23 Οκτωβρίου 2023

Dirty Granny Tales - συνέντευξη (2017)


Τον Μάιο του 2017, 6 χρόνια μετά την τελευταία μας συζήτηση με τους Dirty Granny Tales (δείτε εδώ), οι δρόμοι μας ξαναδιασταυρώθηκαν με αφορμή την παράσταση «Telion's Garden» –κι αν δεν μου έχει διαφύγει κάτι ηχηρό, νομίζω ότι ήταν η τελευταία φορά που άκουσα κάτι για το εγχώριο σχήμα. 

Μια ματιά στο Facebook τους, ωστόσο, με ενημέρωσε ότι σκόπευαν να ανεβάσουν καινούριο έργο το 2021, σχέδιο που, προφανώς, σαμπόταρε η πανδημία του κορωνοϊού. Άλλωστε, όταν μιλήσαμε με τον Σταύρο Μητρόπουλο για το «Telion's Garden», η μπάντα έδρευε πλέον στο Βερολίνο (ήδη από το 2012), γεγονός που θίξαμε και στην κουβέντα μας.

Το αποτέλεσμα ήταν μια συνέντευξη που πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό που διατέθηκε για το δημοσίευμα, με την κεντρική να ανήκει στην Olivia Dula και την κάτωθι στον Αποστόλη Καλλιακμάνη (AIK Photography)


Ξαναφέρνετε στην Ελλάδα την τελευταία σας παράσταση, Telion's Garden. Μείνατε ικανοποιημένοι από την περσινή παρουσίαση στο θέατρο «Χώρα»;

Kάτι παραπάνω από ικανοποιημένοι, μα αυτό ήταν άλλωστε το κίνητρο να δώσουμε παράταση. 

Μας κάνουν οι δύσκολοι καιροί που ζούμε να αναζητούμε την ουτοπία της Τελειότητας; Ή είναι, πιστεύετε, μια πάγια επιδίωξη της Ανθρωπότητας;

Σίγουρα οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε τα τελευταία χρόνια μας δημιουργούν ψευδαισθήσεις, αλλά στην ανθρώπινη ιστορία παράγοντες όπως η θρησκεία και η κοινωνία γενικότερα, έχουν διαχωρίσει το καλό και το κακό σε δύο αντίθετες έννοιες. Οπότε τελειότητα είναι η εξόντωση του κακού. Θέλουμε το φως χωρίς τη σκιά, την ποτισμένη γη χωρίς τη βροχή, το άσπρο χωρίς το μαύρο. Αλλά πώς θα φανεί η λάμψη του λευκού χρώματος, όταν δεν υπάρχει το μαύρο δίπλα του;

Η παράστασή σας τονίζει αυτήν τη διάσταση αυταπάτης που υπάρχει στην Τελειότητα, το γεγονός δηλαδή ότι δεν είναι έτσι η Ζωή –και δεν γίνεται να είναι έτσι. Γιατί εξακολουθούμε λοιπόν να «ψαρώνουμε» και δεν έχουμε ακόμα πάρει το μάθημά μας;

Στην παράστασή μας, ο έρωτας είναι το κίνητρο της ζωής. Είμαστε ανταγωνιστικά όντα και η βάση αυτού του ανταγωνισμού πηγάζει από τη λαχτάρα μας να νιώσουμε ερωτική αποδοχή. Το καπιταλιστικό σύστημα έχει εκμεταλλευτεί πολύ έντεχνα το συγκεκριμένο ένστικτο, πλάθοντας μια κοινωνία με όνειρα πολυτελείας: όπως ένα παγόνι ανοίγει τα φτερά του για να προσελκύσει το θηλυκό, έτσι κι ένας άντρας θα ανοίξει την πόρτα από το ακριβό του αμάξι στο αντίθετο φύλο. 

Οπότε, αν μπούμε πιο βαθιά, θα δούμε μια μάχη χωρίς όρια. Είναι στη φύση των αρσενικών να επιδεικνύουν τη δύναμή τους, δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε, αλλά η δύναμη θα μπορούσε να είναι και πνευματική. Εκεί όμως έρχεται ο καπιταλισμός, με το μεγάλο όπλο της προπαγάνδας –και κερδίζει έδαφος, μιας και οι κοινωνικές ομάδες που μάχονται να τον εξαλείψουν θεωρούν την προπαγάνδα ταμπού. Γιατί δεν θέλουν να πείσουν τη μάζα, μα μόνο να πωρώσουν τους οπαδούς τους, που ούτως ή άλλως έχουν τις ίδιες ιδέες.
 
Θέλουμε όλοι να γίνουμε αποδεκτοί με βάση τα πρότυπα της ομάδας μας. Και κάθε ομάδα έχει μια τέλεια εικόνα για την Ανθρωπότητα. Η τελειότητα ερμηνεύεται διαφορετικά από τον καθένα μας, μιας και θεωρούμε πως θα μπορούσε να υπάρχει. Αυτό διαχωρίζει τον κόσμο ακόμα περισσότερο. Θέλουμε να ανήκουμε κάπου, γιατί αλλιώς φοβόμαστε τη μοναξιά. Όσο υπάρχει αυτός ο φόβος, η τελειότητα για μας θα είναι ένα πιθανό σενάριο.  

Βρίσκεστε εδώ και μια πενταετία στο Βερολίνο, οπότε έχετε πλέον αρκετή εμπειρία από το τι σημαίνει «βάση στο εξωτερικό». Πόσο πιο εύκολο είναι να βρει εκεί κοινό η δουλειά σας σε σύγκριση με την Ελλάδα; Και πού οφείλονται κατά τη γνώμη σας οι διαφορές;

Το Βερολίνο είναι μια πολύ ανταγωνιστική πόλη, ειδικά στον καλλιτεχνικό τομέα. Θέλει πολλή υπομονή και επιμονή για να φανεί η δουλειά σου: είσαι ψύλλος στ' άχυρα. Έχει τόσα δρώμενα εδώ, ώστε το κοινό είναι χορτασμένο. 

