23 Οκτωβρίου 2022

Μπάμπης Παπαδόπουλος - συνέντευξη (2010)


Η δισκογραφική επιστροφή του Μπάμπη Παπαδόπουλου με το ΕΡ «IN[A]HABIT», όπου φιλοξενούνται 4 οργανικές συνθέσεις που δημιουργήθηκαν για την ομώνυμη παράσταση (σύγχρονου) χορού της ομάδας Creo Dance Company (Ιούνιος 2022), παρέχει εκ νέου επικαιρότητα στον σημαντικό αυτό μουσικό. Τον οποίον μάθαμε ασφαλώς από τις Τρύπες, μα τον ακολουθήσαμε έπειτα και στις εκλεκτικές, ιντριγκαδόρικες περιπέτειες της σόλο διαδρομής του.

Μία από αυτές, λοιπόν, ήταν και το άλμπουμ του 2010 «Από Τη Σπηλιά Του Δράκου» (κι αυτό στην Puzzlemusik, όπως και το φρέσκο «IN[A]HABIT»), για το οποίο μπορείτε να δείτε και να μάθετε περισσότερα πατώντας εδώ.

Με την αφορμή της επικαιρότητας, λοιπόν, παρουσιάζεται εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις– μια κουβέντα που κάναμε με τον Παπαδόπουλο πίσω στο 2010, τότε που έβγαλε το «Από Τη Σπηλιά Του Δράκου». Πρωτοφιλοξενήθηκε στις σελίδες του περιοδικού Ήχος και δημοσιεύεται για πρώτη φορά στο ίντερνετ.

* Οι φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που έχει δοθεί κατά καιρούς στον Τύπο. Η κεντρική ανήκει στον Σίμο Σαλτιέλ


Είναι δίσκος διασκευών το «Από Τη Σπηλιά Του Δράκου»; Επανεκτελείτε μεν τραγούδια του παρελθόντος, αλλά τόσο η μεταχείρισή τους ως μελωδίες (χωρίς λόγια και φωνή) όσο και η απόφασή σας να συμπεριλάβετε δικές σας συνθέσεις, δημιουργούν την εντύπωση ότι έχετε προχωρήσει σε κάτι διαφορετικό...

Υπάρχουν μουσικοί οι οποίοι έχουν προβεί σε επανεκτελέσεις ρεμπέτικων κομματιών, όλα αυτά τα χρόνια. Για εμένα, λοιπόν, δεν έχει ενδιαφέρον άλλος ένας τέτοιος δίσκος. Θέλησα περισσότερο, με αφορμή τα συγκεκριμένα τραγούδια, να δοκιμάσω να μεταφέρω στο σήμερα την αισθητική εκείνης της εποχής.

Γιατί επικεντρωθήκατε αποκλειστικά σε υλικό της δεκαετίας του 1930; Οφείλεται στην παραδοχή ότι κατόπιν το ρεμπέτικο ύφος μετεξελίσσεται σε λαϊκό; Και τι υπαγόρευσε την εξαίρεση του "Ένα Τραγούδι Απ' Τ' Αλγέρι" –τραγούδι του 1948;

Επικεντρώθηκα στη δεκαετία το 1930 γιατί πάντα με συγκινούσε στα τραγούδια εκείνης της περιόδου η λιτότητα στη μελωδική κίνηση και η δύναμη στην έκφραση, που είναι αποτυπωμένη στις πρώτες ηχογραφήσεις. 

Όσο για το "Ένα Τραγούδι Απ' Τ' Αλγέρι", πρόκειται για κομμάτι το οποίο έχει παιχτεί σε πολλές (επαν)εκτελέσεις –ακόμη κι από τον ίδιο τον συνθέτη του. Αλλά είναι η πρώτη του εκδοχή που με συγκινεί ακόμη. Μου αρέσει ιδιαίτερα το εξωτικό στοιχείο της που, τελικά, νομίζω, πάντα γοήτευε τους δημιουργούς αυτής της μουσικής.  

Υπάρχει δημιουργική συνέχεια με το «Σκηνές Από Ένα Ταξίδι» (2008); Ή ανοίγετε μια παρένθεση με το νέο άλμπουμ;
            
Υπάρχει συνέχεια. Άλλωστε φαίνεται νομίζω και από την αισθητική των δύο δίσκων. 

Παρατήρησα ότι διαλέξατε να ανασκευάσετε δύο συνθέσεις του Γιώργου Μπάτη. Οφείλεται σε κάποια προτίμησή σας στο έργο του;
                      
Τα  τραγούδια του Μπάτη είναι από τα πιο λιτά του ρεπερτορίου. Οπότε, εκτός του ότι μου ξεριζώνει την καρδιά η φωνή του και η δύναμη των μελωδιών του, μια τέτοια λιτότητα βοηθάει στην επιπλέον μελωδική και αρμονική ανάπτυξη.

