13 Μαΐου 2022

ΛΕΞ - 2XXX [δισκοκριτική, 2018]


Ο νέος ΛΕΞ ρολάρει στο Spotify και προβλέπω μεγάλους ενθουσιασμούς εκ μέρους των ανθρώπων του εγχώριου μουσικού Τύπου – that's the way they like it, όπως απέδειξαν και πριν λίγες ημέρες με τον καινούριο δίσκο του Φοίβου Δεληβοριά. 

Για όσους απέμειναν να αγαπούν την ψυχραιμία και τις αλήθειες, βέβαια, ήταν μάλλον δεδομένο ότι το Μετρό –όπως λέγεται ο φρέσκος δίσκος– δεν θα έφτανε στο 2XXX του 2018: ούτε τον πήχη του θα άγγιζε, ούτε ο ίδιος χαμός θα μπορούσε να ξαναδημιουργηθεί. Μιλάμε άλλωστε για ένα ισχυρό χιπ χοπ ορόσημο, το οποίο έκατσαν εν τέλει να ακούσουν ακόμα και άνθρωποι που δεν ενδιαφέρονται για τον συγκεκριμένο ήχο.

Μια χαρά είναι πάντως το Μετρό. Μια καλή έως πολύ καλή δουλειά, με αναφορές μέχρι και στη Lana Del Rey, η οποία διατηρεί τον Θεσσαλονικό ράπερ σε μια δίκαιη κορυφή: εξακολουθεί να είναι και καλύτερος και πειστικότερος μέσα σε έναν συναγωνισμό που όλο και πληθαίνει, χωρίς όμως να φτάνει σε αντιστοίχως συνεκτικά αποτελέσματα. 

Δίνει επίσης μια καλή αφορμή επαν-επίσκεψης στην αναπάντεχη κοσμογονία του 2XXX. Ο δίσκος αγαπήθηκε κομμάτι-κομμάτι στο YouTube, αγοράστηκε σε CD στο επικό sold-out live του ΛΕΞ στο Gazi Music Hall και η κριτική μου πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis, γραμμένη ένα ήσυχο πρωινό στο ιστορικό καφέ «Αίγλη», στο Ζάππειο. Εδώ αναδημοσιεύεται με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Θάνο Λαΐνα και προέρχεται από τη βραδιά του ΛΕΞ στο Θέατρο Πέτρας, τον Ιούνιο του 2019. Ή, αλλιώς, τη συναυλία που με έκανε να χάσω τους πολυαγαπημένους μου Manowar. Όμως αυτή είναι μια άλλη ιστορία.


Κατά συναρπαστικά αντιφατικό τρόπο, αυτός ο ωμά ρεαλιστικός δίσκος αποδεικνύεται γεμάτος ...εξωγήινους και UFO. Πώς διάολο πετάγονται τόσο φυσιολογικά τα διαστημόπλοια 'δω κι εκεί, ανάμεσα σε ρίμες για ξεχασμένους Χουντικούς στα συνοικιακά κουρεία και για ελληνικές γειτονιές όπου θεριεύει το Μίσος –όπως 20+ χρόνια πριν στα γαλλικά προάστια του Ματιέ Κασοβίτς; Σε κάνει να πιστεύεις ότι είναι τελικά εξίσου αληθινά, οπότε είσαι εσύ που έχεις χάσει τα επεισόδια. 

Ο ΛΕΞ ήταν βέβαια πάντα αξιόλογος, και στα Ανάποδα Καπέλα και στα Βόρεια Αστέρια, αλλά και στον πρώτο σόλο του δίσκο Ταπεινοί Και Πεινασμένοι (2014), για τον οποίον πολύ εύστοχα τα είχε γράψει τότε και ο Τάσος Μαγιόπουλος. Στο 2ΧΧΧ, όμως, αποτυπώνεται σπουδαίος. 

Σε σημαντικό βαθμό αυτό οφείλεται στο άλμα που κάνει η μουσική. Ενώ δηλαδή στο Ταπεινοί Και Πεινασμένοι υπήρχε μια ανάγκη να τιμηθούν οι αναφορές, εδώ ο βασικός συνθέτης Dof Twogee στρέφει τον δίσκο προς τις πιο σύγχρονες τάσεις, εδράζοντας πολλά στις δωρικές, ομιχλώδεις λούπες και στη ναρκοληπτική τους επανάληψη, η οποία αφήνει μια αίσθηση ερήμωσης βγαλμένη θαρρείς από το Dead Cities των Future Sound Of London (1996), ειδικά όταν μπλέκεται και ο Deathwish στην παραγωγή, σε κομμάτια-ορόσημα σαν το "Vittorio" και το "Γρανίτες Και Τσιγάρα". Δεν είναι τυχαίο ότι και ο ίδιος ο ΛΕΞ απηχεί την αλλαγή στους στίχους του, κάνοντας μεν έξυπνες αναφορές στο τιμημένο παρελθόν (Ice Cube, Wu-Tang Clan, μα και Τρύπες, Sex Pistols), μα ριμάροντας κατά τα λοιπά για το grime που ακούνε στις αυλές των φίλων, για το trap που βάζει σε κάποια ερωτική του σύντροφο, για τον Kendrick Lamar τον οποίον προφανώς θαυμάζει.

Το χιπ χοπ, βέβαια, διανύει ιδιαιτέρως γκλαμουράτη φάση. Εδώ και χρόνια έχει γίνει η ποπ των καιρών μας και η εύκολη αναφορά για όποιον θέλει να διαφημίσει ότι είναι «μέσα στα πράγματα». Μετατοπίστηκε έτσι προς έναν «μεσαίο χώρο»-ταμάμ για εξευγενισμένους ράπερ και για μια χλιαρή γενικά κατάσταση, όπου εκπροσωπούνται τολμηρότερα οι ανησυχίες και οι φαντασιώσεις των μορφωμένων μεσαίων στρωμάτων, με την «αλητεία» να οριοθετείται από επιμελώς ατημέλητες περιπτώσεις σαν τους Migos ή από τους αλαζονικούς κομπασμούς της Cardi B για τις αιδοιολειχίες που ανταλλάσσει με δωράκια Yves Saint Laurent. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι δεν βγαίνει καλή μουσική (και) έτσι· δεν χρειάζεται να εκπέσουμε στον ελιτισμό. Ωστόσο μια τέτοια επικρατούσα τάση συσκοτίζει τη διαφορετική ιστορία του είδους και τις γερές του ρίζες με όσους προσδιορίστηκαν από τα 1980s και μετά ως απόκληροι στις Δυτικές μητροπόλεις. Κάποιοι λοιπόν την υπηρετούν ακόμα αυτήν την όψη· και ο ΛΕΞ ανήκει ανάμεσά τους. 

