29 Νοεμβρίου 2022

Ο Βαφτιστικός - ανταπόκριση οπερέτας (2016)


Ανεβαίνει ξανά ο «Βαφτιστικός» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη φέτος τον Δεκέμβρη, για 8 παραστάσεις στο Δημοτικό Θέατρο «Ολύμπια», πιστοποιώντας έτσι ότι είναι η δημοφιλέστερη ελληνική οπερέτα. Μάλιστα, ο Γιώργος Πέτρου –ο οποίος έχει και τη μουσική διεύθυνση, μα υπογράφει και τη σκηνοθεσία– ανακοίνωσε ότι θα την παρουσιάσει στην αυθεντική εκδοχή της θρυλικής πρεμιέρας του 1918, κρατώντας την ενορχήστρωση του Σακελλαρίδη.

Πάνε 6 χρόνια από την τελευταία φορά που πήγα να δω «Βαφτιστικό». Ήταν Οκτώβρης 2016 και το θέατρο «Ολύμπια» στέγαζε ακόμα την Εθνική Λυρική Σκηνή. Συμπαθητικό το θυμάμαι το ανέβασμα που επιχείρησε τότε ο Σίμος Κακάλας, όχι όμως και κάτι το σπουδαίο: περισσότερο εντυπωσίαζαν τα σκηνικά και τα κοστούμια, παρά το τραγούδι και η πρόζα. Ίσως πάω ξανά φέτος, να δω πώς θα τα καταφέρει ο Πέτρου.

Για την παράσταση του 2016 γράφτηκε και μια ανταπόκριση, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis. Αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, λοιπόν, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε στον Τύπο ως promo για τις παραστάσεις του 2016 και ανήκουν στον Βασίλη Μακρή.


Ως μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της σεζόν 2015/2016, ο κατά Σίμο Κακάλα «Βαφτιστικός» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη κέρδισε 7 εξτρά παραστάσεις και στο φετινό φθινόπωρο, κίνηση που βρήκε –και πάλι– θερμή ανταπόκριση από το αθηναϊκό κοινό: ελάχιστα καθίσματα έμειναν άδεια την Κυριακή στη Λυρική Σκηνή, όπου το χειροκρότημα έπεσε με ενθουσιασμό στο φινάλε. 

Είναι δύσκολο να αστοχήσεις ανεβάζοντας τον «Βαφτιστικό». Όχι μόνο γιατί πρόκειται για διαχρονικά αγαπημένη οπερέτα, η οποία έχει πετύχει να καταστεί αναπόσπαστο τμήμα του εγχώριου αστικού πολιτισμού, ευκρινώς υπερβαίνοντας την ταξική διάσταση που ενυπάρχει στην πρωτότυπη δημιουργία. Αλλά και γιατί η πηγαία μελωδικότητα του Σακελλαρίδη, ο εύστοχος τρόπος με τον οποίον έπλεξε την παράδοση της γαλλικής οπερέτας (ο «Βαφτιστικός» είναι βασισμένος στη «Madame et son Filleul» του 1916) με τα μουσικά πρότυπα της Βιέννης και την αθηναϊκή ηθογραφία, έδωσε τραγούδια με υπέροχη λάμψη και «ποπ» (όπως θα λέγαμε στις μέρες μας) κοψιά. Τα οποία εύκολα μπορούν να ερμηνευτούν επαρκώς από τη στιγμή που υπήρξε και στην Ελλάδα ένα άλφα επίπεδο στις λυρικές φωνές.

Από το επαρκές, βέβαια, ως το κάτι πιο σπέσιαλ, υπάρχει  απόσταση διόλου ευκαταφρόνητη, η οποία δεν διανύθηκε σε κάθε περίπτωση σε αυτή την εκδοχή του «Βαφτιστικού». Υπάρχουν επίσης και ορισμένες ιδιαιτερότητες στη συγκατοίκηση πρόζας και τραγουδιού, που κι εκείνες θάμπωσαν νομίζω ανά στιγμές, αφήνοντας έτσι μερικά παράπονα από το τελικό αποτέλεσμα. Έστω κι αν στο «ζύγισμα» υπήρξε μια παράσταση οπωσδήποτε διασκεδαστική, η οποία πραγματικά εντυπωσίασε με τη σκηνοθεσία της, τα κοστούμια της και τις χορογραφίες, όπως και με τους φωτισμούς. 

Ο Σίμος Κακάλας έστησε ένα θέαμα το οποίο σε κερδίζει με το που σηκώνεται η κουρτίνα και αντικρίζεις τη δύο επιπέδων βίλα της Κηφισιάς, να είναι γεμάτη από άντρες και γυναίκες με κοστούμια, καπέλα και φορέματα μιας χαμένης αθηναϊκής Μπελ Επόκ –όλα δουλειά της Clare Bracewel. Η Ελλάς βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση (μαίνεται ο Πρώτος Παγκόσμιος), μα η αστική τάξη της πρωτεύουσας θαυμάζει από την άνετη ασφάλειά της τους «ήρωες», μακριά από τη φρίκη των χαρακωμάτων, χωρίς να ακούει τις βροντές των κανονιών. 

