07 Αυγούστου 2023

Céline Dion: Loved Me Back To Life [δισκοκριτική, 2013]


Λυπήθηκα με τα νέα που κάνουν τον γύρο του κόσμου για τη Céline Dion, η οποία διαγνώστηκε τον Δεκέμβριο του 2022 με το Σύνδρομο του Δύσκαμπτου Ατόμου: μια σπάνια πάθηση, που δεν φαίνεται να επιδέχεται φαρμακευτικής αγωγής και δεν την αφήνει πια να τραγουδήσει, ούτε καν να περπατήσει.

Στην άγρια νιότη την απεχθανόμουν την Καναδέζα σταρ, θεωρώντας ότι ενσαρκώνει ότι πιο μεσοβέζικο, κοιμίσικο και γλυκερό επικρατούσε στην παγκόσμια ποπ. Δεν έχω αλλάξει και πολύ γνώμη για το ρεπερτόριο που τραγούδησε –μεγάλο του μέρος κινήθηκε, πράγματι, σε τέτοιες τροχιές. Όμως τη φωνή της Céline Dion, δεν γίνεται να μην τη θαυμάσεις. Αργότερα, λοιπόν, κάπως, κάπου τα βρήκαμε. Κι έτσι περίμενα πώς και πώς να έρθει στην Ελλάδα να τη δω και από κοντά, αφού είχε ανακοινωθεί για το Ολυμπιακό Στάδιο.

Στα χρόνια που τα βρήκαμε, τέλος πάντων, το 2013 (μια δεκαετία πριν), της έγραψα και μια κριτική για το άλμπουμ «Loved Me Back To Life». Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που έχει διατεθεί στον Τύπο και ανήκει στον Alix Malka


Η Céline Dion έχει υπάρξει αγαπημένος σάκος του μποξ και τα νέα μιας καινούριας κυκλοφορίας της γίνονται συνήθως δεκτά με θυμηδία και ειρωνικά γελάκια, ανάμεσα σε όσους κατέχουν μια βασικώς καλή ποπ/ροκ δισκοθήκη. Αποτελεί δε κλασικό (κλασικότατο) παράδειγμα για την απόσταση που χωρίζει το λεγόμενο ευρύ κοινό από την όποια έννοια σοβαρότητας επιθυμεί να διεκδικήσει ένας γραφιάς, ένας ακροατής, ένας ραδιοφωνικός παραγωγός. Και υπάρχουν κάμποσοι λόγοι πίσω από αυτή την αντιμετώπιση –αρκετοί καλοί, ορισμένοι σαθροί.

Υπάρχουν λ.χ. κριτικές σαν μία του Rolling Stone που εγώ προσωπικά θα έκοβα ως αρχισυντάκτης, καθώς περισσότερο έσταξε εμπάθεια για οτιδήποτε mainstream και ποπ, παρά βασίστηκε στο τι όντως συνέβαινε σε κάποιον (πρόσφατο) δίσκο της Καναδέζας σούπερ σταρ. Από την άλλη, πόσες και πόσες λαβές δεν έχει δώσει η ίδια η Dion για μια τέτοια αντιμετώπιση; Πάντα με το άγχος των charts, πάντα με την έννοια μην ξεφύγει τόσο δα από το μέσο γούστο, πάντα χωμένη στις ασφαλείς μέχρι θανατερής πλήξης επιλογές –συνθέσεων, ενορχηστρώσεων, παραγωγής, διασκευών– πάντα με δουλειές πνιγμένες στα πανάκριβα λούσα, κάτω από τα οποία κρύφτηκε τόσο συχνά το τίποτα με το μπόλικο καθόλου...   

Αλλά το Loved Me Back To Life αποτελεί προϊόν μιας διαφορετικής εποχής. Γιατί εδώ και μια δεκαετία (περίπου) τα charts Η.Π.Α. και Βρετανίας δεν αγαπούν τη Céline Dion, ενώ κι εκείνη έχει βρεθεί σε αμηχανία ως προς την εν λόγω αγορά, επιλέγοντας έτσι να κυκλοφορεί αγγλόφωνους δίσκους σε αραιά μόνο διαστήματα· 7 χρόνια χωρίζουν το νέο της πόνημα από τον προκάτοχό του, για του λόγου το αληθές. Οπότε η δική μου περιέργεια έγκειται στο εξής: τώρα που (πρέπει να) το χώνεψε ότι το μεγάλο παιχνίδι τέλειωσε, τώρα που έφτασε πια στα 45, είναι άραγε σε θέση να αξιοποιήσει το στάτους της ως υπέρλαμπρη πλανητική ντίβα και να κοντρολάρει αποτελεσματικά τις οκτάβες της και τις σοπράνο ικανότητές της, ώστε να φτιάξει κάτι με στοιχειώδες, έστω, ενδιαφέρον; 

