03 Αυγούστου 2023

Ihsahn: Arktis. [δισκοκριτική, 2016]


Μία κριτική μου από το 2016 στο άλμπουμ «Arktis.» του Ihsahn, του δοξασμένου ηγέτη των Emperor, ο οποίος πλέον αναζητούσε να μπολιάσει το νορβηγικό black metal που τον καθιέρωσε με στοιχεία μιας νέας μουσικής «γλώσσας».

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που διατέθηκε εκείνη την εποχή στον Τύπο και ανήκει στον Bjørn Tore Moe 


Το εξώφυλλο (σχεδόν) σε εξωθεί να αντιμετωπίσεις την 6η σόλο δουλειά του Ihsahn σαν μια δική σου αρκτική περιπέτεια. Σαν ένα όνειρο μες τη ντάλα του ελληνικού καλοκαιριού, στο οποίο φοράς τα παπούτσια του Ρόαλντ Αμούνδσεν και ρίχνεσαι στην εξερεύνηση των αχανών πολικών περιοχών. 

Και, κατά μία έννοια, είναι πράγματι μια περιπέτεια το «Arktis.», γιατί πρόκειται για δίσκο που αρνείται να απαντήσει ξεκάθαρα στο ευθύ ερώτημα «τι μουσική είναι;». Όχι ότι δεν υπάρχει απάντηση, θα ανακαλύψετε όμως ότι αυτή ποικίλλει αναλόγως ποιον θα ρωτήσετε: ο μεταλλάς θα σας πει ότι το βρίσκει ποπ· ο ροκάς θα το βρει progressive· και για το επιτελείο του Pitchfork, θα κριθεί ως metal –εκείνης όμως της σύγχρονης συνομοταξίας που απασχολεί και το εν λόγω indie site. Δεν ξέρω για σας, πάντως εγώ τους γουστάρω πολύ τέτοιους δίσκους. 

Για λίγο, βέβαια, δεν γίνεται να μη σταθείς κάπου εδώ με αβίαστο θαυμασμό για την καλλιτεχνική διαδρομή του Ihsahn. Ο άνθρωπος είναι άλλωστε θρύλος στο αψύ black metal τερέν, όπου κι έχει αφήσει το δικό του (νορβηγικό) αποτύπωμα με τους Emperor. Καταλαβαίνετε, επομένως, πόσο εύκολο θα του ήταν να έχει αναπαυτεί στις δίκαιες δάφνες του τώρα που 40άρισε, αντί να βγάζει δίσκους που θολώνουν τα παραδοσιακά όρια των μουσικών ειδών και ξενίζουν εκείνους τους ακροατές –είναι πολλοί, αν δεν το έχετε καταλάβει– που τσινάνε όταν δεν είναι όλα ξεκάθαρα τοποθετημένα στα «κουτάκια» τους. 

Αν σε κάτι πετυχαίνει το «Arktis.», όμως, είναι ότι ακούγεται γνώριμο ενόσω χάνεται στις εξερευνήσεις του. Αυτή η φωνή στο κέντρο του, δηλαδή, ηχεί με την καθησυχαστική ιδιότητα ενός παλιού φίλου: έχετε καιρό να βρεθείτε, έχει αποκτήσει καινούρια ενδιαφέροντα, όμως τον εμπιστεύεσαι και αφήνεσαι έτσι να σε βολτάρει στην «Αρκτική» του. Κι ας κοιτάς τα «τοπία» μισοσυνεπαρμένος, μισοτρομοκρατημένος. 

Βαριά metal φωνητικά και παραμορφώσεις με black γενεαλογίες συνυπάρχουν με καθαρές ερμηνείες που μοιάζουν με ψίθυρους κάποιου αισθηματία singer/songwriter από τον Βορρά (βλέπε "My Heart Is Of The North"). Μελωδίες ξεπετάγονται διαρκώς, στα πιο απρόσμενα σημεία. Οι δε ενορχηστρώσεις είναι να τρελαίνεσαι, αφού περνάνε με υποδειγματική διάθεση από είδος σε είδος –μερικές φορές και μέσα στο ίδιο κομμάτι– πότε τζαζίζοντας, πότε προγκρεσιβοροκάροντας, πότε χτίζοντας γέφυρες με αλάνθαστες ποπ ποιότητες και πότε οικοδομώντας μεταλλικά μενίρ. Αποτελούν δε μια πρώτης τάξης απόδειξη για την κλάση στην οποία έχει πια φτάσει ο Ihsahn ως (πολυ)οργανίστας. 

