15 Μαΐου 2023

Kim Kashkashian - J.S. Bach Six Suites For Viola Solo [δισκοκριτική, 2018]


Μια κριτική μου από το 2018 στο άλμπουμ «J.S. Bach Six Suites For Viola Solo» της Kim Kashkashian, όπου η Αμερικανίδα μουσικός θριάμβευσε στη βιόλα, επανασυστήνοντας, παράλληλα, το διάσημο έργο του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που δόθηκε ως promo στον Τύπο και ανήκει στον Steve Riskind


Λόγω της ισοπεδωτικής κακοχρησίας της ταμπέλας «κλασική μουσική», το μπαρόκ αποτελεί terra incognita στη συνείδηση των πολλών. Αλλά ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (Johann Sebastian Bach) στέκει ακόμα ως καλλιτεχνικός κολοσσός: όπως κι αν το ονομάσεις, το έργο του εξακολουθεί να λογίζεται ως ορόσημο, παρά το διάβα του χρόνου και την ποικιλία ήχων που αναπτύχθηκε μετά την εποχή του.

Οι 6 Σουίτες για Τσέλο (γραμμένες από το 1717 ως το 1723) δεν ήταν πάντοτε ορατές στο κοινό· από τις αρχές του 20ού αιώνα, όμως, όταν τις ανέσυρε ο Pablo Casals από τη λήθη, παραμένουν σταθερό σημείο αναφοράς. Και είναι περιττό να γράψουμε πόσο απασχόλησε το συγκεκριμένο έργο τους τσελίστες: ηχογραφήσεις με το εκτόπισμα του Mstislav Rostropovich ή του Yo-Yo Ma, έχουν φτάσει με διάφορους τρόπους και στον πολύ κόσμο.

Εδώ, ωστόσο, οι 6 Σουίτες μεταγράφονται για βιόλα: ένα όργανο συγγενές με το τσέλο, αλλά και αρκετά διαφορετικό. Αποτελώντας βασικά μια γέφυρα μεταξύ βιολιού και τσέλου, μοιάζει με το τελευταίο στο «βάθος» του ηχοχρώματος, ενώ την ίδια στιγμή διατηρεί κάτι από την «τσαχπινιά» του πρώτου. 

Στα 66 της, η Kim Kashkashian είναι μία μουσικός που κατέχει τα μυστικά της βιόλας όσο πολύ λίγοι. Παράλληλα, διατηρεί μια ζωντανή σχέση με τον Μπαχ: ο συνθέτης βρίσκεται διαρκώς στην καθημερινότητά της –έστω και σε επίπεδο απλής εξάσκησης– ενώ έχει «αναμετρηθεί» μαζί του ξανά, παίζοντας λ.χ. στο πλευρό του Keith Jarrett για ένα ιστορικό ECM άλμπουμ πάνω στις Σονάτες για Βιόλα ντα Γκάμπα και Τσέμπαλο (1994). Ο συνδυασμός μοιάζει ιδανικός και, πράγματι, έτσι αποτυπώνεται και στον παρόντα δίσκο.

Τα εξάρια μαζεύονται βέβαια πολλά για τους ...προληπτικούς (6 οι Σουίτες, 6 τα μέρη κάθε μίας, 66 η Kashkashian), οι υπόλοιποι όμως θα απολαύσετε εδώ μια απλή αλήθεια, κάθε μουσικής: αν ένα όργανο παίζεται πολύ καλά, σύντομα το αντιμετωπίζεις κυριολεκτικά ως «όργανο». Ως μέσο δηλαδή το οποίο σου κοινωνεί κάτι βαθύτερο, άυλο, σε τόσο ευθεία επαφή με τον εσωτερικό σου κόσμο, ώστε να χάνεται η υπόσταση του συγκεκριμένου (αν ακούς π.χ. βιόλα, τσέλο, κάτι άλλο). 

Μόνη της λοιπόν απέναντι στον Μπαχ, η Kashkashian επιδεικνύει ζηλευτή ευχέρεια στις παικτικές απαιτήσεις των συνθέσεων. Η κάπως «φλου» κατάσταση στην οποία εξακολουθεί να βρίσκεται η βιόλα (τόσα χρόνια δεν έχει καν παγιωθεί σε συγκεκριμένο μέγεθος) φαίνεται μάλιστα να απελευθερώνει τη μουσική της φαντασία, αντί να της θέτει φραγμούς. Έτσι, σε ένα έργο γνώριμο, φέρνει ένα πολύτιμο προσωπικό φίλτρο. Και μέσω αυτού το επανασυστήνει, αναζωογονώντας τον ήχο του, αλλά και τη σχέση μας μαζί του. 