Είναι λοιπόν οι ...λέξεις του ΛΕΞ εκείνες που σε τσούζουν σαν καρφί που μπήγεται στο γυμνό σου πέλμα, καθώς περπατάς αμέριμνα ξυπόλυτος. Ναι, μιλάνε ενίοτε για τη φάση τους, και κάτι τέτοιο ίσως αποξενώσει ορισμένους, αν και μπορείς λ.χ. να απολαύσεις τα λεγόμενα ακόμα κι αν δεν έχεις ιδέα για τον θρυλικό Σαλονικιό skater Βασίλη Απαμάν, ακόμα κι αν δεν γράφει πουθενά στα credits του 2ΧΧΧ ότι είναι δύο φίλοι skaters του ΛΕΞ –ο Filipon και ο Notis– που ραπάρουν μαζί του (αντίστοιχα) στο "Γρανίτες Και Τσιγάρα" και στα "Παυσίπονα". 

Πρόκειται για στίχους γραμμένους με καρδιά και με ένα βλέμμα περισσότερο κουρασμένο παρά λυπημένο, που αποτυπώνεται και στον εξαιρετικό τρόπο με τον οποίον ο ΛΕΞ πλησιάζει ή απομακρύνεται από το μικρόφωνο ενώ ραπάρει. Δεν υπάρχει δε η παραμικρή σχέση με όσους μας έχουν φλομώσει στον λυγμό και στις φλωροταξιδιάρικες περικοκλάδες. Είναι επίσης στίχοι που ντύνονται τη σκληρή καθημερινότητα που περιστοιχίζει έναν νέο άνθρωπο στην υποβαθμισμένη Θεσσαλονίκη των 18 χρόνων αυτού του 21ου αιώνα, αλλά χωρίς να καταφεύγουν στο ανέξοδο θα σου κάνω/θα σου δείξω ζοριλίκι το οποίο πουλάνε έτεροι ράπερ. Ακόμα δηλαδή και όταν περιαυτολογεί για τον πρώτο του δίσκο, ο ΛΕΞ έρχεται να σου πει για τις ημέρες που δεν τον γεμίζει τίποτα ή για τις μανάδες των 20άρηδων fans οι οποίες τον θεωρούν υπαίτιο που τα τέκνα τους «χέζουν το μέλλον τους». 

Είναι με τέτοια εκφραστικά όπλα που ο ΛΕΞ έχει κάνει χαμό και βλέπει την επικείμενη συναυλία στην Αθήνα να χρειάζεται το Gazi Music Hall για να εξυπηρετήσει τη ζήτηση. Δικαιολογημένα, λοιπόν, φαντάζει ως «ήρωας» για μια νεολαία που ζει έτσι ή κάπως έτσι· είναι άνθρωπος της δικής τους γενιάς, που κάνει τραγούδι τα βιώματά τους τηρώντας υψηλότατες προδιαγραφές και βάζοντας τον πήχη πιο πάνω για τον ίδιο του τον εαυτό, πρώτα-πρώτα. Δικαιολογημένα, όμως, γίνεται και ήρωας για τους απέξω, όσους αντιλαμβάνονται ότι εδώ υπάρχει κάτι αδαμάντινα αληθινό, που τους τραβάει ένα δυνατό χαστούκι, αναγκάζοντάς τους να δουν καθαρά όλα όσα κοιτούν, μα δεν βλέπουν: τη Χρυσή Αυγή, όσους οι καθώς πρέπει συγκαταλέγουν στη «φύρα» της κοινωνίας, εκείνους που, όταν προσεύχονται, το κάνουν για να δουν τους ΔΙΑΣ να πέφτουν από τις μηχανές.  

Ο ίδιος ο ΛΕΞ, βέβαια, δεν έχει αυταπάτες: «ο πόνος των φτωχών, γίνεται τέχνη των αστών», γράφει στα "Κοράκια". Και είναι ένας αμείλικτος στίχος αυτός, που δεν αφήνει απέξω ούτε τα εκ του ασφαλούς «τσογλανάκια» των βόρειων προαστίων που θα πάνε μαζικά στο Gazi Music Hall, ούτε διάολε κι εμένα, που σκέφτηκα μεγάλο μέρος του παρόντος κειμένου πίνοντας τον φραπέ μου στην πρωινή ησυχία ενός ιστορικού αστικού καφέ. Είναι ψέμα ότι κριτικοί σαν και του λόγου μου μπορούν να μπουν στα παπούτσια του ΛΕΞ ταυτιζόμενοι με τη γλώσσα των μπλεγμένων. Μπορούμε μόνο να τον θαυμάσουμε, να χάσουμε λίγο τον ύπνο μας σκεπτόμενοι τις δυσανάλογες ζωές μας και να χειραγωγήσουμε κι εμείς τις λέξεις που μας αναλογούν, ώστε να πούμε ότι το 2ΧΧΧ είναι ένας καταπέλτης. Ο οποίος έρχεται από το θεσσαλονικιώτικο underground να σαρώσει όλο το ελληνικό τραγούδι της εποχής μας, φέρνοντας ξανά στο προσκήνιο –με χιπ χοπ μορφή– τις ποιότητες που έκαναν σπουδαίους τους μεγάλους δημιουργούς του εγχώριου παρελθόντος.  

Για πολλούς έφηβους και 20άρηδες εκεί έξω, άλμπουμ σαν το 2ΧΧΧ λειτουργούν όπως λειτούργησε κάποτε το πανκ. Και θα θυμούνται ίσως το 2018 ως τη χρονιά «που ο ΛΕΞ έβγαλε εκείνον τον δίσκο». Άλλωστε, όπως έχουν γράψει διάφοροι σε σχόλια εδώ κι εκεί στο ίντερνετ, το μόνο αληθινό μειονέκτημα του 2XXX είναι ότι τελειώνει.



08 Μαΐου 2022

Uriah Heep - ανταπόκριση (2019)


Τον Φεβρουάριο του 2019 πήρα μία από τις «δύσκολες» αποφάσεις του μουσικοεπαγγελματικού μου σύμπαντoς. Από εκείνες που πια έχουν καταλήξει στα ψιλά των ψιλών γραμμάτων για τους περισσότερους που χρήζονται «αρχισυντάκτες» στον ιντερνετικό Τύπο, ενώ στην ουσία δεν είναι παρά απλοί διαχειριστές μιας αδηφάγας, ατσούμπαλης ροής. Τουτέστιν, και οι Uriah Heep στην πόλη και ο φοβερός και τρομερός Attila Csihar των Mayhem, σε μια σύμπραξη-έκπληξη με τους «δικούς μας» Lüüp του Στέλιου Ρωμαλιάδη. Την ίδια ημέρα. 

