29 Σεπτεμβρίου 2023

Τρίο Τεκκέ - συνέντευξη (2011)


«Ανασκαφών» συνέχεια για συνεντεύξεις τις οποίες έκανα στο διάστημα που δούλευα για το περιοδικό Ήχος.

Σήμερα, συναντάμε τους Τρίο Τεκκέ (Trio Tekke, διεθνώς): αυτό το ξεχωριστό και κομβικό για τα κυπριακά πράγματα γκρουπ που συνίδρυσαν στο Λονδίνο ο Αντώνης Αντωνίου (που δρα και με τους Monsieur Doumani), ο πολυπράγμων Λευτέρης Μουμτζής –ο οποίος έχει έντονη δημιουργική παρουσία και στην indie pop/rock σκηνή– και ο Colin Somervell. 

Η συνέντευξή μας έγινε τον Νοέμβριο του 2011, έχοντας ως αφορμή τον δεύτερο και ίσως καλύτερό τους δίσκο «Σαμάς» –εκείνον με τον ήλιο και τον γάιδαρο. Πρωτοδημοσιεύτηκε, φυσικά, στις σελίδες του εντύπου και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Είναι η πρώτη φορά που διατίθεται στο ίντερνετ.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από το ίδιο το γκρουπ, για τις ανάγκες της δημοσίευσης


Μια λέξη/τίτλος («Σαμάς») με ασαφή σημασία –τουλάχιστον για μας στην Ελλάδα– ένας γάιδαρος κι ένας ήλιος σε ελαφρύ μουσταρδί φόντο. Διαφωτίστε μας, για αρχή, στα σχετικά με τη σημειολογία του δεύτερου δίσκου σας...

To όνομα πηγάζει από ένα εσωτερικό αστείο της τριάδας, το οποίο δεν θα θέλαμε να αποκαλύψουμε, ούτε και έχει ιδιαίτερο νόημα. Αυτό που μπορούμε να πούμε, όμως, είναι ότι αργότερα μάθαμε κι εμείς οι ίδιοι ότι η λέξη σαμάς έχει διάφορες ερμηνείες: για παράδειγμα, σε κάποια χωριά της Κύπρου σάμα λένε το σαμάρι του γαϊδάρου και σε κάποια άλλα σαμμάς (με δύο μ), είναι ο ίδιος ο γάιδαρος –ή γάρος στα Κυπριακά. Η Βικιπαίδεια λέει πως Σαμάς ήταν ο θεός του ήλιου για τους Σουμέριους και πάει λέγοντας. 

Τώρα, στο μπροστινό εξώφυλλο, απεικονίζεται ο κυπριακός γάρος. Κι αν θέλει κανείς να το δει με συμβολικό μάτι –σε σχέση δηλαδή με τη γενικότερη νοοτροπία που χαρακτηρίζει τους Κύπριους– μπορεί να το κάνει! Κάποιος μπορεί επίσης να το δει με το τουριστικό μάτι... ότι στόχος μας π.χ. με αυτήν την κυκλοφορία είναι, πάνω από όλα, η προώθηση των εξαγωγών κυπριακού γάρου στο εξωτερικό ή η επαναφορά του είδους ως βασικού μέσου συγκοινωνίας! Α, ναι... Και η προσέλκυση τουριστών στο νησί, για να θαυμάσουν από κοντά τους γάρους μας!

Στο νέο άλμπουμ, σε αντίθεση με τα «Ρεγγέτικα» (2009), η έμφαση δίνεται σε δικό σας υλικό, παρά σε διασκευές. Εντούτοις επιλέγετε και πάλι κάποια παλιά τραγούδια, όπως τον "Αντώνη Τον Βαρκάρη" ή το "Πάμε Στο Φάληρο". Τι υπαγόρευσε το πόσες διασκευές και ποιες θα περιέχει το «Σαμάς»; 

Δεν υπήρξε ιδιαίτερη σκέψη πίσω από αυτό, η αλήθεια να λέγεται. Βασικά μπήκαμε στο στούντιο και προσπαθήσαμε να γράψουμε όλο το υλικό που είχαμε (διασκευές και μη) και μετά διαλέξαμε τι πιστεύαμε ως καλύτερο. 

Το γεγονός ότι τα περισσότερα είναι «αυθεντικά» κομμάτια αποτελεί μια θετική εξέλιξη και σίγουρα δίνει και κάποιες νύξεις ως προς τα μελλοντικά σχέδια του γκρουπ. Οι διασκευές που επιλέχθηκαν βρίσκονταν ήδη στο σετ των συναυλιών μας, οπότε διαλέξαμε εκείνες που είχαν την καλύτερη ενέργεια στις ηχογραφήσεις, ώστε να μπουν στον δίσκο.

Τα «Ρεγγέτικα» βρήκαν αρκετή απήχηση στην πατρίδα σας –κατά δήλωσή σας είναι από τις πιο επιτυχημένες κυπριακές μουσικές παραγωγές των τελευταίων χρόνων. Πώς λοιπόν δεν επιδιώξατε για το «Σαμάς» μια κυκλοφορία σε δισκογραφική εταιρεία με μεγάλο δίκτυο διανομής; Αντ' αυτού κινείστε και πάλι ανεξάρτητα...

Ναι, υπήρξε όντως μια συνειδητή επιλογή αυτό. Καταρχήν, μας παίρνει αρκετό χρόνο να βρεθούμε όλοι, να γράψουμε, να προβάρουμε, να παίξουμε, να ηχογραφήσουμε. Δεν μένει και πολύς χρόνος μετά να γυρεύουμε εταιρείες. Από την άλλη, ούτε θελήσαμε. Είπαμε να βγάλουμε ανεξάρτητα το «Σαμάς» και να συνεχίσουμε με αυτόν τον κάπως ανορθόδοξο και underground τρόπο διανομής, με την ελπίδα πως σιγά-σιγά θα μαθευτεί και θα διαδοθεί, όπως έγινε και με τα «Ρεγγέτικα». 

Και, όπως φαίνεται, μάλλον καλά κάναμε! Προς το παρόν πουλάμε τον δίσκο από την ιστοσελίδα μας και, πιστέψτε μας, έχουν αγοραστεί αντίτυπα από κάθε άκρη του κόσμου. Η αλήθεια είναι, πάντως, ότι μας προσέγγισε και μια εταιρεία-κολοσσός στη world δισκογραφία, με σκοπό την επανακυκλοφορία του «Σαμάς» κάτω από δικό τους label. Αλλά τελικά δεν τα βρήκαμε. 