Στο "Menuet" τμήμα της Σουίτας 1, ας πούμε, η Αμερικανίδα μουσικός διαλέγει να κάνει μια μικρή μα αισθητή παύση, κινούμενη στον αντίθετο δρόμο της Nabuko Imai, που το 1999 ηχογράφησε κι εκείνη (θαυμάσια) τις 6 Σουίτες με βιόλα, παίζοντας το συγκεκριμένο κομμάτι με μια στεντόρεια, ακατάπαυστη ισχύ. Αντίστοιχα, στο "Gavotte" της Σουίτας 6, εκεί όπου μία ακόμα σημαίνουσα βιρτουόζος, η Lillian Fuchs, επέδειξε δυναμισμό στις δικές της εκτελέσεις (1951-1954), η Kashkashian επιλέγει χαμηλούς τόνους, προφανώς θεωρώντας ότι υπηρετείται καλύτερα από μια λεπτεπίλεπτη προσέγγιση. Και στις δύο περιπτώσεις φέρνει πιο εύστοχα στο προσκήνιο τη στοχαστική ποιητικότητα και τη «γλύκα» των συνθέσεων του Μπαχ. 

Ίσως οι 6 Σουίτες να ακούγονται πάντα καλύτερα παιγμένες με τσέλο, όπως άλλωστε τις φαντάστηκε και ο δημιουργός τους. Αλλά για το πώς μπορούν να αποδοθούν με βιόλα, το σπουδαίο αυτό άλμπουμ θα αποτελέσει νομίζω το στάνταρ της δικής μας εποχής. 



12 Μαΐου 2023

Raining Pleasure - Live In Athens: Ζωντανή Ηχογράφηση Στο Μέγαρο Μουσικής [δισκοκριτική, 2009]


Λίγα, μετρημένα στα δάχτυλα είναι τα αγγλόφωνα pop/rock συγκροτήματα της Ελλάδας που μπόρεσαν να κάνουν κάτι με ευρύτερη δυναμική. Η τελευταία μεγάλη περίπτωση ήταν οι Raining Pleasure από την Πάτρα, οι οποίοι μεσουράνησαν στη δεκαετία των '00s, πριν κάνουν τον κύκλο τους και χαθούν τελικά από τον χάρτη –δίνοντας πάσα στη σόλο καριέρα του τραγουδιστή τους, Βασιλικού Σακκά (Vassilikos).

Αν και επισήμως δεν κοινοποιήθηκαν ποτέ «τίτλοι τέλους», το γκρουπ έμεινε ανενεργό μετά από κάποιες ζωντανές εμφανίσεις στο δεύτερο μισό του 2009. Ανάμεσα σε αυτές ήταν κι ένα διήμερο στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (11 & 12 Σεπτεμβρίου), το οποίο ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε σε διπλό CD τον Δεκέμβρη του 2009. Έως αυτή τη στιγμή, είναι το τελευταίο τους άλμπουμ.

Μια κριτική μου σε αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis τον Ιανουάριο του 2010 και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Γιώργο Γερανιό και προέρχεται από το εξώφυλλο που αφιέρωσε στη μπάντα το περιοδικό «Downtown», τον Οκτώβριο του 2002


Νοσταλγία... Με το "Nostalgia" ξεκινά ο παρών δίσκος και η μνήμη, θες δεν θες, πετάει στο 1998. Τι γέλια θα έβαζα τότε, αν μου έλεγαν ότι 12 χρόνια μετά οι Raining Pleasure θα έπαιζαν στο Μέγαρο Μουσικής, εμπρός σε καθισμένο κοινό... Τότε το Μέγαρο ήταν άλλωστε κάτι τόσο ξένο, όσο το περιέγραφε η αείμνηστη Ρίτα Σακελλαρίου σε εκείνο το παιδαριώδες σουξέ-σύνθημα. Κι όμως, το πατρινό γκρουπ που κυκλοφόρησε το εναλλακτικό διαμάντι Nostalgia πίσω στο 1998, βρέθηκε στο Μέγαρο και ηχογράφησε εκεί το διπλό Live In Athens προκειμένου να γιορτάσει τα 20 χρόνια του. 20 χρόνια ύπαρξης... Ρεκόρ ζηλευτό, ίσως μοναδικό για τα pop/rock δεδομένα τούτης της χώρας. 

