14 Νοεμβρίου 2022

Ελευθερία Αρβανιτάκη - 9+1 Ιστορίες [δισκοκριτική, 2015]


Μια κριτική μου από τoν Ιούλιο του 2015 στο άλμπουμ «9+1 Ιστορίες» της Ελευθερίας Αρβανιτάκη. Ανέμπνευστος τίτλος για την επιστροφή της μετά από 7 χρόνια (στούντιο) σιωπής, αλλά καλή δουλειά, η οποία μάλλον δεν ευτύχησε να συναντήσει το μεγάλο έντεχνο κοινό εκείνης της γεμάτης εντάσεις εποχής. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που έχει δοθεί ως promo στον Τύπο


Ακολουθώντας τα ήθη της δισκογραφίας, που θέλουν τις αποστάσεις να μετριούνται σε προσωπικά άλμπουμ, βγαίνουν 7 χρόνια σιωπής για την Ελευθερία Αρβανιτάκη από το «Και Τα Μάτια Κι Η Καρδιά» του 2008 (τρόπον τινά, βέβαια, γιατί όλο και κάποιο live κυκλοφορούσε, όλο και σε κάποιον δίσκο συναδέλφου την έβρισκες να συμμετέχει). 

Αλλά τι είδους επιστροφή είναι τούτη; «9+1 Ιστορίες»;! Τίτλος άλμπουμ είναι τώρα αυτός ή άρθρο-λίστα σε lifestyle ιστοσελίδα; Και τι εξώφυλλο είναι πάλι αυτό; Να πω για τους χρωματισμούς ή να πιάσω την όλη σύλληψη; Ακόμα και στο 1985 να βρίσκονταν οι ιθύνοντες του artwork και να διάλεγαν φωτογραφία για τη νέα δουλειά της Δούκισσας, καλύτερα θα τα κατάφερναν...

Όμως το περιεχόμενο δεν έχει καμία σχέση με τη βιτρίνα. Οι «9+1 Ιστορίες» επαναφέρουν τη δημοφιλή τραγουδίστρια στο προσκήνιο με αξιοσημείωτη απουσία άγχους και με μία άνεση που μπορεί να διακρίνει μόνο όποιον καλλιτέχνη τα έχει πραγματικά καλά με τον (δημιουργικό) εαυτό του και την πορεία του στον χρόνο. Η Αρβανιτάκη δεν ψάχνει εδώ να γυρίσει σελίδα στην καριέρα της· δεν ζητάει να κάνει τομές και να εκπλήξει. Ούτε το fast & furious παιχνίδι της εποχής μας θέλει να παίξει –λίγο δράση εκεί δηλαδή, λίγο σασπένς παρακάτω, μια “διαφορετική” ενορχήστρωση εδώ. 

Χωρίς να ακούει καμία γλυκόλαλα απατηλή νεοπαραδοσιακή Σειρήνα, στρώνει το τραπέζι με όσα παράγει το εύφορο μετερίζι μεταξύ Ανατολής και Δύσης στο οποίο στήριξε την καριέρα της από όταν έφυγε από την Οπισθοδρομική Κομπανία. Κι εσύ σηκώνεσαι από αυτό χορτάτος και χαρούμενος, με την εμπειρία ενός από τους πλέον αξιόλογους δίσκους της φετινής χρονιάς, που όλο και πιο πλούσιος ηχεί ακρόαση την ακρόαση. Αν κάτι πραγματικά τον χαλάει, είναι εκείνο το +1: καταλαβαίνω βέβαια ότι κάπου έπρεπε να χωρέσει και το "J.A.C.E.", το οποίο γράφτηκε για την ομώνυμη ταινία του Μενέλαου Καραμαγγιώλη· ηχεί όμως ξένο και αποπροσανατολιστικό στο εν λόγω τοπίο. 

Οι «9+1 Ιστορίες» αρθρώνονται ως πολυσυλλεκτικό άλμπουμ, συνταγή που έχει ξαναπροτιμήσει η Αρβανιτάκη, με μόνη διαφορά ότι η παρέα των συντελεστών περιέχει τώρα και νέα πρόσωπα, δίπλα στη σταθερότερη στιχουργική παρουσία του Νίκου Μωραΐτη και της Λήδας Ρουμάνη. Ανάμεσα στα τελευταία, κεντρικής σημασίας αναδεικνύεται η παρουσία του Θέμη Καραμουρατίδη. 

Όχι γιατί γράφει τα 6 από τα 10 τραγούδια, το ζήτημα δεν είναι αριθμητικό. Χωρίς τις αγκυλώσεις που διέκριναν τις φιλόδοξες μα ατυχείς «Πρώτες Λέξεις» (2014), ο συνθέτης ξεδιπλώνει εδώ με ενάργεια την πιο Δυτική όψη της δημιουργικής του ιδιοσυγκρασίας, τη δίδυμη αν θέλετε αδελφή εκείνης με την οποία έχτισε το «Καινούριο Φιλί» με τη Γιώτα Νέγκα (2014). Προσφέροντας έτσι στην Αρβανιτάκη το πλέον κατάλληλο τερέν ώστε να ισορροπήσει την ιδιαιτερότητα της φωνής της κάπου ανάμεσα στο Δυτικό λόγιο τραγούδι και στο εγχώριο λαϊκό. Ευκαιρία που εκμεταλλεύεται στο έπακρο.

Παρέχεται έτσι μια στιβαρή αίσθηση συνοχής (παρατηρήστε π.χ. πόσο εύκολα συνταιριάζει με τα υπόλοιπα το "Καταστροφή Κι Ελπίδα", τυπικό της υπογραφής του Νίκου Πορτοκάλογλου), η οποία, συνδυασμένη με ορισμένες έξοχες στιχουργικές στιγμές, διατηρεί τον πήχη σε ένα επίπεδο όπου δεν μπορούν εύκολα να φτάσουν οι σύγχρονοι έντεχνοι εκφραστές. 

