01 Σεπτεμβρίου 2021

Sigmatropic - συνέντευξη (2007)


Παρά τις ζέστες του φετινού Αυγούστου και την απογοήτευση που σκόρπισε αφενός η μαυρίλα των καταστροφικών πυρκαγιών, αφετέρου οι νέες ανησυχίες που πυροδοτεί ο κορωνοϊός, η –απρόθυμη, για την ώρα– είσοδος του Αργύρη Ζήλου στο Facebook έδωσε την κατάλληλη αφορμή. Τα απαραίτητα τηλεφωνήματα διασαφήνισαν λοιπόν τις λεπτομέρειες και μια μικρή ομήγυρη πέρασε ένα μεσημερο/απόγευμα τρώγοντας, πίνοντας και κουβεντιάζοντας για μουσική. Στην πορεία, μάλιστα, συνδεθήκαμε ακόμα και με Σπάρτη, για μια σύντομη συνομιλία με τον φίλο και συνάδελφο Μιχάλη Τσαντίλα. 

Από το τραπέζι μας πέρασαν οι Beatles, οι Rolling Stones και οι Steely Dan, αλλά και οι Mr. Big(!) με τον Yngwie Malmsteen, με τις κουβέντες να φτάνουν μέχρι τους Public Enemy, τους Wu-Tang Clan και τον ...Μιχάλη Ρακιντζή. Την παράσταση έκλεψε όμως το τηλεοπτικό soundtrack του Ρόμπερτ Ουίλιαμς για τη Λάμψη του Νίκου Φώσκολου (για την περίφημη πρώτη σαιζόν του 1991), το οποίο αλιεύτηκε απροσδόκητα από τη δισκοθήκη του Αργύρη, γενόμενο μέχρι και αντικείμενο selfie. Πλέον βρίσκεται στα χέρια της Χριστίνας Κουτρουλού, συντάκτριας στο MiC και στο Lung. Ποιος ξέρει, ίσως το αξιοποιήσει σε κάποιο Free Range ραδιοφωνικό ραντεβού το φθινόπωρο στο Μεταδεύτερο, πρώτα ο Θεός.

Σε κάποιο σημείο, η κουβέντα μας στράφηκε και στους Sigmatropic. Και όλοι είχαμε να ανακαλέσουμε έναν σταθμό της πορείας του συγκροτήματος του Άκη Μπογιατζή, στον οποίον κάποτε σταθήκαμε ιδιαιτέρως. Ο αρχισυντάκτης του MiC, Αντώνης Ξαγάς, ανέφερε λ.χ. το ντεμπούτο Random Walk στη Hitch-Hyke (1998), ενώ ο Θανάσης Μαρκατάς θυμήθηκε την αγγλόφωνη εκδοχή του περίφημου δίσκου τους με τα χαϊκού (Sixteen Haiku & Other Stories, 2003). Κι εγώ, σιωπηλά, αναρωτήθηκα πότε να ήταν που πήγα στο σπίτι του Μπογιατζή, για μια συζήτηση στην οποία είχαν επίσης δώσει το παρών η Άννα Καρακάλου και ο Πάνος Σκούρτης (τότε μέλη στη μπάντα).

Ανατρέχοντας κατόπιν στα αρχεία μου, βρήκα ότι αυτό συνέβη το 2007, με αφορμή την τότε έκδοση του τελευταίου τους δίσκου για την Hitch-Hyke, Dark Outside. Μάλιστα, είχαμε και τότε καταστροφή από δασικές πυρκαγιές, στην Πελοπόννησο κυρίως (και δη στην Ηλεία), οι οποίες άφησαν πίσω τους 84 νεκρούς. Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Sonik και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, για πρώτη φορά ολόκληρη στο ίντερνετ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

Πλέον το Sonik έχει πάψει να βγαίνει, ενώ χάσαμε και τους Sigmatropic, οι οποίοι δείχνουν να έχουν σιωπήσει δισκογραφικά μετά το EP Every Soul Is A Boat του 2015, το οποίο κόπηκε σε 1000 αντίτυπα πορτοκαλί βινυλίου (για τη Record Store Day εκείνης της χρονιάς), φιλοξενώντας συμμετοχές από τον Jim White και τον Mick Harvey. Κάπου τότε έδωσαν θυμάμαι και μια συναυλία στο Ρομάντσο. Ζουν πάντως ακόμα στη μνήμη κάποιων τουλάχιστον από μας. Κι αυτό, δεν ξέρω, δίνει πάντοτε την αφορμή για να υπάρξει μια (όποια) συνέχεια. Ακόμα και στους ιδιαιτέρως χαλεπούς πια καιρούς μας.


(όλες οι απαντήσεις από τον Άκη Μπογιατζή, εκτός αν αναγράφεται κάτι διαφορετικό)

Λείψατε καιρό. Και, δισκογραφικά μιλώντας, τέτοια διαστήματα απουσίας θεωρούνται επικίνδυνα. Νιώσατε την ανάγκη να κάνετε ένα διάλειμμα μετά τα Χαϊκού;

Δεν ήταν τόσο ανάγκη, όσο αναγκαιότητα. Το υλικό που απάρτισε το Dark Outside ήταν κατά 95% έτοιμο εδώ και σχεδόν έναν χρόνο. Αν μάλιστα είχαν επισπευστεί τα πράγματα, θα μπορούσε ίσως να ήταν έτοιμο εδώ και 2 χρόνια. Όλοι το γνωρίζαμε, τόσο εμείς όσο και η εταιρεία, ότι 4 χρόνια κενό από τον προηγούμενο δίσκο δεν είναι και το καλύτερο. Αλλά εξαιτίας παραμέτρων οικονομικών και management, αυτή η στιγμή κρίθηκε κατάλληλη για την κυκλοφορία. 

Συμφωνείτε ότι, ως πνεύμα, η νέα σας δουλειά παραπέμπει περισσότερο στο Random Walk (1998),  παρά στα Δεκαέξη Χαϊκού (2002-2003); 

Από πλευράς τραγουδοποιίας, εγώ το θεωρώ ως μια φυσική συνέχεια των Χαϊκού. Αλλά στιλιστικά και από πλευράς φόρμας, ίσως να 'χεις δίκιο. Ίσως να παραπέμπει περισσότερο στο Random Walk, με την έννοια του ραδιοφωνικού τραγουδιού των 3-4 λεπτών, παρά στα Χαϊκού, μερικά από τα οποία τελείωναν πριν καλά-καλά καταλάβεις τι συμβαίνει. 

Υπάρχει κάποιο concept στο Dark Outside

Ενιαίο concept δεν υπάρχει. Μόνο μια ιδέα που προέκυψε κατά τη διάρκεια της δημιουργίας των τραγουδιών, να υπάρχουν δηλαδή διάφορα χρώματα –γι' αυτό και ονομασίες όπως "Blue Side Of The Sun" ή "Red Across The Sand". Η ιδέα του Dark Outside ως τίτλου επιλέχθηκε γιατί, παρά τις δυσοίωνες επιφανειακά παραπομπές, κρύβει στο βάθος του μια ελπίδα. Έξω δηλαδή μπορεί να είναι σκοτάδι, μέσα όμως κάτι γίνεται, κάτι σχετικό με το φως· ειδάλλως δεν θα ένιωθες το εξωτερικό σκοτάδι. 

Το κομμάτι "Dark Outside", τώρα, είναι άλλη ιστορία: υπάρχει εδώ μια επιρροή που ίσως κάποιος την εντοπίσει διαβάζοντας τις ευχαριστίες στα credits του δίσκου. Τελευταία-τελευταία, δηλαδή, βρίσκεται μια ευχαριστία προς τον Shel Silverstein, έναν Αμερικάνο ποιητή και στιχουργό, ο οποίος στη δεκαετία του 1970 έγινε διάσημος χάρη στη συνεργασία του με το συγκρότημα Dr. Hook & The Medicine Show, καθώς έγραψε τους στίχους για τη μεγάλη τους επιτυχία "Sylvia's Mother" (1972). Το τραγούδι ήταν μάλλον θλιβερό, εκείνος όμως έγραφε χιουμοριστικά ποιήματα. Όταν τα πρωτοανακάλυψα ήταν τόσο ξεκαρδιστικά, που με θυμάμαι να κρατάω την κοιλιά μου από τα γέλια για μια βδομάδα! Από αυτό το κλίμα προέκυψε το τραγούδι μας. 

Στο site σας όμως εντοπίσατε και μια αναλογία μεταξύ του τίτλου του άλμπουμ και της γενικότερης πραγματικότητας στην Ελλάδα, έτσι δεν είναι;

Υπάρχει αν θες μια αναλογία με την κατάσταση σε ολόκληρο τον κόσμο. Εδώ και πολλά χρόνια, οι καιροί στους οποίους ζούμε είναι σκοτεινοί καιροί. Και πολύ φοβάμαι ότι η κατάσταση επιδεινώνεται με σταθερό ρυθμό και κανείς δεν ξέρει αν αυτό το πράγμα κάποτε θα αναστραφεί. Στην Ελλάδα, ειδικότερα, η καταστροφή που έγινε αυτό το καλοκαίρι ήταν τρομακτική. Θυμάμαι να περπατάω έξω και να μη βλέπω ούτε μια χαρούμενη φάτσα. Δεν υπήρχε κάτι που να σε ωθεί σε μια πιο αισιόδοξη σκέψη. 

Μου έκανε εντύπωση το πόσα πράγματα σας απασχολούν, χαζεύοντας στο site σας. Είχατε ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο, ας πούμε, για την επίθεση ενάντια στον Δαρβίνο...

Για να κατανοήσει κανείς όλα όσα μας απασχολούν, μπορεί να χρειάζεται να ξέρει και λίγα πράγματα για το background του καθενός μας. Η Άννα π.χ. έχει σπουδάσει σκηνοθεσία, ο Πάνος σπουδάζει ιστορία της Ευρώπης και το δικό μου πεδίο είναι η χημεία. Όποιος όμως ασχολείται πολύ έντονα με το πεδίο του, καταλήγει συχνά να βλέπει το δέντρο και να χάνει το δάσος. Χρειάζεται να κοιτάς και λίγο τριγύρω. 

Έχει γίνει ας πούμε μεγάλο θέμα με την αμφισβήτηση της θεωρίας της εξέλιξης, κυρίως στην Αμερική με τον Ευφυή Σχεδιασμό (Intelligent Design). Ακόμα και άνθρωποι που υποτίθεται πως έχουν μορφωθεί και έχουν πανεπιστημιακά πτυχία, βγαίνουν δημόσια και μιλάνε εναντίον του Δαρβίνου, επικαλούμενοι μια ανώτερη δύναμη και παραβλέποντας τόσα άλλα στοιχεία, όπως π.χ. την ηλικία του ανθρώπινου είδους. Είναι πράγματα που σε βάζουνε σε περίεργες σκέψεις αυτά. 

