, την πλανητική. Ακούγονται μερικές φορές αφελή και απλοϊκά τα λόγια των τραγουδιών του. Και ίσως από κάποιον άλλον να μην τα δεχόμασταν. Όταν όμως τα λέει εκείνος, τα λέει με μια βαθιά προσωπική αλήθεια, κάνοντάς τα και πειστικά, μα και συγκινητικά. Μόνο τον Τόλη Βοσκόπουλο μπορώ να σκεφτώ που να είναι σε θέση να «ποτίζει» τόσο πολύ με το ποιος είναι το ρεπερτόριο το οποίο ερμηνεύει, χαρίζοντάς του ενίοτε υπόσταση μεγαλύτερη από όση διαθέτει από μόνο του. 




23 Νοεμβρίου 2021

Λεωνίδας Καβάκος & Orchestre Philharmonique de Radio France - ανταπόκριση (2016)


Μπορεί κατά καιρούς να έγινε δυσάρεστος με ορισμένες δηλώσεις του, πάντως κανείς ενημερωμένος μουσικόφιλος δεν αμφιβάλλει νομίζω για το βεληνεκές του ταλέντου του Λεωνίδα Καβάκου. Διόλου τυχαία, ο Αθηναίος βιολιστής έχει πια κι ένα σημαντικό όνομα στο εξωτερικό –όπου τα πράγματα είναι πολύ απαιτητικά, ως προς την κλασική μουσική– ενώ ο δίσκος του με τις σονάτες του Μπετόβεν για βιολί (Decca, 2012) στέκει ανάμεσα στους καλύτερους της προηγούμενης δεκαετίας, σε διεθνές επίπεδο.

Ωστόσο ο Καβάκος δεν είναι μόνο βιολιστής. Είναι και μαέστρος, έχοντας διευθύνει ορχήστρες σαν π.χ. τη Συμφωνική της Βιέννης ή τη Φιλαρμονική της Στοκχόλμης. Και με αυτή την ιδιότητα ετοιμάζεται τώρα να επιστρέψει στην εγχώρια συναυλιακή επικαιρότητα: θα διευθύνει την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στη σύμπραξή της με το βιολοντσέλο του Τιμόθεου Γαβριηλίδη-Πέτριν (Κυριακή 28 Νοεμβρίου,  Μέγαρο Μουσικής), πάνω σε έργα Γιόζεφ Χάιντν και Σεργκέι Προκόφιεφ. Συμμετέχει μάλιστα αφιλοκερδώς, δίνοντας την αμοιβή του υπέρ των αναγκών της Ορχήστρας, η οποία, με τη σειρά της, παραχωρεί τα έσοδα αυτής της βραδιάς προσφοράς για φιλανθρωπικό σκοπό.

Η περίσταση δίνει λοιπόν μια καλή αφορμή επιστροφής σε μια παλιότερη συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής (Μάιος 2016), όπου είχαμε την τύχη να δούμε τον Λεωνίδα Καβάκο και με τους δύο μουσικούς του ρόλους: και σαν βιολιστή, δηλαδή, αλλά και σαν διευθυντή της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Γαλλικής Ραδιοφωνίας (Orchestre Philharmonique de Radio France).

Μια ανταπόκριση από εκείνη τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η κάτωθι ανήκει στον Χάρη Ακριβιάδη και προέρχεται από το υλικό που δόθηκε τότε στον Τύπο για τις ανάγκες της συναυλίας


Την αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής (την κεντρική, δηλαδή), δεν τη βλέπεις συχνά τόσο γεμάτη: λίγες μόνο θέσεις είχαν μείνει διάσπαρτα κενές, καθώς περιμέναμε την έναρξη της βραδιάς. Είναι κι αυτός ένας δείκτης της αναγνωρισιμότητας και του σεβασμού που απολαμβάνει ο Λεωνίδας Καβάκος, γιατί, για να πω την αλήθεια, δεν πιστεύω ότι μόνη της η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Γαλλικής Ραδιοφωνίας (Orchestre Philharmonique de Radio France) θα είχε τέτοια προσέλευση –ασχέτως της εγνωσμένης αξίας της και του πιστοποιημένου της επιπέδου.

Και έβαλε δύσκολα στον εαυτό του ο Καβάκος για το πρώτο και ίσως εν τέλει καλύτερο κομμάτι αυτού του συναυλιακού ραντεβού, αφού θα παρουσίαζαν το Τρίτο Κοντσέρτο για Βιολί του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (1775), με τον ίδιο να λειτουργεί ως σολίστ και παράλληλα ως μαέστρος. Πρόκειται για αντικειμενικά «επικίνδυνη» αποστολή, για λόγους που δεν χρειάζεται ντε και καλά να είσαι ειδήμων για να καταλάβεις: διαφορετική η κινητικότητα ενός διευθυντή ορχήστρας, διαφορετική εκείνη του μουσικού. Και σε μια ζωντανή περίσταση ο χρόνος είναι πραγματικά απειροελάχιστος για να περάσει ο εγκέφαλός σου από τη μία κατάσταση στην άλλη, ώστε να γίνουν ομαλά οι αναγκαίες αυτοματοποιημένες κινήσεις των μυών.