Τα εύσημα πάνε αφενός στη Λήδα Ρουμάνη για το "Πόσα Περάσαμε", που διαθέτει κάτι από την ερωτική μελαγχολία του παλιού ελαφρού τραγουδιού, καθώς και για την όμορφη αστική μπαλάντα "Κρατήσου Από Μένα" –όπου ντουέτο στην Αρβανιτάκη κάνει ο καλύτερος Βασίλης Παπακωνσταντίνου που έχω ακούσει εδώ και πολλά χρόνια– αφετέρου στον Νίκο Μωραΐτη για το "Άτομα": δείγμα της ικανότητάς του να τυλίγει το προσωπικό στο κοινωνικό. Αυτό ας πούμε το 
«που από παιδάκια έτοιμοι με ιππότες και με δράκοντες
και με ληστές τα βάζαμε
Πώς στα παιχνίδια σκίζαμε
μα στην αλήθεια χάσαμε»
φέρνει κατά νου, με έναν κάπως απροσδιόριστο τρόπο, τον Γιώργο Θεοτοκά του Λεωνή κι εκείνο το «μετά τελείωσαν τα παιχνίδια και ήρθε ο πραγματικός πόλεμος».



13 Νοεμβρίου 2022

Ελευθερία Αρβανιτάκη - ανταπόκριση (2015)


Έγινε λοιπόν η πρεμιέρα του νέου προγράμματος της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, η οποία συμπράττει φέτος με την Ελεωνόρα Ζουγανέλη στο «Vox», για μια παράσταση φιλόδοξη, με δυναμική που απευθύνεται και στο έντεχνο κοινό, αλλά και στον κόσμο που συνήθως διασκεδάζει στις μεγάλες λαϊκές πίστες –ειδικά αυτές που έχουν ένα νεανικότερο προφίλ.

Δεν αποκλείεται να πάω να τη δω την παράσταση για λογαριασμό του Αθηνοράματος. Τη φοβάμαι λίγο, ωστόσο την παρακολουθώ πολλά χρόνια την Αρβανιτάκη. Κι έχω ενδιαφέρον να βλέπω τι κάνει, έστω κι αν τελευταία δεν έχω ενθουσιαστεί. 

Άλλωστε έχω καιρό να τη δω ζωντανά: από τον Σεπτέμβρη του 2015, όταν έδωσε μια ωραία συναυλία στο Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη», το οποίο βούλιαξε από κόσμο για χάρη της. Επί σκηνής, μάλιστα, παρέλασαν και διάφοροι επιφανείς καλεσμένοι.

Ένα κείμενο για εκείνη τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis κι αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, δοθείσης της αφορμής του νέου προγράμματος, με μικρές, (κυρίως) αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Αφροδίτη Χουλάκη


Μου άρεσε η Ελευθερία Αρβανιτάκη στον Βύρωνα. Περισσότερο, όμως, μου άρεσε η νοοτροπία την οποία επέδειξε στήνοντας τη συγκεκριμένη συναυλία: κράτησε μεν κάποια στάνταρ πολύ αναγνωρίσιμα στα έντεχνα προγράμματα, μα τα πείραξε ώστε να «χωρέσουν» στη ροή που εκείνη είχε προαποφασίσει –και στήριξαν ο καλός ήχος και οι πέντε θαυμάσιοι μουσικοί της. 

Με λίγα λόγια, έβαλε λιγάκι δύσκολα στο κοινό που βούλιαξε για χάρη της το θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη». Άσχετα τώρα αν αυτό είχε έρθει ως εκεί με έκδηλο ενθουσιασμό: δημιουργήθηκε τέτοιο κλίμα με το που εμφανίστηκε η ερμηνεύτρια στη σκηνή, ώστε πιστεύω ότι και τα πιο άγνωστά της τραγούδια αν ήθελε να παίξει, πάλι χαμός θα γινόταν.

Όχι ότι η Αρβανιτάκη έπαιξε υλικό για τους μυημένους, δεν εννοώ κάτι τέτοιο. Η συναυλία απευθυνόταν στους πολλούς, που την έχουν αγαπήσει από τις επιτυχίες των ραδιοφώνων: και σε όσους είχαν έρθει ως το Βράχων στη δεκαετία του 1990, όταν ηχογραφήθηκε ένας live δίσκος ιστορικός για τα εγχώρια πράγματα, μα και στα κορίτσια που στέκονταν μπροστά μου βρίσκοντας ότι ο τάδε που άρεσε σε μία από την παρέα ήταν «πολύ μεγάλος» στα ...25 του! Αναμενόμενα, λοιπόν, ήταν μια συναυλία στην οποία θα παίζονταν και τα νέα τραγούδια του πρόσφατου άλμπουμ 9+1 Ιστορίες, ενώ –εξίσου αναμενόμενα– θα βλέπαμε και καλεσμένους πάνω στη σκηνή, πιάνοντας (περίπου) τρίωρο σε διάρκεια.

Κι ακούσαμε πράγματι κάμποσα από τα καινούρια κομμάτια, μοιρασμένα σοφά στη setlist. Απλώθηκαν ομαλά, με φειδώ, υπακούοντας στις δυναμικές που έπρεπε να έχει η ροή και όχι δημιουργώντας τις. Ο πολύς κόσμος δεν ήξερε βέβαια τα λόγια και σιώπησε κατά τη διάρκειά τους, τα άκουσε όμως με σεβασμό και προσοχή και πιστεύω ότι η Αρβανιτάκη κέρδισε κάποιους πόντους υπέρ τους, ειδικά με το πώς στάθηκε ερμηνευτικά –χάρηκα δε που άκουσα και το δικό μου αγαπημένο από αυτά, το "Άτομα".  


