10 Μαρτίου 2023

B.D. Foxmoor, Νικήτας Κλιντ & Θηρίο - συνέντευξη (2014)


Το «Stage Volume 1» στο Μοναστηράκι δεν φτούρησε πολύ, πρόλαβε όμως να στεγάσει την πιο πρώιμη μορφή των φιλοδοξιών του Νίκου Λώρη για έναν δικό του συναυλιακό χώρο στο κέντρο της Αθήνας.

Εκεί, μάλιστα, στήθηκε κι ένα ιστορικό διήμερο το 2014, με πρωτοβουλία του B.D. Foxmoor –το θυμήθηκα καθώς τώρα ετοιμάζεται να γιορτάσει τα 30 του χρόνια στα μουσικά πράγματα. Υπό τον τίτλο UMICAH, λοιπόν, περιγράφηκε ως «το αντάμωμα που κανείς δεν φανταζόταν πως θα συμβεί» και λιγότερο ή περισσότερο ήταν ακριβώς αυτό.

Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα (Σεπτέμβριος 2013), δηλαδή, ο οποίος είχε δράση και ως ράπερ (κυρίως ως Killah P), έκανε πολλές αντιπαραθέσεις του εγχώριου χιπ χοπ να φαντάζουν μικρές και άσκοπες. Κι έτσι οι Active Member με τη Sadahzinia βρέθηκαν να συμπράττουν ξανά με τον Νικήτα Κλιντ, το Θηρίο των Βαβυλώνα και τον Οδυσσέα από τους Razastarr, κάνοντας πράξη την υπόσχεση που έδωσαν κατά την περίφημη συνέντευξή τους στην ΕΣΗΕΑ, λίγες μέρες μετά τα νέα για το τέλος του Killah P.

Τι συνέχεια είχε (αν είχε) το UMICAH, δεν γνωρίζω. Εκείνο τον Απρίλη, πάντως, o B.D. Foxmoor, ο Νικήτας Κλιντ και το Θηρίο μαζεύτηκαν στο «Stage Volume 1» για μια κεκλεισμένων των θυρών κουβέντα με προσκεκλημένους δημοσιογράφους και βρέθηκα κι εγώ ανάμεσά τους, σημειώνοντας τα κάτωθι. Για λογαριασμό του Avopolis, όπου πρωτοδημοσιεύτηκε η «συνέντευξη» αυτή, η οποία αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν ως promo από τη διοργάνωση


για όλα αυτά τα χρόνια που «το χιπ χοπ ήταν διχασμένο»...

B. D. Foxmoor: Δεν έχει πια σημασία αν οι διαφορές ήταν πραγματικές ή όχι –κάποιες ήταν, κάποιες μπορεί να μην ήταν και τόσο. Πάντως μας κρατούσαν χωριστά. Θα μπορούσαμε να το είχαμε χειριστεί διαφορετικά. Φαίνεται ότι τελικά το αντιμετωπίσαμε όπως κάθε Έλληνας... Με την ίδια δυναμική που ζούσαμε τα πράγματα μαζί, με την ίδια δυναμική σταθήκαμε κι ο ένας απέναντι στον άλλον. 

Πιστεύω ότι ήταν ένα σαράκι που μας έτρωγε όλους σ' αυτά τα χρόνια. Και ήρθε κι έδεσε με το τραγικό γεγονός που μας έφερε ξανά κοντά, τον θάνατο του Παύλου του Φύσσα. Για να το πάω και λίγο πιο προσωπικά, όταν ήταν να γίνει το Active Member διήμερο στο «Gagarin», τον Δεκέμβρη του 2013, έψαχνα τρόπο να πω στον Νικήτα να συμμετάσχει. Δεν το ήξερε σχεδόν κανείς, ούτε καν η Γιολάντα (Sadahzinia). Δεν σας κρύβω ότι δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα για εμένα... Έγινε όμως. Και τον ευχαριστώ, γιατί, αν δεν ερχόταν, δεν θα υπήρχε συνέχεια. 

Ανησυχούσα επίσης μη δημιουργηθεί πρόβλημα με μερίδα του κοινού, δεν ήθελα να έχει πρόβλημα ένας άνθρωπος τον οποίον έχω καλέσει. Κι όμως, το κατάμεστο «Gagarin» βρέθηκε να πανηγυρίζει. Όλοι εκείνοι που τόσα χρόνια βρίζανε τον Νικήτα –επειδή είχαν παραμυθιαστεί και από εμένα– τον υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό. Εκεί λοιπόν υποκλίνεσαι. Εκείνο το βράδυ είπα στη Γιολάντα ότι πρώτη φορά θα κοιμηθώ ήσυχος, μετά από καιρό. Και κοιμήθηκα ήσυχος.

Νικήτας Κλιντ: Ο Μιχάλης (B.D. Foxmoor) είναι ένας ιδιαίτερος άνθρωπος. Παράξενος... Έχει ένα ταπεραμέντο. Αλλά κι ένα έργο, το οποίο έχει κάνει πολλούς να τον παραδέχονται. Άλλωστε νομίζω ότι μοναδικότητα και  διαφορετικότητα είναι ο πρώτος κανόνας στο χιπ χοπ. Και είναι και δάσκαλος ο Μιχάλης, ο οποίος κινήθηκε μάλιστα σε αχαρτογράφητες περιοχές, σε μια εποχή που ακόμα και η Αθήνα έμοιαζε έρημος. Τώρα είναι διαφορετικά, έχει διαδοθεί εκείνο το «μικρόβιο» –πιστεύω ότι αν ξεκινούσε σήμερα θα έβρισκε περισσότερους να συνεργαστεί. 

Εμένα μου αρέσει επίσης αυτή η κυκλοθυμική του ιδιοσυγκρασία. Που τη μια μέρα μπορεί να εμψυχώσει 100 άτομα και την άλλη να τα απογοητεύσει. Γιατί έτσι το κοινό μαθαίνει στο να μην υπάρχουν σταθερές. Μπορεί δηλαδή να τρώει και συνέχεια φόλα. Ο θάνατος του Παύλου, τώρα, έπαιξε σίγουρα μεγάλο ρόλο, γιατί μας έδειξε πόσο ηλίθια ήταν όλα αυτά και πόσο αδύναμοι είμαστε όταν στεκόμαστε χωριστά. Και του το οφείλαμε, γιατί μετά και τη συνέντευξη τύπου στην ΕΣΗΕΑ (Σεπτέμβριος 2013), φάνηκε ότι υποσχεθήκαμε μια τέτοια συναυλία. Ξεκινώντας λοιπόν από τα του οίκου μας, είναι πιστεύω ένα πρώτο βήμα. 

για εκείνη τη συνέντευξη στην ΕΣΗΕΑ...

Θηρίο: Έγινε εν βρασμώ ψυχής... Γιατί ήταν Σεπτέμβρης, γίνονταν πολιτικά φεστιβάλ και είχε αρχίσει μια καπήλευση από διάφορα κόμματα. Ακόμα και η μητέρα του, όταν βγήκε τότε στον Σκάι και κάποιος άρχισε να της λέει για πολιτική, απάντησε «ακούστε τα τραγούδια του Παύλου, μη μιλάτε εσείς για εκείνον, δεν τον ξέρετε».

Νικήτας Κλιντ: Εντάξει, οφείλεται και σε μια τάση να διασυνδέεται το όνομα του Παύλου με την ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. και με το Κ.Κ.Ε. –όχι ότι τρέχει κάτι με τα συγκεκριμένα κόμματα, θα μπορούσε να είχε σκοτωθεί ένα άλλο παιδί, που θα σχετιζόταν με διαφορετικά κόμματα...

B.D. Foxmoor: Να πούμε πάντως ότι δεν ήταν καν δική μας ιδέα... Σχεδόν μας ζητήθηκε από τους δικούς του ανθρώπους να σώσουμε την τιμή του. Το βασικό του όνειρο ήταν να αλλάξει το ελληνικό χιπ χοπ, όχι να σώσει τον κόσμο. Και νομίζω θα ήταν πολύ ευτυχισμένος αν βρισκόταν σήμερα εδώ μαζί μας. 

