12 Νοεμβρίου 2023

Fujiya & Miyagi - συνέντευξη (2009)


Ο Δεκέμβριος φέρνει κάμποσα διεθνή ονόματα στην Αθήνα, μεταξύ τους και τους Βρετανούς Fujiya & Miyagi –δηλαδή το δίδυμο των David Best & Steve Lewis, συν τους μουσικούς που τους πλαισιώνουν κατά την τελευταία δεκαετία.

Να πω την αλήθεια μου, δεν την ακούω τη χίπστερ-friendly ηλεκτρονική μουσική την οποία παράγουν. Αλλά δεν την απαξιώνω, ίσα-ίσα που κάποια χρόνια πριν είχα φάει κόλλημα με το κομμάτι τους "Knickerbocker", από το 3ο τους άλμπουμ Lightbulbs (2008).

Εκείνα τα χρόνια, μάλιστα, λίγο πριν το χτύπημα της οικονομικής κρίσης, τον Φεβρουάριο του 2009, δόθηκε και η ευκαιρία μιας κουβέντας με τον David Best. Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Φυσικά και μιλήσαμε (και) για τη Λένα Ζαβαρόνι, αυτό έλειπε.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που διατέθηκε τότε στον Τύπο 


Ποια ήταν η Lena Zavaroni και γιατί είναι φάντασμα, πλέον, στο "Knickerbocker";

Η Lena Zavaroni ήταν ένα κοριτσάκι-σταρ κάπου στο τέλος των 1970s/αρχές 1980s, η οποία αναδείχθηκε ως νικήτρια ενός τηλεοπτικού διαγωνισμού ταλέντων. Κάτι σαν το X Factor ή το Pop Idol, αλλά με χαμηλότερο κόστος παραγωγής. Κι εγώ και η αδερφή μου ήμασταν μεγάλοι fans της, όταν ήμασταν παιδιά. Το φάντασμα στο "Knickerbocker" αναφέρεται βασικά στην ανάμνησή μου από τη Lena Zavaroni και γενικότερα στις αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας.

Αληθεύουν αυτά που γράφονται για εσάς σχετικά με το όνομά σας και μια κοινή λατρεία για τον παλαιστή Kendo Nagasaki;

Από όσο ξέρω, κανείς από μας δεν μετέχει σε καμία τέτοια λατρεία! Το όνομά μας προέρχεται όντως από κάτι το ιαπωνικό, όχι όμως σχετικά με τον Nagasaki. Είναι από κάτι άλλο, μα δεν το αποκαλύπτουμε! (γέλια)

Νιώθετε ότι με το Lightbulbs σας χαμογέλασε επιτέλους η θεά τύχη; Βρίσκεται ήδη σε κάμποσες λίστες με τα καλύτερα άλμπουμ, αλλά και γενικότερα βλέπω ότι κερδίζει πολύ περισσότερη δημοσιότητα, συγκριτικά με τις προηγούμενες δουλειές σας...

Ξέρεις, εμείς γενικά δεν διαβάζουμε κριτικές κι έτσι δεν ξέρουμε τι υποδοχής έχει τύχει το Lightbulbs. Για εμάς τα πάντα άλλαξαν πραγματικά όταν βγήκε το Transparent Things (2006): αυτός ο δίσκος θεωρούμε ότι έφερε τα πάνω-κάτω στην όποια δημοτικότητά μας. Αλλά όσα λες σαφώς μας ευχαριστούν, μας αρέσει αν ο κόσμος πιστεύει ότι το Lightbulbs είναι ένας τόσο καλός δίσκος.

Και συνοδεύεται και από φοβερές φωτογραφίσεις, με εσάς κυνηγημένους και περικυκλωμένους από στρατιές λαμπτήρων! Τι είναι αυτό που έχετε πάθει με τους λαμπτήρες; Δική σας ήταν η ιδέα για αυτές τις φωτογραφίες;

Σε ευχαριστούμε! Κι εμένα μου άρεσαν οι φωτογραφίες αυτές! Βασικά η ιδέα να μας επιτίθονται στρατιές λαμπτήρων άνηκε στον φωτογράφο μας. Συνήθως σε βάζουν να στέκεσαι σε έναν τοίχο ή να κοιτάς ολόισα και ευθεία, πιο τυπικά πράγματα. 

Το όνομα Lightbulbs για το άλμπουμ, τώρα, ήταν δική μας ιδέα, γιατί βρίσκουμε πως οι λαμπτήρες είναι οπτικά θεαματικοί. Είναι επίσης και μια αναφορά «σπιτική»: μόλις, ας πούμε, άλλαξα δύο καμένες λάμπες στο διαμέρισμά μου!

Δεν ξέρω αν το γνωρίζετε, αλλά η Wikipedia έχει βάλει το Lightbulbs κάτω από την ετικέτα του, χμ, krautrock! Είστε βέβαια γνωστοί για την εκτίμησή σας προς το τελευταίο, αλλά δεν νομίζεις ότι αυτό είναι μια άτοπη ετικέτα για τη μουσική σας;

(γέλια) Ούτε εμένα μου φαινόμαστε για...krautrock μπάντα! Έχεις δίκιο, πάντως, είμαστε πραγματικά φανατικοί συγκροτημάτων όπως οι Can ή οι Neu!, αλλά σε καμία περίπτωση δεν προσπαθούμε να κοπιάρουμε κάτι το οποίο ήδη υπάρχει και κατά τη γνώμη μας δεν γίνεται να βελτιωθεί. Ίσως βέβαια στον προηγούμενο δίσκο μας να είχαμε περισσότερες αναφορές σε krautrock σχήματα, ειδικά στο Lightbulbs, όμως, είναι συνειδητά μετριασμένες.

Τι σας άρεσε πολύ από δίσκους το 2008;

Το Modern Guilt του Beck, το Odd Couple των Gnarls Barkley, το Tell Tale Signs του Bob Dylan, το In Ear Park των Department Of Eagles και το Cryland του Don Cavalli. 

Θέλουμε απελπισμένα να σας δούμε στην Ελλάδα. Να ελπίζουμε;

Μη νομίζεις, κι εμείς θέλουμε πολύ να παίξουμε στην Ελλάδα. Θα σου πω λοιπόν πως ποτέ στο παρελθόν δεν ήμασταν τόσο αισιόδοξοι για κάτι τέτοιο, όσο για τη χρονιά που ξεκινά...



04 Νοεμβρίου 2023

Βασίλης Τσαμπρόπουλος & Νεκταρία Καραντζή - συνέντευξη (2013)


Μερικούς μήνες μετά την πασχαλινή παράσταση «Ώρες» (δείτε εδώ), ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος και η Νεκταρία Καραντζή αναπροσάρμοσαν την ίδια κεντρική ιδέα στη χριστουγεννιάτικη εποχή, παρουσιάζοντας τη συναυλία «Γένεσις» στο Gazarte, τον Δεκέμβριο του 2013.

Με αυτή την αφορμή, κάναμε τότε μια κουβέντα, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis –και τώρα αναδημοσιεύεται κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό για την τότε συναυλία


Τι περιεχόμενο θα έχουν οι συναυλίες που θα δώσετε στο Gazarte υπό τον τίτλο Γένεσις; Να τις φανταστούμε ως ένα χριστουγεννιάτικο ανάλογο του προγράμματος Ώρες, που είχατε παρουσιάσει κατά την πασχαλινή περίοδο;

Βασίλης Τσαμπρόπουλος: Η Γένεσις βασίζεται ασφαλώς στην κεντρική ιδέα των Ωρών, προσαρμοσμένη στο μουσικό περιεχόμενο των Χριστουγέννων. Θα υπάρξουν οι στιγμές που η Δύση διακριτά θα σταθεί απέναντι στην Ανατολή, αλλά και οι στιγμές που οι δύο κόσμοι θα ενώνονται στο ίδιο μέλος. 

Το πρόγραμμα θα κινηθεί από κλασικό ρεπερτόριο –κυρίως με Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ– έως βυζαντινούς ύμνους των Χριστουγέννων, με μια διαφορετική προσέγγιση. Θα περιέχει και στιγμές Γρηγοριανού μέλους και ελληνικών παραδοσιακών καλάντων και τραγουδιών, υπό τον ίδιο τρόπο προσέγγισης μέσα από το πιάνο, που αναδεικνύει μια εντελώς διαφορετική πτυχή τους. Επίσης, οι ψαλμοί του Δαυίδ, δικής μου σύνθεσης, οι οποίοι αποτελούν τη βάση και την ταυτότητα του συνδυασμού μας, θα έχουν την τιμητική τους.

Η συνεργασία σας θα αποκτήσει σύντομα και δισκογραφική υπόσταση, μέσω της ECM. Σε ποιον βαθμό το κοινό σας άλμπουμ θα απηχεί όσα θα έχουμε δει επί σκηνής το 2013; Και σε τι θα διαφοροποιείται από τις συναυλίες;

Β.Τ.: Με την ECM συνεργάζομαι από το 2000, έχοντας ήδη 6 επιτυχημένα άλμπουμ. Πρώτη φορά, ωστόσο, αισθάνομαι αυτό το «κάτι ιδιαίτερο» για το μέλλον του δίσκου μας που έρχεται. Όταν ηχογραφήσαμε το υλικό με τη Νεκταρία ήμουν σίγουρος για την απάντηση της ECM –και δεν διαψεύσθηκα... 

Ως προς το περιεχόμενο, έχουν διαφοροποιηθεί κάποιες ερμηνευτικές προσεγγίσεις μου σε κομμάτια που παρουσιάσαμε στις Ώρες, τα οποία και θα εμπεριέχονται. Μάλλον θα έλεγα ότι τηρήσαμε ένα γενικό ύφος μυστηρίου και κατάνυξης. Περιέχονται επίσης και μέλη που δεν περιλήφθησαν στις Ώρες του Μεγάρου. Ο δίσκος, λοιπόν, θα κυκλοφορήσει –πρώτα ο Θεός– λίγο πριν το Πάσχα του 2014. Θα έχει τον τίτλο Ores και θα παρουσιαστεί με μια μεγάλη συναυλία στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής, την ίδια περίοδο.

