28 Σεπτεμβρίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2020


Και πού δεν περιπλανήθηκε η Συχνοτική Συμπεριφορά του Σαββάτου. 

Kαι στις γειτονιές της Νάπολι βρέθηκε, συναντώντας μια ιδιότυπη λαϊκή παράδοση που δεν ανιχνεύεται ούτε στο Discogs, και στα clubs των 1990s ξαναπήγε νοερά παρέα με τους καταλυτικούς Underworld, και τη Μαρία Φαραντούρη άκουσε να τραγουδά Μάνο Χατζιδάκι σε περιοδεία στο Βέλγιο και στην Ολλανδία, αλλά και την παράδοση της βορειοδυτικής Ρόδου επισκέφθηκε, ακούγοντας τον εξαιρετικό Γιάννη Κλαδάκη.

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λαμβάνεται από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και τα δελτία ειδήσεων που της αναλογούν (των 16.00 στο ξεκίνημα και των 17.00 στο ενδιάμεσο).

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. WILLIAM BENNETT & FRIENDS: Heitor Villa-Lobos' Bachianas Brasileiros no. 6
2. YEHUDI MENUHIN & THE PHILHARMONIA ORCHESTRA (σε διευθ. EFREM KURTZ): Pyotr Ilyich Tchaikovsky's Swan Lake (introduction)
3. ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΝΑΠΟΛΙ: Dint' A Stu Vichë Chë 'Ddorë Chë 'Ddorë
4. ΜΑΡΙΑ ΦΑΡΑΝΤΟΥΡΗ: Οι Χρησμοί Της Σίβυλλας - live 2003
5. UNDERWORLD: Rez
6. ELVIS COSTELLO & THE ROOTS: Stick Out Your Tongue
7. ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΛΑΔΑΚΗΣ: Μόσχος Μυρίζει Στον Χορό
8. ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ: Το Θυμάρι
9. PETER FRAMPTON: Show Me The Way
10. A-HA: Summer Moved On
11. WHITESNAKE: Don't Break My Heart Again
12. ACTIVE MEMBER: Βάστα
13. TOM PETTY & THE HEARTBREAKERS: I Won't Back Down



25 Σεπτεμβρίου 2020

Συζητώντας με τον Σωκράτη Παπαχατζή και τη Μαρίνα Καναβάκη, μέρος 2 (2008)



Η δεύτερη «επίσημη» συνάντηση με τον Σωκράτη Παπαχατζή και τη Μαρίνα Καναβάκη έγινε γρήγορα μετά την πρώτη (δείτε εδώ), καθώς το δίδυμο κινήθηκε με ταχείς δισκογραφικούς ρυθμούς μετά το ντεμπούτο Ovation (2007), επιστρέφοντας το 2008 με τον δίσκο Unreel,  όπου περιλαμβάνεται και το αγαπημένο μου τραγούδι τους "A Gallant Soldier", το οποίο τιμούσα συχνά κάποτε στα DJ sets που έκανα (το ακούτε στον σύνδεσμο στο τέλος της ανάρτησης).

Την πρώτη συζήτηση την κάναμε με ουίσκι, σε αυτήν τη δεύτερη έρευσε (καλό, καλιφορνέζικο) κόκκινο κρασί. Μεταξύ άλλων, μάλιστα, θίξαμε και την αντι-συναυλιακή φιλοσοφία με την οποία κινήθηκαν ως γκρουπ.

Το κείμενο της συνέντευξης δημοσιεύτηκε τότε στο περιοδικό Sonik και αναδημοσιεύεται τώρα στο ίντερνετ για πρώτη φορά, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η πρώτη φωτογραφία προέρχεται από το περιοδικό Ήχος, ενώ η ακόλουθη δόθηκε από τη Hitch-Hyke Records ως promo για το Unreel


Σε μια εποχή και σε μια αγορά που, δισκογραφικά τουλάχιστον, δεν αγαπάει τα «μεγάλα μεγέθη», επιστρέφετε στο προσκήνιο με ένα διπλό άλμπουμ... 

Σ.Π.: Είναι κάτι που το χρωστούσαμε στους εαυτούς μας. Θέλαμε να κάνουμε κάτι τελείως αυτοαναφορικό, το αντίθετο ακριβώς του επικοινωνιακού. Εντάξει, πάντα βρίσκονται βέβαια κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι επικοινωνούν τελικά με ό,τι κάνεις· αλλά το Unreel ξεκίνησε ως κάτι που αφορούσε αυστηρά εμάς τους δύο. Είδαμε ότι μια εκλεκτικότητα που διέκρινε το Ovation (2006) δεν πέρασε απαρατήρητη, μα έτυχε και κάποιας υποδοχής. Αυτό μας έδωσε κάποιο θάρρος ώστε, τουλάχιστον για μία φορά, να κάνουμε ό,τι ακριβώς γουστάραμε. Γνωρίζουμε ότι δείχνει υπερβολικό για τα τωρινά δεδομένα, όμως σκοπίμως το κάναμε. 

M.K.: Το τελικό αποτέλεσμα, άλλωστε, είναι προϊόν μεγάλης αφαίρεσης. Τα κομμάτια δηλαδή από τα οποία είχαμε να διαλέξουμε, ήταν πολύ περισσότερα. 

Συναντήσατε αντιδράσεις κατά την πορεία πραγμάτωσης ενός τέτοιου στόχου; 

Σ.Π.: Ναι. Ακόμα και άνθρωποι οι οποίοι μας εκτιμούν θεώρησαν πως ήταν υπερβολικό, με το σκεπτικό ότι ποιος θα κάτσει να ακούσει ένα διπλό άλμπουμ. Όμως στον Αιμίλιο Κατσούρη από τη Hitch Hyke άρεσε και ως ιδέα, αλλά και το υλικό. Οπότε αποφασίσαμε να προχωρήσουμε έτσι. Από εκεί και πέρα ξέραμε ότι στην Ελλάδα δεν θα είχε μεγάλη τύχη· ελπίζουμε ότι κάτι παραπάνω θα γίνει ίσως έξω.

Το θεωρείτε δηλαδή τελεσίδικο ότι στην Ελλάδα το ενδιαφέρον θα περιοριστεί εκ των πραγμάτων σε μικρούς αριθμούς;

Σ.Π.: Εκ των πραγμάτων, γιατί ως γνωστόν η Ελλάδα διασκεδάζει στα σκυλάδικα, «προβληματίζεται» με συγκεκριμένους τραγουδοποιούς και κάνει την «επανάστασή» της ανακαλύπτοντας το ραπ. Επικρατεί μια άποψη ότι ο καθένας πρέπει να κάνει αυτό που τον εκφράζει, πως τα πάντα είναι ζητήματα καρδιάς, πάθους και του να είσαι αυθεντικός. Δεν έχει π.χ. σημασία αν σου αρέσει ο φασισμός, σημασία έχει να είσαι ο εαυτός σου. 

Μ.Κ.: Όλοι πια λένε το ίδιο πράγμα, αλλά κανείς δεν προχωρά ποτέ πέρα από αυτήν τη γενικολογία, σε πιο συγκεκριμένα πράγματα. Εξηγώντας μας π.χ. τι είναι εκείνο ακριβώς που γουστάρει να κάνει ή με ποιον τρόπο και γιατί το προσεγγίζει. 

