06 Μαΐου 2021

Συχνοτική Συμπεριφορά, Μεγάλο Σάββατο 1 Μαΐου 2021


Αν και συνηθίζεται η ξεκούραση, η ανάπαυλα, η επανάληψη ή κάποια λίστα για τους ραδιοφωνικούς παραγωγούς σε μέρες σαν π.χ. το Μεγάλο Σάββατο (πρακτική μάλιστα που πέρασε από τα FM και στους ιντερνετικούς σταθμούς), με τον Στυλιανό Τζιρίτα τα συμφωνήσαμε ήδη από τον πρώτο καιρό της Συχνοτικής Συμπεριφοράς (2008): εμείς θα εκπέμπουμε ζωντανά ή προηχογραφημένοι, με σπέσιαλ σόου, μουσικώς προσαρμοσμένα στις σχετικές περιστάσεις. 

Έτσι πράξαμε λοιπόν και στα Εν Πλω λημέρια, φέτος που μας κλήρωσε να πέσει η εκπομπή πάνω στο Μεγάλο Σάββατο. Μπορεί δηλαδή να ξεκινήσαμε ...ανορθόδοξα, με τον κύριο Τζιρίτα να μουρμουράει του "Αιγαίου Τα Blues" από Κώστα Μπίγαλη, πάντως φτιάξαμε ένα πρόγραμμα με (πιο) χαμηλών τόνων ήχους από το εγχώριο και το διεθνές ρεπερτόριο. Από τους οποίους δεν έλειψε και μια κάποια «σκοτεινιά», αφού παίξαμε –στην 17άλεπτη ολότητά του, μάλιστα– και το πρώτο τραγούδι που έγινε διαθέσιμο από το ολοκαίνουριο συγκρότημα Νεκρών Ιαχές, που έστησαν ο Σάκης Τόλης των Rotting Christ με τον Andrew Liles των Current 93.

Χρόνια πολλά λοιπόν σε όλους τους ακροατές και τις ακροάτριές μας και είθε να φανεί και η μεταφορική Ανάσταση σιγά-σιγά, με τη διάδοση των εμβολιασμών. 

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου (χωρίς διαφημιστικά μηνύματα) πατώντας στον σύνδεσμο εδώ.

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. ΠΟΛΥΦΩΝΙΑ (σε διευθ. ΝΙΚΟΥ ΚΟΤΡΟΚΟΗ): Φραγκίσκου Λεονταρίτη In Te Domine Speravi
2. BERLINER PHILHARMONIKER (σε διευθ. HERBERT VON KARAJAN), WIENER SINGVEREIN & WILMA LIPP: Wolfgang Amadeus Mozart's Requiem - Introitus
3. ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΡΚΑΚΗ: Το Μοιρολόι Της Παναγιάς (Φούρνοι Ικαρίας)
4. OZZY OSBOURNE: No More Tears
5. ΝΕΚΡΩΝ ΙΑΧΕΣ: The Oracles
6. RAIN TREE CROW: New Moon At Red Deer Wallow
7. ΣΑΒΙΝΑ ΓΙΑΝΝΑΤΟΥ & ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΚΑΡΑΝΤΖΗΣ: Ἄνδρα Μοι Ἔννεπε
8. PHILIP GLASS ENSEMBLE & ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ: Greece
9. ΧΡΟΝΗΣ ΑΗΔΟΝΙΔΗΣ & ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΚΑΡΑΝΤΖΗ: Σήμερα Μαύρος Ουρανός
10. K.BHTA feat. ΕΛΛΗ ΠΑΣΠΑΛΑ: Κάθε Τρελό Παιδί
11. ST. PETERSBURG STATE ACADEMIC CAPELLA ORCHESTRA (σε διευθ. ALEXANDER CHERNOUSHENKO) & EMILIA TITARENKO: Μίκη Θεοδωράκη Ἔρως Ἀνίκατε Μάχαν
12. DAVID BOWIE: Aladdin Sane (1913–1938–197?)



04 Μαΐου 2021

Βικτωρία Ταγκούλη: Το Κρύσταλλο Του Κόσμου - Δέκα Τραγούδια Για Τον Μύθο Της Γυναίκας [δισκοκριτική, 2016]


Αναζητώντας τραγούδια για την πρώτη Συχνοτική Συμπεριφορά μετά το Πάσχα, το μάτι περιπλανήθηκε στο  ράφι με τα εγχώρια κι έπεσε σε έναν από τους (λίγους) ωραίους δίσκους που άκουσα τα τελευταία χρόνια από τον χώρο που λέμε «έντεχνο».