Αξιοσημείωτη όμως ήταν και η υποδοχή του ντεμπούτο σας σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Τι πιστεύετε τράβηξε τα διεθνή ακροατήρια; Πώς πέτυχαν οι Τρίο Τεκκέ εκεί όπου έχουν αποτύχει πάμπολλα ελληνικά αγγλόφωνα γκρουπ;

Στον Δυτικό κόσμο και ειδικότερα σε χώρες όπως η Αγγλία, η Γερμανία, η Γαλλία και φυσικά η Αμερική, παρατηρείται την τελευταία δεκαετία (ίσως και εικοσαετία) ένα τρελό ενδιαφέρον προς μουσικά είδη άλλων λαών, τα οποία έχουν διαφορετικό άκουσμα από αυτό που λέμε «τονικό σύστημα». Για ποιον ακριβώς λόγο δεν μπορούμε να ξέρουμε, ίσως όμως να είναι η «εξωτική» διάθεση που προκαλούν. 

Ένας Γερμανός ή Ιρλανδός, που δεν καταλαβαίνει λέξη ελληνικά, εκλαμβάνει τη μουσική μας (στην οποία κατά τα άλλα ο στίχος έχει καθοριστική σημασία) σε κάποιο άλλο επίπεδο, πέρα από το εννοιολογικό. Δημιουργεί δηλαδή στο μυαλό του ένα δικό του νόημα, το οποίο τον ικανοποιεί και τον ελκύει –και πολλές φορές δεν έχει καν την ανάγκη να μάθει τι πραγματεύεται ένα τραγούδι. 

Μεγάλο ρόλο στην καλή υποδοχή που είχαμε από το συγκεκριμένο κοινό έπαιξαν πιστεύουμε και οι ενορχηστρώσεις μας, καθώς περιέχουν πολλά στοιχεία –κυρίως ρυθμικά– προερχόμενα από άλλα μουσικά είδη, σίγουρα πιο οικεία στα αφτιά τους. Τέτοια στοιχεία λειτουργούν ως σημεία αναφοράς, από όπου το συγκεκριμένο κοινό μυείται σε αυτόν τον «μακρινό» για εκείνους κόσμο.

Πώς άλλαξαν οι ισορροπίες στο συγκρότημα, με δεδομένο ότι το σχηματίσατε στο Λονδίνο και ως το 2008 κινηθήκατε ευρωπαϊκά, μα πλέον δύο από τα μέλη του έχουν επιστρέψει στη γενέτειρα Κύπρο;  

Η φιλία και οι δεσμοί δεν αλλοιώθηκαν καθόλου με αυτήν την εξέλιξη, παρόλο που από το 2008 ο καθένας μας έχει δουλέψει (μουσικά) πάνω σε πάρα πολλά πράγματα από μόνος του ή έχει κάνει πολλές άλλες συνεργασίες. Όταν βρεθούμε, πάνω-κάτω η ενέργεια είναι εκεί. Ή, όταν δεν είναι, τη βρίσκουμε συνήθως μετά την πρώτη συναυλία. 

Εξακολουθούμε πάντως να παίζουμε στην Αγγλία (παίξαμε τον φετινό Φλεβάρη και Μάρτιο) και σίγουρα θα ανταποκριθούμε θετικά σε προσκλήσεις για Ευρώπη, αν αυτές προκύψουν. Απλά πλέον διαφέρει το από πού μετακινείται ο καθένας μας. Και, στον δημιουργικό τομέα, το ότι ίσως να μην υπάρχει μια συνεχής ροή, όπως προηγουμένως.

Μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε την αγάπη των Αντωνίου & Μουμτζή για τα παλιά ρεμπέτικα, όμως πώς προέκυψε κάτι τέτοιο για τον Βρετανοχιλιανό Colin Somervell, που συμπληρώνει το τρίο με το κοντραμπάσο του;

Ο Colin ήταν συμφοιτητής με τον Λευτέρη στο Μπέρμιγχαμ. Ήρθε στην Κύπρο για πρώτη φορά το 2004 και οι τρεις μας σχηματίσαμε μια μπάντα που δεν είχε σε τίποτα να κάνει με ρεμπέτικα. Ο ίδιος μας άκουγε όμως να παίζουμε ρεμπέτικα και τον συνεπήρε η πολυπλοκότητα της απλότητάς τους. Έγινε δηλαδή μια σχετικά ομαλή εισαγωγή του σε αυτόν τον μουσικό κόσμο. 

Μετά από έναν χρόνο, όταν βρεθήκαμε στο Λονδίνο και παίζαμε ρεμπέτικα με τον Λευτέρη (ο οποίος λόγω έλλειψης κιθάρας συνόδευε με μπάντζο), διαμορφώθηκε –έτσι τυχαία– ένα συναρπαστικό groove και μας κόλλησε η ιδέα να πειραματιστούμε και να το αναπτύξουμε περαιτέρω. Ο Colin με το κοντραμπάσο του υπήρξε ο καταλύτης: έφερε ακριβώς τα στοιχεία που χρειάζονταν για να πάρει το όλο πρότζεκτ μια ενθουσιώδη στροφή.

Αλήθεια, γιατί τα ρεμπέτικα; Γιατί βλέπουμε μουσικούς όπως εσάς, τον Μπάμπη Παπαδόπουλο ή τον Γιάννη Κυριακίδη να αποπειρώνται να ανανεώσουν αυτό συγκεκριμένα το κομμάτι της μουσικής παράδοσης του Ελληνισμού –και όχι ας πούμε το δημοτικό τραγούδι ή το ελαφρό του Μεσοπολέμου; 

Αυτή είναι μια καλή ερώτηση... Λες να πρόκειται για συγκυρία ή μήπως το ρεμπέτικο έχει κάτι βαθύτερο από τα άλλα δύο που αναφέρεις; Στον Λευτέρη, πάντως, αρέσει το ελαφρό του Μεσοπολέμου: μεγάλωσε με τέτοια ακούσματα και πού και πού τα παίζει. Ίσως όμως το ρεμπέτικο να έχει μια άλλη δυναμική, η οποία επιδρά πάνω μας διαφορετικά. Είμαστε παιδιά της πόλης κι έχουμε τύχει και μετανάστες, όπως και μιας κάπως χαλαρότερης στάσης ζωής –οπότε ίσως γι' αυτό να χτυπά κάποια νεύρα, κάπου μέσα μας. 

Επίσης, αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο είναι η ενέργεια η οποία περικλείεται στην εκτέλεση ενός τραγουδιού τέτοιου ύφους και όχι απλά μία αναβίωση του ρεμπέτικου. Δεν αποκλείουμε, φυσικά, ότι μελλοντικά θα μπορούσαμε να ασχοληθούμε και με άλλα κομμάτια της παράδοσής μας. Υπάρχουν, για παράδειγμα, σκέψεις για κάποιο πρότζεκτ που να έχει ως βάση την κυπριακή μουσική παράδοση.

