08 Νοεμβρίου 2022

Λένα Πλάτωνος - ανταπόκριση (2018)


Το περασμένο Σάββατο βρέθηκα στο «Closer», μπαρ εμβληματικό για τα alternative rock πράγματα της Αθήνας των δικών μου (και όχι μόνο) χρόνων. Πήγα στοχευμένα, βέβαια, για το πάρτυ του fanzine «Lung» –το οποίο έφτασε αισίως στα 15 τεύχη, κρατώντας με τον τρόπο του ζωντανό το τύπωμα σε χαρτί, σε μια κατά τα λοιπά αδηφάγα ιντερνετική εποχή. Πατώντας εδώ, μπορείτε να διαβάσετε και όσα έγραψε ο φίλτατος Φώντας Τρούσας γι' αυτό, στο καλύτερο μουσικό blog του δικού μας τόπου.

Φυσικά, πέρα από κίνηση αλληλεγγύης σε ένα έντυπο που με έχει φιλοξενήσει στις σελίδες του, πήγα και για το κορίτσι, καθώς η Χριστίνα Κουτρουλού θα έπαιζε ένα back-to-back DJ set με την έτερη Χριστίνα του «Lung», τη Δραγγανά. Η οποία στο τεύχος #15 πήρε μια ωραία συνέντευξη από τη Λένα Πλάτωνος. 

Η μνήμη έπαιξε λοιπόν το παιχνίδι της, με την αφορμή αυτή, κι ανέτρεξε στην τελευταία φορά που είδα ζωντανά την Πλάτωνος –τον Μάιο του 2018, στο Six d.o.g.s., όπου έπαιξε με τη Σαβίνα Γιαννάτου και τον Γιάννη Παλαμίδα, θυμίζοντας επικές ημέρες της εγχώριας δισκογραφίας. Σύντομα, δε, ανασύρθηκε και η σχετική ανταπόκριση από τη βραδιά. Πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis, αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά κι ανήκουν στη Ντιάνα Καλημέρη


Τα σπουδαία τραγούδια που έγραψε η Λένα Πλάτωνος στη δεκαετία του 1980 ευτύχησαν να αγαπηθούν και από μια γενιά που δεν έζησε την κοσμογονία του Σαμποτάζ (1981), ούτε και φόρεσε Μάσκες Ηλίου (1984). Έτσι, το γεμάτο Six d.o.g.s. παρουσίαζε ένα ασυνήθιστο θέαμα, αφού κύριοι με τις ρυτίδες της μέσης ηλικίας και κυρίες με γκρίζα πια τα μαλλιά συγχρωτίζονταν με 20άρηδες χίπστερ και κορίτσια σε φλοράλ φορέματα. Διάσπαρτοι δε εδώ κι εκεί ήταν και κάποιοι τουρίστες, που προφανώς δεν καταλάβαιναν γρι από τα λόγια, μα έδειξαν αρκετή αφοσίωση σε ό,τι έβλεπαν και κατά διαστήματα χόρεψαν κιόλας. 

Η Πλάτωνος έκατσε στο πιάνο αριστερά όπως κοιτούσαμε τη σκηνή, παρέα με τη βοηθό της, η οποία αναλάμβανε να της δίνει τις σελίδες που χρειαζόταν σε κάθε περίσταση. Ήταν σοβαρή, όπως πάντα· δεν είπε πολλά στην έναρξη, μα είχε οπωσδήποτε κέφια. Έπαιξε ωραία και τραγούδησε συγκινητικά, με αποκορύφωμα τους "Εμιγκρέδες Της Ρουμανίας" (όπου έπεσε και το πιο ηχηρό χειροκρότημα της βραδιάς) και τη "Θάλασσα", ένα από τα ύστερα κομμάτια της που πολύ αγαπώ, στο οποίο συνεισέφερε απόκοσμα φωνητικά και η Σαβίνα Γιαννάτου. 

Μάλιστα, στο τέλος της κανονικής διάρκειας, όταν κατάλαβε πως δεν επιθυμούσαμε να λήξει η βραδιά, είπε λίγο έκπληκτη «θέλετε κι άλλο; Και γιατί δεν το λέτε; Ντρέπεστε;», κάνοντας το Six d.o.g.s. να γελάσει με την καρδιά του. Στο δε φινάλε αφιέρωσε το live σε έναν παλιό της φίλο από την Αυστρία που ήταν παρών, με τον οποίον (όπως μας είπε) έγραψε κάποτε τα πρώτα της τραγούδια, στο διάστημα που έζησε στη Βιέννη. 

Απέναντί της, στο Korg του, ο αφανής ήρωας της συναυλίας Στέλιος Τσιρλιάγκος, επί χρόνια συνεργάτης της. Ήταν ο άνθρωπος που συν-επιμελήθηκε τις μελετημένες ενορχηστρώσεις της βραδιάς, κάνοντας τα παλιά τραγούδια να μην ακούγονται ξένα προς τα ηλεκτρονικά ακούσματα της εποχής· αλλά κι ένας μουσικός θαυμάσιος, μια σταθερά για την όλη παράσταση. Το μέσον της σκηνής, τώρα, μοιράστηκαν η Σαβίνα Γιαννάτου με τον Γιάννη Παλαμίδα: πότε μόνοι, πότε μαζί, σε κάθε περίπτωση καταπληκτικοί. Δυο φωνές ζυμωμένες με το υλικό της Πλάτωνος, οι οποίες μπορούσαν να αναδείξουν και τις πτυχές του, μα κι εκείνη τη λοξή ματιά που το έκανε (και το κάνει) τόσο ξεχωριστό. 