Σας απασχολεί το hype που περιβάλλει τελευταία ορισμένους αγγλόφωνους καλλιτέχνες στην Ελλάδα, προερχόμενο κυρίως από τον ανεξάρτητο τύπο;

Σ.Π.: Κοίταξε, αν εννοείς τη Μόνικα, η Μόνικα είναι μια όντως συμπαθέστατη περίπτωση. Σαφώς και όχι κάτι το ρηξικέλευθο –μην τρελαθούμε κιόλας– αλλά οπωσδήποτε συγκινητικό. Στην περίπτωσή της νομίζω πως ήταν κάπου αναμενόμενο να γίνει κάτι τέτοιο, γιατί ζούμε σε μια εποχή όπου βασιλεύουν οι καλλιτεχνικές «μειονότητες» προηγούμενων εποχών: οι μετανάστες, οι γυναίκες και οι γκέι. 

Δεν το εννοώ ρατσιστικά ή με κάποια διάθεση υποτίμησης –μην ακουστεί έτσι. Δεν αντιλέγω μάλιστα ότι ίσως να είναι και δικαιολογημένο ή ακόμα και σωστό κάτι τέτοιο. Επισημαίνω, όμως, ότι, αν εμφανιστούν ας πούμε δύο άνθρωποι με το ίδιο μουσικό IQ και ο ένας είναι άντρας και ο άλλος γυναίκα, θα προτιμηθεί η γυναίκα. 

Σας έκανα αυτήν την ερώτηση γιατί έχω παρατηρήσει τους προβολείς της δημοσιότητας να πέφτουν σε διάφορους νέους αγγλόφωνους καλλιτέχνες –και πέρα από τη Μόνικα– όχι όμως και σε σας... 

Μ.Κ.: Έχουμε ακούσει κατά καιρούς διάφορες προβαλλόμενες περιπτώσεις, αρκετές φορές όμως θεωρώ πως επρόκειτο για δήθεν προσπάθειες. Και μου έχει δημιουργηθεί και μια αίσθηση κλίκας, που ίσως να εξηγεί αυτήν την προβολή.

Σ.Π.: Θεωρώ κι εγώ ότι υπάρχει ένα μορατόριουμ μεταξύ δήθεν μουσικών και δήθεν δημοσιογράφων, οι οποίοι προβάλλουν οι μεν τους δε, ενδιαφερόμενοι περισσότερο για τα μπλουζάκια και την πόζα στη φωτογράφηση ή στην κάμερα, παρά για τη μουσική. Τέτοιες περιπτώσεις πουλάνε αυθεντικότητα βασισμένη στα κλισέ της λαϊκής αντίληψης για την αυθεντικότητα· κάτι που εμάς διόλου δεν μας αφορά. Το δικό μας μουσικό υλικό απαιτεί κάποια πράγματα από τον ακροατή του. Πρώτα-πρώτα, να είναι νοήμον ον, να μπορεί να μπει σε μια διαδικασία ακούγοντας. Πρόκειται για μια πολύ διαφορετική υπόθεση. 

Από την άλλη, ζούμε σε εποχές με έντονα και φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα, ο αντίκτυπος των οποίων έχει πια γίνει αισθητός και στην Ελλάδα. Πέρα όμως από κάποιες περιπτώσεις, ο μεγάλος όγκος της παραγόμενης μουσικής δεν δείχνει να ενδιαφέρεται να εκφράσει αυτό το περιβάλλον...

Σ.Π.: Η δική μας αντίληψη για την πραγματικότητα, είναι αρκετά ζοφερή. Όταν έχεις μια τέτοια οπτική ή θα ηττηθείς από αυτό το πράγμα ή θα κρατήσεις κάποιες άμυνες, έστω και «διαφεύγοντας» σε νοερές πραγματικότητες. Θεωρούμε ότι είναι και τραγικό και απαράδεκτο που η μουσική δημιουργία δεν ενδιαφέρεται να μιλήσει για τέτοια πράγματα. 

Η μουσική ήταν πάντα καθρέφτης της κοινωνίας, πάνω-κάτω. Από την άποψη αυτή, λοιπόν, ένα τέτοιο φαινόμενο δείχνει και μια συνολικότερη καλλιτεχνική αντίληψη, που εστιάζει στην προβολή του εγώ του καλλιτέχνη, παρά στην ίδια τη μουσική –και, κατ’ επέκταση, της σχέσης την οποία μπορεί να έχει με την πραγματικότητα. Αυτός είναι κι ένας λόγος που δεν κάνουμε καθόλου live, πέρα από τη δυσκολία και τα έξοδα τα οποία συνεπάγεται η παρουσίαση ενός υλικού σαν κι αυτό που απαρτίζει το Unreel

Πράγματι, δεν κάνατε ούτε ένα live για το Ovation. Είναι θέμα φιλοσοφίας, λοιπόν;

Σ.Π.: Υπάρχουν δύο κλισέ σχετικά με τα live, ευρέως αποδεκτά, με τα οποία διαφωνούμε κάθετα. Το πρώτο λέει ότι η κατάσταση στο στούντιο είναι ψυχρή και ότι μόνο στη σκηνή, απέναντι στο κοινό, μπορείς να αισθανθείς πραγματική ζεστασιά. Αν είσαι όμως μουσικός και χρειάζεσαι ακροατήριο για να μπορέσεις να επιστρατεύσεις το πάθος, την ενέργειά σου, ακόμα και την αμεσότητά σου, τότε τι σόι μουσικός είσαι; 

Το δεύτερο κλισέ λέει –όπως διάβαζα πρόσφατα και σε συνέντευξη των Calexico– ότι με την τεχνολογία όλοι σήμερα μπορούν να βγάλουν δίσκο, άρα η αξία ενός καλλιτέχνη μόνο στη συναυλία μπορεί να φανεί. Αυτή πάλι είναι μια πολύ απλοϊκή λογική, γιατί εστιάζει στο μέσο και όχι στον άνθρωπο ο οποίος χειρίζεται αυτήν την τεχνολογία, και στις ιδέες του. 

Για να μην ανοίξουμε δηλαδή και τη μεγάλη συζήτηση για το αν οι συναυλίες γίνονται έτσι κι αλλιώς για αμιγώς καλλιτεχνικούς λόγους ή αν αποτελούν και λίγο εμποροπανηγύρεις. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πώς ξεκίνησε το φαινόμενο των live: σε εποχές όπου δεν γινόταν να ηχογραφήσεις, το μόνο μέσον επικοινωνίας σου ήταν η συναυλία.

Μ.Κ.: Προσωπικά συμπάθησα πολύ περισσότερο τον Glenn Gould –τον μεγαλύτερο ίσως πιανίστα της εποχής του– όταν σταμάτησε τις συναυλίες. 

Σ.Π.: Είναι τυχαίο ότι τόσο ο Glenn Gould, όσο και οι Beatles, σηκώσανε τη σημαία κατά των συναυλιών; Και δεν μιλάμε τώρα για καλλιτέχνες που δεν μάζευαν κόσμο στα live, έτσι; Μην ξεχνάμε όμως και το άλλο. Στην Ελλάδα οι εταιρείες δίσκων έχουν πλέον περάσει ως γραμμή να μην υπογράφονται συμβόλαια με καλλιτέχνες οι οποίοι δεν έχουν τρόπο να περάσουν τη μουσική τους στη νύχτα. Αυτό σημαίνει ότι τα οικονομικά του μουσικού εξαρτώνται πλέον πολύ περισσότερο από τα live, παρά από τις ηχογραφήσεις. Και συχνά πλέον, ειδικά στα σκυλάδικα, οι δίσκοι δεν λειτουργούν παρά ως διαβατήριο προς το νυχτερινό κέντρο. 