Ως τώρα το «Σαμάς» έχει παρουσιαστεί μόνο στην Κύπρο, στις 12 Νοεμβρίου όμως θα το φέρετε και στην Αθήνα (στον «Ιανό»). Τι άλλο περιλαμβάνουν τα άμεσα σχέδιά σας;

Εκτός από τη συναυλία-παρουσίαση στον «Ιανό», θα κάνουμε ακόμη δύο παραστάσεις στην Ελλάδα: στα Ιωάννινα, στην «Αγορά Πολυχώρος» στις 10 Νοεμβρίου και στη Θεσσαλονίκη, στο «Γαία Live», στις 11 Νοεμβρίου. Ελπίζουμε ότι σύντομα θα ξαναβρεθούμε στην Ελλάδα για ένα μεγαλύτερο τουρ! Τον Δεκέμβριο έχουμε προγραμματισμένες συναυλίες στην Κύπρο και τον ερχόμενο Μάιο θα γίνει μια περιοδεία στην Αγγλία. 



28 Σεπτεμβρίου 2023

Νεκτάριος Καραντζής & Σαβίνα Γιαννάτου - συνέντευξη (2011)


Ένας τολμηρός και ωραίος εγχώριος δίσκος, που δυστυχώς πήγε χαμένος στα δύσκολα χρόνια της οικονομικής κρίσης και της αναστάτωσης των μνημονίων, ήταν το «Ομήρου Οδύσσεια» του Νεκτάριου Καραντζή, με ερμηνεύτρια τη Σαβίνα Γιαννάτου (2011).

Δύσκολο το εγχείρημα, ίσως όχι απολύτως επιτυχημένο, μα με πολλά όμορφα σημεία, που ανέδειξαν το αγαπημένο έπος της αρχαιότητας υπό ένα διαφορετικό φως. Παλιά που έκανα ραδιόφωνο, μάλιστα, έπαιζα τακτικά το "Άνδρα Μοι Έννεπε", που μπορείτε να απολαύσετε στον σύνδεσμο στο τέλος της ανάρτησης.

Τότε, πάντως, τον Ιανουάριο του 2011, δόθηκε η ευκαιρία να στήσουμε μια κοινή συνέντευξη με τον Καραντζή και τη Γιαννάτου, η οποία δημοσιεύτηκε έπειτα στο περιοδικό Ήχος. Τώρα, λοιπόν, παρότι δεν με ικανοποιεί παρά σε λίγα σημεία, αναδημοσιεύεται κι εδώ, για πρώτη φορά στο ίντερνετ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν για το δημοσίευμα από τη Lyra, με αυτήν της Γιαννάτου να ανήκει στον Marco De Luca


Κύριε Καραντζή, κατάγεστε από την Ιθάκη. Εσείς είχατε την αρχική σύλληψη της μελοποίησης αποσπασμάτων από την «Οδύσσεια»; Ή σας προσέγγισαν με την ιδέα, ακριβώς λόγω αυτής της καταγωγής;

Η αρχική ιδέα ανήκει στον στιχουργό και Θιακό στην καταγωγή Μιχάλη Μπουρμπούλη και στην Αέναο Πλεύση, μία δραστήρια παρέα φίλων από το νησί. Η Αένος Πλεύσις είχε κατά νου μία δισκογραφική παραγωγή, ο Μπουρμπούλης έριξε την ιδέα για τη μελοποίηση αποσπασμάτων του ομηρικού κειμένου και ο Δήμος Ιθάκης ανέλαβε την οικονομική στήριξη του όλου εγχειρήματος.

Με τους Terra Incognita έχετε καταθέσει τρεις δίσκους που αναζητούν μια νέα μουσική έκφραση, κάπου μεταξύ τζαζ και κλασικής μουσικής. Πόσο σας βοήθησε αυτή η εμπειρία στη μελοποίηση της «Οδύσσειας»;

Κάθε μουσικός, σε κάθε νέο του βήμα, θέτει καινούριους στόχους αποφεύγοντας επαναλήψεις, εύκολες λύσεις  και μανιερισμούς. Κάθε νέο βήμα, όμως, προετοιμάζεται και στηρίζεται σε ολόκληρη την προηγούμενη εμπειρία. Πρόκειται δηλαδή για μια κλιμακωτή διαδρομή, όπου κανείς αποκτά σταδιακά τον έλεγχο του υλικού του και αφομοιώνει επιρροές. Μαθαίνεις να ακούς καλύτερα και να εμπιστεύεσαι το ένστικτό σου, σε μια πορεία όπου προσπαθείς να αρθρώσεις έναν προσωπικό, αλλά και απόλυτα κατανοητό μουσικό λόγο.

Εσείς, κυρία Γιαννάτου, σε ποια πλευρά της τραγουδιστικής σας εμπειρίας βασιστήκατε περισσότερο ως ερμηνεύτρια της «Οδύσσειας»; Σε εκείνη λ.χ. των Primavera ή του δίσκου «Πάω Να Πω Στο Σύννεφο» (2002); Ή σε αυτήν που εκπροσωπείται στο πιο πρόσφατο άλμπουμ «Μουσική Δωματίων» (2007);

Ο τρόπος που τραγουδάω με τους Primavera δεν έχει τόσα κοινά με το «Πάω Να Πω Στο Σύννεφο». Στα τραγούδια αυτά του Μάνου Χατζιδάκι τραγούδησα όπως έχω τραγουδήσει το υλικό της Λένας Πλάτωνος, του Μιχάλη Γρηγορίου και όσων συνθετών θεωρούμε «έντεχνους». Εκεί λοιπόν βασίστηκα και στην «Οδύσσεια»: στον έντεχνο τρόπο. Αυτό μου υπαγόρευε άλλωστε και η μελοποίηση.

Από την εμπειρία σας στη δισκογραφία, θεωρείτε ότι το όνομά σας λειτουργεί και ως ένας πρέσβης, που θα φέρει ενδεχομένως τον συγκεκριμένο δίσκο σε ένα ευρύτερο κοινό; Ή πιστεύετε ότι η δουλειά θα είχε ούτως ή άλλως μια συγκεκριμένη απήχηση;

Όσοι ακροατές ξέρουν εμένα και όχι τον Νεκτάριο, θα μπορούσαν να ακούσουν (ή να μην ακούσουν) τον δίσκο γι' αυτόν τον λόγο. Σίγουρα, όμως, υπάρχουν και ακροατές οι οποίοι έτσι κι αλλιώς θα ενδιαφερόντουσαν για τη μελοποίηση της «Οδύσσειας» –επειδή γνωρίζουν κι αγαπούν το κείμενο.