Ήθελα να πάω στη δεύτερη συναυλία. Όχι επειδή σνόμπαρα τους Uriah Heep –κάθε άλλο. Όμως θεωρούσα ότι θα έπαιζαν κάτι πολλάκις γνώριμο, ενώ η έτερη περίσταση έταζε περιπλανήσεις σε παρθένα εδάφη. Ωστόσο συντάκτης για να πάει σε Lüüp & Attila υπήρχε (και γνώριζα ότι ο Δημήτρης Μεντές θα έκανε καλή δουλειά), ενώ για τους Uriah Heep όχι. Και ένα site σαν το (τότε) Avopolis, του οποίου είχα την αρχισυνταξία, δεν γινόταν να αγνοήσει μια τόσο μεγάλη συναυλία, ενός ονόματος με διαχρονική δημοφιλία στην Ελλάδα. Οπότε πήγε ο αρχισυντάκτης για την απαραίτητη κάλυψη, όπως οφείλει να κάνει εάν και εφόσον είναι σοβαρός ως αρχηγός μιας ομάδας.

Η βραδιά των Uriah Heep βγήκε αναμενόμενα sold-out και ήταν υπέροχη. Αλλά κάπως μου έμεινε το απωθημένο που δεν είδα τον Attila, καθώς είχα χάσει και τους Mayhem το 2017, σε εκείνη τη συναυλία γύρω από το De Mysteriis Dom Sathanas που μάλλον δίχασε το κοινό. Τα θυμήθηκα όλα αυτά καθώς στεκόμουν στο Fuzz, έτοιμος να υποδεχτώ τους Mayhem στον φετινό τους ερχομό στην πόλη. Ο οποίος ήταν καταπληκτικός, μα θα αποτελέσει αντικείμενο μιας διαφορετικής εξιστόρησης, που δεν θα αργήσει να εμφανιστεί στο Αθηνόραμα.

Για την ώρα, η αφορμή δίνει καλή πάσα για μια αναδρομή στη βραδιά των Uriah Heep στο κατάμεστο Fuzz και στο κείμενο που προέκυψε και πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis –εδώ αναδημοσιεύεται με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες είναι από εκεί και ανήκουν στον Χάρη Σφακιανάκη. Η δε ανταπόκριση προξένησε και αντιδράσεις. Αλλά ας πάει και το παλιάμπελο...


Υπάρχει κάτι όμορφο σε όσες συναυλίες ρέουν όπως πρέπει να ρέει μια τέτοια εμπειρία, δηλαδή με τους μεν διοργανωτές να τηρούν τα προγράμματα τα οποία ανακοινώνουν και το κοινό να έρχεται κι αυτό στην ώρα του. Κάπως έτσι, μπορείς να έχεις Παρασκευή βράδυ ένα sold-out Fuzz χωρίς ουρές, χωρίς περιττή ορθοστασία, χωρίς κανείς να δυσφορεί ή να ταλαιπωρείται. Ας το σημειώσουν κάπου όσοι ασχολούνται με ανάλογες ανά την πόλη τελετές, αδυνατώντας εντούτοις να φανούν συνεπείς σε ωράρια που οι ίδιοι μπαίνουν στον κόπο να εκπονήσουν.

Σε αντίθεση με το γνωστό ρητό, πάντως, η καλή μέρα δεν φάνηκε στο Fuzz από το πρωί. Είναι βέβαια μια γνώμη αυτή που μάλλον δεν συμμερίζεται η πλειονότητα των παρευρισκόμενων, καθώς το εγχώριο support σχήμα των Chrysilia κέρδισε και μπόλικη προσοχή, αλλά και αρκετά χειροκροτήματα. Το γκρουπ ευτύχησε να παίξει μπροστά σε ένα μαγαζί που είχε σχεδόν γεμίσει (και μάλιστα με διάφορες ηλικίες), παρουσιάζοντας υλικό από τον μοναδικό ως σήμερα δίσκο του Et In Arcadia Ego (2017), συν μια διασκευή σε Loreena McKennitt, που προορίζεται για κάποιο επόμενο άλμπουμ. 


Ωστόσο αναλώθηκαν σε ένα πολυφορεμένα μελωδικό metal με folk απολήξεις και πομπώδεις εκρήξεις, το οποίο υπηρέτησαν με πολύ στημένο τρόπο. Ούτε η ποιότητα του υλικού κρίνεται αξιοσημείωτη, ούτε και δικαιολογείται θεωρώ κάποιος ενθουσιασμός για τη Χρυσώ Σταματοπούλου: έμεινε σε ερμηνείες «λίγες» και σε κάθε περίπτωση τυπικές για όποια τραγουδίστρια ανά την Ευρώπη ζήλεψε κάποτε τις δάφνες της Tarja Turunen ή/και της Sharon Den Adel.

Σε κάθε περίπτωση, οι Chrysilia ξεχάστηκαν γρήγορα όταν βγήκαν στη σκηνή οι Uriah Heep κάτω από το μεγάλο πανό του Living The Dream –του πρόσφατου δίσκου (2018), που τους ξανάφερε στην Ελλάδα έπειτα από κάμποσα χρόνια. Το Fuzz καλωσόρισε με ιαχές και χειροκροτήματα κι εκείνοι μπήκαν με όρεξη και σθένος στο φρέσκο "Grazed By Heaven", δείχνοντας  εξαρχής ότι μας περίμενε μια πολύ ωραία hard rock βραδιά. Κι αυτό ακριβώς πήραμε.

Είναι αλήθεια ότι οι Uriah Heep έζησαν πολλά χρόνια όντας ο Ντ' Αρτανιάν του βρετανικού σκληρού ήχου των 1970s, καθώς τις θέσεις των Τριών Σωματοφυλάκων καπάρωσαν οι Black Sabbath, οι Led Zeppelin και οι Deep Purple. Είναι επίσης αλήθεια ότι το hard rock όραμα του Mick Box και της εκάστοτε παρέας του βρέθηκε υπερβολικά κοντά στους τελευταίους. Σήμερα, όμως, 50 σχεδόν χρόνια μετά το Very 'eavy... Very 'umble (1970), οι παλιές αποστάσεις έχουν μικρύνει και οι Uriah Heep έχουν καταφέρει να αναδειχθούν σε δύναμη (συχνά) συνεπέστερη των Deep Purple –τόσο στη δισκογραφία, όσο και στη σκηνή.