Ένας τέτοιος δίσκος έχει τη δυνατότητα να φέρει κοντά σας κι ακροατές που ενδεχομένως να μη σας παρακολουθούσαν. Από την άλλη, κάποιοι ίσως θεωρήσουν ότι ένας δίσκος «διασκευών» ως δεύτερο προσωπικό βήμα δείχνει αδυναμία εύρεσης πρωτότυπου υλικού. Σας απασχολεί η πρόσληψη του υλικού σας από το ευρύτερο κοινό;
      
Τα εξασκημένα αυτιά μπορούν να καταλάβουν την πρωτοτυπία του υλικού του άλμπουμ «Από Τη Σπηλιά Του Δράκου» –όπως και τη δουλειά που χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί το συγκεκριμένο εγχείρημα. Σε αυτά τα αυτιά με ενδιαφέρει να φτάσει ο δίσκος. Άλλωστε η πορεία μου έχει δείξει γιατί κάνω μουσική και σε ποιους απευθύνομαι.

Σε αυτή σας την πορεία, ωστόσο, έχετε ταυτιστεί, για πολλούς, με τις Τρύπες και με το rock. Τα ρεμπέτικα ενυπήρχαν στα ακούσματά σας από το ξεκίνημά σας; Ή τα συναντήσατε αργότερα;

Δεν πιστεύω ότι υπάρχει άνθρωπος στη χώρα που να μην έχει ακούσει, κάποια στιγμή στη ζωή του, έστω και τυχαία, ρεμπέτικα τραγούδια. Εμένα με έφερε ακόμη πιο κοντά τους το γεγονός ότι δούλεψα σαν μουσικός σε χώρους όπου παιζόταν αυτή η μουσική. Πράγματι, τότε εκφραζόμουν καλύτερα μέσα από το rock, αργότερα όμως και μέσα από όλες τις μουσικές τις οποίες άκουσα –και ακούω. 

Θα πρέπει  να βιώσατε από πρώτο χέρι τη ρεμπέτικη αναβίωση της δεκαετίας του 1980, ως ακροατής. Πρόσφερε κάτι στη μεταγραφή του αυθεντικού βιώματος στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης; Ή υπήρξε μια στείρα αναβίωση, βασισμένη σε έναν άγαρμπο εκσυγχρονισμό;

Δεν μπόρεσα ποτέ να ταυτιστώ με όσους «μερακλήδες» κάνουν τούμπες χορεύοντας ένα ζεϊμπέκικο του Μάρκου Βαμβακάρη ή με εκείνους που λούζουν με λουλούδια την τραγουδίστρια (ή τον τραγουδιστή) στο άκουσμα της "Γυφτοπούλας". 

Από την άλλη, μια τέτοια αναβίωση διατήρησε για τις επόμενες γενιές –μέσα από ανθρωπους που αγάπησαν το ρεμπέτικο και το αναπαρήγαγαν με σεβασμό– την τεχνική, την τεχνοτροπία και την αισθητική μιας εποχής που απετέλεσε την αρχή και τη βάση για τη εξέλιξη του μετέπειτα λαϊκού τραγουδιού. Μια γνώση που είναι καλό να την έχουμε. Κι όσον αφορά εμένα, είναι και μια πρώτη ύλη για εξέλιξη. 

Ποιες στάθηκαν οι κύριες δυσκολίες τις οποίες προέβαλλε το επιλεγμένο υλικό, όσο φτιάχνατε το άλμπουμ; Τι είχατε κατά νου να αποφύγετε;

Το πιο δύσκολο για εμένα ήταν να κάνουμε αυτά τα τραγούδια να ακουστούν με τη φυσικότητα που έχει η πρώτη τους ηχογράφηση, χρησιμοποιώντας σύγχρονες μουσικές τεχνικές. Να μην απομακρυνθούν δηλαδή από την ουσία των αυθεντικών εκτελέσεων. Αισθητικά, επίσης, ήθελα να φύγουμε από τη «μαγαζίλα» των ρεμπετάδικων, του στυλ πίνω κρασιά και ουρλιάζω ό,τι θυμάμαι από τους στίχους των τραγουδιών.

Πόσο ουσιαστική σχέση πιστεύετε ότι έχει η σημερινή νεολαία με αυτή τη ρεμπέτικη κληρονομιά, σε μια εποχή αγγλόφωνης άνθισης, η οποία έχει φέρει μαζί κι έναν σνομπισμό για ό,τι «μυρίζει» ελληνικότητα;

Δεν πιστεύω στην κληρονομιά. Η κληρονομιά σημαίνει ιδιοκτησία και κανένα είδος μουσικής δεν αποτελεί ιδιοκτησία κανενός. Πιστεύω όμως στην έννοια της παράδοσης, από την άποψη της μεταφοράς της γνώσης, της  εμπειρίας, της αισθητικής. Όταν αυτή διαχειρίζεται με τρόπο δημιουργικό, μπορεί να φτιάξει κάτι που να τους αφορά όλους –πέρα από ηλικίες και, φυσικά, πέρα από εθνότητες. Είμαστε πολίτες μιας παγκόσμιας κοινωνίας, θέλουμε δεν θέλουμε!