Τι είναι αυτό, κατά τη γνώμη σας, που ωθεί τους ακροατές να συνεχίζουν να είναι οπαδοί, σε μια εποχή όπου η ευκολία του downloading έχει δώσει τη δυνατότητα να τσιμπολογάς από εδώ κι από εκεί, χωρίς ποτέ να χρειάζεται να εμβαθύνεις σε ό,τι ακούς;

Σ.Π.: Πράγματι, εκατομμύρια άνθρωποι παραμένουν οπαδοί. Η δική μου αίσθηση είναι ότι ένας οπαδός γεννιέται με δύο τρόπους. Ο ένας όταν θεωρεί κανείς ότι κάποιος καλλιτέχνης διαθέτει ένα χάρισμα, που του φαίνεται εξωανθρώπινο. Στην περίπτωση αυτή το είδωλο κατασκευάζεται ως κάτι το υπερφυσικό· εγώ, ας πούμε, έχω λατρέψει τους Ministry και τους Pantera για τέτοιους λόγους, καθώς με γοήτευε το απο-ανθρωποποιημένο το οποίο εκπέμπανε. Ο δεύτερος τρόπος είναι γιατί εκείνο που θαυμάζουν διάφοροι σε μερικούς σταρ, είναι ο εαυτός τους στη θέση του τελευταίου: τη δυνατότητα δηλαδή να γίνουν και οι ίδιοι σαν το αντικείμενο του θαυμασμού τους. Να γίνουν οι σταρ του μέλλοντος. 

Ωραία παρατήρηση... Πάνω σε αυτό ακριβώς δεν βασίζονται άλλωστε όλα τα ρεάλιτι σόου ταλέντων που έχουν κατακλύσει τελευταία την τηλεόραση; 

Σ.Π.: Ασφαλώς! Για εμάς κάτι τέτοιο ακούγεται ίσως σαν μια βαθυστόχαστη ανάλυση, για άλλους όμως είναι αυτονόητο. Πίσω από όλα τα σόου ταλέντων υπάρχουν στρατιές συμβούλων, κοινωνιολόγων και ψυχολόγων, οι οποίοι όχι μόνο τα ξέρουν όλα αυτά, αλλά και τα χρησιμοποιούν, κατευθύνοντας το κοινό. 

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα blog. Ενθαρρύνεται συνειδητά ο μέσος άνθρωπος ώστε να συμπεριφέρεται με όρους ιδιοφυΐας. Σου περνάει δηλαδή η ψευδαίσθηση του «μπορείς κι εσύ» – π.χ. ότι, αν καυτηριάσεις ένα γεγονός ή μια συμπεριφορά στο blog σου, κάτι έχει αλλάξει. Ενώ στην πραγματικότητα έχεις απλώς εκτονωθεί και κανείς, βέβαια, δεν σου έχει δώσει σημασία. Η όποια «δύναμή» σου έχει περιοριστεί στην εκφορά μιας άποψης, αλλά στο παρουσιάζουν ως κάτι το σπέσιαλ. 

Για να γυρίσουμε λίγο στο Unreel, το φωτογραφικό υλικό του artwork ήταν δική σας επιλογή;

Σ.Π.: Ναι, εμείς επιλέξαμε αυτές τις παραμορφωμένες φωτογραφίες, μας αρέσουν πολύ. Όταν είδα ας πούμε τη φωτογραφία του εξωφύλλου, που είναι η Μαρίνα, είπα αυτό θα γίνει εξώφυλλο –και ας ήταν μόνο η Μαρίνα, δεν χωράνε εγωισμοί σε τέτοια. Πολλές από τις φωτογραφίες τις βγάλαμε μάλιστα εμείς οι ίδιοι.

Μ.Κ.: Είχαμε κάνει και επαγγελματικά sessions, που ήταν και καλά. Αλλά όταν βγάλαμε αυτές για πλάκα είπαμε αυτό είναι, έχουν κάτι.

Σ.Π.: Ίσως να ήταν και αντίδραση της στιγμής, πάντως τις ερωτευτήκαμε αμέσως. 

Επόμενα σχέδια; Πώς θα είναι το τρίτο ΜΚ-Ο άλμπουμ;

Σ.Π.: Ο επόμενος δίσκος πιθανώς να είναι κάτι χορευτικό, κάτι δηλαδή σε house και σε techno ρυθμούς. Θα προσπαθήσουμε να είναι κι αυτό διπλό άλμπουμ. Η ιδέα που υπάρχει –μέχρι στιγμής, γιατί αυτά αλλάζουν διαρκώς– είναι το ένα CD να είναι εντελώς dance και το άλλο μουσική μπαλέτου για έγχορδα, πιάνο και ηλεκτρονικά, με μια φιλοσοφία «δύο πλευρές χορευτικής μουσικής». Το δεύτερο τμήμα είναι μάλιστα ήδη γραμμένο, γιατί είχαμε μια παραγγελία από έναν χορογράφο να γράψουμε μια σύνθεση για ένα μπαλέτο, η οποία τελικά δεν χρησιμοποιήθηκε. 

Μ.Κ.: Μας προκύπτουν όμως διαρκώς πράγματα και ιδέες, οπότε ως τον τρίτο δίσκο κανείς δεν ξέρει σε τι θα έχουμε καταλήξει. 





24 Σεπτεμβρίου 2020

Juliette Gréco - συνέντευξη (2015)


Το 2015 η Juliette Gréco ετοιμαζόταν να έρθει στην Αθήνα, έχοντας διαλέξει να ξεκινήσει την αποχαιρετιστήρια περιοδεία της από το θέατρο Παλλάς (όπου, για την ιστορία, παραβρέθηκε και ο Γιάννης Σπανός, αλλά και η Μαρία Φαραντούρη). Το ίνδαλμα του γαλλικού chanson ήταν τότε 88 χρονών. Και, όπως μου εξήγησε, αποφάσισε να τερματίσει την καριέρα της γιατί «κάτι μου είπε ότι πρέπει να φύγω, πριν να είναι πολύ αργά».

Η συζήτησή μας, δεν ήταν εύκολη: εγώ ψιλοκαταλαβαίνω γαλλικά, μα δεν τα μιλάω· εκείνη καταλάβαινε αγγλικά, αλλά δεν τα μιλούσε καλά. Όταν όμως υπάρχει διάθεση, πάντα βρίσκεται ο τρόπος. 

Και η Juliette Gréco είχε πράγματι τη διάθεση να κουβεντιάσουμε για πολλά. Μεταξύ άλλων, για τη ναζιστική κατοχή στη Γαλλία, για τα καφέ των Υπαρξιστών στο Παρίσι, για τη σχέση της με τον Miles Davis και τον λόγο για τον οποίον δεν παντρεύτηκαν. Είναι μία από τις πιο αγαπημένες συνεντεύξεις της καριέρας μου αυτή και το θεωρώ μεγάλη τιμή που φάνηκε τόσο πρόθυμη να συζητήσει για όλα αυτά.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές. Ως τελευταίο adieu (παρότι δεν της άρεσε η λέξη αυτή) σε μια μεγάλη κυρία της Γαλλίας, με ένα από καρδιάς «merci beaucoup» για όσα μας άφησε. 


Η Merci τουρνέ θα σας φέρει στην Αθήνα, σε λίγες μέρες, είναι εντούτοις μια αποχαιρετιστήρια περιοδεία. Λένε ότι οι καλλιτέχνες παραμένουν για πάντα ερωτευμένοι με τη σκηνή, πότε λοιπόν έρχεται εκείνη η αποφασιστική στιγμή που γράφει «τέλος»;
 
Δεν μου αρέσει η λέξη «αντίο». Γι' αυτό και δεν ήθελα η συγκεκριμένη περιοδεία να έχει ως τίτλο τον αποχαιρετισμό· ήθελα να είναι ένα ευχαριστώ. Μια τελευταία μεν φορά στη σκηνή, αλλά για να μιλήσουμε με όλους αυτούς τους ανθρώπους, να ξανασυναντηθούμε ή και να συναντηθούμε ίσως για πρώτη φορά. Για μένα, το ότι έφτασα στα 88 λειτούργησε ως όριο: κάτι μου είπε πως πρέπει να είμαι προσεκτική πια, ότι πρέπει να φύγω πριν να είναι πολύ αργά. 
 