Πάντα μου άρεσε ο τρόπος με τον οποίον ο Σακελλαρίδης αντιμετώπιζε αυτήν την κατάσταση στον «Βαφτιστικό»: με αγάπη μεν για έναν κόσμο οικείο, μα και με επικριτική ματιά, συνάμα, απέναντι στην υποκρισία και τη χαζομάρα που διέκρινε τους καλοζωισμένους Αθηναίους. Φανερή λ.χ. στην αφελή ευκολία με την οποία η Βιβίκα Ζαχαρούλη ερωτευόταν κρυφά από τον κουραμπιέ σύζυγό της έναν άγνωστο βαφτιστικό ευρισκόμενο στο μέτωπο, όσο κατά τα λοιπά βαριόταν τη ζωή της στα πάρτυ που έστηνε στη βίλα της. 


Η Γεωργία Ηλιοπούλου στάθηκε θαυμάσια ως Βιβίκα, τόσο σε θεατρικό επίπεδο, όσο και σε τραγουδιστικό. Έδωσε πλήρες το πορτρέτο της πρωταγωνίστριας, ενώ είπε μεστά και με σκέρτσο τα άσματα που της αναλογούσαν: η ήσυχη, ρομαντική εκτέλεση του "Στο Στόμα Στο Στόμα" –κάτω από τα υποβλητικά φώτα του Περικλή Μαθιέλλη– είναι μάλιστα η καλύτερη που έχω ακούσει τα τελευταία χρόνια, έστω κι αν υποβοήθησαν σημαντικά τα γλυκόλαλα βιολιά της Ορχήστρας της Λυρικής Σκηνής. H οποία (σε διεύθυνση Γιώργου Αραβίδη) απέφυγε σωστά τις πομπώδεις ενορχηστρώσεις που είχαν εμφανιστεί κάποιο διάστημα και είναι οπωσδήποτε ξένες προς τη λεπτότητα των μελωδιών του Σακελλαρίδη. 

Δίπλα στην Ηλιοπούλου ταίριαξε γάντι ο Δημήτρης Πακσόγλου ως (ψευδο)βαφτιστικός, όντας σπιρτόζος, κινητικός και με βροντερές φωνητικές ιδιότητες. Με την παρατήρηση, ωστόσο, ότι ένα τραγούδι σαν το "Ψηλά Στο Μέτωπο" δεν απαιτεί μόνο παλμό και δυναμισμό, μα κι ένα πατριωτικό φρόνημα που απουσίασε δυστυχώς όταν έφτασε η στιγμή να φανταστούμε το κεφάλι του Πακσόγλου στεφανωμένο με τα νικητήρια κλαδιά της δάφνης. 

Από τις υπόλοιπες βασικές μορφές του έργου, διακρίθηκε μόνο ο Σταμάτης Μπερής, δίνοντας έναν πολύ πειστικό Ζαχαρούλη. Η Διαμάντη Κριτσωτάκη δεν τα κατάφερε καθόλου καλά στις πρόζες, μα ούτε φοβάμαι και στο τραγούδι, αφού υπήρξε σωστή μεν, στεγνή δε, ιδιαίτερα στα φωνήεντα. Ο Γιάννης Γιαννίσης, επίσης –ο οποίος επωμίστηκε τον ρόλο του Συνταγματάρχη θείου της Βιβίκας– μου έδωσε την εντύπωση ότι δεν άντλησε πρότυπα από το θεατρικό σανίδι, μα από τηλεοπτικά σίριαλ, από εκείνα όπου οι πρωταγωνιστές φωνασκούν αναίτια και υπερβάλλουν σε κινησιολογία. Ασφαλώς, ο ρόλος του είναι καρικατούρα· έχει όμως ως στόχο να είναι διασκεδαστικός και όχι ενοχλητικός. Το ντουέτο του με την Κριτσωτάκη στο θαυμάσιο "Η Καρδιά Μου Πονεί Για Σας" ήταν δυστυχώς το τραγουδιστικό ναδίρ αυτής της εκδοχής του «Βαφτιστικού», αντί να αποτελέσει λαμπερό επιστέγασμα. 

Μείναμε έτσι με μια συμπαθή μα εν τέλει όχι σπουδαία παράσταση, εκθαμβωτική σε οπτικό επίπεδο, μα με σημαντικές παραμέτρους να αποδεικνύονται καχεκτικές στο αμιγώς μουσικοθεατρικό κομμάτι, παρά τις επιδόσεις της Ορχήστρας και της Γεωργίας Ηλιοπούλου.



28 Νοεμβρίου 2022

Στάθης Δρογώσης & Μυρτώ Βασιλείου: «Ρομάντζα» - ανταπόκριση (2018)


Κουβεντιάζοντας πρόσφατα με τον συνθέτη Μίνω Μάτσα, ενόψει των συναυλιών που ετοιμάζει στο «Gazarte» για τον Δεκέμβρη, μου μίλησε με θερμά λόγια για την τραγουδίστρια Μυρτώ Βασιλείου, η οποία θα τον συνοδεύσει στις σχεδιαζόμενες βραδιές –μαζί με τον Κώστα Τριανταφυλλίδη.