Η απάντηση δεν αποδεικνύεται απλή υπόθεση. Eίναι και ναι, και όχι... Σ' αυτό το κομψί/κομψά, πάντως, η Céline Dion προλαβαίνει να διασωθεί από τις πολλές-πολλές κακοτοπιές και τουλάχιστον να διεκδικήσει το δικαίωμα να υπάρχει με τους συντηρητικούς της όρους. Στη συνολική εικόνα, δηλαδή, είναι πράγματι αδύνατον να παραβλέψεις το οφθαλμοφανές λάθος της να διασκευάσει το "Lullaby (Goodnight, My Angel)" του Billy Joel στη βάση μιας εντελώς νερόβραστης παραγωγής του Babyface ή την επιμονή της να πει κι εκείνη το "How Do You Keep The Music Playing?" του Michel Legrand –μπαίνοντας σε συγκρίσεις με τη Barbra Streisand και τη Shirley Bassey, στις οποίες χάνει. Ή να μη σταθείς στο πόσο ρουτινιάρικα, αφόρητα ρουτινιάρικα, ηχεί το ντουέτο της με τον Stevie Wonder στο "Overjoyed" (αν και ομολογουμένως φταίει ο Wonder εδώ, γιατί εκείνος το έχει γράψει). 

Συγκρίνω όμως το Loved Me Back To Life με το One Heart του 2003: κι ενώ το τελευταίο θα σκότωνε για ένα top-40 hit, το πρώτο δείχνει ευχαριστημένο με το να μη βγάλει και κανένα. Η φετινή Dion είναι η πιο χαλαρή Dion που έχω ακούσει κι εγώ δεν ξέρω από πότε. Μια ερμηνεύτρια η οποία επιτέλους δεν τραγουδάει τα αγγλικά κατά τρόπο κατεψυγμένο, μα εμπλέκεται συναισθηματικά με το υλικό της και δείχνει να διασκεδάζει λίγο την ύπαρξή της, αντί να έχει το μυαλό της στα λογιστικά. 

Μπορεί δηλαδή να μη δοκιμάζει τίποτα έξω από τα πλαίσια στα οποία έχει συνηθίσει να κινείται, αλλά βρίσκει τον τρόπο να κάνει ένα χαριτωμένο R'n'B ντουέτο με τον Ne-Yo ("Incredible"), να παραδώσει μια όμορφη διασκευή στο "Water And Flame" του Daniel Merriweather, να τραγουδήσει το "At Seventeen" της Janis Ian αναπλάθοντας κάτι, έστω, από την απαράμιλλη πίκρα του πρωτοτύπου, αλλά και να σταθεί στο ύψος των δύο καλύτερων νέων κομματιών της εδώ συγκομιδής ("Somebody Loves Somebody", "Breakaway"), παραδίδοντας συγκροτημένες ποπ ερμηνείες. 

Θαύματα, ασφαλώς, δεν γίνονται, πάντως με αυτή τη Céline Dion εγώ τουλάχιστον μπορώ να συνυπάρξω. Μπορούμε ρε παιδί μου να πίνουμε πού και πού έναν καφέ, ακόμα κι αν παραμένει γεγονός ότι φίλοι δεν θα γίνουμε.



04 Αυγούστου 2023

XXXTentacion: ? [δισκοκριτική, 2018]


Μία κριτική μου από το 2018 στο άλμπουμ «?» του XXXTentacion, του οποίου η δολοφονία, μόλις στα 20 του χρόνια, οδήγησε σε αχαρακτήριστες υπερβολές στον αμερικάνικο Τύπο («τεράστιο μουσικό αποτύπωμα» και δεν συμμαζεύεται), που, αν έδειξαν κάτι, ήταν η διεθνής κατάντια του κριτικού λόγου στους καιρούς μας.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που διακινήθηκε εκείνη την εποχή στον αμερικάνικο Τύπο


Μέσα σε 3 μήνες, από τον Μάρτιο ως τον Ιούνιο, ο Jahseh Onfroy όδευσε από το νούμερο 1 της Αμερικής στον θάνατο, πέφτοντας νεκρός από σφαίρες ληστών κάπου στη Φλόριντα. Μόλις στα 20 του χρόνια, σχόλιο ειρωνικά κατάλληλο και για τα δύο ορόσημα. Και με έναν τρόπο που ήρθε να θυμίσει ότι πολλά μπορεί να άλλαξαν στο χιπ χοπ από την εποχή του Notorious B.I.G., άλλα τόσα όμως έμειναν ίδια, ως δείκτες μιας λαϊκής έκφρασης η οποία συνεχίζει –παρά την εμφανώς ποπ διάσταση που πλέον διαθέτει– να ζει και ενίοτε να πεθαίνει στους δρόμους των Η.Π.Α., κάπου δίπλα στο θρυλικό Αμερικάνικο Όνειρο.

Μέσα σε 3 επιπλέον μήνες, τα γρανάζια που έχτισαν μύθους γύρω από τον 2Pac και την Amy Winehouse κινήθηκαν ξανά, για λογαριασμό τώρα του νεανικού ακροατηρίου μίας ακόμα δεκαετίας, το οποίο σε χώρες σαν τη δική μας τείνει προς το αόρατο. Σε όσους δηλαδή διαφεντεύουν ραδιόφωνα, έντυπα και sites, ο XXXTentacion είναι οριακά γνωστός ως κάποιος ράπερ που δολοφονήθηκε, το όνομα του οποίου δύσκολα προφέρεις. «Εκεί έξω», όμως, για ένα πλήθος αγοριών και κοριτσιών τσουβαλιασμένων στο 15/25 των στατιστικών –τα οποία συναντάς στους δρόμους χαμένα στα ακουστικά τους και στη WiFi πλευρά της ζωής– είναι αυτός που ενδεχομένως παίζει στο repeat, εκφράζοντας εκείνο το παλιό άγχος που συντροφεύει κάθε επικείμενη ένταξη σε έναν κόσμο ενήλικων απαιτήσεων. 