Για να γυρίσουμε όμως στη μουσική, πώς ακριβώς λειτουργείτε όταν πρόκειται να φτιάξετε νέα τραγούδια; Ποια είναι συνήθως η διαδικασία; 

Η μουσική των Sigmatropic ξεκινάει βασικά από τον υπολογιστή, ο οποίος ρουφάει τις υπόλοιπες μουσικές ιδέες. Στο πρωταρχικό στάδιο του Dark Outside οι ιδέες βασίστηκαν πολύ σε ακουστικά όργανα. Στη διαδρομή προς το τραγούδι έρχεται κατόπιν η σειρά των υπόλοιπων μελών του γκρουπ, οι οποίοι προσθέτουν το δικό τους στίγμα. Το υλικό διαμορφώνεται μέσω της αλληλεπίδρασης αυτής, δεν βγαίνει όπως συλλαμβάνεται στο δικό μου κεφάλι.
Πάνος Σκούρτης: Έμαθα αργά στην κιθαριστική μου «καριέρα» το πόσο σημαντικό είναι το brainstorming πάνω στην ηχογράφηση. Το να αφεθεί δηλαδή ο μουσικός να γράψει ιδέες για πολλά συνεχόμενα λεπτά, τις οποίες κατόπιν θα επεξεργαστεί ο παραγωγός –ο Άκης, στην περίπτωσή μας– κρατώντας τα καλύτερα σημεία. Έτσι προκύπτουν και πράγματα αυθόρμητα, τα οποία δεν θα βγαίνανε αν απλά υπήρχε μία βασική γραμμή, που έπρεπε να ακολουθηθεί πιστά.
Άννα Καρακάλου: Όταν πρωτοήρθα στη μπάντα, ο Άκης δεν με άφηνε να ακούσω τι ακριβώς υπήρχε ήδη, κάτσαμε με μια ακουστική κιθάρα και ουσιαστικά αυτοσχεδιάζαμε στο κλίμα αυτό. Ακόμα και όταν μου έλεγε π.χ. να κάνω κάτι συγκεκριμένο, είχα την ελευθερία και το περιθώριο να βάλω και κάτι πιο δικό μου, να βγάλω τελικά και τον δικό μου ήχο πάνω στη βάση του ήχου του Άκη. 

Πώς αισθάνεστε που είστε ένα ελληνικό γκρουπ, στον 3ο μόλις σας δίσκο, και έχετε ήδη κατορθώσει κάτι το οποίο για τις περισσότερες εγχώριες μπάντες μένει ένα άπιαστο όνειρο, να κάνετε δηλαδή καριέρα στο εξωτερικό και να πωλούνται οι δίσκοι σας ακόμα και στην Αυστραλία;

Θα σου απαντήσω λίγο περιστροφικά σε αυτό, ρωτώντας σε γιατί να μην έχει συμβεί κάτι τέτοιο και με άλλα γκρουπ που είναι τόσο καλά. Κάλλιστα θα το μπορούσαν πολλά ελληνικά συγκροτήματα, με ένα marketing λιγάκι πιο εξωστρεφές.

Είναι όμως μόνο θέμα marketing;

Πιστεύω ότι πολλά γκρουπ έχουν τη μουσική που θα μπορούσε να τραβήξει το μέσο αυτί εκτός Ελλάδας. Νομίζω ότι οι δικοί μας δίσκοι μπορεί και να μην είχαν τόση απήχηση στο εξωτερικό, αν δεν είχε γίνει η κίνηση με τους ξένους καλεσμένους οι οποίοι τραγούδησαν στην αγγλόφωνη εκδοχή των Χαϊκού, έχοντας όλοι ως μητρική τους γλώσσα την αγγλική. Αυτό μετράει αρκετά, γιατί, αν θες να πουλήσεις στη Βρετανία και στην Αμερική, πρέπει να υπάρχει κι ένα σημείο αναφοράς οικείο στο δικό τους αυτί.
 
Γιατί όμως πετυχαίνουν τόσες μπάντες από την Ισλανδία και όχι από την Ελλάδα; 

Όταν κυκλοφόρησαν τα Χαϊκού στη Βρετανία, το promotion εκεί το ανέλαβε μια ειδικευμένη σε αυτό εταιρεία. Εκ των υστέρων καταλάβαμε ότι είχαν να κάνουν μια πάρα πολύ δύσκολη δουλειά, η οποία συνοψίζεται στη λέξη «ελληνικό». Αργότερα, όταν ολοκληρώθηκε εκείνη η φάση, τους κάναμε την ερώτηση των εκατό εκατομμυρίων: αν τα Χαϊκού είχαν βγει από ένα ισλανδικό συγκρότημα, θα είχατε ευκολότερη δουλειά; Η απάντηση ήταν «δεν φαντάζεστε πόσο». Η ιδιοσυγκρασία του Έλληνα, ως ατόμου, είναι δύσκολη για τον ξένο. Υπάρχει μια έξτρα δυσκολία, είναι καθαρά νομίζω ζήτημα επικοινωνιακό. 
Άννα: Πάντως με τα όσα έγιναν τελευταία, τους Ολυμπιακούς Αγώνες, την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού στο ποδόσφαιρο και όλα αυτά, έχει γίνει πιο cool στο εξωτερικό το να είσαι Έλληνας.
Άκης: Πράγματι, είναι αλήθεια ότι όταν τα Χαϊκού βγήκαν στη Βρετανία και στην Αμερική, στο promotion η λέξη ελληνικό υπήρχε μονάχα αναφορικά με τον Γιώργο Σεφέρη. Και από τα συμφραζόμενα μόνο καταλάβαινε κανείς από πού ήταν η μπάντα, δεν λεγόταν ευθέως. Στο Dark Outside, αντίθετα, η έννοια της ελληνικής προέλευσης δεν έχει αποσιωπηθεί. Έχει δοθεί στη διάσταση που πρέπει. 

Εσύ ας πούμε με τους Sigmatropic άλλαξες πράγματα σε σχέση με την εποχή που ήσουν στους Cpt. Νέφος; 

Οι Cpt. Νέφος ήταν ένα πάρα πολύ δυναμικό σχήμα, είχαμε σφιχτό παίξιμο και πιστεύω πως εκτελεστικά ήμασταν καλοί. Επικοινωνιακά, όμως, το γκρουπ ήταν πολύ πίσω.

Στην περίοδο που έζησες στην Αμερική, μπήκες στον πειρασμό να μείνεις εκεί ώστε να μπορείς να δράσεις πιο ελεύθερα ως καλλιτέχνης;

Μπήκα στον πειρασμό, ναι. Αν και δεν πήγα να κάνω μουσική στην Αμερική –ήμουν σε ένα ερευνητικό εργαστήρι χημείας– έπαιξα παρ' όλα αυτά με μπάντες εκεί και βρήκα πράγματι αρκετό γόνιμο έδαφος. Υπήρχαν όμως διάφορες δυσκολίες στο να μείνω, προσωπικές, όσο και σχετικά με τον στρατό, όπως καλά γνωρίζεις στη φάση που βρίσκεσαι κι εσύ. Θα μπορούσα βέβαια να τη σκαπουλάρω, αν ήθελα. Δεν έχω σκεφτεί ποτέ αν το έχω μετανιώσει, παρ' όλο που τα 3 πρώτα χρόνια πίσω στην Ελλάδα βρήκα πολύ δύσκολη την προσαρμογή. Ήταν μια τελείως άλλη χώρα η Ελλάδα για μένα. 

Έχοντας λοιπόν και τη διεθνή εμπειρία, πώς κρίνετε την κατάσταση στην Ελλάδα όσον αφορά τη μουσική βιομηχανία από τη μια, και τα ραδιόφωνα με τον μουσικό Τύπο από την άλλη; 

Η δισκογραφία περνάει κρίση, σε ολόκληρο τον κόσμο. Στην Ελλάδα όμως η πίτα είναι πολύ πιο μικρή και οι μικρές πίτες δέχονται ως γνωστόν μεγαλύτερη πίεση. Όλο αυτό μεταφράζεται σε μεγάλη οικονομική δυσπραγία και σε μεγάλη γκρίνια. Και όταν υπάρχει γκρίνια, η τόλμη περισσεύει. 

Για το ραδιόφωνο, θα παραπέμψω απλώς στο σχετικό αφιέρωμα του Sonik, όπου πολύ σωστά εκθέσατε και τις δύο πλευρές. Το ραδιόφωνο δεν περπατάει καλά, όπως το βλέπουμε από τη δική μας πλευρά, που μας ενδιαφέρει να ακούγονται πράγματα πιο ψαγμένα και λιγάκι αν θέλεις στο μέτωπο της μουσικής αναζήτησης. Από την άποψη αυτή, ποτέ δεν ήταν χειρότερα. 

Ο μουσικός Τύπος, τώρα, έχει σκαμπανεβάσματα. Υπάρχει ένας σοβαρός αντίπαλος εδώ, η παγκοσμιοποίηση. Το Uncut πουλάει κάποιες χιλιάδες στην Ελλάδα, άλλοι παίρνουν το Spin, άλλοι διαβάζουν το Pitchfork στο ίντερνετ κτλ. Εγώ νομίζω ότι χρειάζεται να υπάρχει καλή, αξιόπιστη και έγκυρη ντόπια ενημέρωση. Πρέπει να κρατήσει ο ελληνικός μουσικός Τύπος.

Με την έννοια αυτή, θεωρείτε ότι η παγκοσμιοποίηση έχει βλάψει και τη μουσική ή τους μουσικούς, έτσι όπως μετατόπισε το κέντρο βάρους προς το ίντερνετ;

Οι μουσικές ιδέες διαδίδονται σαν αστραπή στο ίντερνετ, αρκεί να είσαι λίγο υποψιασμένος για το πού να ψάξεις, ώστε να μη σε πνίξει το σκουπιδαριό της πληροφόρησης. Αν ξέρεις ποια είναι η χρήσιμη πληροφορία, μπορείς να ακούσεις τα πάντα αν θες. Το μεγάλο αγκάθι βρίσκεται στα σχετικά με τις πωλήσεις. Δεν θα εκφέρω γνώμη για το οικονομικό ζήτημα, γιατί νομίζω ότι είναι πρόωρο ακόμα το να αποφανθούμε αν το ίντερνετ έχει τελικά βλάψει τη μουσική βιομηχανία ή αν την έχει βοηθήσει. Είναι δύσκολη η καμπή και έχει δημιουργηθεί μια τρομερή ανακατωσούρα, δεν μπορεί κανείς λοιπόν να βγάλει ακόμα συμπεράσματα. 

Μια δισκογραφική εταιρεία, ας πούμε, έχει και τον ρόλο μιας βαρύνουσας υπογραφής. Παλιότερα π.χ. υπήρχε το mp3.com, το πρώτο site του είδους, που κάποια εποχή είχε γίνει τεράστιο και έβαζαν εκεί τη μουσική τους και κάποια καλά συγκροτήματα. Αλλά το 99,9% της μουσικής που κυκλοφορούσε εκεί, ήταν σαβούρα. Είναι άλλο να έχεις έναν φορέα που να λέει απλά «ελάτε όλοι», από το να έχεις έναν φορέα πιο επιλεκτικό. Αυτό δημιουργεί μια βαρύτητα, ανάλογα βέβαια με το ποιοι άνθρωποι τον διαχειρίζονται. Είναι σαν να βγάζεις ένα βιβλίο και να στο προλογίζει ένας νομπελίστας.

Συμμερίζεστε την ανησυχία ότι το downloading έχει συνηθίσει τους ακροατές αφενός σε έναν ήχο μέτριας ή και κακής ποιότητας, αφετέρου έχει καταστήσει το single ως «νομισματική μονάδα», καταστρέφοντας έτσι την έννοια του άλμπουμ;

Συμφωνώ κι εγώ ξέρεις. Και δεν είναι μόνο τεχνικό το ζήτημα, ότι όσο καλό και να είναι ένα MP3 δεν γίνεται να ακουστεί όσο καλά θα ακουγόταν ένα CD σε ένα στερεοφωνικό με προδιαγραφές. Το πιο σημαντικό είναι πως η ευκολία του να κατεβάσεις μερικές χιλιάδες MP3s –που όλοι, κι εγώ επίσης, το κάνουμε– μεταβάλλει τη σχέση σου με τη μουσική. Παύει να είναι τόσο μοναδική· και, χωρίς να το καταλάβεις, κατακλύζεσαι τελικά από το σκουπίδι της πληροφορίας, όπως συμβαίνει και σε κάθε άλλο τομέα του ίντερνετ. 