Στην Ελλάδα θεωρούμε πως στις βόρειες χώρες, λόγω έλλειψης του ηλίου, ο κόσμος ελκύεται περισσότερο από κάτι σκοτεινό. Στη Γερμανία τουλάχιστον, συμβαίνει το αντίθετο. Είναι χώρα σκεπασμένη από σύννεφα, οι άνθρωποι εδώ ζούνε μέσα στο σκοτάδι συγκριτικά με τη χώρα μας. Αναζητούν λοιπόν τη διασκέδαση, τον χορό, την κωμωδία για να το ισορροπήσουν. 

Παρ' όλα αυτά έχουμε πάρει πολύ καλό feedback από το κοινό της Γερμανίας, το οποίο αυξάνεται διαρκώς. Έχουμε κάνει ρεκόρ σε πωλήσεις εισιτηρίων σε ένα από τα πιο γνωστά εναλλακτικά θέατρα. Είμαστε λοιπόν πολύ αισιόδοξοι για το μέλλον της Dirty Granny. 

Με τι κριτήρια επιλέξατε αλήθεια να πάτε στο Βερολίνο; Ήταν προσωπικής φύσης ή συνυπολογίσατε και επαγγελματικούς άξονες;

Το Βερολίνο βρίσκεται στο κέντρο της Ευρώπης. Αυτό βολεύει πολύ στις μετακινήσεις μας. Σίγουρα και η κρίση της χώρας μας, μας έκανε να πάρουμε πιο εύκολα αυτήν την απόφαση, μιας και τα όνειρα στην Ελλάδα είναι απαγορευμένα. Η νέα μας έδρα, επίσης, είναι σημείο συνάντησης καλλιτεχνών: εδώ κάνεις γνωριμίες που θα μπορούσαν να έχουν πολύ δημιουργικό ενδιαφέρον. 

Εμπνευστήκατε το Telion's Garden από τη μετανάστευση, μετανάστες είστε πλέον και εσείς, το μεταναστευτικό έχει πια αναδειχθεί σε μείζον ζήτημα για όλη την Ευρώπη (και όχι μόνο) και επηρεάζει άμεσα και τις εκλογικές αναμετρήσεις αυτών των καιρών. Είναι κάτι που συζητιέται συχνά στην καθημερινότητά σας στη Γερμανία; Ανησυχείτε ότι μπορεί να οδηγήσει σε ακόμα βαθύτερους διχασμούς ή βρίσκετε λόγους να αισιοδοξείτε;   

Η ανθρώπινη ιστορία έχει δείξει πως, μετά από μια μεγάλη καταστροφή, ο κόσμος ανθίζει ξανά μέχρι να κλείσει πάλι αυτός ο κύκλος με μια καινούρια καταστροφή. Η άποψή μου, όσον αφορά την κρίση της εποχής μας, είναι ότι ο κύκλος δεν έχει κλείσει ακόμα. Είναι φανερό πως η κατάσταση γίνεται και πιο έντονη, όσο περνάει ο καιρός.

Δεν μπορώ να μιλήσω για ολόκληρη τη Γερμανία, πάντως εδώ στο Βερολίνο ο κόσμος ζει σε μια φούσκα. Και να σου πω την αλήθεια, οι συζητήσεις που κάνουμε στην Ελλάδα μόνο σε τσακωμούς οδηγούν, μολύνοντας την ατμόσφαιρα με αρνητική ενέργεια. Επίσης στο Βερολίνο οι απαιτήσεις είναι λιγότερες: ο κόσμος προτιμάει να έχει μια λιτή ζωή δουλεύοντας λιγότερο, παρά να γίνει σκλάβος. 

Σας έχουν ανοίξει και δισκογραφικοί δίοδοι, αλήθεια, πέρα από τις ευκαιρίες να παρουσιάζετε πιο συχνά τις παραστάσεις σας; Ή δεν έχει για σας αυτό την προτεραιότητα που έχει η σκηνή;

Το δισκογραφικό κομμάτι, είναι το αδύνατο σημείο μας. Αφιερώνουμε τόσο πολύ χρόνο στο χτίσιμο μιας παράστασης, ώστε έχουμε αφήσει πίσω την κυκλοφορία κάποιου CD/DVD. Σίγουρα κάποια στιγμή πρέπει να κάνουμε μια παύση και να επικεντρωθούμε και σε αυτό. 

Τι μέλλει γενέσθαι μετά το Telion's Garden; Ετοιμάζετε κάποιο επόμενο βήμα; Τι μπορείτε να μας ανακοινώσετε, επί του παρόντος;

Το επόμενο βήμα βρίσκεται σε εμβρυακό στάδιο, μιας και η ομάδα αναδιοργανώνεται αυτήν την περίοδο. Αλλά είναι υπόθεση κάποιων μηνών μέχρι να το ανακοινώσουμε. 



22 Οκτωβρίου 2023

Front 242 - συνέντευξη (2008)


Φάνηκαν πριν κάποιες μέρες ξανά στην Αθήνα, μα τα χρονοδιαγράμματά μου δεν στάθηκαν ευνοϊκά για να πάω να τους δω, αν κι ενδιαφερόμουν.

Ο λόγος για τους Front 242, το συγκρότημα από το Βέλγιο που κατά τη δεκαετία του 1980 κατάφερε κι όρισε έναν δικό του χώρο στο μουσικό γίγνεσθαι που συνδιαμόρφωνε η τεχνολογική πρόοδος, το οποίο εν καιρώ αποδείχθηκε λίαν επιδραστικό, αναγορεύοντας την «electronic body music» τους (EBM) σε σημείο αναφοράς. 