Το Rolling Stone έσπευσε να μιλήσει για ένα «τεράστιο μουσικό αποτύπωμα». Όμως το άλμπουμ με το Ερωτηματικό δεν αντανακλά τίποτα τέτοιο: άλλο να μιλάμε για τον αντίκτυπο του XXXTentacion σε μερίδα των νέων και άλλο ο προσδιορισμός της διαχρονικότητάς του. Πόσο μάλλον αν προσθέσουμε ότι προέκυψε άβολος ήρωας για ρομαντικοποίηση, ειδικά για έναν κόσμο ο οποίος ξημερώνει ολοένα και πιο άγριος, παρά τις ασύρματες ταχύτητες που υποτίθεται μας φέρνουν πιο κοντά. Το δραματικό του τέλος δεν αναιρεί ότι πρόλαβε να γίνει ένας δυσάρεστος άνθρωπος, αφήνοντας πίσω ένα βιογραφικό βάναυσων κακοποιήσεων, σε ευθεία αντίθεση με όλα τα συναισθηματικά και ευαίσθητα των τραγουδιών του. Φυσικά και δεν ήταν ο πρώτος: δεν ξεχάσαμε δα τι κουμάσια υπήρξαν ο Richard Wagner, ο James Brown, ο Miles Davis, ο Johnny Cash, ο Στέλιος Καζαντζίδης.

Το «?» μπλέκεται συνήθως σε διαξιφισμούς για το αν είναι ή δεν είναι χιπ χοπ. Πρόκειται για ψευδοδίλημμα: το είδος εξελίσσεται, ενώ ακόμα και ο Eminem, που κοροϊδεύει ηχηρά το όλο mumble rap στυλ, εξακολουθεί εντούτοις να το θεωρεί rap. Είναι πάντως αλήθεια ότι συχνά στο «?» ο XXXTentacion δεν ακούγεται ως ράπερ, αλλά σαν κάποιος από το 3ο emo κύμα που άφησε τους Jimmy Eat World για να ριμάρει ή σαν κάποιος που περισσότερο τον αφορούν οι λυγμόλαλοι indie folk τροβαδούροι, παρά η κληρονομιά του Dr. Dre και των 36 Wu-Tang chambers. Η όλη εμπειρία ηχεί λοιπόν διαφορετική, όχι όμως απαραίτητα και ωραία. Ας μην ξεχνάμε ότι το 3ο emo κύμα άφησε πενιχρή κληρονομιά, ενώ το αμερικάνικο indie folk, παρά το μόνιμο hype που απολαμβάνει, σε κάνει συχνά να αναρωτιέσαι τι λιγότερο έχουν δικές μας περιπτώσεις σαν τον Στάθη Δρογώση, συν/πλην τις παραγωγές. 

Στον βαθμό που αφορούν τον XXXTentacion, όλα αυτά έρχονται καβάλα σε ένα καταγέλαστο ego trip, το οποίο προλογίζει τον δίσκο με τη μορφή «οδηγιών ακρόασης», όπου ο Onfroy μας μιλά για το «genius» του και μας ενημερώνει ότι «if you don't listen to the alternative sound, οpen your mind before you listen to this album». Ωστόσο, στο τέλος της εμπειρίας μένει ζωηρή η εντύπωση ενός συνόλου με αρκετά σκαμπανεβάσματα ενδιαφέροντος, όπου το «διαφορετικό» μεταφράζεται συχνά σε κάτι έκδηλα φτωχό και τέλος πάντων όχι και τόσο «διαφορετικό» για όσους ακούν και κιθαριστικά πράγματα: τραγούδια τύπου "Pain = BESTFRIEND", "The Remedy For A Broken Heart (Why Am I So In Love)", "Changes" ή "Alone part 3", δεν έχουν κάτι να πουν σε όσους διαθέτουν χιλιόμετρα στον κόσμο της μουσικής. 

Δένοντας πάντως αυτά τα «περιβάλλοντα» με στίχους που μιλάνε –άτσαλα, εντούτοις εκφραστικά– για μια σύγχυση ταυτότητας ανάκατη με λύπη και σκέψεις περί αυτοκτονίας ("Sad!"), πετώντας μια τζούρα κλασικού ρομαντισμού υπό το παραδοσιακό φεγγαρόφως στο «Girl you know when you call, make me feel right» ("Moonlight"), γράφοντας κομμάτια σαν το "NUMB" και κατορθώνοντας να ακούγεται παθιασμένος στο μικρόφωνο παρά τους φωνητικούς του περιορισμούς, ο XXXTentacion καταφέρνει και το θέτει σε κίνηση το μικρό του σύμπαν. 