για τη σημασία του Παύλου Φύσσα...

Νικήτας Κλιντ: Ο Killah P ήταν ένα παιδί που δεν είχε ποντάρει και τόσο στο να φτιάξει δίσκους. Ήταν περισσότερο ένας στρατιώτης του χιπ χοπ. Βρισκόταν δε συνέχεια σε μια φάση επιβίωσης –ήταν υδραυλικός– και όταν δεν δούλευε ασχολούταν με το να στήσει κάποιο φεστιβάλ. Έπαιξε ρόλο και το ότι ήταν Πειραιώτης και ήταν έτσι παιδί του low bap: άσχετα αν τράβηξε τον δικό του δρόμο, ήταν παιδί του low bap. 

Πολλοί μπορεί να μπουν σε μια παρέα θέλοντας να υπάρχει κι ένα αντίκρισμα, να φύγουν π.χ. με ένα κομμάτι. Ο Παύλος δεν είχε καμία σχέση με κάτι τέτοιο. Και μετράει πολύ ότι χάσαμε ως χιπ χοπ κοινότητα έναν άνθρωπο που είχε από πριν ενωτική στάση. Το έλεγε όποτε έβρισκε την ευκαιρία, σε όλους τους δικούς του.

B. D. Foxmoor: Και σε μας το έλεγε...

για τον Δημήτρη Μεντζέλο, που όλοι ήθελαν να παρίσταται σε αυτήν τη συναυλία, αλλά τελικά δεν ήταν δυνατόν...

B.D. Foxmoor: Ο Δημήτρης ο Μεντζέλος είχε την προηγούμενη Παρασκευή μια μεγάλη συναυλία στο «Fuzz» με τα Ημισκούμπρια και είχε υπογράψει ένα ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο προέβλεπε ότι 15 μέρες πριν/15 μέρες μετά δεν θα έκανε καμία άλλη εμφάνιση. 

Νικήτας Κλιντ: Θα ήταν πάντως σίγουρα ωραίο αν συμμετείχε. Γιατί ανήκει σε μία από τις 3-4 ομάδες οι οποίες ξεκίνησαν τα πράγματα, πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

για το πώς ήταν εκείνα τα χρόνια...

Θηρίο: Ήμουν πολύ μικρός όταν έζησα τη φάση που τώρα θα αναβιώσει με τις δύο UMIKAH συναυλίες. Ξεκίνησα 15 χρονών και ήμουν 16 όταν κάναμε τον πρώτο δίσκο με τους Βαβυλώνα. Ήμασταν βέβαια ένα πείραμα και το είχαμε δηλώσει κιόλας. Με τον Κύρο, τον Παράφρονα και τον Μέθυσο δεν είχαμε ποτέ πολλά κοινά· έγινε λοιπόν ένα πείραμα, βγήκε μια τερατογένεση. Κι αυτό όποιος δεν το ξέρει είναι δικό του πρόβλημα, όχι δικό μας. 

Την κουβάλησα όμως μαζί μου εκείνη τη φάση σε ό,τι έκανα στη συνέχεια, σαν ένα σχολείο. Μου άρεσε πρώτα-πρώτα ότι είχα να κάνω με καθαρούς ανθρώπους: χωρίς ναρκωτικά, χωρίς παραπέρα. Και δεν θα ξεχάσω ότι ζήσαμε το πράγμα από την αρχή: από άδειες συναυλίες, μέχρι γεμάτα στάδια. Απέκλεια ότι θα το ξαναζήσω... Αλλά πίστευα μέσα μου ότι δεν μπορεί, κάποια στιγμή κάτι θα γίνει. 

Λίγο πριν τον θάνατο του Παύλου συζητούσα λοιπόν με έναν φίλο –ο οποίος παρακολουθεί τη φάση– και λέγαμε ότι σαν να είχαν γλυκάνει τα πράγματα: εγώ είχα πια παιδί, ο Νικήτας το ίδιο, ο Μιχάλης έχει παιδιά... Κι έχει ο καθένας μας τη δουλειά του, δεν κρέμεται πια κανείς από κανέναν. Γιατί κάποτε κρεμόμασταν όλοι από τον Μιχάλη. Ήμασταν βέβαια πιτσιρικάδες, όμως κάτι τέτοιο είναι επιβαρυντικό από μόνο του. Γιατί, να μη λέμε ψέματα, εμείς τότε δεν γράφαμε στίχους: ο Μιχάλης τους έγραφε όλους. 

Με το που έγινε λοιπόν εκείνη η συζήτηση, πέθανε ο Παύλος και βρεθήκαμε όλοι ξανά στην κηδεία του. Όσα ειπώθηκαν στην ΕΣΗΕΑ κι αυτά γενικά που ξέρει ο κόσμος δεν είναι τίποτα μπροστά στα πηγαδάκια τα οποία στήθηκαν πριν και μετά. Έχω παίξει πια πάρα πολλές φορές στη ζωή μου, με πολύ κόσμο, ακόμα και σε σκυλάδικα. Όμως έχω αμηχανία για τις UMICAH βραδιές. Γιατί με τα παιδιά αυτά ήμασταν φίλοι. Ζούσαμε μαζί. Προσπάθησα να κάνω παρέα και με λαϊκούς, όμως φίλος δεν μπορείς να γίνεις με έναν λαϊκό. 

(στο σημείο αυτό ο B. D. Foxmoor μας διηγείται πώς μπήκε ο Κώστας στην παρέα, ότι ήταν ένας 15άχρονος ο οποίος είχε κάνει άνω-κάτω όλο το Πέραμα και ζήτησε έτσι ο πατέρας του να τον έχουν από κοντά, καθώς τους άκουγε και τους είχε σε εκτίμηση)

B. D. Foxmoor: Δεν έχουμε πει ποτέ και το παιχνίδι που παίζαμε τότε στη Warner, για να επιβιώσουμε σε εκείνη την ιστορία. Έλεγα λοιπόν τότε στον Νικήτα: θα πάω και θα τα κάνω ρημάδια. Ρημάδια ρε παιδάκι μου... Έμπαινα δηλαδή τότε στην εταιρεία και τα μισά γραφεία δεν υπήρχαν –ειδοποιούσαν από την αποθήκη τους επάνω «προσέχτε, έρχεται ο μαλάκας». Κι ερχόταν μετά από μισή ώρα ο Νικήτας με στυλ «εντάξει ρε παιδιά, δεν είναι ανάγκη να μαλώνουμε, ελάτε να τα βρούμε». Δεν μας πηγαίνανε αυτά τα πράγματα... Όμως υπήρχε ένας σκοπός, τον οποίον έπρεπε να πετύχουμε. Κι όταν διέλυσε αυτή η παρέα, τον σκοπό εκείνο δεν μπόρεσα να τον συναισθανθώ ξανά. 

για το γιατί ορισμένοι διαφωνούν και δεν βρίσκουν καλή ιδέα τις UMIKAH συναυλίες...

Νικήτας Κλιντ: Υπάρχει η πιο προφανής διαφωνία, ότι όλη η φάση θυμίζει Πυξ Λαξ. Αν και δεν μιλάμε τόσο για διαφωνίες, όσο βασικά για διάφορες «κασέτες» τις οποίες αναπαράγει κάποιος κόσμος. Πώς ας πούμε βρίζουν τον Γιώργο Καμίνη, χωρίς λόγο; Ή τους Atenistas, χωρίς λόγο; 

Θηρίο: Είναι κι αυτή η γενικότερη κουλτούρα που έχει εμφανιστεί στο ίντερνετ, να τρολάρουμε τα πάντα. 