Είχα παρακολουθήσει τις Ώρες, έτυχε μάλιστα να κάθομαι δίπλα-δίπλα με τον Δημήτρη Βερύκιο, έναν από τους δασκάλους της Νεκταρίας Καραντζή. Στο διάλειμμα, μια κυρία ήρθε να τον χαιρετίσει και δειλά-δειλά τον ρώτησε «πώς σας φαίνεται»; «Είναι καλό», της απάντησε εκείνος, για να ανταπαντήσει αυτή «για να το λέτε εσείς... γιατί εμάς, να, μας φαίνεται λιγάκι παράξενο...». Έχετε συναντήσει κι εσείς τέτοιες αντιδράσεις; Και πώς τις χειρίζεστε;

Νεκταρία Καραντζή: Τώρα μάλλον θα σας εκπλήξω... Παρότι επί της ουσίας τον χαρακτηρισμό «παράξενο» τον θεωρώ καλή κριτική –γιατί, πράγματι, το άκουσμα αυτού του συνδυασμού είναι ανοίκειο, απρόβλεπτο και μη γνώριμο– οφείλω να σας αποκαλύψω κάτι. Περιγράφοντας το περιστατικό αυτό, το οποίο θυμάμαι πως προτάξατε και στην κριτική σας για το Avopolis, τότε μετά τη συναυλία μας (για την οποία σας ευχαριστούμε), μου είχατε θυμίσει έντονα έναν τύπο διαλόγου που έχω ξανακούσει...

Φαντάστηκα, έτσι, αμέσως για ποια κυρία επρόκειτο. Πρέπει λοιπόν να σας πληροφορήσω, επειδή το διασταύρωσα, ότι η κυρία αυτή ήταν η μητέρα μου! Η οποία, από τότε που ήμουν σε μικρή ηλικία, σεβόμενη πάντοτε τη γνώμη του κυρίου Βερύκιου, όχι μόνο τον ρωτούσε, αλλά τον «προκαλούσε» να απαντήσει σε ενδεχόμενες επιφυλάξεις για τις μουσικές επιλογές μου... 

Παρόμοιος διάλογος μεταξύ τους υπήρξε άλλωστε και την εποχή που ξεκίνησα να εμφανίζομαι πλάι στον Χρόνη Αηδονίδη, ρωτώντας μήπως είναι παράξενο από τις ψαλμωδίες να βρίσκομαι τώρα στη σκηνή και να λέω παραδοσιακά... Οπότε θα έλεγα μάλλον ότι πέσατε στην περίπτωση. Αν εξαιρέσουμε λοιπόν τη μητέρα μου, η οποία, παρότι έχει ταχθεί υπέρ όλων των επιλογών μου, συνηθίζει πάντα να «εξετάζει ενδεχόμενα», ο αντίκτυπος που έχω εισπράξει εγώ προσωπικά από αυτήν τη συνεργασία είναι αντιδράσεις θερμής αποδοχής.

Πρόσφατα, μετά την παρόμοιου ύφους με τις Ώρες συναυλία μας μπροστά στον Ναό της Παναγίας της Τήνου, ενώπιον κατά κύριο λόγο εκκλησιαστικού κοινού –την οποία πραγματοποιήσαμε τον Αύγουστο, εγκαινιάζοντας το 1ο Φεστιβάλ Θρησκευτικής Μουσικής του Ρ\Σ της Εκκλησίας της Ελλάδος– συναντήσαμε τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Σύρου κ.κ. Δωρόθεο, ο οποίος μας είπε ότι έως σήμερα λαμβάνει ενθουσιώδη μηνύματα για τη συναυλία. Και αναφέρω ενδεικτικά το εν λόγω παράδειγμα, γιατί προέρχεται από τον επίσημο χώρο της Εκκλησίας, από τον οποίο ίσως θα ανέμενε κάποιος πιθανές επιφυλάξεις ή «ξάφνιασμα».

Από την άλλη, μπορώ να φανταστώ ότι πιθανώς έχουν υπάρξει ή θα υπάρξουν και οι γνώμες επιφύλαξης ή αντίθεσης σε αυτό που επιχειρήσαμε με τον Βασίλη. Αλίμονο αν γινόταν αποδεκτό από όλους. Κοινή αποδοχή δεν υπάρχει σε τίποτα. Μπορώ να λάβω υπόψη μου κάθε ενδεχόμενη επιφύλαξη. Η αφετηρία μου, όμως, θα παραμένει η πίστη μου στη δυναμική που αναγνωρίζω στο συγκεκριμένο μουσικό αποτέλεσμα και κυρίως στην αλήθεια του. Εδώ δεν παρατάσσουμε απλώς δύο κόσμους: δεν βάλαμε απλώς από τη μια τον Μπαχ και από την άλλη τον Ύμνο, κάτι που θα ήταν όχι απλώς προβλέψιμο, μα και το πλέον εύκολο. Εδώ ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος –γιατί στη μουσική ευφυΐα του αποδίδω το τελικό αποτέλεσμα– συνδυάζοντας τη βαθιά του γνώση στον χώρο της Δυτικής κλασικής μουσικής και της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής, δημιούργησε νέες συνθέσεις, οι οποίες εμπερικλείουν τα στοιχεία των δύο κόσμων.

Ο σύνδεσμος έτσι αυτών των κόσμων, για εμάς, δεν εξαντλήθηκε στη συνοδεία του "Η Απεγνωσμένη Δια Τον Βίον" ή των εγκωμίων της Μεγάλης Παρασκευής από το πιάνο –έστω κι αν η λέξη «συνοδεία» ηχεί προσβλητική για τον τρόπο προσέγγισης του Τσαμπρόπουλου που, ενώ βασίζεται στη μελωδική γραμμή του κειμένου, εκτείνεται πέρα και πάνω από αυτήν, με την ανάσα νέας σύνθεσης. Για εμάς, το βασικότερο παράδειγμα του συνδυασμού είναι κυρίως οι συνθέσεις του Βασίλη στους Ψαλμούς του Δαυίδ. Εκεί είναι που συναντώ προσωπικά την αρμονία συνύπαρξης των μουσικών χρωμάτων. Εκεί που το βυζαντινό χρώμα προδίδεται ως ατμόσφαιρα χωρίς να αποτυπώνεται με κλασικό μοτίβο βυζαντινής γραφής και ταυτόχρονα το πιάνο αγγίζει την ιερότητα του ύμνου, με τα δικά του «Δυτικά» υλικά δείχνοντας τον «σεβασμό» του μέσα από απρόβλεπτες αρμονικές. Τα λοιπά, επί το έργον!

Β.Τ.: Να συμπληρώσω, επίσης, σε όσα πολύ εύστοχα είπε η Νεκταρία, ότι προσωπικά εξακολουθώ έως σήμερα να λαμβάνω μηνύματα με πραγματικά ιδιαίτερα θερμά λόγια για το αποτέλεσμα, ενώ μέσω αποσπασμάτων βίντεο που έχουμε αναρτήσει στο YouTube μας ρωτούν συχνά πότε θα υπάρξει ο δίσκος. Κάτι τέτοιο είναι για μένα η μεγαλύτερη ικανοποίηση: να τολμάς κάτι εντελώς νέο, να το πιστεύεις και στην πορεία να βρίσκεις συμμάχους και ανθρώπους οι οποίοι να αγαπούν και να πιστεύουν τις επιλογές σου, σχεδόν όπως εσύ ο ίδιος.

Κυρία Καραντζή, σας φάνηκε μεγάλη η απόσταση που χρειάστηκε να διανύσετε για να συναντηθείτε με τον Τσαμπρόπουλο, με δεδομένο ότι έχουμε συνηθίσει το πιάνο να συνοδεύει φωνές σπουδαγμένες στο κλασικό τραγούδι; Ή τελικά η απόσταση φαντάζει μεγάλη λόγω του ότι κατασκευάζουμε στη συνείδησή μας τη Δύση ως αντιθετικό στοιχείο της Ανατολής (όπου συνήθως συμπεριλαμβάνουμε και τη χώρα μας);

Ν.Κ.: Δεν αισθάνθηκα απόσταση, ούτε δυσκολία, αλλά νομίζω ότι αυτό το οφείλω στον Βασίλη Τσαμπρόπουλο. Ο οποίος είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση. Είναι μια μουσική ιδιοφυΐα. Παραγνωρισμένος στον τόπο που τον γέννησε και εμφανώς παραγκωνισμένος από τους κατέχοντες κομβικές θέσεις πολιτισμού –κανονικά, αν κάποιος στην Ελλάδα έπρεπε σίγουρα να βρίσκεται σε θέση αρμοδιοτήτων για τα μουσικά πράγματα, αυτός έπρεπε να είναι ο Τσαμπρόπουλος– αλλά αναγνωρισμένος στη διεθνή μουσική σκηνή, όπου δραστηριοποιείται συστηματικά τα περισσότερα χρόνια της καριέρας του.

Έχει την ικανότητα να κινείται με απίστευτη άνεση σε διαφορετικά είδη και να τα παρουσιάζει στο υψηλότατο επίπεδο. Έχοντας τη βαθιά γνώση της Βυζαντινής μουσικής, ήξερε όχι μόνο πώς να υπερβεί τις εγγενείς δυσκολίες συνάντησης των δύο κόσμων, αλλά και πώς να με βοηθήσει να σταθώ φωνητικά πλάι σε ένα πιάνο, κάτι το οποίο δεν είχα επιχειρήσει ποτέ μου. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν στάθηκα ποτέ απλώς πλάι σε ένα πιάνο, αλλά σε έναν οικείο μου κόσμο.

Στην προσέγγιση του Τσαμπρόπουλου, Δύση και Ανατολή δεν συνυπάρχουν και συνδιαλέγονται απλώς αρμονικά, μα συνταιριάζουν και συμβιώνουν σαν δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι, οι φύσεις των οποίων ζυμώνονται και συγχρωτίζονται μετά από χρόνια συμβίωσης.

Η απόσταση Δύσης και Ανατολής ασφαλώς και υπάρχει μουσικά. Όπως άλλωστε και ο κανόνας ότι τα ετερώνυμα έλκονται. Γι' αυτό, όταν η Δύση συναντά επί της ουσίας την Ανατολή, η χημεία είναι απρόβλεπτη.

Έχω ακούσει, κύριε Τσαμπρόπουλε, ότι το πιάνο αδυνατεί να αποδώσει τα διαστήματα της βυζαντινής μουσικής, εσείς όμως το πετύχατε και έχετε μάλιστα και στο παρελθόν καταθέσει έναν δίσκο (Akroasis, 2003) που σημείωσε αν δεν κάνω λάθος σημαντική επιτυχία διεθνώς. Σας βοήθησε αυτή η εμπειρία, όταν ξεκινήσατε να συνεργάζεστε με τη Νεκταρία Καραντζή;

Β.Τ.: Το πιάνο, από τη φύση του, ως συγκερασμένο όργανο, δεν μπορεί να αποδώσει τα ασυγκέραστα διαστήματα της βυζαντινής μουσικής. Αυτό ήταν μια δυσκολία που αναμφισβήτητα κλήθηκα να υπερβώ όταν ξεκίνησα το εγχείρημα. Ωστόσο δεν χρειάστηκε κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια, γιατί ο ήχος του Akroasis προέκυψε εντελώς αβίαστα. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι η ηχογράφηση που ακούτε έγινε μία κι έξω, χωρίς ούτε μια διόρθωση και μέσα σε μία μέρα. Προσπάθησα να μην μεταφέρω απλώς τη μελωδική γραμμή των ύμνων στο πιάνο, αλλά κυρίως να αποδώσω την ατμόσφαιρά τους. Καθώς δεν στάθηκε δυνατόν να αποδώσω στα πλήκτρα τα μικροδιαστήματα των βυζαντινών ήχων, επιχείρησα να δημιουργήσω τον χώρο ώστε να αναδειχθεί και να ανασάνει το ηχόχρωμά τους με έναν διαφορετικό τρόπο.