Με αυτά και μ' αυτά, λοιπόν, θυμήθηκα ότι τον Δεκέμβριο του 2008 κάναμε μια συζήτηση με τον τραγουδιστή και βασικό τους στιχουργό Jean-Luc De Meyer, ενόψει της συναυλίας που θα έδιναν τότε στο «Fuzz». Από εκεί προέκυψε μια συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό που διατέθηκε στον Τύπο


Έχουν περάσει 10 χρόνια από την τελευταία live κυκλοφορία σας, το Re-Boot (1998). Γιατί αποφασίσατε να κυκλοφορήσετε ένα ακόμα live άλμπουμ σε αυτή τη χρονική συγκυρία; Και γιατί, όπως ανακοινώθηκε, θελήσατε να εκδοθεί σε box set μορφή (με το ένα CD να περιέχει αδημοσίευτο υλικό) και σε μονό CD, αλλά με 4 κομμάτια σε εναλλακτικές εκτελέσεις, που δεν βρίσκονται στο διπλό box set;

Αυτή τη στιγμή, βρίσκουμε τις «ζωντανές» συναυλίες μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα πλατφόρμα για να αναπτύξουμε το μουσικό μας πλάνο, συγκριτικά με ένα παραφορτωμένο και καταθλιπτικό στούντιο άλμπουμ, φτιαγμένο για την αγορά. Στο επερχόμενο Moments 1 διαρρυθμίσαμε όλα μας τα κομμάτια με μια εντελώς βιντάζ αίσθηση, κάτι για το οποίο πολλοί οπαδοί αδημονούν. 

Βέβαια, οι βιντάζ ήχοι τυχαίνει να είναι και της μόδας για αρκετούς φίλους της ηλεκτρονικής μουσικής, γενικότερα. Σχετικά τώρα με την απόφαση των διαφορετικών εκδοχών –μονό CD και διπλό box set– δεν έχω πρόβλημα να πω ότι πρόκειται απλώς για μάρκετινγκ: είναι μια μέθοδος που προσφέρει στους υποψήφιους αγοραστές διαφορετικές επιλογές. Μάλλον βέβαια θα κυκλοφορήσουμε και επιπλέον versions αργότερα, μόνο για το ίντερνετ… 

Να περιμένουμε από το Moments 1 την ίδια θαυμάσια ηχητική ποιότητα που διέκρινε την καλοκαιρινή σας ιντερνετική κυκλοφορία U-Men/I'm Rhythmus Bleiden; Αλήθεια, πώς τα καταφέρατε στην περίπτωση της τελευταίας;

Ναι, όλο το άλμπουμ θα διακρίνεται από αυτήν ακριβώς την αισθητική της συσχέτισης του αναλογικού ήχου με τα ζωντανά φωνητικά. μέσα σε ένα είδος ισχυρού ενεργειακού πεδίου. Με τη χαρακτηριστική αίσθηση «κρίσιμης κατάστασης», βέβαια, που είναι τυπική για τις συναυλίες των Front 242. Βλέπεις, η ποιότητα των νέων αναλογικών τεχνολογιών (Moog, Evolver κτλ.) μας επιτρέπει να κρατήσουμε το παλιό πνεύμα στον σχεδιασμό του ήχου, αλλά δίνοντάς του μια μοντέρνα υφή και μια ακριβολόγα και κοφτερή συνάμα αντιπροσώπευση. 

Στην επίσημη ιστοσελίδα σας περιγράφεστε ως «πατέρες της Electronic Body Music», ενός όρου τον οποίον βασικά εισάγατε με το άλμπουμ No Comments (1984). Πολλά έχουν γραφτεί έκτοτε, για εσάς όμως ποια ήταν η καθοριστική διαφορά με ό,τι είχατε παρουσιάσει στην αμέσως προηγούμενη δουλειά σας, Geography (1982), ώστε να δικαιολογεί την ανάγκη μιας νέας ηχητικής ταμπέλας;

Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καμία διαφορά. Αλλά την εποχή κυκλοφορίας του No Comments οι δημοσιογράφοι προσπαθούσαν να μας κατατάξουν κάπου και χρησιμοποιούσαν πολλά διαφορετικά ονόματα. Έτσι, αποφασίσαμε να αυτοπροσδιοριστούμε κάπως και εφηύραμε το Electronic Body Music. Πλέον, όμως, προτιμούμε να λέμε ότι οι Front 242 κάνουν Front 242 μουσική. 

Στις μέρες μας πολλές βελγικές μπάντες έχουν γνωρίσει παγκόσμια επιτυχία, πιο πολύ βέβαια στον pop/rock ήχο. Πίσω στα 1980s όμως, πόσο εύκολο ήταν για ένα συγκρότημα από τις Βρυξέλλες να γίνει δημοφιλές εκτός Βελγίου; Ή για να υπάρξει μια εταιρεία σαν την Alfa Matrix;

Ήταν πολύ δύσκολο να υπάρξεις στα 1980s, ειδικά όταν η μηχανή της αγγλοσαξονικής βιομηχανίας ήταν τόσο ισχυρή και προσανατολισμένη στο να καταστήσει διάσημα τα αγγλικά και αμερικανικά rock groups. Θεωρώ ότι τα καταφέραμε γιατί, όπως και κάποιες γερμανικές μπάντες των 1970s, διαθέταμε κάτι το ξεχωριστό: κάτι που οι άνθρωποι της βιομηχανίας δεν καταλάβαιναν, μα άρεσε στο κοινό. Ασφαλώς, βοήθησε σημαντικά και το ότι πάντα ήμασταν μια μπάντα των συναυλιών. Έπρεπε να έρθουν τα 1990s ώστε να κατανοήσει η βιομηχανία τη δύναμη της ηλεκτρονικής μουσικής και να διακριθούν διάφοροι DJs ή συγκροτήματα όπως οι Chemical Brothers, οι Underworld, ή οι Prodigy.

Αισθανθήκατε όμως ποτέ, ειδικά στα 1990s, πως ό,τι ξεκινήσατε ως dance/industrial πρωτοπόροι έγινε σε κάποιο σημείο τόσο μεγάλο, που δεν μπορούσατε πια να το ακολουθήσετε;

Από τη στιγμή που η βιομηχανία κατάλαβε τι δυνατότητες της άνοιγε η ηλεκτρονική μουσική, δεν μπορούσε κανείς να κάνει τίποτα για να το σταματήσει. Εμείς απορροφηθήκαμε από τη Sony και αντί να κυνηγήσουμε τη δόξα και να ξεπουληθούμε κρατήσαμε την ακεραιότητά μας, αρνηθήκαμε την εμπορική εκδοχή που επιθυμούσε για μας η εταιρεία και γι' αυτό ...απορριφθήκαμε! 

