08 Ιουλίου 2022

Laurie Anderson & Kronos Quartet - Landfall [δισκοκριτική, 2018]


Μετράμε αντίστροφα αυτές τις μέρες για μια νέα συναυλία της Laurie Anderson στην Αθήνα (Κυριακή 10 Ιουλίου, Ηρώδειο). 

Κι ασφαλώς, δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε πόσο σημαντική καλλιτέχνιδα έχει υπάρξει –και παραμένει– η 75άχρονη (πλέον) Αμερικανίδα. Το έργο της, άλλωστε, δεν περιορίζεται μόνο στα μουσικά κι ας είναι αυτά που θα μας απασχολήσουν εδώ. 

Με αφορμή τη συναυλία, λοιπόν, μια επιστροφή σε μια κριτική του 2018 για το Landfall: έναν δίσκο-σύμπραξη με τους περίφημους Kronos Quartet. 

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


«All the things I'd carefully saved all my life, becoming nothing but junk
And I thought: how beautiful. How magic. And how catastrophic»

Εν έτει 2018, η Laurie Anderson είναι 71 χρονών. O David Harrington –ηγέτης και πρώτο βιολί των Kronos Quartet– το ψιλοκρύβει, όμως έφτασε αισίως στα 68. Τα όσα έχουν πετύχει αποτελούν ήδη κομμάτι της σύγχρονης μουσικής ιστορίας, οπότε περιττεύει η απαρίθμησή τους· αν σας έχουν διαφύγει για τον έναν ή τον άλλον λόγο, πρόκειται για κενό που κάποτε θα χαρείτε αν το καλύψετε. Μπορεί να πει κανείς ότι το μόνο που δεν είχαν κάνει ως τώρα ήταν να συνεργαστούν. 

Συνεργάστηκαν, λοιπόν. Κι αν αναγράφονται οι ηλικίες τους είναι για να τονιστεί ότι στο Landfall έχουμε δύο καλλιτέχνες οι οποίοι επιμένουν να ατενίζουν το υπό διαμόρφωση μέλλον, σε μια εποχή όπου πολλοί 20άρηδες στην pop/rock δισκογραφία προσπαθούν να μας πείσουν ότι το νέο cool είναι να (ψιλο-χοντρο)μιμείσαι ονόματα του παρελθόντος τα οποία ποτέ δεν θα πλησιάσεις, παριστάνοντας ότι συντηρείς στο σήμερα έναν διαχρονικό ήχο. Στα μέρη μας, βέβαια, αυτό το λέμε «όσα δεν φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια». 

Αλλά το Landfall δεν ενδιαφέρεται ούτε για αλεπούδες, ούτε για κρεμαστάρια. 

Θέτει τον πήχη του κάπως μοναχικά, εκτός δηλαδή της ψευδεπίγραφης πολυσυλλεκτικότητας του Metacritic και σε απόσταση από έναν μουσικό Τύπο που ψάχνει να κρατηθεί από τον αντίκτυπο του τυφώνα Sandy για να «επικοινωνήσει» με το έργο –χάνοντας το συνταρακτικό γεγονός ότι ο δίσκος επικοινωνεί μια χαρά χωρίς να χρειάζεται κανένα στόρι. Πάρτε για παράδειγμα την αλληλουχία των "We Blame Each Other For Losing The Way" και "Another Long Evening": μέσα σε (αντίστοιχα) 42 δευτερόλεπτα και σε 1 λεπτό + 57 δεύτερα, απηχούν τον μετρημένα ελεγειακό χαρακτήρα του Landfall απλά και μόνο με τις «δοξαριές» των Kronos Quartet, δίχως καν να χρειάζεται κάποια κατατοπιστική απαγγελία εκ μέρους της Anderson. 

Τώρα, αν πρέπει να επιμείνουμε και στο στόρι πίσω από την ελεγεία, στόρι όντως υπάρχει. Αλλά σχετίζεται μόνο μερικώς με τη σούπερ τροπική καταιγίδα Sandy (2012) και τον αντίκτυπό της σε μια οργανωμένη παγκόσμια μητρόπολη του 21ου αιώνα σαν τη Νέα Υόρκη. Όποιος βάλει δηλαδή σε μια τάξη το χρονικό των ηχογραφήσεων του Landfall, θα δει ότι η Sandy ξέσπασε περίπου στο μέσον τους, άσχετα αν στον δίσκο τη βρίσκουμε σε πρώτο πλάνο, αφού όλα αρχίζουν με το "CNN Predicts A Monster Storm". Επομένως, όταν ακούμε τη Laurie Anderson να λέει «And after the storm I went down to the basement and everything was floating», καλό είναι να έχουμε υπόψη πως η καταιγίδα ίσως έδωσε ένα κατάλληλο έναυσμα ώστε να μιλήσει (και) για τα όσα βίωνε στο πλάι του βαριά άρρωστου Lou Reed. Τα οποία πρέπει με τη σειρά τους να τοποθετηθούν στην αφετηρία του Landfall, περιέχοντας στην πορεία και τον θάνατό του, τον Οκτώβριο του 2013. 

Όμως περισσότερη σημασία στο Landfall έχει η μουσική –άλλωστε και η ίδια η Anderson κρατάει την αφηγηματική της παρουσία μετρημένη, χρησιμοποιώντας την εδώ κι εκεί ως «συγκολλητική» ουσία (π.χ. "Dreams", "Nothing Left But Their Names"), με έναν τρόπο που θυμίζει όσα είδαμε live  στην Αθήνα το 2016. To άλμπουμ χρησιμοποιεί εύστοχα τα σύντομα οργανικά ως σπαράγματα που απηχούν μια αναποδογυρισμένη ίσως και θρυμματισμένη εμπειρία, που κορυφώνεται με στιγμές στις οποίες τα βιολιά των Kronos παίρνουν το πάνω χέρι ώστε να εκφραστεί πιο έντονα (με τη μορφή της προαναφερόμενης ελεγείας) η θλίψη για ό,τι καταστράφηκε, χάθηκε, αλλοιώθηκε. 

Υφολογικά βρισκόμαστε σε έναν χώρο όπου συμπλέκονται και συμπλέουν η προωθημένη λόγια σύνθεση του 20ού αιώνα όπως την όρισαν ο Krzysztof Penderecki με τη Θρηνωδία για τα Θύματα της Χιροσίμα (1960) και ο Henryk Górecki με την 3η του Συμφωνία (1976), η πιο πειραματική όψη των ηλεκτρονικών (π.χ. στο "Never What You Think It Will Be"), το Different Trains του Steve Reich (1988), ακόμα και η λοξή pop ματιά που έστειλε κάποτε το "O Superman" στις πρώτες θέσεις των βρετανικών charts (1981), διαθλασμένη πλέον από την εμπειρία του έργου The End of the Moon που η Anderson έφτιαξε για λογαριασμό της NASA (2004). Απηχώντας εντυπώσεις από τη μελέτη της νανοτεχνολογίας και της συμπεριφορικής των gay πιγκουίνων –ναι, καλά διαβάσατε. 

Αν μπορεί να ειπωθεί κάτι επικριτικό, είναι ότι ούτε η Anderson, ούτε οι Kronos πραγματοποιούν κάποια υπέρβαση με βάση τα όσα μάθαμε να περιμένουμε από τη δισκογραφημένη τους δράση. Αν όμως αυτό θέτει «ταβάνι» στην αισθητική αποτίμηση του δίσκου, μην κάνετε το λάθος να πιστέψετε ότι δεν είναι ψηλό. Γιατί, πέρα από το να αποδεικνύει κάτι για το οποίο ήμασταν ήδη βέβαιοι –ότι οι κόσμοι της Anderson και των Kronos τέμνονται– το Landfall έρχεται να προσφέρει μια ματιά που λείπει χαρακτηριστικά από τα όσα συνήθως προβάλλει ο μουσικός Τύπος. Η οποία μένει μάλιστα διαρκώς προσβάσιμη για τον ακροατή, ακόμα κι αν απομακρύνεται από όσες δομές συνηθίσαμε ως «γνώριμες». 



07 Ιουλίου 2022

Ross Daly - συνέντευξη (2008)


Αν και Ιρλανδός (τυπικά, τουλάχιστον) και σίγουρα «ξένος» προς τον μουσικό πολιτισμό της Ελλάδας, ο Ross Daly κατέληξε να θεωρείται «δικός μας» –άνθρωπος, μα και καλλιτέχνης. 

Η μαθητεία του στη λύρα δίπλα στον Κώστα Μουντάκη άνοιξε έναν δρόμο στον οποίον κι επέμεινε. Και αποδείχθηκε μια περιπέτεια που καθόρισε τελικά και τη ζωή του, αλλά και την κρητική παράδοση: χάρη στους δίσκους του, η τελευταία γνώρισε έναν από τους σημαντικότερους μετασχηματισμούς στην ιστορία της. Γράφοντας έτσι ένα νέο κεφάλαιο, σε ένα χρονικό σημείο σημαντικό, που μπόρεσε (εν καιρώ) να τη φέρει σε επαφή με τη world/ethnic έκρηξη της δεκαετίας του 1990.

Φέτος το καλοκαίρι, λοιπόν, ο Ross Daly γιορτάζει τα 40 χρόνια του μουσικού εργαστηρίου «Λαβύρινθος» που έστησε το 1982 στο χωριό Χούδετσι της Κρήτης –με μια μεγάλη συναυλία στο Ηρώδειο (Δευτέρα 11 Ιουλίου), η οποία εντάχθηκε στον προγραμματισμό του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου. Παρεμπιμπτόντως, είναι και τα δικά του 40 χρόνια στην εγχώρια δισκογραφία.