Με χαλάνε οι Raining Pleasure στο Μέγαρο, θα το πω έτσι φόρα παρτίδα. Μη με περάσετε για τον συνήθη παραπονιάρη, εκείνον που θα αρχίσει να σας λέει (πάλι) για τα τραγούδια στις διαφημίσεις, τα ριάλιτι και τα συναφή –φτάνει πια με τη μπίχλα αυτής της ημιμαθούς εναλλακτικότητας. Μένει ο άλλος στα βόρεια προάστια και είναι, πολιτισμικά, indie kid του πασόκικου νεοπλουτισμού και ξαφνικά του χαλάσανε την εναλλακτικότητα οι Raining Pleasure, επειδή παίζει το τραγούδι τους στη διαφήμιση... 

Ούτε έχω κάτι με το Μέγαρο –από το 1998 κι έπειτα, ειδικά, πήγα και ξαναπήγα. Αλλά να βλέπω Raining Pleasure στο Μέγαρο, καθιστός, δεν ξέρω... Τα χαλάμε στη σημειολογία της pop/rock συναυλίας, όχι στη σημειολογία της εναλλακτικότητας. Και νομίζω ότι επηρέασε και την παρούσα ηχογράφηση ο χώρος, το κλίμα και η στάση του εν καρέκλα σώματος. Και θετικά, ίσως, διότι ο άψογος ήχος είναι και θέμα ακουστικής του χώρου. Μα και αρνητικά: επέφερε μια στατικότητα, η οποία έπληξε το πρώτο κυρίως CD, όπως κι έναν υπερβολικό επαγγελματισμό εκ μέρους των Raining Pleasure. Τα σημεία, ας πούμε, όπου μιλάνε στο κοινό ή παρουσιάζουν τους καλεσμένους τους (την Έλλη Πασπαλά και τον David Lynch) έχουν, νομίζω, όση θέρμη έχει και το να παρουσιάζεσαι, βάσει αυστηρού πρωτοκόλλου, στη βασίλισσα Ελισάβετ (τη Βου, την πρώτη δεν τολμούσες καν να την αντικρίσεις).  

Τα χαλάμε, μάλλον, και στην εκλογή του διπλού CD. Δεν αντιλέγω, οι Raining Pleasure έχουν υλικό –μπόλικο και άξιο. Και, μην έχοντας ξαναβγάλει ζωντανό δίσκο, έχουν κάθε δικαίωμα για μια τέτοια κυκλοφορία, ειδικά εφόσον εμπλέκεται και μια τόσο σημαντική επέτειος στη μέση. Αλλά στα χρόνια της διάδοσης του μουσικού DVD, που σου δίνει την ευκαιρία της οπτικής επαφής, βάζοντάς σε όσο πιο βαθιά γίνεται στο κλίμα μιας συναυλίας ενόσω βουλιάζεις αναπαυτικά στον καναπέ, ένα διπλό CD θα πρέπει να περιέχει κι εγώ δεν ξέρω τι το ξεχωριστό, ώστε να σταθεί. Να σταθεί δηλαδή όχι ως σουβενίρ για τον αφοσιωμένο οπαδό, μα ως κάτι με ευρύτερη αξία στον ωκεανό κυκλοφοριών. Επέρχεται νομίζω μία κόπωση από το Live In Athens, που δεν είναι ζήτημα ούτε κλάσης της μπάντας, ούτε ανισότητας του υλικού: για όποιον δεν δηλώνει fan, θα μπορούσε να την αντιπαλέψει μονάχα η δύναμη της εικόνας. 

Διατηρώ τις ενστάσεις μου, όπως καταλάβατε. Αλλά δεν θέλω να κάθομαι να κοιτάω τα δέντρα, χάνοντας το δάσος. Γιατί στο Live In Athens οι Raining Pleasure γιορτάζουν –και πρόκειται για μια όμορφη γιορτή. Μπορεί η ομάδα να πετάει πιο έκδηλα στο δεύτερο CD, γενικά όμως βάζουν όρεξη και ενθουσιασμό σε όσα ακούμε εδώ, στοιχεία καλοπαντρεμένα με την επί σκηνής εμπειρία τους, που οδηγεί σε εξαιρετικά παιξίματα και τον Βασιλικό ειδικότερα σε ορισμένες θαυμάσιες ερμηνείες. 

Τα έχεις ακούσει και ξανακούσει τα τραγούδια εδώ (το "Breath In-Breathe Out", το "Fake", το "Nostalgia", τον χατζιδακικό "Kemal", το "You Are Not Young Anymore") και ενδέχεται μάλιστα να έχεις κι εσύ αλλάξει τόσο 12 χρόνια μετά (περισσότερα, αν ξεκινήσεις να μετράς από το Memory Comes Back), ώστε τούτη η κομψή βρετανοθρεμμένη pop να μην αποτελεί πια τη μουσική αρεσκείας σου για μια ακρόαση διπλής δόσης. Όμως δεν δικαιολογείσαι να δείξεις φειδώ στο χειροκρότημα, να μη συμμεριστείς κι εσύ το γιορτινό αίσθημα τούτης της ηχογράφησης. 



