09 Μαρτίου 2023

Λεόντιος και Λένα - ανταπόκριση όπερας (2016)


Καλοκαίρι 2016. Τέλη Ιουλίου, για την ακρίβεια, λίγο πριν την αναχώρηση για πολυπόθητες διακοπές μακριά από τη ζέστη, δίπλα στη θάλασσα. 

Αλλά η τελευταία αποστολή της τότε σεζόν, είχε ίντριγκα: πρεμιέρα στο Εθνικό Θέατρο (Κτίριο Τσίλλερ) για τη μετατροπή της σάτιρας του Georg Büchner «Λεόντιος και Λένα» (1836) σε όπερα. Σε μουσική Κορνήλιου Σελαμσή, σε σκηνοθεσία Αργύρη Ξάφη και σε λιμπρέτο Γιάννη Αστερή.

Το αποτέλεσμα, δυστυχώς, δεν υπήρξε ανάλογο της ίντριγκας, παρότι σε σημεία είδαμε μια αληθώς σύγχρονη και οπωσδήποτε ευρηματική παράσταση. Μια ανταπόκριση για τα πώς και τα γιατί δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis –και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που δόθηκε ως promo από την παραγωγή της παράστασης, εκτός από την κάτωθι του Κορνήλιου Σελαμσή, η οποία παραχωρήθηκε χωριστά για τις ανάγκες της τότε ανταπόκρισης και ανήκει στη Μαριλένα Σταφυλίδου


Συγκεντρώθηκε κάμποσος κόσμος στο Εθνικό Θέατρο γι' αυτήν την καθυστερημένη πρεμιέρα (σχεδιαζόταν για το καλοκαίρι του 2015, μα την πρόλαβαν οι πολιτικές εξελίξεις) –γι' αυτήν την οπωσδήποτε τολμηρή μετατροπή της σκηνικής σάτιρας του Georg Büchner («Leonce und Lena», 1836) σε όπερα. Επώνυμοι κι ανώνυμοι ήρθαν στο Κτίριο Τσίλλερ με ανυπομονησία και περιέργεια. Στο πρώτο διάλειμμα, αρκετοί τιτίβιζαν απογοητευμένοι· στο δεύτερο, είχαν αναθαρρήσει· στο φινάλε, όσοι δεν έφυγαν στο μεταξύ διακριτικά, χειροκρότησαν ευγενικά και βιάστηκαν να εξέλθουν των θυρών. Κι ας προσπάθησε ένας κύκλος φίλων των συντελεστών στους εξώστες να στήσει μια πιο θορυβώδη κερκίδα.  

Φταίμε κι οι δυο, όπως λέει κι εκείνο το παλιό τραγούδι του Γιάννη Πάριου. Το μεν κοινό γιατί μάλλον κάτι πιο συγκεκριμένο περιμένει πηγαίνοντας να δει όπερα, ο δε Κορνήλιος Σελαμσής –ο εμπνευστής της οπερατικής διάστασης του Λεόντιος Και Λένα– γιατί τα πόνταρε όλα σε κάτι που επιθυμούσε να είναι ριζοσπαστικά διαφορετικό, συγκριτικά με τα «δεδομένα». 

Το τέλος της 1ης πράξης κατέγραψε γλαφυρά την ασυνεννοησία και τον αντιθετικό ορίζοντα προσδοκιών, η 2η αποπειράθηκε να στήσει τις κατάλληλες γέφυρες, το φινάλε ωστόσο του έργου κατέδειξε ότι τελικά δεν επετεύχθη επικοινωνία. Λίγοι, πιστεύω, θα διαφωνήσουν πως είδαμε μια παράσταση που σε σημεία της υπήρξε ευρηματική και σύγχρονη, σε βαθμό μάλλον ασυνήθιστο για τα ντόπια στάνταρ. Αλλά εξίσου λίγοι θα πουν, με το χέρι στην καρδιά, ότι βρήκαν εν τέλει καλή ιδέα τη μεταφορά της σάτιρας του Büchner σε όπερα.


Στον βαθμό εντούτοις που όπερα σημαίνει σκηνικά, κοστούμια, κίνηση, το «Λεόντιος Και Λένα» αρίστευσε. Ελένη Παπαναστασίου & Γιάννης Κιτάνης έφεραν αέρα από Βερολίνο, στήνοντας ένα πλέγμα-θόλο από το οποίο κρέμονταν άπειροι θαρρείς κύλινδροι, σε διάφορα ύψη. Στο ξεκίνημα μπορεί να μην γέμισε το μάτι, μα έπεισε πολύ γρήγορα, ιδίως όταν το είδαμε με φόντο τους καταπληκτικούς φωτισμούς της Σοφίας Αλεξιάδου ή αργότερα, όταν ανέλαβε να παίξει τον αφαιρετικό ρόλο των ιταλικών κήπων όπου άνθισε ο έρωτας του φυγόπονου πρίγκιπα του Ποπό και της ανεύθυνης πριγκίπισσας του Πιπί. Τα κοστούμια πάλι της Ιωάννας Τσάμη ήταν όσο χρωματιστά, εκκεντρικά και μοντέρνα έπρεπε, με τη γκουβερνάντα της Λένας (θαυμάσια ενσαρκωμένη επί σκηνής από τη Λητώ Μεσσήνη), να στέκει ως μία από τις πιο ξεχωριστές φιγούρες που απολαύσαμε τελευταία σε ελληνική παράσταση. 

Η κίνηση επίσης των πρωταγωνιστών (δουλειά της Σταυρούλας Σιάμου) κρίνεται εξαιρετική –σαν χορογραφία έμοιαζε, ανά περιστάσεις– ενώ και η σκηνοθεσία του Αργύρη Ξάφη στάθηκε εκπληκτική: στην πρώτη πράξη βλέπαμε τον Λεόντιο μόνο από τη μέση και πάνω, με το φοβερό του μαλλί να γίνεται άμεσα κομμάτι του χαρακτήρα του· στη δεύτερη, τον είδαμε άξαφνα ανάμεσά μας, εκεί μπροστά από την πρώτη σειρά των θεατών, να γκρινιάζει για τη στενότητα του κόσμου. Αργότερα, δε, εμφανίστηκε και σε έναν από τους εξώστες. Υπήρχε επομένως μια διευρυμένη αντίληψη του τι σημαίνει «σκηνή», την οποία βρήκα πολύ επιτυχημένη.

Από την άλλη, στον βαθμό που όπερα σημαίνει μουσική, λιμπρέτο και τραγούδι, νομίζω ότι σημειώθηκαν οι πιο διακριτές ήττες. Ο Σελαμσής έγραψε βέβαια μια πολύ απαιτητική παρτιτούρα, που συχνά διέθετε κάτι από την ορμή, τη σκέψη και την πρωτοπορία του Mauricio Kagel. «Ποιότητες» που μπόρεσε κι απέδωσε η ορχήστρα δωματίου, υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Ζιάβρα, καθώς και οι εντυπωσιακές συμμετοχές των δύο ακροβολισμένων (δεξιά κι αριστερά) κρουστών σε διάφορες ηχητικές κατασκευές, οι οποίες τόνιζαν τη γενικότερη εικαστική διάσταση του όλου θεάματος. Σε πολλά σημεία, ωστόσο, η μουσική αυτή δεν έδειχνε να συμβαδίζει αρμονικά με το κείμενο: άλλοτε έδειχναν κόσμοι παράταιρα συγκολλημένοι, άλλοτε η μουσική «χανόταν», άλλοτε επισκίαζε θαρρείς τα πάντα με την περιπετειώδη της πλοκή (ιδίως στο ξεκίνημα της 3ης πράξης).  