Έχετε υπόψη τα έργα που έχουν κατατεθεί πάνω στην αρχαία ελληνική μουσική –εγχώριες και διεθνείς εκδόσεις; Σας έδωσαν κάποια παραδείγματα προς αποφυγή για το συγκεκριμένο εγχείρημα;

Ν.Κ.: Από την πρώτη στιγμή ήξερα ότι δεν θα έκανα μια «πιστή» αναπαράσταση της αρχαίας ελληνικής μουσικής –ακόμα κι αν το ήθελα, δεν θα μπορούσα. Ξέρουμε πολύ λίγα για την αρχαία ελληνική μουσική και εγώ, μη  όντας εθνομουσικολόγος, ακόμα λιγότερα. Επίσης δεν ήθελα ο συνδυασμός συμφωνικών και παραδοσιακών οργάνων να μείνει σε ένα επιφανειακό, τουριστικό  επίπεδο. Σε ένα έθνικ χαμηλών λιπαρών, δηλαδή...
Σ.Γ.: Έχω υπόψη μου κάποια ελληνικά και διεθνή έργα: μερικά είναι ενδιαφέροντα, κάποια άλλα κιτς. Δεν ξέρω αν έδωσε κανείς παραδείγματα προς αποφυγήν στον Νεκτάριο, εγώ τραγούδησα πάντως ό,τι ήταν γραμμένο, με τον τρόπο που συνήθως τραγουδάω. Και νομίζω ότι η επιλογή μου από τον Νεκτάριο έγινε γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο.

Αλήθεια, τι επαφή είχατε με τον Όμηρο και το έργο του πριν τον συγκεκριμένο δίσκο; Άλλαξαν πράγματα στην αντίληψή σας για εκείνον, καθώς φτιάχνατε το άλμπουμ;

Ν.Κ.: Ως Θιακός, είχα την «Οδύσσεια» στη βιβλιοθήκη μου. Μετά την ανάθεση διάβασα αρκετά αποσπάσματα στην προσπάθεια να ξεκλειδώσω τη μελωδικότητα και τη μουσικότητα του αρχαίου κειμένου. Τότε συνειδητοποίησα ότι, σε κάποιον βαθμό, θεωρούσα το ομηρικό κείμενο σαν μέρος μιας διδακτέας ύλης –μια σχολική αντιμετώπιση δηλαδή– και όχι σαν ό,τι πραγματικά είναι: ποίηση και μάλιστα του υψηλότερου επιπέδου.
Σ.Γ.: Η επαφή μου με την «Οδύσσεια» είχε να κάνει κυρίως με το σχολείο, την έβλεπα τότε σαν ένα ωραίο παραμύθι. Στη συνέχεια, διάβασα αρκετές αναφορές στο έργο –κυρίως σε βιβλία τα οποία αναλύουν τη μυθολογία– αλλά ποτέ το ίδιο το κείμενο. Δεν μπορώ να πω ότι άλλαξε κάτι στην αντίληψή μου με τον δίσκο. Ο Νεκτάριος, μουσικά, δεν κινήθηκε σε απρόβλεπτους δρόμους.
 
Κύριε Καραντζή, αντιλαμβάνομαι το έργο που καταθέσατε ως μια επιτυχημένη διάδραση μεταξύ της Δυτικής λόγιας παράδοσης και μιας ευρύτερης ελληνικότητας. Εμπνευστήκατε από το δημοτικό τραγούδι ως προς αυτήν την προσέγγιση;

Ήταν επιλογή μου η «Οδύσσεια» να έχει σαφή γεωγραφικό προσδιορισμό, μεσογειακό και ελληνικό. Ο προφανής –αλλά όχι και μοναδικός, βέβαια– τρόπος ήταν ενορχηστρωτικά, με τη χρήση παραδοσιακών οργάνων όπως καβάλ, σαντούρι και ούτι και με τη χρήση επίσης των τρόπων (αφού η παραδοσιακή μουσική είναι τροπική). 

Οι τρόποι, όμως, χρησιμοποιούνται κι αλλού, με διαφορετική ματιά. Τρόπους συναντάμε π.χ. και στην πολυφωνία της Αναγέννησης, στη σύγχρονη κλασική (Ολιβιέ Μεσσιάν), όπως επίσης και στην τζαζ. Έτσι υπάρχει ένας κοινός τόπος όπου η παραδοσιακή μουσική μπορεί να συνδιαλλαγεί με άλλα είδη. 

Όποιος αναρωτιέται για το τι σημαίνει ελληνική μουσική, πού θα πρέπει να ανατρέξει; 

Ν.Κ.: Το τι σημαίνει ελληνική μουσική (με την ευρεία και όχι με τη στενή γεωγραφική έννοια) είναι μια μεγάλη και ενδιαφέρουσα συζήτηση, στην οποία πρέπει να υπάρχουν ενστάσεις, διαφοροποιήσεις και αντιρρήσεις. Σίγουρα η πληθώρα των παραδοσιακών ιδιωμάτων αποτελεί έναν αστείρευτο πλούτο ομορφιάς. 

Ίσως, όμως, για να κατανοήσουμε καλύτερα τι σημαίνει ελληνική μουσική θα πρέπει να δούμε και πέρα από αυτήν. Υπάρχει η  Λογοτεχνία και η Ποίηση, η Αρχιτεκτονική και η Ζωγραφική, η Φιλοσοφία και η Ιστορία, που μπορούν να μας διαφωτίσουν το ίδιο ή και περισσότερο. Σε κάθε μουσικό, τα ερεθίσματα αυτά θα αποτελέσουν τη βάση ή τον καταλύτη εκείνον από όπου θα προκύψει το νέο υλικό, οι καινούριες τάσεις, τα νέα χρώματα. Εκεί νομίζω ότι βρίσκεται και το μεγάλο στοίχημα: στο πώς η γνώση του παρελθόντος θα μας δώσει ώθηση για νέα δημιουργία.

Σ.Γ.: Έχουν διασωθεί αποσπάσματα από μελωδίες αρχαίων ύμνων, όμως αμφισβητείται η ορθότητα της καταγραφής τους ή ο τρόπος με τον οποίον θα έπρεπε να ερμηνεύονται. Δεν έχω ασχοληθεί με αυτό το είδος για να ξέρω πού είναι σωστό να ανατρέξει κανείς: όπως μελετάμε την αρχαία γλώσσα ή την ιστορία, έτσι θα πρέπει να ψάχνουμε και την αρχαία μουσική, μόνο αυτό μπορώ να πω. 

Τώρα, αν μιλάμε για την ελληνική μουσική γενικά, σίγουρα στο παραδοσιακό και στο ρεμπέτικο τραγούδι, στη βυζαντινή μουσική και στο πώς τέτοια είδη επηρέασαν και επηρεάζουν όλη τη μουσική δημιουργικότητα στην Ελλάδα.



27 Σεπτεμβρίου 2023

Sigmatropic - συνέντευξη (2014)


Με τους Sigmatropic του Άκη Μπογιατζή είχαμε συναντηθεί το 2007, με αφορμή την έκδοση του άλμπουμ «Dark Outside», για μια εκτενή συζήτηση που κατέληξε στις σελίδες του περιοδικού Sonik (δείτε εδώ). Νομίζω ότι αργότερα πέρασε και στο Avopolis, τεμαχισμένη όμως σε δύο μέρη, απόφαση που δεν ήταν δική μου, καθώς τότε δεν είχα αναλάβει, ακόμα, την αρχισυνταξία του site.