10 Μαΐου 2023

Hardline - ανταπόκριση (2017)


Έχω ξαναγράψει για εκείνες τις συναυλίες που κάπως έρχονται τα πράγματα και λησμονείς εντελώς, παρότι δεν τα έχεις περάσει διόλου άσχημα στη διάρκειά τους.

Λόγω δουλειάς, λοιπόν, περνάω σχεδόν κάθε μέρα από τη διασταύρωση της Μιχαλακοπούλου με τη Σινώπης, όπου κάποτε βρισκόταν ένα hard rock bar στο οποίο έπινα μπύρες κι έπειτα άνοιξε το «Crow Club», που έκανε και συναυλίες πριν κλείσει κι αυτό. Σε πολλές από τις τελευταίες ήθελα να πάω και δεν μπόρεσα (κάτι Bonfire, κάτι Praying Mantis τα έχασα), μα σίγουρα είχα πάει σε μία –ήρθε σαν φλασιά τις προάλλες, καθώς ξαναπερνούσα από το σημείο. Αλλά ποια ήταν;

Τελικά το βρήκα: είχα πάει στους Hardline τον Δεκέμβριο του 2017, για μια τζούρα από τις hard rock ημέρες της δεκαετίας του 1980. Τότε που, στον αστερισμό των Bon Jovi, έζησαν κι εκείνοι μια μικρή δόξα με τραγούδια σαν το "Hot Cherie" και το "Fever Dreams".

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη Facebook σελίδα των Hardline


Στην Αθήνα μιας εφηβείας επιεικούς, που έχει πια πατήσει τα 40, ευδοκιμούσαν συνοικιακές μπάρες με κρύα μπύρα και δυνατές κιθάρες –ροκ κιθάρες, με το ροκ σκέτο, δεν χρειαζόταν επιθετικός προσδιορισμός– όπου σύχναζαν αγόρια με μακριά μαλλιά και κορίτσια που δεν παίζει να σου 'ριχναν δεύτερη ματιά αν είχες μουστάκια και τριμαρισμένα μούσια. 

Πάει κάποιος καιρός από τότε και όλα τούτα έχουν ξεθωριάσει. Φαίνεται όμως ότι η πρώτη έλευση των Hardline στην Ελλάδα ήχησε σαν ένα κάλεσμα προς όσους από εκείνη τη γενιά αντέχουν ακόμα, για να πατικώσουν το μικρό «Crow» των Αμπελοκήπων (αδιαφορώντας για τον υπόλοιπο συναυλιακό οργασμό στην πόλη), ώστε να θυμηθούν ξανά τις αφίσες Bon Jovi στους τοίχους των παλιών δωματίων. Καθώς και εποχές χωρίς βασανισμένους rock stars, όταν το σεξαπίλ μέτραγε πολύ και τα ρεφρέν γράφονταν για να τραγουδιούνται με τη δύναμη της αρένας.

Ένα τέτοιο κοινό δεν χρειαζόταν ζέσταμα, ωστόσο οι Saints & Sinners ανέλαβαν το «ορεκτικό» της βραδιάς, όντας αυτοί που είναι: μια tribute band στους Whitesnake. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί να συγκροτήσει κανείς μια tribute band και σίγουρα δεν κατανοώ την ανάγκη να πάει ν' ακούσει κάποιος κάτι τέτοιο. Παρά ταύτα, οφείλω να σημειώσω ότι οι Saints & Sinners το κάνουν με την καρδιά τους, με μια feel-good προσέγγιση που διαχέεται εύκολα από τη σκηνή προς τα κάτω. 

Το κάνουν επίσης ικανοποιητικά, κυρίως ως προς τις κιθάρες και τα πλήκτρα, με τη φωνή (η οποία έχει και το αντικειμενικά δυσκολότερο έργο) να μην πείθει μεν για David Coverdale, μα να στέκεται μια χαρά. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι σε όλα τα πόστα βρίσκεις έμπειρους μουσικούς, αφού τις μεν κιθάρες κατέχουν ο Γιώργος Μαρούλης των 4Bitten με τον Μανώλη Τσίγκο των InnerWish, τα πλήκτρα ο Μάνος Γαβαλάς των SL Theory, ενώ τραγουδάει ο Μιχάλης Δανδουλάκης των Noely Rayn. Δίκαιο λοιπόν το χειροκρότημα που έλαβαν, ωραίο και το «κερασάκι» στο φινάλε του set με τα "Touch Too Much" και "Highway To Hell" των AC/DC, ως φόρος τιμής στον Malcolm Young. 