Αλλού περισσότερο, αλλού λιγότερο, λοιπόν, «εκπροσωπεί», με εκείνη την παλιά χιπ χοπ έννοια, ένα κομμάτι των νέων της εποχής μας που βιώνει υπαρξιακό κενό, μπουρδουκλωμένο καθώς είναι στην κραταιά εξίσωση υλισμός = ευτυχία και χαομένο ανάμεσα στον κυνισμό της σύγχρονης Μητρόπολης και τις πάντα παρούσες συναισθηματικές ανάγκες. Εδώ, βέβαια, μπορεί να ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση, ειδικά αν ορίσουμε ως άμεσο πρόγονο όλων αυτών το emo, το οποίο έχασε γρήγορα την κοινωνική και ταξική διάσταση πίσω από ό,τι κίνησε να εκφράσει, μένοντας σε μια στείρα «I feel like this» αντίδραση, που τελικά, καθώς κόπαζε η νιότη, τρύπωσε στο πλέγμα της μικροαστικής βολής. 

Να προσθέσουμε, μένοντας στα μουσικά, ότι όταν ο XXXTentacion αποφασίζει να δοκιμαστεί στην αμιγώς χιπ χοπ πλευρά των πραγμάτων, το κάνει εδώ με μια πειστικότητα που του έλειπε παλιότερα. Χωρίς να μετατρέπεται σε ράπερ ολκής, θα μπορούσε άνετα να είναι guest στις παλιές, καλές μέρες των Prodigy με βάση τις επιδόσεις στο "Floor 555", ενώ όταν έρχεται δικός του καλεσμένος ο Joey Bada$$ στο "Infinity (888)" –και αναγκάζεται έτσι να τον ακολουθήσει σε πιο ορθόδοξους χιπ χοπ δρόμους– στέκεται δίπλα σε έναν από τους καλύτερους ράπερ που έχουν σήμερα οι 20άρηδες στις Η.Π.Α. χωρίς να εκτίθεται.  

Όχι, λοιπόν, δεν εντοπίζεται κανένα «τεράστιο μουσικό αποτύπωμα». Αλλά ναι, ο XXXTentacion άνηκε στους γνήσιους εκφραστές ενός τμήματος του «σήμερα». Και, πράγματι, δεν ήταν και για πέταμα το emo rap του. Ίσως αν ζούσε (κι έκανε και λίγη φυλακή) να μας έλεγε και περισσότερα και καλύτερα. 



03 Αυγούστου 2023

Ihsahn: Arktis. [δισκοκριτική, 2016]


Μία κριτική μου από το 2016 στο άλμπουμ «Arktis.» του Ihsahn, του δοξασμένου ηγέτη των Emperor, ο οποίος πλέον αναζητούσε να μπολιάσει το νορβηγικό black metal που τον καθιέρωσε με στοιχεία μιας νέας μουσικής «γλώσσας».

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που διατέθηκε εκείνη την εποχή στον Τύπο και ανήκει στον Bjørn Tore Moe 


Το εξώφυλλο (σχεδόν) σε εξωθεί να αντιμετωπίσεις την 6η σόλο δουλειά του Ihsahn σαν μια δική σου αρκτική περιπέτεια. Σαν ένα όνειρο μες τη ντάλα του ελληνικού καλοκαιριού, στο οποίο φοράς τα παπούτσια του Ρόαλντ Αμούνδσεν και ρίχνεσαι στην εξερεύνηση των αχανών πολικών περιοχών. 

Και, κατά μία έννοια, είναι πράγματι μια περιπέτεια το «Arktis.», γιατί πρόκειται για δίσκο που αρνείται να απαντήσει ξεκάθαρα στο ευθύ ερώτημα «τι μουσική είναι;». Όχι ότι δεν υπάρχει απάντηση, θα ανακαλύψετε όμως ότι αυτή ποικίλλει αναλόγως ποιον θα ρωτήσετε: ο μεταλλάς θα σας πει ότι το βρίσκει ποπ· ο ροκάς θα το βρει progressive· και για το επιτελείο του Pitchfork, θα κριθεί ως metal –εκείνης όμως της σύγχρονης συνομοταξίας που απασχολεί και το εν λόγω indie site. Δεν ξέρω για σας, πάντως εγώ τους γουστάρω πολύ τέτοιους δίσκους. 

Για λίγο, βέβαια, δεν γίνεται να μη σταθείς κάπου εδώ με αβίαστο θαυμασμό για την καλλιτεχνική διαδρομή του Ihsahn. Ο άνθρωπος είναι άλλωστε θρύλος στο αψύ black metal τερέν, όπου κι έχει αφήσει το δικό του (νορβηγικό) αποτύπωμα με τους Emperor. Καταλαβαίνετε, επομένως, πόσο εύκολο θα του ήταν να έχει αναπαυτεί στις δίκαιες δάφνες του τώρα που 40άρισε, αντί να βγάζει δίσκους που θολώνουν τα παραδοσιακά όρια των μουσικών ειδών και ξενίζουν εκείνους τους ακροατές –είναι πολλοί, αν δεν το έχετε καταλάβει– που τσινάνε όταν δεν είναι όλα ξεκάθαρα τοποθετημένα στα «κουτάκια» τους. 