22 Οκτωβρίου 2022

Μπάμπης Παπαδόπουλος - Μουσική Για Την Παράσταση Χορού «Βορεάδες» [δισκοκριτική, 2018]


Τον Μπάμπη Παπαδόπουλο τον (πρωτ)αγαπήσαμε ως κιθαρίστα στις εμβληματικές Τρύπες και τον επαν-εκτιμήσαμε μετά τη διάλυσή τους, μέσω της περιπετειώδους ηχητικής διαδρομής που χάραξε ως σόλο καλλιτέχνης. 

Τμήμα της τελευταίας ήταν και δίσκος-soundtrack που υπέγραψε στα τέλη του 2018 για την παράσταση «Βορεάδες» της ομάδας σύγχρονου χορού Creo Dance Company, ο οποίος εκδόθηκε από την Puzzlemusik. 

Τώρα, το ανήσυχο label του Χρήστου Αλεξόπουλου επαναφέρει τον Θεσσσαλονικιό δημιουργό στο προσκήνιο με μια νέα συναφή δουλειά: ένα ΕΡ ονόματι «IN[A]HABIT», όπου περιέχονται 4 οργανικές συνθέσεις που έντυσαν μία ακόμα παράσταση της  Creo Dance Company –την ομώνυμη, που παρουσιάστηκε τον Ιούνιο στο Σύγχρονο Θέατρο.

Μια καλή αφορμή, επομένως, για επιστροφή στους «Βορεάδες». Το αρχικό κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Στα 18 χρόνια που κύλησαν αφότου διαλύθηκαν οι Τρύπες, οι περισσότεροι από τους παλιούς fans ακολούθησαν τον Γιάννη Αγγελάκα. Σε διάφορες φάσεις μιας αποσπασματικής μα επιτυχημένης προσωπικής καριέρας, από την οποία αν μη τι άλλο δεν έλειψε η ανησυχία, παρά την ...ανησυχητική σύγκλιση με το κοινό των έντεχνων συναυλιών. Όμως –αναπάντεχα ίσως, με βάση το τι θα προβλέπαμε πίσω στο 2001– την έκπληξη έκανε τελικά η πιο συνεπής στις δισκογραφικές της παρουσίες, αλλά (συγκριτικά) αποτυχημένη ως προς την ευρύτερη απήχησή της σόλο πορεία του Μπάμπη Παπαδόπουλου. Και το soundtrack που έφτιαξε για τους «Βορεάδες» έρχεται να σφραγίσει αυτή την εντύπωση.    

Η λέξη «έκπληξη», βέβαια, ίσως έχει χάσει το εκτόπισμά της έτσι όπως καταστρατηγήθηκε από τους μουσικογραφιάδες του νέου μιλένιουμ, συχνά κολλώντας δίπλα σε πράγματα τα οποία δεν διέκρινε τίποτα το αναπάντεχο (πόσο μάλλον το εκπληκτικό). Όμως στέκει κυριολεκτικά, αν συμπυκνώσουμε τις καταγραφές του Μπάμπη Παπαδόπουλου: ο 20άρης που στα μέσα των 1980s ξεπατίκωνε με πάθος τα κιθαριστικά διδάγματα των Gang Of Four, μετασχηματίστηκε στον 35άρη που και την Αγρύπνια του Θανάση Παπακωνσταντίνου ενορχήστρωσε με φρεσκάδα και δίπλα στον ευρωπαϊκών προδιαγραφών αυτοσχεδιασμό του Φλώρου Φλωρίδη μπόρεσε να σταθεί (2002). Κατόπιν, το 2010, έγινε ο 40άρης του δίσκου Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου (δείτε εδώ), ο οποίος φαντάστηκε εκ νέου τα ρεμπέτικα δεδομένα του μακρινού Μεσοπολέμου· και, πλέον, ο 50άρης που φέρνει το αναγνωρίσιμο ηλεκτρικό του παίξιμο να συγκατοικήσει με ηλεκτρονικά στοιχεία.