Έτσι οδηγούμαστε βασικά στα τραγούδια-μονάδες. Και είναι βέβαια πέρα από την ανθρώπινη δυνατότητα αυτό το πράγμα, να μπορέσεις να έχεις δηλαδή τη σχέση που είχες με τα CD σου ή παλιότερα με τα βινύλια. Είναι φθορά, μια αναπόφευκτη φθορά. Έχει καταστήσει τους ανθρώπους από ακροατές σε καταναλωτές. Είναι το αντίστοιχο του ζεύγους ταξιδιώτης-τουρίστας. Ο ταξιδιώτης δεν μένει 2-3 μέρες, προσπαθεί να ενσωματωθεί στην κουλτούρα της χώρας που επισκέπτεται. Ενώ ο τουρίστας περνάει, βγάζει μερικές φωτογραφίες, παίρνει λίγο από εδώ και λίγο από εκεί και τελείωσε.
Πάνος: Το ίντερνετ έχει αλλοιώσει τον τρόπο με τον οποίον λειτουργεί η δισκογραφία και πολλά συγκροτήματα που τώρα ξεκινάνε δεν το έχουν ακόμα εμπεδώσει. Το κλειδί έγκειται νομίζω στο να βρεθεί αυτό το κάτι που θα ξανακάνει τα άλμπουμ πιο δυνατά και θα καθιστά το ένα τραγούδι μη αρκετό. Ίσως επενδύοντας και περισσότερο στο lay-out, ώστε να δίνεις κίνητρο στον αγοραστή να θέλει να έχει έναν δίσκο. Και εννοείται ότι και το περιεχόμενό τους θα πρέπει να έχει μια ανάλογη αξία. Για την ώρα πάντως δεν το βλέπω να ξεκολλάμε προς τα εκεί.
Άννα: Εγώ δεν νομίζω πως τα όσα λέτε εξαντλούν τη συζήτηση για το ίντερνετ και τη σχέση του με τη μουσική. Χωρίς το ίντερνετ και τη γενιά του MySpace, ας πούμε, θα ήταν μάλλον αδύνατον να κρατήσεις επαφή με κάποια γκρουπ που έτυχε να ακούσεις κάτι από αυτά και να σου άρεσε. Βοηθάει επίσης στην άμεση επικοινωνία μεταξύ των καλλιτεχνών, το έχουμε βιώσει κι εμείς τότε π.χ. που παίξαμε με τους Astyplaz. Όπως βοηθάει και στην καλύτερη διαφήμιση. Πιστεύω επίσης ότι είναι σπουδαίο πράγμα το downloading. Κι αν οι μπάντες ανησυχούν για τα χρήματα που ίσως χάνουν έτσι, τότε θα πρέπει να προσπαθήσουν να τα κερδίσουν παίζοντας περισσότερο live. Για μένα είναι πιο σπουδαίο να ακούς κάτι ζωντανά και να είσαι κι εσύ κάπου εκεί, από το να ακούς ένα CD καθισμένος στο σαλόνι σου. 

Θεωρείτε ότι υπάρχει κάποια άνθιση τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, στον χώρο που κι εσείς κινείστε; 

Σίγουρα υπάρχει κάτι τέτοιο. Παρατηρώ μια ενδιαφέρουσα παραγωγή από νέους και όχι τόσο νέους ανθρώπους, που για διάφορους λόγους τώρα κατόρθωσαν να βγουν προς τα έξω. Αλλά νομίζω πως υπάρχει κι ένας κίνδυνος εδώ: να γίνει hype η κατάσταση, να τονιστεί υπερβολικά δηλαδή από τον Τύπο κάτι στον ήχο ή στην εμφάνιση ενός καλλιτέχνη και να παραμεληθούν όλα τα υπόλοιπα. Και να δημιουργηθούν έτσι τρομερές απαιτήσεις στο κοινό εξαιτίας αυτής της προώθησης, στις οποίες ο καλλιτέχνης να μη μπορέσει να ανταποκριθεί, με αποτέλεσμα να ξεφουσκώσει αυτό το πράγμα. Γενικά, πάντως, αντιμετωπίζω θετικά τα όσα συμβαίνουν. 

Υπάρχουν δημιουργοί ή φωνές από την αμιγώς ελληνόφωνη μουσική όχθη οι οποίοι νιώθετε ότι σας αφορούν αρκετά, ώστε να σκεφτείτε και το ενδεχόμενο κάποιας συνεργασίας μαζί τους; 

Ναι. Εκτιμώ πολύ τον Νίκο Ξυδάκη, όπως εκτιμώ πολύ και την Ελένη Καραΐνδρου. Επίσης, τον Γιώργο Ζαμπέτα –βέβαια δεν είναι πια ανάμεσά μας, εδώ και πολύ καιρό. Θα μου άρεσε ακόμα να συνεργαστώ με ανθρώπους σαν τον Μανώλη Φάμελλο ή τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Ξέρουν τι κάνουν και γιατί το κάνουν και τους βγαίνει αυθόρμητο, αποτελώντας συνάμα και πρόταση. 

Όσον αφορά τα μελλοντικά σας σχέδια, υπάρχει ακόμα στα σκαριά εκείνο το άλμπουμ με τις διασκευές στο οποίο έχετε συχνά αναφερθεί σε συνεντεύξεις;

(γέλια!) Το έχουμε πράγματι πει τόσες φορές αυτό! Ξέρεις όμως τι γίνεται; Κάθε φορά προκύπτει το δίλημμα γιατί να κάτσω δύο μήνες να τους φάω δουλεύοντας σε διασκευές, αντί να κάνω το δικό μου υλικό; Ίσως κάποτε το καταφέρουμε! Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε ενδιαφέρουσες διασκευές. Στις εμφανίσεις μας πάντως θα εντάξουμε περισσότερες από όσες υπάρχουν συνήθως. Και θα δούμε, μπορεί να τις μαζέψουμε ώστε να βγει κι ένα CD. 







30 Αυγούστου 2021

Toumani Diabaté - ανταπόκριση (2012)


Με κοντά 35 χρόνια καριέρας, ο βιρτουόζος της kora Toumani Diabaté στέκει αναγνωρισμένος ως ένας από τους σημαντικότερους μουσικούς του Μάλι. Χάρη μάλιστα στη world έκρηξη στα γούστα του Δυτικού κοινού μπόρεσε κι έχτισε βαθμιαία ένα στιβαρό διεθνές προφίλ, ασκούμενος και ο ίδιος σε διάφορα διαπολιτιστικά πειράματα –σαν π.χ. το Kulanjan με τον Αμερικανό μπλουζίστα Taj Mahal (1999) ή τη συνεργασία με το φλαμένκο συγκρότημα Ketama από την Ισπανία, η οποία έδωσε τα άλμπουμ Songhai και Songhai 2 (1988 και 1994, αντίστοιχα). 

Βέβαια, κορυφαία στιγμή της διεθνούς του παρουσίας ήταν ως σήμερα η σύμπραξη με τη Björk στο "Hope", κομμάτι από το άλμπουμ της Volta (2007). Φέτος, όμως, υπερβαίνει αθόρυβα αυτόν τον πήχη, καθώς κυκλοφορεί τη συνεργασία του με τη London Symphony Orchestra: ο δίσκος Kôrôlén τους καταγράφει μαζί στη σκηνή του Barbican Centre του Λονδίνου το 2008, σε διεύθυνση Clark Rundell.

Η έκδοση του Kôrôlén παρέχει μια καλή αφορμή για να θυμηθούμε μια άλλη, πιο «δική μας» συναυλία του Toumani Diabaté –στη μνημονιακή Αθήνα του 2012, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση (τότε λεγόταν ακόμα Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών). Στην οποία έπαιξε μαζί με τρεις ακόμα Αφρικανούς μουσικούς, τον ξάδερφό του Fanta Mady Kouyaté (κιθάρα), τον Fode Kouyaté (ντραμς) και τον Mohamed Koita (μπάσο), προσελκύοντας ένα ιδιαίτερα ετερόκλητο κοινό. Και δεν μας χαρίστηκε: μας έβαλε δύσκολα ήδη από το ξεκίνημα και μας ήθελε προσηλωμένους στα όσα πρόσφερε. Υπήρξε όμως συνεννόηση και στο τέλος τον χειροκροτήσαμε όρθιοι, έχοντας την πεποίθηση ότι είδαμε έναν από τους σπουδαίους Αφρικανούς μουσικούς του σήμερα. 

Μια ανταπόκριση για εκείνη τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η κεντρική ανήκει στον Aboubaker Sidick, ενώ η κάτωθι είναι του Daniel Sheehan


Ακόμα και όσοι ήρθαν από απλή περιέργεια στο φωτεινό κτίριο της Συγγρού, πιστεύω ότι έφυγαν απόλυτα πεπεισμένοι ότι είδαν μπροστά τους έναν από τους σπουδαίους Αφρικανούς μουσικούς του σήμερα. Θα μου πείτε, σε τέτοιες συναυλίες πας από περιέργεια; Ίσως όχι. Παρατηρώντας ωστόσο το πολυάριθμο κοινό στην κεντρική αίθουσα της Στέγης, δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ ότι ήταν από τα πλέον ετερόκλητα που έχω δει σε live: πιτσιρίκες με επιτηδευμένα αλήτικο στιλ, φοιτηταριό, 30άρηδες ρόκερς, τύποι και τύπισσες που βλέπεις συνήθως σε world φεστιβάλ, ώριμοι κύριοι με τις κυρίες τους που θα περίμενες να συχνάζουν στο Gazarte ή στο Μέγαρο. Κι όμως, όλοι ενώθηκαν εις αντίδραση μία κατά τη διάρκεια της εμφάνισης του Toumani Diabaté, συνεισφέροντας ενθουσιώδη σφυρίγματα και θερμό, πολύ θερμό χειροκρότημα. 

Ο μάστορας της kora μπήκε ξυπόλητος και με πατερίτσα –είχε εμφανή δυσκολία στο ένα πόδι– και έλαβε θέση στο μέσον της σκηνής και μπροστά, έχοντας ενώπιόν του τη χαρακτηριστική δυτικοαφρικανική άρπα. Οι τρεις μουσικοί του παρατάχθηκαν αισθητά πιο πίσω του, με τα τύμπανα του Fode Kouyaté στο βάθος, την κιθάρα του ξαδέρφου του Fanta Mady Kouyaté στο πλάι αριστερά (όπως κοιτούσες) και το μπάσο του Mohamed Koita στο πλάι δεξιά (ο μόνος μουσικός που δεν προερχόταν από το Μάλι, μα από τη Μπουρκίνα Φάσο). 

Το σχήμα δεν ήταν διόλου τυχαίο, γιατί εξαρχής δήλωσε κάτι, τόσο για την ηχητική πλεύση του live, όσο και για την άποψη του Toumani Diabaté για τη world μουσική. Το όποιο fusion, δηλαδή, δεν θα λάμβανε χώρα σε βάρος της παράδοσης. Και η kora δεν θα ήταν το μυρωδικό και το γλυκάδι της υπόθεσης, μα ο βασικός πρωταγωνιστής. Χαράχτηκε έτσι μια αναγκαία «κόκκινη γραμμή» κόντρα στον fusion ενθουσιασμό που έχει καταλάβει το κοινό μα και τους world κριτικούς στη Δύση, αυτούς τουλάχιστον που στον πυρετό ενός αφελέστατου και επιφανειακού μούλτι-κούλτι διεθνισμού δεν έχουν πάρει χαμπάρι πόσο συχνά ξεφτιλίζονται οι τοπικές παραδόσεις στον βωμό του λικνίσματος των «προοδευτικά σκεπτόμενων» Δυτικών γοφών. 