Αν σε κάτι πετυχαίνει το «Arktis.», όμως, είναι ότι ακούγεται γνώριμο ενόσω χάνεται στις εξερευνήσεις του. Αυτή η φωνή στο κέντρο του, δηλαδή, ηχεί με την καθησυχαστική ιδιότητα ενός παλιού φίλου: έχετε καιρό να βρεθείτε, έχει αποκτήσει καινούρια ενδιαφέροντα, όμως τον εμπιστεύεσαι και αφήνεσαι έτσι να σε βολτάρει στην «Αρκτική» του. Κι ας κοιτάς τα «τοπία» μισοσυνεπαρμένος, μισοτρομοκρατημένος. 

Βαριά metal φωνητικά και παραμορφώσεις με black γενεαλογίες συνυπάρχουν με καθαρές ερμηνείες που μοιάζουν με ψίθυρους κάποιου αισθηματία singer/songwriter από τον Βορρά (βλέπε "My Heart Is Of The North"). Μελωδίες ξεπετάγονται διαρκώς, στα πιο απρόσμενα σημεία. Οι δε ενορχηστρώσεις είναι να τρελαίνεσαι, αφού περνάνε με υποδειγματική διάθεση από είδος σε είδος –μερικές φορές και μέσα στο ίδιο κομμάτι– πότε τζαζίζοντας, πότε προγκρεσιβοροκάροντας, πότε χτίζοντας γέφυρες με αλάνθαστες ποπ ποιότητες και πότε οικοδομώντας μεταλλικά μενίρ. Αποτελούν δε μια πρώτης τάξης απόδειξη για την κλάση στην οποία έχει πια φτάσει ο Ihsahn ως (πολυ)οργανίστας. 

Όμως, όμως συχνά συμβαίνει με τέτοια άλμπουμ, έτσι και το «Arktis.» διαθέτει ύψη μα και βάθη. Αυτό σημαίνει ότι σε δεύτερη/τρίτη ακρόαση δεν στέκονται όλα τα κομμάτια στο ίδιο επίπεδο, καθώς άλλα διατηρούν ακέραιο το ενδιαφέρον τους κι άλλα ξεθωριάζουν. Μερικά πράγματα, ωστόσο, επιμένουν να εντυπωσιάζουν: το "Mass Darkness" στέκεται ίσως στο πιο κοντινό σημείο όπου έφτασε το black metal απέναντι σε ό,τι εννοούμε μιλώντας για «ραδιόφωνο». Το "Frail", το "Pressure" και το "South Winds" θα ξελογιάσουν τα ελεύθερα πνεύματα με τις ενορχηστρωτικές τους καταδύσεις. Και το "Celestial Violence" θα παραμείνει μια «ανίερη» χρυσή τομή μεταξύ της μπαλανταδόρικης FM δραματουργίας και της βίαιης, βαρυμεταλλικής καταχνιάς. 

O Ihsahn έφτιαξε λοιπόν έναν πραγματικά καλό δίσκο, πολύ πιο καίριο σαν σύνολο από το Eremita (2012) ή το Das Seelenbrechen (2013), δουλειές με παρόμοια εξερευνητική διάθεση, μα κάπως χαμένες εν τέλει σε αυτήν. 



02 Αυγούστου 2023

Suicideboys: I Want To Die In New Orleans [δισκοκριτική, 2018]


Μία κριτική μου από το 2018 στο άλμπουμ «I Want To Die In New Orleans» των Suicideboys, που έκαναν κάμποση φασαρία στο αμερικάνικο underground της προηγούμενης δεκαετίας με το SoundCloud rap στυλ τους (όπως το έλεγαν τότε), το οποίο εν τέλει προστέθηκε στον αστερισμό της trap έκφρασης.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που έχει διατεθεί στον Τύπο


Το πρώτο επίσημο άλμπουμ των Suicideboys έρχεται να δικαιώσει, αλλά και να διαφημίσει, τα όσα σκαρώνουν εδώ και 4 χρόνια ο Αρίστος Πέτρου (Ruby da Cherry) και ο ξάδερφός του Scott Arcenaux Jr. (Slick Sloth), εκτοξεύοντάς τους από το underground στο top-10 των Η.Π.Α. (#9). Άλλωστε ήταν φανερό πως ο καιρός είχε έρθει πια για κάτι τέτοιο, αν κρίνουμε και από τον ενθουσιασμό που προξένησε τον Φεβρουάριο η πρώτη τους επίσκεψη στην Αθήνα, όπου τους υποδέχτηκε ένα Piraeus 117 Academy κατάμεστο με πωρωμένα νιάτα. Ο φίλος και κουμπάρος Τάσος Μαγιόπουλος πήγε κι έχει καταθέσει και ανταπόκριση από τη βραδιά, η οποία επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές.