Η εορταστική αφορμή έδωσε πάσα στη μνήμη για να θυμηθώ έναν γρήγορο καφέ που ήπιαμε μαζί στην Αθήνα, τον Μάρτιο του 2008, κουβεντιάζοντας για την πορεία του και για την «ιερότητα» της παράδοσης. Η συζήτηση έβγαλε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η κεντρική ανήκει στον Τρύφωνα Τσάτσαρο, ενώ η κάτωθι είναι του Bastian Parschau.


Έρχεσαι για κάποιες συναυλίες στην Αθήνα, ενώ πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε και μια καινούρια δουλειά σου...

Οι πρώτες εμφανίσεις θα γίνουν στο θέατρο «Δίπυλο», θα είμαστε κουαρτέτο. Με τους συγκεκριμένους ανθρώπους συνεργαζόμαστε εδώ και πολλά χρόνια, ενώ παίζουμε μαζί και σε φεστιβάλ του εξωτερικού. Είναι το πιο ευέλικτο από τα σχήματα που διαθέτω. Ίσως οφείλεται στην πολύχρονη γνωριμία μας: ξέρουμε πια ο ένας τον άλλον τόσο καλά, ώστε, πριν κάποιος σκεφτεί κάτι, ένας από τους υπόλοιπους έχει ανταποκριθεί. Κι αυτό δίνει μια ελαστικότητα. Πέρα από τις συναυλίες στην Αθήνα έχουμε προγραμματίσει να πάμε και στο Αμπού Ντάμπι (στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα), στη Γαλλία και σε άλλα μέρη. 

Το νέο CD, τώρα, λέγεται White Dragon και καταγράφει τη ζωντανή μου σύμπραξη με τους Huun Huur Tu από την Τούβα, όταν είχαν έρθει στο Χούδετσι της Κρήτης τον Σεπτέμβριο του 2003, ως προσκεκλημένοι του Μουσικού Εργαστηρίου «Λαβύρινθος». Κατά τα άλλα, κρατιέμαι απασχολημένος και με μια σειρά σεμιναρίων που είναι να γίνουν τον επόμενο μήνα στην Κέρκυρα και στη Λευκάδα.

Ήταν δύσκολη η σύμπραξη με τους Huun Huur Tu, με δεδομένο ότι προέρχονται από μια τόσο διαφορετική μουσική κουλτούρα; 

Πράγματι, έχουν μια πολύ διαφορετική προσέγγιση στη μουσική οι Huun Huur Tu, αλλά αυτό ακριβώς έκανε την πρόκληση ενδιαφέρουσα, για εμένα. Ήθελα δηλαδή να δουλέψω με ανθρώπους οι οποίοι κάνουν κάτι, που, εξωτερικά τουλάχιστον, δεν μοιάζει σε τίποτα με ό,τι κάνουμε εμείς. 

Εσωτερικά, πάντως, τα πράγματα δεν ήταν και τόσο μακρινά όσο φαίνονταν, ενώ υπήρξε μεγάλη διάθεση και προθυμία από κάθε μεριά. Όλοι όσοι δουλέψαμε για το White Dragon είμαστε λοιπόν πολύ ευχαριστημένοι. Όχι τόσο για το ίδιο το άλμπουμ, όσο για μια εμπειρία που για εμάς καταγράφηκε ως ξεχωριστής σημασίας.

Έχεις ταξιδέψει σε πολλές χώρες, ερχόμενος σε επαφή με μουσικούς πολιτισμούς τους οποίους μάλλον αγνοούμε στην Ελλάδα. Από την εμπειρία αυτή, πόσο εύκολο είναι για έναν άνθρωπο που ζει σε ένα μακρινό και διαφορετικό μέρος, π.χ. στην Τούβα, να συγκινηθεί από την ελληνική παράδοση; 

Πιστεύω ότι οποιαδήποτε μουσική, από όπου και αν προέρχεται, είναι δυνατόν να ενδιαφέρει έναν πραγματικό φιλόμουσο, ανεξάρτητα από τη γωνιά του κόσμου στην οποία μένει. Από εκεί και πέρα, βέβαια, είναι άλλο θέμα το αν θα αποδειχθεί και του γούστου του. Πάντως την αξία της θα μπορεί να την αναγνωρίσει, εφόσον η μουσική αυτή είναι διαχρονική και παρουσιάζεται με σοβαρότητα και μεράκι. Είναι απαραίτητη προϋπόθεση δηλαδή να πρόκειται για πολιτισμικό και όχι για εμπορικό προϊόν. 

Στις μέρες μας, όμως, έχουμε πέσει θύματα μιας μεγάλης σύγχυσης, με αποτέλεσμα λέξεις όπως «παράδοση» και «πολιτισμός» να μην έχουν πλέον κανένα αντίκρισμα. Το γιαούρτι π.χ. βαφτίζεται ως «παραδοσιακό» –και ας παράγεται από γάλα σε σκόνη. 

Αλλά η μεγαλύτερη σύγχυση βρίσκεται νομίζω στη λέξη «τέχνη», ειδικά όταν χρησιμοποιείται μαζί με τη λέξη πολιτισμός. Πολλοί νομίζουν δηλαδή ότι, αν έχουν κατανοήσει τον πολιτισμό, έχουν καταλάβει και την τέχνη. Και το αντίθετο. Συναντάω καθημερινά τον χλευασμό της τέχνης εκεί όπου μένω, συχνά από τους ίδιους ανθρώπους οι οποίοι κατά τα λοιπά μετέχουν άμεσα στη διατήρηση του τοπικού πολιτισμού.

Πιστεύεις στην «ιερότητα» της παράδοσης;

Όχι. Για εμένα η παράδοση δεν είναι ούτε ιερή, ούτε όσια. Μάλιστα, μπορώ να πω ότι προσωπικά δεν με ενδιαφέρει καθόλου η παράδοση. Εμένα με ενδιαφέρει η διαχρονική αξία. Και κάθε τι «παραδοσιακό» δεν σημαίνει πως διαθέτει αυτόματα και μια τέτοια αξία. Πολλά «παραδοσιακά» πράγματα είναι απλώς συνήθειες, οι οποίες μπορεί να διαιωνίζονται και δίχως σκέψη ή συνείδηση. 

Παράδοση είναι π.χ. να σε κερνάνε μια ρακή όταν κάθεσαι σε ένα καφενείο στην Κρήτη, παράδοση είναι όμως σε κάποια μέρη και το να δέρνουν τις γυναίκες τους. Άρα, επειδή αποτελεί παράδοση, δεν πρέπει να το αλλάξουμε και πρέπει να το σεβαστούμε; 

Ας τελειώνουμε επιτέλους με αυτή την άποψη που θέλει την παράδοση ως μια διαδικασία συντήρησης και διατήρησης. Η παράδοση χρειάζεται συνεχώς ανανέωση, πρωτίστως απαιτείται να είναι μια διαδικασία δημιουργίας. Πάνω βέβαια σε μια στέρεα βάση, να ξέρεις ας πούμε τι έχουν καταθέσει οι αξιόλογοι δημιουργοί του παρελθόντος. Ό,τι μένει δίχως αλλοίωση στον χρόνο, είναι νεκρό. 

Τι έχεις να πεις για αυτή την αλλοίωση των τελευταίων χρόνων, όπου, με αφορμή παραδοσιακά όργανα και τραγούδια, καταλήγουμε τελικά σε ένα είδος μουσικής που οι κριτικοί ονομάζουν «σκυλοδημοτικό»; 

Πρόκειται για κανονική «σκυλοποίηση», δίχως με αυτό να θέλω να προσβάλλω τους πολυαγαπημένους μου σκύλους –έχω τρεις, ξέρεις! Δυστυχώς είναι φαινόμενο που δεν περιορίζεται μονάχα στην παραδοσιακή μουσική, μακάρι να ήταν αυτή το μόνο του θύμα. Ζούμε σε μια εποχή όπου βασιλεύουν άνθρωποι αδίστακτοι, διψασμένοι για καριέρα κι έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε εργαλείο βρεθεί στον δρόμο τους, αδιαφορώντας για το αν μπορεί να το σπάσουν. 

Στα τηλεοπτικά παράθυρα ανακυκλώνονται κάθε μέρα οι ίδιοι αστοιχείωτοι, ατάλαντοι και ασήμαντοι άνθρωποι· κι εμείς τους βάζουμε κάθε βράδυ στα σαλόνια μας. Και βλέπεις ή διαβάζεις αστέρες του σκυλάδικου να σου μιλάνε για τις αγωνίες π.χ. του καλλιτέχνη. Αστεία πράγματα είναι αυτά. Μια κωμωδία. 

Ειδικά για τη μουσική, άνθρωποι οι οποίοι κάνουν σοβαρή δουλειά δεν έχουν πια πού να παίξουν. Γιατί είναι έτσι το σύστημα, ώστε καλούνται να επιβιώσουν στο περιβάλλον ενός μαγαζιού. Ένα μαγαζί, όμως, δεν είναι ο σωστός χώρος: είναι ένας χώρος διασκέδασης. Και είναι ωραίο πράγμα η διασκέδαση, αλλά, όταν καλείσαι να γίνεις διασκεδαστής, αφήνεις υποχρεωτικά εκτός το στοιχείο της ψυχαγωγίας. Και δεν μπορούμε να ζούμε μονάχα με αυτή την πλευρά, της διασκέδασης. 




06 Ιουλίου 2022

Scorpions - συνεντεύξεις (2011 + 2015)


Αγαπώ ιδιαίτερα το hard rock. Κι έτσι, αν και οι μεγάλες αδυναμίες είναι οι Led Zeppelin και οι Rainbow, δεν γινόταν να μην πέσω πάνω στους Scorpions. Στην πορεία, μάλιστα, αποδείχθηκε ότι δεν ήταν εύκολο να ξεκόψει κανείς από αυτούς τους Γερμανούς.