Μιας και γίναμε φίλοι με τον Άκη Μπογιατζή στο Facebook αυτές τις μέρες, όμως, σκάλισα λίγο στο αρχείο και είδα ότι εκείνη η συνέντευξη δεν ήταν και η μοναδική που είχαμε κάνει. 7 χρόνια αργότερα, δηλαδή, τον Δεκέμβριο του 2014, ξαναβρεθήκαμε με αφορμή την έκδοση του δίσκου «Dead Computer Blues», αυτή τη φορά για λογαριασμό του περιοδικού Ήχος.

Η κουβέντα που κάναμε, λοιπόν, βρήκε τον δρόμο της δημοσίευσης στις σελίδες αυτού και τώρα αναδημοσιεύεται κι εδώ, για πρώτη φορά στο ίντερνετ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* η χρησιμοποιούμενη κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το promo υλικό που διατέθηκε εκείνη την εποχή στον Τύπο


Για σας που το δημιουργήσατε, σε τι διαφοροποιείται το «Dead Computer Blues» από τις μέχρι τώρα δουλειές των Sigmatropic; Και ως προς τι αποτελεί φυσική συνέχεια εκείνων;

Στο τελευταίο μας άλμπουμ έχουμε προσεγγίσει την παραγωγή μέσα από μια «παραδοσιακή» οδό· οι βασικές ιδέες, δηλαδή, δουλεύτηκαν και ενορχηστρώθηκαν από όλα τα μέλη μαζί. Γι' αυτό, πιστεύω, η μουσική αποδίδεται με μια εσωτερική δύναμη, που –εγώ τουλάχιστον– είχα να τη βιώσω από την εποχή των Libido Blume. 

Κατά συνέπεια, ο ήχος μας έχει και περισσότερη ομοιογένεια. Τώρα, από την πλευρά των ιδεών, το Dead Computer Blues αγκαλιάζει ένα ευρύτερο (σε σχέση με τα παλιότερα άλμπουμ μας) υποσύνολο της μουσικής, συνεχίζοντας και ενισχύοντας την τάση που διαφαινόταν ήδη από το «Dark Outside» (2007).

Μα είναι νεκρός ο υπολογιστής; Ίσα-ίσα, θα έλεγε κανείς ότι από τότε που του είπαν εκείνο το περίφημο "ΟΚ" οι Radiohead, όχι μόνο ζει, μα βασιλεύει κιόλας –διαφεντεύοντας τις ζωές μας με τρόπους που δεν φανταζόμασταν...

Ακριβώς! Αποτελεί περίπου μια ιστορία επιστημονικο-πολιτικής φαντασίας. Φανταστείτε λοιπόν τα δακρύβρεχτα μπλουζ (τις «μαύρες μας», θα λέγαμε στα ελληνικά) αν ξαφνικά ο υπολογιστής πέθαινε, εξαφανιζόταν, αν ξαφνικά ο συλλογικός εθισμός της Ανθρωπότητας γινόταν καπνός. 

Μια τέτοια αλληγορία προτάσσει αυτό το κομμάτι, που από μια άποψη υιοθετείται και από το ίδιο το συγκρότημα στη μουσική καθημερινότητά του: εκεί που ο υπολογιστής είχε γίνει η ραχοκοκαλιά του ήχου μας στην ηχογραφημένη και στη ζωντανή μας εκδοχή, τώρα πρωταγωνιστεί ο ηλεκτρισμός, οι φωνές, ο «ανθρώπινος» ρυθμός. Ο υπολογιστής, βλέπεις, είχε την εξ υποθέσεως θέση του στους Sigmatropic από το 1997, ελλείψει ανθρώπινης επαφής. 

Το άλμπουμ θίγει την προσωπική κρίση που όλοι βιώνουμε αυτήν την εποχή. Θα οδηγηθούμε, κατά τη γνώμη σας, σε μια νέα κοινωνία; Και πώς τη βλέπετε αυτήν, ως καλύτερη της σημερινής ή χειρότερη;

Δεν είμαι προφήτης (περί προφητών, στην επόμενη ερώτηση). Ξέρω μόνο ότι οι «νέες» δυνατότητες, με τις υποτιθέμενες ελευθερίες που υπόσχονται (το ίντερνετ, ο υπολογιστής, για άλλη μια φορά), με κάποιον αδιαφανή τρόπο εξύφαναν το ακριβώς αντίθετο σκηνικό: τον μεσαίωνα που ακριβώς βιώνουμε τώρα, με τη βάναυση στέρηση των ελευθεριών, με το φίμωμα όσων φωνών έχουν κάτι διαφορετικό να πουν, με την κατευθυνόμενη οικονομική κρίση κλπ. Σε τέτοιον μάλιστα βαθμό, ώστε να διερωτάται κανείς μήπως η απόλυτη δημοκρατία του ίντερνετ ήρθε λίγο πρώιμα, σε μια στιγμή που δεν ήμαστε ακόμα έτοιμοι;

Τι βρήκε αλήθεια ο Ιησούς, όταν περπάτησε στους Δρόμους της Αθήνας μας; 

Στην πόλη της φιλοσοφίας και της δημοκρατίας, ο Χριστός έκανε ένα φανταστικό ταξίδι και συνάντησε λυσσαλέο ανταγωνισμό. Στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε αν πράγματι ο Χριστός επισκέφτηκε την Αθήνα. Υπάρχουν βλέπεις αυτά τα μυστηριώδη χρόνια, από τότε που ήταν 12 χρονών μέχρι το σημείο που τον παρακολουθούν τα Ευαγγέλια. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η τότε Αθήνα ήταν ένας φάρος του πολιτισμού σε παρακμή: θυμόταν τα περασμένα μεγαλεία της και «διηγώντας τα, έκλαιγε».

Στο παραμύθι λοιπόν που εξιστορείται στο "When Jesus Walked The Streets Of Athens", πολλοί τον αντιμετώπισαν σαν ξενόφερτο, ο οποίος ήρθε να κλέψει τις καρδιές εκείνων που μέχρι τότε ήταν δοσμένοι αλλού. Σε όλα τα συστήματα υπάρχει άλλωστε μια «αντίδραση - σοκ» προς το καινούριο, που μπορεί να φτάσει μέχρι και τη σταύρωση. Μέχρι που η πιο ψύχραιμη ματιά θα αποφασίσει, κάποτε, εάν πράγματι πρόκειται για κάτι σημαντικό ή όχι. 

Γιατί νιώσατε την ανάγκη να επανεκτελεστεί το "Off Hand" των Libido Blume;

Είναι απλά το αγαπημένο μου κομμάτι από τη δισκογραφία των Libido, σύνθεση του Δημήτρη Στεργίου. Ήθελα έτσι να υπάρχει μια σύγχρονη μορφή κάποιου κομματιού των Libido Blume στο συγκεκριμένο άλμπουμ, και κατέληξα σε αυτό. 