Στους «Βορεάδες», λοιπόν, ο Παπαδόπουλος είναι το απόσταγμα όλων των παραπάνω, μα την ίδια στιγμή και κάποιος άλλος· μια καινούρια εκδοχή του καλλιτέχνη που ξέρουμε. Εκείνος επενδύει μια παράσταση σύγχρονου χορού της Creo Dance Company (σε χορογραφία-έρευνα της Πωλίνας Κρεμαστά) με 5 ορχηστρικές συνθέσεις συνολικής διάρκειας 54 λεπτών, ενώ εμείς έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε την ηλεκτρική του κιθάρα να ψηλαφεί τη θέση της σε ένα αρκετά πυκνό ηλεκτρονικό τοπίο, αρθρωμένο με λούπες, λογιών-λογιών εφέ και samples. Κι αν κάτι πρέπει να τονιστεί με έμφαση, είναι ότι η κιθάρα δεν ψάχνει απλά να χωρέσει ή να βολευτεί (έστω και τσίμα-τσίμα), ώστε να πετύχει η επιδιωκόμενη συμπόρευση. Ίσα-ίσα, αναζητεί το πώς θα συνυπάρξει ουσιαστικά. Κι αν εξαιρέσεις την επαναληπτική τροχιά του "Αέναος", η οποία ίσως δοκιμάζει την υπομονή σου από τη στιγμή που υπερβαίνει το 8ο/9ο λεπτό, τους βρίσκει τους τρόπους, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τα κομμάτια "Στην Κοσμόπολη" και "Περιπλανώμενος".

Κάτι εξίσου σημαντικό είναι ότι όλα τα ηλεκτρονικά  προέρχονται από τον ίδιο τον Παπαδόπουλο. Πρόκειται για σημείο-κλειδί, αφενός γιατί δεν έχουμε κάποιο δεύτερο πρόσωπο να κομίζει το εν λόγω σύμπαν των ήχων, αφετέρου γιατί όλες αυτές οι λούπες, τα samples και τα εφέ δεν εδράζονται στη νοσταλγία για τα 1980s ή τα 1990s την οποία κουβαλούν πολλά από τα «μπλιμπλίκια» που κυριαρχούν εκεί έξω, επιβραβευόμενα για την αμετροεπή τους ρετρομανία. Αντιθέτως, ο χαρακτήρας τους είναι σύγχρονος. Κάτι που και την κεντρική ιδέα των «Βορεάδων» υπηρετεί έξοχα (το χτίσιμο δηλαδή μιας νέας κοινότητας, βάσει παλαιότερων υλικών), μα και το αυτί ιντριγκάρει, ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα ωραία που προκύπτουν από την εμπλοκή της ηλεκτρικής κιθάρας. 

Ασφαλώς, κάθε κριτική σε soundtrack που αγνοεί το έργο για το οποίο έχει εξαρχής γραφτεί (όπως η παρούσα), υπόκειται σε μια σημαντική έλλειψη: διαφεύγει η λειτουργική σύνδεση της μουσικής με τα δρώμενα. Εν προκειμένω, μπορείς ίσως να φανταστείς ότι μια σύνθεση σαν την "Απόγειο" θέλει να εκφράσει τα παλλόμενα βήματα των χορευτών και την κίνηση εκείνη που ξεκινά από τη γη και πορεύεται ανοδικά· όμως λείπει η από πρώτο χέρι εμπειρία και ελλοχεύει έτσι εκείνο το φριχτό, αγοραίο τσιτάτο «σου δημιουργεί εικόνες στο μυαλό». 

Ευτυχώς, η δουλειά του Παπαδόπουλου διαθέτει επαρκή αυταξία, ώστε να μπορεί να ακουστεί –άρα και να αποτιμηθεί– (και) ανεξάρτητα από την παράσταση της οποίας υπήρξε οργανικό μέρος. Είναι ένα χάρισμα που το διακρίναμε και στο παρελθόν, με το soundtrack του λ.χ. για την ταινία του Γιάννη Οικονομίδη «Το Μικρό Ψάρι» (2014). Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, οι «Βορεάδες» θα ξαναπαιχτούν στην Αθήνα  (θέατρο Ροές, για 4 παραστάσεις), για όσους ενδιαφέρονται να διαπιστώσουν τι πέτυχε το score και ως προς τη λειτουργικότητά του.



21 Οκτωβρίου 2022

Νίκος Χαλβατζής - ανταπόκριση (2019)


Από τα ονόματα που μπήκαν στην εγχώρια δισκογραφία μετά τον «Βραχνό Προφήτη» του Θανάση Παπακωνσταντίνου (2000) με στόχο να υπηρετήσουν ένα ανοιχτών οριζόντων ελληνικό τραγούδι, αυτό του Νίκου Χαλβατζή δεν έχει πάψει να με απασχολεί. Χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι έχω σταθεί με το ίδιο ενδιαφέρον σε κάθε του μέχρι στιγμής δουλειά.

Περισσότερη σημασία έχει ότι ο Χαλβατζής είναι τραγουδοποιός που δεν στερείται στίγματος, ο οποίος πορεύεται σε μια συνειδητά ιδιαίτερη διαδρομή, επιλέγοντας λ.χ. να αφήσει την Αθήνα για να ζήσει στην Κοζάνη ή βγάζοντας δίσκους μόνο όταν αισθάνεται ότι έχει κάτι να καταθέσει –γι' αυτό και η εργογραφία του από το 2006 που εμφανίστηκε παραμένει μικρή. «Θεωρώ τη γραφή μου πιο λόγια και ακριβή από ό,τι μου καταλογίζεται. Πολλοί στέκονται στα σημεία του πειραματισμού, αλλά είναι νομίζω μια βιαστική ανάγνωση αυτού που κάνω», είχε πει χαρακτηριστικά τον Μάρτιο του 2015 στον φίλο και πάλαι ποτέ συνοδοιπόρο μου στα ερτζιανά Στυλιανό Τζιρίτα. 