Το πρόγραμμα ξεκίνησε με Γκάλοπ ("Τι Νέα Ψιψίνα") και έληξε με Λιλιπούπολη (μια υπέροχη "Ρόζα Ροζαλία"), τιμώντας στη διαδρομή όλη την πορεία της Πλάτωνος. Η θλίψη του Καρυωτάκη απόκτησε κρυστάλλινους απόηχους όταν η Γιαννάτου είπε το "Βράδυ", ο Καβάφης ντύθηκε τα ηλεκτρονικά του όταν ο Παλαμίδας στάθηκε "Περιμένοντας Τους Βαρβάρους", ενώ ακούσαμε και δύο μελοποιήσεις σε Emily Dickinson από έναν κύκλο που η Πλάτωνος έχει δουλέψει εδώ και κάποιον καιρό, χωρίς ακόμα να έχει παρουσιάσει τη στούντιο εκδοχή του. Κατά τα λοιπά δεν έλειψαν βέβαια ούτε το "Κοπερτί", ούτε η "Πτήση 201" –σε ένα άψογο ντουέτο μεταξύ Γιαννάτου και Παλαμίδα. Το "Ραντεβού Στην Όαση", πάλι, κέρασε σε όλους μας φρέσκο ανανά από τα χεράκια της Μαριανίνας Κριεζή, ενώ το "Σαμποτάζ" έβαλε φωτιά στο encore.

Με χαροποιούν αυτά τα τακτικά ραντεβού της Λένας Πλάτωνος στο Six d.o.g.s. Έστω κι αν ορισμένοι παρίστανται απλά «για τη φάση», διατηρείται ένας ζωτικός δίαυλος επικοινωνίας με μια νεότερη γενιά μουσικόφιλων, που δεν αδιαφορεί για την εγχώρια κληρονομιά. Παράλληλα, τιμάται μια κορυφαία δημιουργός, η οποία στην εποχή της βρήκε λιγότερη απήχηση από εκείνη που θέλει ο σχετικός μύθος, μα σήμερα ευτυχεί να εκδίδουν τα έργα της αμερικάνικα label. Έχει και την άλλη Κυριακή συναυλία και, αν δεν δώσατε ήδη το παρών, θα σας πρότεινα να μην το σκεφτείτε ούτε στιγμή. 



07 Νοεμβρίου 2022

Academy Of Saint Martin In The Fields - ανταπόκριση (2020)


Ήθελα να πάω να δω τους Les Arts Florissants του William Christie στο Μέγαρο Μουσικής στις αρχές του φετινού Οκτώβρη, καθώς πρόκειται για μπάντα μεγάλης σημασίας για τα μπαρόκ πράγματα των τελευταίων 40 ετών. Τελικά, όμως, δεν κατάφερα να παραστώ στη συναυλία, εν μέρει γιατί δεν μπόρεσα, εν μέρει γιατί κάτι δεν μου καθόταν καλά στο πρόγραμμα το οποίο θα παρουσίαζαν. Σίγουρα προτιμούσα μια όπερα, δηλαδή, παρά την ανθολόγηση συνθέσεων που σχετίστηκαν με τα θεατρικά έργα του Μολιέρου.

Συζητώντας πριν λίγες μέρες με τον φίλο Παναγιώτη Παρασκευά –βαθύ γνώστη των μπαρόκ υποθέσεων– ανακάλυψα ότι το ένστικτό μου ήταν σωστό: η συναυλία ήταν έτσι κι έτσι, πράγμα που με τη σειρά του αλάφρυνε το «γαμώτο» που την είχα χάσει. Και σκέφτηκα ότι κάπως έτσι την πάτησα και στο πρόσφατο παρελθόν, τον Ιανουάριο του 2020, όταν πήγα στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου για να παρακολουθήσω τους Academy Of Saint Martin In The Fields.

Σπουδαία ορχήστρα, βέβαια, οι Academy Of Saint Martin In The Fields. Αλλά μετά την απώλεια του σερ Neville Marriner (2016), φαίνεται ότι κάτι τις έχει χαθεί. Με αποτέλεσμα να μείνω ικανοποιημένος μα όχι και ενθουσιασμένος από το πρόγραμμα που έπαιξαν, συμπράττοντας με τον Τούρκο πιανίστα Fazil Say.

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που δόθηκε στον Τύπο ως promo, με την κάτωθι του Fazil Say να ανήκει στον Marco Borggreve


Ο κύκλος του Μεγάρου Μουσικής «Μεγάλες Ορχήστρες-Μεγάλοι Ερμηνευτές» έχει φέρει κατά καιρούς ορισμένα τρανταχτά ονόματα του κλασικού ρεπερτορίου, για συναυλίες στις οποίες πολλοί (Αθηναίοι και μη) κατέληξαν να αναζητούν εισιτήρια. Από άποψη πρεστίζ, λοιπόν, ήταν ποδαρικό με το δεξί να ξεκινά το 2020 με τους Academy Of Saint Martin In The Fields. Ωστόσο, αν και ο κόσμος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα, η αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» δεν βγήκε sold-out· και η βραδιά, παρότι δεν της έλειψαν οι συγκινήσεις, δεν συνάντησε το «μεγαλειώδες», όπως αρκετοί περιμέναμε. 

Η Ακαδημία του Αγίου Μαρτίνου των Αγρών, βέβαια, είναι μία από τις πιο διάσημες ορχήστρες του πλανήτη (σύνολο μουσικής δωματίου, για την ακρίβεια). Μετράει 62 χρόνια παρουσίας και πάνω από 500 καταγραφές στη δισκογραφία, έχοντας πολλάκις διακριθεί –ακόμα συζητιέται λ.χ. η εκτέλεσή της στις Τέσσερις Εποχές του Αντόνιο Βιβάλντι (1969) κι ας μας χωρίζει πια μισός αιώνας από τότε. 