Τώρα, ήταν δύσκολο να μείνεις χωρίς εταιρεία σε μια εποχή σκληρού ανταγωνισμού με πολλές θαυμάσιες μπάντες, που πίσω τους είχαν ικανούς παραγωγούς, σχεδιαστές, ατζέντες μάρκετινγκ κτλ. Όμως στα zeros το σκηνικό άλλαξε και πάλι και ο κόσμος άρχισε να ξαναστρέφει το ενδιαφέρον του στον πυρήνα της ηλεκτρονικής μουσικής και το πώς ξεκίνησε.

Τι θυμάστε πιο έντονα από τις μέρες του Front By Front (1988) και την αναπάντεχη δημοτικότητα του "Headhunter";

Με θυμάμαι να δουλεύω στο στούντιο, μεταχειριζόμενος το "Headhunter" σαν κάθε άλλο τραγούδι του άλμπουμ, γιατί εκείνα τα χρόνια οι δίσκοι μας είχαν συνολικό concept. Δεν είχαμε ιδέα ότι θα γινόταν η εναλλακτική επιτυχία που τελικά έγινε…

Περιμένετε κάτι το ιδιαίτερο από την επικείμενη εμφάνισή σας στην Ελλάδα;

Ναι, γιατί ξέρουμε πως υπάρχει μια δυνατή goth/EBM σκηνή στην Αθήνα, όπως και πολλοί φίλοι της ηλεκτρονικής και της dance μουσικής γενικότερα. Ελπίζουμε έτσι να έχουμε ένα μικτό ακροατήριο, καθώς σκοπεύουμε να δώσουμε ένα πολύ δυνατό σόου, τόσο ηχητικά, όσο και από πλευράς εικόνας. 





21 Οκτωβρίου 2023

Dirty Granny Tales - συνέντευξη (2011)


Λίγο μετά την επιτυχία της παράστασης «Rejection» στο θέατρο Badminton (δείτε κι εδώ), τον Ιούνιο του 2011, είχα την ευκαιρία να κάνω μια κουβέντα με τον Mouldbreath –ηγέτη της καλλιτεχνικής κολεκτίβας των Dirty Granny Tales.

Το κείμενο που προέκυψε από τη συζήτησή μας έγινε συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με κάποιες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από την προαναφερόμενη παράσταση και ανήκουν στην Όλγα Κ(αλαντζή)


Από τον αντίστροφο κόσμο του Inversed World (2008) και τον έρωτα της Didi για τον παραμυθά της (Didi’s Son, 2010), στην παρουσίαση της τελευταίας ιστορίας μέσα από τα μάτια ενός αντίζηλου χαρακτήρα (Jealous). Ολοκληρώθηκε η τριλογία με την οποία συστηθήκατε στο κοινό; Ή η παράσταση «Rejection» αποτελεί κάποιο διάλειμμα; 

Φέτος είπαμε να φτιάξουμε μια εντελώς καινούρια ιστορία, με λίγο πιο απλό σενάριο, για να είναι και πιο κατανοητή στο κοινό. Η τριλογία μας δίδαξε πως σε μια μουσικοθεατρική παράσταση χωρίς διαλόγους καλό είναι να αποφεύγουμε τόσο περίπλοκες δράσεις. Η Didi και η παρέα της θα περιόριζε το στόρι, αν είχε ρόλο και φέτος… Αν και δεν νομίζω να έχουμε ξεφορτωθεί εντελώς αυτή την Κυρία!

Αλήθεια, γιατί οι καλλιτέχνες σκέφτονται συχνά με μονάδα έκφρασης την τριλογία;

Δεν έχω ιδέα! Σε εμάς απλώς προέκυψε. Η μία ιστορία γεννούσε δηλαδή την άλλη, η Didi στο κάτω-κάτω είναι πολύ δυνατός χαρακτήρας, που δεν τον ξεφορτώνεσαι εύκολα. Μας είχε περάσει από το μυαλό να γράφαμε και τέταρτο μέρος.

Έχετε παραλληλιστεί συχνά με τους Tiger Lillies, κυρίως ως προς τη «σκοτεινιά» των παραμυθιών σας. Αισθάνεστε κολακευμένοι ή αδικημένοι από μια τέτοια σύγκριση;

Είμαστε δύο σχήματα με μακιγιάζ και οπτικοακουστικό υλικό, ενώ και στους δύο τραγουδιστές υπάρχει η φαλσέτο χροιά… Πολύ λογικό, επομένως, να υπάρξει σύγκριση. Από την άλλη, η «σκοτεινιά» και το μεταφυσικό στοιχείο  είναι το δικό μας concept. Oι Tiger Lillies τείνουν προς την πλευρά του καμπαρέ. Επίσης, συνθετικά δεν υπάρχει κάτι κοινό. Με λίγα λόγια είμαστε δύο σχήματα με κοινούς τρόπους, οδεύουμε όμως σε διαφορετικούς δρόμους.

Πώς ήρθατε σε επαφή με την ιστορία του κεντρικού ήρωα του «Rejection»; Τον γνωρίσατε –όπως και ο περισσότερος κόσμος– μέσω των κινηματογραφικών του ενσαρκώσεων; Και γιατί σας κίνησε το ενδιαφέρον ένας κατά συρροή δολοφόνος; 

H σχέση του συγκεκριμένου serial killer με τη μητέρα του, ήταν αυτό που μου έδωσε έμπνευση για να γράψω την ιστορία του «Rejection».  Η υπερπροστασία και η αυταρχική συμπεριφορά μιας μητέρας προς το παιδί της, μπορεί να το μετατρέψει σε τέρας. Όλο αυτό το βρήκα πολύ ενδιαφέρον… 

Στην παράσταση, επιλέξατε να κινηθείτε περισσότερο στη μοίρα του ήρωα στον Κάτω Κόσμο. Γιατί θελήσατε να τον τοποθετήσετε σε μια τέτοια πραγματικότητα, επιστρέφοντάς τον στη δική μας μόνο στο φινάλε –ως στοιχειό; 

Θέλαμε να δείξουμε την τελική κρίση για τον συγκεκριμένο χαρακτήρα. Στη ζωή ένιωσε την απόρριψη, στον κάτω κόσμο ήταν λιγότερο αποκρουστικός. Για να τιμωρηθεί, λοιπόν, έπρεπε να επιστρέψει στη μητέρα του και να υποταχθεί και ως φάντασμα. Αυτή θα ήταν η κόλαση για τον ήρωά μας…         

Πιστεύετε σε κάποιο είδος μεταθανάτιας ζωής; Μου έκανε εντύπωση η σύλληψη του τέρατος που καταβροχθίζει τους νεκρούς, όταν εκείνοι χαθούν από τη μνήμη των ζωντανών...