Ήδη από το ξεκίνημα, επίσης, ο Toumani Diabaté μας έβαλε δύσκολα. Άρχισε δηλαδή με μακροσκελείς συνθέσεις όπου η kora έπαιζε σόλο, μπαίνοντας σε διάλογο με τα υπόλοιπα όργανα μόνο κατά σημεία (και ελεγχόμενα). Ήθελε λοιπόν προσοχή, υπομονή και αντίληψη πέρα από τα εσκαμμένα για να παρακολουθήσεις, ειδικά στα πιο αυτοσχεδιαστικά μέρη. 

Ακόμα και στη συνέχεια, όμως, όταν ακούσαμε συνθέσεις με πλουσιότερη διάδραση μεταξύ του κουαρτέτου, ο Diabaté αξιοποίησε την εμπειρία του από το jugalbandi –τον ινδικό διάλογο μεταξύ των οργάνων– κρατώντας την kora στο προσκήνιο. Και μη νομίζετε ότι ήταν τόσο εύκολο. Αλλά οι μουσικοί που τον συνόδευαν αποδείχθηκαν δεξιοτέχνες από τους λίγους. Ειδικά ο Mady Kouyaté, ένας από τους καλύτερους κιθαρίστες που έχω ακούσει: με καταπληκτικά κοφτές φράσεις, μετέδιδε μια διαρκή funky γκρούβα, ρίχνοντας έτσι ξεσηκωτική γέφυρα μεταξύ ρυθμικών τάσεων που έπλασαν οι αφρικανικής προέλευσης Αμερικανοί και παραδόσεων οι οποίες κρατούν από τη μεσαιωνική αυτοκρατορία του Μάλι. 

Στην κορυφή όλων αυτών, βέβαια, στεκόταν ο Diabaté. Έσχατος εκπρόσωπος μιας οικογένειας μουσικών οι οποίοι υπηρετούν την kora εδώ και 71 γενιές, κάτοχος μυστικών παλαιότερων και από τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, μα και άνθρωπος του σήμερα, που αφομοίωσε στη μουσική του τον Jimi Hendrix, τη soul των 1960s, ακόμα και τάσεις της τζαζ. Μας εντυπωσίασε και όταν έπαιζε, μας συγκίνησε και όταν μας μίλησε, έστω σ' αυτά τα αγγλικά που –όπως κι ο ίδιος είπε– δεν ήταν και τα καλύτερα. Χωρίς βεντετισμούς ή διάθεση για περιττά θεατρικά μας έδειξε πώς παίζεται η kora, μίλησε για την ταλαιπωρία που περνάνε οι χώρες μας (η Ελλάδα και το Μάλι) και μας θύμισε ότι ένας λαός υπάρχει όσο έχει πολιτισμό να παρουσιάσει. Μια ποιότητα που δεν «χωράει» στο μικροσύμπαν των οικονομικών επιτυχιών και των ευημερούντων αριθμών, που τόσο αγαπούν οι νεοφιλελεύθερες λογικές της εποχής μας. 

Ασφαλώς και του ζητήσαμε encore, μουρμουρίζοντας εν χορώ –πλατεία και θεωρεία– μια μελωδία που ο ίδιος μας σύστησε· και δεν μας στέρησε τη χαρά. Έφυγε κουτσαίνοντας, όπως μπήκε, μα με ένα μεγάλο χαμόγελο στο πρόσωπο. Κι εμείς τον χειροκροτήσαμε όρθιοι, με γνήσια συγκίνηση. Διάολε, ήταν συναρπαστικός. 



13 Αυγούστου 2021

Stephan Micus - συνέντευξη (2013)

Ανάμεσα σε όσους επέστρεψαν φέτος με νέο δίσκο συγκαταλέγεται και ο Stephan Micus. Το Winter's End βγήκε (ως συνήθως) στην ECM και είναι μία ακόμα στιβαρή και ενδιαφέρουσα δουλειά εκ μέρους αυτού του ιδιαίτερου Γερμανού συνθέτη και πολυοργανίστα. Ο οποίος κατάφερε να χτίσει έναν πολύ προσωπικό ήχο, οικοδομώντας πάνω του μια εντυπωσιακή καριέρα 45 χρόνων, που παρέμεινε πάντα σε ένα κάποιο «underground» καθώς ποτέ δεν συνάντησε την όποια εμπορική επιτυχία, μικρή ή μεγάλη.

Αυτή η 45ετία ή και το ίδιο το Winter's End δίνουν ασφαλώς καλές αφορμές για να πούμε περισσότερα περί Stephan Micus, κάτι όμως που αρμόζει περισσότερο στα «προσεχώς» του Mic.gr. 

Το παρόν blog, από την άλλη, βρίσκει καλή ευκαιρία να ανατρέξει σε μια τηλεφωνική συνδιάλεξη από το 2013, όταν ο Micus σήκωσε το σταθερό του στη Μαγιόρκα (εκεί έχει μετακομίσει εδώ και κάμποσα πια χρόνια, εγκαταλείποντας τη γενέτειρα Βαυαρία) ώστε να μιλήσουμε για τον τότε δίσκο του Panagia –ναι, καλά διαβάζετε, Παναγία λέει– ο οποίος θα τον έφερνε για συναυλία στο Διεθνές Φεστιβάλ της Πάτρας. Άλλωστε, μιας και οδεύουμε ολοταχώς για τον φετινό Δεκαπενταύγουστο, η μορφή της Παναγίας λαμβάνει κεντρική σημασία στην εγχώρια επικαιρότητα.

Η κουβέντα μας άγγιξε την άνοιξη στους Παξούς, τις γιαπωνέζικες προσευχές σε παραδοσιακές θηλυκές θεότητες που μπορούν να αντιστοιχηθούν στις δικές μας προς την Παναγία και τα αλογοκούδουνα των Ζανσκάρι. Μιλήσαμε ωστόσο και για το πώς ο Ιουδαϊσμός, ο Χριστιανισμός και ο Μωαμεθανισμός έχτισαν κουλτούρες που έδωσαν έμφαση στο αρσενικό στοιχείο, διαταράσσοντας τις (εικαζόμενες) προϊστορικές ισορροπίες μεταξύ των δύο φύλων. 

Το κείμενο που προέκυψε από εκείνη τη συζήτηση πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

Σας βρίσκω στη Μαγιόρκα, απολαμβάνετε την άνοιξη στις Βαλεαρίδες;

Είναι εδώ, αλλά δειλά. Υπάρχει ακόμα χιόνι στη Massanella, ενώ το δελτίο καιρού που κοίταξα πριν λίγο λέει ότι έρχεται κακοκαιρία. Η άνοιξη στη Μαγιόρκα είναι ασταθής, σαν να βρίσκεσαι στους Παξούς για να χρησιμοποιήσω ένα ελληνικό παράδειγμα. Πάντως σήμερα είχε μια πολύ όμορφη μέρα, μπόρεσα μάλιστα και κολύμπησα λίγο!

Το νέο σας άλμπουμ, Panagia, συνέπεσε με επετείους: βγήκε κοντά στα 60ά σας γενέθλια και ήταν το 20ό στη συνεργασία σας με την ECM. Το είχατε ως πρόθεση;  

Α, όχι... Ήταν μια τυχερή συγκυρία, τίποτα περισσότερο. Δεν ήξερα πότε ακριβώς θα τελείωνε, το δούλευα αρκετό καιρό. Οπότε είχα κατά νου μόνο ότι θα ήταν όντως το 20ό μου για την ECM.

Όπως φαντάζεστε, για μας τους Έλληνες είχε ξεχωριστό συναισθηματικό ενδιαφέρον, παρότι τελικά η Ελλάδα ήταν ένα μικρό κομμάτι στο παζλ του, έτσι δεν είναι; 

Μικρό, μα με κεντρική σημασία. Γιατί τα βυζαντινά κείμενα αποτέλεσαν την καρδιά του δίσκου και τη βάση για ό,τι έκανα. Ασφαλώς, από εκεί και πέρα, δεν ήθελα αυτοί οι ύμνοι να νοηθούν ως αυστηρά «ελληνικοί» ή «χριστιανικοί». Επιθυμούσα να δείξω το πόσο όμοιοι μπορούν π.χ. να είναι με τις γιαπωνέζικες προσευχές στις θηλυκές θεότητες της παραδοσιακής θρησκείας ή με τις αντίστοιχες αφρικανικές. Το μήνυμα του άλμπουμ είναι παγκόσμιο, όχι τοπικό ή σχετιζόμενο με συγκεκριμένη λατρευτική παράδοση.

Η Παναγία, λοιπόν, ως αφορμή για να φτάσουμε σε μια θεοποιημένη θηλυκή ενέργεια;

Ακριβώς. Νομίζω πως δεν θα βρείτε ούτε έναν πολιτισμό στον πλανήτη δίχως κάποια παράδοση σχετική με έναν υπερβατικό θηλυκό φύλακα. Μπορεί η Μαρία της νότιας Ιταλίας και της Λατινικής Αμερικής να είναι η πιο διάσημη, αλλά ακόμα και στο αυστηρό Ισλάμ υπάρχει η Φάτιμα. 

Ωστόσο η σύλληψη αυτή πάει πολύ πιο πίσω από τον ορίζοντα των τριών μεγάλων θρησκειών, πιο πίσω ακόμα και από την κλασική αρχαιότητα. Θα έλεγα μάλιστα ότι ο Ιουδαϊσμός, ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ διατάραξαν την ισορροπία μεταξύ των δύο φύλων που φαίνεται ότι χαρακτήριζε τα εκατομμύρια χρόνια της εποχής του Λίθου, δίνοντας κεντρική θέση στο αρσενικό στοιχείο. 

Αντίθετα, στον προϊστορικό κόσμο η γυναίκα έχαιρε τουλάχιστον ισότιμης εκτίμησης λόγω της ικανότητάς της να γεννά, να φέρνει δηλαδή στον κόσμο την καινούργια ζωή την οποία συν-δημιουργούσε με τον άντρα. Γι' αυτό, σε πιο μεταφορικό επίπεδο, οι έννοιες «φύση», «Γη» και «ζωή» έχουν επιβιώσει στις γλώσσες μας ως γένους θηλυκού. Ήθελα λοιπόν με τον δίσκο μου να αναδειχθεί η πιο θηλυκή όψη των πραγμάτων· μια πιο θηλυκή εκδοχή του κόσμου, αν θέλετε. 

Ποιος είναι ο Βασίλης Χατζηβασιλείου, ο οποίος επέλεξε για σας τους βυζαντινούς ύμνους που χρησιμοποιήσατε στο άλμπουμ;

Α, πρόκειται για έναν από τους στενότερους φίλους μου, είχαμε συνεργαστεί και για τον δίσκο Athos (1994). Είναι πια προχωρημένης ηλικίας, ζει στη Θεσσαλονίκη και υπήρξε καθηγητής φιλολογίας σε Γυμνάσιο –νομίζω μάλιστα ότι έγινε τελικά και διευθυντής στο σχολείο όπου δίδασκε. Είναι άνθρωπος με μεγάλη αγάπη για τη μουσική και την ποίηση, είχε κάποτε και δική του ραδιοφωνική εκπομπή.