B.D. Foxmoor: Κατανοώ πάντως ότι σε κάποιους ίσως φαίνεται σαν εμπορικό τρικ. Μακάρι να μπορούσαμε να τους πείσουμε όλους ότι αυτό γίνεται βασικά για μας. Υπάρχει πάντως ένα στοιχείο που κάνει τη διαφορά: ότι ο υποψιασμένος ακροατής θα περιμένει από μια παρέα που ξαναμαζεύεται και κάποια σοβαρά δημιουργικά πράγματα, πέρα από ένα συναυλιακό reunion. Και θεωρώ ότι εκεί είναι που θα ξεχωρίσει η δικιά μας συνάντηση, από εκείνες τις επανασυνδέσεις από τις οποίες μετά δεν προέκυψε τίποτα. Η υπόσχεσή μας, λοιπόν, είναι πως θα υπάρξουν και πράγματα. Δεν γίνεται να κάνουμε μόνο παρέα με τον Νικήτα, δεν το κάναμε ποτέ και δεν ξέρουμε να το κάνουμε. Δεν βρισκόμαστε για να κάνουμε βόλτες.

Νικήτας Κλιντ: Κάναμε όμως και βόλτες, πολλές βόλτες...

B. D. Foxmoor: Ασφαλώς! Αλλά κάναμε και τραγούδια. Και όλες σχεδόν εκείνες οι βόλτες περάστηκαν και στα τραγούδια μας.

για το αν θα αποκλειστούν από τις συναυλίες τραγούδια που ο ένας έχει γράψει με αιχμές εναντίον του άλλου...

B. D. Foxmoor: Απορώ που με τόσο τρολάρισμα δεν μας έχει τεθεί αυτό σαν ερώτηση. Γιατί μεταξύ μας δεν έχουν ανταλλαχθεί μόνο φάπες, μα και τραγούδια. Ήταν το κόλπο έτσι, έτσι το μάθαμε, έτσι το κάναμε κι εμείς –εγώ πρώτος και χειρότερος έχω πει διάφορα για τα παιδιά, ε, κι όλοι έχουν πει κάτι από εκεί και πέρα... 

Ο Νικήτας λοιπόν ήταν διατεθειμένος να πει εκείνος τραγούδια στα οποία εγώ τον έβριζα, αν και δεν πρόκειται να συμβεί: μην το κάνουμε, του είπα, τόσο πια ανοιχτόμυαλο! (γελάνε). Θα υπάρξει φίλτρο, λοιπόν, με έναν υποτυπώδη σεβασμό. Κατά τα άλλα, μου έκανε εντύπωση που μου ζήτησαν να πουν φρέσκα πράγματα από Active Member. Όπως πιστεύω τους έκανε ανάλογη εντύπωση που κι εγώ θέλησα να πω δικά τους πράγματα, καινούρια.

Νικήτας Κλιντ: Θα ραπάρει ο B.D. Foxmoor πάνω από Ρόδες, μόνο αυτό θα πω...



09 Μαρτίου 2023

Λεόντιος και Λένα - ανταπόκριση όπερας (2016)


Καλοκαίρι 2016. Τέλη Ιουλίου, για την ακρίβεια, λίγο πριν την αναχώρηση για πολυπόθητες διακοπές μακριά από τη ζέστη, δίπλα στη θάλασσα. 

Αλλά η τελευταία αποστολή της τότε σεζόν, είχε ίντριγκα: πρεμιέρα στο Εθνικό Θέατρο (Κτίριο Τσίλλερ) για τη μετατροπή της σάτιρας του Georg Büchner «Λεόντιος και Λένα» (1836) σε όπερα. Σε μουσική Κορνήλιου Σελαμσή, σε σκηνοθεσία Αργύρη Ξάφη και σε λιμπρέτο Γιάννη Αστερή.

Το αποτέλεσμα, δυστυχώς, δεν υπήρξε ανάλογο της ίντριγκας, παρότι σε σημεία είδαμε μια αληθώς σύγχρονη και οπωσδήποτε ευρηματική παράσταση. Μια ανταπόκριση για τα πώς και τα γιατί δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis –και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που δόθηκε ως promo από την παραγωγή της παράστασης, εκτός από την κάτωθι του Κορνήλιου Σελαμσή, η οποία παραχωρήθηκε χωριστά για τις ανάγκες της τότε ανταπόκρισης και ανήκει στη Μαριλένα Σταφυλίδου


Συγκεντρώθηκε κάμποσος κόσμος στο Εθνικό Θέατρο γι' αυτήν την καθυστερημένη πρεμιέρα (σχεδιαζόταν για το καλοκαίρι του 2015, μα την πρόλαβαν οι πολιτικές εξελίξεις) –γι' αυτήν την οπωσδήποτε τολμηρή μετατροπή της σκηνικής σάτιρας του Georg Büchner («Leonce und Lena», 1836) σε όπερα. Επώνυμοι κι ανώνυμοι ήρθαν στο Κτίριο Τσίλλερ με ανυπομονησία και περιέργεια. Στο πρώτο διάλειμμα, αρκετοί τιτίβιζαν απογοητευμένοι· στο δεύτερο, είχαν αναθαρρήσει· στο φινάλε, όσοι δεν έφυγαν στο μεταξύ διακριτικά, χειροκρότησαν ευγενικά και βιάστηκαν να εξέλθουν των θυρών. Κι ας προσπάθησε ένας κύκλος φίλων των συντελεστών στους εξώστες να στήσει μια πιο θορυβώδη κερκίδα.  

Φταίμε κι οι δυο, όπως λέει κι εκείνο το παλιό τραγούδι του Γιάννη Πάριου. Το μεν κοινό γιατί μάλλον κάτι πιο συγκεκριμένο περιμένει πηγαίνοντας να δει όπερα, ο δε Κορνήλιος Σελαμσής –ο εμπνευστής της οπερατικής διάστασης του Λεόντιος Και Λένα– γιατί τα πόνταρε όλα σε κάτι που επιθυμούσε να είναι ριζοσπαστικά διαφορετικό, συγκριτικά με τα «δεδομένα». 

Το τέλος της 1ης πράξης κατέγραψε γλαφυρά την ασυνεννοησία και τον αντιθετικό ορίζοντα προσδοκιών, η 2η αποπειράθηκε να στήσει τις κατάλληλες γέφυρες, το φινάλε ωστόσο του έργου κατέδειξε ότι τελικά δεν επετεύχθη επικοινωνία. Λίγοι, πιστεύω, θα διαφωνήσουν πως είδαμε μια παράσταση που σε σημεία της υπήρξε ευρηματική και σύγχρονη, σε βαθμό μάλλον ασυνήθιστο για τα ντόπια στάνταρ. Αλλά εξίσου λίγοι θα πουν, με το χέρι στην καρδιά, ότι βρήκαν εν τέλει καλή ιδέα τη μεταφορά της σάτιρας του Büchner σε όπερα.


Στον βαθμό εντούτοις που όπερα σημαίνει σκηνικά, κοστούμια, κίνηση, το «Λεόντιος Και Λένα» αρίστευσε. Ελένη Παπαναστασίου & Γιάννης Κιτάνης έφεραν αέρα από Βερολίνο, στήνοντας ένα πλέγμα-θόλο από το οποίο κρέμονταν άπειροι θαρρείς κύλινδροι, σε διάφορα ύψη. Στο ξεκίνημα μπορεί να μην γέμισε το μάτι, μα έπεισε πολύ γρήγορα, ιδίως όταν το είδαμε με φόντο τους καταπληκτικούς φωτισμούς της Σοφίας Αλεξιάδου ή αργότερα, όταν ανέλαβε να παίξει τον αφαιρετικό ρόλο των ιταλικών κήπων όπου άνθισε ο έρωτας του φυγόπονου πρίγκιπα του Ποπό και της ανεύθυνης πριγκίπισσας του Πιπί. Τα κοστούμια πάλι της Ιωάννας Τσάμη ήταν όσο χρωματιστά, εκκεντρικά και μοντέρνα έπρεπε, με τη γκουβερνάντα της Λένας (θαυμάσια ενσαρκωμένη επί σκηνής από τη Λητώ Μεσσήνη), να στέκει ως μία από τις πιο ξεχωριστές φιγούρες που απολαύσαμε τελευταία σε ελληνική παράσταση. 