Βέβαια, για όσους παρακολουθούν τα πράγματα και πέραν της επιφάνειας, στο «I Want To Die In New Orleans» δεν συμβαίνει κάτι δραματικά διαφορετικό απ' ό,τι έχει ήδη καταγραφεί σε (πάνω από) 35 ΕΡ. Περισσότερο ως μια τακτοποιημένη σύνοψη αυτού του στίγματος πρέπει να δούμε το άλμπουμ, έστω κι αν εκφράζεται με καινούριο υλικό. Οφείλουμε επίσης να επισημάνουμε τις εμφανείς καταβολές της όλης αισθητικής στους Three 6 Mafia του «Mystic Stylez» (1995) και των άμεσων διαδόχων του. Είναι μια πολύ σημαντική παράμετρος, αφενός γιατί θα μας προστατέψει από τις υπερβολές στις οποίες ρέπει ο σημερινός Τύπος, αφετέρου γιατί επιτρέπει να δούμε πιο καθαρά τι ακριβώς φέρνουν στο τραπέζι οι Suicideboys.

Το άλμπουμ βασίζεται λοιπόν σε όσα είναι ήδη γνωστά: τονισμένες μπασογραμμές και ακονισμένα drum breaks πέφτουν πάνω σε ναρκοληπτικές μελωδίες, ενίοτε και σε οργισμένα rap ξεσπάσματα, «ντύνοντας» στίχους για μια  ζωή στη Νέα Ορλεάνη η οποία κινείται στις παρυφές του περιθωρίου, ξορκίζει τη μοναξιά και το σκοτάδι της με ουσίες και καταλήγει να ονειρεύεται την αυτοκτονία ως απόδραση από το αδιέξοδο. Όλα δε αυτά τυλίγονται σε samples από ειδησεογραφικά στιγμιότυπα ή διαφημίσεις, τα οποία δημιουργούν την αίσθηση μιας δυσοίωνα αντιφατικής Αμερικής, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που το έκανε και το 1974 ο Tobe Hooper στο ξεκίνημα του «The Texas Chainsaw Massacre», με τη φοιτητοπαρέα που πορευόταν ανέμελα στην ενδοχώρα ακούγοντας τα νέα στο ραδιάκι του βαν. 

Ναι, είναι της μόδας αυτή η θεματολογία κι έχει ήδη θρέψει το SoundCloud rap και το emo hip hop κύμα της επίκαιρης trap τάσης, γενόμενη φαινόμενο. Όμως, σε αντίθεση με το άνισο πηλίκο πολλών mumble rap δίσκων, οι Suicideboys κομίζουν κάτι με περισσότερη βαρύτητα. Εδώ, δηλαδή, το όλο πράγμα γίνεται πιο επείγον, όπως δείχνει π.χ. το "Nicotine Patches" με τον στίχο-κλειδί «All of my heroes are rotting in their fucking graves», αλλά και πιο ενδιαφέρον μουσικά ("Krewe Du Vieux (Comedy & Tragedy)", "10.000 Degrees" με έξυπνο sample από το "Thinkin' Of A Driveby" των Gimisun Family). Διαθέτει επίσης μια χροιά πιο ενήλικη σε σύγκριση με όσα προλάβαμε να ακούσουμε από πολυδιαφημισμένες περιπτώσεις σαν τον Lil Peep και τον XXXTentacion, κάνοντάς σε να στήσεις αυτί στο "Coma" (με sample από το "Much Better Off" του Smokey Robinson), στο "Carrollton" ή στο "Fuck The Industry", όπου ενσωματώνεται υπέροχα και μια επικήδεια τρομπέτα από τις παραδόσεις της Νέας Ορλεάνης.

Κατά μία έννοια, λοιπόν, οι Suicideboys έρχονται με το «I Want To Die In New Orleans» να διεκδικήσουν το μερίδιό τους από όσα σπέρνουν 4 χρόνια τώρα, μα εν τέλει θερίζουν περισσότερο οι ακόλουθοί τους, παρά οι ίδιοι. Έχει άλλωστε τα δίκια του ο Πέτρου σε όσα δήλωσε πρόσφατα, ότι αν διάλεγε ένα έξαλλο χρώμα για τα μαλλιά του, συστηνόταν ως Lil-κάτι και έπαιζε τα ίδια πράγματα σερβίροντάς τα σε ένα mixtape, ο ίδιος Τύπος που ως τώρα τους αγνοεί ή τους υποβαθμίζει, θα έτρεχε να χειροκροτήσει.

Την ίδια στιγμή, πάντως, το «I Want To Die In New Orleans» μάλλον κλείνει κι έναν κύκλο επιδραστικής δημιουργικότητας. Τα αδιέξοδα, δηλαδή, είναι ήδη παρόντα, σε όλα τα "Meet Mr. NICEGUY" και "WAR TIME ALL THE TIME" στα οποία το δίδυμο πέφτει –με αναπάντεχη ευκολία– στην παγίδα της επανάληψης. Παράλληλα, τα πράγματα έχουν εμφανώς αλλάξει: οι άγριες ημέρες στη Νέα Ορλεάνη αποτελούν παρελθόν, αφού η μουσική γέμισε τις τσέπες των Suicideboys και πλέον τους ταξιδεύει ανά τον κόσμο για συναυλίες. Σύντομα, λοιπόν, μπορεί να αποδειχθεί ότι ως εδώ ήταν, ως εδώ μπορούν. 