Αλήθεια, είναι η Panagia μια δισκογραφική συνέχεια του Athos;

Ως κάποιον βαθμό, ναι. Πρώτα-πρώτα και οι δύο δίσκοι βασίζονται σε βυζαντινούς ύμνους. Ακολουθώ επίσης την ίδια δομή που είχα χρησιμοποιήσει και στο Athos: μια οργανική σύνθεση ακολουθεί μια σύνθεση με φωνητικά. Την είχα βρει πολύ επιτυχημένη, δημιουργούσε ένα είδος τελετουργικού. Κι έτσι θέλησα να την έχω ξανά. 

Από εκεί και πέρα, οι δύο δίσκοι έχουν βέβαια και σημαντικές διαφορές –και ως προς τη σύλληψή τους, αλλά και ως προς την ηχογράφηση. Ενώ το Panagia αντικατοπτρίζει όσα συζητήσαμε πιο πριν, το Athos αναφερόταν σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Αποτελούσε λοιπόν κάτι σαν ταξιδιωτικό ημερολόγιο, αλλά κι έναν τρόπο να πω «ευχαριστώ» για τις μοναδικές εμπειρίες τις οποίες έζησα στο Άγιο Όρος. Το έχω επισκεφθεί 8 φορές, ξέρετε. 

Θαύμασα ιδιαίτερα αυτό τον συνδυασμό μοναστηριών και φυσικού τοπίου, ανέγγιχτου από ξενοδοχεία κι άλλα τέτοια τερατώδη πράγματα: ήταν λες και η χριστιανική θρησκεία συγκατοικούσε με τον Πάνα. Και επειδή ο Πάνας στις αρχαίες παραδόσεις συνδεόταν με τον αυλό, έχτισα το Athos πάνω σε πνευστά όργανα. Αντίθετα, το Panagia βασίζεται σε έγχορδα, μόνο σε ένα κομμάτι έχω χρησιμοποιήσει φλάουτο, το οποίο είναι τοποθετημένο στο φόντο της σύνθεσης. 

«Από όλους τους Έλληνες τους οποίους γνωρίζω», γράφετε, «ακόμα και οι πιο ριζοσπάστες το βρίσκουν αδιανόητο να μη δείχνουν σεβασμό στην Παναγία». Κι αν σας αντιτείνω σ' αυτό ότι στην Ελλάδα έχουμε μια πολύ δημοφιλή βρισιά η οποία ανακατεύει την Παναγία; 

(γελάει) Θα σας απαντήσω ότι μόνο αν αισθάνεσαι μια θεία μορφή ως πολύ κοντινή, μπορείς ίσως να τη βρίσεις! Έχω πολλούς Έλληνες φίλους, αρκετοί από τους οποίους έχουν αριστερές ιδέες και είναι από αδιάφοροι ως ανοιχτά εχθρικοί απέναντι σε θέματα θρησκείας. Κι όμως η Παναγία χαίρει σεβασμού ακόμα και σ' αυτούς. 

Πιστεύω ότι εδώ εντοπίζεται ένα χαρακτηριστικό της ευρύτερης μεσογειακής κουλτούρας, με προχριστιανικές καταβολές. Η Παναγία ταυτίζεται δηλαδή με τη μητέρα και στη Μεσόγειο η έννοια της μητέρας είναι πολύ ξεχωριστή, σχεδόν ιερή. Κάτι π.χ. που δεν παρατηρείται στη δική μου πατρίδα ή σε άλλους τόπους. 

Σκεφτήκατε το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσετε και ελληνικά όργανα στις ηχογραφήσεις του Panagia;

Βασικά όχι, καθώς δεν ξέρω να παίζω κανένα από τα παραδοσιακά σας όργανα. Αλλά κι αν γνώριζα δεν θα το έκανα. Για να διατηρήσει ο δίσκος τον παγκόσμιο χαρακτήρα του, δεν έπρεπε να υπερτονιστεί κανένα τοπικό στοιχείο. Η Ελλάδα εκπροσωπείται στο σύνολο από τα κείμενα. Για τον ίδιο λόγο δεν θέλησα να μπει ως εξώφυλλο κάποια ορθόδοξη αγιογραφία με τη μορφή της Παναγίας, παρότι πολλοί μου είπαν ότι θα ήταν καλή ιδέα. Φοβόμουν όμως ότι έτσι θα παρεξηγούταν το μήνυμά μου. 

Πάντως το βαυαρέζικο ζίθερ, το οποίο παίζετε, μοιάζει λίγο με το δικό μας το σαντούρι... 

Και βέβαια, έχετε δίκιο! Μόνο που εσείς παίζετε το σαντούρι με δυο ραβδιά, ενώ το ζίθερ παίζεται με τα δάχτυλα. Αλλά στο "I Praise You, Cloud Of Light" παίζω ένα τμήμα της σύνθεσης περίπου με τον ελληνικό τρόπο: χρησιμοποιώ δηλαδή ένα ραβδάκι στο σόλο που ακούγεται πριν τη φωνή.

Μου έκαναν επίσης εντύπωση τα αλογοκούδουνα των Ζανσκάρι στα κομμάτια "You Are The Treasure Of Life" και "You Are A Shining Spring". Ταξιδέψατε στη χώρα τους για να τα βρείτε;

Έχω κάνει αρκετά ταξίδια στην περιοχή των Ιμαλαΐων. Ένα από αυτά περιλάμβανε τρεις εβδομάδες πεζοπορίας σε μέρη με σημαντικό υψόμετρο, με μονοπάτια που μόνο με τα πόδια μπορούσες να διασχίσεις. Χρειαζόσουν λοιπόν ένα άλογο ή γαϊδούρι, όπου θα φορτώνονταν όλα τα απαραίτητα εφόδια. Ο άνθρωπος που μας συνόδεψε ήταν Ζανσκάρι κι έτσι είχα την ευκαιρία να ακούσω τα αλογοκούδουνα του λαού του, τα οποία παράγουν έναν αληθινά φανταστικό ήχο, που ακούγεται σε μεγάλες αποστάσεις στα βουνά. 

Έχετε δηλώσει ότι απ' όλες τις χώρες που έχετε επισκεφθεί, περισσότερο σας επηρέασαν ως μουσικό η Ιαπωνία και η Ινδία. Στεναχωρηθήκατε για τον θάνατο του Ravi Shankar;

Τον γνώρισα μόνο μία φορά στη ζωή μου, το 1971, στο Μόναχο. Είχε έρθει για συναυλία κι εγώ ήθελα τότε να ταξιδέψω στην Ινδία για να μάθω σιτάρ. Ήξερα φυσικά ότι είναι εκπληκτικός μουσικός, ανακάλυψα όμως μιλώντας του μετά το κονσέρτο ότι ήταν κι ένας υπέροχος άνθρωπος. Για μια τέτοια λοιπόν προσωπικότητα, που έζησε μια τόσο πλήρη και φανταστική ζωή και πρόσφερε τόσα πράγματα στον υπόλοιπο κόσμο ως μουσικός, νομίζω πως δεν ταιριάζει το αίσθημα της θλίψης. 

Λένε ότι η μουσική σας προσφέρει «πνευματικά ταξίδια», στην ίδια όμως βάση ταμπελοποιείται συχνά και ως new age. Εσείς δέχεστε μια τέτοια ταυτότητα;

Δεν μπορώ να ταυτιστώ με ό,τι ονομάζεται μουσική new age. Δεν τη βρίσκω καλή, παρότι αναμφίβολα υπάρχουν και εξαιρέσεις. 

Πρώτα-πρώτα είναι κατά βάση (ή μερικώς) ηλεκτρονική κι εμένα δεν μου αρέσει καθόλου η ηλεκτρονική μουσική. Επίσης, πρόκειται για ένα επιφανειακό είδος, το οποίο αποφεύγει επίτηδες να κινηθεί σε βάθος· αρκείται σε ευκολίες, θέλει απλά να ηχεί ευχάριστα, γίνεται πολύ συχνά γλυκερό. 

Για μένα η καλή μουσική μπορεί να συμφιλιώσει μέσα της όλες τις όψεις της ζωής: και την όμορφη, τη χαρούμενη, αλλά και την πιο σκοτεινή. Ένα είδος που εξ ορισμού αρνείται αυτό το όλον της ζωής δεν είναι –για μένα– ιδιαίτερα αξιοσημείωτο. 




09 Αυγούστου 2021

«Έβρεξε» στ' αλήθεια 15 γκολ στην Αθήνα του 1896; 125 χρόνια για έναν επίμονο ποδοσφαιρικό θρύλο, που σχετίζεται με τους πρώτους μοντέρνους Ολυμπιακούς Αγώνες


Το φετινό καλοκαίρι πρέπει να αποζημίωσε τους φίλους του ποδοσφαίρου, μετά το σοκ του κορωνοϊού. Και ένα ωραίο Γιούρο είδαμε, δηλαδή –με πολλά γκολ, αμφίρροπες αναμετρήσεις και διόλου εύκολες προβλέψεις για φαβορί– αλλά και ένα Κόπα Αμέρικα το οποίο επιβεβαίωσε την παραδοσιακή υπεροχή της Αργεντινής και της Βραζιλίας. Και πρόσφατα δόθηκε μία ακόμα ευκαιρία για σπορ και θέαμα, με τους εξ αναβολής Ολυμπιακούς Αγώνες του 2020 στο Τόκιο (έστω και με τις κερκίδες άδειες, τελικά). 

Μπροστά βέβαια σε ηπειρωτικά κύπελλα με τέτοιο πρεστίζ, τα ποδοσφαιρικά ματς των Ολυμπιάδων δείχνουν δευτερεύουσας σημασίας. Εντούτοις, κάθε τετραετία επιβεβαιώνει ότι έχουν κι αυτά τους δικούς τους πιστούς, οι οποίοι παρακολουθούν με σταθερό ενδιαφέρον τον ανταγωνισμό για τα μετάλλια. Και μάλιστα όχι μόνο στις αναμετρήσεις των ανδρών, αλλά και των γυναικών. 

Γενικά το ποδόσφαιρο συμβάδισε με τους μοντέρνους Ολυμπιακούς Αγώνες, απουσιάζοντας μόνο δύο φορές: το 1932 στο Λος Άντζελες, προκειμένου να στηριχτεί το πρώτο-πρώτο Μουντιάλ (1930)· και το 1896 στην Αθήνα, ίσως γιατί είχε μεν σημαντική ανάπτυξη στη Βρετανία, στην Αργεντινή και στην Ουρουγουάη, όμως βρισκόταν ακόμα στο κατώφλι της παγκόσμιας διάδοσής του. Σύμφωνα πάντως με τα αρχικά πλάνα του 1894, δεν υπήρχε πρόβλημα να θεωρηθεί «ολυμπιακό άθλημα». Το ενδεχόμενο να συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα συζητήθηκε, μάλιστα η Γερμανική Αυτοκρατορία φάνηκε ως η πιο ενθουσιώδης για να στείλει μια ομάδα. [1] Αλλά ως τον δεύτερο ανασχεδιασμό του 1895, είχε απορριφθεί. [2] 


Παρά ταύτα, 125 χρόνια μετά από εκείνη την Ολυμπιάδα του 1896, επιμένει η διήγηση για ένα ανεπίσημο ποδοσφαιρικό τουρνουά στα πλαίσιά της. Για το οποίο στήθηκε λέει μια ενδεκάδα με το όνομα της Αθήνας, που κλήθηκε να αναμετρηθεί με μια ομάδα από τη Σμύρνη, η οποία αντιπροσώπευσε την Οθωμανική Αυτοκρατορία (δεν υπήρχε Τουρκία μέχρι το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου). Ο νικητής θα έπαιζε κατόπιν με μια ομάδα που ήρθε από τη Δανία, πιθανότατα λόγω των δεσμών του ελληνικού Στέμματος με τον βασιλικό οίκο αυτής της σκανδιναβικής χώρας. Λέγεται ότι οι Αθηναίοι αποκλείστηκαν από τους Σμυρνιούς (το ακριβές σκορ ξεχάστηκε με τον καιρό), τους οποίους κονιορτοποίησαν οι Δανοί στον τελικό με 15-0.