Η κίνηση επίσης των πρωταγωνιστών (δουλειά της Σταυρούλας Σιάμου) κρίνεται εξαιρετική –σαν χορογραφία έμοιαζε, ανά περιστάσεις– ενώ και η σκηνοθεσία του Αργύρη Ξάφη στάθηκε εκπληκτική: στην πρώτη πράξη βλέπαμε τον Λεόντιο μόνο από τη μέση και πάνω, με το φοβερό του μαλλί να γίνεται άμεσα κομμάτι του χαρακτήρα του· στη δεύτερη, τον είδαμε άξαφνα ανάμεσά μας, εκεί μπροστά από την πρώτη σειρά των θεατών, να γκρινιάζει για τη στενότητα του κόσμου. Αργότερα, δε, εμφανίστηκε και σε έναν από τους εξώστες. Υπήρχε επομένως μια διευρυμένη αντίληψη του τι σημαίνει «σκηνή», την οποία βρήκα πολύ επιτυχημένη.

Από την άλλη, στον βαθμό που όπερα σημαίνει μουσική, λιμπρέτο και τραγούδι, νομίζω ότι σημειώθηκαν οι πιο διακριτές ήττες. Ο Σελαμσής έγραψε βέβαια μια πολύ απαιτητική παρτιτούρα, που συχνά διέθετε κάτι από την ορμή, τη σκέψη και την πρωτοπορία του Mauricio Kagel. «Ποιότητες» που μπόρεσε κι απέδωσε η ορχήστρα δωματίου, υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Ζιάβρα, καθώς και οι εντυπωσιακές συμμετοχές των δύο ακροβολισμένων (δεξιά κι αριστερά) κρουστών σε διάφορες ηχητικές κατασκευές, οι οποίες τόνιζαν τη γενικότερη εικαστική διάσταση του όλου θεάματος. Σε πολλά σημεία, ωστόσο, η μουσική αυτή δεν έδειχνε να συμβαδίζει αρμονικά με το κείμενο: άλλοτε έδειχναν κόσμοι παράταιρα συγκολλημένοι, άλλοτε η μουσική «χανόταν», άλλοτε επισκίαζε θαρρείς τα πάντα με την περιπετειώδη της πλοκή (ιδίως στο ξεκίνημα της 3ης πράξης).  


Πιο ξεκάθαρη απογοήτευση υπήρξε το λιμπρέτο του Γιάννη Αστερή –λαμπρά μεταφρασμένο στα αγγλικά από τον (φίλο και παλιό συνοδοιπόρο στα μουσικοκριτικά) Δημήτρη Μεντέ για τους υπέρτιτλους, που δεν βοήθησαν μόνο τους ξένους επισκέπτες, μα ενίοτε κι εμάς, σε σημεία όπου οι λέξεις χάνονταν. Η ποιητική ανασύνθεση/συμπύκνωση μπορεί να μην φοβήθηκε το ατόφιο χιούμορ και να μην έχασε τα ερωτήματα που έθεσε τον 19ο αιώνα το κείμενο του Büchner, όμως δεν έπεισε ότι αυτό μπορούσε πράγματι να γίνει όπερα. Έτσι, μείναμε με μια τραγουδιστική αντίληψη του κειμένου πολύ κουραστική για τις ακροαστικές αισθήσεις (ειδικά στην 1η πράξη), η οποία δεν άφησε παρά περιορισμένο χώρο για να απολαύσουμε τις εγνωσμένης αξίας φωνές του Τάση Χριστογιαννόπουλου (Λεόντιος), της Θεοδώρας Μπάκα (Λένα) και του Χάρη Ανδριανού (Βαλέριος). Όταν πάντως συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν απέτυχαν να εντυπωσιάσουν με την τέχνη τους. 

Κάποια πράγματα κερδήθηκαν λοιπόν, άλλα όμως χάθηκαν. Και νομίζω εν τέλει ότι χάθηκαν τα πιο κρίσιμα, εκείνα που εξαρχής είχαν και τον βαρύτερο ρόλο στο όλο εγχείρημα, αφού καλούνταν να πείσουν και μας ότι το «Λεόντιος Και Λένα» γινόταν να μετατραπεί σε μοντέρνα όπερα. Παρά ταύτα, ο Κορνήλιος Σελαμσής τόλμησε να μας προτείνει κάτι έξω από τα συνηθισμένα. Οι ιδέες του αυτές, σε συνδυασμό με την ενάργειά του ως συνθέτη, αποτελούν νομίζω σημαντική παρακαταθήκη για το τι μπορούμε να δούμε στο μέλλον εκ μέρους του. Σε εκδοχές πιο πετυχημένες, μα και ευτυχέστερες για τα αυτιά μας.



06 Μαρτίου 2023

Thundercat: Drunk [δισκοκριτική, 2017]


Είχα τελείως ξεχάσει ότι πίσω στις αρχές του 2017 έγραψα μια κριτική για το «Drunk» του Thundercat. Τη θυμήθηκα σήμερα το πρωί, στο γραφείο στο Travel του Πρώτου Θέματος, όταν ο συνάδελφος Adrian Βρεττός έβαλε ν' ακούσουμε το "Them Changes". 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από τα Creative Commons της Wikipedia


Υπάρχει τρόπος συνάντησης της μοντέρνας χιπ χοπ αιχμής του Kendrick Lamar με έναν 60άρη θρύλο του υπερατλαντικού mainstream, χορτασμένο από Grammy και charts, σαν τον Michael McDonald; Στις Ηνωμένες Πολιτείες όλα γίνονται, καθώς όλα εν τέλει είναι σόου μπιζ. Αρκεί να υπάρξει ο κατάλληλος καταλύτης.

Καταλύτης, στην περίπτωσή μας, είναι ο Thundercat. Ο 32άρης Stephen Bruner, δηλαδή –μπασίστας, παραγωγός και τραγουδιστής από το Λος Άντζελες, που του ’λαχε εσχάτως να σερφάρει στο hype λόγω των συνεργασιών του με Kendrick Lamar, Flying Lotus και Kamashi Washington (προσθέστε όμως και τους Suicidal Tendencies). Κι εκείνος, πολύ σωστά, πήρε αυτήν την προβολή και τη μετουσίωσε στον πιο συγκροτημένο δίσκο που έχει βγάλει από το 2011 που δραστηριοποιείται (και) ως σόλο καλλιτέχνης. 

Το μεγάλο ενδιαφέρον του Drunk βρίσκεται στην ικανότητά του να πατάει ταυτόχρονα σε κάμποσα πράγματα και να είναι τελικά όλα αυτά, ως ένα άριστα φτιαγμένο κράμα. Μπορείτε δηλαδή να το βάλετε κάτω από την ταμπέλα του alternative R'n'B, της nu soul ή της fusion jazz που άνθισε στην Αμερική κατά τη δεκαετία του 1970. Και να είστε μέσα.

Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα «μαύρο» άκουσμα με ευδιάκριτες αρετές και καθαρές «επιφάνειες», που χάρη στις φινετσάτες μπασογραμμές κινείται με άνεση από τον Stanley Clarke (ίνδαλμα του Thundercat) και τις γοργόφτερες αλλαγές του George Clinton στη λεγόμενη «γαλανομάτα» soul, του είδους που επάξια υποστήριξε και ο προαναφερθείς McDonald –στη σόλο καριέρα του μετά τους Doobie Brothers– αλλά και ο (επίσης καλεσμένος εδώ) Kenny Loggins. Και το καλύτερο; Ενώ γίνεται εμφανής η υψηλή τεχνική στα παιξίματα, πουθενά το πράγμα δεν γίνεται ακαδημαϊκό ή δυσθεώρητο. Αντιθέτως, διατηρεί τη ροή ενός εθιστικού γκρουβ, εξαιρετικά «φιλικού» ακόμα και σε αυτιά που ενημερώνονται μουσικά κυρίως μέσω του ραδιοφώνου. Κομμάτια δηλαδή σαν τα "Friend Zone" και "Them Changes" μπορούν να λειτουργήσουν ως λίαν αποτελεσματικές γέφυρες. 