Όμως, όμως συχνά συμβαίνει με τέτοια άλμπουμ, έτσι και το «Arktis.» διαθέτει ύψη μα και βάθη. Αυτό σημαίνει ότι σε δεύτερη/τρίτη ακρόαση δεν στέκονται όλα τα κομμάτια στο ίδιο επίπεδο, καθώς άλλα διατηρούν ακέραιο το ενδιαφέρον τους κι άλλα ξεθωριάζουν. Μερικά πράγματα, ωστόσο, επιμένουν να εντυπωσιάζουν: το "Mass Darkness" στέκεται ίσως στο πιο κοντινό σημείο όπου έφτασε το black metal απέναντι σε ό,τι εννοούμε μιλώντας για «ραδιόφωνο». Το "Frail", το "Pressure" και το "South Winds" θα ξελογιάσουν τα ελεύθερα πνεύματα με τις ενορχηστρωτικές τους καταδύσεις. Και το "Celestial Violence" θα παραμείνει μια «ανίερη» χρυσή τομή μεταξύ της μπαλανταδόρικης FM δραματουργίας και της βίαιης, βαρυμεταλλικής καταχνιάς. 

O Ihsahn έφτιαξε λοιπόν έναν πραγματικά καλό δίσκο, πολύ πιο καίριο σαν σύνολο από το Eremita (2012) ή το Das Seelenbrechen (2013), δουλειές με παρόμοια εξερευνητική διάθεση, μα κάπως χαμένες εν τέλει σε αυτήν. 



02 Αυγούστου 2023

Suicideboys: I Want To Die In New Orleans [δισκοκριτική, 2018]


Μία κριτική μου από το 2018 στο άλμπουμ «I Want To Die In New Orleans» των Suicideboys, που έκαναν κάμποση φασαρία στο αμερικάνικο underground της προηγούμενης δεκαετίας με το SoundCloud rap στυλ τους (όπως το έλεγαν τότε), το οποίο εν τέλει προστέθηκε στον αστερισμό της trap έκφρασης.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που έχει διατεθεί στον Τύπο


Το πρώτο επίσημο άλμπουμ των Suicideboys έρχεται να δικαιώσει, αλλά και να διαφημίσει, τα όσα σκαρώνουν εδώ και 4 χρόνια ο Αρίστος Πέτρου (Ruby da Cherry) και ο ξάδερφός του Scott Arcenaux Jr. (Slick Sloth), εκτοξεύοντάς τους από το underground στο top-10 των Η.Π.Α. (#9). Άλλωστε ήταν φανερό πως ο καιρός είχε έρθει πια για κάτι τέτοιο, αν κρίνουμε και από τον ενθουσιασμό που προξένησε τον Φεβρουάριο η πρώτη τους επίσκεψη στην Αθήνα, όπου τους υποδέχτηκε ένα Piraeus 117 Academy κατάμεστο με πωρωμένα νιάτα. Ο φίλος και κουμπάρος Τάσος Μαγιόπουλος πήγε κι έχει καταθέσει και ανταπόκριση από τη βραδιά, η οποία επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές.

Βέβαια, για όσους παρακολουθούν τα πράγματα και πέραν της επιφάνειας, στο «I Want To Die In New Orleans» δεν συμβαίνει κάτι δραματικά διαφορετικό απ' ό,τι έχει ήδη καταγραφεί σε (πάνω από) 35 ΕΡ. Περισσότερο ως μια τακτοποιημένη σύνοψη αυτού του στίγματος πρέπει να δούμε το άλμπουμ, έστω κι αν εκφράζεται με καινούριο υλικό. Οφείλουμε επίσης να επισημάνουμε τις εμφανείς καταβολές της όλης αισθητικής στους Three 6 Mafia του «Mystic Stylez» (1995) και των άμεσων διαδόχων του. Είναι μια πολύ σημαντική παράμετρος, αφενός γιατί θα μας προστατέψει από τις υπερβολές στις οποίες ρέπει ο σημερινός Τύπος, αφετέρου γιατί επιτρέπει να δούμε πιο καθαρά τι ακριβώς φέρνουν στο τραπέζι οι Suicideboys.

Το άλμπουμ βασίζεται λοιπόν σε όσα είναι ήδη γνωστά: τονισμένες μπασογραμμές και ακονισμένα drum breaks πέφτουν πάνω σε ναρκοληπτικές μελωδίες, ενίοτε και σε οργισμένα rap ξεσπάσματα, «ντύνοντας» στίχους για μια  ζωή στη Νέα Ορλεάνη η οποία κινείται στις παρυφές του περιθωρίου, ξορκίζει τη μοναξιά και το σκοτάδι της με ουσίες και καταλήγει να ονειρεύεται την αυτοκτονία ως απόδραση από το αδιέξοδο. Όλα δε αυτά τυλίγονται σε samples από ειδησεογραφικά στιγμιότυπα ή διαφημίσεις, τα οποία δημιουργούν την αίσθηση μιας δυσοίωνα αντιφατικής Αμερικής, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που το έκανε και το 1974 ο Tobe Hooper στο ξεκίνημα του «The Texas Chainsaw Massacre», με τη φοιτητοπαρέα που πορευόταν ανέμελα στην ενδοχώρα ακούγοντας τα νέα στο ραδιάκι του βαν. 