Πάντως, με βάση το "I No Longer Fear The Razor Guarding My Heel (IV)", δεν θα βιαζόμουν να ξεγράψω το γκρουπ. Στρατηγικά τοποθετημένο στο τέλος του δίσκου, αποτελεί ένα νήμα που ενώνει το παρελθόν (το IV δείχνει πως έχουν υπάρξει άμεσοι προκάτοχοι) με το άγνωστο ακόμα μέλλον. Και είναι ό,τι πιο εντυπωσιακό έχει να επιδείξει το άλμπουμ: η επίμονη ρίμα «You can feel the bullets from my steel son» καρφώνεται στον εγκέφαλό σου, ενώ η ατάκα «In New Orleans, there were many bizarre things I always saw growing up here, especially in the graveyards» (σαμπλαρισμένη από ένα ντοκιμαντέρ) δημιουργεί ένα ιδιότυπο βουντού δέος, φέρνοντας στο προσκήνιο τη Νέα Ορλεάνη της μετα-Katrina περιόδου. Η δε κιθάρα του Πέτρου ακούγεται σαν διαθλασμένο ρεμπέτικο από κάτι που ανέσυρε αταβιστικά από τις ελληνικές καταβολές των παιδικών του χρόνων. 

Είτε ως φινάλε το δεις, είτε ως προάγγελο για τα επόμενα, φαντάζει ιδανικό. 



01 Αυγούστου 2023

Nicki Minaj: Queen [δισκοκριτική, 2018]


Μία κριτική μου από το 2018 στο άλμπουμ «Queen» της Nicki Minaj, με το οποίο η Αμερικανίδα σταρ αποπειράθηκε να ξαναπάρει τα σκήπτρα του χώρου της από νεότερες ανταγωνίστριες σαν την Cardi B.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το βιντεοκλίπ του "Ganja Burn" και ανήκει στους δημιουργούς του Mert Alas & Marcus Piggott


Σε καιρούς όπου οι καταμετρητές λέξεων στα word χτυπάνε χιλιάρικα σε αναλύσεις που λένε ότι τελειώνουν τα άλμπουμ και γυρνάμε πίσω στα singles, η Nicki Minaj –μια καλλιτέχνιδα με νεανικό κοινό, η οποία αναδείχθηκε στην τρέχουσα δεκαετία– βγάζει δίσκο 73 λεπτών (αν τον ακούσουμε στην πλήρη αμερικάνικη έκδοση που πωλείται στα Target). Εξαίρεση άραγε σε ό,τι τείνει να γίνει κανόνας; Ή καμπανάκι προειδοποίησης για το πόσο έγκυροι είναι οι «ειδήμονες» της εποχής;

Ας μείνουμε όμως απλά στο προφανές, ότι η Minaj θέλει να τα πει. Και ας ξεμπερδέψουμε εξαρχής με το ακόμα πιο προφανές: όποιος θέλει να τα πει, λέει εν τέλει πολλά, αρκετά αχρείαστα. Διάφορα λοιπόν "Nip Tuck", "Come See About Me", "Miami", αλλά και το "Thought I Knew You" (όπου χαραμίζεται μια συμμετοχή του The Weeknd), μπορούσαν να λείπουν, χάριν ενός πιο συμπαγούς συνόλου.

Ασφαλώς, έχει λόγους που καίγεται να τα πει η 35χρονη από το Τρινιντάντ & Τομπάγκο. Στο ξεκίνημα της δεκαετίας των 2010s, έπαιζε μπάλα μόνη. Η Missy Elliott σιώπησε μετά το soundtrack του Step Up 2: The Streets (2008)· η Lil Kim χάθηκε ύστερα από το The Naked Truth του 2005· για τη δε Foxy Brown ας μην τα συζητήσουμε, έχει να φανεί από το 2001. Μπόρεσε έτσι να χτίσει μια καριέρα που την έκανε γνωστή ακόμα και στις πέτρες, βάσει της οποίας απαιτεί τώρα να τη στέψουμε βασίλισσα, ποζάροντας στο εξώφυλλο ως άλλη Κλεοπάτρα της Αιγύπτου. Μόνο που, καθώς κλείνουν τα '10s, εμφανίστηκαν ανταγωνίστριες. Κι αν η Iggy Azalea με τη Dej Loaf έμειναν από καύσιμα, η Cardi B τα καταφέρνει –εξ ου και τα πρόσφατα μαλλιοτραβήγματα. Αφήστε που η Missy Elliott κάτι ετοιμάζει, ενώ επιστρέφουν τόσο η Lil Kim, όσο και η Foxy Brown. 

Η Minaj ποτέ δεν κέρδισε τους «παλιούς». Ίσως στην αρχή, στα mixtapes, να δόθηκε ένα respect, γρήγορα πάντως υπήρξε αποστασιοποίηση. Δεν βοήθησε άλλωστε ούτε ο προσανατολισμός της προς τη mainstream pop, ούτε ότι βγάζει τα προσωπικά της στη φόρα των αμερικάνικων media, με αποτέλεσμα έναν βομβαρδισμό ειδήσεων τύπου με ποιον χωρίζει/με ποιον βγαίνει/με ποια τσακώθηκε πάλι. Επί "Anaconda" (2014), επίσης, ξέρουμε νομίζω όλοι ότι πούλησε σεξ απίλ και όχι μουσική. Στο Queen, ωστόσο, πουλάει μουσική. Δήλωσε μάλιστα στη ραδιοφωνική εκπομπή του DJ Whoo Kid ότι θέλησε να φτιάξει «ένα κλασικό χιπ χοπ άλμπουμ, που ο κόσμος δεν θα ξεχάσει ποτέ».