Πιο ξεκάθαρη απογοήτευση υπήρξε το λιμπρέτο του Γιάννη Αστερή –λαμπρά μεταφρασμένο στα αγγλικά από τον (φίλο και παλιό συνοδοιπόρο στα μουσικοκριτικά) Δημήτρη Μεντέ για τους υπέρτιτλους, που δεν βοήθησαν μόνο τους ξένους επισκέπτες, μα ενίοτε κι εμάς, σε σημεία όπου οι λέξεις χάνονταν. Η ποιητική ανασύνθεση/συμπύκνωση μπορεί να μην φοβήθηκε το ατόφιο χιούμορ και να μην έχασε τα ερωτήματα που έθεσε τον 19ο αιώνα το κείμενο του Büchner, όμως δεν έπεισε ότι αυτό μπορούσε πράγματι να γίνει όπερα. Έτσι, μείναμε με μια τραγουδιστική αντίληψη του κειμένου πολύ κουραστική για τις ακροαστικές αισθήσεις (ειδικά στην 1η πράξη), η οποία δεν άφησε παρά περιορισμένο χώρο για να απολαύσουμε τις εγνωσμένης αξίας φωνές του Τάση Χριστογιαννόπουλου (Λεόντιος), της Θεοδώρας Μπάκα (Λένα) και του Χάρη Ανδριανού (Βαλέριος). Όταν πάντως συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν απέτυχαν να εντυπωσιάσουν με την τέχνη τους. 

Κάποια πράγματα κερδήθηκαν λοιπόν, άλλα όμως χάθηκαν. Και νομίζω εν τέλει ότι χάθηκαν τα πιο κρίσιμα, εκείνα που εξαρχής είχαν και τον βαρύτερο ρόλο στο όλο εγχείρημα, αφού καλούνταν να πείσουν και μας ότι το «Λεόντιος Και Λένα» γινόταν να μετατραπεί σε μοντέρνα όπερα. Παρά ταύτα, ο Κορνήλιος Σελαμσής τόλμησε να μας προτείνει κάτι έξω από τα συνηθισμένα. Οι ιδέες του αυτές, σε συνδυασμό με την ενάργειά του ως συνθέτη, αποτελούν νομίζω σημαντική παρακαταθήκη για το τι μπορούμε να δούμε στο μέλλον εκ μέρους του. Σε εκδοχές πιο πετυχημένες, μα και ευτυχέστερες για τα αυτιά μας.



06 Μαρτίου 2023

Thundercat: Drunk [δισκοκριτική, 2017]


Είχα τελείως ξεχάσει ότι πίσω στις αρχές του 2017 έγραψα μια κριτική για το «Drunk» του Thundercat. Τη θυμήθηκα σήμερα το πρωί, στο γραφείο στο Travel του Πρώτου Θέματος, όταν ο συνάδελφος Adrian Βρεττός έβαλε ν' ακούσουμε το "Them Changes". 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από τα Creative Commons της Wikipedia


Υπάρχει τρόπος συνάντησης της μοντέρνας χιπ χοπ αιχμής του Kendrick Lamar με έναν 60άρη θρύλο του υπερατλαντικού mainstream, χορτασμένο από Grammy και charts, σαν τον Michael McDonald; Στις Ηνωμένες Πολιτείες όλα γίνονται, καθώς όλα εν τέλει είναι σόου μπιζ. Αρκεί να υπάρξει ο κατάλληλος καταλύτης.

Καταλύτης, στην περίπτωσή μας, είναι ο Thundercat. Ο 32άρης Stephen Bruner, δηλαδή –μπασίστας, παραγωγός και τραγουδιστής από το Λος Άντζελες, που του ’λαχε εσχάτως να σερφάρει στο hype λόγω των συνεργασιών του με Kendrick Lamar, Flying Lotus και Kamashi Washington (προσθέστε όμως και τους Suicidal Tendencies). Κι εκείνος, πολύ σωστά, πήρε αυτήν την προβολή και τη μετουσίωσε στον πιο συγκροτημένο δίσκο που έχει βγάλει από το 2011 που δραστηριοποιείται (και) ως σόλο καλλιτέχνης. 

Το μεγάλο ενδιαφέρον του Drunk βρίσκεται στην ικανότητά του να πατάει ταυτόχρονα σε κάμποσα πράγματα και να είναι τελικά όλα αυτά, ως ένα άριστα φτιαγμένο κράμα. Μπορείτε δηλαδή να το βάλετε κάτω από την ταμπέλα του alternative R'n'B, της nu soul ή της fusion jazz που άνθισε στην Αμερική κατά τη δεκαετία του 1970. Και να είστε μέσα.

Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα «μαύρο» άκουσμα με ευδιάκριτες αρετές και καθαρές «επιφάνειες», που χάρη στις φινετσάτες μπασογραμμές κινείται με άνεση από τον Stanley Clarke (ίνδαλμα του Thundercat) και τις γοργόφτερες αλλαγές του George Clinton στη λεγόμενη «γαλανομάτα» soul, του είδους που επάξια υποστήριξε και ο προαναφερθείς McDonald –στη σόλο καριέρα του μετά τους Doobie Brothers– αλλά και ο (επίσης καλεσμένος εδώ) Kenny Loggins. Και το καλύτερο; Ενώ γίνεται εμφανής η υψηλή τεχνική στα παιξίματα, πουθενά το πράγμα δεν γίνεται ακαδημαϊκό ή δυσθεώρητο. Αντιθέτως, διατηρεί τη ροή ενός εθιστικού γκρουβ, εξαιρετικά «φιλικού» ακόμα και σε αυτιά που ενημερώνονται μουσικά κυρίως μέσω του ραδιοφώνου. Κομμάτια δηλαδή σαν τα "Friend Zone" και "Them Changes" μπορούν να λειτουργήσουν ως λίαν αποτελεσματικές γέφυρες. 

Από την άλλη, δεν είναι δύσκολο να γκρινιάξεις. Ο Thundercat, αν και επαρκέστατος ως τραγουδιστής, δεν είναι και η πιο συναρπαστική φωνή εκεί έξω. Με αποτέλεσμα αφενός να επικρατεί ομοιομορφία στις ερμηνείες –η οποία δημιουργεί αίσθηση πλαδαρότητας, από ένα σημείο κι έπειτα–  αφετέρου να γίνεται εύκολο για τους καλεσμένους να του κλέβουν την παράσταση. Το κάνουν όλοι, ανεξαιρέτως: και ο Kendrick Lamar με το cool ραπάρισμά του στο "Walk On By" και ο (μέτριος, εντούτοις) Pharrell Williams στο "The Turn Down" και οι McDonald & Loggins στο (θαυμάσιο) "Show You The Way", ακόμα και ο Wiz Khalifa στο "Drink Dat".