Ήταν όμως δυνατόν κάτι τέτοιο για την Ελλάδα του 1896; Θεωρητικά, ναι. Παρότι καινούριο για την εκτός Βρετανίας Ευρώπη, το ποδόσφαιρο είχε ως τότε φτάσει και στη χώρα μας: ο Πανελλήνιος Γυμναστικός Σύλλογος δημιούργησε τμήμα το 1895, ενώ πρόσφατα κατατέθηκαν στοιχεία για βήματα ακόμα παλιότερα, στην Αχαΐα του 1891. [3] Θεωρητικά, επομένως, το δυναμικό του Πανελλήνιου θα μπορούσε να είχε συγκροτήσει άτυπα την ομάδα που λέγεται ότι εμφανίστηκε με το όνομα της Αθήνας.

Τα σχετικά με το τουρνουά του 1896 φιλοξενούνται στο The Guinness Book of World Soccer [4], ενώ υποστηρίζονται και από αξιόπιστους συγγραφείς σαν π.χ. τον David Goldblatt. [5] Άλλοι μελετητές, ωστόσο, επισημαίνουν ότι ναι μεν διαδίδεται η διήγηση στη βιβλιογραφία, χωρίς όμως να έχει παρατεθεί ποτέ η παλαιότερη αδιαμφισβήτητη πηγή της: οι νεότεροι την αντιγράφουν απλά από τους προηγούμενους, θεωρώντας την ως ήδη τσεκαρισμένο δεδομένο. Εντούτοις, στα επίσημα στοιχεία της Ολυμπιάδας του 1896 δεν υπάρχει τέτοιο τουρνουά, ούτε κι έχει εντοπιστεί κάποια αναφορά στις αθηναϊκές εφημερίδες της εποχής. Επιπλέον, δεν το γνωρίζει ούτε η IFFHS (International Federation of Football History and Statistics), η οποία θεωρείται ο εγκυρότερος διεθνής οργανισμός για την ιστορία του ποδοσφαίρου.

Ο αντίλογος λέει ότι, εφόσον οι αγώνες του 1896 στήθηκαν ανεπίσημα, είναι εξ ορισμού μάταιο να αναζητούνται επίσημα στοιχεία: τίποτα δεν καταγράφηκε θεσμικά, δεν είναι καν γνωστός ο τόπος διεξαγωγής, ούτε και δόθηκε φυσικά μετάλλιο. Η σιωπή των αθηναϊκών εφημερίδων είναι πιο περίεργη, μα ίσως εξηγείται στο ίδιο πλαίσιο, αφού τα ρεπορτάζ επικέντρωσαν στα αθλήματα που κρίθηκαν ως «ολυμπιακά». Αλλά η IFFHS είναι διαφορετική υπόθεση, γιατί μέσα στα χρόνια έχει κάνει τον κόπο να συλλέξει όλες τις διαθέσιμες μαρτυρίες για την πρώιμη ανάπτυξη του ποδοσφαίρου, άσχετα με το αν τα παιχνίδια δίνονταν σε επίσημο, ανεπίσημο ή απλώς φιλικό επίπεδο. 


Καθώς καπνός χωρίς φωτιά δεν υπάρχει, η σκέψη πάει σε πιθανό μπέρδεμα των πρώτων ερευνητών που βάλθηκαν να αναζητήσουν στοιχεία για την ιστορία του ποδοσφαίρου. Και σύμφωνα με τους Bill Mallon & Volker Kluge, αυτό ακριβώς έχει συμβεί: θεμέλιο του μπερδέματος είναι η ανεπίσημη Μεσολυμπιάδα που διεξήχθη το 1906 στην Αθήνα, φιλοξενώντας πράγματι ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις με ομάδες από την Αθήνα, τη Σμύρνη και τη Δανία. [6] Εκείνη η Μεσολυμπιάδα σχετίζεται με ένα ξεχασμένο αίτημα της χώρας μας για μόνιμη διοργάνωση διεθνών αγώνων στην Αθήνα, στο μεσοδιάστημα των επίσημων Ολυμπιάδων. Η ιδέα δεν προχώρησε, είχε όμως τους υποστηρικτές της. Κι έτσι τον Απρίλιο του 1906 έγινε μια απόπειρα, με κάθε δυνατή αίγλη: ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ κήρυξε την έναρξη, ενώ οι διεθνείς αποστολές διέμειναν στο Ζάππειο, το οποίο ανέλαβε καθήκοντα Ολυμπιακού Χωριού, όπως θα λέγαμε σήμερα. [7]

Ο ποδοσφαιρικός διαγωνισμός διεξήχθη στο τότε Ποδηλατοδρόμιο του Φαλήρου (σήμερα Στάδιο Καραϊσκάκη), όπου διαμορφώθηκε ένα γήπεδο γύρω στα 15 μέτρα μήκος μικρότερο από τα σύγχρονα. Η Ελλάδα εκπροσωπήθηκε από μια ομάδα με το όνομα της Αθήνας, στελεχωμένη κατά κύριο λόγο με παίκτες από τον Εθνικό Γυμναστικό Σύλλογο. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το όνομα του τερματοφύλακα Παναγή Βρυώνη, αλλά κι εκείνο του Γεώργιου Μερκούρη: γιος του δημάρχου Αθηναίων (άρα θείος της Μελίνας Μερκούρη), θα έφτανε αργότερα να γίνει υπουργός, μα και συνεργάτης των Ναζί. Οι Δανοί έστειλαν μια ομάδα από την Κοπεγχάγη, ενώ το τουρνουά συμπλήρωσαν δύο ομάδες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, μία από τη Σμύρνη και μία από τη Θεσσαλονίκη (ακόμα δεν είχαν γίνει οι Βαλκανικοί Πόλεμοι).


Η ομάδα της Θεσσαλονίκης ήταν γεμάτη Έλληνες, ήταν όμως όλοι ερασιτέχνες, μέλη βασικά του Ομίλου Φιλομούσων της πόλης που είχαν λατρέψει το νέο άθλημα. Πιο γνωστός ανάμεσά τους έμελλε να γίνει ο κακώς αναγραφόμενος Ιωάννης Σαριδάκης (λεγόταν Ιούλιος), ο οποίος σταδιοδρόμησε ως έφορος του Ηρακλή κατά τον Μεσοπόλεμο. Η Σμύρνη, αντιθέτως, δεν είχε ούτε έναν Έλληνα: την αποτελούσαν Γάλλοι και Άγγλοι έμποροι εγκατεστημένοι εκεί, με πρωταγωνιστές ανάμεσά τους την οικογένεια Whittal, που αριθμούσε πέντε μέλη στη βασική ενδεκάδα.


Μετά από ένα αμφίρροπο ημίχρονο (1-1), οι Δανοί έκαμψαν την αντίσταση της Σμύρνης νικώντας με 5-1 (5-2 γράφεται κάποιες φορές, μα είναι λάθος) [8], ενώ το άλλο εισιτήριο για τον τελικό πήρε όπως αναμενόταν η Αθήνα, αφού οι έμπειροι παίκτες του Εθνικού δεν δυσκολεύτηκαν απέναντι στους φιλόμουσους Θεσσαλονικείς, σαρώνοντάς τους 5-0 (το 6-0 που αναφέρεται ορισμένες φορές είναι επίσης λάθος). 

Στην τελική αναμέτρηση, ωστόσο, οι Δανοί έκαναν φύλλο και φτερό την άμυνα του Εθνικού και βρέθηκαν να κερδίζουν 9-0 στο ημίχρονο. Σοκαρισμένοι, οι Αθηναίοι αρνήθηκαν να συνεχίσουν και οι Δανοί πήραν το χρυσό μετάλλιο χωρίς περαιτέρω προσπάθεια. Λόγω της αποχώρησης, η διοργάνωση θέλησε να στήσει ένα μίνι τουρνουά με τις τρεις εναπομείνασες ομάδες προκειμένου να απονείμει αργυρό μετάλλιο. Θεωρώντας το δικαιωματικά δικό τους, οι Αθηναίοι αρνήθηκαν να συμμετάσχουν και αποκλείστηκαν στα χαρτιά. Το μετάλλιο κατέληξε έτσι στη Σμύρνη, η οποία διέλυσε τη Θεσσαλονίκη 12-0 (ένα 3-0 που αναφέρεται συχνά-πυκνά, είναι και πάλι λαθεμένο).


Η ανεπισημότητα της Μεσολυμπιάδας, η σύμπτωση των ομάδων κι εκείνο το 15-0 που ίσως απηχεί το 12-0 του αμφιλεγόμενου αγώνα για το αργυρό μετάλλιο, δημιουργούν ζωηρή την εντύπωση πως ο μύθος του 1896 χτίστηκε πάνω στις όποιες παρανοήσεις γέννησαν τα τεκταινόμενα του 1906. Επιπλέον, η πλήρης απουσία αναφορών στις αθηναϊκές εφημερίδες του 1896 ήρθε να δέσει με μια λεπτομερέστατη έρευνα πάνω στις ολυμπιακές επιδόσεις της Δανίας. [9] Όλα δείχνουν, λοιπόν, ότι δεν «έβρεξε» 15 γκολ στην Αθήνα του 1896. Για να τελειώσουμε μάλιστα με πρέποντα ...ποδοσφαιρικό τόνο, όσο κι αν επιμένει ο σχετικός θρύλος, η μπάλα βρίσκεται πλέον στο «γήπεδο» όσων πιστεύουν σε αυτόν. Είναι εκείνοι που πρέπει να αποδείξουν γιατί ευσταθεί ο ισχυρισμός τους, κόντρα σε ό,τι υπάρχει διαθέσιμο.

Λεζάντες φωτογραφιών

κεντρική 
Στιγμιότυπο από τον αγώνα Αθήνας-Θεσσαλονίκης στη Μεσολυμπιάδα του 1906 (φωτογραφία του Αμερικανού ρεπόρτερ James Sullivan)

φωτό 2
Ολυμπιακοί Αγώνες 1896, η ομάδα του Πανεπιστημίου Princeton, που ήρθε στην Αθήνα εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών (από το αρχείο του Associated Press)

φωτό 3
Τελετή έναρξης της Μεσολυμπιάδας του 1906 στο Καλλιμάρμαρο (από δημοσίευμα του γαλλικού περιοδικού Le Monde Ιllustré)

φωτό 4
Η ποδοσφαιρική ομάδα της Θεσσαλονίκης, με μέλη από τον Όμιλο Φιλομούσων της πόλης (από τη Bibliotheque du Musee Olympique de Lausanne)

φωτό 5
Η ποδοσφαιρική ομάδα της Σμύρνης με τους πέντε Whittall (φωτογραφημένη στο στούντιο του Θεόδωρου Σερβάνη στην Κωνσταντινούπολη)

φωτό 6
Η ποδοσφαιρική ομάδα της Δανίας, που κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στη Μεσολυμπιάδα του 1906 (από το βιβλίο του Hans A. Larsen)

Σημειώσεις

[1] Jürgen Buschmann & Karl Lennartz, Die Olympischen Fußballturniere: Band 1 – Erste Schußversuche 1896-1908 (Kassel: Agon Sportverlag, 1999), ειδικά σελίδες 10-43.

[2] Βλέπε το περιοδικό Bulletin du Comité International des Jeux Olympiques, τεύχος 3, Ιανουάριος 1895.