Ασφαλώς το Akroasis, το οποίο έγινε πράγματι αποδέκτης διθυραμβικών κριτικών διεθνώς, αποτέλεσε την πρώτη φάση αυτού του εγχειρήματος που πιστεύω ότι τώρα κορυφώνεται και ολοκληρώνεται ιδανικά με τη φωνή της Νεκταρίας.

Η Νεκταρία Καραντζή είναι ένας εντυπωσιακά πολυτάλαντος άνθρωπος, με βαθιά γνώση της Βυζαντινής μουσικής, με ξεχωριστό κριτήριο και αισθητική και με ιδιαίτερο χρώμα και ύφος, που για εμένα την καθιστά «σχολή» στο είδος της, από μόνη της. Όταν άκουσα τους ψαλμούς που έγραψα από τη φωνή της, ένιωσα ότι το έργο το οποίο ξεκίνησα σε σχέση με τη Βυζαντινή μουσική ήρθε η ώρα να ενσαρκωθεί με τον ιδανικότερο τρόπο. Η φωνή της ισορροπεί μεταξύ Δύσης και Ανατολής και γνωρίζει πώς να κρατά το μέτρο στο άκουσμα.

Τη συνεργασία μου μαζί της τη νιώθω, έτσι, σαν ένα παράθυρο προς έναν νέο μουσικό κόσμο, που μόλις εγκαινιάστηκε. Και μπορώ να αισθανθώ ότι θα πάει μακριά...

Ανήκετε σε έναν χώρο, της κλασικής, που έχει συνδυαστεί –και επαγγελματικά, αλλά και στη συνείδηση μεγάλου μέρους του κοινού– με την εξειδίκευση. Ωστόσο δεν διστάζετε να επιδεικνύετε μια σαφώς πιο πολύπλευρη αντιμετώπιση της μουσικής τέχνης. Φαντάζομαι ότι δεν ήταν ένας δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα και ότι θα χρειάστηκε, στην πορεία, να υπερνικήσετε διάφορα διλήμματα...

Β.Τ.: Είναι αλήθεια ότι στον χώρο της κλασικής η εξειδίκευση είναι, ως έναν βαθμό, απαραίτητη. Όταν ακολουθείς έναν τέτοιον δρόμο, πάντα έρχεται η στιγμή που καλείσαι να επιλέξεις τη συνέχεια. Παρότι βρέθηκα σε αυτό το σταυροδρόμι και πολλοί πίστεψαν ότι θα επέλεγα την εξειδίκευση του κλασικού ρεπερτορίου, τελικά αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσα να αγνοήσω ό,τι δίνει χαρά στην ψυχή μου.

Καλώς ή κακώς, νιώθω πριν από όλα μουσικός και όχι αθλητής. Η εξειδίκευση, οι διαγωνισμοί και η καριέρα κλασικού ρεπερτορίου με τους όρους που τίθεται σήμερα, αλλά και εδώ και πολλά χρόνια, αποκλίνει από τη φύση μου. Παραμένω στον χώρο του κλασικού ρεπερτορίου. Δεν έχω φύγει. Αλλά με τον τρόπο μου. Προτιμώ αυτό που κάνω σήμερα, το οποίο έχει ίσως μια μεγαλύτερη και πιο ιδιάζουσα δυσκολία. Πριν λίγες εβδομάδες, για παράδειγμα, παρουσίασα ένα ρεσιτάλ με έργα Σεργκέι Ραχμάνινοφ στο Μέγαρο. Σήμερα προετοιμάζομαι για τη Γένεσι. Πρόσφατα, επίσης, κυκλοφόρησε καινούρια μουσική μου, με τον τίτλο You. Τρία εντελώς διαφορετικά γεγονότα, τα οποία ισορροπούν, ωστόσο, στην ψυχή μου.

Δεν αποσπώμαι σε άπειρο χώρο, πάντως. Προσπαθώ να κινούμαι, στον καλύτερο βαθμό που μπορώ, μεταξύ της σύνθεσης –που με αναζωογονεί– του κλασικού ρεπερτορίου (με προτίμηση στον Ραχμάνινοφ), της Βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής, του αυτοσχεδιασμού και ασφαλώς της διεύθυνσης ορχήστρας. Κάποιοι, βέβαια, έχουν δημιουργήσει προσχώματα και εμπόδια για την εξακολούθηση της πορείας μου ως μαέστρου, με όποιον τρόπο μπορούν, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια είχαν μεγάλη επιτυχία οι συναυλίες μας με τη Συμφωνική της ΕΡΤ, υπό τη διεύθυνσή μου. 

Ωστόσο, αν και δεν ανήκω σε κάποιο λόμπι, ούτε επικαλούμαι στημένες βραβεύσεις στο βιογραφικό μου –ούτε επίσης στηρίζομαι από κάποια εφοπλιστική ή επιχειρηματική οικογένεια– θα εξακολουθώ να είμαι εδώ και να συνεχίζω να αγωνίζομαι, όπως έκανα πάντα. Κανείς ποτέ δεν με προώθησε σε τίποτα. Ούτε καν οι γονείς μου, οι οποίοι δεν είχαν οι άνθρωποι τη δυνατότητα. Ό,τι πέτυχα έγινε με τη βοήθεια του Θεού και τις δικές μου δυνάμεις. Ως προς αυτό, νιώθω λοιπόν μακράν πιο δυνατός και ασφαλής από κάθε αλεξιπτωτιστή και κατέχοντα θέση μετά από ανταλλάγματα, προσκυνήματα και πλάτες.

Τι περιθώρια αφήνετε στη ζωή σας για το θρησκευτικό συναίσθημα; Τι μεταπτώσεις έχετε βιώσει σε αυτές σας τις αναζητήσεις και πόσο σας έχουν εμπνεύσει στη μέχρι τώρα δημιουργική σας πορεία; 

Β.Τ.: Ο Θεός υπήρχε και υπάρχει στη ζωή μου. Χωρίς μεταπτώσεις πίστης, παρά μόνο με τις μεταπτώσεις της Αγάπης... Ασφαλώς εμπνέομαι από το θρησκευτικό συναίσθημα και τον τελευταίο χρόνο, ακόμα περισσότερο.

Γνωρίζω ότι έχετε διατελέσει και ψάλτης, αλλά μόλις πρόσφατα αποτολμήσατε να δημοσιεύσετε μια ηχογράφηση με τη φωνή σας ("Ιδιόμελο Μεγάλου Βασιλείου"), στο CD Ύμνοι Και Κάλαντα της Νεκταρίας Καραντζή. Ήταν κάτι που το κάνατε έτσι για μία φορά, ή θα πρέπει να το θεωρήσουμε ως αφετηρία μελλοντικών εκπλήξεων;

Β.Τ.: Η αλήθεια είναι ότι γι' αυτήν την ηχογράφηση με έπεισε η Νεκταρία... Παρότι ψάλλω από μικρός κι έχω υπάρξει σε αναλόγια εκκλησιών, δεν είχα ηχογραφήσει, μέχρι τότε, ποτέ μου ύμνο. Πολλές μελλοντικές εκπλήξεις μην περιμένετε... Κάποια στιγμή, όμως, ίσως ηχογραφήσω για μένα μια σειρά από αγαπημένους μου ύμνους, τους οποίους δεν είμαι ακόμα σίγουρος αν θα τους κυκλοφορήσω...

Κυρία Καραντζή, κατά μία έννοια, θεωρώ ότι ίσως πραγματοποιείτε μεγαλύτερη υπέρβαση από τον Βασίλη Τσαμπρόπουλο συνεργαζόμενη μαζί του. Γιατί είναι κυρίως στο δικό σας πεδίο δράσης όπου ανθούν απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί για «φραγκολεβαντίνικες» παραδόσεις και εντοπίζεται μια γενικότερη άρνηση για ό,τι θρησκευτικό προέρχεται από τη Δύση –κατά περιστάσεις, ακόμα και για τον Μπαχ. Είναι έτσι τα πράγματα ή πρόκειται για μια παλαιική αντίληψη, που δεν ανταποκρίνεται στη νυν πραγματικότητα;

Ν.Κ.: Νομίζω ότι περιγράφετε ένα σημαντικό κομμάτι της πραγματικότητας. Μακάρι να επρόκειτο για παλαιική αντίληψη, αλλά στον κόσμο που ασχολείται με την παράδοση δεν είναι. Το ελπιδοφόρο, τουλάχιστον, είναι το γεγονός ότι αυτές οι αντιλήψεις έχουν εγκαταλειφθεί εν πολλοίς από τη νεότερη γενιά και ειδικά από εκείνη που έχει περάσει από μουσικά σχολεία και μουσικά πανεπιστήμια.

Όταν αρχίζεις να μαθαίνεις τη μουσική ως τέχνη, με κανόνες και όρια τα οποία η ίδια θέτει και σε καλεί να τα κατακτήσεις, τότε αρχίζεις να αντιμετωπίζεις αλλιώς τα πράγματα. Τότε εκπαιδεύεσαι στην πραγματική ελευθερία της. Γιατί από τους περιορισμούς γεννιέται η Τέχνη, από τις πολλές ελευθερίες πεθαίνει. Στη Δυτική μουσική τα όρια αυτά τίθενται εξ αρχής, από την πρώτη μέρα στο ωδείο. Στην παραδοσιακή είναι επόμενο να μην τίθενται, γιατί η συγκεκριμένη μουσική δεν έγινε ποτέ χώρος αξιώσεων: λειτούργησε ως αυθόρμητη φυσική έκφραση των ανθρώπων και ως τέτοια διασώθηκε, διατηρώντας την αγνότητα, αλλά και την ανωνυμία του λαϊκού ποιητή. Σε αντίθεση με τη Δυτική μουσική, η οποία άρχισε από πολύ νωρίς να εξελίσσεται και να δομείται σε φόρμες, να θέτει όρια κατάκτησης και να αναδεικνύει συνθέτες.

Ίσως αυτή η φαινομενική «ευκολία» του χώρου της  παράδοσης τροφοδοτεί αντιδράσεις όπως εκείνες που περιγράφετε. Όταν δεν έχεις περάσει από την ασκητική της μουσικής, εύκολα υποτιμάς και απαξιώνεις ό,τι σου φαίνεται ανοίκειο.