Και είδαμε πράγματι καλεσμένους, και μάλιστα όχι λίγους. Ήρθαν εκεί ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο Νίκος Πορτοκάλογλου, ο Νίκος Ξυδάκης, ο Θέμης Καραμουρατίδης, ο Στάθης Δρογώσης και ο Θεσσαλονικιός τραγουδιστής Πάνος Ζώης. Αλλά κι αυτοί σκορπίστηκαν αρμονικά, συμμετέχοντας σε 2 τραγούδια ο καθένας, ώστε να μας γλιτώσουν από τη γνωστή –και υπέρ το δέον κουραστική– «παρέλαση ηχηρών ονομάτων». Πάνω από όλα, όπως είπαμε, η ροή του προγράμματος· την οποία η Αρβανιτάκη έδειχνε  αποφασισμένη να διατηρήσει. 

Μόνο ο Παπαδημητρίου εξαιρέθηκε, λίγο γιατί υπήρξε λαϊκή απαίτηση να μείνει και για ένα τρίτο κομμάτι, λίγο γιατί το δικαιούταν εδώ που τα λέμε, λόγω της πορείας του με την τραγουδίστρια. Η στιβαρή του παρουσία την οδήγησε άλλωστε σε ένα από τα ωραιότερα στιγμιότυπα της βραδιάς: την απέριττη, ρομαντική απόδοση στο "Όλα Τα Πήρε Το Καλοκαίρι".  

Από τους υπόλοιπους, ο Πορτοκάλογλου έφερε τον ορεξάτο έτσι πιο ροκ εαυτό του, ο Ξυδάκης το ιδιόμορφο, χαμηλών τόνων στυλ του και την αλεξανδρινή του αβρότητα, ο Καραμουρατίδης κόμισε κέφι ανάκατο με δεξιοτεχνία –μόνο τον Στάθη Δρογώση θα ψέξω, ο οποίος μπήκε με τρακ και δεν μπόρεσε να σταθεί δίπλα στην Αρβανιτάκη, στο ντουέτο που επιχείρησαν στο νέο κομμάτι "Τώρα Ή Τώρα". Ο Πάνος Ζώης αντιθέτως, τον οποίον η Αρβανιτάκη συστήνει από όσο κατάλαβα ως αξιόλογη φρέσκια παρουσία, δεν κέρδιζε καθόλου ως σκηνική φιγούρα. Στάθηκε όμως ανέλπιστα καλά δίπλα της στην εκτέλεση του "Πριν Το Τέλος", ενώ της έδωσε και μερικές πολύτιμες ανάσες με μια δυναμική διασκευή στις "Μέλισσες" της Φωτεινής Βελεσιώτου. 


Πράγματι, επίσης, γύρω στο τρίωρο κράτησε η συναυλία. Μόνο που δεν το κατάλαβα παρά μόνο εκεί πια προς το φινάλε, όταν η ορθοστασία άρχισε να έχει το τίμημά της. Γιατί κύλησαν όλα αρμονικά, από τη χαλαρή, μαζεμένη αρχή ως την ανάταση της μέσης και το ρολερκόστερ ενέργειας το οποίο μας πήγε κατόπιν ως το θριαμβικό φινάλε του "Δυνατά"· ένα τραγούδι για «τους καιρούς που έρχονται», όπως τόνισε η Αρβανιτάκη. 

Δεν ήταν λίγα τα όσα άλλα αγαπημένα παίχτηκαν στην πορεία, βέβαια. Η μνήμη μου κράτησε την "Αναστασία", όπου ξεσπάθωσαν οι μεγαλύτερες ηλικίες σε κερκίδες και πλατεία (όσες θα θυμούνταν και το πολύκροτο σίριαλ), το "Του Πόθου Τ' Αγρίμι", εκείνο το περίφημο "Κόκκινο Φουστάνι", το "Παράπονο" –ίσως η πιο μεστή στιγμή της βραδιάς για την ερμηνεύτρια– το "Μηδέν" στην έναρξη του encore, μα και το "Τον Έρωτα Ρωτάω" από τα νεότερα σουξέ. Παράπονα θα εκφράσω μονάχα για την αχρείαστη εκτέλεση στο "Άγγελος Εξάγγελος", που δεν πήγε καθόλου στην πρωταγωνίστρια της βραδιάς, και για τη βιαστική εκτέλεση της "Βάρκας", όπου ο κατά τα λοιπά εξαιρετικός ντράμερ εκτέθηκε με ένα εκτός τόπου και χρόνου για το συγκεκριμένο άσμα drum solo. 

Περάσαμε πολύ όμορφα στον Βύρωνα. Και δεν μπορείς να μην το πιστώσεις αυτό στην Αρβανιτάκη, η οποία διατηρεί τη φωνή της σε καλό επίπεδο και εξερευνά περαιτέρω την εκφραστική της ωριμότητα, παραμένοντας δύναμη στην επαφή της και στην επικοινωνία με το κοινό. 