Όμως ο χρόνος κυλά αδυσώπητα για όλους και ο ιδρυτής της, ο σερ Neville Marriner, μετρήθηκε ανάμεσα στις απώλειες της πρόσφατης δεκαετίας (2016). Έστω κι αν είχε παραχωρήσει το διευθυντικό πόστο στον Joshua Bell ήδη από το 2011, ο οποίος και ανέλαβε την πλοήγηση στον απαιτητικό 21ο αιώνα, όπου το σχήμα συνεχίζει να πορεύεται παίζοντας πλέον χωρίς μαέστρο/αρχιμουσικό: όπως διαπιστώσαμε και στο Μέγαρο Μουσικής, ήταν ο εξάρχων βιολιστής Tomo Keller που ουσιαστικά «διεύθυνε», από το αναλόγιό του.

Είδαμε λοιπόν τους Academy Of Saint Martin In The Fields σε μία από τις εξωστρεφείς κινήσεις που χαρακτηρίζουν αυτήν την ύστερη δράση τους, να συνεργάζονται με τον Τούρκο πιανίστα Fazil Say για ένα πρόγραμμα με αρκετή ποικιλία. Το οποίο μπορεί να είχε τον απαραίτητο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (η ορχήστρα έχει υπογράψει άλλωστε το soundtrack της θρυλικής ταινίας Amadeus του Miloš Forman), επεκτάθηκε όμως και σε Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Μπέλα Μπάρτοκ, καθώς και σε μια σύνθεση του ίδιου του Fazil Say. 

Το "Κονσέρτο Για Πιάνο Και Ορχήστρα αρ. 1 σε φα μείζονα" αποδόθηκε πολύ ωραία, διατηρώντας στο προσκήνιο τον λαμπερό ήχο που έχουμε συνδυάσει με τα «ρευστά» μα ακριβέστατα βιολιά των Academy Of Saint Martin In The Fields, τα οποία κι έδεσαν αρμονικά με το παίξιμο του Say. Αναδεικνύοντας έτσι τις ανάλαφρες πινελιές αυτού του νεανικού έργου του Μότσαρτ, που βασίζεται σε έργα άλλων μουσουργών (ένας, μάλιστα, παραμένει αταυτοποίητος). Ήταν μια ταιριαστή εισαγωγή πριν την καταβύθιση στη ρώσικη βαρύτητα της "Συμφωνίας Δωματίου για Ορχήστρα Εγχόρδων σε ντο ελάσσονα" του Σοστακόβιτς. Χωρίς πλέον τα πνευστά και δίχως την παρουσία του Say, η ορχήστρα πρόσφερε μια δωρική μα απαιτητική εκτέλεση, πετυχαίνοντας να αποτυπώσει κάτι από τη δύσθυμη ιδιοσυγκρασία αυτού του σημαντικού μα άβολου έργου, όπου «επισήμως» ο Σοστακόβιτς αναφερόταν στα θύματα του πολέμου και του φασισμού, μα επί της ουσίας συνέθετε ένα ρέκβιεμ για τον εαυτό του. 

Μετά το προβλεπόμενο διάλειμμα, ο Fazil Say επέστρεψε στη σκηνή για να παρουσιάσει μαζί με την ορχήστρα το δικό του έργο Yürüen Köşk (Η Κινούμενη Έπαυλη), το οποίο, όπως και του Σοστακόβιτς αμέσως πριν, εμπεριέχει υπαινιγμούς, αφού στα πρώτα μέτρα του δεύτερου τμήματος γίνεται λόγος για μάχη ενάντια στις σκοταδιστικές ιδεολογίες –καλό πάντως είναι, σε μια εποχή σαν τη δική μας, να υπάρχει μεγαλύτερη σαφήνεια. Κατά τα λοιπά, πηγή έμπνευσης είναι εδώ ο Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος προτίμησε κάποτε να μετακινήσει μια έπαυλη στη Γιάλοβα, παρά να κοπεί ένας πλάτανος (και η έπαυλη και ο πλάτανος υπάρχουν ακόμα στη σημερινή Τουρκία). 

Με ρομαντικό πνεύμα, αλλά και με έντονες κινήσεις και εξάρσεις, ο Say έχει φτιάξει μια προσεγμένη σύνθεση, ταμάμ για να αποδίδεται ζωντανά, δίνοντας την ευκαιρία να θαυμάσει κανείς το ζωηρό παίξιμο που απαιτεί και που ο ίδιος απέδωσε με τις κινήσεις του κορμού του. Ως συνηθίζει, επίσης, ενσωμάτωσε και κάτι τις ανατολίτικο από τις παραδόσεις του τόπου του, δίνοντας έτσι εξαιρετική πάσα στο "Ντιβερτιμέντο Για Ορχήστρα Εγχόρδων" του Μπάρτοκ, με τις παραπομπές του σε ρυθμικά στοιχεία της folk μουσικής της Ουγγαρίας. 

Σε γενικές γραμμές, ο Άγιος Μαρτίνος των Αγρών το έκανε ...το θαύμα του: κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν παρακολουθήσαμε μια καλή συναυλία, με ενίοτε θαυμαστές αποδόσεις εκ μέρους των μουσικών. Νομίζω ωστόσο ότι τέτοια προγράμματα-σούπερ μάρκετ δεν ενδείκνυνται για μεγάλες, συνολικές συγκινήσεις. Η εμπειρία γίνεται φύσει αποσπασματική, βρήκα δε ότι χρειαζόταν να διατρέξεις μια σημαντική γκάμα διαθέσεων από τον ανάλαφρο Μότσαρτ στον βαρύ Σοστακόβιτς κι από εκεί στην εσκεμμένα «κινηματογραφική» γραφή ενός καλού σολίστα μα όχι και τόσο σπουδαίου συνθέτη, καταλήγοντας σε έναν Μπάρτοκ που αποδόθηκε ορθά, αλλά όχι λαμπρά. 