Έχετε καταφέρει το απίθανο, πάντως: είστε σχολή από μόνη σας, όπως είπε πιο πάνω και ο κ. Τσαμπρόπουλος –μια αναγνωρισμένη και αγαπητή στο κοινό ψάλτρια, σε έναν αυστηρά ανδροκρατούμενο χώρο. Ωστόσο δεν αποτελείτε μοναδική περίπτωση, αν κάποιος δει τα πράγματα εκτός δισκογραφίας. Βρίσκουν περισσότερη ενθάρρυνση σήμερα οι γυναίκες να καταπιαστούν με την ψαλτική; Και σε τι βαθμό συνεισέφερε η δική σας επιτυχία σε αυτό;

Ν.Κ.: Ασφαλώς και δεν είμαι η μόνη, γι' αυτό άλλωστε έχει ιδρυθεί ο «Πανελλήνιος Σύνδεσμος Ψαλτριών», όπου έχω την τιμή να είμαι επίτιμη πρόεδρος, με Πρόεδρο την κα. Γλυκερία Μπεκιάρη. Ο Σύνδεσμος αριθμεί πολλές ψάλτριες, οι οποίες δραστηριοποιούνται ενεργά σε αναλογία, σε όλη την Ελλάδα.

Έχουν αλλάξει σήμερα τα πράγματα, σε σχέση με τα παλαιότερα χρόνια, ως προς την παρουσία των γυναικών στο ψαλτήρι. Γίνονται, ως επί το πλείστον, αποδεκτές στη θέση του ιεροψάλτη, από κλήρο και λαό, παρά τις απαγορευτικές ερμηνείες Ιερών Κανόνων, όσων προτάσσονταν τα παλαιότερα χρόνια. Παραμένουν ασφαλώς τα προβλήματα της διαφορετικής τονικότητας όταν συμψάλλουν άνδρας και γυναίκα, ωστόσο με λίγη καλή συνεννόηση όλα λύνονται...

Αναμφισβήτητα, η ύπαρξη κάποιων ανθρώπων, οι οποίοι καταφέρνουν να προβάλλουν εντονότερα και σε δημόσιο επίπεδο αυτό που αγαπούν και επιλέγουν, βοηθά και επηρεάζει κι άλλους να συνομολογήσουν. Γιατί για εμένα περί ομολογίας πρόκειται. Την ευλογία για να ανέβω στο ψαλτήρι –από κοριτσάκι ακόμα– την έλαβα από τον προσφάτως αγιοποιηθέντα Όσιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβήτη, ο οποίος επιθυμούσε γυναικείες φωνές στα ψαλτήρια. Και για εμένα αυτή η ευλογία ενός Αγίου ισοδυναμεί επί της ουσίας με ερμηνεία Ιερού Κανόνα.

Την ίδια στιγμή, το ταλέντο σας έχει λάμψει και στον χώρο του παραδοσιακού τραγουδιού –έχετε μάλιστα τοποθετηθεί και θεωρητικά, με ένα ενδιαφέρον άρθρο σας στο Ψαλτήρι, πριν 4 περίπου χρόνια, γύρω από τις ομοιότητες και τις διαφορές βυζαντινού μέλους και δημοτικού τραγουδιού. Ενώ όμως το πρώτο έχει την ασφάλεια της εκκλησίας, το δεύτερο καλείται σήμερα να επιβιώσει σε έναν κόσμο ιδιαίτερα αφιλόξενο, ενδεχομένως και να αλλάξει, μετέχοντας σε ό,τι ονομάζεται «world music». Θα τα καταφέρει, κατά τη γνώμη σας; 

Ν.Κ.: Κατ' αρχάς, σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια! Την επαφή μου και τη γνώση μου για την παραδοσιακή μουσική την οφείλω εξ ολοκλήρου στον Χρόνη Αηδονίδη, ο οποίος συνηθίζει να λέει ότι «δύσκολα η ελληνική παράδοση μπορεί να χαθεί. Έχει ήδη περάσει κατά καιρούς δια πυρός και σιδήρου και παρέμεινε άθικτη». Την ίδια γνώμη έχω κι εγώ. Η παραδοσιακή μουσική, όπως και η Βυζαντινή, διαθέτει εγγενείς άμυνες. Έχει ήδη υπερβεί τις δυσκολίες της προφορικής διάσωσης κι έχει εισέλθει στον κόσμο της τεχνολογίας, όπου μπορεί να καταγραφεί, εξασφαλίζοντας την πιστότητά της, που κάποτε υπήρξε ζητούμενο.

Ως προς το πώς μπορεί να εκφραστεί και να διαδίδεται στον σύγχρονο κόσμο, αυτό είναι σίγουρα ένα διαφορετικό και πιο ουσιώδες θέμα. Πλέον δεν μπορούμε να μιλάμε για βίωμα παράδοσης. Σήμερα, ακόμα και το πολύ σημαντικό έργο των πολιτιστικών παραδοσιακών συλλόγων, όσων παρουσιάζουν ζωντανά τα χορευτικά συγκροτήματα με τις παραδοσιακές στολές και με παραδοσιακές ορχήστρες, αποσκοπεί επί της ουσίας περισσότερο στο να διαδώσει την ιστορική μνήμη κι ένα πατριωτικό συναίσθημα που ασθμαίνει, παρά να αναβιώσει μια κατάσταση. Τελικά, μόνο ως τέτοιος μπορεί να σταθεί ο ρόλος της αυθεντικής παράδοσης: ως σημείο αναφοράς και συνεχούς εκκίνησης για νέους δρόμους.

Λέμε συχνά, βέβαια, ότι η παράδοση δεν είναι ή δεν πρέπει να είναι μουσειακό είδος. Ωστόσο σε μια κοινωνία στην οποία τα μουσεία και η ιστορική μνήμη θα είχαν πραγματικά τον σημαντικό ρόλο που μπορούν να επιτελέσουν στην ψυχή και στη συνείδηση καθενός μας προσωπικά, τότε θα ήταν ζητούμενο η παράδοση να μπορεί να λειτουργεί ως μουσειακό είδος. Να μπορεί δηλαδή να «μιλά» σιωπηλή, χωρίς προλόγους και επεξηγήσεις και να αποκτήσει κάποιον χρηστικό ρόλο στη ζωή μας χωρίς ψυχαναγκασμό: να «εκτίθεται», αποκαλύπτοντας έναν ολόκληρο δεσμό αιώνων μεταξύ των ανθρώπων και να μπορούμε ως ακροατές να προτιμάμε να την ακούμε ευλαβικά, αντί να προσπαθούμε να αναβιώσουμε πανηγύρια ή έθιμά της με τα οποία κανένα βίωμα πλέον δεν μας συνδέει. Μας συνδέει όμως η ουσία τους κι αν είναι κάπου να εμμείνουμε, θα προτιμούσα εκεί.

Όσο για τη world μουσική, δεν τη θεωρώ ως κίνδυνο ή απειλή για το μέλλον της παράδοσης. Η παράδοση είναι το παρελθόν. Έχει εξασφαλίσει λοιπόν το μέλλον της. Δεν προβάλλεται ως νέο είδος, ανταγωνιστικό. Αποτελεί την πηγή από όπου αντλούν κατά καιρούς οι μουσικοί στοιχεία για να πειραματίζονται σε νέες τάσεις. Δεν το θεωρώ καθόλου κακό, ειδικά μάλιστα αν συνοδεύεται από γνώση και αισθητική, γιατί αρκετές απόπειρες δημιουργίας ενός καινούριου ήχου βασισμένου στην παράδοση ισορροπούν μεταξύ του άκομψου και του προβλέψιμου –τουλάχιστον για τη δική μου αισθητική.

Ζούμε στον πυρετό της λίστας στα μουσικά περιοδικά, λογομαχώντας για και ψηφίζοντας (όπως και κάθε Δεκέμβρη) «τα καλύτερα άλμπουμ» της χρονιάς που φεύγει. Θα μας ενδιέφερε λοιπόν πολύ να μάθουμε για τις δικές σας προτιμήσεις από τη «σοδειά» του 2013...

Ν.Κ.: Χωρίς δεύτερη σκέψη, το You του Βασίλη Τσαμπρόπουλου, με συνθέσεις του, το οποίο κυκλοφόρησε πριν λίγες εβδομάδες από την Utopia. Είναι ένας δίσκος που έζησα σχεδόν από κοντά τη σύνθεσή του και τον έχω συνδυάσει με πολλά και σημαντικά γεγονότα της ζωής μου...

Β.Τ.: Σίγουρα θα ξεχώριζα το δισκογραφικό αφιέρωμα της Decca στον μέντορά μου, Vladimir Ashkenazy, το οποίο εκδόθηκε με ευκαιρία συμπλήρωσης 50 χρόνων συνεργασίας του με την εταιρεία. Πιστεύω ότι, για έναν τόσο σπουδαίο πιανίστα, αποτελεί το επισφράγισμα μιας αξιοζήλευτης, πολύχρονης, παγκόσμιας καριέρας.



31 Οκτωβρίου 2023

Loreena McKennitt - συνέντευξη (2018)


Τον Μάιο του 2018, η πολυαγαπημένη στη χώρα μας Loreena McKennitt επέστρεψε με καινούρια στούντιο δουλειά («Lost Souls»), ύστερα από 8 χρόνια δισκογραφικής σιωπής.

Άνοιξε λοιπόν η δυνατότητα για ορισμένες ελληνικές συνεντεύξεις, ευκαιρία που δεν γινόταν να πάει χαμένη: έγιναν οι κατάλληλες συνεννοήσεις και σύντομα η Καναδέζα τραγουδοποιός βρέθηκε στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής μου γραμμής.

Από την κουβέντα μας προέκυψε μια συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που διατέθηκε για τη συνέντευξη


Εδώ στην Αθήνα είναι ένα ήσυχο, συννεφιασμένο απόγευμα. Εσένα, να φανταστώ, σε βρίσκω στα γραφεία της εταιρίας σου; 

Πράγματι! Βρίσκομαι στα γραφεία της Quinlan Road, σήμερα είναι μια πολυάσχολη μέρα καθώς την έχουμε αφιερώσει σε έναν μεγάλο κύκλο συνεντεύξεων για το νέο άλμπουμ «Lost Souls». To αξιοπερίεργο είναι ότι σήμερα έχουμε ήλιο εδώ, όπως καταλαβαίνεις το συνηθισμένο μας είναι το ακριβώς αντίθετο! Πάντως δεν βρίσκομαι έξω από τα νερά μου, αφού τις εργάσιμες ημέρες είμαι συνήθως εδώ στην Quinlan Road. Όταν έχεις μια καριέρα στην οποία όλα ουσιαστικά περνάνε από τα χέρια σου, πολλά μοιάζουν σαν καθημερινή δουλειά. Απλά χωρίς αφεντικό. 