Τον Δεκέμβριο του 2019 πήγα λοιπόν στο Six d.o.g.s. για να δω τον Χαλβατζή να παίζει ζωντανά. Μια ανταπόκριση από εκείνη τη βραδιά βρήκε τον δρόμο της δημοσίευσης στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, κυρίως αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στο Six d.o.g.s. και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Ο Νίκος Χαλβατζής δρα περιστασιακά. Έχει κάνει τις επιλογές του, με αποτέλεσμα ούτε να τον ακούμε συχνά, ούτε και να τον βλέπουμε εύκολα σε ζωντανή εμφάνιση. Παρά ταύτα, οι 3 δίσκοι που σποραδικώς κατέθεσε από το 2006 ως το 2014, αν και ποτέ δεν μπήκαν σε «πιάσε Μελωδία» τροχιά για να τους πεις επιτυχημένους με τους όρους της εγχώριας μουσικής βιομηχανίας, έκαναν τη δική τους μικρή «φασαρία» ανάμεσα σε όσους αναζητούν το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. 

Κι έτσι το Six d.o.g.s. την Πέμπτη το βράδυ είχε τον κόσμο του· ούτε πολύ, αλλά ούτε και λίγο. Ήταν μάλιστα μια συναυλία στην οποία έδωσαν το παρών και καλλιτέχνες με ανάλογες ή παρεμφερείς ανησυχίες –όχι συχνό φαινόμενο: φεύγοντας χαιρέτισα τον Αποστόλη Αρμάγο, τον Διαμαντή Διαμαντίδη και τον Lumiere, ενώ το μάτι μου πήρε και τον Αλέξανδρο Εμμανουηλίδη. Και ίσως να μην ήταν οι μόνοι ανάμεσα στο κοινό. Στη σκηνή, τώρα, ο Χαλβατζής είχε δίπλα του τον Κωνσταντίνο Τσιώλη, τον Δημήτρη Γρηγοριάδη (αμφότεροι των Τεφλόν) και τον Παντελή Ραβδά. Κι ένα πράγμα που μου έκανε άμεση εντύπωση, είναι ότι δεν ήταν η «τυπική» συναυλία που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε από τραγουδοποιούς. Αποκόμιζες δηλαδή την αίσθηση ότι δεν έπαιζε ο πρωταγωνιστής και οι συνοδευτικοί του μουσικοί, αλλά μια τετράδα. 

Τα τραγούδια του Χαλβατζή ζητούν προσήλωση. Δεν είναι συμβατά με τον κόσμο που πάει στις συναυλίες για να τα πει και λίγο με τους γνωστούς του ή με όσους έχουν τον νου τους παράλληλα και στο smartphone: και στις δύο περιπτώσεις θα χαθούν από τον ορίζοντα, καθώς ούτε έχουν φτιαχτεί να λειτουργούν ως χαλί, ούτε βασίζονται σε κάποιο «μεγάλο» ηχητικό οικοδόμημα, ικανό να απασχολεί το αυτί σου σε παράλληλη δράση. 

Ευτυχώς όσοι ήρθαν στο Six d.o.g.s. ήταν υποψιασμένοι. Στύλωσαν λοιπόν με ευλάβεια το βλέμμα στους 4 μουσικούς και αφέθηκαν να βυθιστούν, ερχόμενοι στο προσκήνιο μόνο για να χειροκροτήσουν ή καθώς σιγομουρμούριζαν τους στίχους στον "Άνθρωπο Με Το Μικρότερο Σπίτι Στον Κόσμο", στον "Φυγά" και στον "Διάδοχο". Να σημειώσουμε εδώ ότι η συναυλία ευτύχησε να έχει και πολύ καλό ήχο (δουλειά του Γιάννη Ταβουλάρη), κάτι που ενίσχυσε περαιτέρω τον χαρακτήρα του υλικού.

Ο Χαλβατζής δείχνει δημιουργός που πιστεύει στην αξία των βασικών πραγμάτων. Τα τραγούδια του δεν είναι εύκολα, ωστόσο δεν τους λείπει η αμεσότητα –κι εδώ παίζει σημαντικό ρόλο η ερμηνεία, καθώς τα κοινωνεί με μια καθάρια αποτελεσματικότητα, η οποία πραγματικά σε υποβάλλει. Την ίδια στιγμή εμπεριέχουν και μικρές ενορχηστρωτικές ανατροπές, που ιντριγκάρουν το αυτί σου με εκείνο το κάτι διαφορετικό. Όσο κι αν βρίσκεις λίγο Παύλο Παυλίδη, Θανάση Παπακωνσταντίνου ή Σωκράτη Μάλαμα εδώ, λίγα Διάφανα Κρίνα εκεί, λίγο τις εναλλακτικές κιθάρες του Conor Oberst (και της νεότερης Αμερικής, γενικότερα) πιο πέρα, το αποτέλεσμα παραμένει Νίκος Χαλβατζής. 