[3] Τάσσος Σταθόπουλος, Αχαϊκό Ποδόσφαιρο: Εκατόν Είκοσι Χρόνια 1891-2010 (Πάτρα: Εκδόσεις Πικραμένος, 2010).

[4] Guy Oliver, The Guinness Book Of World Soccer: The History of the Game in Over 150 Countries [1992], 2η εκδ. (Middlesex: Guinness Publishing, 1995), σελ. 77.

[5] David Goldblatt, The Ball Is Round: A Global History of Football (Λονδίνο: Penguin Books, 2007), σελ. 243.

[6] Bill Mallon & Volker Kluge, «The Rumoured Football Matches at the 1896 Olympics» (2019), πηγή διαθέσιμη ηλεκτρονικά.

[7] James E. Sullivan, The Olympic Games at Athens, 1906 (Νέα Υόρκη: American Sports Publishing Company, 1906).

[8] Όλα τα αποτελέσματα που αναφέρονται στο άρθρο βασίζονται στη δίγλωσση (ελληνικά/γαλλικά) έκδοση «Διεθνείς Ολυμπιακοί Αγώνες 1906 - Επίσημα Αποτελέσματα», η οποία βγήκε τον Ιούνιο του 1906 ως τεύχος αρ. 4 για το Δελτίον της Επιτροπής των Ολυμπιακών Αγώνων εν Αθήναις.

[9] Hans Agersnap Larsen (επιμ.), De Olympiske: Biografi af Danske OL-deltagere 1896-1996 (Κοπεγχάγη: Danmarks Idræts Forbund, 1996).

01 Αυγούστου 2021

Καρχαρίες - 105 χρόνια καλοκαιρινού τρόμου: Ένα αινιγματικό περιστατικό από το 1916, που ακόμα στοιχειώνει τη φαντασία μας


Πρόσφατο αρχαιολογικό εύρημα από την Ιαπωνία του 3.000 π.Χ. απέδειξε την αρχαιότερη (γνωστή) επίθεση καρχαρία σε άνθρωπο [1], πιστοποιώντας έτσι κάτι που πάντα υποψιαζόμασταν: γνωριζόμαστε με αυτά τα ψάρια από πολύ παλιά· κατά πάσα πιθανότητα από τη στιγμή που αρχίσαμε να ξανοιγόμαστε συστηματικά στη θάλασσα. 

Οι περισσότεροι λαοί από όσους ανέπτυξαν παράκτιες δραστηριότητες διατήρησαν πολυποίκιλη σχέση μαζί τους, αφού και τους ψάρευαν για να τους φάνε και τους έχρισαν με θρησκευτική υπόσταση. Το μοτίβο αποτυπώνεται γεωγραφικά εξαπλωμένο, κορυφώνεται όμως στα νησιά του Ειρηνικού Ωκεανού, όπου ο καρχαρίας μπορεί να είναι συνάμα πηγή τροφής, θεότητα, τοτέμ, ακόμα και ενσάρκωση νεκρών. Αναγορεύεται λοιπόν σε στοιχείο της κοσμοθεωρίας των εκεί πληθυσμών και δεν είναι τυχαίο ότι μια παλιά διήγηση από τα Τόνγκα τους συνδέει με το νησί Pulotu (κάτι σαν τον Άδη), παρουσιάζοντάς τους ως δώρο από τον κόσμο των θεών. [2] Αλλά ο Δυτικός πολιτισμός έχει πολύ διαφορετική γνώμη. 

Η αρχαία Ελλάδα ήξερε τους καρχαρίες, αλλά οι γνώσεις αυτές δείχνουν να χάνονται κατά τον Μεσαίωνα, ίσως γιατί οι αλιευτικές δραστηριότητες περιορίστηκαν βαθμιαία στα ποτάμια και στα ρηχά νερά. [3] Ξανάγιναν γνώριμοι μετά το 1500, όταν άρχισαν τα μεγάλα εξερευνητικά ταξίδια, και ήταν τότε που υιοθετήθηκαν οι σημερινές λέξεις που τους περιγράφουν στα αγγλικά (shark), στα γαλλικά (requin) και στα ισπανικά (tiburón). Στο φαντασιακό όμως εκείνης της Δύσης κατασκευάστηκαν με εντελώς αντίθετο τρόπο συγκριτικά με τον Ειρηνικό, γενόμενοι ένα αποκρουστικό και επικίνδυνο τέρας της θάλασσας. Ως το 1713, μάλιστα, είχαν ταυτιστεί με το κακό στα αγγλικά, αφού ως sharks περιγράφονταν μεταφορικά οι προικοθήρες –μετά δε το 1806 και οι ...δικηγόροι!

Θεμελιώθηκε λοιπόν ένα στερεότυπο, το οποίο με την πάροδο του χρόνου ισχυροποιήθηκε. Κι αυτό που πραγματικά το τσιμέντωσε στη Δυτική φαντασία, ήταν τα όσα εκτυλίχθηκαν πριν 105 καλοκαίρια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Γεγονότα που συνεχίζουν να στοιχειώνουν τη συλλογική μνήμη μέσω ταινιών, ντοκιμαντέρ και βιβλίων, αναγορεύοντας τους καρχαρίες σε τρομακτικό παραθαλάσσιο κίνδυνο, ικανό να διαλύσει κάθε αίσθηση θερινής ραστώνης. Για να καταλάβουμε όμως καλύτερα τον αντίκτυπο όσων συνέβησαν στις παραλίες του Νιού Τζέρσεϊ το 1916, πρέπει να αναλογιστούμε ότι στις αρχές του 20ου αιώνα τα πράγματα με τους καρχαρίες είχαν ηρεμήσει αισθητά, χάρη κυρίως στην πρόοδο της Δυτικής ναυσιπλοΐας. Το κλίμα της εποχής αναπτύσσεται διεξοδικά και σε ένα editorial των New York Times του 1915 ονόματι «Let Us Do Justice to Sharks» (2 Αυγούστου), όπου διασκεδάζεται η αντίληψη ότι πρόκειται για επικίνδυνα ζώα. 

Τα φύλλα βέβαια των μετέπειτα ημερών δείχνουν ότι υπήρξαν αρκετές αντιδράσεις, κάποιες μάλιστα εξοπλισμένες με μαρτυρίες από άλλα μέρη του πλανήτη, όπου τα πράγματα δεν έδειχναν καθόλου έτσι. Αλλά οι τότε ιθύνοντες της εφημερίδας επέμειναν στη γραμμή τους, ίσως γιατί είχαν κατά νου ότι η εύπορη μεσαία τάξη με τις πιο προοδευτικές ιδέες που αποτελούσε (όπως και σήμερα) τη βάση του αναγνωστικού της κοινού, είχε πλέον εφεύρει τις διακοπές στη θάλασσα ως μέσο απόδρασης από τις θερινές θερμοκρασίες των πόλεων. Κι αυτό, με τη σειρά του, είχε καταστεί θεμέλιο μιας νέας επιχειρηματικής δραστηριότητας (ξενοδοχεία, εξοπλισμός παραλίας κτλ.).  


Όλα αυτά, εν τέλει, λειτούργησαν πολλαπλασιαστικά για το σοκ που προκλήθηκε από τα πτερύγια τα οποία φάνηκαν τον Ιούλιο του 1916 στις ακτές του Νιού Τζέρσεϊ, εκεί ακριβώς όπου παραθέριζε η ελίτ της Νέας Υόρκης, της Φιλαδέλφειας και της Ουάσινγκτον. Οι 4 νεκροί που άφησαν πίσω τους έκαναν τα ευκατάστατα στρώματα της εποχής να χάσουν κάθε αίσθηση ανεμελιάς για το καλοκαίρι και τη θάλασσα, με τον «σεισμό» να κλυδωνίζει ακόμα και την προεκλογική καμπάνια του Προέδρου Γούντροου Ουίλσον.

Πρώτο θύμα ήταν ο 23άχρονος Charles Vansant, γόνος μίας από τις παλαιότερες οικογένειες της Φιλαδέλφειας. Πρωτομηνιά του Ιούλη, σε χαλαρή απογευματινή βουτιά στο Beach Haven, βρέθηκε να παφλάζει απεγνωσμένα στο νερό. Ο ναυαγοσώστης Alexander Ott (μέλος της Ολυμπιακής Ομάδας Κολύμβησης των Η.Π.Α.) τον τράβηξε έξω έγκαιρα, ενώ κινητοποιήθηκε άμεσα και ο γιατρός πατέρας του, με δύο ακόμα συναδέλφους. Αλλά δεν σώθηκε: έχοντας χάσει τμήμα του αριστερού ποδιού, πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία. Η είδηση έγινε θέμα στις εφημερίδες της Φιλαδέλφειας, ωστόσο οι New York Times την καταχώνιασαν στη σελίδα 18, υπό τον ουδέτερο τίτλο "Dies after Attack by Fish": μόνο από την περιγραφή μάθαινε κανείς ότι «ίσως» επρόκειτο για καρχαρία. 

Ήθελε η έγκριτη εφημερίδα να διασώσει το άνωθεν editorial της; Ή δεν επιθυμούσε να αναστατώσει τις ροές τουριστών προς το Νιού Τζέρσεϊ, ενόψει των επικείμενων εορτασμών για την Ημέρα Ανεξαρτησίας (4 Ιουλίου); Στις παραλίες, εντωμεταξύ, η τύχη του Vansant δεν είχε πάψει να συζητιέται· αντιμετωπιζόταν όμως ως κάτι το παράδοξο και οπωσδήποτε μοναδικό. Το καθησυχαστικό κλίμα διέλυσαν τα ουρλιαχτά του 27άχρονου Charles Bruder –ενός ελβετικής καταγωγής υπαλλήλου του ξενοδοχείου Essex & Sussex στο Spring Lake, ο οποίος είχε φήμη δεινού κολυμβητή. Όταν μεταφέρθηκε νεκρός στην ακτή, με τα πόδια καταφαγωμένα, οι πάντες σοκαρίστηκαν. Κι αυτή τη φορά τα νέα έγιναν πρωτοσέλιδο ακόμα και στην άλλη άκρη των Η.Π.Α., στο Σαν Φρανσίσκο.

Ανάστατοι, οι ξενοδόχοι μίσθωσαν μηχανοκίνητες βάρκες για περιπολίες, ενώ εγκατέστησαν και δίχτυα στα ανοιχτά των λουόμενων, που πλέον δίσταζαν να μπουν στη θάλασσα. Στο Matawan, ωστόσο, δεν υπήρχε ανησυχία: αν και επικοινωνούσαν μέσω του τοπικού ποταμού με τη θάλασσα, η ακτογραμμή βρισκόταν 25 χιλιόμετρα μακριά, ενώ δεν αποτελούσαν τουριστικό προορισμό, μα μια ήσυχη κωμόπολη, όπου τα καλοκαίρια τα αγόρια βουτούσαν στην εγκαταλειμμένη πια προκυμαία, η οποία είχε μετατραπεί σε αποβάθρα. 

Κάποιες μέρες μετά την επίθεση στο Essex & Sussex, όμως, κάτοικος που πήγαινε για το καθιερωμένο του πρωινό ψάρεμα είδε έκπληκτος τη γκρίζα φιγούρα ενός καρχαρία να ανεβαίνει το ρέμα. Κι ενώ πρόλαβε να βρει στο τηλέφωνο τον αστυνόμο της περιοχής, εκείνος γέλασε και πίστεψε ότι ο συνταξιούχος καπετάνιος είχε επηρεαστεί από τα όσα διάβαζε στις εφημερίδες. Μαθαίνοντας τα νέα, άρχισαν και οι κάτοικοι του Matawan να γελάνε, μέχρι που εμφανίστηκαν τρέχοντας τα ίδια τους τα παιδιά, ολόγυμνα λόγω εμφανούς πανικού [4], φωνάζοντας ότι κάτι σκούρο με πτερύγιο είχε αρπάξει τον 12άχρονο Lester Stillwell.