Ο Άνθρωπος έχει την ικανότητα να εξελίσσεται, σε σχέση τα υπόλοιπα πλάσματα της Γης. Σε κάποια πράγματα, όμως, μόνο εικασίες γίνεται να ειπωθούν. Είμαστε ένας κόκκος σκόνης πάνω σε έναν σκονισμένο κόκκο άμμου στο Σύμπαν. Το υποσυνείδητο και το ασυνείδητό μας δεν μπορούμε να τα ελέγξουμε. 

Δεν πιστεύω στον παράδεισο με το καλοκουρεμένο γκαζόν και τους φτερωτούς ανθρώπους με τα λευκά νυχτικά, ούτε στην κόλαση με τον κόκκινο φούρναρη με τα κέρατα, ο οποίος θα μας ψήσει. Δεν είμαι υλιστής, είμαι ρεαλιστής. Είμαστε κι εμείς πλάσματα αυτού του άρρωστου πλανήτη, οπότε δεν είναι στη φύση μας να δώσουμε απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα. Στα παραμύθια μας, βέβαια, μπορούμε να χτίσουμε τον Κάτω Κόσμο όπως επιθυμούμε. Ήθελα έτσι και σε εκείνον τον κόσμο να υπάρχει θάνατος, γι' αυτό και σκέφτηκα το συγκεκριμένο πλάσμα.   

Το ότι παρουσιάσατε το «Rejection» στο Badminton, να το θεωρήσουμε ως δείκτη επιτυχίας των μέχρι τώρα παραστάσεών σας; Είδα στο θέατρο να σας χειροκροτεί κοινό που συνήθως δεν θα έβλεπα στην παράσταση μιας ομάδας με μεταλλικές ρίζες, όπως εσείς... 

Πέντε χρόνια τώρα που παρουσιάζαμε τις παραστάσεις μας, διαπιστώσαμε ότι το target group μας διαθέτει πολύ μεγάλη γκάμα. Στην αρχή μας είχε κάνει εντύπωση, δεν το περιμέναμε. Δεν θα κάναμε λοιπόν πρόταση στο Badminton, αν δεν είχαμε τέτοιο κοινό. Πάντως σέβομαι αυτό το θέατρο, το οποίο πήρε το ρίσκο να φέρει κάτι τόσο εναλλακτικό και «ακραίο» σε έναν τόσο επίσημο χώρο. Είναι μια κίνηση που δεν συνηθίζεται σε μια τόσο συντηρητική χώρα όπως η Ελλάδα. Το σίγουρο είναι ότι δικαιωθήκαμε κι εμείς κι αυτοί.  

Μιας και θέσαμε το θέμα των μεταλλικών ριζών, υπήρξαν οι Dirty Granny Tales μια φυσική συνέχεια των Horrified;  

Η πρώτη μου σκέψη ήταν να διασκευάσω κομμάτια Horrified με ακουστικά όργανα. Μετά είδα έναν περιορισμό κι επέλεξα σημεία τα οποία κόλλησα στις συνθέσεις των Dirty. Υπάρχουν και κανα-δύο κομμάτια που τα έχω αλλάξει ελάχιστα. Ίσως να είναι υπερβολικό να το χαρακτηρίσω φυσική συνέχεια, πάντως η ειρωνεία, η σκοτεινή ατμόσφαιρα και το θεατρικό στοιχείο υπάρχουν και στα δύο σχήματα. 

Με τι εντυπώσεις σε άφησε η συμμετοχή στο Aealo των Rotting Christ, αλλά και γενικότερα ο δίσκος αυτός –ένας από τους πιο συζητημένους και στο εξωτερικό ελληνικούς δίσκους;

Οι Rotting Christ είναι ένα συγκρότημα με ψυχή, είναι rock και στη ζωή και τους σέβομαι πολύ. Και το Aealo είναι ένα άλμπουμ που προσθέτει στην ελληνική σκηνή. Εμένα η συμμετοχή μου σ' αυτό ήταν ελάχιστη, έως μηδαμινή. Ως μεγάλη μου εμπειρία με τους Rotting Christ θεωρώ το ότι έπαιξα κιθάρα στην πρώτη τους ευρωπαϊκή περιοδεία, το 1993. 
  
Οι Dirty Granny Tales τι εμπειρία έχουν ως τώρα από το εξωτερικό;

Έχουμε εμφανιστεί  μέχρι στιγμής στο φεστιβάλ Dark Bombastic Evening, στο Βουκουρέστι. Όπου αφήσαμε πολύ θετικές εντυπώσεις, απέναντι σε ένα κοινό που μπορώ να πω έδειξε περισσότερο ενθουσιασμό κι από Ελλάδα. Ήδη είναι κλεισμένο το επόμενο live τον Αύγουστο, στα Καρπάθια όρη!

Δισκογραφικά τι θα γίνει; Θα βρούμε το «Rejection» και σε CD;

Δεν έχουμε ηχογραφήσει ακόμα κάτι, αλλά σίγουρα είναι στους άμεσους στόχους μας. Πιστεύω πως μέχρι το 2012 η Dirty Granny θα έχει γεννήσει το τρίτο της παιδί!

Πώς θα κινηθείτε στη συνέχεια; Θα κάνετε κι άλλες εμφανίσεις μέσα στο 2011, εκτός από το ταξίδι στα Καρπάθια;

Μέχρι στιγμής είναι επίσης κανονισμένη μια παρουσίαση του «Rejection» στη Φορτέτσα του Ρεθύμνου το καλοκαίρι, ενώ μέχρι το τέλος της χρονιάς θα έχουμε κι άλλες εμφανίσεις. 