Από την άλλη, δεν είναι δύσκολο να γκρινιάξεις. Ο Thundercat, αν και επαρκέστατος ως τραγουδιστής, δεν είναι και η πιο συναρπαστική φωνή εκεί έξω. Με αποτέλεσμα αφενός να επικρατεί ομοιομορφία στις ερμηνείες –η οποία δημιουργεί αίσθηση πλαδαρότητας, από ένα σημείο κι έπειτα–  αφετέρου να γίνεται εύκολο για τους καλεσμένους να του κλέβουν την παράσταση. Το κάνουν όλοι, ανεξαιρέτως: και ο Kendrick Lamar με το cool ραπάρισμά του στο "Walk On By" και ο (μέτριος, εντούτοις) Pharrell Williams στο "The Turn Down" και οι McDonald & Loggins στο (θαυμάσιο) "Show You The Way", ακόμα και ο Wiz Khalifa στο "Drink Dat".

Δεν αποφεύγεται, επίσης, μια εντύπωση παρελθοντολαγνείας, η οποία διατρέχει το άλμπουμ με πιο συντηρητικό τρόπο από όσο φαίνεται σε πρώτο άκουσμα. Είναι δηλαδή η παραγωγή και η συνολική επεξεργασία του ήχου που αποπνέει «τώρα» στο Drunk, όχι οι συνθέσεις καθαυτές –εν ολίγοις, πρόκειται για τρικ, σαν εκείνο το μπλουζάκι που φοράει ο Bill Murray όταν πρωτοσυνοδεύει τη Scarlett Johansson στο νυχτερινό Τόκυο, στην ταινία Χαμένοι στη Μετάφραση, που τον δείχνει στιγμιαία νεότερο (ενώ δεν είναι). Έτσι, ένας αυστηρός κριτής μπορεί εύκολα να επισημάνει ότι όποιος έχει σκύψει με προσοχή στη δισκογραφία των Earth, Wind & Fire ή στις όψεις της δαντελωτής κληρονομιάς των Isley Brothers, θα περάσει μεν καλά εδώ, μα δύσκολα θα ενθουσιαστεί με την ατόφια τραγουδοποιία του Drunk. 

Ένας επιπλέον λόγος, μάλιστα, δίνεται και από τα συχνά αδιέξοδα των στίχων. Εκείνα δηλαδή τα μιάου-μιάου στο "A Fan's Mail (Tron Song II)", η απογοητευτικά επιφανειακή κριτική στο κόλλημά μας με τις οθόνες και τα social media στο "Bus In These Streets" ή το συζητήσιμο χιούμορ του "Captain Stupido", δεν βοηθούν τον δίσκο να φανεί όσο ευφυής θα ήθελε. Όταν μιλάει για ζητήματα αγάπης και έρωτα, πάλι, ο Thundercat αποδεικνύεται πιο εύστοχος ("Jethro", "3AM"), βγαίνει όμως προς τα έξω κάπως γλυκερός. 

Παρά τις άνωθεν αντιρρήσεις, πάντως, δεν πρέπει, στην τελική αποτίμηση, να μην υπερθεματίσουμε για το πόσο διασκεδαστικό άλμπουμ είναι το Drunk, για το πόσο εύκολα «κάθεται στο αυτί», για το πόσο αβίαστα μπορεί να ενώσει τους πιουρίστες των αμερικάνικων τζαζ ρυθμών με το κοινό του Pharrell Williams. Αυτό από μόνο του, νομίζω, λέει πολλά. 



03 Μαρτίου 2023

FKA Twigs: LP1 [δισκοκριτική, 2014]


Μια κριτική μου από το φθινόπωρο του 2014 στο «LP1», ντεμπούτο άλμπουμ για την αρκετά συζητημένη φιγούρα της FKA Twigs. Η οποία έκλεισε πρόσφατα μια δεκαετία δράσης στα μαύρα μουσικά πράγματα των καιρών μας παραμένοντας στοιχειωδώς ενδιαφέρουσα, μα χωρίς, εν τέλει, να εκπληρώσει τις υποσχέσεις που άφησε τότε. 

Βρίσκω, μάλιστα, ότι κι εγώ την αβάνταρα κάπως περισσότερο από όσο πραγματικά άξιζε, καθώς η κατακλείδα για το «LP1» δεν επαληθεύτηκε: ο δίσκος είναι καλός, μα όχι τόσο σπουδαίος. Αυτά παθαίνει όποιος κριτικός αποφασίζει, έστω και στιγμιαία, να συμπορευτεί με ό,τι διαφαίνεται ως «ρεύμα» των ημερών του, πιστεύοντας, έστω και στιγμιαία, ότι το «ρεύμα» ξέρει κάτι παραπάνω από όσα του λένε τα ένστικτά του και τα όσα κουβαλάει. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το βιντεοκλίπ του "Two Weeks", σε σκηνοθεσία Nabil Elderkin


Ως «R'n'B with a twigs» θα μπορούσε να περιγραφεί το συγκεκριμένο άκουσμα, αφού είναι τόσα αυτά που συμβαίνουν στο LP1 με αφορμή το R'n'B, ώστε μένεις τελικά ακάλυπτος ακόμα κι αν επικαλεστείς το twist της γνωστής (αγγλικής) φράσης. Άλλωστε δεν μας έχει λείψει το τουίστ τα τελευταία χρόνια: στον κορμό του λαμπερού, mainstream R'n'B έχει ήδη φανεί ένα καταπράσινο εναλλακτικό κλαδί, που την ψάχνει με διάφορους ευφάνταστους τρόπους. Όμως η FKA Twigs δείχνει να βρίσκεται πιο μπροστά ακόμα και από τους επικεφαλής. 

Υπάρχει δηλαδή κάποιο μυστικό; Κάτι που διέφυγε από τον The Weeknd ή δεν μπόρεσε ίσως να χωρέσει στον καλειδοσκοπικό ήχο του Frank Ocean και της Janelle Monáe; 

Όχι ακριβώς. Ίσα-ίσα, νομίζω ότι αν η 26χρονη Tahliah D. Barnett ήταν Αμερικανίδα, θα έφτιαχνε τραγούδια λίγο-πολύ σαν και τα δικά τους. Είναι η συνολική της οπτική πάνω στη μουσική που παίζει τον πιο καταλυτικό ρόλο εδώ, γιατί είναι η οπτική μιας Βρετανίδας. Η οποία ναι μεν κολυμπάει με ενθουσιασμό στα όσα έρχονται από την άλλη άκρη του Ατλαντικού, το κάνει όμως κουβαλώντας κι ένα ισχυρό στίγμα από πράγματα που έχουν συμβεί στο Νησί και την έχουν (προφανώς) καθορίσει εξίσου. 

Στο LP1 φυσάει λοιπόν ένας άνεμος από Μπρίστολ μεριά, διαβρώνοντας (διαφθείροντας;) τα αμερικάνικα ρυθμικά πρότυπα. Το R'n'B αναγκάζεται να κόψει λίγο ταχύτητα έτσι όπως το τυλίγει η αιθέρια ομίχλη του trip hop, η οποία γρήγορα το αναγκάζει να παραστρατήσει, τσουγκρίζοντας με τον μούλτι-κούλτι κοσμοπολιτισμό των Massive Attack και με τη λιμανίσια σκοτεινιά των σπουδαίων δίσκων του Tricky. Γελιέστε ωστόσο αν φανταστείτε την FKA Twigs χαμένη μέσα σε όλα τούτα, ως τρεμάμενη κορασίδα σε χιτσκοκικό σκηνικό. Απολαμβάνει αυτή την περιπλάνηση τραγουδώντας με το πνεύμα της Björk ενσαρκωμένο σε Mariah Carey εκδοχή και σε καλεί κι εσένα στην περιπέτεια: σου δείχνει τον λαβύρινθο, σε προειδοποιεί για τα άπειρα ζιγκ-ζαγκ της διαδρομής, μα σου καθιστά σαφές πως δεν παίζει μίτος της Αριάδνης ή κάτι σε GPS. 

Έτσι, βέβαια, δημιουργείται κι ένα πλήθος ζητημάτων. Ελαφρύτερο ανάμεσά τους, ότι το άλμπουμ αναφέρεται μεν σε μια δημοφιλή φόρμα, μα του προκύπτει μόλις ένα τραγούδι ικανό να σφραγίσει το διαβατήριο προς τη mainstream επιτυχία –το "Two Weeks". Κακά τα ψέματα τώρα, η FKA Twigs χρειάζεται και κανά σουξεδάκι, γιατί παίζει τη μπάλα της σε έναν χώρο που αρχίζει και πάσχει από υπερπληθυσμό. Καλλιτεχνικά πιο επείγον, πάντως, ήταν να μπορέσουν τα τραγούδια του LP1 να σηκωθούν από τους ήχους και τους θορύβους που τα περιβάλλουν. 