Είμαι σίγουρος ότι τρέχουν άπειρες λεπτομέρειες, τις οποίες βέβαια το κοινό σου αγνοεί. Έτσι όπως βλέπει τα πράγματα το τελευταίο, πάντως, λείπεις αρκετό καιρό, οπότε το «Lost Souls» έχει και μια αίσθηση επιστροφής...

Είναι παράξενο πράγμα ο χρόνος. Όλοι ξέρουμε βέβαια ότι περνάει και μάλιστα πολύ γρήγορα, όμως η αλήθεια είναι πως το τελευταίο διάστημα –αυτό που φαίνεται ως «σιωπή»– πραγματικά δεν το κατάλαβα. Αν τα βάλουμε κάτω, ναι, μας χωρίζουν 8 χρόνια από το άλμπουμ «The Wind That Shakes Τhe Barley» και 6 από το ζωντανά ηχογραφημένο «Troubadours On Τhe Rhine». Κι όμως, το αντιλαμβανόμουν μόνο κάθε φορά που κάποιος με ρωτούσε αν ετοιμάζω κάτι καινούριο. 

Νομίζω ότι κύλησε αλλιώς ο εσωτερικός μου χρόνος, αφότου αφιερώθηκα στην άρρωστη μητέρα μου από το 2009 ως τον θάνατό της το 2011, αλλά και στα ενδιαφέροντά μου για τον πολιτισμό των Κελτών στη συνέχεια.

Επιμένοντας λίγο στο «επιστροφή», πάντως, δεν είναι απλά ο νέος δίσκος εδώ και κάποια χρόνια, αλλά κι αυτός με καινούριο, δικό σου υλικό εδώ και μια 12ετία...

Και πάλι, έχει να κάνει με το πώς βλέπει κανείς το όλο πράγμα. Από τη δική μου σκοπιά, δηλαδή, δεν σταμάτησα ποτέ να γράφω. Δεν είναι σαν να σταμάτησα σε κάποιο σημείο και να το έπιασα ξανά σε ένα άλλο, καταλήγοντας στο «Lost Souls». Απλά έδωσα περισσότερο χώρο στις συναυλίες τα τελευταία χρόνια, ενώ, δισκογραφικά μιλώντας, εστίασα σε πράγματα τα οποία επίσης με απασχολούν σταθερά, όπως λ.χ. οι Κέλτες και η παραδοσιακή μουσική. Και υπάρχουν και άλλα ανάλογα ενδιαφέροντα τα οποία θα έλεγα ότι ωριμάζουν παράλληλα· η Ανατολή, ας πούμε, με τη σφαιρικότερη έννοια –κάτι που με έκανε να ταξιδέψω στην Ινδία. 

Το έχω όνειρο να δω την Ινδία, αλλά το θεωρώ δύσκολο ταξίδι. Με την έννοια ότι η πραγματική Ινδία είναι πολλοί διαφορετικοί κόσμοι βαλμένοι μαζί σε μια αρκετά αχανή γεωγραφική έκταση...

Έχεις δίκιο. Η Ινδία έχει ενότητα, μα την ίδια στιγμή, πολιτισμικά, υπάρχει και πολυδιάσπαση. Είναι κάτι σαν παζλ με ατελείωτα κομμάτια, σίγουρα δεν αρκεί να κάνεις ένα ταξίδι εκεί για να την κατανοήσεις. Μάλιστα, αντικατοπτρίζεται και στη μουσική της αυτό το πράγμα, αφού από τον βορρά π.χ. στον νότο αλλάζουν αρκετά πράγματα. 

Μπορείς όμως να έρθεις σε μια πρώτη επαφή. Και ο καλύτερος τρόπος για κάτι τέτοιο, είναι το να πας εκεί. Είναι μια πραγματικά πλούσια εμπειρία, για μένα δηλαδή υπήρξε ταξίδι με τεράστιο αντίκτυπο, το οποίο ακόμα το σκέφτομαι σε διάφορες στιγμές μέσα στην καναδική μου, πλέον, καθημερινότητα. Θέλω σίγουρα να πάω ξανά. 

Διόρθωσέ με αν κάνω λάθος, ωστόσο στο «Lost Souls» οι ανατολίτικες επιρροές δείχνουν να έχουν μειωθεί...

Έτσι πιστεύεις, ε; Δεν έχει να κάνει με τη μείωση του ενδιαφέροντός μου για την Ανατολή, πάντως, παραμένει όσο μεγάλο ήταν και στο παρελθόν: εξακολουθώ να ακούω πολλή μουσική από εκεί. Αν έχει συμβεί κάτι τέτοιο στο «Lost Souls», οφείλεται στο ότι τα τραγούδια που το αποτέλεσαν έχουν γραφτεί σε διάφορες χρονικές περιόδους. Οπότε, με μία έννοια, αντικατοπτρίζουν ίσως πιο «μαζεμένα» πράγματα. 

Πόσο πίσω πάμε δηλαδή στον χρόνο;

Σίγουρα φτάνουμε στη δεκαετία του 1980. Το "Manx Ayre", σε μια πρώτη πρόχειρη μορφή, υπάρχει από το 1987, ενώ νομίζω ότι ήταν 1989 όταν φτιάχτηκε στα βασικά του το "The Ballad Of The Fox Hunter". Για το "Ages Past, Ages Hence" είμαστε στο μεταίχμιο της επόμενης δεκαετίας, ενώ το "Spanish Guitars And Night Plazas" ήταν ξεκάθαρα τραγούδι το οποίο γράφτηκε στα sessions του The Visit (1991). Όμως τότε δεν μου κόλλαγε σε τίποτα με τα υπόλοιπα που αποτέλεσαν το άλμπουμ, οπότε το άφησα απέξω.

Έχεις πολλούς φίλους στην Ελλάδα, όπως είμαι σίγουρος ότι γνωρίζεις καλά. Θα σε φέρει ξανά προς τα εδώ αυτός ο νέος δίσκος;

Ασφαλώς και το γνωρίζω και ξέρω ότι έχουμε καιρό να έρθουμε στην Ελλάδα, μια χώρα την οποία έχω αγαπήσει, όπως και την ιδιαίτερη παραδοσιακή της μουσική. Αυτή τη στιγμή τίποτα δεν είναι σαφές, όμως το θέλω πολύ να παίξουμε στην Ελλάδα ξανά. Για να είμαι ειλικρινής, δεν νομίζω ότι θα συμβεί μέσα στο 2018, γιατί το πλάνο είναι να πάμε και σε ορισμένα μέρη τα οποία δεν έχουμε πολυτιμήσει, με αφορμή το «Lost Souls». Ας πούμε όμως ότι, για το 2019, όλα είναι ανοιχτά! 

Θα ήθελα να σταθούμε λίγο και στο ομώνυμο τραγούδι του νέου δίσκου, το οποίο διαβάζω ότι είχε σαν έμπνευση το βιβλίο του Ronald Wright «A Short History Of Progress» (2004). Τι ακριβώς αντικατοπτρίζεται εδώ;

Για να είμαι ακριβής, πρέπει να πω ότι το τραγούδι δεν αφορά το σύνολο των προβληματισμών που κατέθεσε ο Wright στο βιβλίο, μα μια συγκεκριμένη του επισήμανση, ότι η πρόσδεση σε μια έννοια περί «προόδου» μας έχει κάνει να είμαστε κάτι σαν «χαμένες ψυχές». 

Μιλώντας ως Loreena, βρίσκω μια αναντιστοιχία στο πόσο γρήγορα προχωρά η τεχνολογία με τις ιδέες και τις συμπεριφορές που προλαβαίνουν να αναπτύξουν γι' αυτήν οι κοινωνίες μας. Καλούμαστε δηλαδή να προσαρμοστούμε σε ένα περιβάλλον που συνεχώς αναδιαμορφώνεται ακολουθώντας απλά τις ταχύτητές του, χωρίς να αναρωτιόμαστε αν όλα τούτα συμβάλλουν όντως σε κάτι θετικό στη ζωή μας. Λέμε ότι ζούμε την Εποχή των Επικοινωνιών, αλλά επικοινωνούμε; 

Ναι, αλλά αφορά και τους νεότερους σε ηλικία ένας τέτοιος προβληματισμός; Ή έχουμε εδώ κατά βάση αντανακλαστικά μιας παλιότερης γενιάς, η οποία μεγάλωσε διαφορετικά και μπορεί μέχρι ενός ορίου να προσαρμοστεί στις αλλαγές;

Είναι ένα πολύ καλό ερώτημα, το οποίο το συζητάω διαρκώς με τους δικούς μου ανθρώπους και τους συνεργάτες μου. Θα σου πω όμως το εξής: παρά το ότι δεν συγκαταλέγομαι βέβαια στους νέους ανθρώπους, είμαι καλλιτέχνιδα που τα κάνει όλα μόνη της. Όλο λοιπόν το επιχειρηματικό κομμάτι του «έχω καριέρα» βρίσκεται στα χέρια μου, οπότε δεν υπάρχει περιθώριο να μείνεις πίσω στο πώς κινούνται τα πράγματα σήμερα. Από την άλλη, επειδή πράγματι μεγάλωσα σε έναν κόσμο όπου δεν ήταν δεδομένη η τόση τεχνολογία, μπορώ να κάνω και τη σύγκριση. Και να κάνω τις επιλογές μου –για παράδειγμα, αρνούμαι να πάρω smartphone. 

Το τρέχον επίσης σκάνδαλο με το Facebook είναι κάτι πολύ μεγάλο εδώ στον Καναδά και πιστεύω ότι θα ξεκινήσει πολλές συζητήσεις, ασχέτως ηλικίας. Γιατί ασφαλώς εν γνώσει μας δίναμε πρόσβαση σε τόσα προσωπικά πράγματα –φωτογραφίες από τη ζωή μας, λεπτομέρειες για το τι κάνουμε στην καθημερινότητα κτλ. Ταυτόχρονα, όμως, επειδή στις Δυτικές κοινωνίες έχουμε μάθει να κινούμαστε με ορισμένα δεδομένα, θεωρούσαμε ότι υπήρχε δικλείδα ασφαλείας στο πώς θα μεταχειριζόταν το Facebook όλα αυτά τα δεδομένα. Και αποδεικνύεται ότι δεν υπήρχε. Η εμπιστοσύνη μας, λοιπόν, προδόθηκε. 

Και ξαναγυρνάω εδώ στο ζήτημα που έθεσα πιο πριν, ότι πρέπει η τεχνολογική πρόοδος να προλαβαίνει να συμβαδίσει και με μια αναπροσαρμοσμένη ηθική και όχι απλά να κινείται προς ένα φανταστικό «επόμενο στάδιο», καθαρά με όρους γκάτζετ και καταναλωτισμού. 