Πότε ηλεκτρικός και πότε πιο έντεχνος, μα συνάμα ούτε εμφανώς ηλεκτρικός ούτε εμφανώς έντεχνος, ο τραγουδοποιός υφαίνει μεθοδικά τη δική του παρουσία στο πεντάγραμμο. Και στη ζωντανή διάσταση όχι μόνο την υπερασπίστηκε επιτυχώς, μα άφησε και ζωηρή την εντύπωση καθώς έπιανε τον μπαγλαμά ή καθώς έλεγε για «καμμένα χωριά» ότι εδώ –ακριβώς εδώ– βρίσκεται το σύγχρονο τραγούδι που αιτούμαστε όσοι έχουμε ξανοιχτεί μεν (και) στη rock έκφραση της Δύσης, μα επιθυμούμε και το στιβαρό, στιχοκεντρικό περιεχόμενο που χαρακτηρίζει την εγχώρια δημιουργία, κάνοντάς σε να ...τραγουδάς. Και όπως ξέρουν κατά βάθος ακόμα και όσοι ονειρεύονται να ζούσαν στις Λόντρες και στα Παρίσια, είναι πάντα αλλιώς να τα λες στη δική σου γλώσσα. Πρόκειται για ένα γερό νήμα, που ενώνει τον Βασίλη Τσιτσάνη με τους Τρύπες και τους Στέρεο Νόβα, φτάνοντας ως την επίκαιρη χιπ χοπ νεολαία (όχι εκείνη που γράφει μοδάτες βλακείες, την άλλη).

Η συναυλία στο Six d.o.g.s. λειτούργησε παράλληλα και σαν προάγγελος ενός 4ου δίσκου, ο οποίος ίσως έρθει μέσα στην άνοιξη του 2020, ανοίγοντας έναν νέο κύκλο δράσης για τον Χαλβατζή, αφού –όπως ο ίδιος έχει δηλώσει– το Άλφα Ζεύγος έκλεισε το 2014 τον δημιουργικό κύκλο που άνοιξε το ντεμπούτο Πλάνο Εξόδου (2006). Αναζητείστε και θα σας δοθεί, το λέει και η Αγία Γραφή.



18 Οκτωβρίου 2022

Zebra Tracks - Waves [δισκοκριτική, 2015]


Μια κριτική μου από τo 2015 στο άλμπουμ «Waves» των Zebra Tracks, οι οποίοι σε κάποιο σημείο συγκαταλέγονταν στα ευρέως αναγνωρίσιμα (εγχώρια) indie ονόματα για την alternative διασκέδαση του ευρύτερου αθηναϊκού κέντρου.

Όπως και άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Αν μου ζητούσαν να αναφέρω ένα εγχώριο μουσικό όνομα που να ακούστηκε πολύ στο σινάφι μας κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας των 2010s, αλλά να μην εξαργύρωσε αυτή τη φήμη «εκεί έξω», ίσως διάλεγα τους Zebra Tracks. 

Δεν νομίζω δηλαδή ότι υπάρχει άνθρωπος που να μην τους ξέρει ανάμεσα σε όσους γράφουμε για μουσική ή στο μικρό εκείνο κοινό που από το 2004 κι έπειτα στήριξε την indie φάση –λυπάμαι, φάση και όχι σκηνή– στη Σύνταγμα/Καρύτση/Αβραμιώτου/Γκάζι ακτίνα. Σε αυτόν τον κόσμο, οι Zebra Tracks υπήρξαν και γνωστοί και αναγνωρίσιμοι· και σαν γκρουπ και σαν ξεχωριστές φιγούρες, αφού για αρκετούς δημοσιογραφούντες μα και για διάφορες γνωστές φάτσες σε συναυλίες είναι «o Ζήσης, ο Γιώργος ο Νίκας, ο Αντώνης». Έξω ωστόσο από το συγκεκριμένο πλαίσιο, μάλλον δεν συνέβη ποτέ τίποτα, παρά τη δισκογραφική περιπέτεια του Collective Guilt (2012) στο πάντα εξωτικό (για μας) Μαϊάμι.