Είχαν ωραίους δίσκους και με τον Uli Jon Roth ως κιθαρίστα, είχαν και όταν άλλαξαν ήχο και όρμησαν να κατακτήσουν τις αμερικάνικες αρένες της δεκαετίας του 1980, με τον Matthias Jabs και τον Herman "Ze German" Rarebell. Κι εκεί που φάνηκε ότι θα χάνονταν ολότελα, σαρωμένοι από τις εναλλακτικές εξελίξεις των 1990s, ξανάζησαν. Και από τα μέσα των '00s ως και το φετινό, απρόσμενα γερό, άλμπουμ Rock Believer, έχουν πάντα κάτι να δώσουν –άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο.

Η μοίρα το έφερε να γράψω κι ένα βιβλίο για τους Scorpions, το οποίο έμεινε όμως αδημοσίευτο (για διάφορους και διαφορετικούς λόγους), καταντώντας βραχνάς. Τώρα, καθώς ετοιμάζομαι να πάω να τους δω για μία ακόμα φορά live, θυμήθηκα τις τηλεφωνικές κουβέντες που κάναμε την τελευταία δεκαετία με τον Klaus Meine: μία τον Νοέμβριο του 2011 και μία τον Φεβρουάριο του 2015. Στις οποίες συζητήσαμε για πολλές ενδιαφέρουσες πτυχές του παρελθόντος τους, θίγοντας μεταξύ άλλων και ορισμένες όχι και τόσο γνωστές ιστορίες.

Με την αφορμή λοιπόν αυτού του νέου τους ερχομού στην Αθήνα (απόψε στο Ολυμπιακό Στάδιο), τις παραθέτω εδώ, ως 2 σε 1 πακέτο. Στην αρχική τους μορφή δημοσιεύτηκαν στο Avopolis, τώρα αναδημοσιεύονται με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Klaus 1 - Νοέμβριος 2011

Καλησπέρα Klaus! Πώς και σε βρίσκω στη Γερμανία; Περνάτε κάποιες μέρες στην πατρίδα;

Καλησπέρα! Ναι, ήρθαμε να προετοιμαστούμε για τις επόμενες υποχρεώσεις της παγκόσμιας περιοδείας, που μας ξαναβρίσκουν εδώ στην Ευρώπη. Αλλά όσες μέρες ξεκούρασης είχαμε, τελειώσανε. Φεύγουμε για Γενεύη, έπειτα πάμε στο Λονδίνο να παραλάβουμε ένα τιμητικό βραβείο από το περιοδικό Classic Rock και μετά μας περιμένει η Λισσαβόνα και η Γαλλία.

Και μέσα σε όλα αυτά, βρήκατε χρόνο και για μια δισκογραφική επιστροφή. Όχι όμως comeback, αλλά ...Comeblack! Υπάρχει μια αυτο-παρωδία εδώ, έτσι δεν είναι;

Ακριβώς! Ξέρεις, όταν τελικά αποφασίσαμε να γίνει αυτό το άλμπουμ, άρχισε ένα ασταμάτητο παιχνίδι με τις λέξεις για να βρούμε τον κατάλληλο τίτλο. Για αρκετό καιρό λέγαμε να το πούμε Diamonds And Pearls, καθώς σκεφτόμασταν με όρους βινυλίου: πώς στις παλιές μέρες θα έβαζες τις επανηχογραφήσεις στη μία πλευρά και τις διασκευές στην άλλη; Κάπως έτσι. Μέχρι που θυμηθήκαμε ότι έτσι λεγόταν ένα άλμπουμ του Prince στα 1990s, οπότε έπρεπε να βρούμε κάτι άλλο. Τότε μου ήρθε το Comeblack, ακριβώς σαν μια ειρωνική άποψη πάνω στο comeback. Και άρεσε τόσο στους υπόλοιπους της μπάντας, όσο και σε άτομα εκτός. Όλοι το έβρισκαν κουλ!

Πάντως πολλοί είχαμε μείνει με την εντύπωση πως δεν θα κάνατε άλλον δίσκο...

Θέλω να είμαι ειλικρινής, η κινητήριος δύναμη πίσω από το Comeblack είναι η δισκογραφική μας εταιρεία. Εμείς είχαμε αποφασίσει ότι το Sting In The Tail (2010) θα ήταν το τελευταίο μας άλμπουμ, αλλά η Sony πίστευε ότι, όσο βρισκόμασταν στον δρόμο και περιοδεύαμε, δεν υπήρχε λόγος να μη γίνει κάποιος ακόμα δίσκος. Δεν μας πίεσαν βέβαια ποτέ και για τίποτα. Αλλά ξέρεις, όταν η εταιρεία στην οποία ανήκεις για τόσα χρόνια –και σε έχει τόσο στηρίξει– πιστεύει ακόμα τόσο πολύ στη δισκογραφική σου δυναμική, το βλέπεις ως κομπλιμέντο.

Ας πιάσουμε το ένα σκέλος του άλμπουμ: δεν είναι λίγο επικίνδυνο να ξαναηχογραφήσετε μερικά από τα πιο επιτυχημένα σας τραγούδια; Δεν προκύπτει αυτόματα μια σύγκριση του χθες με το σήμερα;

Με αυτές τις ηχογραφήσεις δεν θέλουμε να υποκαταστήσουμε τίποτα από το παρελθόν. Αγαπάμε αυτά τα τραγούδια όπως τα ηχογραφήσαμε τότε και αισθανόμαστε ότι είναι τόσο άρρηκτα συνδεδεμένα με το χρονικό σημείο στο οποίο γράφτηκαν, ώστε τίποτα δεν μπορεί να τα υποκαταστήσει. 

Θέλαμε απλά να κάνουμε ένα δώρο στη νεότερη γενιά των οπαδών μας, όσα παιδιά είναι σήμερα 15 ή 16 χρονών και μας ανακαλύπτουν και μας τιμούν με την παρουσία τους στις συναυλίες –είναι ίσως το πιο συγκινητικό πράγμα για εμάς αυτό. Σκεφτήκαμε λοιπόν ότι θα καλοδέχονταν τις παλιές επιτυχίες μας με έναν ήχο πιο κοντά στη δική τους γενιά και στις τεχνολογικές δυνατότητες του 21ου αιώνα.

Και ως προς το άλλο σκέλος, πώς επιλέξατε τις διασκευές; Είναι φόρος τιμής στις βρετανικές μπάντες που σας ενέπνευσαν;

Είναι ακριβώς αυτό και χαίρομαι που γίνεται τόσο αντιληπτό. Λείπουν βέβαια οι Who, όμως μιας και πριν χρόνια είχαμε διασκευάσει το "Can’t Explain" (1989) είπαμε να τους αφήσουμε εκτός λίστας. Για εμάς αυτές οι μπάντες –οι Beatles, οι Kinks, οι Rolling Stones και οι Small Faces– αποτελούν αληθινούς θρύλους. Μας ενέπνευσαν, μας έδωσαν δύναμη να δοκιμάσουμε να πραγματοποιήσουμε τα δικά μας όνειρα. 

Tο "Ruby Tuesday", βέβαια, τρόμαξαν να με πείσουν οι υπόλοιποι να το κάνουμε... Γιατί είχα ετοιμάσει ένα demo με το "Across The Universe" και λέει τότε ο Matthias «αν κάνουμε ένα τραγούδι Beatles, οφείλουμε να κάνουμε κι ένα των Stones». Και πώς θα τραγουδούσα εγώ κάτι που έχει πει ο Mick Jagger;! Δεν ήθελα καν να το φανταστώ. Αλλά όλα πήγαν μια χαρά, τελικά.

Σε θυμάμαι να λες σε μια συνέντευξη το 2005 ότι «δεν προσπαθήσαμε ποτέ να είμαστε μια γερμανική μπάντα. Φυσικά και είμαστε Γερμανοί, αλλά όχι στη μουσική μας». Πώς λοιπόν βρεθήκατε το 1975 με το single Fuchs Geh’ Voran, κάτω από το ψευδώνυμο Hunters;

Τότε θα δουλεύαμε για πρώτη φορά με τον Dieter Derks ως παραγωγό. Και η εταιρεία παραγωγής του ήθελε να μας τεστάρει. Μας ζήτησαν λοιπόν να κάνουμε κάτι στα γερμανικά κι εμείς κάναμε αυτές τις διασκευές, βάζοντας γερμανικούς στίχους. Δεν προοριζόταν να κυκλοφορήσει. Οπότε, όταν τελικά είπαν να γίνει ένα single, ήταν σαφές ότι δεν θα έβγαινε με το όνομά μας. Κάτι τέτοιο μας απάλλαξε από κάθε άγχος, όπως καταλαβαίνεις.

Αλήθεια, πώς και στο Comeblack απουσιάζει κάθε αναφορά σε εκείνα σας τα χρόνια, της δεκαετίας του 1970; Έχετε κάμποσα ωραία τραγούδια και σε εκείνους τους δίσκους...

Μα, αυτό θα είναι το επόμενο πρότζεκτ! (γελάει) Αστειεύομαι, αν και ποτέ δεν ξέρεις, τώρα που πήραμε φόρα. Το ξέρω ότι ειδικά εσείς οι Έλληνες αγαπάτε πολύ εκείνα τα τραγούδια. Κι εμείς τα αγαπάμε. Αλλά αν πιάναμε και κάτι τόσο παλιό, δεν θα μιλάγαμε πια απλά για αλλαγές στον ήχο, θα έμπαιναν στη μέση και ζητήματα περφόρμανς. Δεν ξέρω, δεν αποκλείω ότι ίσως δοκιμάσουμε να ξαναηχογραφήσουμε και κάποια τραγούδια από τα 1970s...