Αποχαιρετιστήρια περιοδεία σημαίνει και ότι θα πάψετε να ηχογραφείτε; Ή άλλο πράγμα η δισκογραφία; 
 
Δεν είμαι σίγουρη, δεν ξέρω σ' αυτό το σημείο... Είναι κάτι που δεν έχω σκεφτεί, καθώς η απόφασή μου να κάνω τη Merci περιοδεία ήταν σχετικά πρόσφατη. 
 
Στο τελευταίο σας άλμπουμ (Gréco Chante Brel, 2013) τραγουδήσατε Jacques Brel. Τον συναντήσατε κατά τη διάρκεια της καριέρας σας; Και ποια εντύπωση σας έμεινε από εκείνον; 
 
Ναι, γνωριστήκαμε με τον Jacques Brel το 1954. Ήμουν μάλιστα η πρώτη του ερμηνεύτρια. Τότε ξεκίνησε να γράφει τραγούδια, πράγμα που δεν είχε κάνει για κανέναν άλλον ως τότε. Με συγκίνησε, με εξέπληξε και με έκανε περήφανη. Γίναμε φίλοι και μείναμε φίλοι, μέχρι που έφυγε χωρίς να μας πει πού πηγαίνει...
 
Εσείς, πάλι, είχατε ξεκινήσει την καλλιτεχνική σας καριέρα κάποια χρόνια πριν, το 1948 –αλλά ως ηθοποιός· και μεταπηδήσατε στο τραγούδι 2 χρόνια αργότερα. Σινεμά ή τραγούδι, τελικά;
 
Τραγούδι! Τίποτα δεν παραβγαίνει με την ανθρώπινη επαφή, με την επικοινωνία με το κοινό. Το να κρατάς έτσι την αναπνοή σου, όπως όταν τραγουδάς, είναι για μένα κάτι μαγικό, αναντικατάστατο. 
 
Ποιες φωνές του γαλλικού chanson ήταν τότε τα δικά σας ινδάλματα; 
 
H Agnes Capri, σίγουρα. Και η Louise Marie Damien (έκανε καριέρα ως Damia), τα τραγούδια της οποίας τραγουδούσε η μητέρα μου. Η Cora Vaucaire, επίσης: μου άρεσε πολύ το "Les Feuilles Mortes" της. Τέτοιες φωνές αγαπούσα, από ανθρώπους σπάνιους και όμορφους. Αλλά και τη Lucile Poirier, το "Parlez Moi D' Amour" είναι από τα πιο αγαπημένα μου κομμάτια.
 
Πριν απ' όλα αυτά, ήσασταν από τους Γάλλους που υπέφεραν κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής –σας συνέλαβε μάλιστα η Γκεστάπο ως μέλος της αντίστασης όταν ήσασταν 16, μαζί με τη μητέρα σας και τη μεγαλύτερη αδερφή σας. Πώς επιβιώσατε από τη διαβόητη φυλακή Fresnes, όπου καταλήξατε;
 
Δεν ήμουν Εβραία και δεν ήμουν ενήλικη. Κι αυτά τα δύο πράγματα με κράτησαν μακριά από τα πιο δυσάρεστα πράγματα που συνέβαιναν στη φυλακή Fresnes. Έμεινα μερικές εβδομάδες εκεί και με απελευθέρωσαν έπειτα, αφήνοντάς με στη λεωφόρο Foch, με ένα εισιτήριο του μετρό στο χέρι. Μου φάνηκε ως ο πιο όμορφος δρόμος στον κόσμο.


Με τη μητέρα και την αδερφή σας, τι συνέβη; 
 
Τις πήγαν στο στρατόπεδο Ravensbrück στη Γερμανία, κι από εκεί ήταν να τις μεταφέρουν σε ένα στρατόπεδο εξόντωσης στην Πολωνία. Λίγο πριν το κρατητήριο βρεθεί στις φλόγες, στο τέλος του Πολέμου, τις ανάγκασαν να αρχίσουν να περπατάνε προς τα εκεί μαζί με πολλές ακόμα γυναίκες. Όμως ένας Ola Shen, που τον είχαν απελευθερώσει οι Πολωνοί, τις μετέφερε στην άλλη πλευρά του λόφου. Και λίγο μετά έφτασαν οι Αμερικανοί, οι οποίοι τις βοήθησαν να επιστρέψουν στο Παρίσι.    
 
Πώς αρχίσατε να συχνάζετε στα καφέ του Saint-Germain-des-Prés, μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας; Τι συνέβαινε τότε εκεί και τι σας έκανε να πιστέψετε ότι αυτός ήταν ο κόσμος στον οποίον ανήκατε; 
 
Όλα οφείλονταν σ' Αυτούς, στους Υπαρξιστές· εγώ δεν έπαιξα κάποιον ρόλο. Και είναι περίεργο που ο Τύπος της εποχής εστίασε σε μένα, ίσως ως δείγμα της νεολαίας εκείνων των χρόνων. Για τους Υπαρξιστές πάντως αντιπροσώπευα κάτι, μάλλον λόγω της εμφάνισής μου –μπορεί και γιατί τους φαινόμουν λίγο παράξενη: κάτι ξεχωριστό και καθόλου της μόδας. Και ξαφνικά έγινα κάτι σαν διαφήμιση της φιλοσοφίας τους. Είναι απίστευτο και απίθανο, μα έγινα το πρόσωπο και η φωνή των καιρών μου. Η «μούσα του Υπαρξισμού», με αποκάλεσαν. 
 
Και ακόμα έτσι σας αποκαλούν. Κοιτάω το δελτίο Τύπου της αθηναϊκής σας εμφάνισης και το βλέπω ν' αναπαράγεται κι εκεί...
 
Δεν το επεδίωξα ποτέ να με πουν έτσι, ήταν πιστεύω μια επινόηση του Τύπου. Ήταν πάντως περίεργο το τι συνέβη, φαίνεται δηλαδή πως ο τρόπος με τον οποίον διάλεξα τότε να ζήσω ταίριαζε με το τι αποζητούσε η γαλλική νεολαία μετά τον Πόλεμο.
 
Είναι αλήθεια ότι ο Miles Davis δεν σας παντρεύτηκε γιατί πίστευε πως κάτι τέτοιο θα κατέστρεφε την καριέρα σας, καθώς στις Ηνωμένες Πολιτείες της εποχής δεν θα ήσασταν παρά η «πόρνη του Νέγρου»;
 
Ναι, είναι αλήθεια... Και είναι ξέρετε άσχημο. Όχι μόνο για μένα, αλλά και για εκείνον που το είπε. Γιατί μια ιστορία αγάπης, είναι απλά μια ιστορία αγάπης: αφορά πάντα και τα δύο πρόσωπα τα οποία εμπλέκονται σ' αυτήν.
 
Γίνατε ένα από τα μεγαλύτερα ινδάλματα του γαλλικού chanson. Τι έκανε αυτή τη μορφή τραγουδιού τόσο δημοφιλή διεθνώς, ακόμα και σε χώρες σαν την Ελλάδα, ανάμεσα σε κόσμο που δεν ήξερε γαλλικά; 
 
Δεν ξέρω γιατί άρεσα τόσο στο κοινό. Μπορεί γιατί ήμουν πάντοτε ειλικρινής και μιλούσα με θάρρος για όσα πίστευα. Ίσως τους άρεσε αυτή μου η ισχυρογνωμοσύνη, το ότι είχα τόση πίστη στις ιδέες μου. Πραγματικά πάντως, δεν ξέρω... Πιστεύω όμως πως στην Ελλάδα αρκετός κόσμος γνώριζε γαλλικά και μπόρεσε να επικοινωνήσει και με το νόημα των τραγουδιών μου. Η Ελλάδα για μένα δεν είναι μόνο μια όμορφη χώρα, μα και μια χώρα πολιτισμού. Παραμένει η πηγή όλης μας της κουλτούρας. 
 