Εγώ, πάλι, σκέφτηκα ότι τη μία και μόνη φορά που είδα ζωντανά τη Βασιλείου –στον «Σταυρό Του Νότου», παρέα με τον Στάθη Δρογώση και τον Κώστα Τσίρκα– δεν ενθουσιάστηκα διόλου. Ωστόσο τέτοια πράγματα αλλάζουν γρήγορα όταν είσαι νέος καλλιτέχνης: το άγουρο μπορεί να μεταμορφωθεί σε κάτι πιο θελκτικό, σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Σκαλίζοντας τα αρχεία μου, λοιπόν, βρήκα ότι πέρασαν 4 χρόνια από τον Νοέμβρη του 2018, όταν πήγα να δω την παράστασή τους «Ρομάντζα». Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε για λογαριασμό του Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, ένεκα της αφορμής, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Η Πέμπτη μπορεί να είναι «το νέο Σάββατο», όπως εδώ και καιρό διατείνονται ορισμένοι, αλλά η περασμένη Πέμπτη, αν και 1η μέρα του Νοέμβρη, βρήκε το καλοκαιράκι να κρατά απρόσμενα και τους δρόμους της πόλης να έχουν άπλα. Εντούτοις δεν ήταν λίγοι όσοι έδωσαν το παρών στην πρεμιέρα του Στάθη Δρογώση και της Μυρτώς Βασιλείου στον «Σταυρό Του Νότου», που είχε στηθεί στην club εκδοχή του (με κλειστό δηλαδή το πάνω μέρος). 

Η συνάντηση αυτή ενός αναγνωρίσιμου τραγουδοποιού (ο Δρογώσης ξεκίνησε το 1999 με Τα Φώτα Που Σβήνουν, ενώ έχει σόλο καριέρα από το 2001) με μια νέα γυναικεία φωνή που τώρα κάνει τα πρώτα αποφασιστικά βήματα (η Βασιλείου είναι 23 ετών και πέρασε από τις μικρές σκηνές στη δισκογραφία μόλις το 2016) έθεσε ως στόχο της να μας πάει μια ευχάριστη νυχτερινή βόλτα με ρομαντική διάθεση. Ως προς τη διάθεση του προγράμματος, καμία αντίρρηση. Αλλά ως προς το αν η βόλτα ήταν ευχάριστη, οι ενστάσεις φοβάμαι ότι θα πέσουν βροχή. 

Πιάνοντας τα πράγματα από μια απλή και βασική αρχή, η παράσταση άργησε 35 λεπτά να ξεκινήσει. Ήταν πρεμιέρα, το δέχομαι –αλλά ήταν συνάμα και Πέμπτη, που σημαίνει ότι, παρεκτός και ήσουν φοιτητής ή συνταξιούχος, είχες κι ένα πρωινό ξύπνημα για δουλειά στα προσεχώς· κάτι που δεν συμβαδίζει με την επιθυμία των συντελεστών για ένα πρόγραμμα 36 τραγουδιών. Ελπίζω λοιπόν η καθυστέρηση να ήταν έκτακτη και όχι ο κανόνας. 

Στη σκηνή του «Σταυρού Του Νότου», τώρα, παρατάχθηκαν άξιοι μουσικοί. Ίσως τα μάτια να έπεσαν περισσότερο πάνω στον Δημήτρη Στασινό, λόγω του πάθους με το οποίο έπαιξε την κιθάρα του, ωστόσο δεν υστέρησε σε επιδόσεις ούτε ο Αλέξανδρος Λιβιτσάνος (πιάνο), ούτε ο Βαγγέλης Μαρκαντώνης (μπάσο), ούτε ο Θάνος Μιχαηλίδης (τύμπανα), ούτε ο Κώστας Μιχαλός (επίσης κιθάρα). Παρατηρώντας ωστόσο το Sonic Youth μπλουζάκι του τελευταίου, δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ για κάτι που επιμένει να ξενίζει σε πολλά ελληνικά προγράμματα. Γιατί τόσο στάνταρ ενορχηστρώσεις, όταν τα πράγματα κινούνται προς το ροκ; Γιατί όχι και κάτι πιο Sonic Youth; 

Τέλος πάντων, οι «βάσεις» ήταν εκεί και η έναρξη με το σαββοπουλικό "Μη Μιλάς Άλλο Γι' Αγάπη" αποδείχθηκε κεφάτη, δημιουργώντας ελπίδες για τη συνέχεια. Λίγο-λίγο, ωστόσο, θα διαψεύδονταν. Για μεγάλο μέρος του προγράμματος, λ.χ., η «χημεία» του Δρογώση με τη Βασιλείου ήταν κακή. Τα αστεία ακούγονταν κρύα, η παρουσία της νεαρής ερμηνεύτριας στις δεύτερες φωνές αποτυπώθηκε αμήχανη, το όλο κλίμα θύμιζε πρόβα και όχι πρεμιέρα. Μόνο αργότερα, όταν πάτησε το σανίδι και ο Κώστας Τσίρκας, βελτιώθηκαν τα πράγματα και δημιουργήθηκε μια αίσθηση παρέας.  

Αλλά ό,τι δεν έβρισκαν μαζί ο Δρογώσης και η Βασιλείου, χανόταν εύκολα και όταν έμεναν μόνοι· συχνά, μάλιστα, χωρίς να υπάρχει εμφανής λόγος. Είναι ψέμα να πει κανείς ότι οι δύο πρωταγωνιστές δεν προσπάθησαν και δεν έβαλαν τα δυνατά τους. Όμως, για κάθε συμπαθητική στιγμή, ερχόταν σύντομα μία άλλη, η οποία έβαζε βόμβα σε ό,τι με επιμέλεια χτιζόταν ως τότε. 