10 Νοεμβρίου 2022

Nils Petter Molvær, Eivind Aarset & Samuel Rohner - ανταπόκριση (2020)


Έχασα δυστυχώς τη συναυλία του Σάκη Παπαδημητρίου στο Μέγαρο Μουσικής –την οποία ήθελα πολύ να δω– λόγω της χθεσινής γενικής απεργίας, που άφησε ουσιαστικά την Αθήνα δίχως μέσα μαζικής μεταφοράς καθώς συμμετείχαν και τα ταξί. Και η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύομαι να καταλάβω το σκεπτικό των ιθυνόντων της, δεδομένων αυτών των συνθηκών. Ζουν άραγε σε έναν κόσμο όπου η κατοχή ΙΧ είναι τόσο αυτονόητη;

Τέλος πάντων, κάπως η μνήμη έκανε με αυτά και με αυτά ένα άλμα προς άλλες πρόσφατες τζαζ συναυλίες που απολαύσαμε στην πόλη και στάθηκε στον Ιανουάριο του 2020. Όταν, ανύποπτοι ακόμα για την πανδημία που ερχόταν, μαζευτήκαμε στο «Half Note» για να δούμε Nils Petter Molvær, Eivind Aarset & Samuel Rohner.

Συναρπαστικά ρευστή βραδιά, για την οποία γράφτηκε έπειτα και μια ανταπόκριση. Πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Νίκο Ζαραγκόπουλο


Θαυμάσια μουσική είχαμε την τύχη να ακούσουμε όσοι δώσαμε το παρών στο Half Note. Το οποίο μπορεί να μη βγήκε sold-out, γέμισε όμως σε ικανοποιητικότατο βαθμό, με το αθηναϊκό κοινό να τιμά με τον δέοντα τρόπο τον ερχομό του Nils Petter Molvær στην πόλη. 

Αν και Νορβηγός, ο Molvær αποδείχθηκε ...Εγγλέζος στο ραντεβού των 22.30, λαμβάνοντας θέση στο αριστερό μέρος της σκηνής (όπως τη βλέπαμε), έχοντας στο πλάι του ένα λάπτοπ και δύο χαμηλά τοποθετημένα μικρόφωνα πιο μπροστά του. Η απόστασή τους από τον ίδιο δεν ήταν μεγάλη, δυσχέρανε όμως σημαντικά την επιδιωκόμενη επικοινωνία: κάθε που ο Molvær αποφάσιζε να μας πει κάτι, δηλαδή, αναγκαζόταν να σκύβει αρκετά, με τη μάλλον βαριά προφορά του και το γεγονός ότι τα έλεγε σιγανά να μην τον καθιστούν πολύ κατανοητό. Με λίγη καλή πρόθεση, ωστόσο, έπιανες μέσες-άκρες τα λεγόμενα. 

Απέναντι από τον Molvær βρισκόταν ο Ελβετός ντράμερ Samuel Rohner, ενώ στη μέση έκατσε ο (επίσης Νορβηγός) κιθαρίστας Eivind Aarset, με τα μπόλικα πετάλια του. Σημειωτέον, ο Aarset έχει πετύχει κι αυτός να γίνει όνομα αναφοράς στα σύγχρονα τζαζ πράγματα στα χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη του συνεργασία με τον Molvær (1997), κάνοντας τη συναυλιακή τους σύμπραξη στην Αθήνα μία ακόμα πιο ευτυχή συγκυρία. Ασφαλώς, αξίζουν συγχαρητήρια στο Half Note που φρόντισε να φέρει το τρίο στα μέρη μας, έστω κι αν υπήρξαν σημεία στα οποία η διαμόρφωση του χώρου και η λογική που τον διέπει δοκίμασαν τα όρια της συναυλίας.


Κάποιες στιγμές ήταν τόσο λεπτεπίλεπτες και εγκεφαλικές, δηλαδή, ώστε πραγματικά απορρυθμίζονταν από τους μικρούς μα αισθητούς θορύβους ποτηριών, πιατελών, φιαλών, αλλά και από τις κουβέντες ορισμένων θαμώνων, που μάλλον είχαν βγει να διασκεδάσουν με «κάτι σε τζαζ», χωρίς να υπάρχει επίγνωση για το πού ακριβώς πήγαιναν. Οι κυρίες δίπλα μου αποτέλεσαν χαρακτηριστικό παράδειγμα: έφτασαν αργοπορημένες και πρώτα θέλησαν να διασφαλίσουν τις φωτογραφίες τους για τα social media, πριν ασχοληθούν με τη συναυλία. Κι ενώ έδειξαν ειλικρινές ενδιαφέρον στη συνέχεια, έγινε φανερό ότι δυσκολεύονταν να «επικοινωνήσουν» με ό,τι έβλεπαν. Το διάλειμμα, επίσης, αν και πάγια τακτική –και πλέον αιτούμενο του κοινού, λόγω της αυστηρότητας των αντικαπνιστικών μέτρων– διέκοψε άγαρμπα μια εξαιρετική ροή, εκεί μάλιστα όπου είχε κορυφωθεί η εμπειρία. Έστω κι αν οι Molvær, Aarset & Rohner δεν δυσκολεύτηκαν να μας ξαναβάλουν στο κλίμα, στην έναρξη του δεύτερου μέρους.

Τέλος πάντων, τα όσα εκτυλίχθηκαν επί σκηνής αποδείχθηκαν τόσο συναρπαστικά, ώστε εύκολα εξανέμισαν κάθε έγνοια περί των παραπάνω. Το επίρρημα «συναρπαστικά», τώρα, εδράζεται στο γεγονός μιας ρευστής ταυτότητας, στην οποία θόλωνε κατά το δοκούν το αν άκουγες τζαζ ή αν γινόσουν κοινωνός μιας εξερευνητικής διαδρομής προς το άγνωστο, που απλά είχε ως σημείο σημείο εκκίνησης την τζαζ. 