Ήταν κάτι που το έβλεπες καθαρά στο Fuzz: ακόμα και στις στιγμές εκείνες όπου γέμιζαν απλά τον συναυλιακό χρόνο με φασόν επιλογές σαν το "Waters Flowin'" και "Rocks On The Road", υπήρχε πάντα κάποιο riff του Mick Box να δημιουργήσει πώρωση, όπως και ο αειθαλής, ακούραστος Bernie Shaw, διαρκώς έτοιμος να μας μιλήσει ή να μας εντυπωσιάσει με τη φοβερή φόρμα της φωνής του. Δίχως την προσθήκη του Καναδού το 1986 και δίχως τον τρόπο με τον οποίον έκανε δικά του τα κλασικά άσματα του γκρουπ (το "Return To Fantasy", μάλιστα, το λέει καλύτερα απ' όλους), είναι αμφίβολο αν θα μπορούσαν να σταθούν οι Uriah Heep πέραν των 1980s. Δίπλα τους, ο πάντα βροντερός Russell Gilbrook έδινε το δικό του ρεσιτάλ στα ντραμς, ο Phil Lanzon πρόσφερε την πινελιά των keyboards με αέρα Jon Lord και ο Davey Rimmer –η νεότερη προσθήκη στη σύνθεση– έδειξε ότι κατέχει επάξια το μπάσο του ιστορικού γκρουπ.

Αναμενόμενα, η συναυλία κορύφωσε προς το φινάλε, όταν πια οι Uriah Heep άφησαν στην άκρη το promo για το Living The Dream και παρέδωσαν "Gypsy", "July Morning" (σε μια θεσπέσια εκτέλεση, έστω και αν ήταν εδώ που πολλοί θυμηθήκαμε τον γλυκόλαλο David Byron, χρόνια πια πεθαμένο), "Sunrise" και "Lady In Black". Στο οποίο ο Shaw μας έβαλε να τραγουδήσουμε τα χορωδιακά, ισχυριζόμενος ότι είμαστε μακράν το δυνατότερο κοινό ανάμεσα σε 36 χώρες. Το φινάλε είχε βέβαια "Easy Livin'", μέσα σε γενική αποθέωση.

Δυστυχώς στην Ελλάδα (και όχι μόνο) κάμποσοι από τους ανθρώπους που επιδιώκουν να κάνουν «φασαρία» με τη γνώμη τους σε social media και σε ό,τι απέμεινε από τον μουσικό Τύπο είναι όχι μόνο ανίδεοι για την παρακαταθήκη τέτοιων ονομάτων, μα και επιλεκτικά είρωνες απέναντι στην επί τόσα χρόνια πορεία: o Mick Box έχει ακριβώς την ίδια ηλικία με τον Iggy Pop, αλλά ο ένας λογίζεται για παλιοδεινόσαυρος και ο άλλος ως φαινόμενο. Ευτυχώς, όμως, όσοι αποκτήσαμε rock παιδεία της προκοπής χωρίς να στοιχηθούμε πίσω από καλλιτέχνες με 0,5 καλό δίσκο μη και δεν λουστούμε στο όποιο περιστασιακό coolness, κάνουμε ακόμα sold-out τέτοιες συναυλίες στην πόλη. Γιατι ξέρουμε πόσο εγγυημένο είναι το γεγονός ότι θα περάσουμε καλά.



02 Μαΐου 2022

Let's Eat Grandma - I'm All Ears [δισκοκριτική 2018]


Μαθαίνω επέστρεψαν η Rosa Walton και η Jenny Hollingworth με το τρίτο τους άλμπουμ Two Ribbons, το οποίο τις βρίσκει να κλείνουν 9 χρόνια συν-δημιουργίας ως Let's Eat Grandma.

Ένα κάπως δύσκολο άλμπουμ, καθώς η πολυετή τους φιλία δοκιμάστηκε τόσο από δυσάρεστες συγκυρίες, όσο και από την πίεση που δημιούργησε η επιτυχία του I'm All Ears (2018), το οποίο τις βρήκε να μπαίνουν στο #28 της πατρίδας Βρετανίας, σωρεύοντας προσδοκίες, μα και συναυλιακές υποχρεώσεις. Τα 4 χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι να μπορέσουν να επιστρέψουν στο προσκήνιο, λένε από μόνα τους πολλά. Έστω κι αν υποθέσουμε ότι κάπου μπήκε και η πανδημία στη μέση των σχεδίων τους.

Δεν τις έχω ακούσει ακόμα στις νέες τους περιπέτειες, αλλά η περίσταση δείχνει κατάλληλη για μια επαν-επίσκεψη στην κριτική που έγραψα το 2018 για το I'm All Ears, για λογαριασμό του Avopolis. Η οποία και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Μια κλασική άσκηση στα μαθήματα γλώσσας είναι να γράψεις τη φράση «ας φάμε τα παϊδάκια» παραλείποντας τα διαλυτικά. Τα αποτελέσματα ...βγάζουν μάτι. Αναλόγως, αν γράψεις στα αγγλικά «let's eat, grandma» ξεχνώντας το κόμμα, αρχίζει να συμβαίνει κάτι πολύ λάθος.

Θέλοντας να τονίσουν την αξία τέτοιων μικρών πραγμάτων, η Rosa Walton και η Jenny Hollingworth από το Νόριτς της Αγγλίας ονόμασαν τη μπάντα τους Let's Eat Grandma χωρίς κόμμα, ρισκάροντας να γίνουν ενστικτωδώς αντιπαθείς πριν καλά-καλά ακούσει κανείς τη μουσική τους. Παρά ταύτα, βρίσκονται να λαμβάνουν διθυραμβικές κριτικές για το δεύτερό τους άλμπουμ και να βγαίνουν από το underground, μπουκάροντας στο βρετανικό top-40 (#28).

Όμως, όπως και πολλές ακόμα φασαρίες των τελευταίων χρόνων, έτσι κι αυτή μένει μετέωρη. «Φρέσκος ήχος» γράφει η μία, «κάτι περιπετειώδες» βρίσκει ο άλλος, «avant-pop» λέει κάπου μια μαρκίζα, μα εσύ αναρωτιέσαι αν έχουν κάτσει ποτέ ν' ακούσουν Knife τούτοι οι άνθρωποι ή αν έχουν τέλος πάντων κάποιο σημείο αναφοράς παλαιότερο της Lorde. Η εποχή του κάθε ανιστόρητου κεφλή που έγινε γραφιάς γιατί «το νιώθει» και της κάθε χαΐστριας που ανοίγει ένα Microsoft word και αναπαράγει όσα διαβάζει στο ίντερνετ (δημιουργώντας «ομοφωνία») είναι εδώ, μαζί μας. Σε όλο της το τραγικό μεγαλείο.

Σε μια πιο ρεαλιστική κλίμακα, το άστρο των Let's Eat Grandma λάμπει μεν, αλλά στον γαλαξία του υποσχόμενου. Λυπάμαι αν κάτι τέτοιο δεν αρκεί στα σύγχρονα παιχνίδια του εναλλακτικού hype, αλλά τα κορίτσια είναι ακόμα υπό διαμόρφωση –δεν έχουν φτάσει σε τίποτα το ουάου. 