Όσοι σας έχουν γνωρίσει από κοντά, ισχυρίζονται πως μοιάζετε πολύ πιο νέα από όσο λένε τα χρόνια και ότι έχετε την ψυχή ενός νεαρού κοριτσιού. Θα σας ρωτήσω λοιπόν για το μέλλον, κλείνοντας αυτήν τη συνέντευξη...
 
(γελάει)
Δεν σχεδιάζω τίποτα άλλο για το 2015, πέρα από τη Merci περιοδεία, πέρα από το να ταξιδέψω στη χώρα μου, στην Ευρώπη και σε ένα κομμάτι του υπόλοιπου κόσμου όπου υπήρξαν άνθρωποι όλα τούτα τα χρόνια που με άκουσαν και με αγκάλιασαν. Είμαι ευγνώμων σε όλους όσους άφησαν τη στάμπα τους στη ζωή μου, άλλοτε κάνοντάς τη αδιανόητα χαρούμενη κι άλλοτε αδιανόητα δυστυχισμένη. 




23 Σεπτεμβρίου 2020

Συζητώντας με τον Σωκράτη Παπαχατζή και τη Μαρίνα Καναβάκη, μέρος 1 (2007)



Όσοι έχουν ενδιαφερθεί σε βάθος για το ελληνικής κοπής ροκ που εκφράστηκε αγγλόφωνα, πέφτουν οπωσδήποτε –νωρίτερα ή αργότερα, εξαρτάται και από την ηλικία– πάνω στους Blue Light του Σωκράτη Παπαχατζή. Οι οποίοι μπορεί να άφησαν μόλις ένα άλμπουμ (το ομώνυμο του 1988), είναι ωστόσο δουλειά που ακόμα αποτελεί σημείο αναφοράς, όπως έχω παρατηρήσει κατά καιρούς σε συζητήσεις μουσικόφιλων στο Facebook. Παρά μάλιστα την «παγερή αδιαφορία του mainstream κοινού», όπως έχει σχολιάσει ο ίδιος ο Παπαχατζής.

Πίσω στις αρχές του 2007, ωστόσο, όταν μιλήσαμε πρώτη φορά ώστε να μου δώσει οδηγίες για το πώς να πάω σπίτι του, είχε πλέον δραστηριοποιηθεί με ένα καινούριο συγκρότημα: τους έλεγαν MK-O, με τα αρχικά να παραπέμπουν στη σύζυγό του, τη συνθέτρια και ζωγράφο Μαρίνα Καναβάκη, καθώς και στο δικό του καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Oannes. Με αυτό είχε ήδη δράσει δισκογραφικά το 2003 (βγάζοντας το Inverted A), ενώ το 2004 είχε συν-επιληθεί της επανηχογράφησης του σόλο άλμπουμ της Καναβάκη Ποτέ Και Τίποτα (2000). Χαριτολογώντας, μάλιστα, έχει δηλώσει ότι το Inverted A κυκλοφόρησε «επί σκοπώ εντυπωσιασμού της μέλλουσας συζύγου»!

Αφορμή για τη συνάντησή μας στάθηκε το ντεμπούτο των MK-O Ovation (Hitch-Hyke, 2006). Δουλειά σε ηλεκτρονικό ροκ ύφος, που μπορεί να μην έκανε τον κρότο που έκαναν άλλα εγχώρια πράγματα σε εκείνα τα χρόνια, μα είχε περισσότερα να πει. Κάτι που φαίνεται νομίζω ακόμα πιο καθαρά τώρα, που έχουμε την άνεση να κοιτάμε την αγγλόφωνη παραγωγή των '00s χωρίς τον βραχνά του όποιου indie hype. 

Από τότε τα λέγαμε συχνά με τον Σωκράτη Παπαχατζή, επί σειρά ετών –τόσο «επίσημα», όσο και σε φιλικό επίπεδο. Κι αν κάπου χαθήκαμε στους μετασεισμικούς κλυδωνισμούς που έφερε η Κρίση, δεν παύω να τον ευγνωμονώ για την πρόταση που μου έκανε να γίνω συντάκτης στον Ήχο, όπου ήταν αρχισυντάκτης του μουσικού/πολιτιστικού τμήματος. Το ιστορικό δηλαδή για την εγχώρια μουσικοφιλία και κριτική περιοδικό, με το οποίο και συνεργάστηκα σε μηνιαία βάση από το 2009 ως την παραίτησή μου το 2017, που οφειλόταν σε οικονομικούς λόγους και όχι στη συνεργασία μας, αφού ο Παπαχατζής υπήρξε άψογος, κύριος και υπόδειγμα επαγγελματία. 

Η κουβέντα μας του 2007 έγινε συνοδεία ουίσκι και των σκέρτσων της σκυλίτσας τους Λορέτας και πρωτοδημοσιεύθηκε στο τότε Avopolis Greek. Εδώ αναδημοσιεύεται με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές.

Ακολούθησαν δύο ακόμα συνεντεύξεις (2008, 2011) για λογαριασμό του περιοδικού Sonik, οι οποίες θα δημοσιευτούν σε ξεχωριστά μέρη. Υπάρχει επίσης και μια ραδιοφωνική συνέντευξη του ζεύγους, στη Συχνοτική Συμπεριφορά που διατηρώ με τον Στυλιανό Τζιρίτα στους 105,5 Στο Κόκκινο: είχαν έρθει στα παλιά μας στούντιο, στην οδό Σαρρή, στις 19 Σεπτεμβρίου του 2009. Αντίτυπό της για να ανέβει στο Mixcloud μάλλον δεν έχω (θα χρειαστεί ψάξιμο σε παλιούς σκληρούς δίσκους), αλλά, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα μπορείτε να τη βρείτε στο άμεσο μέλλον, όταν γίνει δημόσια προσβάσιμο το αρχείο του σταθμού. 

* η πρώτη φωτογραφία δόθηκε ως promo για το Ovation από τη Hitch-Hyke, ενώ η ακόλουθη προέρχεται από τη Facebook σελίδα της μπάντας


Έχετε ξανασυνεργαστεί δισκογραφικά στο παρελθόν, αλλά όχι ως συνδημιουργοί. Ήταν το Ovation που σας έδωσε την ευκαιρία;
Σ.Π.: Κατά βάση, καθόμαστε συνέχεια και παίζουμε μαζί· και μέσω ενός οργανωμένου αυτοσχεδιασμού, βγαίνουνε κομμάτια. Οπότε κάποια στιγμή είπαμε γιατί να μην το κάνουμε και έτσι πιο «επίσημα»;

Μ.Κ.: Έτσι κι αλλιώς το κάναμε, χωρίς κάποιο πρόγραμμα.

Σ.Π.: Σίγουρα είναι καλύτερα που δουλεύουμε μαζί, απ' όταν δούλευα μόνος μου.

Μ.Κ.: Ναι, και για μένα.

Σ.Π.: Για μένα είναι καλύτερα διότι, έτσι πολύ απλά, θέλω να εντυπωσιάσω τη Μαρίνα! (γέλια)

Το Ovation δεν κατατάσσεται εύκολα στις ταμπέλες που χρησιμοποιούν οι δημοσιογράφοι. Εσείς πώς θα το περιγράφατε σε έναν «μέσο» ακροατή, ο οποίος θα αναρωτιόταν τι μουσική παίζετε;

Σ.Π.: Νομίζω ότι είναι rock, κυρίως. Αν ντε και καλά πρέπει να το εντάξεις κάπου, νομίζω ότι είναι rock.