19 Οκτωβρίου 2023

Dirty Granny Tales: «Rejection» - ανταπόκριση (2011)


Κάποτε παρακολουθούσα στενά, όπως κι άλλοι μου συνεργάτες στον Τύπο, τα όσα ποιούσαν οι Dirty Granny Tales: ένα αθηναϊκό σχήμα που κατάφερε να εκπροσωπήσει το πνεύμα των Tiger Lillies με έναν πιο δικό του τρόπο, ο οποίος εμπεριείχε και χορογραφίες ή κουκλοθέατρο στις ζωντανές εμφανίσεις, ενώ μπόρεσε να τραβήξει και το ενδιαφέρον ακροατών από τον goth και black metal χώρο ή ανθρώπους, γενικότερα, που άκουγαν Diamanda Galás ή εκτιμούσαν τα soundtracks του Danny Elfman για τις ταινίες του Τιμ Μπάρτον. 

Στην ουσία τους, τώρα, ήδη από την ίδρυσή τους το 2005, οι Dirty Granny Tales λειτούργησαν ως καλλιτεχνική κολεκτίβα, υπό τη μπαγκέτα του Mouldbreath –κατά κόσμον Σταύρος Μητρόπουλος, συνθέτης μα και δημιουργός animation, με metal ξεκινήματα στους Horrified, αλλά και στην ευρύτερη παρέα των Rotting Christ. 

Πίσω στον Απρίλη του 2011, λοιπόν, έγραψα κι εγώ ανταπόκριση για μια παράστασή τους («Rejection»), στο ανενεργό πλέον θέατρο των ολυμπιακών ακινήτων Badminton. Μια ανταπόκριση για τη βραδιά πρωτοδημοσιεύτηκε, κατόπιν, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Όλγα Κ(αλαντζή)  


Βλέποντας μόνο τις πλαϊνές θέσεις του Badminton να έχουν μείνει κενές καθώς τα φώτα έκλειναν για να ξεκινήσει η παράσταση, αναλογίστηκα ότι οι Dirty Granny Tales τα κατάφεραν. Αργά, μεθοδικά, με μόνα όπλα τους το ταλέντο και τη δουλειά τους και χωρίς βοήθεια από τους μάνατζερ του hype, διαδόθηκαν από στόμα σε στόμα. Και φτάσανε έτσι να γεμίζουν παραπάνω από ικανοποιητικά ένα θέατρο σαν το Badminton και μάλιστα με ετερόκλητο κοινό –δεν είχαν έρθει μόνο οι «δικοί τους» να τους δουν, αλλά και κόσμος που δεν φανταζόσουν ότι θα ενδιαφερόταν για κάτι τέτοιο. 

Αν και μετά το τέλος του πρώτου τραγουδιού (ορθώς) δεν έπεσε χειροκρότημα, βιάστηκα να βγάλω περαιτέρω θετικά συμπεράσματα για τον κόσμο. Σκέφτηκα δηλαδή, προς στιγμή, ότι το κοινό ήταν εκπαιδευμένο, είχε κατανοήσει ότι επρόκειτο να δει κάτι που περισσότερο στις παραστάσεις ανήκει, παρά στις συναυλίες και περίμενε έτσι το φινάλε για να επευφημίσει. Άλλωστε οι Dirty Granny Tales είχαν πάντα μια ολιστική άποψη για το ζήτημα –γι’ αυτό και τους κατανοείς καλύτερα βλέποντάς τους στη σκηνή, παρά ακούγοντάς τους σπίτι σου. Αλλά με το τέλος του δεύτερου τραγουδιού, διαψεύστηκα: στο εξής τα παλαμάκια θα ρίχνονταν με ρυθμό συναυλίας κι ας τήρησε το γκρουπ τον κώδικα της παράστασης με τη διπλή έξοδο όλων των συντελεστών στο τέλος. Δεν πειράζει, είχε υποθέτω μεγαλύτερη σημασία ο ενθουσιασμός των παριστάμενων και το ζεστό τους, δυνατό χειροκρότημα. 

Η νέα παράσταση των Dirty Granny Tales, τώρα, αφήνει πίσω της την τριλογία με την οποία καθιερώθηκαν κι έχει ως κεντρικό της θέμα την απόρριψη. Η χαλαρή αναφορά πίσω της είναι η ζωή του Ed Gein, του κατά συρροή δολοφόνου ο οποίος ενέπνευσε τόσο τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, όσο και τον Leatherface του Τόμπι Χούπερ. Οπότε, παρότι το Rejection εστιάζει αλλού, οφείλω να επισημάνω ότι με μια τόσο αμφιλεγόμενη αναφορά (τόσο στον Gein, όσο και γενικότερα στους serial killers) δεν ξεμπερδεύεις έτσι εύκολα, όπως ξεμπέρδεψε η παράσταση: με μια αυταρχική μάνα, δηλαδή, η οποία δεν άφησε τον γιο της να γνωρίσει τον εξωτερικό κόσμο παρά μόνο μέσα από ένα παράθυρο, θέλοντας να έχει η ίδια την αποκλειστική του αγάπη. Πρόκειται για μια παλιά –και εν μέρει ξεπερασμένη;– ανάλυση για τα αίτια που οδηγούν κάποιον στα έσχατα όρια της αντικοινωνικότητας, μη ενημερωμένη για την πιο σύγχρονη βιβλιογραφία: το περιβάλλον έχει από χρόνια χάσει την πρωτοκαθεδρία ως απόλυτος παράγοντας διαμόρφωσης μιας προσωπικότητας. 

Αλλά το Rejection διαδραματίζεται περισσότερο στον κόσμο των νεκρών. Είναι ένα σκοτεινό, φανταστικό παραμύθι για την απόρριψη που γνωρίζει ο κεντρικός χαρακτήρας ακόμα και στον Άδη και (σημειολογικά) έχει ενδιαφέρον ότι μόνο το δέντρο όπου τον κρέμασε η κοινότητα για τον φριχτό φόνο ενός κοριτσιού δείχνει ενδιαφέρον να τον προσεγγίσει, με τη φράση «οι νεκροί μας εκτιμούν»: αλληλεγγύη, ουσιαστικά, ενός ακόμα απορριπτέου. Ο τρόπος δε με τον οποίον δίνεται η πλοκή και κλιμακώνεται η δράση υπήρξε θαυμάσιος. Ένα animation με μια επιβλητική (οξυγώνια κατασκευασμένη) φιγούρα αυταρχικής μάνας μας διηγήθηκε αρχικά τη ζωή του πρωταγωνιστή, ενώ το κομμάτι που διαδραματίστηκε στον Άδη απεικονίστηκε από χορευτές. Πολύ καλές οι χορογραφίες της Εριφύλης Δαφέρμου (ειδικά εκείνη της συνάντησης θύματος και θύτη κι εκείνη των δύο πλασμάτων-αρχόντων του Κάτω Κάσμου), ακόμα πιο ευφάνταστα δε τα κοστούμια και τα σκηνικά. 