Τώρα, για όσους είχαν αφήσει τους Hardline 25 χρόνια πίσω –τότε που βγήκε το Double Eclipse– και δεν ήξεραν επομένως τι να περιμένουν, το "Where Will We Go From Here" έκανε τις καλύτερες συστάσεις: μπορεί μόνο ο frontman Johnny Gioeli να έχει μείνει έκτοτε στη μπάντα (την οποία και συνίδρυσε με τον αδερφό του), όμως παραμένει σε μεγάλη φόρμα και δίπλα του βρίσκονται ικανότατοι συνοδοιπόροι. Έτσι, ο κόσμος συντονίστηκε πολύ γρήγορα και έκανε τον πρώτο χαμό με το που ήχησε το "Takin' Me Down", δείχνοντας παλμό και τραγουδώντας με ενθουσιασμό. Αυτό το σκηνικό κράτησε για όλη τη διάρκεια του live (1 ώρα και 20 λεπτά περίπου, με το encore), ευχαριστώντας καταφανώς τους Αμερικανούς που ίσως δεν ήξεραν και τι να αναμένουν από το ελληνικό κοινό, αφού δεν είχαν ξανάρθει εδώ. 

Ο Gioeli δεν έχει πια τα μακριά του μαλλιά, μα κρατιέται μια χαρά: η φωνή του ακούγεται όπως και στα CD της νιότης του (αν και μας ήρθε κρυωμένος), ενώ επί σκηνής αποδείχθηκε σβούρα, παρότι η όλη υπερκινητικότητα διέθετε και στοιχεία μιας στημένης, κακόγουστης αμερικανιάς –αυτής λ.χ. που θέλει τον frontman να δείχνει κάποιον μέσα στο πλήθος (κανέναν, στην πραγματικότητα) με «γυάλινο» βλέμμα. Όσο δε ο Gioeli έκανε τα δικά του, ο καλός ντράμερ Francesco Jovino κράταγε τα μπόσικα μαζί με τη μπασίστρια Anna Portalupi, ο Josh Ramos «πυροβολούσε» με αλάθητα hard rock riffs και ο Alessandro Del Vecchio αποδεικνυόταν λίρα εκατό σε πλήκτρα και δεύτερα φωνητικά. Στα συν της συναυλίας και ο καλός ήχος που επέδειξε το «Crow». 

Από άποψη setlist, οι Hardline δεν έπαιξαν βέβαια όλο το Double Eclipse, καθώς στάθηκαν και σε άλλους δίσκους (κυρίως στον καινούριο Human Nature), ενώ θέλησαν να συμπεριλάβουν και ορισμένες μπαλάντες. Δεν υπήρξε πάντοτε πετυχημένο αυτό το κοκτέιλ, όσο καλά κι αν απέδιδε η μπάντα. Ο κόσμος, πάντως, συνέχισε να είναι «εκεί», περιμένοντας το "Fever Dreams", το "Everything" και βέβαια τη διασκευή στο "Hot Cherie" του Danny Spanos. Στα οποία κι έγινε χαμός. 

Είναι άξιο μελέτης πώς ένα γκρουπ που έδρασε στα απόνερα του αμερικάνικου hard rock των 1980s –όταν η άνοδος του grunge έστειλε το είδος στα αζήτητα– κερδίζοντας μικρή μόνο δημοσιότητα χάρη σε μια (καλή) διασκευή και στη συμμετοχή του Neal Schon των Journey στην κιθάρα, είναι ακόμα ζωντανό και ακόμα σε θέση να γεμίσει ένα μικρό έστω club στην Αθήνα με τόσο ενθουσιασμό. 

Είναι μια ένδειξη πάντως κι αυτή ότι τις μουσικές ιστορίες δεν τις γράφει εν τέλει ο Τύπος (που ποτέ δεν συμπάθησε τη συγκεκριμένη πλευρά του rock, μερικές φορές δικαίως), μα η απήχηση διαρκείας που μπορούν να έχουν ορισμένα πράγματα στο συναίσθημα, καθώς τα χρόνια κυλούν.



09 Μαΐου 2023

Juliette Gréco - ανταπόκριση (2015)


Παρότι τον Σεπτέμβρη του 2020 φρόντισα να αποχαιρετήσω την Juliette Gréco δημοσιεύοντας στο blog τη συνέντευξη που ευτύχησα να κάνω μαζί της πίσω στο 2015 (δείτε εδώ), αμέλησα να βάλω και την ανταπόκριση από τη συναυλία που έδωσε τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς στο θέατρο «Παλλάς». Την αποχαιρετιστήρια μιας μακράς καριέρας, στην οποία έσπευσαν να δώσουν το παρών και ο Γιάννης Σπανός με τη Μαρία Φαραντούρη (μεταξύ άλλων).