Το σκωτσέζικο ντους άρχισε από νωρίς, όταν Δρογώσης αποφάσισε να διασκευάσει το "Everybody Hurts" των R.E.M.: τραγούδι που δεν έπεισε ότι μπορούσε να υπηρετήσει φωνητικά και ανακάτεψε άτσαλα (εν είδει medley) με το "Να Χαθώ Στα Βήματά Σου" των Πυξ Λαξ. Στη συνέχεια το "Εκδρομή Με Τ' Αμάξι" λειτούργησε πυροσβεστικά, απλά και μόνο για να υποστούμε κατόπιν μία ακόμα ψυχρολουσία, με τη διασκευή στον "Εξώστη" των Στέρεο Νόβα να κατεδαφίζει ό,τι έχουμε αγαπήσει σε αυτό το υπέροχο τραγούδι, που ακούστηκε ξεχαρβαλωμένο και πελαγωμένο ως προς τα πλούσια νοήματά του. 

Με τη σειρά της, η Βασιλείου εκτέθηκε ως αδιάβαστη στο "Dance Me To The End Of Love" του Leonard Cohen, προσεγγίζοντάς το γλυκανάλατα, δείχνοντας να αμελεί τη συγκλονιστική του διασύνδεση με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου. Μου προξένησε πραγματικά εντύπωση που ο Δρογώσης –δημιουργός ενημερωμένος, με δημόσια εκφρασμένο πολιτικό στίγμα– άφησε την παρτενέρ του να εκτεθεί έτσι, ειδικά σε χρόνια σαν και τα δικά μας, όπου τέτοιες μνήμες οφείλουν να κοινωνούνται ως ζώσες. 


Σε πολλά άλλα σημεία, επίσης, η ερμηνεύτρια παρασύρθηκε είτε σε άστοχους εντυπωσιασμούς (το "Ας Ερχόσουν Για Λίγο" της Δανάης, ας πούμε, δεν είναι τόπος για να δείξεις τη φωνή σου), είτε σε μια απογοητευτική απομίμηση της Νατάσσας Μποφίλιου. Είναι φυσικό και επόμενο, βέβαια, ότι σε ένα πρόγραμμα όπου συμμετέχει ως τρίτος της παρέας ο Κώστας Τσίρκας (ο συνθέτης με τον οποίον ξεκίνησε η Μποφίλιου) θα ακουστεί η "Ασπιρίνη" –και ότι θα την πει, δικαιωματικά, η φωνή με την οποία συνεργάζεται στο παρόν. Όχι έτσι, όμως, με φωνασκίες και περιττές εντάσεις. 

Ίσως είναι δύσκολο να το συλλάβει όποιος δεν ήταν παρών στον «Σταυρό Του Νότου», όμως το πρόγραμμα έφτασε στην καλύτερή του στιγμή όταν ο Τσίρκας πήρε την κιθάρα του και ερμήνευσε το ..."Ξανά" του Σάκη Ρουβά, με το κοινό να ξεσπά σε έναν μικρό χαμό από κάτω. 

Ήταν μια ωραία εκτέλεση και μία ακόμα πιο ωραία χειρονομία ενάντια στη σοβαροφάνεια και στους ψευδεπίγραφους διαχωρισμούς του ελληνικού τραγουδιού. Αλλά και το πρώτο μέρος μιας τριπλέτας, την οποία συμπλήρωσε το "Σκόνη Και Θρύψαλα" του Στέφανου Κορκολή και ο "Τελευταίος Χορός" του Νίκου Καρβέλα και της Άννας Βίσση, με Δρογώση και Βασιλείου στην καλύτερη κοινή τους στιγμή σε όλη τη βραδιά. Που δεν θα αργούσε έπειτα να κλείσει, διατηρώντας τους ανοδικούς της ρυθμούς χάρη σε καλά εκτελεσμένες ευπρόσωπες επιλογές σαν το "Μην Το Πεις Πουθενά" και το "Βιαστικό Πουλί Του Νότου".

Και ο Στάθης Δρογώσης και η Μυρτώ Βασιλείου έχουν πράγματα να πουν. Και πιστεύω ότι, αν το πρόγραμμα τους κρατούσε στις δεδομένες (τον πρώτο) και στις νυν (τη δεύτερη) δυνατότητές τους, θα ήταν επιτυχημένο. Έτσι ως έχει στηθεί, όμως, βάζει στο στόμα τους μπουκιές οι οποίες δεν χωράνε, με τα αναπόφευκτα αποτελέσματα που έχει πάντα κάτι τέτοιο.



27 Νοεμβρίου 2022

Johann Strauss Ensemble - ανταπόκριση (2013)


Βλέποντας την ανακοίνωση του συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής» για τον νέο ερχομό των Johann Strauss Ensemble στη χριστουγεννιάτικη Αθήνα, αναλογίστηκα ότι συμπληρώνονται κοντά 10 χρόνια ήττας των δικών μου εντυπώσεων.

Ως λάτρης των βαλς του πατέρα και του υιού Strauss, δηλαδή, είχα δώσει το παρών στον ερχομό τους τον Δεκέμβρη του 2013 –πάλι στο Μέγαρο Μουσικής, στη μεγάλη αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης». Αλλά την πάτησα με τον πλέον μεγαλοπρεπή τρόπο.

Παρά ταύτα, ο μουσικόφιλος κόσμος της Αθήνας στήριξε ξανά και ξανά τον ερχομό του βιεννέζικου συνόλου, μην κρύβοντας τον ενθουσιασμό του για εκείνα ακριβώς τα πράγματα που αποστρέφομαι εγώ στο στυλ του Αυστραλού μαέστρου Russel McGregor. Και το ίδιο αναμένεται να συμβεί και φέτος.