Ναι, είναι της μόδας αυτή η θεματολογία κι έχει ήδη θρέψει το SoundCloud rap και το emo hip hop κύμα της επίκαιρης trap τάσης, γενόμενη φαινόμενο. Όμως, σε αντίθεση με το άνισο πηλίκο πολλών mumble rap δίσκων, οι Suicideboys κομίζουν κάτι με περισσότερη βαρύτητα. Εδώ, δηλαδή, το όλο πράγμα γίνεται πιο επείγον, όπως δείχνει π.χ. το "Nicotine Patches" με τον στίχο-κλειδί «All of my heroes are rotting in their fucking graves», αλλά και πιο ενδιαφέρον μουσικά ("Krewe Du Vieux (Comedy & Tragedy)", "10.000 Degrees" με έξυπνο sample από το "Thinkin' Of A Driveby" των Gimisun Family). Διαθέτει επίσης μια χροιά πιο ενήλικη σε σύγκριση με όσα προλάβαμε να ακούσουμε από πολυδιαφημισμένες περιπτώσεις σαν τον Lil Peep και τον XXXTentacion, κάνοντάς σε να στήσεις αυτί στο "Coma" (με sample από το "Much Better Off" του Smokey Robinson), στο "Carrollton" ή στο "Fuck The Industry", όπου ενσωματώνεται υπέροχα και μια επικήδεια τρομπέτα από τις παραδόσεις της Νέας Ορλεάνης.

Κατά μία έννοια, λοιπόν, οι Suicideboys έρχονται με το «I Want To Die In New Orleans» να διεκδικήσουν το μερίδιό τους από όσα σπέρνουν 4 χρόνια τώρα, μα εν τέλει θερίζουν περισσότερο οι ακόλουθοί τους, παρά οι ίδιοι. Έχει άλλωστε τα δίκια του ο Πέτρου σε όσα δήλωσε πρόσφατα, ότι αν διάλεγε ένα έξαλλο χρώμα για τα μαλλιά του, συστηνόταν ως Lil-κάτι και έπαιζε τα ίδια πράγματα σερβίροντάς τα σε ένα mixtape, ο ίδιος Τύπος που ως τώρα τους αγνοεί ή τους υποβαθμίζει, θα έτρεχε να χειροκροτήσει.

Την ίδια στιγμή, πάντως, το «I Want To Die In New Orleans» μάλλον κλείνει κι έναν κύκλο επιδραστικής δημιουργικότητας. Τα αδιέξοδα, δηλαδή, είναι ήδη παρόντα, σε όλα τα "Meet Mr. NICEGUY" και "WAR TIME ALL THE TIME" στα οποία το δίδυμο πέφτει –με αναπάντεχη ευκολία– στην παγίδα της επανάληψης. Παράλληλα, τα πράγματα έχουν εμφανώς αλλάξει: οι άγριες ημέρες στη Νέα Ορλεάνη αποτελούν παρελθόν, αφού η μουσική γέμισε τις τσέπες των Suicideboys και πλέον τους ταξιδεύει ανά τον κόσμο για συναυλίες. Σύντομα, λοιπόν, μπορεί να αποδειχθεί ότι ως εδώ ήταν, ως εδώ μπορούν. 

Πάντως, με βάση το "I No Longer Fear The Razor Guarding My Heel (IV)", δεν θα βιαζόμουν να ξεγράψω το γκρουπ. Στρατηγικά τοποθετημένο στο τέλος του δίσκου, αποτελεί ένα νήμα που ενώνει το παρελθόν (το IV δείχνει πως έχουν υπάρξει άμεσοι προκάτοχοι) με το άγνωστο ακόμα μέλλον. Και είναι ό,τι πιο εντυπωσιακό έχει να επιδείξει το άλμπουμ: η επίμονη ρίμα «You can feel the bullets from my steel son» καρφώνεται στον εγκέφαλό σου, ενώ η ατάκα «In New Orleans, there were many bizarre things I always saw growing up here, especially in the graveyards» (σαμπλαρισμένη από ένα ντοκιμαντέρ) δημιουργεί ένα ιδιότυπο βουντού δέος, φέρνοντας στο προσκήνιο τη Νέα Ορλεάνη της μετα-Katrina περιόδου. Η δε κιθάρα του Πέτρου ακούγεται σαν διαθλασμένο ρεμπέτικο από κάτι που ανέσυρε αταβιστικά από τις ελληνικές καταβολές των παιδικών του χρόνων. 