Δεν αποφεύγεται, επίσης, μια εντύπωση παρελθοντολαγνείας, η οποία διατρέχει το άλμπουμ με πιο συντηρητικό τρόπο από όσο φαίνεται σε πρώτο άκουσμα. Είναι δηλαδή η παραγωγή και η συνολική επεξεργασία του ήχου που αποπνέει «τώρα» στο Drunk, όχι οι συνθέσεις καθαυτές –εν ολίγοις, πρόκειται για τρικ, σαν εκείνο το μπλουζάκι που φοράει ο Bill Murray όταν πρωτοσυνοδεύει τη Scarlett Johansson στο νυχτερινό Τόκυο, στην ταινία Χαμένοι στη Μετάφραση, που τον δείχνει στιγμιαία νεότερο (ενώ δεν είναι). Έτσι, ένας αυστηρός κριτής μπορεί εύκολα να επισημάνει ότι όποιος έχει σκύψει με προσοχή στη δισκογραφία των Earth, Wind & Fire ή στις όψεις της δαντελωτής κληρονομιάς των Isley Brothers, θα περάσει μεν καλά εδώ, μα δύσκολα θα ενθουσιαστεί με την ατόφια τραγουδοποιία του Drunk. 

Ένας επιπλέον λόγος, μάλιστα, δίνεται και από τα συχνά αδιέξοδα των στίχων. Εκείνα δηλαδή τα μιάου-μιάου στο "A Fan's Mail (Tron Song II)", η απογοητευτικά επιφανειακή κριτική στο κόλλημά μας με τις οθόνες και τα social media στο "Bus In These Streets" ή το συζητήσιμο χιούμορ του "Captain Stupido", δεν βοηθούν τον δίσκο να φανεί όσο ευφυής θα ήθελε. Όταν μιλάει για ζητήματα αγάπης και έρωτα, πάλι, ο Thundercat αποδεικνύεται πιο εύστοχος ("Jethro", "3AM"), βγαίνει όμως προς τα έξω κάπως γλυκερός. 

Παρά τις άνωθεν αντιρρήσεις, πάντως, δεν πρέπει, στην τελική αποτίμηση, να μην υπερθεματίσουμε για το πόσο διασκεδαστικό άλμπουμ είναι το Drunk, για το πόσο εύκολα «κάθεται στο αυτί», για το πόσο αβίαστα μπορεί να ενώσει τους πιουρίστες των αμερικάνικων τζαζ ρυθμών με το κοινό του Pharrell Williams. Αυτό από μόνο του, νομίζω, λέει πολλά. 



03 Μαρτίου 2023

FKA Twigs: LP1 [δισκοκριτική, 2014]


Μια κριτική μου από το φθινόπωρο του 2014 στο «LP1», ντεμπούτο άλμπουμ για την αρκετά συζητημένη φιγούρα της FKA Twigs. Η οποία έκλεισε πρόσφατα μια δεκαετία δράσης στα μαύρα μουσικά πράγματα των καιρών μας παραμένοντας στοιχειωδώς ενδιαφέρουσα, μα χωρίς, εν τέλει, να εκπληρώσει τις υποσχέσεις που άφησε τότε. 

Βρίσκω, μάλιστα, ότι κι εγώ την αβάνταρα κάπως περισσότερο από όσο πραγματικά άξιζε, καθώς η κατακλείδα για το «LP1» δεν επαληθεύτηκε: ο δίσκος είναι καλός, μα όχι τόσο σπουδαίος. Αυτά παθαίνει όποιος κριτικός αποφασίζει, έστω και στιγμιαία, να συμπορευτεί με ό,τι διαφαίνεται ως «ρεύμα» των ημερών του, πιστεύοντας, έστω και στιγμιαία, ότι το «ρεύμα» ξέρει κάτι παραπάνω από όσα του λένε τα ένστικτά του και τα όσα κουβαλάει. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το βιντεοκλίπ του "Two Weeks", σε σκηνοθεσία Nabil Elderkin


Ως «R'n'B with a twigs» θα μπορούσε να περιγραφεί το συγκεκριμένο άκουσμα, αφού είναι τόσα αυτά που συμβαίνουν στο LP1 με αφορμή το R'n'B, ώστε μένεις τελικά ακάλυπτος ακόμα κι αν επικαλεστείς το twist της γνωστής (αγγλικής) φράσης. Άλλωστε δεν μας έχει λείψει το τουίστ τα τελευταία χρόνια: στον κορμό του λαμπερού, mainstream R'n'B έχει ήδη φανεί ένα καταπράσινο εναλλακτικό κλαδί, που την ψάχνει με διάφορους ευφάνταστους τρόπους. Όμως η FKA Twigs δείχνει να βρίσκεται πιο μπροστά ακόμα και από τους επικεφαλής. 

Υπάρχει δηλαδή κάποιο μυστικό; Κάτι που διέφυγε από τον The Weeknd ή δεν μπόρεσε ίσως να χωρέσει στον καλειδοσκοπικό ήχο του Frank Ocean και της Janelle Monáe; 

Όχι ακριβώς. Ίσα-ίσα, νομίζω ότι αν η 26χρονη Tahliah D. Barnett ήταν Αμερικανίδα, θα έφτιαχνε τραγούδια λίγο-πολύ σαν και τα δικά τους. Είναι η συνολική της οπτική πάνω στη μουσική που παίζει τον πιο καταλυτικό ρόλο εδώ, γιατί είναι η οπτική μιας Βρετανίδας. Η οποία ναι μεν κολυμπάει με ενθουσιασμό στα όσα έρχονται από την άλλη άκρη του Ατλαντικού, το κάνει όμως κουβαλώντας κι ένα ισχυρό στίγμα από πράγματα που έχουν συμβεί στο Νησί και την έχουν (προφανώς) καθορίσει εξίσου. 

Στο LP1 φυσάει λοιπόν ένας άνεμος από Μπρίστολ μεριά, διαβρώνοντας (διαφθείροντας;) τα αμερικάνικα ρυθμικά πρότυπα. Το R'n'B αναγκάζεται να κόψει λίγο ταχύτητα έτσι όπως το τυλίγει η αιθέρια ομίχλη του trip hop, η οποία γρήγορα το αναγκάζει να παραστρατήσει, τσουγκρίζοντας με τον μούλτι-κούλτι κοσμοπολιτισμό των Massive Attack και με τη λιμανίσια σκοτεινιά των σπουδαίων δίσκων του Tricky. Γελιέστε ωστόσο αν φανταστείτε την FKA Twigs χαμένη μέσα σε όλα τούτα, ως τρεμάμενη κορασίδα σε χιτσκοκικό σκηνικό. Απολαμβάνει αυτή την περιπλάνηση τραγουδώντας με το πνεύμα της Björk ενσαρκωμένο σε Mariah Carey εκδοχή και σε καλεί κι εσένα στην περιπέτεια: σου δείχνει τον λαβύρινθο, σε προειδοποιεί για τα άπειρα ζιγκ-ζαγκ της διαδρομής, μα σου καθιστά σαφές πως δεν παίζει μίτος της Αριάδνης ή κάτι σε GPS. 