Με την ευκαιρία, λοιπόν, ιδού η κριτική που έγραψα το 2013 για τη βραδιά. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που διαμοιράστηκε το 2013 στον Τύπο


Για εμένα, η μουσική της οικογένειας Strauss (πατέρα και υιού) φέρει ειδικό συναισθηματικό φορτίο. Είναι ένα άκουσμα πολύ οικείο και αγαπητό, χαμένο στην άχλη των πιο ανέμελων παιδικών χρόνων, το οποίο παραπέμπει αυθόρμητα σε αναμνήσεις από χριστουγεννιάτικες διακοπές, στολίδια, παππούδες/γιαγιάδες/θείους/θείες με γλυκά ανά χείρας και τη μακαρίτισσα τη μητέρα μου να σιγομουρμουρά τη μελωδία του "Όμορφου Γαλάζιου Δούναβη" ή του "Φωνές Της Άνοιξης". Κι έτσι, κάθε Δεκέμβρη, το σπίτι μου κυριαρχείται από τα βιεννέζικα βαλς και τις πόλκες των δύο πιο διάσημων Strauss της ιστορίας· και κάθε σχετική συναυλία που τυχαίνει να δίνεται στην Αθήνα λογίζεται ως επιπλέον κέρδος. Με τους Johann Strauss Ensemble, ωστόσο, την πάτησα με τον πλέον μεγαλοπρεπή τρόπο. 

Δεν ήταν χάλια οι Johann Strauss Ensemble, δεν θέλω να παρεξηγηθώ. Μπορεί να μη μιλάμε για πρωτοκλασάτους μουσικούς, ικανούς για το κάτι παραπάνω στα παιξίματα, αλλά οπωσδήποτε η 20μελής ορχήστρα αποτελείται από δεξιοτέχνες, καλά εξοικειωμένους με το ρομαντικό βιεννέζικο ρεπερτόριο. Η απόδοσή τους, αν και συντηρητική και νερόβραστη στα πιο γνωστά κομμάτια ("An Der Schönen Blauen Donau", "Frühlingsstimmen", "Rosen Aus Dem Süden"), κρίνεται ικανοποιητική. Υπήρξαν δε και ορισμένα σημεία στα οποία υπερέβησαν τη δυναμική τους, χάρη στις έξοχες προσπάθειες ορισμένων μονάδων του συνόλου. 

Για παράδειγμα, ο Alfred Steindl οδήγησε τα κρουστά του σε μια αληθινά βροντερή απόδοση του "Unter Donner Und Blitz" (από την οπερέτα «Η Νυχτερίδα»), η Ildiko Deak έπαιξε εξαιρετικό φλάουτο, ενώ δεν υπήρξε περίσταση όπου απαιτήθηκε η ενίσχυση των πνευστών στην οποία να μην λάμψει το γαλλικό κόρνο του Walter Pauzenberger ή η τρομπέτα του Werner Steinmetz. Χάρη σε τέτοιους μουσικούς, το "Kaiser-Walzer" του Strauss υιού, το "Sperl" και το "Ohne Sorgen" του Strauss πατέρα ή το "Gold Und Silber" του Franz Lehar έτυχαν πολύ καλών εκτελέσεων. 

Όμως ο διευθυντής της Johann Strauss Ensemble, ο Αυστραλός Russel McGregor, έκανε κάθε τι που περνούσε από το χέρι του για να καταστρέψει ακόμα και τις καλύτερες στιγμές τους. Ικανός μεν ως βιολιστής και μαέστρος και άνετος με τη στραουσική παράδοση, η οποία θέλει τον σολίστ να είναι ταυτόχρονα και διευθυντής ορχήστρας (πόστο που κατέχει εδώ και 10 χρόνια), αποδείχθηκε ευτελέστατος γελωτοποιός· μια καλολαδωμένη μηχανή μάρκετινγκ, που αφιέρωσε περισσότερη ενέργεια στην κολακεία του κοινού, παρά στη μουσική. 

Πού να πρωτοσταθώ, αλήθεια; Στην ανούσια φλυαρία; Στις λαϊκίστικες εκκλήσεις να σηκώσουν χέρι όσοι δεν έχουν επισκεφτεί τη Βιέννη, απλά για να πει μετά την καταμέτρηση ότι όποιος δεν έχει δει την αυστριακή πρωτεύουσα είναι καλεσμένος του (πολύ θα ήθελα να πάει κάποιος μετά τη συναυλία και να του πει, λοιπόν, πότε βολεύει να σας έρθω); Στο ότι έβαλε το κοινό να ...τραγουδήσει εν χορώ το "Ω Έλατο"; Στο ότι μας προέτρεψε να ανέβουμε στη σκηνή για να χορέψουμε βαλς ενόσω θα διεξαγόταν η συναυλία, θεωρώντας ίσως ότι ο κώδικας της αίθουσας «Χρήστος Λαμπράκης» ισούται με εκείνον της όποιας τουριστικής ταβέρνας στα στενά της Πλάκας; Ή στο απίστευτο γεγονός ότι πέταγε ...σοκολατάκια στα ακριανά θεωρεία, με τεχνική που με κατέστησε βέβαιο πως έχει προβάρει το θέμα ουκ ολίγες φορές; 