Είτε ως φινάλε το δεις, είτε ως προάγγελο για τα επόμενα, φαντάζει ιδανικό. 



01 Αυγούστου 2023

Nicki Minaj: Queen [δισκοκριτική, 2018]


Μία κριτική μου από το 2018 στο άλμπουμ «Queen» της Nicki Minaj, με το οποίο η Αμερικανίδα σταρ αποπειράθηκε να ξαναπάρει τα σκήπτρα του χώρου της από νεότερες ανταγωνίστριες σαν την Cardi B.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το βιντεοκλίπ του "Ganja Burn" και ανήκει στους δημιουργούς του Mert Alas & Marcus Piggott


Σε καιρούς όπου οι καταμετρητές λέξεων στα word χτυπάνε χιλιάρικα σε αναλύσεις που λένε ότι τελειώνουν τα άλμπουμ και γυρνάμε πίσω στα singles, η Nicki Minaj –μια καλλιτέχνιδα με νεανικό κοινό, η οποία αναδείχθηκε στην τρέχουσα δεκαετία– βγάζει δίσκο 73 λεπτών (αν τον ακούσουμε στην πλήρη αμερικάνικη έκδοση που πωλείται στα Target). Εξαίρεση άραγε σε ό,τι τείνει να γίνει κανόνας; Ή καμπανάκι προειδοποίησης για το πόσο έγκυροι είναι οι «ειδήμονες» της εποχής;

Ας μείνουμε όμως απλά στο προφανές, ότι η Minaj θέλει να τα πει. Και ας ξεμπερδέψουμε εξαρχής με το ακόμα πιο προφανές: όποιος θέλει να τα πει, λέει εν τέλει πολλά, αρκετά αχρείαστα. Διάφορα λοιπόν "Nip Tuck", "Come See About Me", "Miami", αλλά και το "Thought I Knew You" (όπου χαραμίζεται μια συμμετοχή του The Weeknd), μπορούσαν να λείπουν, χάριν ενός πιο συμπαγούς συνόλου.

Ασφαλώς, έχει λόγους που καίγεται να τα πει η 35χρονη από το Τρινιντάντ & Τομπάγκο. Στο ξεκίνημα της δεκαετίας των 2010s, έπαιζε μπάλα μόνη. Η Missy Elliott σιώπησε μετά το soundtrack του Step Up 2: The Streets (2008)· η Lil Kim χάθηκε ύστερα από το The Naked Truth του 2005· για τη δε Foxy Brown ας μην τα συζητήσουμε, έχει να φανεί από το 2001. Μπόρεσε έτσι να χτίσει μια καριέρα που την έκανε γνωστή ακόμα και στις πέτρες, βάσει της οποίας απαιτεί τώρα να τη στέψουμε βασίλισσα, ποζάροντας στο εξώφυλλο ως άλλη Κλεοπάτρα της Αιγύπτου. Μόνο που, καθώς κλείνουν τα '10s, εμφανίστηκαν ανταγωνίστριες. Κι αν η Iggy Azalea με τη Dej Loaf έμειναν από καύσιμα, η Cardi B τα καταφέρνει –εξ ου και τα πρόσφατα μαλλιοτραβήγματα. Αφήστε που η Missy Elliott κάτι ετοιμάζει, ενώ επιστρέφουν τόσο η Lil Kim, όσο και η Foxy Brown. 

Η Minaj ποτέ δεν κέρδισε τους «παλιούς». Ίσως στην αρχή, στα mixtapes, να δόθηκε ένα respect, γρήγορα πάντως υπήρξε αποστασιοποίηση. Δεν βοήθησε άλλωστε ούτε ο προσανατολισμός της προς τη mainstream pop, ούτε ότι βγάζει τα προσωπικά της στη φόρα των αμερικάνικων media, με αποτέλεσμα έναν βομβαρδισμό ειδήσεων τύπου με ποιον χωρίζει/με ποιον βγαίνει/με ποια τσακώθηκε πάλι. Επί "Anaconda" (2014), επίσης, ξέρουμε νομίζω όλοι ότι πούλησε σεξ απίλ και όχι μουσική. Στο Queen, ωστόσο, πουλάει μουσική. Δήλωσε μάλιστα στη ραδιοφωνική εκπομπή του DJ Whoo Kid ότι θέλησε να φτιάξει «ένα κλασικό χιπ χοπ άλμπουμ, που ο κόσμος δεν θα ξεχάσει ποτέ».