Κι όμως, ο Καβάκος ανταποκρίθηκε άψογα στην πρόκληση, φυσικώς και πνευματικώς. Έλαμψε η δεξιοτεχνία και τα χρώματα του παιξίματός του, ενώ την ίδια στιγμή οδήγησε την έμπειρη ορχήστρα και τα θαυμάσια της βιολιά σε μια θαλερή και ανοιχτόκαρδη ανάγνωση στο κονσέρτο του Μότσαρτ, χάρη στην οποία αποτυπώθηκαν ενώπιόν μας η νεανική δροσιά, το κέφι και η ανοιξιάτικη εξωστρέφεια του έργου. Ήταν μια φανταστική εκτέλεση. Στη διάρκειά της, μάλιστα, φάνηκε και η εμφανής «χημεία» του Καβάκου με τους Γάλλους συνοδοιπόρους του.

Στη συνέχεια ακούσαμε κάτι που δεν παίζεται συχνά: το "Berceuse Élégiaque" του Φερούτσιο Μπουζόνι (1909), έργο με σαφώς διαφορετική διάθεση –ήσυχο, ενδοσκοπικό, με πιο «υπόγεια» ροή, όπου τα πάντα σχεδόν κρίνονται από την ατμόσφαιρα. Ο χαρακτήρας του αποδόθηκε στο ακέραιο από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Γαλλικής Ραδιοφωνίας, κάτι που δημιούργησε την απαραίτητη «γέφυρα» και στις δικές μας διαθέσεις, ώστε να περάσουμε στο τρίτο και τελευταίο κομμάτι της συναυλίας, τις περίφημες "Εικόνες από μία Έκθεση" του Μοντέστ Μουσόργκσκι (1874).

Φυσικά, ο Καβάκος και οι συνεργάτες του μας τις παρουσίασαν στην ενορχήστρωση του Μωρίς Ραβέλ (ως γνωστόν, το πρωτότυπο έργο είναι γραμμένο για πιάνο), κάτι που απαίτησε την επί σκηνής παράταξη του πλήρους ανθρώπινου δυναμικού της γαλλικής φιλαρμονικής. Ταυτόχρονα, όμως, ξεδιπλώθηκε έτσι και η συνολική της δυναμική, καθώς –υπό τη ζωηρή μπαγκέτα του Καβάκου– αποδόθηκαν με ενάργεια όλες οι κινήσεις της σουίτας: τόσο εκείνες που ως αίσθηση συνδέονταν με τον χαρακτήρα του "Berceuse Élégiaque", όσο και τα βροντερά ρομαντικά κρεσέντο του Μουσόργκσκι με την εθνική «γεύση» από τα folk άσματα της πατρίδας του Ρωσίας.

Ακόμα και μια τόσο δυναμική περφόρμανς, ωστόσο, δεν μπόρεσε να αντιπαρατεθεί στη λεπτή φινέτσα του Μότσαρτ, στη συνολική αποτίμηση της βραδιάς. Ήταν μάλιστα ένα στιγμιότυπο που θα έμενε ολοζώντανο στη μνήμη –τόσο ως εικόνα, όσο και ως ήχος– ακόμα και αρκετές μέρες μετά τη συναυλία. 




21 Νοεμβρίου 2021

Converge - The Dusk In Us [δισκοκριτική, 2017]


Από την ώρα που ανακοινώθηκε η συνεργασία των Converge με την Chelsea Wolfe, την περίμενα πώς και πώς, καθώς αυτή η τάση ανακατέματος παρεμφερών μα όχι και ταυτόσημων «σκληρών» ανησυχιών –την οποία ξεκίνησαν το 2016 οι Cult Of Luna, αν δεν μου διαφεύγει τώρα κάτι, συμπράττοντας με την Julie Christmas– έχει δώσει ενδιαφέροντες καρπούς τα τελευταία χρόνια.

Ο κοινός δίσκος λέγεται Bloodmoon: I και βγήκε προχθές. Και, σε πρώτη τουλάχιστον επαφή, με απογοήτευσε. Δεν ξέρω αν ήταν θέμα προσδοκιών, πάντως, αν εξαιρεθεί το τραγούδι "Coil", ίσως και το "Blood Moon" (μπορείτε να δείτε και το επίσημο βιντεοκλίπ του στον σύνδεσμο στο τέλος της ανάρτησης), δεν άκουσα κάτι που να στέκεται στο ύψος των αυτόνομων καταθέσεων των δύο καλλιτεχνικών οντοτήτων.