Όλα αυτά έδωσαν βαρύτητα στον πολυδιαφημισμένο όρο «future jazz» στον οποίον συχνά εγγράφεται η δράση του Molvær –με ένα ανάλογο σλόγκαν κοινοποιήθηκε μάλιστα και ο ερχομός του στο Half Note. Άλλωστε είναι και ο προπάτορας της όλης τάσης, από τότε που με το άλμπουμ Khmer (1997) ανακάτεψε τόσο την τράπουλα μεταξύ τζαζ και ηλεκτρονικών, ώστε «ανάγκασε» τον Manfred Eicher να βγάλει τον ίσως πιο εξωστρεφή δίσκο της ECM, κόβοντας ακόμα και ...single! Το μοναδικό στην ιστορία του label.

Ως επίκεντρο πολλών από όσα συνέβησαν παρέμεινε βέβαια η τρομπέτα του Molvær, η οποία διαθέτει αδιαμφισβήτητες τζαζ καταβολές, εύκολα εντοπίσιμες στον Miles Davis της Bitches Brew φάσης (μα όχι μόνο). Την ίδια στιγμή, όμως, την είδαμε –και τη θαυμάσαμε– να γίνεται και μηχανισμός εκτροπής, οδηγώντας τη μουσική σε μονοπάτια πιο «κουνημένα», χωρίς να χάνεται η στρογγυλή αίσθηση των μελωδιών στους όποιους μετατονισμούς. 

Είναι ένα σημείο για το οποίο ο Νορβηγός δεξιοτέχνης έχει δεχτεί και επικρίσεις. Κατ' εμέ, πάντως, διαθέτει κομβική σημασία, γιατί διατηρεί προσπελάσιμες τις εξερευνήσεις του, χωρίς να προαπαιτεί τη θητεία του ακροατή σε πιο πειραματικά πεδία. Όσο εγκεφαλικό ή «ακανόνιστο» κι αν γίνεται το άπλωμα, δηλαδή, διατηρείται κάτι το ντελικάτο· κάτι από την απλή ομορφιά εκείνου που κάποιοι αποκαλούν «νυχτερινή τζαζ». Τις λοξοδρομήσεις αυτής της τζαζ, τώρα, υπηρέτησε τόσο το λάπτοπ του ίδιου του Molvær, το οποίο ωθούσε τα πράγματα προς έναν ήχο με συγγένειες στον Oneohtrix Point Never (ή και στον Flying Lotus), αλλά πολύ περισσότερο η παρουσία των δύο συνεργατών του. 


Ο λιτός και ουσιαστικός Aarset πρόσφερε σωστές αντιστίξεις και σπουδαίες αντανακλάσεις, κάνοντας τη διαδρομή να φτάνει προς τα «σύνορα» περιπτώσεων σαν τους Grails, ίσως και των Earth, όταν στην πρώτη γραμμή έμπαιναν τα πετάλια. Ο δε Rohner αποδείχθηκε ντράμερ ολκής, ο οποίος έπαιξε με αξιοσημείωτη εσωτερική ένταση και ίδρωσε (κυριολεκτικά) και την κόκκινη, μα και τη μαύρη «φανέλα». Επιβεβαιώνοντας τη φήμη του στο ευρωπαϊκό τζαζ στερέωμα, στάθηκε έξοχα τόσο στο ελλειπτικό γκρουβ που απαιτούσαν οι στιγμές που επένδυαν σε μια αιθέρια ποιότητα, όσο και στα πιο δυναμικά ρυθμικά μέρη, τα οποία αποκτούσαν εγγύτητα προς το jazz rock καθώς ο Molvær άφηνε παράμερα την τρομπέτα για να πιάσει το μπάσο.

Το θερμό χειροκρότημα στο φινάλε, κάποιες ιαχές κι ένα δυνατό, χαρακτηριστικό σφύριγμα (μάλλον από την πλευρά του εξώστη) φάνηκαν αρκετά για να πείσουν το τρίο να μας χαρίσει ένα ακόμα κομμάτι, ως encore. Με αξέχαστο στιγμιότυπο τον Molvær να βάζει το στόμα του στο στόμιο της τρομπέτας και να χρησιμοποιεί την ηχώ της ίδιας του της φωνής ως ένα ακόμα όργανο, με το ελεύθερο χέρι του να λειτουργεί ως «φράγμα». 

Αλλά και κάτι ακόμα, ως επίλογος: απογοητευτικά απούσα από το Half Note η ηλικιακή φουρνιά η οποία στη δεκαετία που μόλις πέρασε ήπιε νερό στο όνομα του Kamasi Washington και μέσα στο 2019 σήκωσε ανεξήγητο ντόρο για την άνιση δισκογραφική παρουσία των The Comet Is Coming, που σε αρκετά πράγματα  βασίζεται στην αισθητική που ο Molvær πρότεινε ήδη από το 1997. 

Όση καλή πρόθεση κι αν έχει κανείς για να μιλήσει περί μιας ζωντανής, μαζικότερης τζαζ (η οποία μπορεί να αφορά λ.χ. και όσους δεν ακούν τζαζ), δεν γίνεται να το κάνει έχοντας τα αυτιά άδεια από καλλιτέχνες οι οποίοι έθεσαν τέτοιες βάσεις και παραμένουν όχι μόνο ενεργοί, μα και σε θέση να δίνουν συναυλίες σαν κι αυτήν. Συμβαίνει εδώ το ίδιο πράγμα που έχει παρατηρηθεί και με διάφορους που χρησιμοποιούν αβασάνιστα και καταχρηστικά τον όρο «ψυχεδέλεια», ενώ δεν έχουν πάει να δουν ούτε μία φορά τους Acid Mothers Temple & Τhe Melting Paraiso U.F.O. 