Φυσικά και απέτυχε, δεν διαθέτει το βεληνεκές για κάτι τέτοιο. Ούτε καν χιπ χοπ με το χέρι στην καρδιά δεν το λες το Queen, αφού η στόχευση παραμένει ποπ και απλά μπαίνουν πινελιές «διαφορετικότητας» ανάλογα τις ανάγκες: λίγο trap εδώ να χωρέσει και ο Lil Wayne, λίγο boom bap εκεί, λίγο dancehall παραπέρα ώστε να καλέσουμε και τη Foxy Brown, λίγο τη «μαύρη» ποπ της Mariah Carey να βάλουμε για να μην ξινίσει η Ariana Grande. Εδώ, όμως, όλα γίνονται καλύτερα, σε σύγκριση με τα προηγούμενα άλμπουμ. Με αποτέλεσμα το Queen να είναι το μέρος όπου μπορείς να ακούσεις όχι μόνο τι εστί Nicki Minaj, μα και τι αξίζει.

Βέβαια, το τι λένε οι στίχοι παραμένει θέμα ακανθώδες –αν κι εδώ θα μου επιτρέψετε να παρατηρήσω ότι οι πιο ψαγμένες ρίμες στυλ Kendrick Lamar που αρέσουν στους όψιμους χίπστερ φίλους του χιπ χοπ, δεν αποτελούν κανόνα και ζητούμενο στον χώρο. Η Minaj αποφεύγει μεν να ραπάρει για ό,τι δεν βιώνει και δεν αντιλαμβάνεται, όμως η αλήθεια είναι πως κουράζεσαι όλα να αντικρίζονται σε ένα τόσο πρώτο επίπεδο και απηυδίζεις να ακούς κάθε τρεις και λίγο για το πόσο γαμάτη και νούμερο 1 είναι. Το ραπάρισμά της, επίσης, παραμένει στα γνωστά αμφιλεγόμενα νερά: θα εξακολουθήσει να αρέσει σε όσους βρίσκουν ότι διαθέτει «το κάτι», θα συνεχίσει να απωθεί όσους το θεωρούν καρτουνίστικο. 

Εντούτοις η Minaj διαθέτει ένα κάποιο χάρισμα σαν ράπερ, ακόμα κι αν δεν είναι η βασίλισσα που θέλει να γενεί. Κι εδώ το ακούς καλά, καθώς κάνει μια προσπάθεια να γυρίσει στις μέρες των mixtapes. Επιπλέον, υπάρχουν πολλά ωραία τραγούδια στο Queen: δεν είναι λίγες δηλαδή οι στιγμές όπου πέφτεις σε κάτι απίθανο σε επίπεδο beats και παραγωγής και λες «δεν μπορεί, το έχει σαμπλάρει»· όσο όμως και να ψάξεις τα credits, πρόκειται για πρωτότυπες συνθέσεις. Συμβαίνει μάλιστα με το καλημέρα, στο "Ganja Burn". 

Όσο επίσης κι αν διαμαρτυρόμαστε για τα ποπ στοιχεία, είναι αυτά που κάνουν απολαυστικό το "Majesty". Το "Barbie Dreams", πιο κάτω, θυμίζει Salt-N-Pepa και αποδεικνύεται διασκεδαστικά πικάντικο, με τις τσουχτερές ρίμες για τον 50 Cent, τον Young Thug και τους YG & The Game. Το "Chun Li", πάλι, λοξοκοιτάει το βάρος της παλιάς Νέας Υόρκης (Nas και τα λοιπά), το "Rich Sex" είναι από τα ωραία trap της χρονιάς, το "Coco Chanel" δίνει την ευκαιρία για ένα στημένο μεν/γερό δε ντουέτο με τη Foxy Brown, ενώ το "Chun Swae" αποτυπώνεται ως μικρό κέντημα σύγχρονης χιπ χοπ αισθητικής χάρη στην αποστομωτική συμμετοχή του 23χρονου Swae Lee από τους Rae Sremmurd. 

Είναι εύκολο να απορρίψεις τη Nicki Minaj ως ένα φρούτο του σύγχρονου αμερικάνικου mainstream πασπαλισμένο με λίγη χιπ χοπ κανέλα. Αλλά, αν κάτσεις να την ακούσεις σοβαρά στα σοβαρά της, κάνοντας στο πλάι όλο αυτό το σουξουμούξου με το οποίο περιβάλλει κάθε της κίνηση, έχει κάτι να πει. Το θέμα είναι βέβαια αν μπορεί να βγάλει κάτι αισθητά καλύτερο από το Queen. Γνώμη μου είναι πως όχι. Όμως αυτό είναι μια διαφορετική συζήτηση.