Με τον Dieter, αλήθεια, ήρθατε τελικά σε κάποια διαφωνία όταν φτιάχνατε το Crazy World; Τι έγινε και σταμάτησε η συνεργασία σας;

Δεν αφορούσε στο Crazy Word, αυτό είχε αποφασιστεί να γίνει με τον Keith Olsen ως παραγωγό. Ξέρεις, όταν υπογράψαμε τα πρώτα μας συμβόλαια, για μας ήταν ο κόσμος όλος. Ήταν μεγάλο πράγμα τότε να αποκτήσεις συμβόλαιο, να υπάρχει μια εταιρεία που θα βγάζει τους δίσκους σου. Κι έτσι ποτέ δεν κοιτάζαμε λογιστικά, λεπτομέρειες και τέτοια πράγματα –και τελικά το πληρώσαμε, ειδικά όσον αφορά στις συμφωνίες σχετικά με το publishing των τραγουδιών μας, οι οποίες επί χρόνια υπήρξαν πολύ κακές. 

Δεν λέω ότι δεν μάθαμε πολλά και πολύτιμα πράγματα δουλεύοντας με τον Dieter. Από την άλλη, όμως, κι εκείνος έγινε διάσημος χάρη σε μας: ήμασταν μακράν ό,τι πιο επιτυχημένο είχε στο ενεργητικό του. Έφτασε λοιπόν μια στιγμή στον χρόνο όταν πια δεν μπορούσαμε άλλο. Είχαμε την ανάγκη να σπάσουμε τη φόρμουλα με την οποία δουλεύαμε επί τόσα χρόνια. Να δουλέψουμε σε άλλα στούντιο, να ακούσουμε κι άλλους ανθρώπους, να τους αφήσουμε να μας εμπνεύσουν, να δοκιμάσουμε μια διαφορετική προσέγγιση... Αυτό χάλασε τη σχέση μας με τον Dieter. Αργότερα  ξαναβρεθήκαμε, πάντως, και ξαναδουλέψαμε μαζί. Και η πόρτα μας παρέμεινε ανοιχτή ως και το Sting In The Tail.

Ξανακούγοντας το "Wind Of Change", τι ήταν αυτό που έδεσε εσάς συγκεκριμένα με εκείνα τα κοσμοϊστορικά γεγονότα; Ήσασταν πιο έτοιμοι από άλλους rock καλλιτέχνες της γενιάς σας να υποδεχτείτε έναν κόσμο που άλλαζε;

Όχι, δεν το πιστεύω αυτό. Θα σου εξηγήσω τι νομίζω ότι συνέβη. Ως Γερμανοί, ζήσαμε σε μια διαιρεμένη χώρα, με ένα βαθύ τραύμα: η διάσταση Δύσης και Ανατολής και ο Ψυχρός Πόλεμος δεν ήταν ένα θεωρητικό σχήμα για το οποίο διαβάζαμε στις εφημερίδες, μα μια πραγματικότητα –την προσωποποιούσε για όλους μας το Τοίχος του Βερολίνου. Όταν πήγαμε λοιπόν στη Ρωσία για πρώτη φορά, αισθανόμασταν πως όλα όσα βλέπαμε στις ταινίες Τζέιμς Μποντ μπορεί και να ίσχυαν, καθώς είχαμε την KGB να μας ακολουθεί παντού –καταλάβαμε ότι ο κόσμος θα άλλαζε αργότερα, αφού γνωρίσαμε τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. 

Αυτό που άλλαξε τα πάντα για μας, ήταν η υποδοχή του κόσμου. Ζήσαμε στη Ρωσία τη δική μας εκδοχή της Beatlemania, μας λάτρευαν. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις, αλλά εμείς δεν ήμασταν Άγγλοι ή Αμερικάνοι: είχαμε πολεμήσει ενάντια στους Ρώσους, είχαμε συγγενείς που είχαν σκοτωθεί στο Στάλινγκραντ. Θεωρητικά, λοιπόν, ένα τραγούδι σαν το "Wind Of Change" θα μπορούσαν κάλλιστα να το είχαν γράψει οι Bon Jovi ή ο Ozzy Osbourne, με τους οποίους παίξαμε μαζί στη Μόσχα το 1989. Όμως εκείνοι, ως Αμερικάνοι, δεν βίωσαν αυτό το βαθύ συναισθηματικό πράγμα που συνεπήρε εμάς. Για μας, εκείνη η λατρεία αποτέλεσε μια δήλωση ελπίδας. Κι έγραψα το "Wind Of Change" ακριβώς ως ένα τραγούδι ελπίδας. 

Αφήνοντας στην άκρη το "Wind Of Change", γιατί το τραγούδι-υπογραφή σας είναι τελικά το "Rock You Like A Hurricane" και όχι το "No One Like You";

(γελάει) Το έχω σκεφτεί το γιατί... Το "No One Like You" είναι ας πούμε πιο ποπ. Όχι ρυθμικά ή συνθετικά, δεν εννοώ αυτό: είναι ένα τραγούδι αγάπης, η «ψυχή» του είναι ερωτική. Ενώ το "Rock You Like A Hurricane" έχει να κάνει με το σεξ. Έχει λοιπόν μια διαφορετική δυναμική στην κορύφωσή του, ένα πιο άγριο και ενστικτώδες πράγμα.

Θα σας ξαναδούμε στην Ελλάδα, πριν το οριστικό σας αντίο;

Θέλω να πιστεύω πως ναι... Έχουμε μια πολύ στενή σχέση με σας τους Έλληνες. Παρ' όλο που δεν υπάρχουν αποφασισμένα σχέδια και ημερομηνίες, ίσως μας ξαναδείτε κάποια στιγμή μέσα στο 2012. Άλλωστε η περιοδεία μας έχει πολύ δρόμο ακόμα κι εμείς δεν έχουμε πάψει να το διασκεδάζουμε. Θα χαρούμε ιδιαίτερα λοιπόν αν μπορέσουμε να έρθουμε και πάλι στην Ελλάδα. 


Klaus 2 - Φεβρουάριος 2015

Γεια σου Klaus, χαιρετισμούς από την ηλιόλουστη Αθήνα! Πού σε βρίσκω;

Γεια σου Χάρη! Με βρίσκεις στο συννεφιασμένο Ανόβερο, μάλιστα έχω κρυώσει λίγο τελευταία. Είμαι στο στούντιό μας εδώ και αρκετή ώρα, είναι μέρα συνεντεύξεων σήμερα.

Τις ευχαριστιέσαι ακόμα τις συνεντεύξεις;

Ίσως μερικές φορές να γίνεται κουραστικό, όμως σε αυτήν την περίσταση σίγουρα τις ευχαριστιέμαι. Είναι η πρώτη φορά αφότου ολοκληρώθηκε ο κύκλος ηχογράφησης του πρόσφατου δίσκου μας Return To Forever που συζητάω για αυτό το υλικό εκτός μπάντας και λαμβάνω ένα πρώτο feedback, γενικότερο.  

Γιατί όμως Return To Forever; Πώς μπορεί αλήθεια να επιστρέψει κάποιος στο παντοτινό; 

Τον τίτλο αυτόν τον διαλέξαμε γιατί θέλαμε να υπάρχει μια έννοια «ανοιχτού τέλους», σε αντιδιαστολή με το οριστικό τέλος που βάλαμε πριν μερικά χρόνια στις μεγάλες παγκόσμιες περιοδείες. Αισθανόμαστε ακόμα φρέσκιοι, μας αρέσει ακόμα να μαζευόμαστε και να γράφουμε τραγούδια, υπάρχει ενέργεια μέσα μας –rock ενέργεια! 

Είναι κάτι μεγάλο, αν αναλογιστείς ότι έχουν κυλήσει 50 χρόνια από το ξεκίνημα της μπάντας. Και συνέχεια εμφανίζονται νέες προκλήσεις. Ας πούμε μας έγινε πρόταση να πάμε να παίξουμε στην Κίνα, μια χώρα στην οποία ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχαμε καταφέρει να δώσουμε συναυλίες. Νιώθουμε σαν τότε που ήμασταν πιτσιρίκια και πήγαμε στην Ιαπωνία, στις μέρες του Tokyo Tapes! Υπάρχει πάθος, δηλαδή.

Ε, μα το λέει και το τραγούδι σας: When Passion Rules The Game...

(γελάει) Ακριβώς, ακριβώς!

Πώς διάολο πέρασε μισός αιώνας, Klaus; Δεν είναι δύσκολο να το πιστέψεις;

Αν είναι λέει; Ξέρεις πόσα πράγματα μοιάζουν με χθες, αλλά βρίσκονται πια 20 και 30 χρόνια πίσω; Ταυτόχρονα, όμως, είναι και μια μεγάλη επέτειος –κάτι άξιο για εορτασμούς. Γι' αυτό θέλαμε να υπάρχει νέο άλμπουμ, μα και γενικότερη κίνηση: ξεκινήσαμε κάποιες ευρωπαϊκές εμφανίσεις ήδη από τον Μάρτιο, ενώ προβλήθηκε στο Βερολίνο και το φιλμάκι Forever And A Day που γυρίστηκε πρόσφατα για τους Scorpions.

Ποιο είναι το ποσοστό ξαναδουλεμένου παλιού υλικού και νέων τραγουδιών στο Return To Forever; Και από ποια περίοδο των Scorpions προέρχεται το πρώτο;

Θα έλεγα ότι είναι περίπου 50-50... Ένας βασικός κoρμός του παλιού υλικού προέρχεται από τις μέρες μεταξύ Blackout και Love At First Sting, μιλάμε δηλαδή για το πρώτο μισό των 1980s. Το "Rock 'n' Roll Band", ας πούμε, ή το "Catch Your Luck And Play", είναι από τότε. Αλλά υπάρχουν τραγούδια από όλο το φάσμα της καριέρας μας: το "Gypsy Life", για παράδειγμα, γράφτηκε στην πρώτη του μορφή το 2001, κάπου εκεί γύρω είναι και το "House Of Cards", ενώ το "Eye Of The Storm" προέρχεται από το 1991. 