Αν έχουν δυνάμεις; Τις έχουν. Το I'm All Ears είναι μια πιο συγκροτημένη υπόθεση από το ντεμπούτο I, Gemini (2016), με τις Walton & Hollingworth να ξεδιπλώνουν στα synths άνεση που δεν την περιμένεις, αλλά κι ένα pop αισθητήριο που αποτυπώνεται ταυτόχρονα σοβαρό μα και εν δυνάμει μαζικό, χωρίς να καταφεύγει σε αγοραία κόλπα. Στο "It's Not Just Me", μάλιστα, όπου λαμβάνουν χέρι βοήθειας σε σύνθεση και παραγωγή από τους διάσημους φίλους τους –αφενός τη Sophie, αφετέρου τον Faris Badwan των Horrors– βλέπουμε πώς αυτές οι δυνατότητες μπορούν να ανθίσουν, φτάνοντας σε ένα όμορφο pop hit. Το οποίο στήνεται μεν στην εμπειρία των συμμετεχόντων, μα περιέχει και την αλήθεια των δημιουργών του.

Μιλώντας για στίχους, οι Let's Eat Grandma αντικρίζουν τον κόσμο και τις σχέσεις από το πρίσμα της ηλικίας τους. Κι αυτό είναι πράγματι αναζωογονητικό σε ένα τερέν όπου τόσοι και τόσοι νοσταλγούν καταστάσεις τις οποίες δεν έζησαν, με ασαφείς συναισθηματολογίες που συχνά ηχούν και μεγαλίστικες. Ωστόσο δεν γράφουν και τίποτα το σπουδαίο, για το οποίο θα έπρεπε να επαινεθούν. Αν κάτι κρίνεται δηλαδή ως εδώ-και-τώρα απλά επειδή λέει «Guess I'll see you when my screen is vibrating», καήκαμε.

Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι οι ερμηνείες είναι περιορισμένες, σχεδόν πανομοιότυπες, κομμένες σε ένα προκάτ κοριτσίστικο μοτίβο που φοριέται πολύ σε Αγγλία και Αμερική και προβλέπει και το πώς θα βγεις μπροστά στη μελωδία και το πώς θα αρθρώσεις τις λέξεις. Είναι το ίδιο προκάτ με αυτό που κάνει η Rihanna στο "Love The Way You Lie", απλά σε μια πιο alternative παραλλαγή.

Πέραν λοιπόν του "It's Not Just Me", το I'm All Ears αφήνει ορατά κέρδη μόνο κατά περίπτωση, σε τραγούδια δηλαδή σαν το "Snakes & Ladders", το "Cool & Collected", ίσως και το "Ava". Σε αυτά συντονίζεσαι πράγματι με κάτι το φρέσκο και βρίσκεις λόγους να είσαι ...all ears, περιμένοντας τη συνέχεια. Εκεί, στο μέλλον, μπορεί λοιπόν και να ακούσουμε κάτι πιο αξιοσημείωτο από τις Let's Eat Grandma. Άλλωστε το μέλλον ανήκει στους νέους, κατά κανόνα.



12 Απριλίου 2022

Abbath - ανταπόκριση (2016)


Κάμποσο το νερό στο αυλάκι από τότε που ο Abbath Doom Occulta (ο Νορβηγός Olve Eikemo, δηλαδή) έγινε χέβι μέταλ σταρ ως τραγουδιστής και κιθαρίστας των κραταιών Immortal. Αρπάχτηκαν ως γνωστόν το 2015, αυτός έφυγε και ανακοίνωσε την ίδρυση των Abbath, εκείνοι σκέφτηκαν να το διαλύσουν, μα τελικά συνέχισαν.

Οι τρεις δίσκοι των Abbath, τώρα, χωράνε κάμποση συζήτηση. Όχι όμως και οι ζωντανές τους εμφανίσεις, στις οποίες ο ηγέτης τους πραγματικά λάμπει. Το είδα άλλωστε με τα μάτια μου τον Γενάρη του 2016, σε ένα εμφατικό sold-out στο Κύτταρο.

Με αφορμή λοιπόν τον φετινό δίσκο Dread Reaver, αναδημοσιεύεται εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις– η ανταπόκριση από εκείνη τη συναυλία, που τότε δημοσιεύτηκε για λογαριασμό του Avopolis. Η κάτωθι φωτογραφία ανήκει στον Stefan Bollman και προέρχεται από τα Wikipedia Creative Commons. Η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Al Case. Η φωτογραφία των Order Of The Ebon Hand ανήκει στην Αλεξάνδρα Αλεξίου.


Εκείνη η καταλυτικού ουμανισμού φράση «ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον» δεν χάνει ποτέ τη σοφία της στο διάβα των αιώνων. Είναι βέβαια μια εμφανής από μέρους μου τρολιά, να ξεκινάω ανταπόκριση black metal συναυλίας με ...Ιησού, ωστόσο γύριζε πράγματι στο μυαλό μου καθώς γκρίνιαζα για την καθυστέρηση της έναρξης στο Κύτταρο. 

20.30 με 21.15 θα έπαιζε, λέει, το support –21.25 βγήκε, 10 λεπτά δηλαδή αφότου υποτίθεται θα είχε τελειώσει· 21.45 έγραφε το πρόγραμμα θα εμφανίζονταν οι Abbath, περίπου 22.50 τους είδαμε. Ξέρω ότι τα έχουν και οι διοργανωτές τα δίκια τους και τέτοια πράγματα δεν γίνονται επειδή αδιαφορούν (ή, τέλος πάντων, δεν αδιαφορούν όλοι). Αλλά για ακόμα μία φορά ξεροσταλιάσαμε οι έγκαιρα προσερχόμενοι και επιβραβεύτηκαν οι καθυστερόπουλοι. Κάτι πρέπει να γίνει, σε κάποιο σημείο. Δεν γίνεται και την πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος. Ίσως πρέπει να παίζει μικρότερο set το support; Ή να κόβεται και εντελώς;

Εύκολο να το λες, όμως, μα δύσκολο να το υποστηρίξεις όταν βλέπεις support acts με την ποιότητα των Order Of The Ebon Hand. Το αθηναϊκό τρίο ήταν ιδανικό από άποψη ήχου και γενικότερης αισθητικής για να «ζεστάνει» τα πράγματα και το έκανε με πραγματικές επιδόσεις. Οι οποίες ώθησαν το κατάμεστο Κύτταρο –που είχε ανοίξει ακόμα και τους εξώστες του προκειμένου να υποδεχθεί το ενθουσιώδες πλήθος– να τους χειροκροτήσει ουκ ολίγες φορές με ιαχές και χέρια ψηλά, αφήνοντας στην άκρη τη μουρμούρα για τη χρονική καθυστέρηση. 