31 Ιουλίου 2023

Cardi B: Invasion Of Privacy [δισκοκριτική, 2018]


Μία κριτική μου από το 2018 στο άλμπουμ «Invasion Of Privacy» της Cardi B, που συζητήθηκε αρκετά εκείνη τη χρονιά (στην Αμερική, κυρίως).

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που έχει διατεθεί στον Τύπο


Ως ένα από τα πιο προβεβλημένα νέα πρόσωπα στην αμερικάνικη σόου μπιζ, η Cardi B μπορεί να εμφανίζεται με κομψά γκρι καπέλα, να φωτογραφίζεται ντυμένη σε βαθιά ντεκολτέ με ή χωρίς τον σύζυγο Offset (των Migos), αλλά και να είναι η φιγούρα στο εξώφυλλο του «Invasion Of Privacy», με την ξανθιά περούκα και τα υπερμεγέθη γυαλιά ηλίου. Αν ψάχνουμε πάντως την πιο καθημερινή παρουσία πίσω από τη διασημότητα, πιο εύκολα θα πέσουμε σε έναν συνδυασμό χρυσουλί φορέματος, κόκκινων χοντροτάκουνων και νυχιών βαμμένων λεβάντα. Ρωτήστε και τη Rawiya Kameir. 

Η εικόνα δεν είναι ξένη. Συν-πλην τις αναγκαίες λεπτομέρειες, θα μπορούσε να είναι ένα κορίτσι από λαϊκή συνοικία του Πειραιά ή των δυτικών προαστίων της Αθήνας. Και οι ομοιότητες δεν τελειώνουν εδώ: η Belcalis Almanzar συζητά τα ζώδια ακόμα και με τους δημοσιογράφους, ενώ τη διακρίνει και μια χύμα δημόσια έκφραση –στα πλαίσια της οποίας θα πρέπει να εξηγηθούν και τα πρόσφατα μαλλιοτραβήγματα με τη Nicki Minaj. 

Στην Ελλάδα, οι άντρες δεν έχουμε καλή γνώμη για τέτοια κορίτσια. Δεν είμαι σίγουρος, μάλιστα, ότι ισχύει κάτι ιδιαίτερα αντίθετο για τις γυναίκες· όμως δεν θέλω να μιλάω εκ μέρους τους. Δέσμιοι σωβινιστικών λογικών, βλέπουμε μόνο εύκολο σεξ χωρίς δεσμεύσεις εκεί όπου εκπέμπεται ένα μήνυμα θηλυκότητας. Δέσμιοι ταξικών στερεοτύπων, βιαζόμαστε να κολλήσουμε το επίθετο «χυδαία» σε μια συμπεριφορά που ναι, ίσως κρίνεται αγενής, αλλά είναι πιο ντόμπρα από τα μαχαιρώματα πίσω από τα χαμόγελα των μορφωμένων μεσαίων στρωμάτων. Μέσα σε τέτοιες Συμπληγάδες, λίγοι θα κάτσουμε να ακούσουμε την ιστορία μιας 25χρονης που μεγάλωσε σε μια διαλυμένη οικογένεια μεταναστών από την Καραϊβική και δούλεψε για τα προς το ζην ως ταμίας αλλά και ως στριπτιτζού, πριν ξεχυθεί προς τη μουσική. 

Κάπου εδώ ίσως αναρωτηθείτε τι σόι δισκοκριτική είναι αυτή, που αντί να μιλάει για το πρώτο επίσημο άλμπουμ της Cardi B, έχει ήδη ξοδέψει 275 λέξεις να λέει για άλλα. Κι όμως, αποδεικνύονται απαραίτητα. Γιατί τα τραγούδια του «Invasion Of Privacy» μιλούν ανοιχτά για τη ζωή της και τα όσα της αρέσουν, είτε πρόκειται για την αιδοιολειχία, είτε για τα διαμάντια –ακριβώς γιατί δεν το παίζει υπεράνω της υλικής ευμάρειας, καθώς κυνηγάει την ευτυχία. Και η ίδια τα ραπάρει πρωτίστως βάσει της προσωπικότητάς της, δίχως να καμουφλάρει όσες προφορές προδίδουν και το πού μεγάλωσε, μα και το ότι οι γονείς της ήρθαν στις Η.Π.Α. από κάπου αλλού.