Και το ζήτημα του Facebook ανήκει βέβαια σε ένα πολύ μεγαλύτερο πλαίσιο. Δεν φτιάχτηκε ένας καλύτερος κόσμος με όλη αυτήν την τεχνολογία, δεν ήρθαμε πιο κοντά ο ένας στον άλλον ως Ανθρωπότητα. Αντιθέτως, είμαστε πιο απομακρυσμένοι συγκριτικά με το παρελθόν, ενώ συχνά βλέπουμε τον κόσμο μας να πηγαίνει προς κατευθύνσεις που μας ανησυχούν πολύ. 

Πάντως να ξέρεις ότι, παρά τη διαφορά ηλικίας μας, ούτε εγώ έχω smartphone, από επιλογή...

(γελάει) Αυτό έπρεπε να μου το πεις από την αρχή! Έλεγα από μέσα μου ότι τώρα ποιος ξέρει, θα ακούγομαι γριά! (γέλια) Και πολύ καλά κάνεις. Είμαι της γνώμης ότι δεν βλάπτει να κάνουμε το smartphone λίγο στην άκρη. Να αφιερώσουμε λίγες ώρες του χρόνου μας στο να κάτσουμε όπως κάθονταν οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας, να κουβεντιάσουμε και να τραγουδήσουμε. Όχι από νοσταλγία για το παρελθόν. Αλλά γιατί μπορεί κάτι τέτοιο να είναι πραγματικά επαναστατικό σήμερα. 



29 Οκτωβρίου 2023

Clock DVA - συνέντευξη (2016)


Αλιεύοντας μια συνέντευξη των Front 242 από τα αρχεία της μνήμης, ώστε να φιλοξενηθεί στη συλλογή αυτού εδώ του blog, θυμήθηκα ότι υπήρχε κι ένα άλλο, ανάλογο συγκρότημα με το οποίο είχα μιλήσει.

Λίγο παλιότεροι των Front 242 όσον αφορά το έτος ίδρυσης, ο Clock DVA ξεκίνησαν εξερευνώντας το πεδίο που άνοιγαν τα synths και οι λούπες των μαγγνητοταινιών στις μετά το punk αναζητήσεις της Βρετανίας, για να βρεθούν κατά τη δεκαετία του 1980 σε μια πρωτόλεια industrial διαδρομή. Η οποία τους έκανε γνωστούς στο underground ως «ηλεκτρονικούς Stooges», μα τερματίστηκε άδοξα το 1981, λόγω εσωτερικών διαφωνιών, αλλά και του θανάτου του Steven "Judd" Turner από υπερβολική δόση ναρκωτικών. 

Ωστόσο, ο έτερος συνιδρυτής Adolphus "Adi" Newton επανέφερε το γκρουπ το 1982 και ακολούθησε διαδρομές παρεμφερείς με εκείνες των Front 242, με το όνομά τους να γίνεται σημείο αναφοράς στα γύρω-γύρω της ανατέλλουσας cyberpunk αισθητικής, ειδικά με singles σαν το "The Hacker" (1989). 

Τον Μάρτιο του 2016, λοιπόν, ενόψει του πρώτου τους ερχομού στην Ελλάδα (θα έπαιζαν στο «Gagarin») είχα την τύχη να κάνω μια εκτενή συνομιλία με τον Adi Newton, αν κι εκείνη την περίοδο ήταν πολύ επιλεκτικός στο θέμα των συνεντεύξεων. Το κείμενο που προέκυψε πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis κι αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που διατέθηκε στον Τύπο ενόψει της συναυλίας


Το Clock 2 (2014) και η κυκλοφορία του σε ένα USB χωρητικότητας 4 GB σας δείχνει ως μία μπάντα που την απασχολεί το «τώρα». Προς τα πού οδεύετε λοιπόν φέτος, με το επερχόμενο ΕΡ Neoteric;

Το Neoteric θα κυκλοφορήσει προς τα τέλη Μαρτίου και είναι ένα εννοιολογικό έργο σε ένα εννοιολογικό περιτύλιγμα, οπότε το όλο πράγμα είναι πλήρες σαν ιδέα, ήχος και εικόνα. Η ονομασία άλλωστε του ΕΡ προέρχεται από την ελληνική λέξη «νεωτερικός», οπότε υποδηλώνει τη μοντέρνα σκέψη και τονίζει την ανάγκη για καινούριους τρόπους και νέες κατευθύνσεις, σε κάθε πλευρά της ζωής. 

Το ΕΡ ασχολείται με το αν η ανθρώπινη εξέλιξη μπορεί να υπερβεί τις ανθρωπολογικές συνθήκες που έχουν κάνει τον πολιτισμό κάτι δημιουργικό και καταστροφικό την ίδια στιγμή. Και αναρωτιέται αν αυτά τα δύο αντιθετικά στοιχεία είναι στην ουσία η ίδια πλευρά του νομίσματος, αδιαίρετα στην πορεία της εξέλιξης –κι αν η ανθρώπινη συνείδηση μπορεί να πάει πιο πέρα. Κάτι τέτοιο θα είναι ένα ζωτικό, σημαντικό και αποφασιστικό βήμα προς τη θεμελίωση μιας νέας μορφής συνείδησης, που θα μετατρέψει τον κόσμο στον παράδεισο που έπρεπε να είναι για κάθε είδος ζωής. Χωρίς αυτό το βήμα, απομένει μόνο η επανάληψη των δημιουργικών και καταστροφικών μοτίβων.

Τα επιπλέον κομμάτια "The Sentinel" και "Immision" ασχολούνται με τις κεντρικές ιδέες της Εξωγένεσης, όπως την εξερεύνησαν ο Stanley Kubrick και ο Arthur C. Clarke στο 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος (1968) και στη νουβέλα The Sentinel (1951), η οποία και αποτέλεσε το σημείο εκκίνησης. 

Η ταινία υπήρξε καθόλα πρωτοποριακή στις ιδέες της και στην οπτικοποίησή τους και επηρέασε, προφανέστατα, τα περισσότερα φιλμ επιστημονικής φαντασίας που την ακολούθησαν. Αποτελεί ένα παράδειγμα του πώς οι νέες ιδέες στην Τέχνη μπορούν ν' αλλάξουν την αντίληψή μας, επηρεάζοντας μια ήδη υπάρχουσα γενιά. Επομένως, μιλάμε στην πραγματικότητα για την ανάγκη να μοχθήσουμε προς έναν καινούριο τρόπο σκέψης και προς μια συνείδηση πιο ανοιχτή σε νέες πιθανότητες. 

O Maurizio "TeZ" Martinucci κι εγώ θα είμαστε στα ανακαινισμένα EMS Studios της Στοκχόλμης τον Απρίλιο, όπου θα αναπτύξουμε και θα ηχογραφήσουμε νέο υλικό, για ένα άλμπουμ που προορίζεται να κυκλοφορήσει αργότερα μέσα στο 2016. Θα χρησιμοποιήσουμε το analog Buchla 200, ένα σοβαρό σύστημα αναλογικών συνθεσάιζερ επινοημένο από τον Don Buchla. Το ξεκίνημά του στον σχεδιασμό συνθεσάιζερ έγινε χάρη σε μια παραγγελία που του έκανε το Tape Music Center του Σαν Φρανσίσκο εκ μέρους των συνθετών Ramon Sender και Morton Subotnick. Είναι ένα πολύ μοναδικό όργανο και ανυπομονούμε να το εξερευνήσουμε, φέρνοντας το νέο υλικό μας σε καινούρια επίπεδα ηχητικής συνειδητοποίησης. Το άλμπουμ, επομένως, θα διαθέτει κάμποσους αναλογικούς ήχους, καθώς θα έχουμε επιπλέον και τα moog και τον EMS εξοπλισμό που ήδη χρησιμοποιήσαμε για το Neoteric. 

Ζούμε πια σε εποχές όπου εκεί έξω υπάρχει πληθώρα μουσικής, στην οποία έχουμε και εύκολη πρόσβαση –πολλές φορές δεν χρειάζεται καν ν' αφήσουμε τους υπολογιστές μας για να ακούσουμε κάτι. Είναι βεβαίως συναρπαστικό, αλλά πόσο εύκολο είναι πλέον να φτιάξεις κάτι που ν' ακούγεται «μοναδικό» και «σχετικό» με τη δική μας εποχή; Δεν είναι πολύ εύκολο για τους νεότερους καλλιτέχνες να πέσουν στη λούπα μιας ατέλειωτης αναβίωσης, καθώς αναζητούν τη δική τους φωνή; 

Υπάρχει μια προσομοίωση τόσο αποτελεσματική, ώστε οι περισσότεροι άνθρωποι δεν την αντιλαμβάνονται καν. Με την έννοια δηλαδή που χρησιμοποιεί ο Ζαν Μποντριγιάρ τις λέξεις «προσομοίωση» και «πραγματικότητα» στο έργο του: το 4ο στάδιο είναι καθαρή προσομοίωση, δεν υπάρχει πλέον η παραμικρή σχέση με καμία πραγματικότητα. Εδώ, σημάδια απλώς αντικατοπτρίζουν άλλα σημάδια και κάθε ισχυρισμός περί πραγματικότητας εκ μέρους τους υπάγεται σε μια αλυσίδα παρόμοιων αιτημάτων. Πρόκειται για ένα καθεστώς απόλυτης ισοδυναμίας, όπου τα πολιτισμικά προϊόντα δεν χρειάζεται πια ούτε καν να παριστάνουν ότι είναι αληθινά, γιατί τα βιώματα των καταναλωτών τους είναι πλέον τόσο τεχνητά, ώστε και οι επικλήσεις τους ακόμα στην πραγματικότητα σχηματίζονται με τεχνητούς όρους. 

Κάθε αφελής αξίωση στην πραγματικότητα ως τέτοια, προσλαμβάνεται λοιπόν ως στερημένη από κριτική αυτοσυνείδηση –άρα κρίνεται υπερσυναισθηματική. Το 3ο στάδιο, όπως σκιαγραφείται στις ιδέες του Μποντριγιάρ, σχετίζεται με τον μεταμοντερνισμό του Ύστερου Καπιταλισμού, όπου η διάκριση μεταξύ πραγματικότητας και αναπαράστασης εξαφανίζεται: απομένει μόνο η προσομοίωση και η αυθεντικότητα γίνεται μια έννοια ολότελα στερημένη νοήματος. 

Υποθέτω ότι μπορούμε να το αντιστοιχήσουμε αυτό με πολλά πράγματα, επομένως και η Τέχνη και η Μουσική μπορούν να υπαχθούν σε κάτι τέτοιο, όπως και οι υπόλοιπες όψεις της ζωής. Η μόνη διάκριση που μπορώ προσωπικά να σκεφτώ μεταξύ πραγματικού και τεχνητού, έχει να κάνει με τη δύναμη του πνεύματος να εκφράζει την ψυχή: μια υπερβατική έκφραση του αλλότριου η οποία εντοπίζεται στη ζωή και δίνει μια φευγαλέα ματιά, ένα συναίσθημα, κάτι, πέρα από την πεζή πραγματικότητα στην οποία αποκοιμιόμαστε. Ένα ξύπνημα προς κάτι που δεν μπορούμε να ελέγξουμε, να προσδιορίσουμε ή να ορίσουμε, το οποίο μας ωθεί να αναρωτηθούμε για την ύπαρξή μας με όρους του τι είναι αληθινά πολύτιμο. 