Τα παραπάνω φωτίζουν και το τι συμβαίνει με το Waves. Μέχρι τώρα, δηλαδή, οι Zebra Tracks έδειχναν λίγο-πολύ βολεμένοι με το να παρέχουν ένα αθηναϊκό soundtrack σε όσους ακούγανε indie πράγματα, μη θέλοντας κάτι περισσότερο από ένα οικείο «χαλί», το οποίο να παίζει στο φόντο της φιλικής μάζωξης στο σπίτι ή του ποτού σε «κοινοτικά» στέκια σαν το Key. Αναπαρήγαν (με συγκρότηση, ομολογουμένως) τις δόξες του βρετανικού post-punk και των κλαδιών του, παίζοντας μουσική που σε καμία περίπτωση δεν πρόσβαλλε τη νοημοσύνη σου, μα δεν άλλαξε και ποτέ τη ζωή κανενός. Σαν άπειρα ακόμα συγκροτήματα στο πλανητικό στερέωμα που πήραν μικρόφωνα, κιθάρες και ντραμς για να το κάνουν κι εκείνα «όπως» οι ηρωές τους. Η σχετική ιστορία είναι πιο παλιά και από τους Beatles. 

Αλλά το Waves δείχνει μια αντίληψη ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τα '10s βρίσκονται πια στα μέσα τους, οι 20άρηδες του 2004 είναι πλέον και με τη βούλα 30άρηδες, οι 20άρηδες πάλι που πήραν την (indie) σκυτάλη ψήνονται (για την ώρα) περισσότερο με τη νεοψυχεδέλεια παρά με το post-punk, τα μούσια αρχίζουν να μη θεωρούνται και τόσο cool, το ελληνικό indie δεν το αποκαλούν πια «σκηνή» ούτε όσοι λύσσαξαν κάποτε να μας πείσουν πως έτσι είχαν τα πράγματα. Έτσι, οι Zebra Tracks καβαλάνε τα Κύματα και ψάχνουν για τη νέα στεριά.   

Γίνονται λοιπόν κάτι τις πιο ποπ, δίνουν μια ώθηση σε πιο χορευτικούς ρυθμούς ("Indian Summer"), ψάχνουν με λίγα λόγια την ανανέωση σε γειτνιάζουσες περιοχές του ήχου τους, χωρίς να εγκαταλείπουν τη βασική κατεύθυνση ("Waves", "Writing Fields"). Και χωρίς βέβαια να πάνε κι εκείνοι προς τις ψυχεδέλ αναβιώσεις, όπου ο συναγωνισμός φαντάζει πλέον πραγματικά μεγάλος. Πολύ σωστά το βλέπουν, είναι η γνώμη μου. Και τραγούδια σαν το αληθώς καλοστεκούμενο "Grains Of Sand" (που πρωτακούσαμε πέρυσι, σε ένα ΕΡ-προπομπό του Waves) τους επιβεβαιώνουν, διατηρώντας τους αναγνωρίσιμους μα συνάμα φρεσκαρισμένους. 

Τίποτα ωστόσο από αυτά δεν επανακαθορίζει τη μεγάλη εικόνα. Οι Zebra Tracks ή, εφόσον επιμένετε, «o Ζήσης, ο Γιώργος ο Νίκας, ο Αντώνης (και ο Νικόλας στα ντραμς)», ανανεώνουν μεν τον ήχο τους, παραμένουν δε μια εγχώρια αντανάκλαση παγιωμένων εναλλακτικών τάσεων του διεθνούς ποπ/ροκ στερεώματος. 

Μπορεί η εκτελεστική τους δεινότητα να γνωρίζει πρόοδο, μπορεί η άνεσή τους με την κατασκευαστική διαδικασία ενός τραγουδιού να έχει εξελιχθεί σε σύγκριση με τις μέρες των "Silicone Valley" και "Borealis Fallacia", αλλά οι δημιουργικές τους φιλοδοξίες τελειώνουν εκεί ακριβώς όπου αρχίζουν: επιμένουν να το κάνουν όπως στους (διεθνείς) δίσκους τους οποίους ακούνε (τους ακούμε κι εμείς), αδιαφορώντας για οτιδήποτε ελληνικό, αθηναϊκό, ζίμπρα, ζήσικο, γιωργονίκικο, καββαδιώτικο –πείτε το όπως θέλετε τέλος πάντων το «διακριτό». Κι έτσι, πέρα από τις ευπρόσωπες ανοιχτωσιές του Waves και κάτω από τον πράγματι δουλεμένο νέο ήχο εξακολουθούν να φτιάχνουν μουσική που επουδενί δεν θα σε προσβάλλει, μα ποτέ δεν θα σου αλλάξει και τη ζωή.



16 Οκτωβρίου 2022

The Velvoids - Polynesia Baby [δισκοκριτική, 2014]


Μια κριτική μου από τo 2014 στο ντεμπούτο των Velvoids, που εκείνες τις μέρες είχαν κερδίσει κάμποση δημοσιότητα ανοίγοντας τη συναυλία των Brian Jonestown Massacre στην Αθήνα.