09 Νοεμβρίου 2022

Θέμης Ανδρεάδης - ανταπόκριση (2017)


Ήδη από τις αρχές του μήνα, ο Θέμης Ανδρεάδης έχει ξεκινήσει εμφανίσεις στην ιστορική πλακιώτικη μπουάτ «Απανεμιά». Για 4 Τετάρτες, λέει –απόψε είναι λοιπόν η δεύτερη (αν δεν υπάρξει αναβολή λόγω των απεργιών στα μέσα μαζικής μεταφοράς), έπονται δύο ακόμα με το καλό (16 & 23/11) και ποιος ξέρει αν υπάρξει και καμιά εξτρά.

Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω να πάω φέτος, θυμάμαι όμως πολύ καλά πόσο ωραία περάσαμε τον Μάρτιο του 2017 στον ίδιο χώρο, όπου σημειώθηκε και εμφάνιση-έκπληξη από τον Γιώργο Μεράντζα (βρισκόταν ανάμεσα στο κοινό, οπότε σηκώθηκε κι αυτός να μας πει κάτι).

Τα όσα έγιναν τότε καταγράφηκαν σε μια ανταπόκριση που πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, δοθείσης της νέας αφορμής –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις (όπως πάντα).

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά του 2017 και ανήκουν στον Παντελή Νταβανέλο


Ο πατέρας μου λέει ότι, όταν ήμουν μικρός, τα πρώτα τραγούδια που κουτσοπροσπαθούσα να πω, με ό,τι καταλάβαινα από όσα άκουγα από τις κασέτες του, ήταν ένα της Άννας Βίσση (μάλλον το "Όσο Έχω Φωνή") και το "Είμαι Πολύ Ωραίος" του Θέμη Ανδρεάδη. 

Ο Θέμης Ανδρεάδης, όπως και οι μπουάτ της Πλάκας, είναι βέβαια ο κόσμος του πατέρα μου: το μικρό σύμπαν της δικής του νεότητας, της διασκέδασης μιας άλλης νεολαίας, της καλλιτεχνικής δημιουργίας μιας διαφορετικής περιόδου. Κι έτσι, μερικά πράγματα δεν θα επαναληφθούν ποτέ. Ή δεν θα έχουν ποτέ ξανά το ίδιο νόημα. 

Όσο κι αν αγαπώ την "Πεθερά", λ.χ., η ζέση με την οποία είπε ο Ανδρεάδης τον στίχο «να ενοχλείται όταν μιλάω πολιτικά», αλλά και η φόρτιση που είδα στα μάτια κάποιων θαμώνων της μπουάτ «Απανεμιά» κοντά στο δικό του ηλικιακό γκρουπ, είναι τέκνο μιας εποχής για την οποία εγώ άκουσα, μα εκείνοι έζησαν. Αντίστοιχα, τα σχόλια του Ανδρεάδη για το Facebook ήταν σχόλια ενός ανθρώπου που θαυμάζει (συγκρατημένα) μια μορφή ηλεκτρονικής κοινωνικοποίησης πολύ διαφορετική σε σύγκριση με ό,τι έχει (προφανώς) μάθει να εννοεί με αυτήν τη λέξη. 

Από την άλλη, ο κόσμος που γέμισε κάθε γωνίτσα της «Απανεμιάς» εκείνη τη μαρτιάτικη Τετάρτη –μένοντας πιστά στις καρέκλες του ακόμα και όταν το πρόγραμμα ξεπέρασε το 3ωρο και τα ρολόγια μας έδειξαν μετά τη 1 τα μεσάνυχτα– ήταν η απόδειξη ότι και γέφυρες χτίζονται ανάμεσα στις γενιές, αλλά και ότι τα σημαντικά πράγματα μάλλον δεν χάνονται. Γιατί δεν παραβρέθηκαν μόνο συνομήλικοι του Ανδρεάδη στην ιστορική μπουάτ, μα και νεότεροι, έως και πολύ νεότεροί του. Όλοι διψώντας για τα ίδια κομμάτια, όλοι αδημονώντας να δουν στη σκηνή μία περσόνα που έμεινε ως «φαινόμενο», παρότι κατατάχθηκε στο σατιρικό τραγούδι. Μια ετικέτα που δεν υπήρξε ποτέ βολική για κανέναν, μέχρι τουλάχιστον την έλευση του Χάρρυ Κλυνν· ούτε για τους καλλιτέχνες, ούτε για το κοινό. 

Πράγματι, ο Ανδρεάδης την έκανε σκόνη αυτή την παλιά κατηγοριοποίηση, εκεί στη μικρή πλακιώτικη σκηνή. Μέρος βέβαια της επιτυχίας πρέπει να πιστωθεί στους συνεργάτες του, οι οποίοι αποδείχθηκαν εκλεκτοί. Η Σταυρούλα Μανωλοπούλου διαθέτει πολύ καλή φωνή και ήταν σε θέση να πει ωραία ορισμένα δύσκολα παλιά τραγούδια, ρεπερτόριο π.χ. που έχει μείνει στη μνήμη μας με τη Βίκυ Μοσχολιού. Ο Βασίλης Χατζηνικολάου υπήρξε ικανότατος συνοδός στο πιάνο, όταν όμως χρειάστηκε τραγούδησε κι εκείνος με ζέση και με χιούμορ. Και ο Χρήστος Βιδινιώτης το κατέχει το μπουζούκι, οπότε συνεισέφερε τις αποφασιστικές πενιές, όταν το πρόγραμμα θέλησε να γίνει πιο λαϊκό.