Αν μπορούσα να το εκφράσω αυτό το συναίσθημα, τότε θα φόρτιζε την ενέργεια που επηρεάζει τη δημιουργικότητα: έργα τα οποία εμπεριέχουν τέτοια στοιχεία, γίνονται διακριτά και μπορούν να συναισθανθούν και να αναγνωριστούν –κάτι που δημιουργεί διαφορετικότητα. Είναι η δημιουργία αυτού του απροσδιόριστου στοιχείου που δεν βασίζεται στον εξωτερικό υλισμό, μα εκφράζει ό,τι βρίσκεται μέσα στο άτομο. 

O Ζακ Ατταλί έγραψε πως «είναι απαραίτητο να φανταστούμε ριζικά νέες θεωρητικές φόρμες, ώστε να μιλήσουμε για καινούριες πραγματικότητες. Η μουσική, η οργάνωση του θορύβου, είναι μια τέτοια φόρμα». Λειτουργεί ακόμα αυτό ως ένα είδους μανιφέστου για τους Clock DVA, μια μπάντα που πάντα αρεσκόταν να «πειράζει» τα σύνορα; Έχεις κάποια ιδέα του Ήχου του Μέλλοντος;

Εξακολουθώ να πιστεύω ότι είναι απαραίτητο να προσπαθείς να εξελιχθείς, σε ό,τι κι αν κάνεις –Επιστήμη, Τέχνη, Οικολογία. Χωρίς πνευματικότητα δεν θα υπάρξει καμία πρόοδος της συνείδησης και καμία κίνηση προς μια λύση, η οποία θα ωφελήσει την Ανθρωπότητα. Υπάρχουν ενδείξεις για την πρόοδο της συνείδησης, αλλά είναι μόλις ένα κλάσμα σε σύγκριση με τις οπισθοδρομικές πράξεις που λαμβάνουν χώρα: μόνο με ριζοσπαστικές αλλαγές σε ένα μυστηριακό σύστημα σκέψης μπορούμε να προχωρήσουμε.

Το ερώτημα είναι αν μπορούμε να υπερβούμε τη νοοτροπία και τις συνθήκες. Μπορούμε μόνο να προσπαθήσουμε να εστιάσουμε σε νέες ιδέες και να αποκαλύψουμε την αντίδραση που επιμένει απέναντί τους. Η μουσική είναι ένας μόνο τρόπος για να εκφράσεις κάτι τέτοιο, αλλά μια ιδέα μπορεί να αλλάξει τα πάντα. Έχει συμβεί στη διάρκεια του χρόνου και θα συμβεί ξανά, οπότε μπορούμε να ελπίζουμε ότι τελικά θα ριζώσει και θα μεταβάλλει εμφανώς την πορεία της εξέλιξης, προς την κατεύθυνση ενός κόσμου βασισμένου στην ενσυναίσθηση ότι ζώα και άνθρωποι έχουμε ίσα δικαιώματα ύπαρξης. 

Όσον αφορά τον Ήχο του Μέλλοντος, επανέρχομαι σε ιδέες χρονολογούμενες στα 2001 –ότι ακόμα και στις πέρα εσχατιές του χώρου και του χρόνου, το υπερβατικό πνεύμα που κατοικεί στα μεγάλα έργα τέχνης εξακολουθεί να υπάρχει αιώνια. 

Πώς να φανταστούμε τη ζωή στο Σέφιλντ, στα τέλη της δεκαετίας του 1970; Και πώς επηρέασε αυτό το περιβάλλον τις ιδέες σου για τη ζωγραφική (αρχικά) και τη μουσική (στη συνέχεια);

Νομίζω ότι εδώ πέφτουμε στην περίπτωση όπου κοιτάμε προς τα έξω, προς ένα ευρύτερο πεδίο ενδιαφερόντων. Πάντα δηλαδή με ενέπνεαν οι διεθνείς τέχνες και τα κινήματα, οπότε ήμουν πιο πολύ απασχολημένος με το να δημιουργήσω κάτι που θα γινόταν εκτιμητέο πέρα από την τοπογραφία της ιδιαίτερης πατρίδας μου. Γι' αυτό άλλωστε πιστεύω ότι είχαμε περισσότερη επιτυχία στην Ευρώπη και στην Αμερική, παρά στην ίδια μας τη χώρα. Στη ζωγραφική, ειδικά, ήμουν σίγουρα πιο επηρεασμένος από την ευρωπαϊκή Τέχνη και κυρίως εκείνη της ανατολικής Ευρώπης, τον Kazimir Malevich, τον Duchamp και άλλους. Όπως βέβαια και από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον αφηρημένο π.χ. εξπρεσιονισμό. Υπήρχαν όμως και Βρετανοί καλλιτέχνες που με ενέπνευσαν, σαν τον Francis Bacon και τον Samuel Beckett –αν και είναι αμφότεροι Ιρλανδοί.

Οι σπουδές μου δεν ήταν μουσικές, ήταν σε Τέχνες και Θέατρο/Λογοτεχνία. Όπως έχω πει και σε παλιότερες συνεντεύξεις, στη Μουσική ήρθα μάλλον τυχαία και τελικά συνειδητοποίησα μέσω αυτής ότι το κυρίως ενδιαφέρον μου είναι στη Visual Art. Χωρίς ασφαλώς κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι θεωρώ τη Μουσική υποδεέστερη σε έκφραση. Απλά για μένα είναι πάντα ένα είδος ζωγραφικής που δημιουργεί μια εντύπωση αύρας και κάτι άλλο, που δεν μπορεί να οριστεί με ακρίβεια, οπότε παραμένει μια πολύ έγκυρη φόρμα. 

Σίγουρα σε εκείνο το χρονικό διάστημα τα πράγματα άρχιζαν ν' αλλάζουν στη Βρετανία, κι εμείς αμφισβητούσαμε την κατάσταση με πολιτικούς και φιλοσοφικούς όρους, οπότε υπήρχε μια συγκέντρωση ατόμων και ομάδες καλλιτεχνών/μουσικών που αντικατόπτριζαν τις αλλαγές. Έπρεπε να δημιουργήσουμε το δικό μας περιβάλλον, τις συνθήκες ώστε η μουσική να εξελιχθεί και να αλλάξει και την ίδια στιγμή και τις δικές μας δυνατότητες, καθώς δεν υπήρχε τίποτα. 

Νομίζω ότι στο τέλος είναι οι άνθρωποι που κάνουν τα πράγματα να συμβούν: αν υπάρχει η θέληση για αλλαγή, τότε η αλλαγή γίνεται. Το Σέφιλντ εκείνης της εποχής ήταν ένας τέτοιος τόπος, όπου συναντήθηκε ένας αριθμός ατόμων, συνεργάστηκε και τα πράγματα έκτοτε δεν ήταν ποτέ ξανά τα ίδια. 

Πόσο σημαντικοί ήταν τότε καλλιτέχνες σαν τον John Cage, τον Pierre Schaeffer ή τον Luciano Berio; Και πόσο εύκολα έβρισκε κανείς τη μουσική τους, είτε σε δισκοπωλεία, είτε μέσω mail order;

Σε προσωπικό επίπεδο, ο Cage ειδικά, μα και άλλοι –σαν τον Pierre Schaeffer, τον Pierre Henry, τον Earle Brown, τον Karlheinz Stockhausen– υπήρξαν πολύ σημαντικοί σε επίπεδο ιδεών και εννοιολογικής προσέγγισης. Αν και μάλλον περισσότερο για τις ιδέες τους, παρά για τα ηχητικά τους κομμάτια, καθώς μερικές φορές οι θεωρητικές ιδέες είναι πιο ενδιαφέρουσες από το αποτέλεσμα. Αυτό δηλαδή που έδειχνε ενδιαφέρον ήταν η προσέγγιση και η χρήση των τεχνικών, ώστε να διευρυνθούν οι δυνατότητες της δημιουργίας και η επεξεργασία του ήχου. Από την άλλη, η τεχνική δεν είναι παρά ένα μέσο προς έναν σκοπό, όπως έχει πει και ο Jackson Pollock, οπότε κάτι τέτοιο μπορεί να μας παγιδέψει σε μια φόρμα. 

Φυσικά, η πληροφόρηση και όλα τα σχετικά δεν ήταν τόσο εύκολη όσο σήμερα: ήταν δύσκολο, ειδικά στο Σέφιλντ, όπου οι δημόσιες βιβλιοθήκες λ.χ. δεν είχαν παρά ελάχιστα πάνω σε ριζοσπάστες καλλιτέχνες –πηγή που ούτως ή άλλως εξαντλήσαμε πολύ νωρίς. Παράγγελνα τότε βιβλία από βιβλιοπωλεία και χρησιμοποιούσα και mail order, ήταν ο μόνος τρόπος να αποκτήσεις πρόσβαση σε τέτοια έργα. 

Οι πρώιμες συναυλίες των Clock DVA είναι πια μέρος ενός θρύλου, ειδικά εκείνα τα strobo φώτα που ήταν στραμμένα απευθείας στο κοινό ή οι προβολές σας των 8 mm. Ποια ήταν η λογική πίσω από τα σόου σας; Τι θέλατε να επιτύχετε;

Παρακινούσαμε το κοινό να βγει από την ύπνωσή του, προτάσσοντάς του μια εναλλακτική που μέχρι τότε δεν είχε βιώσει, ούτε και είχε πρόσβαση σε κάτι ανάλογο. Με τη χρήση των φωτισμών, τον ήχο και τις προβολές των φιλμ, μπορούσαμε να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον ελεγχόμενο από μας, στο οποίο και εστιάζαμε μέσω αυτών των τεχνικών, των ιδεών και μέσω βέβαια της ενέργειας της έκφρασης και των συναισθημάτων. Φτιάχναμε ένα κινητικό μπαράζ, μια συνάθροιση η οποία θύμιζε εκείνες τις πρώιμες μαζώξεις των καλλιτεχνικών κύκλων, κυρίως της δεκαετίας του 1960. 

«Ηλεκτρονικούς Stooges», σας αποκαλούσαν τότε ορισμένοι. Σε τι βαθμό νιώθατε να συνορεύετε με την έκρηξη του punk;

Ναι, ήμασταν οπωσδήποτε επηρεασμένοι και από τους Stooges και από τους Velvet Underground. Γνώριζα για τον Andy Warhol και τις ιδέες του, όπως και τις διασυνδέσεις του με τον Marcel Duchamp, τον Lamonte Young και το Fluxus ρεύμα. Μέσω εκείνων, αντιλήφθηκα κατόπιν και τη μουσική. Οι ιδέες που ο Warhol χρησιμοποιούσε συνδυαστικά με τους Velvet Underground, μετατρέποντάς τους σε μια εκτεταμένη media performance, ήταν λίγο-πολύ κάτι που συνέβαινε ήδη στα ύστερα 1970s, και αφορούσε αρκετά σχήματα. Η ενέργεια του punk, επομένως, έπαιξε οπωσδήποτε έναν σημαντικό ρόλο σε αυτά τα χρόνια. 