Δεν ήταν δύσκολο να συμβεί, άλλωστε, αφού το σχήμα μας πήρε από τα μούτρα ήδη από τις εναρκτήριες νότες του "Behold The Sign Of A New Era" και έπαιξε σαν να ήταν δική του η βραδιά στο Κύτταρο, φτάνοντας σε μπόλικες κορυφώσεις κατά τη διάρκεια του 45λεπτου που τους αναλογούσε. Αν πρέπει να ξεχωρίσουμε μερικές ανάμεσά τους, θα σταθώ προσωπικά στη γκαζωμένη διασκευή στο "Stone Deaf Forever" των Motörhead (ένας φόρος τιμής στον Lemmy) και στην απίθανη εκτέλεση που επεφύλαξαν στο "The Skull (The Mystic Path To The Netherworld)". Ας σημειωθεί πάντως ότι  έπαιξαν κι ένα ολοκαίνουργιο κομμάτι, από το επερχόμενο άλμπουμ που, όπως μάθαμε, θα είναι αφιερωμένο στην 7η κάρτα των Ταρώ (το Άρμα). Καθώς μας χαιρετούσαν, μάλιστα, έπεσε και ατάκα-tribute για τον Άκη Καπράνο ανάμεσα στο κοινό, τον οποίον οι περισσότεροι γνωρίζουν ως κινηματογραφικό κριτικό, μα ορισμένοι θυμόμαστε και ως «Lethe». 

Mε τέτοιο support και με δεδομένη την ημίωρη καθυστέρηση για να ετοιμαστεί η σκηνή –που και πάλι τσίτωσε μερικά νεύρα, με αποτέλεσμα να ηχήσουν κάμποσα «άντε ρεεε» καθώς ο τεχνικός του χώρου δοκίμαζε, με τον φακό στο στόμα, κιθάρες, τύμπανα και μικρόφωνο– ο Abbath Doom Occulta χρειαζόταν να μπει κατά τρόπο αποστομωτικό. Αυτό και έκανε, παρέα με τους ικανότατους συνοδοιπόρους του King Ov Hell (μπάσο), Gabe Seeber (ντραμς) & Ole André Farstad (κιθάρα), με τους οποίους και συνεχίζει την Immortal κληρονομιά, σε πείσμα των Harald Nævdal & Reidar Horghagen που συνεχίζουν υπό το κέλυφός τους. Προφανώς πιστεύοντες κι εκείνοι στο λίαν παραπλανητικό καπιταλιστικό ρητό «ουδείς αναντικατάστατος».

Το Κύτταρο κάηκε λοιπόν στις φλόγες της black metal Κόλασης και τόσο η πλατεία όσο και ο εξώστης το καταχάρηκαν το live, δείχνοντάς το (εμφατικά) σε κάθε στιγμή που το απαίτησε ο Abbath. Ο οποίος μπορεί να μη μας φιλοδώρησε αυτή τη φορά με κάποια επική ατάκα, σαν εκείνο το «we're Immortal and the sun no longer rises!» που αντήχησε στο Rockwave του 1999, πάντως η μακρουλή κόκκινη γλώσσα του πεταγόταν ανά στιγμές με πραγματικά ...ερπετοειδή τρόπο. Υποβοηθούμενη βέβαια από το ασπρόμαυρο μακιγιάζ και από τα υποβλητικά φώτα της σκηνής. Εκεί, στη μέση της, ο μεγάλος Νορβηγός έμοιαζε με ανδρικό ανάλογο της Μαύρης Αίγας, Σουμπ Νιγκουράθ –κι εμείς με τα Χίλια Νεογνά της, με τις μπροστινές σειρές να γιορτάζουν με ανελέητα mosh pits κάθε που ακουγόταν κάτι από τις δόξες των Immortal.

Φυσικά οι Abbath είχαν και ολόφρεσκο ντεμπούτο στις αποσκευές τους και ήταν δεδομένο πως θα το τιμούσαν. Και το έκαναν μια χαρά, γιατί στη live συνθήκη μειώθηκε ο στόμφος που το χαρακτηρίζει και δόθηκε η ευκαιρία να λάμψουν περισσότερο τα φωνητικά του πραγματικά ακούραστου ηγέτη τους. Ωστόσο τίποτα από αυτό το υλικό δεν είναι σε θέση να συγκριθεί με τα κλασικά, όσα έκαναν δηλαδή τους Immortal σημείο αναφοράς, επιτρέποντάς τους να «σπάσουν» τα όρια του black metal και να βρουν θαυμαστές ακόμα και ανάμεσα στους επιφυλακτικούς με την ακραία μουσική rockers. Οι black πιουρίστες, βέβαια –όσοι πίνουν νερό στο όνομα του Battles In The North (1993)– πάλι θα γκρίνιαζαν πιστεύω για τη setlist. Αλλά οι υπόλοιποι μείναμε υπέρ το δέον ικανοποιημένοι με επιλογές σαν τα "Tyrants", "One By One" ή "Solarfall". Τέτοιες στιγμές μας χάρισαν μια γεύση από τα πολυσχιδή riffs των Immortal, για τα οποία πάντα θα πιστεύω πως έχουν μια ρέμπελη rock 'n' roll «ψυχή» κάτω από το βαρυμεταλλικό τους κάλυμμα. 

Ήταν πολύ ακριβό το εισιτήριο των 26 ευρώ για τους καιρούς μας, όπως συζητούσε μια παρέα δίπλα μου, ενόσω η καθυστέρηση της εκκίνησης καλά κρατούσε. Δίκιο έχουν, όμως ο/οι Abbath απέδειξαν ότι τα άξιζαν μέχρι τελευταίου μονολέπτου. 



04 Απριλίου 2022

Οι Batushka ξανάρχονται στην Ελλάδα –εξαιρετικά, αλλά ποιοι Batushka;


Αν και το black metal πέταξε κάμποσα κλαδιά στην ιστορική του πορεία, γενόμενο ένα από τα πιο ενδιαφέροντα είδη του σύγχρονου μουσικού στερεώματος, το «παραδοσιακό» του (και κομματάκι γραφικό, πια) αντι-χριστιανικό μένος συνέχισε σταθερά να εμπνέει και να κινητοποιεί. Με διάφορους τρόπους. 

Πιο κοντά στα δικά μας χρόνια, ας πούμε, ήταν οι Πολωνοί Batushka (Батюшка σημαίνει «πάτερ» στη γλώσσα τους) που πέτυχαν να αναζωπυρώσουν το ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη διάσταση, παρουσιάζοντας ένα heavy θεατρικό θέαμα γεμάτο μανδύες, κηροπήγια και φθαρμένες εικόνες της Βρεφοκρατούσας. Δεν ήταν πρωτόγνωρο, ασφαλώς. Όμως το συγκρότημα από το Białystok ερχόταν από μια χώρα της ανατολικής Ευρώπης που διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με το θρησκευτικό συναίσθημα, ενώ διέθετε και το επιπλέον ατού ότι άντλησε από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία –και όχι από τον Ρωμαιοκαθολικισμό– γράφοντας και στίχους στην Παλαιά Εκκλησιαστική Σλαβονική γλώσσα. Ή, αλλιώς, στην πρώτη λογοτεχνική γλώσσα των Σλάβων, η οποία αναπτύχθηκε από τη διάλεκτο που άκμαζε στη βυζαντινή Θεσσαλονίκη του 9ου αιώνα.