Θα μου πείτε, μα είναι χιπ χοπ τώρα αυτό που ακούμε;

Χιπ χοπ όπως το μάθαμε όσοι λευκοί Ευρωπαίοι αγαπήσαμε τους δίσκους των Public Enemy, των Run-DMC, του Notorious B.I.G. και των Wu-Tang Clan, όχι, δεν είναι. Μιμείται απλά κάποιους τρόπους του και στηρίζεται σε δικές του μεθόδους, για να παραχθεί ένα κατά βάση pop τραγούδι με ραπ στοιχεία. Ωστόσο, το χιπ χοπ έχει πλέον αναδειχθεί σε pop culture και μάλιστα κυρίαρχη. Κι έτσι, για μεγάλο κομμάτι της νεολαίας, η Cardi B μετράει όχι μόνο ως ράπερ, αλλά και ως μία από τις ηρωίδες της επίκαιρης trap λαίλαπας. Ας ηρεμήσουν λίγο, λοιπόν, όσοι παλιότεροι ξινίζουν με «τους καιρούς και τα ήθη». Στα 1990s, άλλωστε, τις Salt-Ν-Pepa ράπερς δεν τις λέγατε; 

Η Cardi B είναι, επομένως, ένας ακόμα κρίκος σε μια αλυσίδα γυναικών που μπήκαν με τους όρους τους στην ανδροκρατούμενη χιπ χοπ κουλτούρα·  εύκολα συμπεραίνεις άλλωστε, όσο κυλά το Invasion Of Privacy, πόσο Nicki Minaj, TLC, Ivy Queen και βεβαίως Missy Elliott έχει ακούσει, πριν αρχίσει και η ίδια να ραπάρει. Κι εδώ βρίσκεται μια ευδιάκριτη αχίλλειος πτέρνα, γιατί ναι μεν ρίχνει την περσόνα της στην ερμηνεία, όμως κάτι τέτοιο δεν φτάνει: δεν αποτυπώνεται ως καμιά σπουδαία ράπερ η Cardi B, αν και το εξισορροπεί αυτό με το καλό μουσικό αισθητήριο το οποίο δείχνει να διαθέτει. Το "Bodak Yellow" (Η.Π.Α. #1, Βρετανία #24, Γαλλία #70) –σε ό,τι είδος κι αν το βάλεις– είναι από τα πιο φρέσκα και εντυπωσιακά τραγούδια του 2018.

Και έχει κι άλλα σημεία να σταθείς το άλμπουμ. Ένα καλό π.χ. ντουέτο με τη SZA ("I Do") ή το διασκεδαστικό σούπερ χιτ "I Like It" (Η.Π.Α. #1, Βρετανία #8, Γαλλία #19, Ελλάδα #1), όπου το trap συναντά τη salsa. Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το "Get Up 10" (Η.Π.Α. #38), όπου ένα πιανάκι παντρεύεται με τις νευρώδεις ανάσες της, καθώς μας διηγείται για τις γυναικείες προκαταλήψεις που έπρεπε να παλέψει όταν δούλεψε σε strip club («I said "dance" not "fuck", don't get it confused/Had to set the record straight 'cause bitches love to assume»). Και βέβαια το "Be Careful" (Η.Π.Α. #11, Βρετανία #24), όπου αρθρώνεται ένας κεφάτος σκοπός πάνω σε ένα αραχτό beat χτισμένο σε sample που πάει πίσω στη Barbra Streisand (1974), προκαλώντας τα παγκόσμια στάνταρ της απιστίας, τα οποία θέλουν τους άντρες άτακτους και τις γυναίκες πιστές, σαν την Πηνελόπη: «But if I did decide to slide, find a nigga, fuck him, suck his dick, you would've been pissed». 

Εκεί που χάνει, είναι όταν μένει σε επιφανειακά trap σαν το "Bartier Cardi" (H.Π.Α. #14, Βρετανία #40), όταν ξεμένει από ιδέες και αναπαράγει τον εαυτό της ("Money Bug") ή όταν προσπαθεί να στήσει μοδάτες συμμαχίες, οι οποίες όμως είτε την καθιστούν συνοδευτική (π.χ. στο "Drip", δίπλα στους Migos), είτε περιορίζουν τον δυναμισμό της ("Ring" με τη βαριεστημένη Kehlani, "Best Life" με τον υπερβολικά εξευγενισμένο Chance The Rapper). Ως πρώτο δείγμα του τι εστί Cardi B, πάντως, το «Invasion Of Privacy» αφήνει θετική εντύπωση. Είναι άγνωστο αν θα μπορέσει να εξελίξει τα όσα καταγράφονται εδώ ως ενδιαφέροντα, ενώ είναι μεγάλο θέμα και το αν μπορεί να ραπάρει καλύτερα στο μέλλον. Μέχρι όμως να έρθει αυτό το μέλλον, βλέπει, βλέπουμε και συνεχίζουμε να παίζουμε όσα τραγούδια της μας αρέσουν.