Ένα μικρότερο μέρος της παράστασης, τώρα, το έκλεψαν οι έκτακτοι καλεσμένοι: ο αδερφός του Ανδρεάδη, ο Δημήτρης Μουζουράκης των Etsi De, ο οποίος έκανε αποτελεσματικότατο ντουέτο σε ένα ακυκλοφόρητο τραγούδι σε (πρωτότυπους) στίχους Μποστ, ο Γιώργος Μεράντζας που βρέθηκε ανάμεσα στον κόσμο και πέρασε από τη σκηνή για μια σύντομη a cappella performance (δείχνοντας πόσο καλά κρατεί τη φωνή του), αλλά κι ένας ανώνυμος νεαρός, συνοδεύοντας απολαυστικότατα τον οικοδεσπότη στο "Φουστανάκι Με Δαντέλλα".

Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, πρωταγωνιστής παρέμεινε ο πολυπρόσωπος Ανδρεάδης. Πότε καθιστός με την κιθάρα του, σαν άλλος Σαββόπουλος, να μας λέει τραγούδια από έναν παραγνωρισμένο δίσκο (Το Σώμα Ξέρει, 2012) ή το "Όχι, Δεν Πρέπει Να Συναντηθούμε"· πότε να λέει το "Δρόμοι Παλιοί" με θεοδωρακικό προφίλ· πότε σε πιο λαϊκές διαθέσεις, να θυμάται συγκινητικά τον "Τζακ Ο' Χάρα" του Ζαμπέτα ή το δικό του "Τραγούδι Για Καφενεία" (σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, από το Σαν Ξαφνικό Ταξίδι του 1983) –με τη Μανωλοπούλου να αντικαθιστά εξαιρετικά την πρώτη διδάξασα Σοφία Μιχαηλίδου. Κυρίως όμως όρθιος, στο μικρό πάλκο ή ανάμεσα στο κοινό (όσο τον έπαιρνε), να ερμηνεύει με απαράμιλλο κέφι και με όλη την πρέπουσα σπιρτάδα τον "Ταρζάν", τη "Λούλα", την "Πεθερά", το "Είμαι Πολύ Ωραίος", το "Αφού Δεν Κάνεις Κέφι" και τόσα ακόμα στιγμιότυπα από τη δεκαετία του 1970. Μικρά χιουμοριστικά σχόλια στην καθημερινότητα και τη νοοτροπία του Νεοέλληνα, με bold αποτύπωμα στο τεφτέρι του χρόνου. 

Φυσικά, χρειαζόταν ενίοτε και το απαραίτητο «update», η σύγκλιση δηλαδή με τα δικά μας χρόνια. Όχι μόνο δεν έλειψε, μα ήταν και επιτυχημένη, μπλέκοντας στο μελωδικό κουβάρι του "Τι Θέλεις Να Κάνω;" και της "Επίσημης Αγαπημένης" τον ΕΝΦΙΑ, τους φουσκωμένους λογαριασμούς της ΔΕΗ (ναι, ήταν από τότε φουσκωμένοι, για να κάνουμε κι εμείς το δικό μας update), τους Ευρωπαίους εταίρους και τη διακυβέρνηση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Εξασφαλίζοντας πηγαία γέλια, μα και αποδεικνύοντας συνάμα ότι η ματιά του Ανδρεάδη στην επικαιρότητα δεν έχει θολώσει λόγω ηλικίας, δισκογραφικής απουσίας ή των περιπετειών υγείας που πέρασε πριν κάτι μήνες (όπως μας εξομολογήθηκε), οι οποίες τον έκαναν για λίγο να πιστέψει ότι δεν θα ξανατραγουδούσε. 

Το πρόγραμμα συνέχισε για ποιος ξέρει πόση ώρα. Ημείς οι νεότεροι ήταν βλέπετε που χρειάστηκε να αποχωρήσουμε, πιεζόμενοι από το ξυπνητήρι του επόμενου πρωινού.



08 Νοεμβρίου 2022

Λένα Πλάτωνος - ανταπόκριση (2018)


Το περασμένο Σάββατο βρέθηκα στο «Closer», μπαρ εμβληματικό για τα alternative rock πράγματα της Αθήνας των δικών μου (και όχι μόνο) χρόνων. Πήγα στοχευμένα, βέβαια, για το πάρτυ του fanzine «Lung» –το οποίο έφτασε αισίως στα 15 τεύχη, κρατώντας με τον τρόπο του ζωντανό το τύπωμα σε χαρτί, σε μια κατά τα λοιπά αδηφάγα ιντερνετική εποχή. Πατώντας εδώ, μπορείτε να διαβάσετε και όσα έγραψε ο φίλτατος Φώντας Τρούσας γι' αυτό, στο καλύτερο μουσικό blog του δικού μας τόπου.

Φυσικά, πέρα από κίνηση αλληλεγγύης σε ένα έντυπο που με έχει φιλοξενήσει στις σελίδες του, πήγα και για το κορίτσι, καθώς η Χριστίνα Κουτρουλού θα έπαιζε ένα back-to-back DJ set με την έτερη Χριστίνα του «Lung», τη Δραγγανά. Η οποία στο τεύχος #15 πήρε μια ωραία συνέντευξη από τη Λένα Πλάτωνος. 

Η μνήμη έπαιξε λοιπόν το παιχνίδι της, με την αφορμή αυτή, κι ανέτρεξε στην τελευταία φορά που είδα ζωντανά την Πλάτωνος –τον Μάιο του 2018, στο Six d.o.g.s., όπου έπαιξε με τη Σαβίνα Γιαννάτου και τον Γιάννη Παλαμίδα, θυμίζοντας επικές ημέρες της εγχώριας δισκογραφίας. Σύντομα, δε, ανασύρθηκε και η σχετική ανταπόκριση από τη βραδιά. Πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis, αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά κι ανήκουν στη Ντιάνα Καλημέρη


Τα σπουδαία τραγούδια που έγραψε η Λένα Πλάτωνος στη δεκαετία του 1980 ευτύχησαν να αγαπηθούν και από μια γενιά που δεν έζησε την κοσμογονία του Σαμποτάζ (1981), ούτε και φόρεσε Μάσκες Ηλίου (1984). Έτσι, το γεμάτο Six d.o.g.s. παρουσίαζε ένα ασυνήθιστο θέαμα, αφού κύριοι με τις ρυτίδες της μέσης ηλικίας και κυρίες με γκρίζα πια τα μαλλιά συγχρωτίζονταν με 20άρηδες χίπστερ και κορίτσια σε φλοράλ φορέματα. Διάσπαρτοι δε εδώ κι εκεί ήταν και κάποιοι τουρίστες, που προφανώς δεν καταλάβαιναν γρι από τα λόγια, μα έδειξαν αρκετή αφοσίωση σε ό,τι έβλεπαν και κατά διαστήματα χόρεψαν κιόλας. 