Χάρη λοιπόν σε ορισμένα εντυπωσιακά τραγούδια από το ντεμπούτο Litourgiya (2015), στις ωραίες τους συναυλίες, αλλά και στην εκμετάλλευση διαδρόμων που άνοιξε η επιτυχία των Σουηδών Ghost, οι Batushka έγιναν ένα μικρό φαινόμενο των '10s. Πέτυχαν μάλιστα να ξεφύγουν από τα black σύνορα, απευθυνόμενοι σε ένα ευρύτερο κοινό με «σκληρά» γούστα. Εκεί όμως που φαινόταν να ανοίγεται εμπρός τους πεδίον δόξης λαμπρόν (έπαιξαν λ.χ. ακόμα και στο Hellfest του 2018), έγιναν από δυο χωριά χωριάτες –όπως το λέμε στα δικά μας τα μέρη. Κι έτσι μέσα στο 2019 ξέσπασε αυτό που αρέσκομαι να αποκαλώ «Πόλεμο για τη Διαδοχή του Litourgiya».

Για να μην τα πολυλογούμε, η μπάντα ανατινάχθηκε και στήθηκαν δύο αντίπαλα συγκροτήματα με το όνομα Batushka: ένα από τον τραγουδιστή Bartłomiej Krysiuk κι ένα από τον κιθαρίστα και βασικό συνθέτη Krzysztof Drabikowski. Έσπευσαν δε να κονταροχτυπηθούν (και) δισκογραφικά, σκορπίζοντας σύγχυση μα και απογοήτευση σε πολλούς fans. 

Η πανδημία πάγωσε βέβαια τις εχθροπραξίες, όμως τώρα που σιγά-σιγά επιστρέφουμε σε πιο κανονικές συνθήκες φαίνεται ότι καλά κρατούν, αν κρίνω από το γεγονός ότι οι Batushka του Krysiuk ανακοίνωσαν συναυλίες στη χώρα μας: την Παρασκευή 15/4 θα παίξουν στην Αθήνα (στο Fuzz), το δε Σάββατο 16/4 στη Θεσσαλονίκη (στο Principal). 

Με αυτή την αφορμή, λοιπόν, να μια επαν-επίσκεψη στους δίσκους των αντίπαλων Batushka που βγήκαν μέσα στο 2019: το μεν Panihida από το γκρουπ του Drabikowski, το δε Hospodi από το γκρουπ του Krysiuk. Οι ορίτζιναλ κριτικές γράφτηκαν τότε για λογαριασμό του Avopolis, εδώ αναδημοσιεύονται όμως με μικρές τροποποιήσεις, αισθητικής φύσης. Με την απαραίτητη βέβαια σημείωση ότι, έκτοτε, οι Batushka του Krysiuk ενεργοποιήθηκαν περισσότερο όσον αφορά τη δισκογραφία, βελτιώνοντας την εικόνα που καταγράφεται εδώ.

* η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Δημήτρη Καπάνταη και προέρχεται από τη συναυλία των (ενιαίων) Batushka στο Gagarin, τον Σεπτέμβριο του 2018


Batushka: Hospodi [Metal Blade]

Έναν χρόνο πριν (2018), live στο Gagarin, οι Batushka ήταν ακόμα ο Βαρθολομαίος, ο Μάρτιν και ο Χριστόφορος. Κανείς δεν γνώριζε επώνυμα, ούτε ποιος ήταν ή δεν ήταν το «αφεντικό» εντός μπάντας. Και κανείς δεν νοιαζόταν, αφού το θέμα βρισκόταν στα όσα έφτιαξαν μαζί πίσω στο 2015, με την παλιά, καλή μέθοδο του do-it-yourself: το άλμπουμ Litourgiya και οι υποβλητικές συναυλίες με τα ράσα, τα μανουάλια και τα Ορθόδοξα παραφερνάλια ήταν η έκπληξη που είχε ξεπηδήσει από το πλούσιο σε ζυμώσεις μεταλλικό underground της ανατολικής Ευρώπης. 

Πλέον, όμως, τα ράσα πετάχτηκαν και τα μανουάλια αλληλοεκσφενδονίστηκαν μεταξύ της τριπλέτας, με την τύχη του Μάρτιν (Marcin Bielemiuk) να αγνοείται. Σε ένα απολύτως βυζαντινό σκηνικό, ο τραγουδιστής Bartłomiej Krysiuk σπεύδει με το Hospodi να διακηρύξει ότι αυτός είναι οι Batushka, πετώντας έξω τον μέχρι πρότινος βασικό συνθέτη/κιθαρίστα Χριστόφορο (Krzysztof Drabikowski). Εκτός μπάντας, μα όχι εκτός μάχης, ο Drabikowski κατηγορεί τον Krysiuk ότι δεν είναι παρά ένας κοινός σφετεριστής. Και απαντά στήνοντας τους δικούς του Batushka, με τους οποίους και δίνει επίσης το δισκογραφικό παρών.

Πρόκειται για παλιά μα πάντα γελοία rock 'n' roll ιστορία, για την οποία θα αποφανθούν κάποια στιγμή τα (πολωνικά) δικαστήρια. Αλλά ασχολούμαστε. Γιατί τον περιμέναμε τον διάδοχο του Litourgiya, κοινό και κριτικοί. Ώστε να δούμε αν οι Batushka μπορούν να έχουν συνέχεια ή αν ήταν άλλη μία μπάντα-πυροτέχνημα, που για μια μαγική στιγμή μπόρεσε να τουμπάρει απολαυστικά τα κλισέ, κερδίζοντας πρόσημο «φρεσκάδας» ακόμα κι αν επί της ουσίας δεν άκουγες, ούτε και έβλεπες κάτι άγνωστο.

Στα περί διαδοχής, λοιπόν, το Hospodi απαντά απλοποιώντας (αρκετά) τα πράγματα. Είναι δηλαδή κάμποσα τα σημεία όπου ο Krysiuk δείχνει να αντιμετωπίζει το όλο στόρι με τους Batushka ως μια συνταγή ισορροπίας μεταξύ ψευδο-χριστιανικής λειτουργίας και στρογγυλοποιημένης metal αισθητικής με black φωνητικά και riffs, η οποία κουμπώνει στην ψαλμωδική εκφορά των «εξωτικών» στίχων και (δείχνει να) ξερογλείφεται για την πίτα των Ghost. 