Το μεγαλύτερο ατού της FKA Twigs βρίσκεται λοιπόν ακριβώς εδώ, στο ότι βρίσκει δηλαδή (συνήθως) τις εύρωστες μελωδίες για να τα ανορθώσει, αποδεικνύοντας ότι διαθέτει την ποπ ευφυΐα και το ταλέντο που απαιτεί αυτό το προσωπικό της μουσικό όραμα. Ως αποτέλεσμα, στιγμές σαν το θαυμάσιο "Lights On" ή το "Video Girl" εκτοξεύουν ένα R'n'B βγαλμένο από το The Emancipation Of Mimi της Mariah Carey (2005) στη στρατόσφαιρα όπου θα έπρεπε ήδη να έχει πάει η τελευταία, αν δεν ήταν μια ψωνισμένη με καταπληκτική φωνή.

Μία ακόμα καίρια παράμετρος των τραγουδιών της FKA Twigs είναι η στιχουργική: αξίζει λ.χ. να εντοπίσετε την αποδόμηση των ντιβίστικων γυναικείων προτύπων που συχνά εκτυλίσσεται εδώ. Οι ηρωίδες της μοιάζουν επιφανειακά με τα σούπερ θηλυκά τύπου Beyoncé ή με τις δυναμικές μα μικρότερου διαμετρήματος «I will survive ρε κάθαρμα» εστεμμένες της R'n'B αριστοκρατίας (Ciara κτλ.), όμως δεν προελαύνουν κυρίαρχες στον κόσμο του σεξ και του έρωτα, σαν άλλες Samantha Jones. Διαθέτουν μεν τον αέρα, μα αντιμέτωπες με την πραγματικότητα κάπου τα χάνουν, οδηγούμενες να (μισο)παραδεχτούν ότι –ναι, ακόμα κι αυτές!– έχουν να διηγηθούν χρονικά κρασαρισμένων ρομάντσων και τσαλαπατημένων καρδιοφτερουγισμάτων. Κι αν μένεις κάπου μετέωρος για το ευθύβολο των στίχων, τρως κατάμουτρα στο φινάλε εκείνο το «I love my touch» του "Kicks" και την περνώ-και-μόνη-μου-καλά ευδαιμονία(;) του. Και σπίτσλες τα χείλη των ευσεβών...

Μην απορήσετε που στα τέλη του 2014 θα δείτε το LP1 ψηλά σε κάμποσες από τις εποχιακές λίστες με τα «καλύτερα», που τουλάχιστον για μας τους μουσικογραφιάδες θεωρούνται εξίσου παραδοσιακές με τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες. Θα είναι μάλιστα κι ένας από τους δίσκους για τους οποίους θα υπερθεματίσει (και) η κυρίαρχη στον μουσικό Τύπο ίντι-λιγκεντσια, χωρίς να πρόκειται για ένα ακόμα ευλόγημα γενιών/μουσιών προς εσωτερική κατανάλωση. Μα για ένα άλμπουμ με τα φόντα να γίνει σημείο αναφοράς στο μέλλον του ήχου που σήμερα αντιλαμβανόμαστε ως «μαύρη ποπ». 




02 Μαρτίου 2023

Ελίζα Μαρέλλι - συνέντευξη (2013)


Ενθυμούμενος την Ελίζα Μαρέλλι αυτές τις μέρες, καθώς και τις συνεργασίες μας στο διάστημα που διατέλεσα γραμματέας του Συλλόγου Φίλων του Ελαφρού Τραγουδιού, πριν τον θάνατό της (Ιούνιος 2016), έφτασα και στην παρακάτω συνέντευξη.

Αν και είχαμε ήδη κάνει μια συνέντευξη στο ραδιόφωνο, στην εποχή της Συχνοτικής Συμπεριφοράς, η Μαρέλλι μου ζήτησε σε κάποια φάση να κάνουμε κι αυτήν, με τη λογική μιας εφ' όλης της ύλης κουβέντας. Όχι με σκοπό να δημοσιευτεί κάπου ως είχε, αλλά για να έχει υλικό έτοιμο και τακτοποιημένο, προκειμένου να το δίνει στον Τύπο, ώστε να αντλούνται πληροφορίες για τα όσα δημοσιεύματα γίνονταν ενόψει των ποικίλων δράσεων του Συλλόγου. 

Έτσι κι έγινε, φτιάξαμε αυτή τη συνέντευξη τον Φεβρουάριο του 2013, με βάση και τη μνήμη της, μα και το αρχείο της, ώστε να είναι όλα τα στοιχεία αξιόπιστα. Ήρθαν έτσι οι καταστάσεις, όμως, ώστε ήταν το τελευταίο πράγμα που μπόρεσα να κάνω για να τη βοηθήσω: εκείνη βρισκόταν διαρκώς σε κίνηση, παρά την ηλικία της, μα για εμένα ήταν μια εποχή μεγάλης μαυρίλας λόγω της επαγγελματικής καθίζησης που έφερε η οικονομική κρίση. Δούλευα πολύ, αμειβόμουν με ελάχιστα χρήματα «έναντι» (και καταλαβαίνετε τι επέφερε αυτό σε ΦΠΑ βάρος, εν καιρώ, χώρια τα ασφαλιστικά του ελεύθερου επαγγελματία που έτρεχαν αμείωτα), αλλού κυνηγούσα χρωστούμενα, όλος ο μέχρι τότε τρόπος ζωής μου πήγε περίπατο για ένα διάστημα.

Έκτοτε χαθήκαμε, ως τον θάνατό της. Όταν έμαθα τα νέα, λοιπόν, μόνταρα ξανά εκείνη τη συνέντευξη και τη δημοσίευσα στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με κάποιες εκ νέου τροποποιήσεις –μικρές, αισθητικής φύσεως. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που έχει δοθεί ήδη από χρόνια στον Τύπο, ως promo


Κυρία Μαρέλλι, ήσασταν ακόμα μαθήτρια όταν ενταχθήκατε στο ενεργητικό του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού, στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Οι γονείς σας, πώς αντέδρασαν τότε σε αυτήν την προοπτική;

Οι γονείς μου δεν αγνοούσαν τα παιδιά-θαύματα του πενταγράμμου και του κινηματογράφου, όπως π.χ. τον Elvis Presley, την Judy Garland ή τη Shirley Temple. Προσπάθησαν λοιπόν όχι να με αποτρέψουν, μα να με προφυλάξουν, δίνοντάς μου να καταλάβω ότι η δόξα σε φορτώνει με ταλαιπωρίες. Θυμάμαι τη μητέρα μου να λέει πόσο έξυπνη και καλή ήταν η κίνηση της Deanna Durbin να αποσυρθεί από το τραγούδι και την ηθοποιία στα 1949.   

Οι παλιότεροι ίσως τα θυμούνται, αλλά δεν βλάπτει να τα ξαναπούμε –για τους νεότερους. Πώς έγινε το ξεκίνημά σας, πριν συνεργαστείτε με τόσους και τόσους σημαντικούς συνθέτες; 

Έγινε στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», όπου με πρωτάκουσαν οι άνθρωποι της Columbia κι έδειξαν αμέσως ενδιαφέρον για εμένα. Ήταν μάλιστα ο Κώστας Γιαννίδης που, εκ μέρους της εταιρείας, με πήγε στο σπίτι του Μιχάλη Σουγιούλ, ώστε να με ακούσει και να μου γράψει ένα τραγούδι. Το θυμάμαι ακόμα εκείνο το πρωινό: ήταν χειμώνας, μα η μέρα ήταν ηλιόλουστη. Πήγα στον Σουγιούλ φορώντας ένα μπλε μάλλινο παλτό και κόκκινα γαντάκια. 