Αφού υπήρχαν τραγούδια στο «συρτάρι» σας, πώς και δεν τα είδαμε να γίνονται b-sides στα singles σας; 

Γιατί τα τραγούδια αυτά είχαν μεν γραφτεί σε κάποια μορφή, αλλά ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν. Ξέραμε ότι μερικά από όσα έμειναν εκτός διέθεταν καλές ιδέες κι έπρεπε να δουλευτούν, πάντα όμως τελειοποιούσαμε εκείνα που θα έμπαιναν στην οριστική μορφή κάθε δίσκου. Κι έπειτα φεύγαμε για τεράστιες περιοδείες. Οπότε το υλικό ναι μεν υπήρχε, μα χρειαζόταν δουλειά. Στίχους π.χ. ή νέους στίχους σε ορισμένες περιπτώσεις, ρεφρέν σε μερικές άλλες κ.ο.κ.


Ξέρεις αλήθεια ότι ο Uli Jon Roth έβγαλε δίσκο τον Μάρτιο, όπου ξαναπαίζει τραγούδια των Scorpions, από τα χρόνια που ήταν μαζί σας; 

Το γνωρίζω και χαίρομαι, τον άκουσα μάλιστα τον δίσκο του. Ο Uli υπήρξε πολύ σημαντικό κομμάτι των Scorpions και το βρίσκω ωραίο που είχε τη διάθεση να ξανακαταπιαστεί με την ιστορία του και να επισκεφθεί ξανά αυτό το 1970s υλικό. Υπάρχουν ορισμένα θαυμάσια τραγούδια εκεί, πολλά με τη δική του συνθετική υπογραφή.

Έχετε σκεφτεί να κάνετε εμφανίσεις παρέα με τον Roth, επικεντρωμένες στο 1970s υλικό σας; Πιστεύω θα άρεσε πολύ στους fans κάτι τέτοιο...

Έχεις δίκιο, θα τους άρεσε. Δεν είναι όμως τόσο εύκολο στην πράξη, ξέρεις. Ενώ δηλαδή χαιρόμαστε κάθε φορά που μπορούμε να έχουμε ως καλεσμένους στη σκηνή τον Uli ή τον αδερφό του Rudolf, τον Michael Schenker, είναι δύσκολο έτσι όπως είναι συνήθως τα συναυλιακά μας προγράμματα να στήσουμε κάτι τέτοιο. Γιατί βγαίνουμε σε περιοδεία όταν υπάρχει νέος δίσκος, οπότε υπάρχει πάντα μια συνθήκη η οποία έχει να κάνει με το παρόν.

Το πρώτο single από το νέο σας άλμπουμ, το "We Built This House", είναι ουσιαστικά μια αναφορά σε όλη τη διαδρομή των 50 χρόνων σας. Ποια ήταν η πιο δυνατή καταιγίδα που χρειάστηκε ν' αντιμετωπίσει αυτό το «σπίτι»;

Ήταν σίγουρα η grunge επανάσταση στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ξέσπασε σαν πραγματική θύελλα και παρέσυρε κι εμάς κι όλο το hard rock των 1980s. Μας κλόνισε πολύ, χάσαμε το DNA μας τότε, φτάσαμε στα τέλη εκείνης της δεκαετίας και ψαχνόμασταν: ποιοι ήμασταν εμείς, πώς λειτουργούσε η μουσική βιομηχανία, πού είχε πάει το κοινό μας; 

Περάσαμε πολύ δύσκολα και χρειάστηκε να ξαναχτίσουμε το «σπίτι» μας από την αρχή. Αναπτερωθήκαμε με τη συνεργασία μας με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου κι ύστερα με το Acoustica, αλλά έπρεπε να έρθει το Unbreakable το 2004 για να σιγουρευτούμε ότι τα είχαμε καταφέρει, ότι είχαμε επιζήσει.

Αλήθεια, εσένα σου άρεσε το grunge;

Φυσικά! Και πάρα πολύ μάλιστα! Τι ενέργεια, τι απίστευτη ενέργεια είχαν οι Nirvana, οι Soundgarden, οι Alice In Chains... Υπάρχει μια παρεξήγηση εδώ: επειδή τέτοιες μπάντες μας παραγκώνισαν, δεν σημαίνει ότι ήμασταν εχθροί και δεν άκουγε ο ένας τη μουσική του άλλου. Προσωπικά βρίσκω πως η  έλευση του alternative rock, την οποία πυροδότησε η επιτυχία των Nirvana, έκανε πολύ καλό στο rock: του πρόσφερε ξανά χαρακτήρα, γιατί τον είχε χάσει σε μαζικό επίπεδο. Αλλά και πολλά ωραία τραγούδια, που ανανέωσαν τον σκληρό ήχο, άσχετα τώρα αν τον πεις hard rock ή metal. 

Μιας και μιλάμε για το παρελθόν, να σε πάω ακόμα πιο πίσω. Εσύ δεν ήσουν στους Scorpions από το 1965, ήρθες το 1969 –όταν διαλύθηκαν οι Copernicus. Θυμάσαι ποιον αντικατέστησες στο μικρόφωνο; 

Νομίζω ότι αντικατέστησα τον... Rudolf Schenker! Θυμάμαι βέβαια ότι οι Scorpions είχαν έναν άλλον τραγουδιστή όταν ξεκίνησαν, όμως δεν είχε τύχει ποτέ να τους δω εκείνα τα χρόνια στο Ανόβερο και δεν ξέρω ποιος ήταν. Όταν πήγαμε με τον Michael Schenker από τους Copernicus, δεν υπήρχε πια τραγουδιστής, ο Rudolf εκτελούσε αναγκαστικά τα χρέη.

Κι έπειτα κερδίσατε έναν διαγωνισμό νέων συγκροτημάτων και βρεθήκατε στο Osnabrück για ηχογραφήσεις. Υπάρχει μια τρελή ιστορία για σένα και για έναν σκουπιδοτενεκέ...

Α, είναι αλήθεια! Φαντάσου με τι ενθουσιασμό πήγαμε, νομίζαμε ότι θα είχαμε την ευκαιρία να δουλέψουμε επιτέλους σε κανονικό στούντιο και να ηχογραφήσουμε το υλικό που γράφαμε. Και, μπαίνοντας εκεί, πάθαμε ψυχρολουσία: βρήκαμε ένα οικιακό στούντιο, με εξοπλισμό χειρότερο και από τον δικό μας –και καταλαβαίνεις τώρα τι εξοπλισμό είχαμε εμείς τότε... 

Όταν λοιπόν πήρα θέση να τραγουδήσω το "I'm Goin' Mad", που έχει κι αυτές τις κραυγές και τις ψηλές νότες, η κονσόλα πήγε να ανατιναχτεί, όλα πήγαν στα κόκκινα. Ο υπεύθυνος μου έδωσε τότε έναν σκουπιδοτενεκέ, λέγοντάς μου να ...τραγουδήσω μέσα εκεί! Εκείνη τη στιγμή καταλάβαμε ότι χρειαζόταν να βρούμε ένα κανονικό στούντιο. 

Ευτυχώς στη συνέχεια γνωρίσαμε τον Conny Plank και μας έδωσε αυτήν την ευκαιρία, βάζοντάς μας και στη δισκογραφία. Του χρωστάμε πολλά, γιατί πίστεψε σε αυτούς τους νεαρούς που είδε μπροστά του και μας έδωσε όλη την ώθηση που χρειαζόταν τότε η καριέρα μας.

Κοιτάω εδώ το πρόγραμμα των περιοδειών σας για το 2015 και Ελλάδα δεν βλέπω! Τι συμβαίνει; 

Δεν βάλαμε την Ελλάδα ως πρώτη προτεραιότητα, γιατί για μας είναι ακόμα πολύ φρέσκια η όλη εμπειρία από τον Λυκαβηττό, το 2013. Δεν ήταν μόνο οι 3 συναυλίες τότε, μα και το άλμπουμ MTV Unplugged - Live In Athens που εκδόθηκε στη συνέχεια, μαζί με το DVD. 

Έμεινε λοιπόν πολύ έντονα στη μνήμη μας όλο αυτό, ως το μεγάλο highlight των τελευταίων μας χρόνων, μαζί με το Sting In The Tail. Και θέλαμε έτσι να δώσουμε την ευκαιρία και στους fans στην υπόλοιπη Ευρώπη να μας δουν ξανά στη σκηνή. Εννοείται βέβαια ότι θα παίξουμε και πάλι στην Ελλάδα. Απλά είναι έτσι οι προγραμματισμοί μας, που θα έρθουμε το 2016. 

Τελευταία υπάρχει μεγάλη ένταση στις ελληνο-γερμανικές σχέσεις, σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Αλλά δεν φαίνεται να επηρεάζει τις δικές σας σχέσεις με το εγχώριο κοινό...

Και υπάρχει ένας πολύ καλός λόγος γι' αυτό: εμείς δεν κάναμε ποτέ πολιτική, τη σχέση μας με τους fans την έχτισε η μουσική –τα τραγούδια και οι συναυλίες μας. Την Ελλάδα την έχουμε πολύ βαθιά στην καρδιά μας, γιατί είναι πια τρεις γενιές ακροατών που στηρίζουν τους Scorpions. Έχουμε εισπράξει μεγάλη αγάπη από τους Έλληνες και πιστεύουμε την έχουμε ανταποδώσει κι εμείς. 