Έτσι, βέβαια, δημιουργείται κι ένα πλήθος ζητημάτων. Ελαφρύτερο ανάμεσά τους, ότι το άλμπουμ αναφέρεται μεν σε μια δημοφιλή φόρμα, μα του προκύπτει μόλις ένα τραγούδι ικανό να σφραγίσει το διαβατήριο προς τη mainstream επιτυχία –το "Two Weeks". Κακά τα ψέματα τώρα, η FKA Twigs χρειάζεται και κανά σουξεδάκι, γιατί παίζει τη μπάλα της σε έναν χώρο που αρχίζει και πάσχει από υπερπληθυσμό. Καλλιτεχνικά πιο επείγον, πάντως, ήταν να μπορέσουν τα τραγούδια του LP1 να σηκωθούν από τους ήχους και τους θορύβους που τα περιβάλλουν. 

Το μεγαλύτερο ατού της FKA Twigs βρίσκεται λοιπόν ακριβώς εδώ, στο ότι βρίσκει δηλαδή (συνήθως) τις εύρωστες μελωδίες για να τα ανορθώσει, αποδεικνύοντας ότι διαθέτει την ποπ ευφυΐα και το ταλέντο που απαιτεί αυτό το προσωπικό της μουσικό όραμα. Ως αποτέλεσμα, στιγμές σαν το θαυμάσιο "Lights On" ή το "Video Girl" εκτοξεύουν ένα R'n'B βγαλμένο από το The Emancipation Of Mimi της Mariah Carey (2005) στη στρατόσφαιρα όπου θα έπρεπε ήδη να έχει πάει η τελευταία, αν δεν ήταν μια ψωνισμένη με καταπληκτική φωνή.

Μία ακόμα καίρια παράμετρος των τραγουδιών της FKA Twigs είναι η στιχουργική: αξίζει λ.χ. να εντοπίσετε την αποδόμηση των ντιβίστικων γυναικείων προτύπων που συχνά εκτυλίσσεται εδώ. Οι ηρωίδες της μοιάζουν επιφανειακά με τα σούπερ θηλυκά τύπου Beyoncé ή με τις δυναμικές μα μικρότερου διαμετρήματος «I will survive ρε κάθαρμα» εστεμμένες της R'n'B αριστοκρατίας (Ciara κτλ.), όμως δεν προελαύνουν κυρίαρχες στον κόσμο του σεξ και του έρωτα, σαν άλλες Samantha Jones. Διαθέτουν μεν τον αέρα, μα αντιμέτωπες με την πραγματικότητα κάπου τα χάνουν, οδηγούμενες να (μισο)παραδεχτούν ότι –ναι, ακόμα κι αυτές!– έχουν να διηγηθούν χρονικά κρασαρισμένων ρομάντσων και τσαλαπατημένων καρδιοφτερουγισμάτων. Κι αν μένεις κάπου μετέωρος για το ευθύβολο των στίχων, τρως κατάμουτρα στο φινάλε εκείνο το «I love my touch» του "Kicks" και την περνώ-και-μόνη-μου-καλά ευδαιμονία(;) του. Και σπίτσλες τα χείλη των ευσεβών...

Μην απορήσετε που στα τέλη του 2014 θα δείτε το LP1 ψηλά σε κάμποσες από τις εποχιακές λίστες με τα «καλύτερα», που τουλάχιστον για μας τους μουσικογραφιάδες θεωρούνται εξίσου παραδοσιακές με τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες. Θα είναι μάλιστα κι ένας από τους δίσκους για τους οποίους θα υπερθεματίσει (και) η κυρίαρχη στον μουσικό Τύπο ίντι-λιγκεντσια, χωρίς να πρόκειται για ένα ακόμα ευλόγημα γενιών/μουσιών προς εσωτερική κατανάλωση. Μα για ένα άλμπουμ με τα φόντα να γίνει σημείο αναφοράς στο μέλλον του ήχου που σήμερα αντιλαμβανόμαστε ως «μαύρη ποπ». 




02 Μαρτίου 2023

Ελίζα Μαρέλλι - συνέντευξη (2013)


Ενθυμούμενος την Ελίζα Μαρέλλι αυτές τις μέρες, καθώς και τις συνεργασίες μας στο διάστημα που διατέλεσα γραμματέας του Συλλόγου Φίλων του Ελαφρού Τραγουδιού, πριν τον θάνατό της (Ιούνιος 2016), έφτασα και στην παρακάτω συνέντευξη.

Αν και είχαμε ήδη κάνει μια συνέντευξη στο ραδιόφωνο, στην εποχή της Συχνοτικής Συμπεριφοράς, η Μαρέλλι μου ζήτησε σε κάποια φάση να κάνουμε κι αυτήν, με τη λογική μιας εφ' όλης της ύλης κουβέντας. Όχι με σκοπό να δημοσιευτεί κάπου ως είχε, αλλά για να έχει υλικό έτοιμο και τακτοποιημένο, προκειμένου να το δίνει στον Τύπο, ώστε να αντλούνται πληροφορίες για τα όσα δημοσιεύματα γίνονταν ενόψει των ποικίλων δράσεων του Συλλόγου. 

Έτσι κι έγινε, φτιάξαμε αυτή τη συνέντευξη τον Φεβρουάριο του 2013, με βάση και τη μνήμη της, μα και το αρχείο της, ώστε να είναι όλα τα στοιχεία αξιόπιστα. Ήρθαν έτσι οι καταστάσεις, όμως, ώστε ήταν το τελευταίο πράγμα που μπόρεσα να κάνω για να τη βοηθήσω: εκείνη βρισκόταν διαρκώς σε κίνηση, παρά την ηλικία της, μα για εμένα ήταν μια εποχή μεγάλης μαυρίλας λόγω της επαγγελματικής καθίζησης που έφερε η οικονομική κρίση. Δούλευα πολύ, αμειβόμουν με ελάχιστα χρήματα «έναντι» (και καταλαβαίνετε τι επέφερε αυτό σε ΦΠΑ βάρος, εν καιρώ, χώρια τα ασφαλιστικά του ελεύθερου επαγγελματία που έτρεχαν αμείωτα), αλλού κυνηγούσα χρωστούμενα, όλος ο μέχρι τότε τρόπος ζωής μου πήγε περίπατο για ένα διάστημα.

Έκτοτε χαθήκαμε, ως τον θάνατό της. Όταν έμαθα τα νέα, λοιπόν, μόνταρα ξανά εκείνη τη συνέντευξη και τη δημοσίευσα στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με κάποιες εκ νέου τροποποιήσεις –μικρές, αισθητικής φύσεως. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που έχει δοθεί ήδη από χρόνια στον Τύπο, ως promo


Κυρία Μαρέλλι, ήσασταν ακόμα μαθήτρια όταν ενταχθήκατε στο ενεργητικό του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού, στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Οι γονείς σας, πώς αντέδρασαν τότε σε αυτήν την προοπτική;

Οι γονείς μου δεν αγνοούσαν τα παιδιά-θαύματα του πενταγράμμου και του κινηματογράφου, όπως π.χ. τον Elvis Presley, την Judy Garland ή τη Shirley Temple. Προσπάθησαν λοιπόν όχι να με αποτρέψουν, μα να με προφυλάξουν, δίνοντάς μου να καταλάβω ότι η δόξα σε φορτώνει με ταλαιπωρίες. Θυμάμαι τη μητέρα μου να λέει πόσο έξυπνη και καλή ήταν η κίνηση της Deanna Durbin να αποσυρθεί από το τραγούδι και την ηθοποιία στα 1949.   