Ακόμα και τώρα που γράφω με την κατάλληλη χρονική απόσταση το παρόν κείμενο, μένουν πολύ ζωντανά στη μνήμη μου ο δαίμονας με τα τρία κρανία και το πτυχωτό άσπρο ένδυμα, το τέρας και οι άρχοντες του Άδη, μαζί βέβαια με τα λαμπερά κίτρινα, πράσινα και κόκκινα φόντα όπου (ενίοτε) τοποθετήθηκαν. Κορυφαία σκηνική στιγμή της παράστασης, όμως, στάθηκε το τέλος της, όπου ο αποδιωγμένος ήρωας επιστρέφει στο σπίτι του για να το στοιχειώσει. Εκεί, σάστιζες με δέος απέναντι στο βάθος και στην προοπτική με την οποία είχε αποδοθεί το εσωτερικό της οικίας, με φωτισμούς, καπνούς και μικρές λεπτομέρειες (τα αναμμένα κεριά, η περούκα της καθισμένης πλάτη στο φάντασμα μάνας) να συγκροτούν ένα αληθινά γκραν φινάλε. 

Μία μόνο μα βασική ένσταση έχω για τα όσα παρακολούθησα, τα επεξηγηματικά της δράσης κειμενάκια –τα οποία εμφανίζονταν ως προβολές. Είχαν, βρήκα, έναν τόνο παιδικό με την κακή έννοια, καθώς και μια αφελή (σχεδόν σπαραξικάρδια) δραματικότητα, η οποία δεν κόλλαγε με το υποβλητικό των σκηνικών, των χορογραφιών και των τραγουδιών. Υπήρχε ωστόσο μια θαυμάσια σύλληψη: ένα τέρας του Άδη το οποίο αναλάμβανε να καταβροχθίσει όσους νεκρούς χάνονταν από τη μνήμη των ζωντανών. Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση στα μετά τον θάνατο, ριζωμένη σε λαϊκές αντιλήψεις με αινιγματική καταγωγή, αλλά και με ένα «άρωμα» ομηρικών πιστεύω για τον Κάτω Κόσμο. 

Άφησα για το τέλος τα νέα τραγούδια των Dirty Granny Tales, ως το ενοποιητικό στοιχείο όλων των παραπάνω, το οποίο έδινε τόνο, χαρακτήρα και υπόσταση στο Rejection. Αν και λείπει πλέον το στοιχείο της έκπληξης από τη μουσική τους, υπάρχει εξέλιξη ως προς τον τρόπο ενοποίησης των αναφορών τους, καθώς και εμβάθυνση στον τρόπο συνύπαρξης του πιάνου, του βιολιού και του μαντολίνου με τα κρουστά (πολύ καλός ο ντράμερ της μπάντας) και με τα ηλεκτρικά όργανα. 

Το χαρμάνι των Dirty Granny Tales μεταφράστηκε λοιπόν σε πολλά υπέροχα τραγούδια, τα οποία απέδωσε με πάθος και με τον απαραίτητο σκοτεινό ρομαντισμό ο ηγέτης τους Mouldbreath. Συντονισμένα στο πνεύμα της παράστασης, εμπεριείχαν θλίψη, μελαγχολία, θυμό και σύγχυση σε δόσεις προσεγμένες, ώστε να υπηρετούν μεν τη σκηνική συνθήκη, συγκροτώντας όμως, παράλληλα, μικρά και αυτόνομα σύνολα, από τα οποία έλειπαν οι υπερβολές και οι ευκολίες που επικρατούν στους gothic, metal και goth-metal χώρους ή στο συμφωνικό ύφος που τους διέπει κατά τα τελευταία χρόνια. Θα είναι κέρδος για όλους μας να βρουν τον δρόμο τους προς τη δισκογραφία.

Κάνουν εξαιρετική δουλειά οι Dirty Granny Tales και είναι άδικη η (συχνή) σύγκρισή τους με τους Tiger Lillies. Συγγένειες υπάρχουν, δεν το αρνείται κανείς. Εκεί όμως που οι τελευταίοι βάλτωσαν σε μια μανιέρα και κατέληξαν καρικατούρες του ίδιου τους του Freakshow, οι Dirty Granny Tales συνεχίζουν αψηφώντας τον φορμαλισμό. Και η απήχηση που βρίσκουν αποτελεί δίκαιη ανταμοιβή της πορείας τους. 



17 Οκτωβρίου 2023

Στάθης Κουκουλάρης - ανταπόκριση (2013)


Σεπτέμβριος 2013, 10 χρόνια πριν να γραφτούν οι παρούσες γραμμές. Το ήξερα από 'δω κι από 'κει το όνομα του Στάθη Κουκουλάρη, όπως βέβαια και τη φήμη του, ως Ναξιώτη βιολιστή πρώτου μεγέθους για τα παραδοσιακά πράγματα των Κυκλάδων. 

Τίποτα, όμως, δεν με είχε προετοιμάσει για τα όσα θα έβλεπα και κυρίως θα άκουγα στο Μουσείο Λαϊκών Οργάνων «Φοίβος Ανωγειανάκης», όπου έμεινα –κυριολεκτικά– με το στόμα ανοιχτό.