Κι όμως. Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, ανακαλώ ότι αισθάνθηκα απίστευτα μόνος στις παραπάνω εντυπώσεις, καθώς σύσσωμο το πολυπληθές κοινό (είχε γεμίσει σχεδόν η αίθουσα και σημειώστε ότι παρακολούθησα την έκτακτη απογευματινή συναυλία της Κυριακής, όχι κάποιο από τα δύο βραδινά και sold-out κονσέρτα) ανταποκρίθηκε με μεγάλη θέρμη και ενθουσιασμό στα καμώματα του McGregor, χειροκροτώντας αδιαλείπτως. Στα δικά μου μάτια, βέβαια, δεν ήσαν παρά καλοντυμένοι εκπρόσωποι μιας μεσαίας τάξης με πνευματικό επίπεδο αντιστρόφως ανάλογο της οικονομικής τους ευμάρειας, όσο απόλυτη κι αν φαντάζει μια τέτοια κρίση.  

Έτσι, αν και μουσικώς τα πράγματα δεν ήταν και τόσο άσχημα, έφυγα τελικά απηυδισμένος από το Μέγαρο, με λαβωμένη την αδυναμία μου προς την οικογένεια Strauss.  



26 Νοεμβρίου 2022

Gaël Segalen - Sofia Says [δισκοκριτική, 2019]


Μια κριτική μου από τo 2019 στο άλμπουμ «Sofia Says» της Gaël Segalen. Μιας Γαλλίδας δημιουργού κινούμενης μεταξύ πειραματικών αυτοσχεδιασμών και ηλεκτρονικής σύνθεσης, που είδε τη δουλειά της να εκδίδεται σε ένα καλαίσθητο κόκκινο βινύλιο χάρη στη σύμπραξη τριών διαφορετικών δισκογραφικών εταιριών: Erratum, Sofia και της ελληνικής Coherent States.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που έχει δοθεί ως promo στον Τύπο


Μας χωρίζει αιώνας και βάλε απ' όταν ο Luigi Russolo έγραψε την Τέχνη των Θορύβων (L' Αrte dei Rumori, 1913). Με την οποία κάλεσε τον κόσμο της μουσικής να παραδεχτεί τις νέες πραγματικότητες γύρω του, διαπιστώνοντας ότι το ανθρώπινο αυτί είχε πια συνηθίσει στους ήχους του αστικού, βιομηχανικού τοπίου. Κατ' επέκταση, λοιπόν, υπήρχαν πλέον ακροατές έτοιμοι να εκτιμήσουν πιο σύνθετα έργα, φτιαγμένα μέσω της τεχνολογίας. 

Λαμβάνοντας τη σκυτάλη αυτής της μακρινής κληρονομιάς, η Γαλλίδα Gaël Segalen –κατέχει δίπλωμα ηλεκτρακουστικής σύνθεσης κι έχει συνεργαστεί με το  Radio France Internationale– προσπαθεί εδώ και μια εικοσαετία (περίπου) για μια μουσική ικανή να εκφράσει την πολυσύνθετη εικόνα του κόσμου στον 21ο αιώνα. Καταθέτοντας ενδιαφέρουσες ιδέες, στην πορεία, σαν π.χ. την «επιτόπια ηχογράφηση που μπορεί να χορευτεί» (danceable field recording), η οποία αποτέλεσε τη μαγιά πίσω από τον δίσκο του 2016 «L'Ange Le Sage».

Για το «Sofia Says», ωστόσο, το οποίο πρωτοβγήκε σε κασέτα μα πλέον διατίθεται και σε κόκκινο βινύλιο, σε συμπαραγωγή της ελληνικής Coherent States, η Segalen πιάνει το νήμα από το «Memoir Οf My Manor» (2017). Φτιάχνοντας 5 κομμάτια με γενικά μακρές διάρκειες (από 6-και-κάτι λεπτά, μέχρι σχεδόν 13), που έρχονται να λειτουργήσουν ως ηχητικά ενιαίο «τούνελ», μέσω του οποίου λαμβάνει χώρα το ταξίδι της Σοφίας· της αρχαίας μυθολογικής οντότητας, δηλαδή, που εδώ γίνεται ηρωίδα μιας σύγχρονης περιπλάνησης. 

Έτσι, η όλη ενατένιση έχει εξ ορισμού κάτι το «επικό», όσο κι αν έχουμε συνηθίσει το επίθετο σε άλλα μουσικά είδη. Και το αποτέλεσμα δικαιώνει τη Segalen, καθώς ο ηχητικός σχεδιασμός καταφέρνει και εμπεριέχει τόσο το χάος, όσο και τη σοφία που μπορεί να βρει κανείς σε ένα τέτοιο «ταξίδι». Η Γαλλίδα δημιουργός βασίζεται σε ηλεκτρονικούς αυτοσχεδιασμούς με έντονο το στοιχείο του πειραματισμού, ωστόσο σε μια δεύτερη φάση προβαίνει σε μοντάζ και σε ενίσχυση των στοιχείων που θέλει να τονίσει, καταφέρνοντας έτσι να σταθεί σε ένα δικό της «σύνορο» μεταξύ πειραματισμού και σύνθεσης. 