Οι παλιότεροι ίσως τα θυμούνται, αλλά δεν βλάπτει να τα ξαναπούμε –για τους νεότερους. Πώς έγινε το ξεκίνημά σας, πριν συνεργαστείτε με τόσους και τόσους σημαντικούς συνθέτες; 

Έγινε στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», όπου με πρωτάκουσαν οι άνθρωποι της Columbia κι έδειξαν αμέσως ενδιαφέρον για εμένα. Ήταν μάλιστα ο Κώστας Γιαννίδης που, εκ μέρους της εταιρείας, με πήγε στο σπίτι του Μιχάλη Σουγιούλ, ώστε να με ακούσει και να μου γράψει ένα τραγούδι. Το θυμάμαι ακόμα εκείνο το πρωινό: ήταν χειμώνας, μα η μέρα ήταν ηλιόλουστη. Πήγα στον Σουγιούλ φορώντας ένα μπλε μάλλινο παλτό και κόκκινα γαντάκια. 

Αλλά η συνάντηση αυτή δεν απέδωσε καρπούς. Μια μέρα, μια γυναικεία φωνή με κάλεσε στο τηλέφωνο εκ μέρους του Ζοζέφ Κορίνθιου και ζήτησε να τον συναντήσω στο στούντιο. Έτσι λοιπόν μπήκα στη δισκογραφία, με τα τραγούδια "Μη Φοβάσαι" και "Τίποτα Άσχημο Δεν Έχεις" –συνθέσεις του Κορίνθιου, σε στίχους Νίκου Φατσέα. Κι έτσι άνοιξε και η πόρτα για όσα τραγούδια γράφτηκαν κατόπιν πάνω στη φωνή μου, αφού λίγο αργότερα ήρθαν το "Θέλω Ποτέ Να Μη Χωρίσουμε", το "Καινούργιο Φουστάνι", το "Έρωτά Μου Τύραννε" και τόσα άλλα. 

Αποκτήσατε γρήγορα πιστούς θαυμαστές με τέτοια τραγούδια, αναγνωριστήκατε όμως και ως ερμηνεύτρια παλιότερων επιτυχιών, λ.χ. του "Θα Ξανάρθεις" ή της "Ρεζεντά". Οι κριτικοί μα και το κοινό της εποχής θεώρησαν ότι τις ξαναζωντανέψατε, δίνοντάς τους μια νέα διάσταση...

Το εγχείρημα αυτό έγινε επίσης με πρωτοβουλία του Γιαννίδη, ήταν τότε καλλιτεχνικός σύμβουλος της εταιρείας που με κάλεσε να κάνω έναν τέτοιον δίσκο. Εκείνος με ενθάρρυνε να συνεχίσω να τραγουδώ παλιές επιτυχίες κι έτσι στη συνέχεια είπα κι άλλα τραγούδια, το "Ζητάτε Να Σας Πω", το "Θα Σε Πάρω Να Φύγουμε", το "Πόσο Λυπάμαι"... 

Είχα μεγάλη εκτίμηση για τον Γιαννίδη, βρισκόμουν κοντά του σχεδόν καθημερινά την εποχή που έφτιαχνε με τον Άρη Σμυρναίο την Ελαφρά Ορχήστρα του Ελληνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας –αυτήν που σήμερα λέγεται Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ. Έτσι, όταν η Ελληνική Ραδιοφωνία γιόρτασε τα 50 χρόνια της στο Ομήριο Πνευματικό Κέντρο, συμμετείχαμε μαζί στους εορτασμούς: εγώ τραγούδησα κι εκείνος με συνόδευσε στο πιάνο. Μάλιστα η ηχογράφηση εκδόθηκε, στην κασετίνα που βγήκε κατόπιν ως αναμνηστικό. 

Παρά την τόσο μεγάλη σας επιτυχία, πάντως, αποφεύγατε τις συνεντεύξεις. «Μια φωνή χωρίς πρόσωπο», έγραψε κάποτε για σας ο Τύπος...

Θα σας απαντήσω με κάτι που είχα πει κάποτε στον δημοσιογράφο Γιώργη Σακκά: αντί να επαιρόμεθα, καλύτερα να λέμε τα απαραίτητα· όσα συμβάλλουν ώστε το κοινό να παρακινείται και να εθίζεται στη σωστή Μουσική Παιδεία. Οι έπαινοι, όσο καλοδεχούμενοι κι αν είναι, κρύβουν συχνά υπερβολές που δεν ευσταθούν –θυμηθείτε όταν ο Τύπος με βάφτιζε «διάδοχο της Βέμπο»... 

Δεν περιφρονώ τα καλά λόγια, δίνω όμως πολύ μεγαλύτερη σημασία στο έργο εκείνο που μπορεί να εξάρει τα ευγενικά συναισθήματα, παρακινώντας τους ανθρώπους να είναι κοινωνικά και χρηστά στοιχεία. Δεν έβρισκα λοιπόν τον λόγο να δίνω συχνές συνεντεύξεις, απλά και μόνο επειδή με συζητούσε ο κόσμος και πλήθαιναν οι θαυμαστές. Ένιωθα ότι είχα περισσότερα να προσφέρω «μιλώντας» με τα τραγούδια και τις ερμηνείες μου, γιατί η καλλιτεχνική μου ταυτότητα ήταν τότε ασχημάτιστη. Τώρα πια μιλάω ευκολότερα στον Τύπο. 

Αλήθεια, κυρία Μαρέλλι, μπορούσε κάποιος τότε να βγάλει χρήματα από μια καριέρα στο τραγούδι; 

Από τη δική μου εμπειρία, ναι. Όταν με άκουσαν οι άνθρωποι της Columbia και υπέγραψα το πρώτο μου συμβόλαιο, προέβλεπε ποσοστό 2% επί των κερδών, πράγμα που μεταφραζόταν σε τρεισήμισι-τέσσερις χιλιάδες δραχμές τον μήνα. Ποσό πολύ σεβαστό για τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Βέβαια, από τότε μέχρι σήμερα η δισκογραφία έχει αλλάξει πολύ.

Τι ακριβώς έχει γίνει με το "Δυο Πράσινα Μάτια", τη μεγάλη επιτυχία του Μίμη Κατριβάνου; 

Όταν ξεκίνησα να τραγουδώ, ήδη το ελαφρό στυλ είχε αρχίσει να φεύγει από τη μόδα. Μάλιστα, πολλές σπουδαίες φωνές αναγκάστηκαν τότε να περάσουν στο λαϊκό ρεπερτόριο, παίζοντας με μπουζούκια. Ωστόσο το 1963 το "Δυο Πράσινα Μάτια", πρωτοτραγουδισμένο από μένα, διαγωνίστηκε στο BBC μαζί με άλλες 13 επιτυχίες του διεθνούς ρεπερτορίου. Και βγήκε πρώτο. Ήταν μια μεγάλη διάκριση, που όμως εδώ δεν κοινοποιήθηκε και παραμένει άγνωστο γεγονός. 