Ο 24άχρονος ράφτης Stanley Fisher, δεν πίστευε σε καρχαρίες. Αλλά ήξερε τα παιδιά αυτά, καθώς έπαιζαν μαζί μπέιζμπολ· επιπλέον ανησύχησε, επειδή γνώριζε ότι ο μικρός Lester ήταν επιληπτικός. Έσπευσε έτσι στο ποτάμι και εντόπισε βουτώντας το σώμα του αγοριού. Ενώ όμως ετοιμαζόταν να το ανασύρει, κάτι τον άρπαξε μπροστά στα μάτια δεκάδων κατοίκων. Ο νεαρός ράφτης έδωσε μεγάλη μάχη μέχρι να τον προφτάσει μια βάρκα με δύο αστυνομικούς, οι οποίοι χτύπησαν το ψάρι με τα κουπιά, αναγκάζοντάς το να τον απελευθερώσει. Ο Fisher κατάφερε να ανέβει στο πλεούμενο παρότι ο δεξιός του μηρός είχε σχεδόν φαγωθεί, πέθανε όμως κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο. 


Ήταν ο τέταρτος αλλά όχι ο τελευταίος νεκρός εκείνου του (κυριολεκτικά) τρομερού καλοκαιριού. Παραλίγο βέβαια να υπάρξει κι ένα ακόμα θύμα στην αντίπερα όχθη, εκεί όπου έβγαζε η γειτονική κωμόπολη Cliffwood: λίγο μετά τα συμβάντα στο Matawan, ο καρχαρίας άρπαξε τον 12άχρονο Joe Dunn καθώς έβγαινε από τα νερά. Ωστόσο ο αδερφός του και οι φίλοι του μπόρεσαν και τον τράβηξαν έξω –δαγκωμένο μεν στο αριστερό πόδι, μα εκτός κινδύνου. Κάποιες μέρες αργότερα, ο 35άχρονος Samuel Harding κάλεσε για βοήθεια ενώ κολυμπούσε στα Atlantic Highlands, στα νερά του πλωτού ποταμού Shrewsbury. Κανείς όμως δεν έπεσε στο νερό, καθώς πίστεψαν ότι τον είχε ήδη αρπάξει καρχαρίας· πέθανε τραγικά και άδικα, από πνιγμό λόγω κράμπας. Γενόμενος έτσι το πέμπτο και έσχατο θύμα της όλης ιστορίας, παρότι ελάχιστα χρονικά κάνουν τον κόπο να τον μνημονεύσουν. [5]

Τα αινίγματα παραμένουν αρκετά, 105 καλοκαίρια μετά. Τα στατιστικά του International Shark Attack File –η πιο έγκυρη διεθνής πηγή για το θέμα– δείχνουν ότι σε μέσο όρο ανά έτος μετράμε 6 θανάτους από καρχαρίες, σε καιρούς που η κάθοδος στις παραλίες είναι πλέον μαζικώς γενικευμένη (οπότε κολυμπούν πολύ περισσότερα άτομα, συγκριτικά με το 1916). Ωστόσο στο Νιού Τζέρσεϊ κόντεψαν τότε να φαγωθούν 5 άνθρωποι, μέσα σε διάστημα 12 ημερών. Η σημερινή επιστήμη, επίσης, πιστεύει ότι για τους καρχαρίες δεν είμαστε ιδιαίτερα επιθυμητό γεύμα και ότι πολλές από τις επιθέσεις γίνονται κατά λάθος, επειδή μας νομίζουν για φώκιες. Οι απορημένοι ειδήμονες του 1916, από την άλλη, κατέληξαν στο συμπέρασμα της ασυνήθιστης δράσης ενός εξαιρετικά άγριου καρχαρία, ο οποίος στόχευσε το είδος μας για ακατανόητους λόγους. Ενώ όμως φαίνεται πράγματι κάπως έτσι, οι σύγχρονοι ειδικοί απορρίπτουν κατηγορηματικά την εξήγηση αυτή.


Παραμένει επίσης ένα ακανθώδες ζήτημα ταυτότητας. Ήταν άραγε ένας καρχαρίας ή περισσότεροι; Τα θαλάσσια χτυπήματα δείχνουν προς τον μεγάλο λευκό, αλλά η άνετη άνοδος σε ποτάμι ταιριάζει καλύτερα στον ακόμα πιο επικίνδυνο ταυροκαρχαρία, ο οποίος έχει αυτή την ικανότητα και φημίζεται επιπλέον για την επιθετικότητά του. [6] Αίνιγμα είναι πάντως και το τι να απέγινε το θηρίο, παρότι αρκετοί κόμπασαν τότε ότι το σκότωσαν –μεταξύ τους και ο συνταξιούχος καπετάνιος από το Matawan που συναντήσαμε πιο πάνω, ο οποίος γνωρίζουμε πλέον ότι έπιασε έναν αθώο σταχτοκαρχαρία. 

Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει ο ισχυρισμός του κυνηγού και ταριχευτή Michael Schleisser, ο οποίος έπιασε έναν θηλυκό μεγάλο λευκό μόλις 2 ετών και πήρε ορισμένες γνωματεύσεις γιατρών για πιθανώς ανθρώπινα υπολείμματα στο στομάχι του. [7] Μπήκε λοιπόν στον κόπο και τα πακέταρε, στέλνοντάς τα στις δύο μεγαλύτερες αυθεντίες της Αμερικής για τους καιρούς εκείνους. Ο δρ. Frederic Lucas, ωστόσο, δεν τα βρήκε και τόσο ανθρώπινα, ενώ κι εκείνα που ίσως ήταν τέτοιας προέλευσης τα έκρινε ως παλαιότερα των επιθέσεων στο Νιού Τζέρσεϊ. Δυστυχώς τα πολύτιμα αυτά δείγματα έχουν χαθεί από άγνοια ή αμέλεια, με αποτέλεσμα να μην είμαστε σε θέση να τα εξετάσουμε με τα επιστημονικά μέσα των δικών μας ημερών.

Φυσικά, η ζωή, όπως πάντα, συνεχίστηκε. Με την Αμερική να μπαίνει άλλωστε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1917), οι νεκροί του Νιού Τζέρσεϊ πέρασαν σε δεύτερη μοίρα. Το περιστατικό ρίζωσε ωστόσο στη συλλογική μνήμη και θα επανερχόταν ξανά και ξανά, με διάφορες αφορμές. Έμελλε τελικά να θρέψει και το σενάριο της περίφημης ταινίας του Στίβεν Σπίλμπεργκ Στα Σαγόνια του Καρχαρία (1975), παρότι δεν υπήρχε καμία σχετική αναφορά στο μυθιστόρημα του Peter Benchley Jaws (1974), στο οποίο βασίστηκε. [8] Μέσω λοιπόν της σαρωτικής επιτυχίας του φιλμ ξανάζησαν τα συμβάντα του 1916 –γενόμενα με τη σειρά τους αντικείμενο αυτόνομων κινηματογραφικών προσπαθειών– ενώ αναζωπυρώθηκε η παλιά Δυτική απέχθεια για τους καρχαρίες, λαμβάνοντας τις νυν παγκόσμιες διαστάσεις της. 


Βέβαια, η απέχθεια αυτή φαντάζει αδικαιολόγητη τώρα που έχουμε αρχίσει να καταλαβαίνουμε καλύτερα τους καρχαρίες, βλέποντας ευκρινέστερα και την αδικαιολόγητη σφαγή που εμείς διαπράττουμε σε βάρος τους. Έναν αιώνα και μια πενταετία μετά, όμως, το Νιού Τζέρσεϊ του 1916 εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει μια πτυχή τρόμου για το πώς κατασκευάζουμε νοητικά τα καλοκαίρια μας [9], παραμένοντας συνάμα κι ένα μυστήριο δίχως εύκολες εξηγήσεις. Οι δε τουρίστες του σήμερα που περνάνε από το Matawan, ακόμα αναζητούν τον τάφο του μικρού Lester Stillwell, αφήνοντας εκεί λουλούδια και παιχνίδια.

Λεζάντες φωτογραφιών

κεντρική
Τα εύπορα στρώματα της Νέας Υόρκης, της Φιλαδέλφειας και της Ουάσινγκτον είχαν ήδη από το 1904 αρχίσει να κάνουν καλοκαιρινές διακοπές στο Νιού Τζέρσεϊ

φωτό 2
Χάρτης του Νιού Τζέρσεϊ με τις αποστάσεις από Νέα Υόρκη και Φιλαδέλφεια και με τα τρία σημεία των επιθέσεων του 1916

φωτό 3
Δημοσίευμα της Asbury Park Evening Press με λεπτομέρειες για τον άδικο και τραγικό θάνατο του Samuel Harding

φωτό 4
Οι ανάστατοι κάτοικοι του Matawan πήραν τα όπλα κι άρχισαν να περιπολούν τις ακτές του ποταμού τους (φωτογραφία του 1916 από την τοπική εφημερίδα Asbury Park Evening Press)

φωτό 5
Ο τάφος του μικρού Lester Stillwell εξακολουθεί και στις δικές μας ημέρες να δέχεται επισκέπτες, που αφήνουν διάφορα αντικείμενα στη μνήμη του (φωτογραφία του Bryan Anselm για τους New York Times)

Σημειώσεις

[1] J. Alyssa White, George H. Burgess, Masato Nakatsukasa, Mark J. Hudson, John Pouncett, Soichiro Kusaka, Minoru Yoneda, Yasuhiro Yamada & Rick J. Schulting, «3000-year-old shark attack victim from Tsukumo shell-mound, Okayama, Japan», Journal of Archaeological Science: Reports, vol. 38 (Αύγουστος 2021), 103065.

[2] Marie Claire Bataille-Benguigui, Le Côté de la Mer: Quotidien et Imaginaire aux Îles Tonga - Polynésie Occidentale (Bordeaux: Centre de Recherche des Espaces Tropicaux, 1994), σελ. 180.

[3] Robert Lacey & Danny Danziger, The Year 1000: What Life Was Like at the Turn of the First Millennium - An Englishman's World (Βοστόνη: Little, Brown & Company, 1999), σελ. 59.

[4] Richard G. Fernicola, Twelve Days of Terror: Inside the Shocking 1916 New Jersey Shark Attacks [2004], 2η εκδ. (Guilford, CT: Lyons Press, 2016), σελ. 60.

[5] Ανωνύμου, «Shark-Scared, Crowd Lets Bather Drown», Ashbury Park Evening Press (25 Ιουλίου 1916), σελ. 1.

[6] Richard Ellis, The Book of Sharks [1976], 2η εκδ. (Σαν Ντιέγκο: Harcourt Brace Jovanovich, 1983), σελ. 186.

[7] Michael Capuzzo, Close to Shore: A True Story of Terror in an Age of Innocence (Νέα Υόρκη: Broadway Books, 2001), σελς. 296-297.

[8] Αντιθέτως, πηγή έμπνευσης του Benchley ήταν ο ψαράς Frank Mundus και ο μεγάλος λευκός καρχαρίας που έπιασε το 1964 στο Long Island, καθώς και ντοκιμαντέρ σαν το Blue Water White Death του Peter Gimbel (1971).

[9] Samantha Schmidt, «100 Years Later, Memories of Fatal Shark Attacks Linger», The New York Times (11 Ιουλίου 2016), Section A, σελ. 20.