Μετατοπιζόμενες συχνότητες, ψήγματα ατόφιας μελωδικότητας, επελαύνοντες θόρυβοι και ήχοι που αλλού δίνουν την αίσθηση ότι επωάζονται και αλλού πάλλονται σαν φωτεινοί αστέρες στον σκοτεινό καμβά του Σύμπαντος. Ο κόσμος του «Sofia Says» έχει πολλές πτυχές και μοιάζει να βρίσκεται σε συνεχή διαμόρφωση –φέρνει κατά νου την ωραία ταινία «Annihilation» του Alex Garland (2018). Μπορεί λοιπόν και να χαθείς διατρέχοντας τα "Mountain East" και "Mountain West", πριν φτάσεις στην άκρη του νοερού του τούνελ ("I'll See You Again"). Εκεί υπάρχει φως και κορύφωση, σε ένα φινάλε που διστάζεις ίσως να το πεις «αισιόδοξο», μα οπωσδήποτε εκπέμπει ζωηρή την αίσθηση της αρμονίας.

Το «Sofia Says» είναι ένα πολύ μελετημένο έργο, το οποίο ξετυλίγει γλαφυρά τις δημιουργικές δυνάμεις της Gaël Segalen και εκπληρώνει τον διακηρυγμένο καλλιτεχνικό της στόχο, για μια μουσική σε σύμπνοια με τη νυν κατάσταση του ανθρώπινου κόσμου. Υπάρχει όχι μόνο συνείδηση, αλλά και σαφέστατη ιδεολογία πίσω από το πώς πορεύεται εδώ το φυσικό μαζί με το τεχνητό, από το πώς το ατομικό και το συλλογικό βρίσκονται σε συνεχή πάλη και συν-διαμόρφωση ("Like Warehouse"). Μάλιστα, δεν παραλείπεται και η εξερεύνηση της επιθυμίας που προκύπτει για αποκοπή από τον φρενήρη ρυθμό της πραγματικότητας στο όνομα μιας προσωπικής, εσωτερικής αυτοπραγμάτωσης. 

Η τελευταία αναδύεται νομίζω σε διάφορα σημεία εδώ κι εκεί, όμως λαμβάνει την πλήρη διάστασή της στο "I'll See You Again": είναι το πλέον ιδεολογικά φορτισμένο στιγμιότυπο του άλμπουμ, όπου επιτυγχάνεται η εξισορρόπηση μεταξύ του έμβιου πάθους και της κατά Russolo Τέχνης των Θορύβων, με έναν τρόπο που θα έκανε πραγματικά περήφανο τον Ιταλό φουτουριστή.



25 Νοεμβρίου 2022

Γιάννης Κότσιρας & Εστουδιαντίνα Νέας Ιωνίας - Η Σμύρνη Του Έρωτα [δισκοκριτική, 2012]


Μια κριτική μου από τo 2012 στον δίσκο «Η Σμύρνη Του Έρωτα», του Γιάννη Κότσιρα και της Εστουδιαντίνας (Νέας Ιωνίας Βόλου). Ο Κότσιρας θέλησε να τιμήσει το ερωτικό σμυρνέικο ρεπερτόριο και στιγμές με σπουδαία θέση στο ελληνικό πεντάγραμμο, σαν π.χ. το "Αμάν Κατερίνα Μου" ή το "Κουκλί Της Κοκκινιάς", μα –κατά τη γνώμη μου, τουλάχιστον– τα έκανε θάλασσα.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που έχει διατεθεί στον Τύπο ως promo για ζωντανές εμφανίσεις του Γιάννη Κότσιρα και ανήκει στον Γιώργο Αλεξανδράκη


Η Σμύρνη, για ακόμα μία φορά. 90 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την πτώση του σημαντικότερου ελληνικού αστικού κέντρου της Μικράς Ασίας –κοντά αιώνας δηλαδή– κι όμως νάτη πάλι εδώ. Να ανακινεί μνήμες, να θυμίζει την κολοσσιαία της παρακαταθήκη στην τελική διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας· να «απειλεί» να αναστατώσει ξανά τη σύγχρονη μουσική ζωή, όπως πολλές φορές έχει κάνει και στο παρελθόν. Χώρια τις αναστατώσεις της πολιτικής ζωής, με τα «στοιβάγματα» στις προκυμαίες και το κλασικό ακαδημαϊκό δίλημμα Μικρασιατική Καταστροφή vs Μικρασιατικός Πόλεμος (που, επί της ουσίας, μόνο ακαδημαϊκό δεν είναι).

Αλλά η Σμύρνη του Γιάννη Κότσιρα και της Εστουδιαντίνας Νέας Ιωνίας (Βόλου) δεν έχει τίποτα από εκείνη τη γνώριμη δύναμη. Τι κι αν τη βρίσκουμε στα πιο ερωτικά της, σε τούτα τα 18 τραγούδια + 5 ορχηστρικά; Δεν είναι παρά μια φόρμα χωρίς ζωή. Μια παράδοση αξιοσέβαστη και ισχυρή, η οποία έμεινε όμως δίχως άξιους επιγόνους –και για τον λόγο αυτόν αδυνατεί να δείξει το κάλλος της και τα όσα την έκαναν σαγηνευτική για ανθρώπους που ποτέ δεν περπάτησαν στα στενά της και δεν μεγάλωσαν στις γειτονιές της. 