Κάτι που επίσης αγνοεί ο περισσότερος κόσμος είναι το μεγάλο σας φιλανθρωπικό έργο. Θα θέλατε να αναφερθείτε σε αυτό; 

Η Δανάη μου έλεγε ότι διαθέτω την ιδιοσυγκρασία μιας αδελφής του ελέους, ότι στέκομαι σαν προστάτης δίπλα στους δυστυχισμένους. Το θεωρούσα καθήκον μου ως άνθρωπος να βοηθώ όσο και όποτε μπορούσα. Το πιο εύκολο ήταν να γίνονται συναυλίες, τα κέρδη των οποίων πήγαιναν προς όφελος των πασχόντων, π.χ. σε γηροκομεία ή σε ορφανοτροφεία. Δεν θέλω όμως να πω περισσότερα για το θέμα: όσα έχω κάνει δεν έγιναν για να πάρω κάποια επιπλέον προβολή. 

Με τη Δανάη είχατε στενή σχέση, έτσι δεν είναι; Τιμήσατε μάλιστα και τη μνήμη της στον «Παρνασσό» το 2011, σε μια βραδιά μελωδίας οργανωμένη από τον Σύλλογο Φίλων του Ελαφρού Τραγουδιού...

Η Δανάη ήταν, πάνω από όλα, η δασκάλα μου. Μικρό κοριτσάκι ήμουν όταν με επισκέφθηκε για πρώτη φορά, μαζί με τη Χρυσούλα Στίνη. Υπήρξε μια εκλεκτή παρουσία στη ζωή μου και πολύτιμος σύμβουλος, όχι μόνο ως καλλιτέχνης, μα και με το σπάνιο ήθος που τη διέκρινε ως προσωπικότητα. Δεν ήταν καθόλου ανταγωνιστική με τις υπόλοιπες τραγουδίστριες, κάτι που έλεγε πάντα ότι εκτιμούσε και σε εμένα. Με τίμησε θεωρώντας με δικό της άνθρωπο και το λιγότερο που μπορούσα να κάνω για εκείνη είναι βραδιές όπως κι αυτή στον Παρνασσό. 

Κάτι που μας φέρνει και στο σήμερά σας: αυτή τη στιγμή είστε η Πρόεδρος του Συλλόγου Φίλων των Ελαφρού Τραγουδιού, ο οποίος τα τελευταία χρόνια δείχνει αξιοσημείωτα ενεργός, οργανώνοντας διάφορες βραδιές. Από πότε υπάρχει ο Σύλλογος και πώς βρεθήκατε να είστε πρόεδρός του; 

Ο Σύλλογος έχει 6 χρόνια τώρα που δραστηριοποιείται. Τον ιδρύσαμε μαζί με τη Δανάη, τον Λυκούργο Καλλέργη, τον Ιωάννη Μαρκαντώνη, τον Παύλο Ναθαναήλ και τον Γιώργο Κόρκα (έναν συγγενή του άντρα μου). Ο κύριος Ναθαναήλ διατέλεσε πρόεδρος για όλα αυτά χρόνια και πρόσφερε σημαντικότατο έργο με τις γνώσεις, το ήθος και τη σοβαρότητά του, όμως λόγω υποχρεώσεων δεν μπόρεσε να συνεχίσει και έτσι τον διαδέχθηκα εγώ –ύστερα από εκλογές. Παραμένει ωστόσο δίπλα μας ως πολύτιμος σύμβουλος, με τον τιμητικό τίτλο του επίτιμου προέδρου.  

Και πώς λειτουργείτε; Από πού αντλεί πόρους ο Σύλλογος;

Όπως πολύ ωραία το έθεσε η Τζένη Καλλέργη στην εισηγητική της ομιλία στο αφιέρωμα που κάναμε στον «Παρνασσό» για το Ζωγράφειο της Κωνσταντινούπολης (2011), τα περιουσιακά στοιχεία του Συλλόγου είναι «ένα σεντούκι με πληθώρα από μελωδίες καλά φυλαγμένες, που ψάχνουν χώρο να φιλοξενηθούν. Ψάχνουν τον χώρο του μυαλού, της ψυχής και του ονείρου». 

Δεν υπάρχουν πόροι, λοιπόν. Ο Σύλλογος είναι αυτοχρηματοδοτούμενος –από τα μέλη του και όσους έχουν σταθεί δίπλα μας αφιλοκερδώς. Όλα αυτά τα χρόνια τα μόνα μας έσοδα προέρχονται από την πώληση ενός ετήσιου ημερολογίου με κείμενα και φωτογραφίες για τις προσωπικότητες του ελαφρού τραγουδιού και από ό,τι περισσεύει αφού καλυφθούν οι υποχρεώσεις για τις εκδηλώσεις τις οποίες οργανώνουμε. Τώρα, για πρώτη φορά, αναζητούμε ενίσχυση από την Πολιτεία, μέσω του Υπουργείου Πολιτισμού. Ως τώρα, πάντως, δεν είχε ποτέ υπάρξει κάποια ευαισθητοποίηση της Πολιτείας, με τον τρόπο λ.χ. που είδαμε να γίνεται συχνά για το δημοτικό τραγούδι ή το ρεμπέτικο. 

Πώς βλέπει ο Σύλλογος την υπόθεση του ελαφρού τραγουδιού; Με νοσταλγική διάθεση ή με την επιθυμία να αποκαταστήσει ένα κομμάτι του πολιτισμού μας;

Όπως και ο Γιαννίδης, έτσι κι εγώ αντιδρώ στον χαρακτηρισμό «ρετρό» για το ελαφρό τραγούδι –δεν συμφωνώ ιδιαίτερα ούτε με το επίθετο «ελαφρό», έχει όμως καθιερωθεί. Δεν μπορεί να λέμε ότι είναι ρετρό ένα είδος που ακόμα παραμένει αγαπητό και τα σπουδαία του τραγούδια διασκευάζονται από νεότερους καλλιτέχνες, γνωρίζοντας καινούρια επιτυχία. 

Ο Σύλλογος Φίλων του Ελαφρού Τραγουδιού δεν είναι βασισμένος στη νοσταλγία, ούτε και επιθυμεί να εμπλακεί σε πολεμικές με το δημοτικό τραγούδι ή με το ρεμπέτικο. Αξιώνει απλώς για το ελαφρό τραγούδι τη δική του θέση στην ιστορία του μουσικού πολιτισμού αυτού του τόπου, μια θέση που δικαιωματικά κατέχει. Στον Σύλλογο δεν λειτουργούμε μόνο με τη νοσταλγία των όσων ζήσαμε και αγαπήσαμε, μα και με την πεποίθηση ότι το ελαφρό τραγούδι αποτελεί έναν ιδιαίτερο σταθμό στην ιστορία του πολιτισμού μας. Σε μια τέτοια αναγνώριση αποσκοπούν οι ενέργειές μας.  

Στο σημερινό περιβάλλον της Κρίσης, όπου όλα περικόπτονται και πολλοί άνθρωποι δεν έχουν πια αρκετά χρήματα για να επιβιώσουν, δεν ανησυχείτε πως όλες αυτές οι ενέργειες ενδεχομένως να θεωρηθούν πολυτέλειες; Κι έτσι να μην υποστηριχτούν από το κοινό, όπως θα υποστηρίζονταν σε πιο ανθηρές εποχές;

Ζούμε σε μια πολύ δυσάρεστη πραγματικότητα, όπου πράγματι ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Ακούμε διαρκώς για περικοπές, βλέπουμε να μειώνονται οι συντάξεις των μεγαλύτερων και τα νέα παιδιά να δυσκολεύονται όλο και πιο πολύ να βρουν δουλειά. 