Αλλά η συνάντηση αυτή δεν απέδωσε καρπούς. Μια μέρα, μια γυναικεία φωνή με κάλεσε στο τηλέφωνο εκ μέρους του Ζοζέφ Κορίνθιου και ζήτησε να τον συναντήσω στο στούντιο. Έτσι λοιπόν μπήκα στη δισκογραφία, με τα τραγούδια "Μη Φοβάσαι" και "Τίποτα Άσχημο Δεν Έχεις" –συνθέσεις του Κορίνθιου, σε στίχους Νίκου Φατσέα. Κι έτσι άνοιξε και η πόρτα για όσα τραγούδια γράφτηκαν κατόπιν πάνω στη φωνή μου, αφού λίγο αργότερα ήρθαν το "Θέλω Ποτέ Να Μη Χωρίσουμε", το "Καινούργιο Φουστάνι", το "Έρωτά Μου Τύραννε" και τόσα άλλα. 

Αποκτήσατε γρήγορα πιστούς θαυμαστές με τέτοια τραγούδια, αναγνωριστήκατε όμως και ως ερμηνεύτρια παλιότερων επιτυχιών, λ.χ. του "Θα Ξανάρθεις" ή της "Ρεζεντά". Οι κριτικοί μα και το κοινό της εποχής θεώρησαν ότι τις ξαναζωντανέψατε, δίνοντάς τους μια νέα διάσταση...

Το εγχείρημα αυτό έγινε επίσης με πρωτοβουλία του Γιαννίδη, ήταν τότε καλλιτεχνικός σύμβουλος της εταιρείας που με κάλεσε να κάνω έναν τέτοιον δίσκο. Εκείνος με ενθάρρυνε να συνεχίσω να τραγουδώ παλιές επιτυχίες κι έτσι στη συνέχεια είπα κι άλλα τραγούδια, το "Ζητάτε Να Σας Πω", το "Θα Σε Πάρω Να Φύγουμε", το "Πόσο Λυπάμαι"... 

Είχα μεγάλη εκτίμηση για τον Γιαννίδη, βρισκόμουν κοντά του σχεδόν καθημερινά την εποχή που έφτιαχνε με τον Άρη Σμυρναίο την Ελαφρά Ορχήστρα του Ελληνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας –αυτήν που σήμερα λέγεται Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ. Έτσι, όταν η Ελληνική Ραδιοφωνία γιόρτασε τα 50 χρόνια της στο Ομήριο Πνευματικό Κέντρο, συμμετείχαμε μαζί στους εορτασμούς: εγώ τραγούδησα κι εκείνος με συνόδευσε στο πιάνο. Μάλιστα η ηχογράφηση εκδόθηκε, στην κασετίνα που βγήκε κατόπιν ως αναμνηστικό. 

Παρά την τόσο μεγάλη σας επιτυχία, πάντως, αποφεύγατε τις συνεντεύξεις. «Μια φωνή χωρίς πρόσωπο», έγραψε κάποτε για σας ο Τύπος...

Θα σας απαντήσω με κάτι που είχα πει κάποτε στον δημοσιογράφο Γιώργη Σακκά: αντί να επαιρόμεθα, καλύτερα να λέμε τα απαραίτητα· όσα συμβάλλουν ώστε το κοινό να παρακινείται και να εθίζεται στη σωστή Μουσική Παιδεία. Οι έπαινοι, όσο καλοδεχούμενοι κι αν είναι, κρύβουν συχνά υπερβολές που δεν ευσταθούν –θυμηθείτε όταν ο Τύπος με βάφτιζε «διάδοχο της Βέμπο»... 

Δεν περιφρονώ τα καλά λόγια, δίνω όμως πολύ μεγαλύτερη σημασία στο έργο εκείνο που μπορεί να εξάρει τα ευγενικά συναισθήματα, παρακινώντας τους ανθρώπους να είναι κοινωνικά και χρηστά στοιχεία. Δεν έβρισκα λοιπόν τον λόγο να δίνω συχνές συνεντεύξεις, απλά και μόνο επειδή με συζητούσε ο κόσμος και πλήθαιναν οι θαυμαστές. Ένιωθα ότι είχα περισσότερα να προσφέρω «μιλώντας» με τα τραγούδια και τις ερμηνείες μου, γιατί η καλλιτεχνική μου ταυτότητα ήταν τότε ασχημάτιστη. Τώρα πια μιλάω ευκολότερα στον Τύπο. 

Αλήθεια, κυρία Μαρέλλι, μπορούσε κάποιος τότε να βγάλει χρήματα από μια καριέρα στο τραγούδι; 

Από τη δική μου εμπειρία, ναι. Όταν με άκουσαν οι άνθρωποι της Columbia και υπέγραψα το πρώτο μου συμβόλαιο, προέβλεπε ποσοστό 2% επί των κερδών, πράγμα που μεταφραζόταν σε τρεισήμισι-τέσσερις χιλιάδες δραχμές τον μήνα. Ποσό πολύ σεβαστό για τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Βέβαια, από τότε μέχρι σήμερα η δισκογραφία έχει αλλάξει πολύ.

Τι ακριβώς έχει γίνει με το "Δυο Πράσινα Μάτια", τη μεγάλη επιτυχία του Μίμη Κατριβάνου; 

Όταν ξεκίνησα να τραγουδώ, ήδη το ελαφρό στυλ είχε αρχίσει να φεύγει από τη μόδα. Μάλιστα, πολλές σπουδαίες φωνές αναγκάστηκαν τότε να περάσουν στο λαϊκό ρεπερτόριο, παίζοντας με μπουζούκια. Ωστόσο το 1963 το "Δυο Πράσινα Μάτια", πρωτοτραγουδισμένο από μένα, διαγωνίστηκε στο BBC μαζί με άλλες 13 επιτυχίες του διεθνούς ρεπερτορίου. Και βγήκε πρώτο. Ήταν μια μεγάλη διάκριση, που όμως εδώ δεν κοινοποιήθηκε και παραμένει άγνωστο γεγονός. 

Κάτι που επίσης αγνοεί ο περισσότερος κόσμος είναι το μεγάλο σας φιλανθρωπικό έργο. Θα θέλατε να αναφερθείτε σε αυτό; 

Η Δανάη μου έλεγε ότι διαθέτω την ιδιοσυγκρασία μιας αδελφής του ελέους, ότι στέκομαι σαν προστάτης δίπλα στους δυστυχισμένους. Το θεωρούσα καθήκον μου ως άνθρωπος να βοηθώ όσο και όποτε μπορούσα. Το πιο εύκολο ήταν να γίνονται συναυλίες, τα κέρδη των οποίων πήγαιναν προς όφελος των πασχόντων, π.χ. σε γηροκομεία ή σε ορφανοτροφεία. Δεν θέλω όμως να πω περισσότερα για το θέμα: όσα έχω κάνει δεν έγιναν για να πάρω κάποια επιπλέον προβολή. 

Με τη Δανάη είχατε στενή σχέση, έτσι δεν είναι; Τιμήσατε μάλιστα και τη μνήμη της στον «Παρνασσό» το 2011, σε μια βραδιά μελωδίας οργανωμένη από τον Σύλλογο Φίλων του Ελαφρού Τραγουδιού...

Η Δανάη ήταν, πάνω από όλα, η δασκάλα μου. Μικρό κοριτσάκι ήμουν όταν με επισκέφθηκε για πρώτη φορά, μαζί με τη Χρυσούλα Στίνη. Υπήρξε μια εκλεκτή παρουσία στη ζωή μου και πολύτιμος σύμβουλος, όχι μόνο ως καλλιτέχνης, μα και με το σπάνιο ήθος που τη διέκρινε ως προσωπικότητα. Δεν ήταν καθόλου ανταγωνιστική με τις υπόλοιπες τραγουδίστριες, κάτι που έλεγε πάντα ότι εκτιμούσε και σε εμένα. Με τίμησε θεωρώντας με δικό της άνθρωπο και το λιγότερο που μπορούσα να κάνω για εκείνη είναι βραδιές όπως κι αυτή στον Παρνασσό. 