Μ.Κ.: Αλλά και ηλεκτρονική μουσική.

Σ.Π.: Τα ηλεκτρονικά, εν πάση περιπτώσει, τα χρησιμοποιεί ως μέσον περισσότερο. Εξαρτάται, τόσο το rock, όσο και η electronica, είναι χώροι γεμάτοι παρακλάδια.

Μ.Κ.: Μία κατηγορία πάντως όπου δεν θα θέλαμε να μπούμε, είναι η experimental.

Σ.Π.: Είναι ένας όρος παρεξηγημένος, αλλά και προβληματικός. Ο πειραματισμός πολλές φορές αφορά ανθρώπους ανίκανους να γράψουν μια στοιχειώδη μελωδία ή να φτιάξουν ένα κομμάτι εύληπτο· οι οποίοι μάλιστα είναι είρωνες και σνομπ με όσους μπορούν να το κάνουν. Εγώ θα έλεγα πως το Ovation είναι ένα άλμπουμ που θα ήταν ωφέλιμο για τα ελληνικά πράγματα να ακουστεί –και εννοώ από τους μουσικούς, όχι τους ακροατές.

Πού θα εντοπίζατε αλήθεια τις μουσικές σας αναφορές;

Σ.Π.: Είμαι άρρωστος με τον Peter Hammill, σε βαθμό παράνοιας, άσχετα αν δεν το διαδηλώνω όπως κάποιοι άλλοι. Λατρεύω επίσης τον Tony Banks, τον οργανίστα των Genesis· ένα γκρουπ που τοποθετώ στα θεμελιώδη βιώματά μου. Όταν κάποτε του πήρα συνέντευξη ήμουν εκτός εαυτού, μετά το πέρας της μάλιστα έβαλα τα κλάματα. Άλλο μεγάλο κόλλημα είναι οι Ministry. Η Μαρίνα ως επί το πλείστον ακούει κλασική μουσική, αλλά και ηλεκτρονικά.

Μ.Κ.: Εντάξει, εγώ μεγάλωσα με κλασική μουσική και με …avant-garde! Νομίζω ότι πρέπει να ήμασταν από τα πρώτα σπίτια που πήραμε Karlheinz Stockhausen. Μετά βέβαια και αρκετή electronica. Αν μπορούσα να πάρω συνέντευξη από κάποιον θα διάλεγα μάλλον τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Από πιο σύγχρονους, ίσως διάλεγα τον Arvo Pärt.

Σ.Π.: Γουστάρουμε όμως πολύ και τα blues, τον Son House για παράδειγμα. Την τζαζ όχι και τόσο. Η Μαρίνα επίσης γούσταρε ανέκαθεν και τη gothic σκηνή.

Σχεδιάζετε να παρουσιάσετε κάπως το Ovation συναυλιακά;

Σ.Π.: Ναι, θα υπάρχει βέβαια αρκετό sequence από πίσω. Δεν μπορείς να βρεις μια μπάντα ολόκληρη κάνοντας αραιές συναυλίες, παρά μόνο αν μπεις σε φάση περιοδείας. Σκεφτόμαστε όμως να κάνουμε κάτι με κανα-δυο μουσικούς παραπάνω: εμείς να παίζουμε τα ηλεκτρονικά μας και να υπάρχει κι ένας κιθαρίστας, ίσως και ένας ντράμερ. Ότι ενδιαφερόμαστε πάντως να παρουσιάσουμε το άλμπουμ συναυλιακά, ενδιαφερόμαστε.

Αληθεύει ότι σκοπεύετε να κυκλοφορήσετε μαζί μια σειρά δίσκων;

Σ.Π.: Υπάρχει υλικό τουλάχιστον ίσης διάρκειας με το Ovation. Μεγάλο μέρος του βέβαια είναι σε άλλο ύφος, πιο επιθετικό. Εμείς γράφουμε συνεχώς, για να πω την αλήθεια. Εξαρτάται λοιπόν από το τι concept θα θέλουμε να δώσουμε σε ένα επόμενο άλμπουμ, ώστε να έχει μια στοιχειώδη συνοχή. Μπορεί να έχουμε διάθεση να κάνουμε κάτι εντελώς dance ή ακόμα και industrial. Σίγουρα πάντως δεν θα είναι έντεχνο ελληνικό τραγούδι –ξέρεις ακορντεόν, βιολάκια και τέτοια.

Αναζητώντας κανείς πράγματα στο ίντερνετ βρίσκει περισσότερα για τον Oannes και λιγότερα για τη Μαρίνα Καναβάκη. Είναι τυχαίο ή σχετίζεται με κάποια συνειδητή αποφυγή της δημοσιότητας εκ μέρους της Μαρίνας;

Μ.Κ.: Έχουν υπάρξει κάποιες συνεντεύξεις, που ενδεχομένως δεν βγαίνουν με ένα search στο ίντερνετ. Δεν την αποφεύγω τη δημοσιότητα, αλλά γενικά δεν είμαι και πολύ ομιλητική. Και επειδή ακριβώς δεν μιλάω πολύ… Η πλάκα είναι εντωμεταξύ ότι η δική μου δουλειά θεωρείται επικοινωνιακή: γραφίστας είμαι, κατά τα άλλα, και υποτίθεται πως είμαι άνθρωπος της επικοινωνίας!

Σ.Π.: Κάποιοι ενδεχομένως να τη θεωρούν σνομπ. Αλλά είναι θέμα επιλογής, δεν θα πω ντροπαλότητας, δεν είναι θέμα ντροπαλότητας. Εγώ πάλι πιστεύω για τον εαυτό μου ότι είμαι παρά φύση ομιλητικός. Εκ φύσης δηλαδή, δεν είμαι τόσο. Απλώς, επειδή σε κρίσιμες περιόδους χρειάστηκε να μιλήσω πολύ για να αμυνθώ απέναντι σε ανθρώπους και καταστάσεις, θεωρώ πως μου έμεινε επίκτητο. Σαν να είσαι ειρηνικός άνθρωπος και να το φέρουν έτσι οι περιστάσεις ώστε να χρειαστεί να πολεμήσεις. Η Μαρίνα, πάλι, είναι αυτάρκης: μπορεί να κατεβάσει τα ρολά και να τον κλείσει τον άλλον απέξω.

Πώς φαντάζεστε αλήθεια το κοινό σας σε μια χώρα όπου η νεολαία της ρέπει ολοένα και περισσότερο προς μια σπονσοραρισμένη από τα ΜΜΕ μπουζουκοκουλτούρα;

Μ.Κ.: Ένα μάτι, ένα χέρι, μισό φρύδι (γέλια)

Σ.Π.: Το αν υπάρχει κοινό θα φανεί, ένας θεός ξέρει αν υπάρχει κοινό. Να είναι άραγε το κοινό που ακούει Raining Pleasure και Κωνσταντίνο Βήτα; Άνθρωποι δηλαδή που ακούνε ήδη πράγματα από την ηλεκτρονική σκηνή και την ξενόγλωσση pop και rock. Αν μπορούμε να πούμε ότι ταυτιζόμαστε με κάποιους, είναι οπωσδήποτε με αυτούς που έχουμε ορισμένους κοινούς κώδικες.

Τι γνώμη έχετε για τη μουσική βιομηχανία;

Σ.Π.: Η μουσική βιομηχανία είναι ένα μπουρδέλο. Αυτό μπορείς να το γράψεις αυτούσιο. Στην Ελλάδα ειδικά, διακονείται από ανθρώπους που στη συντριπτική τους πλειονότητα ξεκινήσανε από κλητήρες –από τα χθαμαλά, που λέμε– και σήμερα λύνουν και δένουν. Αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να ξέρουμε όλοι ότι δεν πρόκειται να τους ξεκολλήσεις με τίποτα από εκεί πέρα.