Ο λαός μας, όμως, είναι λαός περιπετειώδης. Μπορεί να παρασύρθηκε σε εφήμερες νυχτερινές διασκεδάσεις και να άφησε τις αξίες του να εκπέσουν, αλλά σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία είναι ίσως που θα αναζητήσει να ξαναγεμίσει το πνεύμα και την ψυχή του με πολιτισμό. Ίσως όλα αυτά τα δυσάρεστα να στρέψουν και πάλι τους Έλληνες προς τα ουσιαστικά πράγματα. 

Οι εξελίξεις μας επηρεάζουν φυσικά όλους και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πού θα οδηγηθούμε. Χρέος εμάς των καλλιτεχνών, πάντως, είναι να θυμίζουμε το πόσο σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξει ο πολιτισμός.  

Για να επιστρέψουμε όμως και στα της δικής σας πορείας, ξεκινήσατε από μικρή ηλικία στο τραγούδι, αλλά εξίσου νέα ήσασταν και όταν το αφήσατε. Είχε να κάνει με τη δύση του ελαφρού τραγουδιού ή με αλλαγή στις δικές σας προτεραιότητες;

Ευτύχησα να αποκτήσω τρία παιδιά, στα οποία έπρεπε όμως να αφοσιωθώ. Δεν γινόταν να κάνω την καριέρα που έκανα ως τότε και παράλληλα να δίνω στην οικογένειά μου την αμέριστη προσοχή που χρειαζόταν. Επέλεξα λοιπόν την οικογένειά μου και όχι την καριέρα, αλλά δεν ξέχασα το τραγούδι. Έτσι, όταν πια τα παιδιά άρχισαν να μεγαλώνουν, άρχισα κι εγώ να επιστρέφω στο τραγούδι. Κυκλοφόρησα το 1994 τον δίσκο «Απόδραση Για Δύο» με καινούριες μελωδίες σε ενορχήστρωση του Ζακ Ιακωβίδη, ενώ σιγά-σιγά έκανα και περισσότερες συναυλίες.  

Ανεκπλήρωτα όνειρα έχετε, κυρία Μαρέλλι;

Βέβαια! Όνειρό μου είναι να γραφτεί μια πλήρης και ακριβής ιστορία του ελαφρού τραγουδιού, γιατί τα όσα έχουν δημοσιευτεί ως σήμερα και αποσπασματικά είναι και πάσχουν από την άποψη της ιστορικής αντικειμενικότητας. Είναι μια κατεύθυνση προς την οποία, Θεού θέλοντος, σκοπεύω να δραστηριοποιηθώ, με την αρωγή φυσικά του Συλλόγου.



01 Μαρτίου 2023

Ελίζα Μαρέλλι: «Θέλω Ποτέ Να Μη Χωρίσουμε» - ανταπόκριση (2011)


Τις μέρες αυτές συναντήθηκα ξανά, μετά από χρόνια, με τον Χάρη Παπαϊωάννου –Ολυμπιονίκη του Τζούντο στην Ατλάντα (1996) και γιο της αείμνηστης δόξας του ελαφρού τραγουδιού, Ελίζας Μαρέλλι.

Εκεί που τα λέγαμε, λοιπόν, θυμηθήκαμε και τη βραδιά για το «Ζωγράφειο» της Κωνσταντινούπολης (δείτε εδώ), αλλά και το πώς έγινε και γνωρίστηκα με τη μητέρα του, διατελώντας για ένα διάστημα γραμματέας στον Σύλλογο Φίλων του Ελαφρού Τραγουδιού.

Αιτία, λοιπόν, στάθηκε μια συναυλία της Ελίζας Μαρέλλι. Δεν την έβλεπες συχνά την τραγουδίστρια, στα χρόνια τουλάχιστον που είχα επιστρέψει από τη Βρετανία και δούλευα στα μουσικά. Έτσι, όταν ανακοίνωσε μια βραδιά στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», τον Φεβρουάριο του 2011, πήγα να τη δω –εκεί, μάλιστα, θα βρισκόταν και ο Μίμης Πλέσσας, ο οποίος το μακρινό 1952 της είχε γράψει το τραγούδι που έδινε τον τίτλο της εκδήλωσης ("Θέλω Ποτέ Να Μη Χωρίσουμε") και θα τη συντρόφευε στο πιάνο. Η Μαρέλλι διάβασε έπειτα την ανταπόκρισή μου, μου τηλεφώνησε και είπαμε να βρεθούμε για να κάνουμε και μια εκπομπή στο ραδιόφωνο, στη Συχνοτική Συμπεριφορά που είχαμε τότε στους 105,5 Στο Κόκκινο με τον Στυλιανό Τζιρίτα.

Η ανταπόκριση αυτή δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, ένεκα της αφορμής, με ορισμένες συντακτικές και αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά, τις τράβηξε η Στέλλα Κουρμουλάκη


Στην Ελλάδα δεν έχουμε συνηθίσει οι εκδηλώσεις να αρχίζουν στην ώρα τους. Αλλά την Τρίτη στον Παρνασσό η εκκίνηση δόθηκε ακριβώς 10 λεπτά μετά την ανακοινωμένη ώρα έναρξης (19.30) κι αφού ήδη η αίθουσα του φιλολογικού συλλόγου ήταν σχεδόν εντελώς γεμάτη, με λίγες μόνο θέσεις να έχουν απομείνει κενές, στις πίσω σειρές. 

Δεν έχουμε, επίσης, αίσθηση της οικονομίας χρόνου, όταν στο (όποιο) πρόγραμμα περιλαμβάνονται ομιλίες. Αλλά στον Παρνασσό οι ομιλίες υπήρξαν λιτές, περιεκτικές, σύντομες και μακριά από άσκοπους πλατειασμούς. Υπεύθυνος για όλα αυτά τα άξια επαίνου, ο Σύλλογος «Φίλοι του Ελαφρού Τραγουδιού». Τα υπόλοιπα ωραία της βραδιάς –τη συγκίνηση, τις αναμνήσεις, το τραγούδι– τα ανέλαβαν (πρωτίστως) ο Μίμης Πλέσσας με την Ελίζα Μαρέλλι και (δευτερευόντως) ο Μιχάλης Δεσύλλας, η Ελεάνα Ζεγκίνογλου και ο Γιάννης Χριστόπουλος. 

Ο παρουσιαστής της βραδιάς, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Κώστας Μπλιάτκας, κήρυξε την έναρξη με έναν συνδυασμό σοβαρότητας και άνεσης στις 19.40, καλώντας στη σκηνή τον πρόεδρο του Συλλόγου «Φίλοι του Ελαφρού Τραγουδιού», τον δημοσιογράφο και λογοτέχνη Παύλο Ναθαναήλ. Εκείνος υπήρξε λακωνικός και καίριος, σημειώνοντας την ανάγκη να προστατευτεί το ελαφρό τραγούδι και να αναδειχθεί όπως του πρέπει, χωρίς, όμως, να δώσει στον λόγο του χαρακτήρα πολεμικής (όπως έχουμε δει σε ανάλογα αιτήματα για το δημοτικό τραγούδι). Ίσα-ίσα, ζωηρή αίσθηση προκάλεσε η επισήμανσή του για τα ωραία ελληνικά ροκ τραγούδια τα οποία έχουν γραφτεί, που έδειξε ότι τόσο ο ίδιος, άρα και ο Σύλλογος, δεν διεξάγουν κάποια νοσταλγική, παρελθοντολάγνα καμπάνια κατά της μοντερνικότητας, αλλά, δικαίως, ζητούν απλά μια θέση στα πράγματα και για το ελαφρό τραγούδι. 