Η παράβλεψη διορθώνεται λοιπόν τώρα, με την κάτωθι παράθεση της εν λόγω ανταπόκρισης, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis –εδώ περιλαμβάνει κάποιες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που δόθηκε στον Τύπο για τις ανάγκες του promo


Καθώς έμπαινα στο «Παλλάς», ένα οπτικό κι ένα ακουστικό ερέθισμα παρείχαν τις πρώτες ενδείξεις για το τι να περιμένω: ο ήχος του κουδουνιού φανέρωσε ότι η βραδιά θα ξεκινούσε στην ώρα της, ενώ η κοσμοσυρροή επιβεβαίωσε τα όσα γράφονταν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης περί (σχεδόν) sold out. Το άστρο της Juliette Gréco, σκέφτηκα, ακόμα λάμπει στη συνείδηση του κοινού. Του δικού της, έστω, κοινού, καθώς έβλεπες κυρίως κόσμο μιας κάποιας ηλικίας να έχει δώσει το παρών –δεν έλειψαν πάντως και οι νεαρότερες φάτσες– αλλά και αρκετούς διάσημους στα μπροστά: ο πρόεδρος του ΠΑ.ΣΟ.Κ., Ευάγγελος Βενιζέλος, ας πούμε, βρισκόταν στην πρώτη σειρά, ενώ κάπου κοντά μου είδα τη Μαρία Φαραντούρη και λίγο πιο πέρα καθόταν (πολύ διακριτικά) ο Γιάννης Σπανός. 

Τελικά, βέβαια, η προσέλευση αποδείχθηκε το κομμάτι της εξίσωσης που κερδήθηκε εύκολα: τα δύσκολα θα άρχιζαν με την έναρξη της συναυλίας. Η Γαλλίδα σταρ κέρδισε ένα συγκρατημένο, μα θερμά σεβάσμιο χειροκρότημα με το που εμφανίστηκε στη σκηνή, αλλά η πρώτη «επαφή» άφησε πολλούς θεατές παγωμένους στις θέσεις τους, αμήχανους. To "Bruxelles" του Jacques Brel επιλέχθηκε ίσως με στόχο μια δυναμική αρχή, έτσι όπως ισορροπεί ανάμεσα σε τραγούδι και θεατρική πρόζα, μα βγήκε τραχύ, άσχημο και εμφανώς εκτός των νυν δυνατοτήτων της Gréco. Και των φωνητικών (οι στίχοι χάθηκαν μέσα σε ακαλαίσθητους βρυχηθμούς) και των κινησιολογικών. Ακόμα κι αν είχες πάει προετοιμασμένος για περισσότερα μπάσα και γρέζι στις ερμηνείες και συμβιβασμένος με την ιδέα ότι στα 88 της η Gréco δεν θα αλώνιζε τη σκηνή, μα θα «έπαιζε» περισσότερο με τα χέρια της, μιλάμε για ένα λίαν αποκαρδιωτικό ξεκίνημα.

Το "Bruxelles", επίσης, σήμαινε και κάτι ακόμα: ότι το πρόγραμμα της συναυλίας το οποίο κρατούσαμε στα χέρια μας δεν είχε καμία ακρίβεια. Ναι, περιελάμβανε (σχεδόν) όλα τα τραγούδια που ακούσαμε· όχι όμως στη σωστή σειρά. Κι εκεί νομίζω χάθηκε αυτόματα η όποια επαφή μπορούσε να συντελεστεί με το νεαρότερο κοινό που βρέθηκε στο «Παλλάς», παρεκτός βέβαια και γνώριζαν γαλλικά. Για την ιστορία, πάντως, ήταν μια καλή setlist. Και μετρημένη σε χρόνο (70 λεπτά, χωρίς encore) και με μπόλικο Brel αλλά και Serge Gainsbourg και με τα πιο αναγνωρίσιμα τραγούδια της Gréco παρόντα ("Une Petit Poison, Un Petit Oiseau", "La Javanaise", "Les Feuilles Mortes", "Déchabillez-Moi").  

Καθόμουν παρ' όλα αυτά στη θέση μου υπομονετικά, διατηρώντας την ψυχραιμία μου. Γιατί κάτι μου έλεγε πως η Gréco θα ρέφαρε, θα κατάφερνε να γυρίσει τούμπα την αρχική απογοήτευση, η οποία συνεχιζόταν εντωμεταξύ, τραγούδι το τραγούδι (το έρμο το "Amsterdam"...). Δεν γινόταν να είχε βγει σε περιοδεία αν δεν μπορούσε πια, έλεγα από μέσα μου· σίγουρα κράταγε δυνάμεις. 