Σύντομα θα έχουμε τη χαρά να σας δούμε ζωντανά στην Αθήνα, για πρώτη φορά. Έχετε ξανάρθει στην Ελλάδα, ίσως σαν επισκέπτες ή τουρίστες;

Όχι, για μένα θα είναι η πρώτη φορά και είμαι έτσι πολύ ανυπόμονος. Δεν είμαι σίγουρος αν ο Tez έχει ξανάρθει, ο Πάνος πάντως (σ.σ.: Τομαράς) έχει γεννηθεί στην Ελλάδα, οπότε για εκείνον είναι πατρίδα. 



26 Οκτωβρίου 2023

Κώστας Παντόπουλος & Κωστής Δρυγιανάκης - Ο Μύθος Του Πενθέα [δισκοκριτική, 2019]


Μια κριτική μου από το καλοκαίρι του 2019 στο άλμπουμ «Ο Μύθος Του Πενθέα», το οποίο κυκλοφόρησε το label Ήχοι Κάτω Από Το Σπίτι, μαζεύοντας αδημοσίευτες ηχογραφήσεις του Κωστή Δρυγιανάκη και του Κώστα Παντόπουλου από το 1989 –λίγο μετά το τέλος του σημαντικού γκρουπ Οπτική Μουσική.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία απεικονίζει τον Κωστή Δρυγιανάκη και ανήκει στον Θάνο Λαΐνα 


Σε κάποιο σημείο, οι άνθρωποι του εγχώριου μουσικού Τύπου μάθαμε να χρησιμοποιούμε σχετικώς σωστά τις λέξεις «πειραματισμός» και «πειραματικό» για να αναφερθούμε σε ένα συγκεκριμένο ηχητικό φάσμα –έστω και αποδίδοντας στα ελληνικά ό,τι ο διεθνής Τύπος κατέτασσε στο «experimental». Δεν κράτησε όμως πολύ, καθώς το ιντερνετικό μπαμ οδήγησε γοργά σε πλήθος κειμένων στα οποία αναγορεύτηκε σε «πειραματισμό» ό,τι ξέφευγε από τα (κατά βάση στενά, ενίοτε και στεγνά) γούστα του εκάστοτε συντάκτη. 

Ωστόσο, στην κατ' εξοχήν εποχή δράσης της βολιώτικης μπάντας Οπτική Μουσική κατά τη δεκαετία του 1980, ο όρος ευσταθούσε χωρίς να ξεχειλώνει· και περιέγραφε με αρκετή επάρκεια τόσο τις ηχογραφήσεις μεταξύ 1984 και 1987 που μαζεύτηκαν αργότερα (2017) στη συλλογή Τα Πρώτα Λόγια και στην κασέτα «Λίθον, Ον Απεδοκίμασαν Οι Οικοδομούντες», όσο και το –ιστορικό, πλέον– άλμπουμ Τόμος 1 (1987). 

Ο Μύθος Του Πενθέα έρχεται βέβαια να διηγηθεί μια χωριστή ιστορία, αλλά έχει άμεση συνάφεια με τις ζυμώσεις της άνωθεν εποχής: τόπος παραμένει ο Βόλος, ο χρόνος είναι κοντινός (1989), ως κινητήριος μοχλός εξακολουθεί να λειτουργεί η παρουσία του Κωστή Δρυγιανάκη, ο Κώστας Παντόπουλος ανήκει σε όσους εμπλέχτηκαν με εκείνη τη φάση της Οπτικής Μουσικής (που είχε λήξει μέσα στο 1988). Υπάρχουν όμως και σημαντικές διαφοροποιήσεις, που –ιδωμένες από τη σημερινή σκοπιά, τώρα που αποκαλύπτονται όσα έμειναν από τις τότε ηχογραφήσεις (οι οποίες ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν)– εξασφαλίζουν στον δίσκο μια πολύτιμη αυτοτέλεια. Με λίγα λόγια, ο Μύθος Του Πενθέα δεν είναι ούτε τα απόνερα της Οπτικής Μουσικής, ούτε κάποιος χαμένος κρίκος με τη μετέπειτα δράση του Δρυγιανάκη στους Γκραφίτι (έστω κι αν εντοπίζονται επιρροές στο άλμπουμ τους Εγκαίνια του 1991).

Εδώ, λ.χ. τηρούνται ευδιάκριτες αποστάσεις με τον πειραματισμό που χαρακτήρισε τη δράση της Οπτικής Μουσικής: τα άτιτλα κομμάτια που μπαίνουν στις θέσεις 2, 5 και 6 του CD, συνηγορούν σε ό,τι το συνοδευτικό της έκδοσης σημείωμα περιγράφει ως «άνοιγμα σε κατευθύνσεις που έμοιαζαν πιο εύληπτες». Είναι βεβαίως αλήθεια ότι και στα χρόνια των Οπτική Μουσική φτιάχτηκαν πράγματα από τα οποία δεν έλειπε μια παλλόμενη αμεσότητα, ωστόσο στον Μύθο Του Πενθέα τα τρία Yamaha (DX7, RX5 και TX81Z), το Korg DS8 και ο υπολογιστής Atari 1040ST, πάνε το πράγμα αλλού, αξιοποιώντας μια τεχνολογία αιχμής: «μας ενθουσίασε η δυνατότητα που μας έδινε ο υπολογιστής να υλοποιούμε τις ιδέες μας, πολλές από τις οποίες ήταν έτσι κι αλλιώς αδύνατο να αποδοθούν από ζωντανούς μουσικούς». 

Πώς τα έφερε η ιστορία, εκείνοι οι πρωτοπόροι ήχοι θεωρούνται πλέον vintage, είναι δε ένα οικείο vintage για όσους νεότερους έμελλε να γαλουχηθούν με τα ηλεκτρονικά των 1990s ή/και να ανακαλύψουν τα ηλεκτρονικά των 1970s. Ίσως στις σχετικές συγκρίσεις ο Μύθος Του Πενθέα να βγαίνει κομματάκι «ξερός», πάντως δεν έχει χαθεί ο αρχικός του παλμός, που βοηθάει το σύγχρονο αυτί να στήσει την απαραίτητη γέφυρα επικοινωνίας.

Ο Δρυγιανάκης, ασφαλώς, γνώριζε ήδη πολύ καλά τα πεπραγμένα των Tangerine Dream, τα οποία είχαν ενημερώσει τόσο την πρώιμη δράση του με τους Blue Encephalitis, όσο και μια οπτική αίσθηση για τη μουσική, με καταβολές στις αισθητικές ιδέες του γερμανικού γκρουπ για ένα «soundtrack χωρίς εικόνα». Αλλά στον Μύθο Του Πενθέα βρίσκεται μακριά από τέτοιες συλλογιστικές: αν επιστρέφει κάπου, είναι στους ΊγκοΠίγκο, τους οποίους διατηρούσε μεταξύ 1981 και 1983 –παρέα με τον Παντόπουλο κατά κύριο λόγο, παρά την ανά περιστάσεις παρουσία του Νίκου Ξηράκη ως τρίτου μέλους. Κι αν πρέπει να οριστεί ένα επιδραστικό διεθνές πρότυπο, αυτό είναι ο Jon Hassell και οι δίσκοι του στην αρχή της δεκαετίας του 1980. 

Είναι δηλαδή τα αυτοσχέδια όργανα των ΊγκοΠίγκο, η «χειροτεχνική» τους προσέγγιση και η δική τους εκδοχή για το «ανορθόδοξο» που απηχούνται στο ξάνοιγμα το οποίο ακούμε εδώ προς τους ήχους των παραδόσεων της Ασίας και της Αφρικής. Μάλιστα, η κίνηση απέφυγε να καταφύγει στo κολλάζ και αναδείχθηκε έτσι λίαν επίκαιρη, καθώς περνούσαμε τότε από τον Hassell και το περιθωριακό ενδιαφέρον της Δύσης για τη μουσική εθνογραφία (δίσκοι της Ocora, της Lyrichord κτλ.) σε μια φάση ευρύτερης και αμεσότερης ενασχόλησης, στην οποία πρωτοστάτησε η επιτυχία του Graceland του Paul Simon (1986) και το ξεκίνημα της Real World του Peter Gabriel (1989). Παραμένει δε έτσι και σήμερα, καθώς –παρά τις διακυμάνσεις ενδιαφέροντος του Δυτικού ακροατηρίου– έχει πλέον παγιωθεί η πεποίθηση πως πολλά ενδιαφέροντα συμβαίνουν έξω από τη σφαίρα αντίληψης των μεγάλων μουσικών sites της Αμερικής και της Βρετανίας. 

Διαθέτει λοιπόν μια αυταξία ο Μύθος Του Πενθέα. Ήταν ηχογράφημα απίθανα σύγχρονο σε σχέση με το τι συνέβαινε εντός Ελλάδος το 1989, το οποίο άνοιγε γενναίο διάλογο με τις εξω-Δυτικές μουσικές αναζητήσεις της εποχής. Έστω κι αν βάλουμε έναν αστερίσκο στο «γενναίο», με βάση αφενός την παραδοχή των Παντόπουλου & Δρυγιανάκη ότι δούλεψαν τότε και με πιο τολμηρές ιδέες από όσες αποτυπώνονται εδώ και την εκ των υστέρων επίγνωση, αφετέρου, ότι δεν επιτεύχθηκε ποτέ πλήρης σύγκλιση με το Μπαλί ή το Μπαμακό, παρά με μία ακόμα προσπάθεια του Δυτικού νου να διαφύγει του βάρους της καθημερινότητας. Σίγουρα, επίσης, έχει χαθεί από ό,τι ακούμε η όποια διασύνδεση είχαν κατά νου οι δύο συνεργάτες με την αρχαία ελληνική ιστορία του Πενθέα, του μυθικού βασιλιά της Θήβας που τα έβαλε με τον θεό Διόνυσο. 

Σε κάθε περίπτωση, μένουμε με ένα άλμπουμ που καταφέρνει να ακούγεται φρέσκο και περιπετειώδες, παρά την τόση ανάλογη μουσική την οποία έχουμε ακούσει από το 1989 μέχρι τις μέρες μας. Και αυτή είναι η μεγάλη του αισθητική δύναμη, πέρα από την αδιαφιλονίκητη θέση την οποία καταλαμβάνει πλέον στο παζλ της σύγχρονης ελληνικής δημιουργίας.