Κάπου δηλαδή χάνεται η εμβάθυνση με μια τέτοια επιλογή, κάπου όμως και οι ορχήστρες έχουν εν τέλει τις ...σπεσιαλιτέ τους: δεν είναι πάντα οι κατάλληλες για να ακούσεις έναν συγκεκριμένο συνθέτη. Ισχύει ακόμα και για τους Academy Of Saint Martin In The Fields, τουλάχιστον της νυν εποχής. 



06 Νοεμβρίου 2022

Βασίλης Παπακωνσταντίνου & Βιολέτα Ίκαρη: «Βράδυ Σαββάτου» - ανταπόκριση (2019)


Το φετινό άλμπουμ της Βιολέτας Ίκαρη «Πορτοκάλι» (σε μουσική-στίχους Νίκου Ξύδη) μου θύμισε την είσοδό της στη δισκογραφία το 2018. Τότε που το ραδιοφωνικό σουξέ "Έλα Και Ράγισε Τον Κόσμο Μου" έκανε πολλούς φίλους του έντεχνου ήχου να στραφούν προς το μέρος της, βρίσκοντας στη φωνή της έναν καινούριο Μεσσία που ίσως ξεβάλτωνε το αγαπημένο τους είδος τραγουδιού. 

Κατά τη γνώμη μου, βέβαια, αυτός ο ρόλος δεν άρμοζε στη νεαρή ερμηνεύτρια, η οποία πράγματι δημιούργησε αίσθηση με κάποια χρώματα της φωνής της, όμως δεν κατόρθωσε να καταθέσει ένα στιβαρό δισκογραφικό ντεμπούτο (δείτε κι εδώ). 

Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι είχε δημιουργηθεί ίντριγκα από όλα τούτα. Αρκετή ώστε τον Νοέμβριο του 2019 να αποφασίσω να πάω να τη δω και ζωντανά, σε μια σύμπραξη-έκπληξη με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου στην Άνοδο, ονόματι «Βράδυ Σαββάτου». Άλλωστε είχα πολλά χρόνια να παραβρεθώ σε δική του συναυλία, οπότε υπήρχε και η περιέργεια για το τι κάνει πλέον. Συνειδητοποίησα βέβαια ότι μπορεί εγώ να τον είχα χάσει από το ραντάρ, όμως το παλιό σύνθημα «Βασίλη ζούμε για να σ' ακούμε» καλά κρατούσε και στην εκπνοή μίας ακόμα δεκαετίας.

Οι εντυπώσεις μου από τη βραδιά δημοσιεύτηκαν τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύονται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στην Άνοδο και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Έστω και δανεισμένο από τον Χρήστο Κυριαζή, ο οποίος το έγραψε και το πρωτοτραγούδησε (1991), το "Βράδυ Σαββάτου" είναι για τους περισσότερους συνυφασμένο με τη φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Πολλά χρόνια μετά, λοιπόν, συνεχίζει να τον συνοδεύει, προσφέροντας ταιριαστό τίτλο στις παραστάσεις που έστησε φέτος στο Anodos Live Stage της Πειραιώς, παρέα με τη Βιολέτα Ίκαρη.

Παρότι είχαμε πίσω μας πια την πρεμιέρα, το Anodos ήταν κατάμεστο το περασμένο Σάββατο –σε σημείο που είδαμε να τοποθετούνται σκέτες καρέκλες κοντά στο τραπέζι μας, ώστε να εξυπηρετηθούν κάποιοι αργοπορημένοι. Και ίσως ακόμα πιο εντυπωσιακό να ήταν ότι λίγοι έφυγαν πριν το φινάλε του προγράμματος, το οποίο διαρκεί 3,5 γεμάτες ώρες, δίχως διάλειμμα. Αντιθέτως, οι περισσότεροι θέλαν «κι άλλο, κι άλλο». Ήταν επίσης μια βραδιά που είχε και τις διάσημες παρουσίες της ανάμεσα στο πλήθος: ακόμα κι όσοι δεν έπιασαν την από μικροφώνου αναφορά του Βασίλη Παπακωνσταντίνου στην Αγγελική Νικολούλη, την είδαν μια χαρά λίγο αργότερα να χορεύει ζεϊμπέκικο στο "Στα Είπα Όλα" του Σωκράτη Μάλαμα.

Μια τέτοια χρονική διάρκεια δεν θα στεκόταν βέβαια δίχως μια άξια ορχήστρα στα μετόπισθεν. Παρότι κανείς δεν υστέρησε στον ρόλο του, αξίζει νομίζω μια ιδιαίτερη μνεία στις ωραίες μπασογραμμές του Βαγγέλη Πατεράκη, καθώς και στους Αντρέα Αποστόλου (πιάνο, πλήκτρα) και Μαίρη Μπρόζη (βιολί), οι οποίοι όχι μόνο στάθηκαν άψογα σε εκτελεστικό επίπεδο, μα διακρίθηκαν και σε ορισμένες ωραίες ενορχηστρωτικές «πινελιές», που φρέσκαραν κάποια χιλιοακουσμένα πλέον κομμάτια. Το γκρουπ συμπλήρωσαν ο Στέφανος Δημητρίου (τύμπανα), ο Γιάννης Αυγέρης (ηλεκτρική κιθάρα), ο Απόστολος Μόσιος (ακουστική κιθάρα, μπάσο) και ο Χρήστος Σκόνδρας (μπουζούκι). 