Έπεσα μέσα –και χαίρομαι γι' αυτό. 

Η φωνή μπορεί να μην ήταν πια εκεί, ήταν όμως η φλόγα. Η περσόνα της Juliette Gréco, τα όσα πότισαν το ρεπερτόριό της με διαχρονικότητα, όσα την έκαναν αυτή που είναι. Κάπου λοιπόν στη μέση της συναυλίας, βρήκε όλα τα σωστά πατήματα, έκανε και τα χέρια της κομμάτι των ερμηνειών και κατόρθωσε να φέρει μπροστά μας μια ιδέα έστω από όλα εκείνα που την έκαναν σπουδαία. Κατόπιν μάλλον κουράστηκε και πάλι και δεν μπόρεσε έτσι να αποδώσει ούτε το μισό της δραματικής αίγλης του "Ne Me Quitte Pas", όμως εκείνο το μεσαίο κομμάτι της συναυλίας έφτανε και περίσσευε. To "Avec Les Temps" του Léo Ferré δεν θα το έβρισκες στο πρόγραμμα, υπήρξε όμως ένα στιγμιότυπο-τομή για τη βραδιά: ήταν το σημείο που η Gréco σ' έκανε να βουρκώσεις, ωθώντας σε να αντιληφθείς γιατί η καλοστεκούμενη 80άρα που είχες ενώπιόν σου υπήρξε μια αληθινά μεγάλη σταρ. Και κάτι τέτοιο, ξέρετε, δεν το χάνεις τελικά ποτέ.

Στο «Παλλάς» η Juliette Gréco έπαιξε μαζί με δύο καταπληκτικούς μουσικούς: τον Jean-Louis Matinier, οργανοπαίκτη με σπάνια εμβρίθεια στην τζαζ και world μουσική και σίγουρα τον καλύτερο ακορντεονίστα που θυμάμαι να έχω ακούσει· και τον Gérard Jouannest, τον άνθρωπο δηλαδή που σταδιοδρόμησε ως πιανίστας του Jacques Brel. Στα 81 του, σήμερα, παραμένει ένας θαυμάσιος και πολύ ουσιαστικός βιρτουόζος, μοιράζεται δε με τη Gréco και τη ζωή του εκτός από τη μουσική, μιας και είναι ο σύζυγός της από το 1988. 

Τον επίλογο αυτού του κειμένου, όμως, θα τον γράψει δικαιωματικά η ίδια η Γαλλίδα σταρ, με την κίνησή της να ανεβάσει τον Γιάννη Σπανό στη σκηνή του «Παλλάς» ενώ το κοινό την επευφημούσε με ζωηρές ιαχές και παλαμάκια, για ένα σεμνό «ευχαριστώ». Τα του Σπανού στο Παρίσι, τώρα, είναι μια άλλη ιστορία –την οποία μπορείτε να αναζητήσετε στο περιοδικό Μετρονόμος, σε ένα υποδειγματικό άρθρο του Αλέξη Βάκη. 




08 Μαΐου 2023

Frederic Rzewski - ανταπόκριση (2013)


Δεν ξέρω αν λειτουργεί ακόμα η γκαλερί «About:», δεν νομίζω. Πριν μια δεκαετία, όμως, προσπαθούσε να κάνει το κομμάτι της στο Μοναστηράκι –σε δύσκολα χρόνια για τη χώρα– οπότε, στο πλαίσιο μιας εξωστρεφούς διάθεσης, διοργάνωνε και συναυλίες. 

Προσωπικά μου έχει μείνει αξέχαστη, γιατί είναι η πρώτη φορά που πήγα κουστουμαρισμένος σε συναυλία, καθώς έπειτα θα πήγαινα στο γλέντι του γάμου του φίλου και συνοδοιπόρου (πλέον) στο MiC, Αντώνη Ξαγά. Δέκα χρόνια πριν, τώρα που κάνω τους υπολογισμούς, αφού Οκτώβρη του 2013 πήγα εκεί για να δω τον Frederic Rzewski.

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το Facebook του καλλιτέχνη


Την Παρασκευή το βραδάκι, δεν έμεινε πρόγραμμα στη γκαλερί «About:», δεν έμεινε ούτε κάθισμα. Χώρεσαν περισσότεροι από όσοι χωράνε, βολευόμενοι οκλαδόν στο πάτωμα ή όρθιοι στην πίσω εξωτερική βεράντα, ανοίγοντας διάπλατα την ενδιάμεση συρόμενη πόρτα. Παρά το άγχος μου να βρω καρέκλα, χάρηκα ειλικρινά. Να λοιπόν, σκέφτηκα, που υπάρχει κόσμος ενδιαφερόμενος (και) για τέτοια πράγματα στην Αθήνα της Κρίσης. Και ο Frederic Rzewski, ο οποίος στα 75 πραγματοποιεί ακόμα υπερατλαντικές πτήσεις για να παρουσιάσει τη μουσική του, απέδειξε ότι την άξιζε μια τέτοια προσέλευση.