Η Σμύρνη Του Έρωτα είναι βασικά ένας δίσκος διασκευών. Ακόμα κι αν ντύνεται με το κοστούμι ενός θεματικού αφιερώματος και προικίζεται με προσεγμένο βιβλιαράκι και εισαγωγικό σημείωμα του Παναγιώτη Κουνάδη, περιέχει τραγούδια πολύ γνωστά και χιλιοτραγουδισμένα. Υλικό κλάσης, δηλαδή· αναγνωρισμένο, τιμημένο και ζωντανό σε πάμπολλα λαϊκά και νεορεμπέτικα προγράμματα ανά τη χώρα –από τσιπουράδικα ως και μεγάλες πίστες. Πήχης ιδιαίτερα υψηλός, ο οποίος από μόνος του θέτει και το ζητούμενο: τι άλλο έχετε να προσφέρετε στα συγκεκριμένα τραγούδια, Γιάννη Κότσιρα & Εστουδιαντίνα; 

Ως προς το ζητούμενο αυτό, λοιπόν, βρήκα ότι οι συντελεστές της Σμύρνης Του Έρωτα απέτυχαν. Ακούγοντας στην έναρξη κιόλας τον Κότσιρα να τραγουδά "Πού Να Βρω Γυναίκα Να Σου Μοιάζει;" το μυαλό τρέχει μόνο του στον Αντώνη Νταλγκά και η σύγκριση καθίσταται μοιραία. Όπως μοιραία καθίσταται και μόλις ηχεί το "Αμάν Κατερίνα Μου" –εδώ έρχεται η Αλεξίου στη Χαρούλα έκφανσή της και τα τελειώνει όλα– ή και παρακάτω, σε περιπτώσεις όπως η "Μισιρλού", το "Γελεκάκι", το "Κουκλί Της Κοκκινιάς", ο "Μπαρμπαγιαννακάκης" ή το "Τα Ματάκια Σου Τα Δυο (Ελενάκι)". Σκέφτεσαι πόσα πράγματα πέτυχε η Γλυκερία στην «Όμορφη Νύχτα» με βάση τα σμυρνέικα κι αναρωτιέσαι γιατί πήγαν όλα τόσο στραβά.   

Οι βασικές αιτίες, κατά τη γνώμη μου, είναι δύο. Η μεν Εστουδιαντίνα –υπεύθυνη για τις ενορχηστρώσεις– κατέδειξε ξανά την εμπειρία και τη γνωσιολογία της (δεν τα αμφισβητώ επουδενί), το έκανε όμως με τρόπο ξερό, ακαδημαϊκώς αναπαραγωγικό. Στα χέρια της η σμυρνέικη παράδοση φαντάζει ως λαογραφικό τεκμήριο, ως πολύτιμο έκθεμα. Ενώ το θέμα είναι, αντίθετα, η ζωντάνια της και η σχέση της με το σήμερα: το πώς μπορεί να καταστεί επίκαιρη για μία ακόμα γενιά. Τεχνικά, λ.χ., οι μουσικοί της Εστουδιαντίνας είναι ανώτεροι του Τρίο Τεκκέ· κι όμως, το ανήσυχο νεαρό αυτί έχει να μάθει κάτι παραπάνω για τον "Αντώνη Τον Βαρκάρη" ακούγοντας την περσινή εκτέλεση του κυπριακού σχήματος, παρά την παρούσα. Πρόκειται βέβαια για τεράστια συζήτηση, για την οποία ωστόσο ο συγκεκριμένος δίσκος δεν έχει να πει κουβέντα. Κι αυτό το κομμάτι βαραίνει την Εστουδιαντίνα. 

Η δεύτερη αιτία είναι ο Γιάννης Κότσιρας. Ούτε και σε αυτόν θα αμφισβητήσω τις ικανότητες: οι ερμηνείες του στο Μόνο Ένα Φιλί (1997), ας πούμε, έχουν μείνει στην ιστορία. Κάνει όμως εδώ το ίδιο ακριβώς λάθος που έκανε και στο Live του 2002, όταν τραγούδησε το "Δεν Θα Ξαναγαπήσω" και το "Αγριολούλουδο": καταπιάνεται με υλικό πιο λαϊκότροπο από εκείνο που μπορεί να υποστηρίξει· με τραγούδια που απαιτούν διαφορετικές ικανότητες στην απόδοση του σκέρτσου, της χαρμολύπης και του ερωτικού πόνου. Η σμυρνέικη παράδοση τα σκιαγράφησε με τρόπο τέτοιον, ώστε ορθά θεωρήθηκε πρόγονος του ρεμπέτικου, κατ’ επέκταση και του λαϊκού της μετα-Τσιτσάνη εποχής. 

Αντίθετα, ο Γιάννης Κότσιρας ανήκει στην πιο «ευρωπαϊκή», ας την πούμε, όχθη. Γι’ αυτό και θα τα κατάφερνε περίφημα, πιστεύω, αν είχε φτιάξει έναν δίσκο για την Αθήνα ή για την Πλάκα του έρωτα, αφιερωμένο στο προπολεμικό ελαφρό τραγούδι και στις καντάδες. Πώς να το κάνουμε, άλλο πράγμα ο κόσμος του Πέτρου Επιτροπάκη και του Τίτου Ξηρέλλη, κι άλλος εκείνος του Τούντα, του Περιστέρη, του Νταλγκά. Μπορεί να τα ακούς όλα και να τα αγαπάς με την ίδια καρδιά, μα δεν μπορείς απαραίτητα να τα τραγουδήσεις και με την ίδια φωνή.