30 Ιουλίου 2023

Skepta: Konnichiwa [δισκοκριτική, 2016]


Μία κριτική μου από το 2016 στο άλμπουμ «Konnichiwa» του Skepta, που έφερε στο προσκήνιο εκείνης της δεκαετίας το βρετανικό grime, με μια νέα φόρα σε σχέση με τα παλαιότερα κατορθώματα του στυλ.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που έχει διατεθεί στον Τύπο


Στα 33 του χρόνια, ο Joseph J. Adenuga από το Τότεναμ είναι το πρόσωπο του grime ρεύματος για τη μερίδα εκείνη του ευρύτερου pop/rock κόσμου που αρέσκεται να (ψιλο)παρακολουθεί τις hip hop εξελίξεις. Βέβαια, όπως πάντα συμβαίνει στη μουσική ιστορία με τέτοιες περιπτώσεις, «χρεώνεται» με περισσότερα από όσα του αναλογούν, γενόμενος ο κουβαλητής ενός ολόκληρου underground κόσμου, είτε στα φετινά βραβεία Mercury, είτε γενικότερα στο mainstream: το Konnichiwa λίγο έλειψε να κατακτήσει την κορυφή των βρετανικών charts (έμεινε στο #2, τελικά), τη στιγμή που ο προκάτοχός του μόλις που μπήκε στο top-20, 5 χρόνια πριν. Με ένα δε #160 στις Ηνωμένες Πολιτείες, αποτελεί γέφυρα προς τη μεγάλη υπερατλαντική αγορά, η οποία παραμένει ασφαλώς η Μέκκα κάθε hip hop τάσης. 

Κάτω από τα λαμπερά αυτά φώτα, υπάρχει ένας κίνδυνος υπερτίμησης του Konnichiwa (το hype, το άτιμο το hype), παράλληλα όμως κι ένας κίνδυνος υποτίμησης (οι πιουρίστες, οι καταραμένοι οι πιουρίστες). Ασφαλώς ο Skepta δεν ανήκει στην πρωτοπορία που δημιούργησε τον υβριδικό ήχο τον οποίον ακούμε στο 4ο άλμπουμ του: τα εύσημα για την ευφυή σύγκλιση της hip hop αισθητικής με την κληρονομιά του drum 'n' bass και τους ρυθμούς του βρετανικού garage ανήκουν σε καλλιτέχνες σαν τον Dizzee Rascal, τον Kano και τον Wiley, ονόματα που στα '00s έκαναν το βρετανικό hip hop να πάψει να ακούγεται meh. Ο Skepta είναι λοιπόν «επόμενη γενιά»· μα κι αν στέκεται σε ώμους άλλων, διαθέτει αρκετό ταλέντο και προσωπικότητα ώστε να αναδειχθεί σε ικανότατο μεταπράτη όσων δημιούργησαν εκείνοι. Έτσι, κάνει έναν περιθωριακό ευρωπαϊκό ήχο να ηχεί cool στα αυτιά του Pharrell Williams, ο οποίος πραγματοποιεί μια λαμπερή guest εμφάνιση στο "Numbers".

Το σημαντικότερο με το Konnichiwa, είναι ότι τα καταφέρνει όλα τούτα δίχως να νερώσει τις grime ρίζες του. Ακόμα δηλαδή κι αν σαμπλάρει το "Regular John" των Queens Of The Stone Age για να οπλίσει με ροκ εν ρολ φόρα το "Man" ή αν φωνάζει τον A$AP Nast για να κάνει πιο «νεοϋορκέζικο» το "Ladies Hit Squad", ο Skepta δείχνει με τις παραγωγές και τις λοιπές συμμετοχές –είναι και ο Wiley εδώ, είναι και οι Boy Better Know στο "Detox"– ότι παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένος με το underground που τον γέννησε ως καλλιτέχνη και με ό,τι «ακατέργαστο» συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Δεν αλλάζει λοιπόν τη μουσική του για να «πετύχει», ούτε σαχλαμαρίζει τους στίχους του. Κερδίζει με την ωριμότητα και την ποιότητα των raps του, καθώς και με το γεγονός ότι παύει να ηχεί σαν φτωχός συγγενής των grime αρχιτεκτόνων.

Από την άλλη, το Konnichiwa δεν είναι σπουδαίο άλμπουμ –ένα τέτοιο ίσως να βρίσκεται στη συνέχεια. Είναι ένας καλός δίσκος, που ενδεχομένως να αποδειχθεί και επιδραστικός, αν οι συγκυρίες βοηθήσουν το grime να εδραιωθεί, περνώντας με αξιώσεις τον Ωκεανό. Είναι επίσης με διαφορά η καλύτερη δουλειά του Skepta μέχρι σήμερα, εκείνη που τον χρίζει «εκπρόσωπο» ενός κόσμου ο οποίος εδώ και χρόνια αποδεικνύεται πιο δημιουργικός από τη βαρετή βρετανική ευθεία που παράγει indie μπάντες τύπου Viola Beach.