Αυτή η βάση, λοιπόν, είναι πιο ισχυρή από οτιδήποτε κι αν βλέπουμε στις τηλεοράσεις μας ή ακούμε να λέγεται. Γιατί δημιουργεί μια βαθύτερη σύνδεση, ουσιαστική· έναν νέο κόσμο, που δεν έχει πια να κάνει με τον πραγματικό κόσμο. Άλλωστε αν τον δεις αυτόν τον πραγματικό κόσμο, δεν είναι μόνο η Ελλάδα που έχει βρεθεί σε δίνη προβλημάτων: παραμένει ένας Τρελός Κόσμος (Crazy World) κι ας πέρασαν τόσα χρόνια από το 1991... 

Απέναντι λοιπόν σε κάτι τέτοιο, εμείς αντιπροτείνουμε την αξία της μουσικής. Η οποία δημιουργεί δεσμούς, σε βοηθάει να σταθείς στα δύσκολα και –ίσως– να φέρνει μαζί της και μια ελπίδα για καλύτερες μέρες.



04 Ιουλίου 2022

Scorpions - ανταπόκριση (2016)


Ο νέος ερχομός των Scorpions με τον Alice Cooper σε ρόλο «special guest» (Τετάρτη 6/7, Ολυμπιακό Στάδιο) με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι πέρασαν 6 καλοκαίρια από τον Ιούλιο του 2016, όταν τους παρακολούθησα για τελευταία φορά –καθώς δεν πήγα στο Καλλιμάρμαρο να τους δω με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (2018): έχω μάθει να φοβάμαι όπως ο διάολος το λιβάνι τις hard rock συμπράξεις με ορχήστρες, άλλωστε και οι αγαπημένοι Γερμανοί δεν διαθέτουν καλή προϋπηρεσία στον συγκεκριμένο τομέα.

Παρά ταύτα, ούτε τώρα θα πάω να τους δω –κι ας έβγαλαν έναν ωραίο δίσκο φέτος, ονόματι Rock Believer: οι αντοχές με έχουν εγκαταλείψει και για λίγο χρειάζεται ένα διάλειμμα από συναυλίες, γιατί υπάρχει και συνέχεια. Τουλάχιστον το 2016 που τους είδα στην Πλατεία Νερού έπαιζαν ήδη με τον Mikkey Dee της Motörhead εποποιίας, ο οποίος πλέον είναι κανονικός ντράμερ, έχοντας αντικαταστήσει και επισήμως τον James Kottak. Οπότε έχω πάρει μια «γεύση» της φόρας που τους έδωσε.

Οι τότε εντυπώσεις μου δημοσιεύτηκαν με τη μορφή συναυλιακής ανταπόκρισης στο Avopolis και αναδημοσιεύονται τώρα και εδώ ένεκα του νέου ερχομού των Σκορπιών –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στην Πλατεία Νερού και ανήκουν στην Τζωρτζίνα Πατεράκη.


Φτάνοντας λίγο πριν τις 7 στην Πλατεία Νερού, έμεινα παγωτό: νόμισα ότι είδα ανάμεσα στους συγκεντρωμένους τον Δημήτρη Κανελλόπουλο, γνώριμο (φαντάζομαι) σε όσους παρακολουθείτε το e-tetRadio και την Εφημερίδα των Συντακτών ή παλιότερα την Ελευθεροτυπία. Έναν από τους γνωστότερους εχθρούς των Scorpions και της σχέσης τους με το ελληνικό κοινό, δηλαδή. Ήταν βέβαια απλά ο ας-τον-πούμε hard rock σωσίας του, οπότε όλα κομπλέ· η συμπαντική τάξη παραμένει (περίπου) ως την ξέρουμε. 

Ο Γιώργος Γάκης, πάλι –ο οποίος άνοιξε τη συναυλία παρέα με τους Troublemakers του– είναι ο τύπος με το αγέρωχο μακρύ μαλλί του κομμωτηρίου, το 1980s πέτσινο παντελόνι και το «σκληρό» γυαλί ηλίου, που λέει το ροκ εν ρολ «ροκ εντ ρολ», δεν κατανοεί ότι δεν γίνεται το support set του να διαρκεί περισσότερο από εκείνο των Firewind και παίζει τον David Coverdale της Ελλάδας. 


Είναι εύκολο λοιπόν να τον περάσεις για γραφικό και δεν βοήθησε την κατάσταση με τα συνεχή «εσείς» που έδινε στο κοινό ή με τη γενικότερη ανάγκη του να βλέπει χέρια ψηλά και συμμετοχή. Παρά ταύτα, το ζει εκεί πάνω στη σκηνή: έχει ενέργεια, διαθέτει παλμό, παραδίπλα του βρισκόταν ένας πολύ καλός νέος κιθαρίστας, ενώ δεν γίνεται να παραβλέψεις το γεγονός ότι μπόρεσε να πει το "Kashmir" των Led Zeppelin δίχως να εκτεθεί. Ο κόσμος τον στήριξε και τον χειροκρότησε θερμά και, να σας πω την αλήθεια τώρα, το άξιζε. Τα ράσα δεν κάνουν (πάντα) τον παπά.

Λίγο πριν ξεκινήσουν οι Firewind, η Πλατεία Νερού είχε ήδη όσο κόσμο είχαν και οι «μεγάλες» ημέρες του Release Athens. Όσο δε πέρναγε η ώρα έρχονταν ολοένα και περισσότεροι, κατά κύματα: ώσπου να δύσει ο ήλιος, συγκεντρώθηκε ένα εντυπωσιακό πλήθος –ανάμεσά τους, πάμπολλα νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, έτσι για να καταρρίπτεται η μυθολογία ότι σε τέτοια live πάνε μόνο αμετανόητοι καραφλομαλλιάδες. Οι περισσότεροι περίμεναν βέβαια με αγωνία τους Scorpions κι έτσι τραβήχτηκαν αρχικά προς τα πίσω, όμως οι Firewind δεν άφησαν περιθώρια να τους αγνοήσεις. 


Μπήκαν με "Into The Fire" έχοντας τη φόρα καταιγίδας, ενθουσίασαν όσους δεν είχαν ξαναδεί από κοντά τι αποδόσεις και επιδόσεις μπορεί να πιάσει στην ηλεκτρική ο Θεσσαλονικιός Κώστας Καραμητρούδης (Gus G.) –ένας από τους κορυφαίους κιθαρίστες που έβγαλε η χώρα μας– και σύστησαν επιτυχώς τον νέο τους frontman, τον Γερμανό Henning Basse. Ο οποίος τραγούδησε με όγκο και στιβαρότητα, χωρίς να καταπλακώνεται από το ποδοβολητό γύρω του, «αναγκάζοντας» τον κόσμο να του στήσει μια εντυπωσιακή κερκίδα στο "Falling To Pieces". Η δε power metal δραματικότητα με την οποία απέδωσε τον στίχο «what about those who died in vain?» από το "Few Against Many" υπήρξε άριστη, κερδίζοντας κατά κράτος τις μνήμες μας από τον Apollo Papathanasio, που το πρωτοτραγούδησε.

Πέρασε πολλή ώρα από το φινάλε των Firewind μέχρι την έναρξη των Scorpions και νομίζω ότι πολλοί, ιδιαίτερα οι μεγαλύτερης ηλικίας που δεν είχαν εισιτήριο στις sold-out θέσεις για καθήμενους, κουράστηκαν. Όταν πάντως βγήκαν οι Γερμανοί, ο ενθουσιασμός και ο πανζουρλισμός χτύπησαν κόκκινο. Κι εκεί έμειναν, σταθερά, σταθερότατα για τη 1,5 ώρα που κράτησε η «κανονική» συναυλία, μέχρι τη νέα απογείωση του αειθαλούς "Still Loving You" στην έναρξη του encore. 


Οι Scorpions δεν είχαν και λίγους άσσους στο μανίκι, εδώ που τα λέμε. Το πολυδιαφημισμένο οπτικό σόου της περιοδείας, βέβαια, ήταν μάλλον φτηνιάρικο, όμως ο ήχος αποδείχθηκε πολύ πετυχημένος. Τη θέση επίσης του ντράμερ κατείχε ο Mikkey Dee της Motörhead εποποιίας, ο οποίος έφερε κάτι που είχαμε ν' ακούσουμε από τα δοξασμένα χρόνια του Herman "Ze German" Rarebell: ισορροπώντας μαεστρικά μεταξύ αρένας και ατόφιου σκληρού rock 'n' roll, ο Dee έδωσε ρέστα, κάνοντας ακόμα και το drum solo –ναι, οι Scorpions επιμένουν σε αυτήν την πρακτική, αν είναι δυνατόν– να ακουστεί ως κατάθεση και όχι ως στείρα επίδειξη. Δεν πρέπει επίσης να παραβλέψουμε ότι ο Rudolf Schenker και ο Matthias Jabs παραμένουν κιθαρίστες ολκής, ικανοί για εντυπωσιακά «κοκορέτσια»· στο "Coast To Coast", ειδικά, έπεισαν ακόμα και τον πιο επιφυλακτικό. 