Κάτι που μας φέρνει και στο σήμερά σας: αυτή τη στιγμή είστε η Πρόεδρος του Συλλόγου Φίλων των Ελαφρού Τραγουδιού, ο οποίος τα τελευταία χρόνια δείχνει αξιοσημείωτα ενεργός, οργανώνοντας διάφορες βραδιές. Από πότε υπάρχει ο Σύλλογος και πώς βρεθήκατε να είστε πρόεδρός του; 

Ο Σύλλογος έχει 6 χρόνια τώρα που δραστηριοποιείται. Τον ιδρύσαμε μαζί με τη Δανάη, τον Λυκούργο Καλλέργη, τον Ιωάννη Μαρκαντώνη, τον Παύλο Ναθαναήλ και τον Γιώργο Κόρκα (έναν συγγενή του άντρα μου). Ο κύριος Ναθαναήλ διατέλεσε πρόεδρος για όλα αυτά χρόνια και πρόσφερε σημαντικότατο έργο με τις γνώσεις, το ήθος και τη σοβαρότητά του, όμως λόγω υποχρεώσεων δεν μπόρεσε να συνεχίσει και έτσι τον διαδέχθηκα εγώ –ύστερα από εκλογές. Παραμένει ωστόσο δίπλα μας ως πολύτιμος σύμβουλος, με τον τιμητικό τίτλο του επίτιμου προέδρου.  

Και πώς λειτουργείτε; Από πού αντλεί πόρους ο Σύλλογος;

Όπως πολύ ωραία το έθεσε η Τζένη Καλλέργη στην εισηγητική της ομιλία στο αφιέρωμα που κάναμε στον «Παρνασσό» για το Ζωγράφειο της Κωνσταντινούπολης (2011), τα περιουσιακά στοιχεία του Συλλόγου είναι «ένα σεντούκι με πληθώρα από μελωδίες καλά φυλαγμένες, που ψάχνουν χώρο να φιλοξενηθούν. Ψάχνουν τον χώρο του μυαλού, της ψυχής και του ονείρου». 

Δεν υπάρχουν πόροι, λοιπόν. Ο Σύλλογος είναι αυτοχρηματοδοτούμενος –από τα μέλη του και όσους έχουν σταθεί δίπλα μας αφιλοκερδώς. Όλα αυτά τα χρόνια τα μόνα μας έσοδα προέρχονται από την πώληση ενός ετήσιου ημερολογίου με κείμενα και φωτογραφίες για τις προσωπικότητες του ελαφρού τραγουδιού και από ό,τι περισσεύει αφού καλυφθούν οι υποχρεώσεις για τις εκδηλώσεις τις οποίες οργανώνουμε. Τώρα, για πρώτη φορά, αναζητούμε ενίσχυση από την Πολιτεία, μέσω του Υπουργείου Πολιτισμού. Ως τώρα, πάντως, δεν είχε ποτέ υπάρξει κάποια ευαισθητοποίηση της Πολιτείας, με τον τρόπο λ.χ. που είδαμε να γίνεται συχνά για το δημοτικό τραγούδι ή το ρεμπέτικο. 

Πώς βλέπει ο Σύλλογος την υπόθεση του ελαφρού τραγουδιού; Με νοσταλγική διάθεση ή με την επιθυμία να αποκαταστήσει ένα κομμάτι του πολιτισμού μας;

Όπως και ο Γιαννίδης, έτσι κι εγώ αντιδρώ στον χαρακτηρισμό «ρετρό» για το ελαφρό τραγούδι –δεν συμφωνώ ιδιαίτερα ούτε με το επίθετο «ελαφρό», έχει όμως καθιερωθεί. Δεν μπορεί να λέμε ότι είναι ρετρό ένα είδος που ακόμα παραμένει αγαπητό και τα σπουδαία του τραγούδια διασκευάζονται από νεότερους καλλιτέχνες, γνωρίζοντας καινούρια επιτυχία. 

Ο Σύλλογος Φίλων του Ελαφρού Τραγουδιού δεν είναι βασισμένος στη νοσταλγία, ούτε και επιθυμεί να εμπλακεί σε πολεμικές με το δημοτικό τραγούδι ή με το ρεμπέτικο. Αξιώνει απλώς για το ελαφρό τραγούδι τη δική του θέση στην ιστορία του μουσικού πολιτισμού αυτού του τόπου, μια θέση που δικαιωματικά κατέχει. Στον Σύλλογο δεν λειτουργούμε μόνο με τη νοσταλγία των όσων ζήσαμε και αγαπήσαμε, μα και με την πεποίθηση ότι το ελαφρό τραγούδι αποτελεί έναν ιδιαίτερο σταθμό στην ιστορία του πολιτισμού μας. Σε μια τέτοια αναγνώριση αποσκοπούν οι ενέργειές μας.  

Στο σημερινό περιβάλλον της Κρίσης, όπου όλα περικόπτονται και πολλοί άνθρωποι δεν έχουν πια αρκετά χρήματα για να επιβιώσουν, δεν ανησυχείτε πως όλες αυτές οι ενέργειες ενδεχομένως να θεωρηθούν πολυτέλειες; Κι έτσι να μην υποστηριχτούν από το κοινό, όπως θα υποστηρίζονταν σε πιο ανθηρές εποχές;

Ζούμε σε μια πολύ δυσάρεστη πραγματικότητα, όπου πράγματι ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Ακούμε διαρκώς για περικοπές, βλέπουμε να μειώνονται οι συντάξεις των μεγαλύτερων και τα νέα παιδιά να δυσκολεύονται όλο και πιο πολύ να βρουν δουλειά. 

Ο λαός μας, όμως, είναι λαός περιπετειώδης. Μπορεί να παρασύρθηκε σε εφήμερες νυχτερινές διασκεδάσεις και να άφησε τις αξίες του να εκπέσουν, αλλά σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία είναι ίσως που θα αναζητήσει να ξαναγεμίσει το πνεύμα και την ψυχή του με πολιτισμό. Ίσως όλα αυτά τα δυσάρεστα να στρέψουν και πάλι τους Έλληνες προς τα ουσιαστικά πράγματα. 

Οι εξελίξεις μας επηρεάζουν φυσικά όλους και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πού θα οδηγηθούμε. Χρέος εμάς των καλλιτεχνών, πάντως, είναι να θυμίζουμε το πόσο σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξει ο πολιτισμός.  

Για να επιστρέψουμε όμως και στα της δικής σας πορείας, ξεκινήσατε από μικρή ηλικία στο τραγούδι, αλλά εξίσου νέα ήσασταν και όταν το αφήσατε. Είχε να κάνει με τη δύση του ελαφρού τραγουδιού ή με αλλαγή στις δικές σας προτεραιότητες;

Ευτύχησα να αποκτήσω τρία παιδιά, στα οποία έπρεπε όμως να αφοσιωθώ. Δεν γινόταν να κάνω την καριέρα που έκανα ως τότε και παράλληλα να δίνω στην οικογένειά μου την αμέριστη προσοχή που χρειαζόταν. Επέλεξα λοιπόν την οικογένειά μου και όχι την καριέρα, αλλά δεν ξέχασα το τραγούδι. Έτσι, όταν πια τα παιδιά άρχισαν να μεγαλώνουν, άρχισα κι εγώ να επιστρέφω στο τραγούδι. Κυκλοφόρησα το 1994 τον δίσκο «Απόδραση Για Δύο» με καινούριες μελωδίες σε ενορχήστρωση του Ζακ Ιακωβίδη, ενώ σιγά-σιγά έκανα και περισσότερες συναυλίες.  

Ανεκπλήρωτα όνειρα έχετε, κυρία Μαρέλλι;

Βέβαια! Όνειρό μου είναι να γραφτεί μια πλήρης και ακριβής ιστορία του ελαφρού τραγουδιού, γιατί τα όσα έχουν δημοσιευτεί ως σήμερα και αποσπασματικά είναι και πάσχουν από την άποψη της ιστορικής αντικειμενικότητας. Είναι μια κατεύθυνση προς την οποία, Θεού θέλοντος, σκοπεύω να δραστηριοποιηθώ, με την αρωγή φυσικά του Συλλόγου.