Ομολογώ ότι δεν άκουσα πολλά από τα λίγα τα οποία μας είπε πριν την έναρξη, γιατί σκεφτόμουν ότι μοιάζει με πρωτοξάδερφο του Αϊνστάιν, με το μουστάκι που έχει αφήσει και με το λευκό μαλλί να πετάει όπως ακριβώς το έχουμε μάθει από τις φωτογραφίες του διάσημου επιστήμονα. Λίγο επίσης το λεπτό χιουμοράκι, λίγο η εμμονή με το οξυγόνο στην αίθουσα, λίγο εκείνο το σπινθηροβόλο μπλε μάτι, μου φάνηκε τρελούλης –με την καλή έννοια, εκείνη που μου αρέσει. Πάντως με το που άγγιξε τα πλήκτρα, η προσοχή στράφηκε αποκλειστικά εκεί. Και τίποτα δεν κατόρθωσε να τη διασπάσει ως το τέλος της συναυλίας, μία ώρα μετά. 

Το πρώτο μέρος καλύφθηκε από το Dreams, ένα τετραμερές έργο εμπνευσμένο από την ομότιτλη ταινία του Ακίρα Κουροσάβα (夢, 1990), το οποίο ξεκίνησε να γράφεται το 2012 και δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Αποτέλεσε μιας πρώτης τάξης ευκαιρία για να θαυμάσουμε το πολυστιλιστικό ύφος του Rzewski, μα και για να τον εντάξουμε σαφώς στα πλαίσια μιας ας την πούμε avant-garde προσέγγισης στο πιάνο, που χρωστάει αρκετά στην ευρωπαϊκή σχολή και κυρίως στον Pierre Boulez. 

Αυτά ως γενικόλογη κατάταξη, διότι ο Rzewski διαθέτει κατακτημένο ύφος και απαράμιλλη προσωπική τεχνική, η οποία εξέπληξε όσους είχαμε εικόνα του πώς έπαιζε, κυρίως με την απίθανα απότομη τοποθέτηση του χεριού του (από τον αγκώνα και κάτω) πάνω στα πλήκτρα και τη συνεπακόλουθη παραγωγή ενός στιγμιαίου, μα χαρακτηριστικού «γδούπου». Ως σύνθεση, τώρα, το Dreams μπορεί να μην συγκαταλέγεται στα καλύτερα του Αμερικανού πιανίστα, είχε πάντως το ενδιαφέρον του, καθώς εξέφραζε επιτυχημένα μια ποικιλία διαθέσεων, μέσω γρήγορων εναλλαγών που όντως θύμιζαν τη ρευστότητα των ονείρων και τις ξαφνικές μεταπτώσεις/μετατροπές τους. 

Η κορύφωση της συναυλίας ήρθε στο δεύτερο μέρος, όπου παρουσιάστηκε το επίσης τετραμερές Four Pieces, του 1977. Sequel του μάλλον πιο γνωστού πονήματος του Rzweski, των παραλλαγών του πάνω στο "El Pueblo Unido Jamás Será Vencido" του Sergio Ortega –του διασημότερου δηλαδή πολιτικού τραγουδιού της Χιλής, το οποίο έγινε σύμβολο και σύνθημα (λαός ενωμένος, ποτέ νικημένος) των υποστηρικτών του Σαλβαδόρ Αλιέντε– ξετυλίχθηκε μπροστά μας ως μια πολυπρόσωπη σύνθεση, με συναρπαστικά σημεία. 

Ελλειπτικό και διατοπισμένο στη γενικότερή του κατεύθυνση, αντλούσε μελωδίες από την παραδοσιακή μουσική της Χιλής και της ευρύτερης γειτονιάς της στη Νότια Αμερική. Μετασχηματίζοντάς τις, έπειτα, υψωνόταν σε αισθητικά λαμπρές κορυφώσεις, απλά για να χαμηλώσει αμέσως μετά και να «ξαναχαθεί» σε (σχετικά) πιο αφηρημένες αναζητήσεις. 

Την καλύτερη έναρξη έκανε λοιπόν για τη φετινή σεζόν η σειρά «Pianoscapes» της Λορέντας Ράμου, θέτοντας παράλληλα κι έναν υψηλό πήχη προσδοκιών. Θα αναμένουμε με μεγάλο ενδιαφέρον τη συνέχεια.