Απόστολος Μόσιος & Μαίρη Μπρόζη, επίσης, ανέλαβαν το άνοιγμα του προγράμματος και τις ανάσες πριν το άτυπο δεύτερο μέρος. Ο Μόσιος, εντούτοις, που είχε τη μεγαλύτερη «μερίδα» αυτών των βοηθητικών τμημάτων, αποδείχθηκε κατά τη γνώμη μου άστοχος στα χρώματα και στην ένταση των ερμηνειών του. Σε αντίθεση με τη Μπρόζη, η οποία τραγούδησε εκφραστικά, στεκόμενη ωραιότατα ακόμα και σε μια δύσκολη επιλογή σαν το "Canção Do Mar" της Amália Rodrigues –έστω κι αν έγινε φανερό από την προσέγγισή της ότι το έχει μάθει από τη Dulce Pontes.

Όσον αφορά τώρα το «ψητό», είναι κατά βάση ένα πρόγραμμα βασισμένο σε παλιά συνταγή: το αστέρι που ανατέλλει ενώνει δυνάμεις με το δοκιμασμένο όνομα, το καινούριο βαπτίζεται στο παλιό και το παλιό αναβαπτίζεται στο καινούριο. Στην ιδανική μορφή αυτής της συλλογιστικής, τέλος πάντων, γιατί στο Anodos η ισορροπία μάλλον ντελαπάρει. Και όχι επειδή υπάρχει κάποια διάθεση καπελώματος από τον «παλιό» ή γιατί κάτι έχει στηθεί λάθος στη ροή. Όχι, δεν συμβαίνει τίποτα τέτοιο. Όμως φεύγεις με την εντύπωση ότι είδες τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, ο οποίος είχε μαζί του και τη Βιολέτα Ίκαρη –και όχι ότι βρέθηκες σε ένα κοινό πρόγραμμα. 

Η Ίκαρη διαθέτει όμορφη φωνή, με πολύ χαρακτηριστική χροιά. Ήρθε λοιπόν στα μουσικά μας πράγματα με ένα σπάνιο δώρο, το οποίο την καθιστά άμεσα αναγνωρίσιμη με το που θα την ακούσεις. Δυσκολεύομαι να φανταστώ ότι θα πάει χαμένο ένα τέτοιο προσόν, στο μέλλον. Στο παρόν, εντούτοις, δεν καθίσταται σαφές ποια είναι. Στο Anodos, δηλαδή, διέκρινα προσωπικά τρεις διαφορετικές Βιολέτες Ίκαρη· και μόνο εικασίες μπορώ να κάνω για το ποια είναι η πιο Ίκαρη.


Είδα δηλαδή τη βαριά έντεχνη ερμηνεύτρια πίσω από τα μεγαλίστικα και θολοκουλτουρέ "Έλα Και Ράγισε Τον Κόσμο Μου" και "Το Μαύρο", η οποία έχει δρόμο ακόμα για να πιάσει τις αγωνιώδεις γωνιές των στίχων του Νίκου Καββαδία, παρά το εντυπωσιακό φωνητικό ρεσάλτο με το οποίο τελείωσε το "Καραντί". Είδα μια τραγουδίστρια που αισθάνεται άνετα στις νησιώτικες ενορχηστρώσεις της "Παλιοτρεχαντήρας", να τις εκπροσωπεί επί σκηνής με ένα στυλ που φανερώνει σπουδή στην Ελευθερία Αρβανιτάκη. Είδα επίσης μια κοπέλα που νομίζω βρισκόταν στο στοιχείο της τραγουδώντας Νίκο Παπάζογλου και Χάρις Αλεξίου. Όσο όμως πιο «σπίτι της» την αισθανόσουν, τόσο θάμπωνε το σήμα κατατεθέν της χροιάς: άδοντας ψηλά, τείνει να τη χάνει. 

Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, από την άλλη, άρχισε και τελείωσε το πρόγραμμα με «αέρα» σταθεράς και πλήρη αυτοπεποίθηση. Μπροστά σε ένα κοινό που δεν έπαψε να δείχνει αγάπη, αφοσίωση, μα και να τραγουδά κάθε στίχο με το που γύρναγε το μικρόφωνο προς την πλατεία, δεν φοβήθηκε ούτε τη φωνητική φθορά που έχει επέλθει, ούτε τα γνωστά άγαρμπα τινάγματα χεριών και ποδιών ή την κίνηση εκείνη που είναι πια τόσο δική του, μα πάντα θυμίζει τον Mr. Miyagi  να προσπαθεί να μάθει στον Daniel LaRusso να κάνει τον πελαργό, στο Karate Kid. Το μόνο που δεν μπόρεσε να «εκπροσωπήσει», ήταν οι ατάκες με τις οποίες προλόγιζε τα τραγούδια: το χιούμορ έφερνε σε θείο που κάθεται στα οικογενειακά τραπέζια με τη νεολαία (και όλοι ξέρουμε πώς καταλήγει κάτι τέτοιο), ενώ τα πιο de profundis βγήκαν γλυκουλίνικα. 

Ο Παπακωνσταντίνου, βέβαια, είπε (κι έκανε) κι άλλα, ακόμα σημαντικότερα όσον αφορά τη σημειολογία της βραδιάς και τον τόνο που θέλησε να δώσει. Αρχή ήταν ακόμα, μετά το φουλ ζέσταμα –το οποίο πέτυχε με το καλημέρα, μπαίνοντας φορτσάτα με το "Χαιρετίσματα"– όταν ξεστόμισε τη λέξη «Νεοφιλελευθερισμός» αντικρίζοντας το γεμάτο μαγαζί. Και μετά, στο δεύτερο μέρος, εκεί που ετοιμαζόταν για το "Στέλλα", ζήτησε κι άναψε τσιγάρο, ενώ όλη εκείνη την ώρα όποιος ήθελε να καπνίσει έβγαινε έξω, καθώς ο χώρος τηρεί κατά γράμμα την αντικαπνιστική νομοθεσία. «Δεν υπάρχουν παθητικοί καπνιστές», δήλωσε στη συνέχεια, «μόνο αντιπαθητικοί αντικαπνιστές». Στην πρώτη περίπτωση, βουβαμάρα· στη δεύτερη, έπεσε χειροκρότημα.