Η Chelsea Wolfe έχει βέβαια δρόμο μπροστά της για να μας εκπλήξει ακόμα περισσότερο από όσο ήδη έχει καταφέρει, ενώ οι Converge έχουν σίγουρα κάνει το «χρέος» τους και με το παραπάνω: είναι μια μπάντα αναφοράς για τον ήχο του post-hardcore (δευτερευόντως και για το metalcore), που μας έχει χαρίσει δίσκους σαν το Jane Doe του 2001 και συνέχισε να βγάζει πολύ καλές δουλειές έως και πολύ πρόσφατα. 

Για του λόγου το αληθές, με αφορμή τα της επικαιρότητας, ακολουθεί μια κριτική του 2017 για το τότε άλμπουμ τους The Dusk In Us, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


Δεκάξι χρόνια αφότου έβγαλαν μια δισκάρα αναφοράς για τον χώρο όπου τέμνεται το punk με το αμερικάνικο hardcore και το alternative φάσμα του heavy metal (Jane Doe, 2001), οι Converge είναι ακόμα σε θέση να πάρουν κεφάλια και να βγάλουν από μέσα σου την πιο αγνή πώρωση, σπρώχνοντας συνάμα λίιιγο παραπέρα έναν ήχο που θα ορκιζόσουν ότι δεν διαθέτει πια άλλες μεγάλες συγκινήσεις. 

Η οξυγώνια ενεργητικότητα των Αμερικανών δεν έχει διόλου κοπάσει κι ας βρίσκονται στο ένατο στούντιο άλμπουμ της καριέρας τους. Οι κιθάρες του Kurt Ballou σε χτυπάνε με μανία μυδραλλιοβόλου, ενώ ο Jacob Bannon ακούγεται λες και κατέχει κάποιο μυστικό μαθηματικής ακριβείας για το πώς να μεταχειρίζεσαι τη φωνή ως φορέα συμπιεσμένης οργής, προξενώντας ελεγχόμενες μα σαρωτικές εκρήξεις κατά το δοκούν. 

Κι εκεί που λες ότι έτσι σφυροκόπημα θα σε πάει ο δίσκος μετά από ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε χτυπήματα στη σειρά –με το εναρκτήριο "A Single Tear" και το "Under Duress να είναι μάλλον το συντριπτικότερα– έρχεται ξαφνικά το εφτάλεπτο (και κάτι) "The Dusk In Us" να ποτίσει την εμπειρία με αργόσυρτα, μελαγχολικά χρώματα και φωνητικά που δείχνουν να «σέρνονται» με μια παλιά, βαθιά μαυρίλα, που τόσο δείχνει πια να έχει θαμπώσει από την πολλή ποζεριά των νεογότθων επιγόνων. 

Πρόκειται για έναν σηματοδότη προσεκτικά τοποθετημένο εκ μέρους των Αμερικανών, ώστε να θυμίζει ότι ο νέος αυτός δίσκος ψηλαφεί το «σούρουπο μέσα μας». Ότι δηλαδή βρίσκεται όντως σε επικίνδυνη αποστολή, περιπλανώμενος σε τοπίο με εν δυνάμει απειλητικές σκιές, όπου μπορεί να κρύβεται σκοτάδι και όσα γενικά δίνουν στιλπνές αποχρώσεις στον ψυχικό μας κόσμο. Απλά κάποιος να ενημερώσει τον συμπαθή κατά τα λοιπά Gwilym Mumford της Guardian, ότι αυτό δεν είναι «shoegaze».

Για άλλους το metalcore έχει γίνει φόρμα και συνταγή, μα εδώ οι Converge σου δείχνουν τι γίνεται όταν σχηματοποιεί υπαρκτές, βαθύτερες ανάγκες έκφρασης. Τότε, λοιπόν, έχει τη δύναμη να σε αναστατώσει (και) εγκεφαλικά, αντί απλά να τσακίσει τους ακουστικούς σου πώρους και βέβαια τον σβέρκο σου. Να σε αφήσει σκορπισμένο, να αναρωτιέσαι τι πέρασε από πάνω σου καθώς σβήνει ο απόηχος από τα «γδαρμένα» φωνητικά του Bannon, ακόμα κι αν έχεις φάει τα νιάτα σου στα «σκληρά» της μουσικής. Να σε εκπλήξει ακόμα-ακόμα, με κομμάτια σαν το ομώνυμο ή το "Thousands Οf Miles Between Us" στο φινάλε. 

Πείθοντάς σε, έτσι, ότι εκείνο το πολύπαθο το rock 'n' roll, μπορεί ακόμα. Έστω κι αν το έχουν πνίξει mainstream και φλωροεναλλακτικές περικοκλάδες, αδιάφορες ή πολύ λίγες για να κουβαλήσουν το εκτόπισμά του στον Χρόνο.