Εν τέλει, όμως, το χαρτί που κέρδισε την παρτίδα για τους Γερμανούς ήταν η καπατσοσύνη. Γνωρίζοντας δηλαδή καλά ότι ο πιο αδύναμος κρίκος τους είναι πια ο Klaus Meine –η φωνή του οποίου έχει υποστεί σημαντική φθορά– έστησαν ένα σόου που φρόντιζε να του δίνει συχνές και μελετημένες ανάσες. Πάρε λοιπόν οργανικά, πάρε drum solo, πάρε ένα ενδιάμεσο τμήμα με μπαλάντες, ο Meine το έβγαλε το μιαμισάωρο. Έστω κι αν χρειάστηκε να κάνει κι εκείνος οικονομία δυνάμεων, με αποτέλεσμα να ηχήσει λίαν απογοητευτικός σε εβδομηντάρικες στιγμές σαν τα "Speedy's Coming", "Steamrock Fever" και "Top Of The Bill". Σημασία έχει ότι, στο κορύφωμα της συναυλίας, όταν χρειάστηκε να πει στα καπάκια το "No One Like You" και το "Big City Nights", θύμιζε κάτι από τον παλιό, καλό εαυτό του. Τα έδωσε επίσης όλα στο "Dynamite" και στο "Still Loving You", μην αφήνοντας περιθώρια για (πολλές) γκρίνιες: για 68 χρονών άνθρωπο, τα παραπάνω φτάνουν και περισσεύουν. 


Το απογοητευτικό κομμάτι του live ήταν βέβαια η ανάπαυλα με τις μπαλάντες. Όχι γιατί λίγο ελληνικά, λίγο αγγλικά, λίγο ο κόσμος μας είπαν το "Θα 'Θελα Να Ήσουν (Αγάπη Μου)" της Μαρινέλλας, αλλά γιατί υπήρχε κάτι το αξεπέραστα νερόβραστο στις όλες γλυκές κιθάρες, στο προκάτ δράμα του "Send Me An Angel", στις φωτίτσες από κάτω και στον Klaus Meine να άδει το "Wind Of Change" τυλιγμένος σε μια ελληνική σημαία, με φόντο την πανσέληνο και κάτι άσπρα περιστέρια στο video wall. Το μέγεθος ωστόσο του ενθουσιασμού που έδειξαν χιλιάδες κόσμου για όλα αυτά, υπήρξε εντυπωσιακό: καλώς ή κακώς, φτιάχτηκε μια χημεία μεταξύ σκηνής και ακροατηρίου, την οποία σπάνια βλέπουμε σε συναυλίες.   

Γιατί λοιπόν τόσες χιλιάδες κόσμου τρέχουν στους Scorpions κάθε που έρχονται, αδιαφορώντας για το πόσο τσουχτερό μπορεί να γίνει το εισιτήριο ή για τα (50) χρόνια που βαραίνουν στις πλάτες τους; Το έχω ξαναγράψει με άλλες αφορμές και το ξανατονίζω: γιατί περνάνε καλά. Οι σημερινοί Scorpions προσφέρουν ένα δυναμικό, λαϊκό θέαμα για όλη την οικογένεια, ακίνδυνο και ασφαλές, με το κέλυφος μόνο της hard rock επικινδυνότητας που κρυβόταν σε περιπετειώδη τραγούδια σαν το "Zoo" και το "Blackout". Είναι λοιπόν εύκολο να πας μαζικά σε κάτι τέτοιο, αλλά δεν θα ξαναπάς (πόσο μάλλον να πάρεις και τα παιδιά ή τα εγγόνια σου μαζί), αν δεν έχεις περάσει καλά. 

Όσοι κράζουν, επομένως, πρέπει κάποια στιγμή να τον λάβουν υπόψη αυτόν τον κρίσιμο παράγοντα. Γιατί, τι να κάνουμε ρε παιδιά, δεν κάνουν σε όλους κούκου οι Sigur Rós, δεν τη βρίσκουν όλοι με τους επιγόνους των Kyuss, δεν είναι για όλους «ροκ» οι κιθάρες των Last Shadow Puppets, δεν είναι όλοι διατεθειμένοι να ρισκάρουν να χασμουρηθούν με τα καινούρια της PJ Harvey. Άλλο πράγμα τώρα αν έχουν δίκιο ή άδικο. Ας όψονται λοιπόν οι οδυρμοί για το κοινό που «πάλι πήγε στους Scorpions» και δεν στήριξε αναλόγως τα πιο εναλλακτικά πράγματα ή τα πράγματα που τέλος πάντων προτιμά ο τάδε ή ο δείνα ραδιοφωνικός παραγωγός ή γραφιάς, για να επιστρέψουμε τρόπον τινά και στον Δημήτρη Κανελλόπουλο της έναρξης. Δεν υπήρχε ποτέ αυτό το «αναλόγως», ούτε και βρισκόταν ποτέ το επίμαχο μπαλάκι στην πλευρά συγκροτημάτων που γιορτάζουν μισό αιώνα καριέρας.  



03 Ιουλίου 2022

Gogol Bordello - συνέντευξη (2008)


Με τους Gogol Bordello είχα και διατηρώ αμφίθυμη σχέση. Εκεί στις αρχές των '00s, όταν πρωτοεμφανίστηκαν στα μουσικά πράγματα, μου φάνηκαν γελοίοι: ούτε punk που τους βάφτιζαν, ούτε επαρκώς κάτι άλλο (gypsy, polka, δεν ξέρω τι), απλά ένα χαοτικό ανακάτεμα στυλ, του τύπου που φοριόταν πολύ στις αρχές του 21ου αιώνα –και ως έναν βαθμό όλοι σχεδόν στηρίξαμε, δίχως να αξίζει.

Μετά, όμως, έβγαλαν εκείνον τον κίτρινο δίσκο με τη σφεντόνα, το Gypsy Punks: Underdog World Strike (2005). Κι ακόμα τραγουδάω καμιά φορά από μέσα μου το "Start Wearing Purple". Μετά ήρθε το Super Taranta! (2007) –το οποίο ΟΚ, κάπως κράτησε το μομέντουμ, χωρίς όμως να είναι και τίποτις σπουδαίο– κι έπειτα το ξανάχασα το ενδιαφέρον μου. Μάλλον για τα καλά, αν και γνωρίζω ότι το 2014 που φάνηκαν για τελευταία φορά στην Αθήνα ήταν οι γνωστοί παλαβιάρηδες εαυτοί τους. Με την καλή και ξεσηκωτική έννοια.

Στο μεσοδιάστημα, το 2008, ανέλαβα να πάρω ένα τηλέφωνο τον ηγέτη τους Eugene Hütz, για να κάνουμε μια κουβέντα για λογαριασμό του περιοδικού Sonik, καθώς θα έρχονταν στην Αθήνα για το (ξεχασμένο, πλέον) φεστιβάλ Fly Beeyond. Στην αρχή ήταν ξινιόλος και περίεργος –άγνωστο γιατί. Αλλά στην πορεία το βρήκαμε και καταλήξαμε να γελάσουμε αρκετά, συζητώντας (μεταξύ άλλων) για τη Madonna, για τον Θεό, για παράξενους θείους από το εξωτερικό και για ...λεμονάτα σκουμπριά!

Η κουβέντα μας δημοσιεύτηκε σε ένα από τα καλοκαιρινά Sonik του 2008, ενώ λίγο μετά πέρασε και στο ίντερνετ (στο Avopolis). Με την αφορμή ωστόσο του νέου ερχομού των Gogol Bordello στην Αθήνα (Τεχνόπολη, Τρίτη 5 Ιουλίου) αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που δόθηκε τότε προς τον Τύπο. 


Στη Γαλλία σας βρίσκω, από ό,τι έμαθα. Πώς τα περνάτε εκεί;

Όλα κυλάνε ρολόι, αλλά μη νομίζεις ότι έχουμε και πολύ χρόνο στη διάθεσή μας για βόλτες και άραγμα. Δίνουμε έξι συναυλίες την εβδομάδα.

Αυτό το καλοκαίρι σας περιμένουμε και στην Αθήνα. Σας έχουν βάλει με τους Massive Attack, δεν ξέρω κατά πόσο σου αρέσει η μουσική τους...

Νομίζω ότι οι Massive Attack είναι πια μια μπάντα που σε αφορά είτε σου αρέσει η μουσική τους, είτε όχι. Άσε που δεν είχα ποτέ μου «σύνορα» στο τι μπορεί να μου αρέσει. Απολάμβανα πάντοτε την ποικιλία και το ανακάτεμα πολύ διαφορετικών πραγμάτων –το καταλαβαίνεις άλλωστε και από τους Gogol Bordello αυτό. Όσο για την εμφάνισή μας στην Αθήνα, την περιμένω πώς και πώς: μας αρέσει ιδιαιτέρως να παίζουμε στις μεσογειακές χώρες. 

Για πες μου και μερικά πράγματα για το τελευταίο σας άλμπουμ, το Super Taranta!. Πρώτα-πρώτα, γιατί η "Supertheory Of Supereverything" είναι καλύτερη από τη Θεωρία των Υπερχορδών, ως εξήγηση της λειτουργίας του κόσμου;

Δεν θα έλεγα ότι είναι καλύτερη, θα έλεγα όμως ότι είναι πιο αστεία. Άλλωστε, στην πραγματικότητα, πρόκειται μάλλον για μια …μεθυσμένη εκδοχή αυτής! Και υπάρχει κι ένα αυτοβιογραφικό στοιχείο, όπως γενικά στα τραγούδια μου. Μεγάλωσα βλέπεις σε μια οικογένεια η οποία περιλάμβανε τόσο θρησκευόμενους, όσο και άθεους. Οπότε το "Supertheory Of Supereverything" είναι μια προσπάθεια να συμβιβάσω τα αντίθετα. 

Άλλωστε πιστεύω ότι πίσω από κάθε θεωρία κρύβεται η αναζήτηση του Θεού: αυτό ψάχνει, στην ουσία της, και η Θεωρία των Υπερχορδών. Κι αν το κάνεις δίχως να σκαλώνεις σε δόγματα και χωρίς να φανατίζεσαι, τότε είναι κάτι πολύ σεβαστό.  