Όπως και άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Οι ρυθμοί των εγχώριων πραγμάτων είναι συχνά αργοί και ενδέχεται να δημιουργούν παραπλανητικές εντυπώσεις. Στο δελτίο Τύπου για την έκδοση του Polynesia Baby, λ.χ., διαβάζεις ότι πρόκειται για το ντεμπούτο των Velvoids. Οπότε, αν δεν είσαι χωμένος στα γκαραζοψυχεδελικά πράγματα της πρωτεύουσας, μπορεί και να νομίσεις ότι η Δώρα Χ με τον Vice Lesley πήραν τις κιθάρες τους κανα-δυο-τρία χρόνια πριν, καβαλώντας κι εκείνοι στο τρένο μιας παγκόσμιας τάσης. Αλλά οι Velvoids υπάρχουν από το 2003· και πριν το Polynesia Baby έχουν μια σειρά ΕΡ κυκλοφοριών, με (κάπως) γνωστότερο το Las Freak Voodoo του 2012, που νομίζω μάλιστα πως είναι πια και εξαντλημένο. 

Αυτή η παρατήρηση δεν γίνεται απλά για το βολικό μιας εισαγωγής. Όπως τουλάχιστον το βλέπω εγώ, δηλαδή, μια δεκαετία πάνω-κάτω και το συναφές «ψήσιμο» των Velvoids σε συναυλίες, ηχογραφήσεις και στην όλη ανεξάρτητη πορεία την οποία έχουν χαράξει μέσω της TBMr Records, θα έπρεπε να τους έχει οδηγήσει σε μια κατάθεση με περισσότερη άποψη. Γιατί ζούμε στο 2014, όχι στο 1984. Με μερικά κλικ έχεις σπίτι σου την τελευταία γκαραζοροκιά απ' όπου μπορείς να φανταστείς. Χώρια τον πλούτο των ύστερων 1960s, που κάποτε αποκτούσες μόνο με σεβαστά χρηματικά ποσά. 

Βρίσκω λοιπόν άστοχη την οπτική «καν' το όπως εκείνοι που αγαπάς», η οποία δεν αφορά βέβαια μόνο τους Velvoids, μα και το μεγαλύτερο κομμάτι της εγχώριας αγγλόφωνης παραγωγής, καθώς και πάμπολλα συγκροτήματα του εξωτερικού. Διάβολε, θέλουμε την άποψή σου για όσα σου παίρνουν τα μυαλά, η δισκογραφία δεν είναι διαγωνισμός τελειότερης απομίμησης. Γεμίσαμε μπάντες με άρτια παιξίματα και καλές παραγωγές, απλά για να πεθυμήσουμε κάποιους εγχώριους ήρωες του παρελθόντος, που μπορεί να τα έκαναν σαλάτα στα κατασκευαστικά και να μίλαγαν αστεία αγγλικά ή να κολλούσαν ελληνικά που «κούναγαν» στους αγγλοσαξονικούς ρυθμούς, όμως είχαν κάτι περισσότερο να πουν για αυτά που τους έκαιγαν. 

Στην περίπτωση των Velvoids, τώρα, λυπάσαι που δεν βρίσκεις αρκετά καλά να πεις για το Polynesia Baby, ακριβώς γιατί δείχνουν ότι το μπορούσαν αυτό το βήμα παραπέρα. Στις ζωντανές εμφανίσεις εκλύουν οργιαστική ενέργεια, η οποία συνυπάρχει μερικές φορές με έναν γουστόζικο rock αισθησιασμό. Αλλά εδώ εντοπίζεις μόνο τον δεύτερο, στο καλύτερο τραγούδι της δουλειάς "Dead Don't Dance". Κατά τ' άλλα τους τρώνε οι διαδρομές ρουτίνας: αρκούνται σε ένα καλοπαιγμένο γκαραζοψυχεδέλ, που είναι φανερό πως το ευχαριστιούνται πολύ ("Talk In Red", "Unwind"), οπότε ζήσαν εκείνοι καλά και οι 1960s ήρωές τους καλύτερα. Κι ας λέει η Nina Antonia στο συνοδευτικό σημείωμα –Βρετανίδα συγγραφέας, έχει γράψει για Johnny Thunders και New York Dolls– για ηχητικά υποσυνείδητα, για παραπομπές στον Brian Jones και για τη βαθιά μπλε συνοριακή γραμμή του ξυπνητού ονείρου.

Ως –πράγματι– ένα από τα καλύτερα εγχώρια συγκροτήματα του συγκεκριμένου ήχου τα οποία μπορείς να τρακάρεις live, οι Velvoids καλούνται λοιπόν να αποδείξουν ότι μπορούν να αντιληφθούν τη δισκογραφία ως πεδίο πιο απαιτητικό από το συναυλιακό σανίδι. Εκπέμποντας ένα πιο ισχυρό στίγμα από αυτό του Polynesia Baby, ειδικά με δεδομένη την παρούσα συγκυρία, που επιτρέπει σε πάμπολλα παρεμφερή συγκροτήματα να ξεφυτρώσουν και να διεκδικήσουν μερίδιο της προσοχής.