Ανήκετε στα συγκροτήματα τα οποία όρισαν για πολλούς μουσικόφιλους το τι σήμαινε εγχώριος alternative ήχος (ασχέτως ροκ ή ηλεκτρονικών κατευθύνσεων). Τώρα που οι καιροί έχουν αλλάξει και το alternative βρίσκεται περισσότερο στον αφρό –έχοντας γίνει ακόμα και μόδα– νιώθετε πως ανήκετε ακόμα στην ευρύτερη οικογένειά του;

Πράγματι, ο ήχος των περισσότερων συγκροτημάτων και μουσικών έχει αγκαλιάσει τα χαρακτηριστικά αυτού που χαρακτηρίζεται ως alternative. Ο ήχος, όμως, είναι απλά μια συνιστώσα της μουσικής. Όπως και να έχει, θεωρώ πως το alternative είναι μια δυναμική κατάσταση σε σχέση με τη μουσική που επικρατεί. 

Εάν δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής παραγωγής σήμερα ακούγεται ως alternative, τότε το πραγματικό alternative θα πρέπει να μετακινηθεί κάπου αλλού (γιατί το αντιλαμβάνομαι ως «εναλλακτικό σε σχέση με την επικρατούσα τάση»). Από την πλευρά του ακροατή, τα πράγματα εξελίσσονται αντίστοιχα: τα πρώτα δείγματα του alternative μπορεί να ακούγονται «ξένα» στον μέσο ακροατή. Εάν όμως τύχει να έχουν οι μουσικές αυτές ικανοποιητική έκθεση στα media, το αφτί του κάποτε εξοικειώνεται. Οπότε το πραγματικό alternative θα πρέπει –και από αυτήν τη σκοπιά– να είναι κάτι «άλλο». 

Η δική μας μουσική, ιδιαίτερα στο «Dead Computer Blues», πιστεύω ότι κινείται μεταξύ των διαφόρων μονοπατιών (ειδών, τάσεων κλπ.). Εδώ έχουμε βγάλει στην επιφάνεια περισσότερο τις μπλουζ καταβολές μας, και εν γένει υπενθυμίζουμε ότι τελικά είμαστε ένα ροκ εν ρολ συγκρότημα.

Το "Spaceface" δανείζεται έναν στίχο από τον David Bowie. Ποιες είναι, για εσάς, οι καλλιτεχνικές του κορυφές και γιατί;

Το «Ziggy Stardust» είναι από τα πιο εμβληματικά άλμπουμ της ροκ/ποπ μουσικής. Με είχε συναρπάσει από την αρχή μέχρι το τέλος. Μου είχαν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση τα μάτια εξωγήινου που έβλεπα στις φωτογραφίες να κάνει ο Bowie στο "Moonage Daydream", τοποθετώντας τα χέρια του ανάποδα επάνω στα μάτια του. Μου είχε κάνει εντύπωση και η όλη ατμόσφαιρα, η οποία αντλούσε από αξίες της επιστημονικής φαντασίας –πάντα με σαγήνευε αυτό το είδος. Και η μουσική όμως ήταν «λαμπερή», με τονισμένα όλα τα στοιχεία που περίμενα να ακούσω. Στα αφτιά μου ηχούσε λοιπόν σαν ό,τι πιο τέλειο υπήρχε, για πολλά χρόνια.

Δημιούργησε ευκαιρίες το «Sixteen Haiku And Other Stories», 11 χρόνια πριν, για να βρείτε διέξοδο για το εξωτερικό; Και αν ναι, τι σας σταμάτησε; 

Η τωρινή μου εκτίμηση είναι, ναι. Δημιούργησε μια ανεπανάληπτη ευκαιρία, να βρει απήχηση η δουλειά αυτή έξω από τα σύνορα της Ελλάδας. Από καλλιτεχνικής πλευράς το έδαφος ήταν, πιστεύω, πρόσφορο. Απλά υπήρξε μια ατολμία στις αποφάσεις και στο οργανωτικό επίπεδο. 

Τι σχέδια περιλαμβάνει το άμεσο μέλλον σας; Θα εμφανιστείτε συναυλιακά; 

Το άλμπουμ αυτό είναι ίσως το πιο «έτοιμο» για τη συναυλιακή του εκφορά, ακριβώς επειδή η επεξεργασία του έγινε συλλογικά, από τους ίδιους ανθρώπους που στελεχώνουν και το live σχήμα. Μέχρι λοιπόν το τέλος της χρονιάς θα έχουμε εμφανιστεί 2 φορές, ενώ με το νέο έτος έπονται και άλλες εμφανίσεις –τόσο στην Αθήνα, όσο και εκτός Αθήνας.



26 Σεπτεμβρίου 2023

Misuse - συνέντευξη (2011)


Την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, δίναμε μεγάλη βάση στα εγχώρια alternative pop/rock συγκροτήματα οι του Τύπου. Δυσανάλογη της αξίας τους, εκ των υστέρων κρίνοντας –τότε, όμως, υπήρχε μια γενικευμένη αίσθηση ότι κάπου εκεί γεννιόταν κάτι φρέσκο, έτοιμο να ξεσπάσει. 

Από τα γκρουπ αυτού του χώρου που είχαν διακριθεί για τη σφιχτοδεμένη τους δουλειά σε στούντιο και συναυλιακές εμφανίσεις, οι Misuse συζητήθηκαν αρκετά για ένα διάστημα, δίχως όμως να μπορέσουν, τελικά, να το εξαργυρώσουν, σε βάθος χρόνου.

Τον Δεκέμβριο του 2011 στήσαμε μια κουβέντα με αφορμή το δεύτερό τους άλμπουμ «April», που θα ήταν και το τελευταίο τους, η οποία κατέληξε έπειτα στις σελίδες του περιοδικού Ήχος + Εικόνα. Τώρα, λοιπόν, αναδημοσιεύεται κι εδώ, για πρώτη φορά στο ίντερνετ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που παραχωρήθηκε στον Τύπο της εποχής για το promo του δίσκου 


Απρίλης εν μέσω φθινοπώρου, οριστικά προς χειμώνα; Τι σηματοδοτεί ο τίτλος του νέου σας άλμπουμ;

Όπως και η μουσική μας, για τον καθένα ένας τίτλος, εν προκειμένω το April, μπορεί να νοηματοδοτεί διαφορετικά πράγματα. Η συγκεκριμένη λέξη-χρονική περίοδος, ενώ παραπέμπει συνεκδοχικά σε μια κατάσταση αναγέννησης και ελπίδας, πολλές φορές κρύβει εκπλήξεις μέσω των αντιθέσεων που μπορεί να παρουσιαστούν: ο Απρίλιος είναι, εξάλλου, ο μήνας ο οποίος συνδέει τις δύο «αντίθετες» εποχές του χρόνου. Πάνω από όλα, όμως, συνάδει, στα αφτιά μας τουλάχιστον, με την αίσθηση που αφήνει η μουσική του άλμπουμ.