Κύριος οίδε, ασφαλώς, αν ο κόσμος κατανοεί τι σημαίνει «Νεοφιλελευθερισμός». Μη βλέπετε που η Αριστερά ζει με τη χρόνια ψευδαίσθηση ότι οι κοινοί της τόποι αποτελούν και κοινό κτήμα ανάμεσα στο πλήθος. Κύριος οίδε, όμως, και τι είχαν ψηφίσει οι κύριοι και οι κυρίες που γέμισαν ένα μέρος όπου ναι μεν «τιμαί λογικαί» για το είδος διασκέδασης που προσφέρεται, αλλά τιμαί = 160 και ανηφόρα για τις φιάλες που είχαν ήδη κατακλύσει πολλά από τα τραπέζια. Ως εκ τούτου, ήχησε φαιδρό το χειροκρότημα για το τσιγάρο. Εκεί εξαντλεί λοιπόν την επαναστατικότητά του, ο (κάπως, όπως) ευκατάστατος Έλληνας του 2019; Όσο για τον ίδιο τον Παπακωνσταντίνου, υπήρξε λαϊκιστής. Ξέροντας πώς «να ξεχωρίζει της εποχής του τους χρησμούς, από τις οφθαλμαπάτες», είμαι σίγουρος ότι γνωρίζει καλά πως υπάρχουν και παθητικοί καπνιστές, πέρα από τους αντιπαθητικούς αντικαπνιστές. Ίσως γι' αυτό προσπάθησε έπειτα να το σώσει, μιλώντας για το πώς πάνε να επιβληθούν στον Έλληνα συνήθειες που αρμόζουν περισσότερο σε Αυστριακούς, κόντρα στην εν γένει εξωστρέφειά τους. 

Ας μην θεωρηθεί, ωστόσο, εξαιτίας των παραπάνω παρατηρήσεων, ότι ο Παπακωνσταντίνου έχασε την κλάση του ως performer. Κοντοζυγώνοντας πια τα 70, έχει κλείσει κάθε κύκλο στον οποίον κινήθηκε, περνώντας από τα Αριστερά εμβατήρια της Μεταπολίτευσης σε ένα γηπεδικό ροκ με Chris De Burgh αναφορές (και όχι Bruce Springsteen, που γράφουν κάποιοι) κι από εκεί σε ένα ηλεκτρισμένο κατά το δοκούν έντεχνο. Στο οποίο φαίνεται ότι, αν δεν πάει ο όποιος rocker μεγαλώνοντας, τον τρώει η μαρμάγκα όσον αφορά το δεινό της «προσέλευσης» –που, ψέματα τώρα ας μη λέμε, τη φέρνουν οι "Να Κοιμηθούμε Αγκαλιά" του κόσμου τούτου. Έτσι, ο Παπακωνσταντίνου διαθέτει πια την εμπειρία να μετέρχεται όλων αυτών των προσώπων σε ένα πρόγραμμα σαν και το εν λόγω, γενόμενος στο τέλος ακόμα και λαϊκός τραγουδιστής.

Είναι ίσως η μεγαλύτερη παραχώρηση που κάνει η παράσταση, ότι μετατρέπεται δηλαδή από ένα σημείο και πέρα σε κάτι σαν μπουζούκια με άποψη. Κατά τη γνώμη μου, τραβάει πολύ σε διάρκεια το συγκεκριμένο τμήμα, ιδίοις όμμασι πάντως είδα ότι αυτό κορυφώνει το κέφι ανάμεσα στο κοινό. Ακόμα κι έτσι, δίνεται η ευκαιρία να χαρείς μια στεντόρεια και αναπάντεχα εύστοχη εκτέλεση του Παπακωνσταντίνου στο "Βρέχει Στη Φτωχογειτονιά", χωρίς να σου λείψει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

Αυτό άλλωστε που στηρίζει τελικά το όλο πρόγραμμα, είναι ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Κουβαλάει μαζί του την ιστορία μεγάλων live ορόσημων –το Φάληρο, το Αττικόν, ο Βύρωνας των πρώτων 1990s– στα οποία σφυρηλατήθηκε το «Βασίλη ζούμε για να σ' ακούμε», που αποδείχθηκε ότι καλά κρατεί και εν έτει 2019, αφού αντήχησε (και) στο Anodos. Αποδείχθηκε επίσης ότι, με τα όποια συν και πλην, με τους όποιους έντεχνους συμβιβασμούς, παραμένει αξία να τον ακούς στα ωραία του τραγούδια. Είτε όρθιο με την κιθάρα του, να βρυχάται λεοντόκαρδα στο «ξέρεις καλά πως πια δεν έχω περιθώρια» του "Βικτώρια", είτε καθιστό σε καρέκλα, στοχαστικό, με ένα ποτήρι ουίσκι αντίκρυ, σε "Βράδυ Σαββάτου" διάθεση.



04 Νοεμβρίου 2022

Βιολέτα Ίκαρη - Έλα Και Ράγισε Τον Κόσμο Μου [δισκοκριτική, 2018]


Μια κριτική μου από τo 2018 στο άλμπουμ «Έλα Και Ράγισε Τον Κόσμο Μου» της Βιολέτας Ίκαρη, η οποία είχε κατακτήσει τότε τα έντεχνα ραδιόφωνα με το ομώνυμο τραγούδι, ανατέλλουσα ως πιθανή νέα δύναμη στον χώρο.