Φυσικά και απέτυχε, δεν διαθέτει το βεληνεκές για κάτι τέτοιο. Ούτε καν χιπ χοπ με το χέρι στην καρδιά δεν το λες το Queen, αφού η στόχευση παραμένει ποπ και απλά μπαίνουν πινελιές «διαφορετικότητας» ανάλογα τις ανάγκες: λίγο trap εδώ να χωρέσει και ο Lil Wayne, λίγο boom bap εκεί, λίγο dancehall παραπέρα ώστε να καλέσουμε και τη Foxy Brown, λίγο τη «μαύρη» ποπ της Mariah Carey να βάλουμε για να μην ξινίσει η Ariana Grande. Εδώ, όμως, όλα γίνονται καλύτερα, σε σύγκριση με τα προηγούμενα άλμπουμ. Με αποτέλεσμα το Queen να είναι το μέρος όπου μπορείς να ακούσεις όχι μόνο τι εστί Nicki Minaj, μα και τι αξίζει.

Βέβαια, το τι λένε οι στίχοι παραμένει θέμα ακανθώδες –αν κι εδώ θα μου επιτρέψετε να παρατηρήσω ότι οι πιο ψαγμένες ρίμες στυλ Kendrick Lamar που αρέσουν στους όψιμους χίπστερ φίλους του χιπ χοπ, δεν αποτελούν κανόνα και ζητούμενο στον χώρο. Η Minaj αποφεύγει μεν να ραπάρει για ό,τι δεν βιώνει και δεν αντιλαμβάνεται, όμως η αλήθεια είναι πως κουράζεσαι όλα να αντικρίζονται σε ένα τόσο πρώτο επίπεδο και απηυδίζεις να ακούς κάθε τρεις και λίγο για το πόσο γαμάτη και νούμερο 1 είναι. Το ραπάρισμά της, επίσης, παραμένει στα γνωστά αμφιλεγόμενα νερά: θα εξακολουθήσει να αρέσει σε όσους βρίσκουν ότι διαθέτει «το κάτι», θα συνεχίσει να απωθεί όσους το θεωρούν καρτουνίστικο. 

Εντούτοις η Minaj διαθέτει ένα κάποιο χάρισμα σαν ράπερ, ακόμα κι αν δεν είναι η βασίλισσα που θέλει να γενεί. Κι εδώ το ακούς καλά, καθώς κάνει μια προσπάθεια να γυρίσει στις μέρες των mixtapes. Επιπλέον, υπάρχουν πολλά ωραία τραγούδια στο Queen: δεν είναι λίγες δηλαδή οι στιγμές όπου πέφτεις σε κάτι απίθανο σε επίπεδο beats και παραγωγής και λες «δεν μπορεί, το έχει σαμπλάρει»· όσο όμως και να ψάξεις τα credits, πρόκειται για πρωτότυπες συνθέσεις. Συμβαίνει μάλιστα με το καλημέρα, στο "Ganja Burn". 

Όσο επίσης κι αν διαμαρτυρόμαστε για τα ποπ στοιχεία, είναι αυτά που κάνουν απολαυστικό το "Majesty". Το "Barbie Dreams", πιο κάτω, θυμίζει Salt-N-Pepa και αποδεικνύεται διασκεδαστικά πικάντικο, με τις τσουχτερές ρίμες για τον 50 Cent, τον Young Thug και τους YG & The Game. Το "Chun Li", πάλι, λοξοκοιτάει το βάρος της παλιάς Νέας Υόρκης (Nas και τα λοιπά), το "Rich Sex" είναι από τα ωραία trap της χρονιάς, το "Coco Chanel" δίνει την ευκαιρία για ένα στημένο μεν/γερό δε ντουέτο με τη Foxy Brown, ενώ το "Chun Swae" αποτυπώνεται ως μικρό κέντημα σύγχρονης χιπ χοπ αισθητικής χάρη στην αποστομωτική συμμετοχή του 23χρονου Swae Lee από τους Rae Sremmurd. 

Είναι εύκολο να απορρίψεις τη Nicki Minaj ως ένα φρούτο του σύγχρονου αμερικάνικου mainstream πασπαλισμένο με λίγη χιπ χοπ κανέλα. Αλλά, αν κάτσεις να την ακούσεις σοβαρά στα σοβαρά της, κάνοντας στο πλάι όλο αυτό το σουξουμούξου με το οποίο περιβάλλει κάθε της κίνηση, έχει κάτι να πει. Το θέμα είναι βέβαια αν μπορεί να βγάλει κάτι αισθητά καλύτερο από το Queen. Γνώμη μου είναι πως όχι. Όμως αυτό είναι μια διαφορετική συζήτηση.