Το ντεμπούτο σας κέρδισε σύσσωμη εκτίμηση κοινού και κριτικών. Σας έκανε αυτή η αντιμετώπιση να βάλετε τον πήχη ψηλά για το April; Ή πορεύεστε δίχως να σας επηρεάζουν τέτοιοι παράγοντες; 

Προσπαθούμε πάντα για το καλύτερο σύμφωνα με τα δικά μας κριτήρια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν λαμβάνουμε υπόψη μας κριτικές ή και γνώμες φίλων. Εμείς οι ίδιοι, πάντως, είμαστε, χωρίς αμφιβολία, οι πιο αυστηροί κριτές της δουλειάς μας. Κι έχουμε μεγαλύτερες απαιτήσεις από τους εαυτούς μας απ' ό,τι οποιαδήποτε κριτική έχουμε ακούσει ή διαβάσει ως σήμερα. 
        
Πέντε οργανικά κομμάτια, το κάθε ένα χωρισμένο σε δύο μέρη. Τι υπαγόρευσε αυτό το διμερές της δομής; 
     
Τα δύο μέρη δεν ήταν προμελετημένα, προέκυψαν στην πορεία. Παρατηρήσαμε ότι όντως τα κομμάτια χωρίζονται νοητά σε δύο μέρη το καθένα και χωρίσαμε έτσι τα tracks για λόγους προσβασιμότητας, παρά για οτιδήποτε άλλο.

Κάποιες από αυτές τις συνθέσεις τις έχετε παρουσιάσει στα live σας. Έπαιξαν ρόλο οι αντιδράσεις των fans για το αν θα έμπαιναν τελικά ή όχι σε δίσκο; 
     
Τα κομμάτια παίρνουν τόσο καιρό και πρόβες ώσπου να καταλήξουν στην μορφή που βρίσκονται στον δίσκο, ώστε, εν τέλει, δεν έχουμε την πολυτέλεια να αφήσουμε κάποιο εκτός. Στα live, πάντως, δοκιμάζουμε τα κομμάτια και αναλόγως κάνουμε αλλαγές, ούτως ώστε όλα να φτάσουν στο επιθυμητό επίπεδο και να έχουν λόγο ύπαρξης στο άλμπουμ –σε σχέση και με τα υπόλοιπα. Το ίδιο συμβαίνει ακόμα και τώρα με τα κομμάτια του ντεμπούτου μας σε ό,τι αφορά στις συναυλίες: είναι μονίμως σε μια διαδικασία αλλαγών, ώστε το συνολικό αποτέλεσμα μιας ζωντανής εμφάνισης να προκύπτει πιο συμπαγές και ομοιόμορφο.

Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του April είναι η αισθητή απομάκρυνσή σας από το post-rock. Είναι ένα ιδίωμα εξαντλημένο καλλιτεχνικά ή εσάς δεν σας ενδιαφέρει πια, όσο άλλες κατευθύνσεις; 

Για να πούμε την αλήθεια, ποτέ δεν μπήκαμε στο στούντιο με σκοπό να παίξουμε κάποιο συγκεκριμένο ιδίωμα.  Όταν παίζεις απλά μουσική, δεν έχεις στο μυαλό σου τέτοιες κατηγοριοποιήσεις. Εμείς προτιμούμε λοιπόν να αντιμετωπίζουμε τη μουσική μας απλά σαν instrumental, χωρίς την ανάγκη να την κατηγοριοποιήσουμε κάπου. Σίγουρα, όμως, κάποια στοιχεία του τυπικού post-rock ήχου (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) θελήσαμε συνειδητά να τα αποφύγουμε, κυρίως γιατί δεν μας συγκινούν αισθητικά όσο παλιότερα.

Οι κιθάρες σας κάνουν πλέον παρέα με ηλεκτρονικούς ήχους, χωρίς ωστόσο να μπορούμε να μιλήσουμε για electronica αποτέλεσμα. Πώς χτίστηκαν αυτές οι ισορροπίες; Υπήρξε «φύλλο πορείας» για τον ήχο του δίσκου ή είναι αποτέλεσμα καθαρά δημιουργικών διαδικασιών;

Χωρίς να έχει συζητηθεί ποτέ, δεν νομίζουμε ότι κάποιος από μας είχε στο μυαλό του έναν αμιγώς ηλεκτρονικό δίσκο. Σεβόμαστε τον ήχο της μπάντας και δεν θέλαμε να απομακρυνθούμε από αυτόν δραστικά. Η χρήση των διάφορων samplers, drum machines, iOs apps κλπ. έγινε, έτσι, με γνώμονα το εκάστοτε κομμάτι και όχι επί τούτου. Έχουν πλέον, εξάλλου, τόσες δυνατότητες –ιδίως στο live παίξιμο– ώστε ο καθένας μπορεί να τα χρησιμοποιήσει με διαφορετικό τρόπο στη μουσική του και να εμπλουτίσει τον ήχο του με μόνο όριο την ίδια του τη φαντασία.
 
Όσον αφορά στις εσωτερικές ισορροπίες των Misuse, υπήρξαν αναταράξεις από την περσινή αποχώρηση του Τίτου Μοσχάκη;
     
Καμία αναταραχή δεν υπήρξε, καθώς δεν είναι κάτι που έγινε ξαφνικά ή με άσχημο τρόπο. Δοκιμάσαμε να δούμε πώς θα ήταν αν παραμείνουμε 4 –κάναμε και συναυλίες ως κουαρτέτο– καταλήξαμε όμως ότι λείπει στον ήχο το 5ο μέλος. Έτσι ήρθε ο Λευτέρης Βολάνης όταν ξεκινούσαμε πρόβες αποκλειστικά για τον δίσκο, κάποια στιγμή τον περασμένο Δεκέμβρη, προκειμένου να προλάβει να δώσει κι αυτός το δικό του στίγμα στον ήχο της μπάντας.

Πίσω από την έκδοση του April δεν κρύβεται μία, μα δύο εταιρείες –η Puzzlemusic και η Spinalonga. Να το δούμε ως σημάδι δύσκολων καιρών ή είναι άλλοι οι λόγοι για αυτήν την από κοινού κυκλοφορία;

Το ίδιο ίσχυε και στο πρώτο άλμπουμ, οπότε σε καμία περίπτωση δεν έχει να κάνει με τους, αναμφισβήτητα, δύσκολους καιρούς τους οποίους διανύουμε. Είναι απλά η συνέχεια μιας αγαστής συνεργασίας χρόνων.

Σκοπεύετε να εμφανιστείτε συχνότερα ζωντανά από ότι στο παρελθόν; Υπάρχουν ανακοινώσιμα σχέδια για μετά το πρώτο σας live-παρουσίαση του April, το Σάββατο 17 Δεκεμβρίου στο Bios; 

Ανακοινώσιμες ημερομηνίες αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχουν, υπάρχει όμως η θέληση να κάνουμε αρκετά συχνότερα live, σε όσο το δυνατόν περισσότερα μέρη, εντός και εκτός λεκανοπεδίου. Και, ει δυνατόν, εντός και εκτός επικράτειας.