Όπως και άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* H χρησιμοποιούμενη φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που είχε δοθεί τότε στον Τύπο, ως promo


Από τα μικρά μαγαζιά της Ικαρίας (της ιδιαίτερης πατρίδας της), η Βιολέτα Ίκαρη έφτασε να γίνει η πιο συζητημένη νέα φωνή στο ελληνικό πεντάγραμμο. Πολύ απλά, γιατί δεν βρέθηκε κανείς ασχολούμενος να μην ρωτήσει «ποια είναι αυτή;» ακούγοντας το "Έλα Και Ράγισε Τον Κόσμο Μου"· είτε του άρεσε το τραγούδι, είτε όχι.

Δικαιωματικά, λοιπόν, το τραγούδι αυτό δίνει τώρα και τον τίτλο του πρώτου της δίσκου. Ο οποίος μας επιτρέπει να τη γνωρίσουμε καλύτερα και να βγάλουμε ορισμένα –αρχικά, τουλάχιστον– συμπεράσματα για το πώς βλέπει τα πράγματα και τι θέλει (ή τι μπορεί) να κομίσει στο σκηνικό του εγχώριου «έντεχνου» ήχου. 

Ένα καίριo συμπέρασμα (που δεν ξέρω βέβαια πόσο αφορά την Ίκαρη) είναι ότι, τελικά, η ανανέωση του «έντεχνου», η ανάγκη σύγκρισης με τα παλαιότερα ορόσημα, καθώς και η επανέναρξη του διαλόγου με τις μουσικές εξελίξεις της Δύσης, είναι όλα αιτήματα των ...απογοητευμένων με τα όσα ακούμε. Οι οποίοι τείνουμε σε σταθερές τροχιές απομάκρυνσης από το είδος, μα πασιφανώς μετριόμαστε λίγοι. Ως αποτέλεσμα, οι εξελίξεις καθορίζονται από τον πληθυντικό εκείνο που, ακόμα κι αν αντιλαμβάνεται πόσο έχει χαμηλώσει ο πήχης, προσαρμόζει τις απαιτήσεις του πάνω του. Ίσως από ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης και από μία λογική διατήρησης του ό,τι υπάρχει κόντρα στο «άλλο», μπας και ξημερώσουν ξανά ωραίες μέρες.

Ασφαλώς, είναι άδικο να επωμίζεται έναν τόσο πολύπλευρο διάλογο το ντεμπούτο μιας νέας κοπέλας, η οποία θα έχει τα άγχη της για αυτά τα πρώτα βήματα (χώρια τα γενικότερα άγχη που αντιμετωπίζουν όσοι καλλιτέχνες πρέπει να επιβιώσουν στο σημερινό σκηνικό). Είναι όμως και λυπηρό να ακούς το ντεμπούτο μιας φρέσκιας φωνής και την επόμενη μέρα να θυμάσαι μονάχα τον απόηχο των ερμηνειών της και κανένα τραγούδι –δεν μετρώ το "Έλα Και Ράγισε Τον Κόσμο Μου", καθώς εδώ συντελέστηκε η πρώτη επαφή, με αποτέλεσμα να γράψει στη μνήμη για λόγους συγκυριακούς. 

Η Βιολέτα Ίκαρη διαθέτει ένα χαρακτηριστικό γρέζι στη φωνή της, που  οδηγεί στην κάπως παράδοξη αίσθηση ότι ακούς τον Νίκο Παπάζογλου σε θηλυκή έκδοση. Αναγκαστικά, μια τέτοια συνθήκη δεν θα κάνει σε όλους. Ωστόσο, άπαξ και μάθαμε το όνομά της, δεν υπάρχει πλέον περίπτωση να την πετύχουμε στο ραδιόφωνο και να τη μπερδέψουμε με άλλη τραγουδίστρια. Είναι σπάνιο δώρο μια τόσο άμεση αναγνωρισιμότητα· και η Ίκαρη τυχερή, καθότι ξεκινά με ένα μεγάλο ατού στο πλευρό της.

Όμως το ατού αυτό σπαταλιέται. 

Στις συνθέσεις κυριαρχεί το αξιοπρεπώς βαρετό και η ασαφώς σκεπτόμενη κατήφεια, ενώ οι στίχοι ονειρεύονται ποιητικές προδιαγραφές, αδιαφορώντας για την προφορικότητα που χρειάζονταν ώστε να συμβεί ό,τι κάποτε λογιζόταν ως αυτονόητο: να τραγουδηθούν, ακόμα κι αν τα νοήματά τους τείνουν στην αφαίρεση, ακόμα και στο ά-λογο. Μόνο η Τάμμυ Τσέκου πήγε κάτι να γράψει στο "Φλυτζάνι", κάτι επιτέλους απτό και αφτιασίδωτα ανθρώπινο, μα το άφησε ανολοκλήρωτο. Κυριαρχεί επίσης μια παράταιρα μεγαλίστικη αίσθηση. Κάπου δηλαδή υπάρχει λάθος αν παίζω τον πρώτο δίσκο της Ίκαρη μα νιώθω λες κι ακούω το νέο άλμπουμ της Φωτεινής Βελεσιώτου, η οποία «μιλά» συνήθως από το δικό της ηλικιακό μετερίζι. 

Κανείς μας δεν ξέρει στο δεδομένο σημείο πού θα τα πάει τα φωνητικά της χαρίσματα η Ίκαρη και τι θα μπορέσει να κάνει με αυτά. Αλλά, ως σημείο εκκίνησης, το Έλα Και Ράγισε Τον Κόσμο Μου κρίνεται απογοητευτικό.