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε στο Avopolis, με το κείμενο να αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και παραχωρήθηκαν από τους συντελεστές για τις ανάγκες του δημοσιεύματος. Στην κεντρική, δίπλα στον Στάθη Κουκουλάρη εικονίζεται η Μάρθα Μαυροειδή


Θα σας πω την αλήθεια. Στο τρίτο κιόλας κομμάτι της βραδιάς αναζητούσα το σαγόνι μου, το οποίο είχε φύγει προς τα κάτω. Από θαυμασμό, από απόλαυση, από μέθεξη, από πώρωση –βάλτε ό,τι λέξη αγαπάτε, μέσα θα 'στε. Κι αν ήταν δύσκολο να εκφραστούν όλα αυτά από τις καρέκλες όπου ήμασταν καθισμένοι στον κατάμεστο κήπο του Μουσείου Λαϊκών Οργάνων στην Πλάκα, βρήκαμε τον τρόπο να τα δείξουμε στον Στάθη Κουκουλάρη και στους υπέροχους συνοδούς του: δημιουργώντας μικρούς χαμούς, φωνάζοντας, χειροκροτώντας. 

Ο Ναξιώτης βιολιστής βγήκε στη σκηνή εν μέσω όχι μόνο επευφημιών, αλλά και ευχών για την ονομαστική του εορτή. Ψέλλισε ένα «ευχαριστώ» και ήταν η μόνη κουβέντα την οποία θα μας απηύθυνε. Ανέκφραστος, αγέλαστος και με το βλέμμα στυλωμένο κάπου ψηλά, είχε μυαλό μόνο για το βιολί του. Όχι από στριμάδα –μετά το τέλος της συναυλίας τον είδα καθισμένο να χαμογελά πλατιά. Προφανώς δεν έχει μάθει στο αλισβερίσι με το κοινό, δεν είναι αυτό που λέμε «επικοινωνιακός»: ο άνθρωπος τα λέει όλα με το όργανό του και πραγματικά δεν χρειάζεται να προσθέσει κουβέντα παραπάνω. 

Τις όποιες ανάγκες επικοινωνίας ανέλαβε λοιπόν η γλυκιά Μάρθα Μαυροειδή (φωνή/πολίτικο λαούτο), η οποία μας πληροφόρησε και για τις αλλαγές στη σύνθεση της κομπανίας: ο γιος του Κουκουλάρη, ο Βαγγέλης, δεν μπόρεσε να παραστεί, όπως ήταν προγραμματισμένο· τη θέση του στο λαούτο πήραν έτσι δύο Παριανοί, ο Σπύρος Μπάλλιος και ο Νίκος Παπαδάκης. Παριανός ήταν επίσης ο κοντραμπασίστας Γιώργος Βεντουρής, ενώ τη μπάντα συμπλήρωνε ο Βαγγέλης Καρίπης στα κρουστά. Όλοι τους θαυμάσιοι μουσικοί. 

Η συναυλία, τώρα, είχε στηθεί με τη λογική της φιλοξενίας ενός ευρύτερου ρεπερτορίου υπό τη σκέπη του κυκλαδίτικου στιλ. Δημιουργήθηκε έτσι ένας «χώρος» από τη Σκύρο ως το Αϊβαλί, με κομβικούς σταθμούς τη Νάξο και τα Δωδεκάνησα και με την παλιά Κωνσταντινούπολη να κάνει κι εκείνη τις περαντζάδες της. Η προσέγγιση αποδείχθηκε λειτουργική, κάτι αναμενόμενο αν σκεφτεί κανείς πως είναι και ιστορικά ακριβής: το κυκλαδίτικο ύφος, όπως το γνωρίζουμε, έχει ζυμωθεί με σημαντικά μικρασιατικά δάνεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα από όσα ακούσαμε την Παρασκευή, το "Θα Πάρω Βόλτα Τα Βουνά". Τραγούδι που ναι μεν έχει συνυφανθεί με τις Κυκλάδες, προέρχεται όμως από ένα κοινό μικρασιατικό ρεπερτόριο, το οποίο δείχνει να πέρασε στα κυκλαδονήσια στα χρόνια του Μιχάλη Κονιτόπουλου –συμπατριώτη του Κουκουλάρη, από τον Κινίδαρο της Νάξου. 

Άλλες επιλογές οι οποίες (επ)έμειναν να ηχούν στ' αυτιά μου και αρκετά μετά το πέρας της συναυλίας ήταν ο "Σκοπός Της Νύφης", το σκυριανό τραγούδι με τους στίχους «μάθανε την αγάπη μας κι όσο μπορείς φυλάγου», το πάντα αγαπητό στο κοινό "Αμοργιανό Μου Πέραμα" και ο "Μπαρμπα-Γιαννακάκης". Η Μάρθα Μαυροειδή στάθηκε σε εξαιρετικό ύψος ερμηνευτικά, παρότι νομίζω ότι η προσέγγισή της βασίστηκε περισσότερο στο μικρασιατικό ύφος, παρά στο κυκλαδίτικο. Όπως και να έχει, πάντως, δεν υπήρξε τραγούδι που να μην το είπε ωραία. 

Από τους μουσικούς θαύμασα για ακόμα μία φορά τον Βαγγέλη Καρίπη και τη μαστοριά του στα κρουστά, ενώ απόλαυσα τον Σπύρο Μπάλλιο, που λαουτάριζε φανερά εκστασιασμένος με τα όσα ποιούσε ο Κουκουλάρης. Ο οποίος και αποτυπώθηκε, βέβαια, ως μεγάλος πρωταγωνιστής και «ψυχή» της κομπανίας: πότε με δοξαριές, πότε με δαχτυλιές, πότε συνοδεύοντας και πότε σε οργανικά σόλο, στάθηκε σε κάθε περίσταση ένας φανταστικός βιολιστής, ικανός να παρασύρει/συγκινήσει με τους χρωματισμούς του παιξίματός του. 

Ήταν, συμπερασματικά, μια ουσιωδώς παραδοσιακή συναυλία, πραγματοποιημένη σε έναν πανέμορφο χώρο: ο κήπος του Μουσείου Λαϊκών Οργάνων είναι από τους ωραιότερους στην πρωτεύουσα για μικρές, ανοιχτές συναυλίες. Στην ατμόσφαιρα πλανιόταν κάτι από το πνεύμα «μ' αγιόκλημα και γιασεμιά», όπως το εννοούσε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, το οποίο –σε συνδυασμό με την απόδοση του Κουκουλάρη και των συνοδών του– μεγιστοποίησε την απόλαυση για όσους είχαμε την τύχη να βρεθούμε εκεί.