Και τι θα κάνουμε αν όντως ο Θεός δεν έχει χιούμορ και δεν φταίει η Αγία Γραφή για αυτήν του την εικόνα, όπως λες στους στίχους;

Όχι, όχι, ο Θεός έχει οπωσδήποτε χιούμορ –κοίτα τον πλανήτη και δεν χρειάζεται περαιτέρω συζήτηση. Την εικόνα αυτή την έχουν προωθήσει όλοι εκείνοι που καρπώνονται τα κέρδη της οργανωμένης θρησκείας ή προσπαθούν να γίνουν πλούσιοι μέσω εκείνης. Εναντίον τους στρέφεται λοιπόν το "Supertheory Of Supereverything", αυτούς κοροϊδεύει.

Έχεις πράγματι παράξενους θείους στο εξωτερικό, σαν κι αυτούς που περιγράφεις στο "My Strange Uncles From Abroad";

Έχω πράγματι –όμως δεν εμπνεύστηκα το τραγούδι από αυτούς. Το "My Strange Uncles From Abroad" είναι ένας προσωπικός φόρος τιμής στον Joe Strummer, που έφυγε τόσο γρήγορα και ξαφνικά –κάτι για το οποίο συνεχίζω να στεναχωριέμαι. Αυτός είναι ο παράξενος «θείος» μου κι εγώ το παράξενο «ανίψι» του. 

Το Super Taranta! περιλαμβάνει όμως και μια ωδή στο αλκοόλ. Δεν είναι λίγο εξιδανικευτική η εικόνα που του δίνεις; 

Δεν είναι καθόλου εξιδανικευτική. Το γεγονός ότι μερικοί άνθρωποι δεν βλέπουν το ποτό ως φίλο, αλλά ως έναν αφέντη στον οποίον σκλαβώνονται, ελπίζοντας να λύσουν τα προβλήματά τους, δεν είναι δικό του φταίξιμο. 

Για σκέψου λίγο, γιατί, από τα αρχαία χρόνια, δεν γίνεται ποτέ γλέντι δίχως αλκοόλ; Δεν είναι τυχαίο. Για 'μένα το αλκοόλ είναι ένα θεϊκό δώρο. Αυτό άλλωστε δεν πιστεύανε και στην αρχαία Ελλάδα; Ότι ήταν δώρο του Διονύσου; 

Στα τραγούδια σου υπάρχουν κάμποσοι στίχοι στα ουκρανικά. Πώς αποφασίζεις ποια τμήματα θα γραφτούν στα ουκρανικά και ποια στα αγγλικά;

Δεν το αποφασίζω, το αποφασίζουν τα ίδια τα τραγούδια. Τους στίχους τους γράφω πάντοτε στα ουκρανικά ή στα ρομά, μερικές δε φορές και στα ρωσικά –σπάνια απευθείας στα αγγλικά. Σε ένα δεύτερο στάδιο τους κάνω αγγλικούς, αλλά μετά, στην ηχογράφηση, αν ένα τμήμα τους μου «βγει» στα ουκρανικά, συνήθως το αφήνω έτσι. Αν το τραγούδι δηλαδή με οδηγήσει μόνο του εκεί, ακολουθώ τη «συμβουλή» του. 

Τι είναι αλήθεια αυτό που σε τραβάει τόσο πολύ προς την κουλτούρα των Τσιγγάνων; Και πώς νομίζεις ότι σχετίζεται με το rock 'n' roll; 

Η αλήθεια είναι ότι, ως τώρα, οι Ρομά και το rock 'n' roll δεν έχουν ποτέ σχετιστεί, παρά μόνο σε σπάνιες και μάλλον παράδοξες περιστάσεις. Οι Ρομά βρίσκονται πάντοτε, σε κάθε χώρα, αποκομμένοι από την υπόλοιπη κοινωνία. Ούτε η τελευταία τους αποδέχεται, ούτε και οι ίδιοι νοιάζονται ιδιαίτερα να ξεφύγουν από τα πλαίσια των δικών τους κοινοτήτων. Γι' αυτό άλλωστε δεν είχαμε ως τώρα κάποιον Ρομά μουσικό που να έπαιξε rock ή punk. 

Εγώ, όμως, μεγάλωσα στην Ουκρανία ακούγοντας τόσο τη μουσική των Ρομά, όσο και rock –κι αυτό το πάντρεμα που έγινε μέσα μου το βγάζω και στα τραγούδια μου. Πολλοί λένε ότι θαυμάζουν το ελεύθερο πνεύμα των Τσιγγάνων, όμως πρόκειται για μια απλοϊκή και αφελή σύλληψη. Όποιος ξέρει κάτι παραπάνω για τον συγκεκριμένο λαό, ξέρει πολύ καλά με τι αντιξοότητες χρειάστηκε κατά καιρούς να αναμετρηθούν. 

Εμένα λοιπόν μου αρέσει η πηγή αυτού του ελεύθερου πνεύματος, πηγή που είναι βαθιά ριζωμένη στην κουλτούρα του λαού τούτου και στον τρόπο με τον οποίον οργανώνονται. Είναι κάτι που μοιάζει πολύ με τον αναρχοσυνδικαλισμό των Δυτικών κοινωνιών. Κι εκεί μπορείς ίσως να βρεις μια διασύνδεση με το rock 'n' roll. Μια μουσική που παραδοσιακά τράβαγε όσους αισθάνονταν να μη χωράνε στα στεγανά και αναζητούσαν έναν άλλον τρόπο ζωής, τόσο σε προσωπικό, όσο και σε κοινωνικο-πολιτικό επίπεδο. 

Πολύ βαθυστόχαστη ανάλυση… Τώρα καταλαβαίνω καλύτερα γιατί οι καλλιτεχνικοί κύκλοι της Νέας Υόρκης ήταν από τους πρώτους που αγκάλιασαν τους Gogol Bordello…

Ήταν πράγματι οι πρώτοι και είναι κάτι για το οποίο πάντα θα τους ευγνωμονούμε. Είναι αλήθεια ότι σε κάτι τέτοιους κύκλους γίνεται, συνήθως, πιο εύκολα αποδεκτό το διαφορετικό. 

Δεν σου κρύβω όμως ότι χαιρόμαστε που ξεφύγαμε και καταφέραμε να βρούμε ευρύτερη απήχηση. Γιατί, ξέρεις, τα πράγματα στους καλλιτεχνικούς κύκλους είναι συνήθως και απίστευτα βαρετά: λείπει το χιούμορ, ο αυθορμητισμός, ακόμα και η σαχλαμάρα. Και η ζωή μας χρειάζεται και τέτοια. 

Τι γεύση σας άφησε αλήθεια η συνεργασία με τη Madonna για το Live Earth; Το διασκεδάσατε; 

Το διασκεδάσαμε πολύ τότε, νομίζω ότι με τη Madonna κατορθώσαμε να κάνουμε κάτι που ήταν συνάμα έξυπνο, διασκεδαστικό, μα κι ένωνε δύο διαφορετικούς μουσικούς κόσμους. Δεν μας άρεσε όμως καθόλου αυτό που συνέβη μετά, όταν ο mainstream Τύπος σε Ευρώπη και Αμερική το παρουσίασε ως μια συμμετοχή μας στο "La Isla Bonita" της Madonna. 

Με τη Madonna συμφωνήσαμε ότι θα παρουσιάζαμε ένα τραγούδι σε τσιγγάνικους ρυθμούς, το οποίο θα εξέφραζε τη δική μας οπτική και κάτι από το πνεύμα της νέας γενιάς των Ρομά –και ότι σε αυτό θα κόλλαγε έπειτα εκείνη το "La Isla Bonita". Κι έτσι κάναμε. Όσοι λοιπόν κάθονται και γράφουν τέτοια πράγματα μετά, πρέπει να είναι απίστευτα άσχετοι άνθρωποι ή απλώς κουφοί. Γιατί αν βλέπουν μόνο εμάς με τη Madonna, χωρίς να ακούνε τι είναι αυτό που παίξαμε μαζί της, ε, τότε εγώ δεν μπορώ να βρω καμία άλλη εξήγηση. 

Κατά τη γνώμη μου, πάντως, ισχύει το πρώτο. Είναι δηλαδή άνθρωποι άσχετοι και επικίνδυνοι, γιατί το μόνο που μεταφέρουν προς τα έξω ως πληροφορία προς το κοινό είναι κάτι το ασπρόμαυρο. Το οποίο καμία σχέση δεν έχει τελικά με την πραγματικότητα.

Και μια τελευταία ερώτηση: γιατί είναι τόσο σημαντικό να υπάρχει λεμονάτο σκουμπρί σε ένα γαμήλιο τραπέζι;

(γέλια) Ωχ, αυτό το τραγούδι! Εγώ δεν το ήθελα στο άλμπουμ κι ακόμα και τώρα δεν έχω αλλάξει άποψη. Το έγραψα για πλάκα, έτσι στο πόδι, μέσα σε 10 λεπτά, για μια παρέα φίλων με τους οποίους είχαμε βαρεθεί μέχρι θανάτου σε κάτι γάμους στην Αμερική όπου βρεθήκαμε ως καλεσμένοι. Και, επειδή στη Ρωσία και στην Ουκρανία το λεμονάτο σκουμπρί είναι ένας πολύ διαδεδομένος μεζές, το κόλλησα εκεί σε μια έμπνευση της στιγμής. 

Δεν είχα ποτέ σκοπό να κυκλοφορήσει το "American Wedding", αλλά μετά έπεσαν όλοι πάνω μου –τόσο οι φίλοι, όσο και οι υπόλοιποι Gogol Bordello. Κι έτσι έκανα πίσω. Αυτή είναι η μικρή ιστορία πίσω από το λεμονάτο σκουμπρί των στίχων!