Η Πλάτωνος έκατσε στο πιάνο αριστερά όπως κοιτούσαμε τη σκηνή, παρέα με τη βοηθό της, η οποία αναλάμβανε να της δίνει τις σελίδες που χρειαζόταν σε κάθε περίσταση. Ήταν σοβαρή, όπως πάντα· δεν είπε πολλά στην έναρξη, μα είχε οπωσδήποτε κέφια. Έπαιξε ωραία και τραγούδησε συγκινητικά, με αποκορύφωμα τους "Εμιγκρέδες Της Ρουμανίας" (όπου έπεσε και το πιο ηχηρό χειροκρότημα της βραδιάς) και τη "Θάλασσα", ένα από τα ύστερα κομμάτια της που πολύ αγαπώ, στο οποίο συνεισέφερε απόκοσμα φωνητικά και η Σαβίνα Γιαννάτου. 

Μάλιστα, στο τέλος της κανονικής διάρκειας, όταν κατάλαβε πως δεν επιθυμούσαμε να λήξει η βραδιά, είπε λίγο έκπληκτη «θέλετε κι άλλο; Και γιατί δεν το λέτε; Ντρέπεστε;», κάνοντας το Six d.o.g.s. να γελάσει με την καρδιά του. Στο δε φινάλε αφιέρωσε το live σε έναν παλιό της φίλο από την Αυστρία που ήταν παρών, με τον οποίον (όπως μας είπε) έγραψε κάποτε τα πρώτα της τραγούδια, στο διάστημα που έζησε στη Βιέννη. 

Απέναντί της, στο Korg του, ο αφανής ήρωας της συναυλίας Στέλιος Τσιρλιάγκος, επί χρόνια συνεργάτης της. Ήταν ο άνθρωπος που συν-επιμελήθηκε τις μελετημένες ενορχηστρώσεις της βραδιάς, κάνοντας τα παλιά τραγούδια να μην ακούγονται ξένα προς τα ηλεκτρονικά ακούσματα της εποχής· αλλά κι ένας μουσικός θαυμάσιος, μια σταθερά για την όλη παράσταση. Το μέσον της σκηνής, τώρα, μοιράστηκαν η Σαβίνα Γιαννάτου με τον Γιάννη Παλαμίδα: πότε μόνοι, πότε μαζί, σε κάθε περίπτωση καταπληκτικοί. Δυο φωνές ζυμωμένες με το υλικό της Πλάτωνος, οι οποίες μπορούσαν να αναδείξουν και τις πτυχές του, μα κι εκείνη τη λοξή ματιά που το έκανε (και το κάνει) τόσο ξεχωριστό. 

Το πρόγραμμα ξεκίνησε με Γκάλοπ ("Τι Νέα Ψιψίνα") και έληξε με Λιλιπούπολη (μια υπέροχη "Ρόζα Ροζαλία"), τιμώντας στη διαδρομή όλη την πορεία της Πλάτωνος. Η θλίψη του Καρυωτάκη απόκτησε κρυστάλλινους απόηχους όταν η Γιαννάτου είπε το "Βράδυ", ο Καβάφης ντύθηκε τα ηλεκτρονικά του όταν ο Παλαμίδας στάθηκε "Περιμένοντας Τους Βαρβάρους", ενώ ακούσαμε και δύο μελοποιήσεις σε Emily Dickinson από έναν κύκλο που η Πλάτωνος έχει δουλέψει εδώ και κάποιον καιρό, χωρίς ακόμα να έχει παρουσιάσει τη στούντιο εκδοχή του. Κατά τα λοιπά δεν έλειψαν βέβαια ούτε το "Κοπερτί", ούτε η "Πτήση 201" –σε ένα άψογο ντουέτο μεταξύ Γιαννάτου και Παλαμίδα. Το "Ραντεβού Στην Όαση", πάλι, κέρασε σε όλους μας φρέσκο ανανά από τα χεράκια της Μαριανίνας Κριεζή, ενώ το "Σαμποτάζ" έβαλε φωτιά στο encore.

Με χαροποιούν αυτά τα τακτικά ραντεβού της Λένας Πλάτωνος στο Six d.o.g.s. Έστω κι αν ορισμένοι παρίστανται απλά «για τη φάση», διατηρείται ένας ζωτικός δίαυλος επικοινωνίας με μια νεότερη γενιά μουσικόφιλων, που δεν αδιαφορεί για την εγχώρια κληρονομιά. Παράλληλα, τιμάται μια κορυφαία δημιουργός, η οποία στην εποχή της βρήκε λιγότερη απήχηση από εκείνη που θέλει ο σχετικός μύθος, μα σήμερα ευτυχεί να εκδίδουν τα έργα της αμερικάνικα label. Έχει και την άλλη Κυριακή συναυλία και, αν δεν δώσατε ήδη το παρών, θα σας πρότεινα να μην το σκεφτείτε ούτε στιγμή.