03 Νοεμβρίου 2022

Julia Jacklin - Crushing [δισκοκριτική, 2019]


Μια κριτική μου από τo 2019 στο άλμπουμ «Crushing» της Αυστραλέζας τραγουδοποιού Julia Jacklin. Η οποία φέτος το καλοκαίρι κυκλοφόρησε τον τρίτο της δίσκο, «Pre Pleasure», εδραιωνόμενη ως όνομα στο alternative pop/rock στερέωμα της πατρίδας της (στη Βρετανία ακόμα ασθμαίνει, οι Η.Π.Α. δεν την έχουν ακόμα ανακαλύψει).

Όπως και άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που έχει δοθεί ως promo στον Τύπο


Αποφάσισε να τον αφήσει όταν συνειδητοποίησε ότι, κοντά του, δεν είναι η «good woman» που προφανώς επιθυμούσε να είναι· μόνο που την ανησυχεί που αυτός ίσως έχει ακόμα εκείνη τη φωτογραφία, στην οποία ποζάρει γυμνή στο κρεβάτι του, στα 23 της χρόνια.  

Δεν είναι κάτι θεαματικό το "Body", είναι όμως ένα όμορφο τραγούδι, το οποίο μεταφέρει εύστοχα και αβίαστα την αλήθεια της δημιουργού του, επαναφέροντας ταυτόχρονα κάτι από τη χαμένη τιμή της κλασικής indie τραγουδοποιίας. Εκείνης που βασιζόταν πάντα σε απλά και νόστιμα υλικά και στη δύναμη μιας πειστικής αφήγησης από τον ενδότερο κόσμο, αντί να καβαλάει την τάδε ή τη δείνα αναβίωση και το όποιο πρόσκαιρο hype.

Γίνεται έτσι ιδανική αρχή για το Crushing, βήμα νο. 2 για την τραγουδοποιό Julia Jacklin από την Αυστραλία. Πόσο μάλλον αν το άλμπουμ βαδίζει και στη συνέχεια σε ανάλογους δρόμους, κοινωνώντας κάμποσες ακόμα ιστορίες. Oι οποίες εκτυλίσσονται (συνήθως) γύρω από/μετά από χωρισμούς, προσφέροντας απευθείας σύνδεση και επικοινωνία με την ψυχοσύνθεση μιας νέας κοπέλας που ψάχνει μέσω του έρωτα να απαντήσει στο ποια είναι. 

Είναι το παρορμητικό, πληγωμένο κορίτσι του "Pressure To Party", που θέλει να φύγει από όλα τα πάρτυ στα οποία την καλούν ώστε να τον ξεπεράσει χορεύοντας με αγνώστους; Είναι το κατασταλαγμένο κορίτσι του "You Were Right", που κάνει την ψύχραιμη αποτίμησή της αφού το έληξαν με το αγόρι, βρίσκοντας τα δικά της και τα δικά του δίκια; Είναι το ανασφαλές κορίτσι του "Good Guy", που όταν νιώθει μοναξιά θέλει να το ακούει, να το ακούει να το λες (είσαι η αγάπη της ζωής μου κτλ.); Είναι το κορίτσι του "Don't Know How To Keep Loving You"; Το οποίο έμπλεξε σε μια καλή σχέση, που δεν συνάδει όμως με τους ρυθμούς και τις ανησυχίες της ηλικίας της και δεν ξέρει έτσι πώς να συνεχίσει, από τη στιγμή που δεν υπάρχουν πια εκπλήξεις και ανατροπές;  

Στο Crushing δεν έχουν σημασία οι απαντήσεις. Όχι από τη στιγμή που οι ερωτήσεις απευθύνονται από ένα σημείο στο οποίο πραγματικά συναντιούνται η μουσική, ο λόγος και η τραγουδιστική έκφραση, κρατώντας ρόλους ισότιμους. Σκεφτείτε πόσοι διαφημισμένοι εναλλακτικοί δίσκοι της τελευταίας δεκαετίας δεν κατάφεραν να την κρατήσουν αυτήν την ισορροπία, κάνοντάς μας να νυστάζουμε, παρά την κατά καιρούς ενδιαφέρουσα στιχουργική τους. Ακόμα κι αν σωστά ανιχνεύσει κανείς τη συμπατριώτισσα Courtney Barnett πίσω από τα επιτεύγματα της Jacklin και την παρρησία με την οποία εκπέμπει το επίκαιρο ηλικιακό στίγμα της γυναικείας 20+ νεότητας, ούτε κι εκείνη έχει καταφέρει σε κάθε της δίσκο μέχρι σήμερα να μη ντελαπάρει.

Εντάξει, από εκεί και πέρα μπορείς να παρατηρήσεις ότι οι πιο λιτές, μπαλανταδόρικες στιγμές τύπου "Comfort" χάνουν τα πατήματά τους και ότι οι στίχοι μένουν εμμονικά προσκολλημένοι σε μια ερωτική θεματολογία: όταν πάνε να πουν και κάτι περισσότερο ("When The Family Flies In"), τα νοήματα θολώνουν. 

Δεν πειράζει. 

Η Jacklin φέρνει στο προσκήνιο την κοριτσίστικη της γλύκα χωρίς να ξεπέφτει σε γλυκερές μανιέρες. Αντιθέτως, μάλιστα: οι ερμηνείες της αποδεικνύονται από καρδιάς, δίνονται με πολύ καλή άρθρωση (η οποία βοηθά το ειδικό βάρος ορισμένων καίριων στίχων) και τηρούν ευεργετικές για τα αυτιά μας αποστάσεις από τα γνωστά indie νιαουρίσματα της προκάτ ευαισθησίας. Το Crushing βρέθηκε επάξια στο αυστραλέζικο top-10 (#8) και έκανε ήδη το δειλό του πέρασμα κι εδώ προς Ευρώπη μεριά (Βρετανία #67). Τα υπόλοιπα, θα τα δούμε εν καιρώ.