Δεν πιστεύετε ότι το ίντερνετ θα φέρει τα πάνω-κάτω στα πράγματα όπως τα έχουμε συνηθίσει;

Σ.Π.: Οι μεγάλες εταιρείες θα το λυμανθούν κι αυτό, αργά ή γρήγορα. Το ίντερνετ άλλωστε δεν είναι τελικά παρά άλλο ένα μέσο. Ήδη έχουν προχωρήσει στην πλήρη εκμετάλλευση του back catalogue τους μέσω των sites. Το πρόβλημα είναι περισσότερο στο πώς δουλεύει η βιομηχανία, στο ότι δηλαδή εκμεταλλεύεται έναν ήχο στη γέννησή του, που μπορεί να είναι συμπαγής και να έχει λόγο ύπαρξης και στη συνέχεια εξαπολύει ένα κύμα από απατεώνες, παγιδεύοντας το κοινό εκεί.

Μ.Κ.: Επίσης στο ίντερνετ επικρατεί πια …υπερπληθυσμός. Δημιουργείται έτσι ένα χάος, βομβαρδίζεσαι από έναν κατακλυσμό πληροφορίας. Πόσο θετικό είναι άραγε αυτό;

Τι θα συστήνατε σε κάποιον να ακούσει από δίσκους πρόσφατης σοδειάς;

Σ.Π.: Θα σύστηνα έναν Έλληνα πιανίστα, τον Γιώργο Εμμανουήλ Λαζαρίδη, που έβγαλε φέτος ένα άλμπουμ με το οποίο ξεσαλώσανε τα ξένα μουσικά έντυπα. Από ηλεκτρονικής άποψης ωραίο ήταν και το άλμπουμ των Mass Mobile και συμπαθητικό αυτό του DJ Shadow. Από rock, το άλμπουμ της Joanna Newsom, άντε και το τελευταίο των Ministry, μιας και είμαστε οπαδοί. Ξέρεις επίσης ποιος ήταν ανέλπιστα ωραίος δίσκος; Αυτός του Sting, τον οποίον γενικά μισώ. Ο John Dowland πάλι είναι από τους αγαπημένους μου συνθέτες, είναι θεός. Κι όμως το άλμπουμ που έκανε ο Sting με τα τραγούδια του, είναι καλό.

Μ.Κ.: Εμένα μου άρεσε και το τελευταίο του Gary Numan.



21 Σεπτεμβρίου 2020

Sin Boy: KaGuRas [δισκοκριτική, 2019]

 


Θέλει πολλή δουλειά για να γράψεις μια κριτική. Κάτι που συχνά δεν κατανοούν ούτε οι εν δυνάμει αναγνώστες, αλλά ούτε και όσοι μπαίνουν στον Τύπο διψασμένοι να συνδέσουν το όνομά τους με τέτοια κείμενα. 

Δεν είναι δηλαδή μόνο οι ακροάσεις που οφείλεις ή οι σκέψεις και τα συναισθήματα που καλείσαι να βάλεις σε τάξη, αξιοποιώντας τις όποιες «ρίζες» κουβαλάς ως μουσικόφιλος. Αλλά και το πώς θα τα μεταφέρεις όλα αυτά κατά τρόπο ελκυστικό, το τι βαθμό θα βάλεις (αν απαιτείται), το να αφήσεις τον δίσκο να «σταθεί» στις εντυπώσεις σου, «παίζοντας» με τη γνώμη σου –να αφήσεις έπειτα και το κείμενο να «κρυώσει», πριν το στείλεις για δημοσίευση. Χώρια την πίεση της επικαιρότητας, η οποία πάντα υπάρχει όταν συνεργάζεσαι με μεγάλα μέσα· πάντα εις βάρος σου, εφόσον οι περισσότεροι γραφιάδες ζουν συνήθως από διαφορετική «πρωινή» εργασία. 

Δεν παύει ωστόσο να είναι μια σοβαρή υπόθεση η κριτική, που κακώς αντιμετωπίζεται ελαφρά, ως πεδίο αποψάρας και συναισθηματικών παραληρημάτων εκ μέρους διάφορων καημένων, οι οποίοι θέλουν απλά κάπου να τα πουν. Έστω κι αν τον χρόνο και τον κόπο που απαιτεί, κανείς δεν θα στον πληρώσει αναλόγως σοβαρά (στη σημερινή Ελλάδα, τουλάχιστον).

Η κριτική για τον πολυσυζητημένο δίσκο του Sin Boy με το "Mama?" (2019), μου πήρε περίπου 3 μήνες. Με πολλά πίσω-μπρος, με σκέψεις πάνω σε διάφορες γνώμες που εκφράστηκαν εδώ κι εκεί και με αρκετές ενδιάμεσες συζητήσεις, είτε με τη Χριστίνα Κουτρουλού στην αστική καθημερινότητα, είτε με τον Παναγιώτη Βορριά και τη Νικολέτα Κομποθέκρα σε παραθαλάσσια ραστώνη. Σε κάποιο σημείο, μάλιστα, την έσβησα σχεδόν όλη και την ξανάπιασα από την αρχή. Το κυνήγι της επικαιρότητας, αν μπορούσε, θα τράβαγε τα μαλλιά του.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές. Αφορμή, το φετινό άλμπουμ του Sin Boy με τη Rina, για το οποίο το Mic.gr θα βγάλει οσονούπω την κριτική μου. 


Παρά τα κατά καιρούς εύστοχα που δημοσιεύει μια μικρή κοινότητα εγχώριων γραφιάδων, βαστώντας ρομαντική κόντρα σε καιρούς όπου η μουσική παίζει πάγκο στα 10 καλύτερα (μπέργκερ, ό,τι άλλο) της Αθήνας, τα πράγματα συνεχίζουν να καθορίζονται σε μια διαφορετική διάσταση. Στην οποία ισχυρό «νόμισμα» παραμένει το αμάξι του Νεοέλληνα κάγκουρα, που περνάει από τις γειτονιές έχοντας στη διαπασών το τραγούδι με το οποίο «νιώθει». Φέτος είναι το "Mama?", με τη χάρη του να φτάνει ακόμα και στα επαρχιακά πανηγύρια του Δεκαπενταύγουστου. 

Ως κάγκουρας προσδιορίζεται όμως και ο ίδιος ο Θεόδωρος-Αγκουστίν Γκέγκα στο πρώτο του επίσημο άλμπουμ ως Sin Boy, κάνοντας κίνηση-ματ σε επίπεδο σημειολογίας. Αν δεις δηλαδή ως θράσος αυτό το KaGuRas σε greeklish, σου βγαίνει τίμιο· αν πάλι το πάρεις για αυτοσαρκασμό, είναι ευφυές. Μένοντας πάντως (λίγο ακόμα) στα σημειολογικά, δεν γίνεται να μην αναρωτηθείς: αλήθεια, τι σημαίνει πια «πρώτο επίσημο άλμπουμ», όταν λογίζεσαι ως όνομα αναφοράς για την εφηβεία της παρούσας δεκαετίας βάσει μεμονωμένων κομματιών στο YouTube και όταν πάνε ήδη 2 χρόνια που τα κινητά τηλέφωνα σε γυμνάσια και λύκεια χτυπούσαν με το "DRACO"; Ωστόσο το KaGuRas μπορεί να διαρκεί μόλις 23 λεπτά, μα αρθρώνεται ως συνεκτικότατο σύνολο και όχι ως χαλαρός συνασπισμός γύρω από την επιτυχία του "Mama?".