Τον κύκλο ομιλιών συμπλήρωσαν ο διευθυντής του αθηναϊκού παραρτήματος των βιβλιοπωλείων «Ιανός», Βασίλης Χατζηιακώβου, απαγγέλλοντας ποίηση Πάμπλο Νερούντα σε μετάφραση της Δανάης και η σύζυγος του Μίμη Πλέσσα και παραγωγός του «Αθήνα 9.84» Λουκίλα Καρρέρ, μιλώντας γενικά για το ελαφρό τραγούδι και το πώς παραμένει επίκαιρο. Μια τρίτη ομιλία, αν και υπήρχε στο πρόγραμμα, δεν έγινε ποτέ, καθώς, άγνωστο γιατί, ο πρόεδρος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» –ο ομότιμος Καθηγητής Ιωάννης Μαρκαντώνης– δεν βρισκόταν στην αίθουσα. Ακολούθησαν οι βραβεύσεις του Ζακ Ιακωβίδη και του Ανδρέα Χατζηαποστόλου για την προσφορά τους στη μουσική, που υπήρξαν σύντομες και ουσιαστικές, όπως και η αντίστοιχη του Μίμη Πλέσσα. Ο οποίος μας χάρισε και δυο λόγια, πριν μας προτρέψει να ακούσουμε και λίγη μουσική.

Ο Πλέσσας έλαβε λοιπόν θέση στο πιάνο και η Ελίζα Μαρέλλι μας χάρισε το τραγούδι που έδωσε και τον τίτλο στη βραδιά, το "Θέλω Ποτέ Να Μη Χωρίσουμε". Με το οποίο ανέσυρε μνήμες από τη δεκαετία του 1950, δείχνοντας παράλληλα ότι διαθέτει ακόμα τα ερμηνευτικά χαρίσματα που την καθιέρωσαν ως ένα από τα σημαντικά ονόματα στο ελαφρό στυλ –έχει διατηρήσει στο ακέραιο, λ.χ., το αναγνωρίσιμο χρώμα της. Έμεινε δε στη σκηνή για τρία ακόμα κομμάτια, με την κορύφωση της συναυλίας να σημειώνεται στο "Πόσο Λυπάμαι". Σχεδόν σύσσωμο το ακροατήριο σιγοτραγούδησε μαζί της, αρκετά μάτια δάκρυσαν, η ίδια δε διάλεξε μια προσέγγιση προσωπική, πολύ κοντά σε εκείνη που γνωρίζουμε από τη δισκογραφία με τη φωνή της. Αποχωρώντας, χειροκροτήθηκε θερμά. Όχι όμως ως μια φιγούρα του παρελθόντος, μα ως παρουσία που μπορεί και πρέπει να έχει (και) παρόν. 


Για το υπόλοιπο της βραδιάς, έλαβε θέση στο πιάνο ο Σπύρος Παπαδάτος και πίσω από το μικρόφωνο βρέθηκε πρώτος ο ηθοποιός και τραγουδιστής Μιχάλης Δεσύλλας. Μας είπε ένα δικό του τραγούδι, τον "Θεατρίνο", μας θύμισε ένα από τα πιο όμορφα τραγούδια του Ζακ Ιακωβίδη ("Να Το Πάρεις Το Κορίτσι"), ενώ μας είπε και Ανδρέα Χατζηαποστόλου –το "Εγώ Θα Κόψω Το Κρασί". Το κοινό τον αποθέωσε, τον χειροκρότησε θερμά και τραγούδησε μαζί του, καθώς στάθηκε παραπάνω από φανερό ότι ο Δεσύλλας πέτυχε να απευθυνθεί στο συναίσθημα και στις αναμνήσεις των περισσοτέρων στην αίθουσα. Προσωπικά, ωστόσο, έμεινα κάπως αποστασιοποιημένος, καθώς βρήκα την προσέγγισή του ολίγον πιο γλυκερή από όσο νομίζω χρειαζόταν. 


Σκυτάλη κατόπιν στην Ελεάνα Ζεγκίνογλου, η οποία ανέβηκε με αέρα επί σκηνής και μας είπε δύο τραγούδια του Αττίκ κι ένα δικό της, από τον πρόσφατο (και καλό) δίσκο της, Ένα Ταξίδι Που Δεν Έκανες Ποτέ. Για το τελευταίο έκατσε μάλιστα και η ίδια στο πιάνο, αποδεικνύοντας κάτι που πιστεύω για αυτήν, ότι είναι –για την ώρα– καλύτερη πιανίστρια από ότι τραγουδίστρια. Όχι ότι δεν είναι καλή, ας μην παρεξηγηθώ. Έχει όμορφη φωνή, τραγουδάει σωστά και έδειξε ότι διαθέτει άνεση στο να εναλλάσσει ερμηνευτικά πρόσωπα στο "Δεν Σου Πάει Το Πάχος Δημητράκη", αν και κάποια σημεία της στο "Ζητάτε Να Σας Πω" θύμισαν τον τρόπο με τον οποίον το έχει προσεγγίσει η Τάνια Τσανακλίδου, σε πρόσφατη ηχογράφησή της. Θέλει ενδεχομένως λίγη δουλειά ακόμα στο να μπορέσει να εκπέμψει και στίγμα με τη φωνή της, είναι πάντως από τα νέα ταλέντα από τα οποία δικαιούμαστε να αναμένουμε πράγματα.


Ο Γιάννης Χριστόπουλος, από την άλλη, ο οποίος κι έκλεισε την εκδήλωση (η οποία γινόταν προς τιμήν της Δανάης, ας σημειωθεί), είναι τενόρος αναγνωρισμένος, οπότε ο δικός του επί σκηνής αέρας είχε μαζί και την άνεση της καταξίωσης. Παντρεύοντας τεχνική και συναίσθημα απέδωσε ωραία, σε λόγιο ύφος, τραγούδια του Τιμόθεου Ξανθόπουλου, του Κώστα Γιαννίδη και του Νίκου Γούναρη –αν και το "Γλυκά Μου Μάτια Αγαπημένα" του τελευταίου έχρηζε, ίσως, μιας λιγότερο «σφιγμένης» ανάγνωσης. 

Εν κατακλείδι, ο Σύλλογος «Φίλοι του Ελαφρού Τραγουδιού» μας χάρισε μια όμορφη και υποδειγματικά οργανωμένη βραδιά, τιμώντας τη μνήμη της Δανάης, αλλά και το ελαφρό τραγούδι γενικότερα. Αξίζει προσοχής και αρωγής το έργο του κι ελπίζω να επανέλθει σύντομα με κάποια νέα εκδήλωση.