25 Σεπτεμβρίου 2023

Michael Schenker Fest: Resurrection [δισκοκριτική, 2018]


Μία κριτική μου από το 2018 στο άλμπουμ «Resurrection» του Michael Shenker. Του δοξασμένου, μα και αμφιλεγόμενου Γερμανού κιθαρίστα, ο οποίος βρήκε εδώ μια αίσθηση ανανέωσης στηριγμένη στη μάζωξη κάμποσων τραγουδιστών του hard rock που τον είχαν συντρέξει στις κατά καιρούς περιπέτειές του στη δισκογραφία.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που διατέθηκε εκείνη την εποχή στον Τύπο 


Ο Michael Schenker υπήρξε ταλέντο διεθνούς εμβέλειας στην ηλεκτρική κιθάρα και μόνο τυχαίο δεν είναι ότι πίνουν νερό στο όνομά του o Slash, ο Kirk Hammett των Metallica (ο οποίος συμμετέχει μάλιστα εδώ, στο "Heart And Soul"), ο Kerry King των Slayer ή ο Dave Mustaine των Megadeth. 

Στα νιάτα του έχτισε μεγάλο μέρος της χαρντ ροκ φήμης των UFO (το "Doctor Doctor" είναι δικό του τραγούδι), έβαλε αποφασιστικές πινελιές στο πώς οι Scorpions κατέκτησαν την Αμερική επί Lovedrive (1979) και συνέχισε να έχει δημιουργικές ημέρες ακόμα και όταν κινήθηκε σόλο στην έναρξη της δεκαετίας του 1980, φτιάχνοντας το δικό του γκρουπ. Παράλληλη με όλα αυτά τα αξιοθαύμαστα, όμως, ήταν και μια πορεία καταχρήσεων και κωλοπαιδισμού, η οποία τον έκανε αντιπαθή και τον έφτασε να αποξενωθεί ακόμα και από τον αδερφό του, οδηγώντας τον σε συχνά καλλιτεχνικά ναδίρ. 

Κι όμως, ο Michael Schenker εξακολουθεί να είναι παρών στα πράγματα. Kαι, εν έτει 2018, είδε και το ανήκουστο εδώ και πολλά χρόνια, να υπάρχει δηλαδή πραγματική ανυπομονησία για το νέο του άλμπουμ –το πρώτο που χρεώνεται στους Michael Schenker Fest, οι οποίοι δεν είναι βέβαια παρά οι γνωστοί M.S.G., απλά σε μια πιο πλήρη εκδοχή τους, με πολλούς από τους τραγουδιστές που ιστορικά έχουν αποτελέσει μέλη της σύνθεσής τους. 

Το «Resurrection», λοιπόν, αποδεικνύεται όνομα και πράγμα, έστω κι αν επί της ουσίας μιλάμε περισσότερο για ένα έξυπνο άλμπουμ, παρά για μια δουλειά στηριγμένη στις ατόφιες μουσικές της ιδέες. Αν κάτσεις να το δεις με ψυχρή λογική, δηλαδή, ο Schenker έχει κάνει εδώ ένα προσεγμένο μοντάζ από 1970s και 1980s χαρντ ροκ χαρακτηριστικά: τα ταίριαξε ωραία, τα ανακάτεψε πετυχημένα και προς τιμήν του δεν τα φόρτωσε με σολαρίσματα (όπως θα στοιχημάτιζε κανείς), ώστε οι δομές των κομματιών να παραμένουν βαρυκόκαλες και να μην κλυδωνίζονται από τη φλυαρία. Ωστόσο δεν έχει απομακρυνθεί σπιθαμή από τους κοινούς τόπους του μουσικού αυτού είδους και από όσα γενικά το κατέστησαν, κάποτε, αναγνωρίσιμο και εμπορικά επιτυχημένο.

Έτσι, υπάρχει μια αγορίστικη μπρουταλιά ξεχασμένη σε ζόρικες μακρυμάλλικες εποχές στον τρόπο π.χ. με τον οποίον σκάει ένα τραγούδι σαν το "Warrior" στα πιο εκλεπτυσμένα αφτιά των σημερινών hard & heavy αγοριών, όσων περηφανεύονται λ.χ. για τις post-rock και τις alt-rock αναζητήσεις τους δίπλα στις metal αγάπες τους. Δεν σας κρύβω ότι το κατευχαριστιέμαι το τυχόν σοκ από το όλο σερβίρισμα, καθώς για μένα τέτοιου είδους ανακατώματα (συν τα πολλά μούσια) τους έχουν φλωρέψει τους σκληρούς ήχους του σήμερα, βάζοντας τις μπάντες που τους εκπροσωπούν να ψάχνουν ένα κατά βάση indie κοινό, το οποίο δεν πρόκειται να βρουν παρά κατά περιπτώσεις. Περισσότερη σημασία, πάντως, έχει ότι η εν λόγω αγορίστικη μπρουταλιά πληροφορεί γενικά το «Resurrection», κάνοντάς το μεν παλαιάς κοπής, αλλά με την έμφαση να δίνεται στο κοπής. 

Ομολογουμένως, μια τέτοια προσέγγιση σημαίνει ότι θα έχεις και τα αναμενόμενα γραφικά αδιέξοδα και υπάρχουν τραγούδια που πιστοποιούν ότι, πράγματι, τα έχεις. Στις καλές στιγμές, όμως, ο Michael Schenker συνεισφέρει εκπληκτική κιθάρα, ενώ λειτουργεί και ως άτυπος μαέστρος, εκμεταλλευόμενος την κρατσανιστή παραγωγή του έμπειρου Michael Voss-Schoen ώστε να «εξοπλίσει» το άλμπουμ με τις μελωδίες και τα μεγάλα εκείνα ρεφρέν που (ξέρει ότι) αποτελούν ταμάμ για τα λαρύγγια των Gary Barden, Graham Bonnet, Robin McAuley & Doogie White. Έτσι, οι «θείοι» αισθάνονται πολύ στα νερά τους, δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό και μεταδίδουν και σε σένα κάτι από τον ενθουσιασμό τους, ειδικά όταν λειτουργούν ως παρέα, όπως στο απίθανο "Warrior" ή στο "Last Supper". 

Ο Schenker, τώρα, είναι πράγματι ο δικός τους Ιησούς εδώ, ακριβώς όπως το θέτει το εξώφυλλο –και όλοι ξέρουμε ότι είναι τόσο ξιπασμένος, ώστε να το 'φχαριστιέται. Στο «Resurrection», όμως, δεν αμέλησε να λειτουργήσει (και) ως ομαδικός παίκτης, θυμίζοντας σε φίλους και εχθρούς τι γίνεται όταν πιάνει την ηλεκτρική κι έχει όρεξη.