Τόσο το "Mama?", όσο και τα 7 υπόλοιπα τραγούδια, ελληνοποιούν την παγκόσμια τρέλα με την trap, το reggaeton, το auto tune και τις μασημένες ραπ ρίμες. Η «ελληνοποίηση», ασφαλώς, χωράει πολλή συζήτηση: πόσο ας πούμε από το "Te Boté" των Nio García, Casper & Darell έχει ή δεν έχει το "Mama?"; Το ζήτημα είναι πάντως μικρής σημασίας, καθώς η εγχώρια δισκογραφία υπεξαιρούσε διεθνείς συνθέσεις ήδη από τα χρόνια των 78 στροφών, με τα αποτελέσματα να κρίνονται τελικά από το αν τα κλοπιμαία ταίριαζαν στη γλώσσα μας, εκφράζοντας επίκαιρες σε κάθε δεκαετία ανησυχίες. Και στο KaGuRas, αν μεταφράσεις τα ...σινμποϊκά σε ελληνικά, η μεταγραφή ηχεί επιτυχημένη, από την άποψη του πώς κολλούν οι λέξεις και οι τονισμοί με τους ρυθμούς. Δεν είναι ούτε εύκολο, ούτε δεδομένο –ακόμα και με την επισήμανση ότι το χρησιμοποιούμενο λεξιλόγιο είναι φτωχό.

Μήπως όμως αυτό το φτωχό λεξιλόγιο με τις πολλές αγγλικές λέξεις, συνηγορεί για τη βιωματικότητα των τραγουδιών του Sin Boy;

Κάπου εδώ πέφτουμε στο σούσουρο γύρω από το "Mama?", το οποίο δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Ο σεισμός καταγράφεται ως μεγαλύτερος και από αυτόν που συντάραξε το ελληνικό τραγούδι των πολλών πίσω στα 1990s, όταν οι Active Member έφτασαν στα ερτζιανά με το "Άκου Μάνα", ενώ ο ντόρος επανέφερε στη δημόσια σφαίρα τη μουσική ως κάτι για το οποίο αξίζει να διαφωνήσεις και να τσακωθείς. Αλλά, ενώ αναμένονταν τα πυρά από όσους θεώρησαν ότι έπρεπε να αντιδράσουν ενάντια σε μία νέα, επελαύνουσα έκφανση φτήνιας, ορισμένοι έσπευσαν να υπερασπιστούν το "Mama?". 

Δεν μιλάω ασφαλώς για διάφορους 30άρηδες και 40άρηδες που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν την trap από το reggaeton, αλλά, επειδή κούνησαν λίγο τον κώλο τους, έκριναν ότι ήταν σε θέση να μιλήσουν δημόσια είτε για το τι «εκπροσωπεί» τους 15-25 των ημερών μας, είτε για το πώς κοινωνικοποιείται σε μια λαϊκή γειτονιά της σύγχρονης Αθήνας το παιδί δύο μεταναστών από την Αλβανία. Αναφέρομαι σε όσους διέκριναν κάτι το αυθεντικό στην πληβεία, περιθωριακή παραβατικότητα του "Mama?", ενώνοντας τη φωνή τους με όσους αποτιμούν θετικά το trap ξέσπασμα.

Είναι μια θέση που δεν στερείται σοβαρότητας. Το πώς εκφράζεται πλέον μια «no future» μενταλιτέ ελλείψει ισχυρού συλλογικού οράματος, η επί τούτου φθορά της γλώσσας –το ακατάληπτο ως απόπειρα καταστροφής– και η οικειοποίηση της ραπ εκφοράς (άσχετα από ικανότητες σε ανάσες και flow) στο όνομα μιας απρόσκοπτης κραυγής από το φάσμα του αστικού περιθωρίου, είναι ιδέες που αξίζει νομίζω να τις σκεφτούμε σοβαρά όσοι ασχολούμαστε με τη μουσικοκριτική. Και δεν χρειάζεται δα καμιά άλγεβρα για να αποδειχθεί ότι ο Sin Boy τραγουδάει γι' αυτά που ζει και σκέφτεται, όσο κι αν υπάρχει και μια διάθεση για τρολάρισμα. Πολύ εύστοχα έγραψε ο Φώντας Τρούσας (δείτε εδώ, 17/5/2019) για τον πιτσιρικά που έφαγε ρατσισμό μεγαλώνοντας και τώρα, ευρισκόμενος ξαφνικά με λεφτά, θέλει απλά να μας γαμήσει όλους. 

Ακριβώς επειδή ο κόσμος που σκιαγραφείται στο KaGuRas είναι αληθινός, μπορεί να φανεί και γοητευτικός. Γενόμενος έτσι ένα νέο εξωτικό φρούτο για τη μεσαία τάξη, ακόμα κι αν έχει ως θρησκεία τα φράγκα και τα ναρκωτικά ή αν αντιμετωπίζει τις γυναίκες άκρως σεξιστικά –ως «πουτάνες» που εξαπατούν τον αφηγητή και τσαλαπατούν τα αισθήματά του, νοιαζόμενες μόνο για την υλική ευμάρεια. Όσο ο Sin Boy και οι φίλοι του (ο Υποχθόνιος, ο Mad Clip και ο iLLEOo) τραγουδούν για το πώς από πάτος έγιναν μεσαία τάξη και το πώς γευματίζουν τώρα στα πολυτελή εστιατόρια «σαν τον Gordon Ramsay», κομπάζοντας για τα sneakers 2k και το πορτοφόλι τους που ξεχείλωσε, τόσο πιο σαγηνευτικοί φαντάζουν σε μια πατριαρχική κοινωνία η οποία πάντα αγαπούσε το εύκολο χρήμα. Μετατρέπονται δηλαδή σε ήρωες του περιθωρίου που, πιάνοντας την καλή, ξεφεύγουν και από τη σκατοζωή, αλλά και από την πιο ύπουλη καταπίεση που ελλοχεύει στη μικροαστική τακτοποίηση.

Εδώ υπάρχει βέβαια ένας τεράστιος σκόπελος, στον οποίον ναυαγεί και η διεθνής υπεράσπιση της trap έκφρασης: επειδή κάτι είναι βιωματικό, δεν μετατρέπεται αυτομάτως και σε αισθητικώς «ωραίο» ή «σημαντικό». Αν ίσχυε άλλωστε κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να θυμόμαστε τους Sham 69 ως ισάξιους των Clash. 

Είναι ψέμα ότι δεν υπάρχει ένα «κάτι» στα τραγούδια του Sin Boy, είτε εστιάσεις στο γαργάλημα του φαντασιακού για το πώς παίζει η φάση στις παρυφές μιας διάτρητης νεοελληνικής νομιμότητας, είτε στο πόσο πιασάρικα είναι το "Mama?", το "#31", το "Sientelo" ή το "Ciao Bella". Όσες όμως ακροάσεις κι αν αφιερώσεις, φεύγεις με στοιχειώδη μόνο πράγματα. Τα οποία ωχριούν σε ουσία, νοήματα και ποιότητα μπροστά σε όσα διαδραματίζονται (μουσικά και στιχουργικά) στο σύγχρονο του Sin Boy «κανονικό» ελληνικό χιπ χοπ –αυτό που εκπροσωπούν μορφές σαν τον ΛΕΞ, τον Βέβηλο, τους Στίχοιμα, τον Ευθύμη, τον Anser, τον ΤΑΦ Λάθος. Το γκελ μπορεί λοιπόν να είναι έως και τρομακτικό στις νεαρότερες ηλικίες, μα οι εν συγκρίσει καλλιτεχνικές αποστάσεις παραμένουν μεγάλες. Χώρια την αίσθηση του γελοίου, που καραδοκεί διαρκώς στη γωνία.