Παρά ταύτα, θα ήταν άδικο να σημάνουμε πλήρη υποχώρηση από το εγχείρημα. Ο Krysiuk παραμένει άλλωστε λίαν αποτελεσματικός ως ερμηνευτής, ενώ στις συντεταγμένες του Hospodi εξακολουθεί να επιβιώνει κάτι από το θεατρικό πνεύμα της αντεστραμμένης λειτουργίας που λάνσαραν οι Batushka το 2015. Διόλου τυχαία, το άλμπουμ ξεκινάει με την καμπάνα του "Wozglas" να καλεί σε σύναξη πιστών και τελειώνει στα ...φτυαρίσματα του αργόσυρτου "Liturgiya", δείχνοντας ότι η αίσθηση του σόου παραμένει βασικό κομμάτι της όλης εξίσωσης.

Όμως, αν και γίνεται προσπάθεια να διατηρηθεί η γνώριμη ατμόσφαιρα, λείπει εμφατικά η (σχεδόν) doom, βλάσφημη κατάνυξη που διέθετε το Litourgiya. Το "Dziewiatyj Czas" είναι το μόνο τραγούδι του Hospodi που διατηρεί κάτι από την επιμελημένη μοχθηρία του προκατόχου του, έστω κι αν εντοπίζεται ενδιαφέρον και σε δύο ή τρεις ακόμα στιγμές –π.χ. στο "Utrenia", στο "Powieczerje" ή στο "Polunosznica", όπου για λίγο πιστεύεις ότι βρέθηκες σε καφενείο της Βαρσοβίας στο οποίο γερόντια τραγουδούν κάποιο folk άσμα από τα γλέντια της νιότης τους. Η απουσία επίσης του Bielemiuk γίνεται εμφανής στο παίξιμο των ντραμς, που καταλήγει μονοδιάστατα «γιγάντιο», πνίγοντας τα κομμάτια σε ένα τέμπο δίχως εκπλήξεις. 

Συμπερασματικά, το Hospodi δεν είναι για πέταμα, όπως φωνάζουν οι φανατικοί της άλλης εκδοχής των Batushka, οι οποίοι έχουν γεμίσει το ίντερνετ με κριτικές τύπου «don't buy this, buy the other one». Υπολείπεται όμως σε φαντασία, ενώ συνθετικά δεν βρίσκει τις λύσεις που χρειάζεται το γκρουπ για να πάει παρακάτω. Το όλο αποτέλεσμα παραμένει βέβαια διασκεδαστικό, αλλά, μείον την αισθητική του Litourgiya, παύει να ξεχωρίζει.


Batushka: Panihida [Sphieratz Productions]

Στον Πόλεμο για τη Διαδοχή του Litourgiya που ξέσπασε στο στρατόπεδο των Batushka κοντραρίστηκαν ο ρεαλισμός με το καλλιτεχνικό όραμα. Με τους τρέχοντες ρυθμούς της δισκογραφικής παραγωγής, δηλαδή, ο τραγουδιστής Bartłomiej Krysiuk αγχώθηκε: το γκρουπ έγινε όνομα αναφοράς χάρη στο ντεμπούτο του, όμως 4 χρόνια μετά (μάλλον) δεν μπορούσε να υποστηρίξει έναν ακόμα κύκλο διεθνών συναυλιών χωρίς φρέσκο υλικό. Από την άλλη ο κιθαρίστας και βασικός συνθέτης Krzysztof Drabikowski θεωρούσε τον δίσκο που είχαν στα σκαριά ως ημιτελή. Και δεν συζητούσε να ρισκάρει τον παράγοντα ποιότητα, ώστε να επιτευχθεί μια γρήγορη κυκλοφορία.

Ο Πόλεμος εξακολουθεί να μαίνεται. Και πλέον δεν έχουν εμπλακεί μόνο τα πολωνικά δικαστήρια, αλλά και το ίδιο το κοινό, στο οποίο κατέφυγαν για νομιμοποίηση των αιτημάτων τους στον μπατουσκικό Θρόνο τόσο ο Krysiuk, όσο και ο Drabikowski, ηγούμενοι δύο διαφορετικών εκδοχών της μπάντας. Καμία πάντως δεν περιλαμβάνει το τρίτο μέλος, τον εξαιρετικό ντράμερ Marcin Bielemiuk. 

Ο ρεαλισμός του Krysiuk εκφράστηκε με το άλμπουμ Hospodi, μα δεν δικαίωσε τη βιασύνη του: το οικοδόμημα μπουρδουκλώθηκε στον φορμαλισμό και έχασε κρίσιμους πόντους στον παράγοντα αισθητική. Ο Drabikowski, από την άλλη, κηρύττει με αυτοπεποίθηση από τον μαύρο άμβωνα του Panihida, ξεδιπλώνοντας ένα πειστικά μοχθηρό όραμα, βασισμένο στην αισθητική γραμμή που διέτρεχε το Litourgiya. Έστω κι αν η ύπαρξη και μόνο του δίσκου διαψεύδει τη βασική του θέση ενάντια στον Krysiuk –ήταν λοιπόν δυνατόν να υπάρξει καινούρια Batushka δουλειά μέσα στο φετινό καλοκαίρι, δίχως ποιοτικούς κλυδωνισμούς.

Ο Drabikowski χτίζει μεν σε όσα έστρεψαν την προσοχή στους Batushka, αλλά δίχως να επαναλαμβάνει το Litourgiya. Πλέον οι ψαλμοί γίνονται πιο διακριτικοί και κινούνται σε δεύτερη μοίρα, σιγοντάροντας τα φρενιασμένα του κρωξίματα, τα οποία εξαπολύουν εναντίον σου την οργή της τυφλής θύελλας σε τραγούδια σαν τα "Песнь 2", "Песнь 3", "Песнь 4" και "Песнь 8". Πάντως αυτή η αποδυνάμωση του εκκλησιαστικού στοιχείου δεν φαίνεται άσχετη με την απουσία του Krysiuk (ίσως δηλαδή πρόκειται για αναγκαστική επιλογή), ενώ το ότι ο Drabikowski τα πήρε όλα επ' ώμου στο Panihida έχει και το τίμημά του: αν και ήταν εκείνος που είχε παίξει μπάσο και στο Litourgia, εδώ το όργανο δεν ηχεί όσο επιβλητικό θα μπορούσε. 

Στην τελική αποτίμηση, βέβαια, οι Batushka του Drabikowski κερδίζουν εύκολα την κρίσιμη μάχη με τους Batushka του Krysiuk. Το όραμα, η αισθητική, οι ιδέες, το πνεύμα βλάσφημης κατάνυξης, όλα όσα έδωσαν πνοή στον μικρό μύθο του Litourgiya, εξακολουθούν να ζουν στο Panihida. Και δεν γίνεται να υπάρξει πορεία προς το μέλλον δίχως αυτά τα στοιχεία, για το συγκεκριμένο γκρουπ.