Δουλειά νέων δημιουργικών δυνάμεων, το άλμπουμ Το Κρύσταλλο Του Κόσμου: Δέκα Τραγούδια Για Τον Μύθο Της Γυναίκας (Μετρονόμος, 2016) ένωσε τον συνθέτη Γιώργο Καγιαλίκο, τον στιχουργό Γιάννη Ευθυμιάδη και την ερμηνεύτρια Βικτωρία Ταγκούλη.

Πηγή έμπνευσής τους η Αρετούσα, η Μήδεια, η ομηρική Κίρκη, η Μαγδαληνή των πρώτων Χριστιανών, η Γοργόνα-αδελφή του Μεγαλέξαντρου, η Αριάδνη, η Ιφιγένεια, η Κασσιανή, η Φαίδρα και βεβαίως η Ελένη: δέκα γυναίκες, δέκα διαφορετικοί ψυχισμοί, δέκα ξεχωριστές ιστορίες καλά τακτοποιημένες στο συλλογικό ασυνείδητο.

Πέντε χρόνια πριν, μάλιστα, έγραψα και μια κριτική για την εν λόγω δουλειά στο Avopolis, η οποία αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


Η Αρετούσα, η Μήδεια, η ομηρική Κίρκη, η Μαγδαληνή των πρώτων Χριστιανών, η Γοργόνα-αδελφή του Μεγαλέξαντρου, η Αριάδνη, η Ιφιγένεια, η Κασσιανή, η Φαίδρα και βεβαίως η Ελένη, σύμβολο και «πουκάμισο αδειανό» συνάμα. Δέκα γυναίκες, δέκα διαφορετικοί ψυχισμοί, δέκα ξεχωριστές ιστορίες καλά τακτοποιημένες στο συλλογικό ασυνείδητο όσων διατηρούμε συνδέσμους με τις ρίζες του τόπου μας.  

Ο Γιάννης Ευθυμιάδης είναι ο στιχουργός, η Βικτωρία Ταγκούλη είναι η ερμηνεύτρια και ο Γιώργος Καγιαλίκος ο συνθέτης, αλλά κι εκείνος που επιμελείται τις ενορχηστρώσεις. Στο άλμπουμ πρωταγωνιστούν ήχοι από κιθάρα, βιολί, μπάσο, μαντολίνο, κλαρινέτο και τρομπέτα, φτιάχνοντας ένα λόγιο περιβάλλον «ποτισμένο» στα ελληνικά χρώματα της παρακαταθήκης του Μάνου Χατζιδάκι, η αύρα του οποίου έρχεται συχνά στον νου κατά την ακρόαση. 

Η προσέγγιση προσφέρει στο Κρύσταλλο Του Κόσμου ενότητα και χαρακτήρα, στοιχεία που αναδεικνύονται κυρίαρχα. Ίσως μάλιστα σε «δεσποτικό» βαθμό, από την άποψη ότι μερικές γυναικείες φιγούρες μάλλον αναγκάζονται να προσαρμοστούν σε ένα κλίμα θλιμμένων/μελαγχολικών διαθέσεων, χάνοντας έτσι κάτι τις από όσα φανταζόμαστε συνήθως γι' αυτές. Τη Γοργόνα, για παράδειγμα, την ήξερα σίγουρα για πιο φοβερή (με την κυριολεκτική σημασία της λέξης), ενώ τη Μαγδαληνή δύσκολα θα τη συνδύαζα με τέτοια ροπή στο δράμα.  

Μεγάλο ατού της δουλειάς, η Βικτωρία Ταγκούλη. Ασφαλώς, βρίσκει το κατάλληλο έδαφος για να πατήσει –φροντισμένα δηλαδή τραγούδια, με λιτές ενορχηστρώσεις, που αφήνουν χώρο αναπνοής στις λέξεις, άρα και στις ερμηνείες. Οι λέξεις, με τη σειρά τους, αποδείχθηκαν αρκετά ουσιαστικές, ώστε όχι μόνο να στηρίξουν τη φιλοσοφία του δίσκου ως κύκλου τραγουδιών, αλλά και για να ξαναθυμίσουν εποχές ακμής του έντεχνου ήχου: ο στίχος π.χ. «Δεν ρώτησε ποτέ κανείς πώς θα γεράσω/την ομορφιά μου αν αντέχω να τη χάσω» από το τραγούδι της Ελένης "Στου Καιρού Το Δαχτυλίδι", αποτελεί μια απλή μα μεγάλη στιγμή του Ευθυμιάδη· έστω κι αν η γραφή του δεν κεντράρει πάντα ανάλογα σε άλλες περιπτώσεις, όπου μάλλον αρκείται σε διαπιστευτήρια ευαισθησίας.

Και πάλι, όμως, έχουμε κάτι σαν αποκάλυψη, με την έννοια πως ακούμε μια τραγουδίστρια που δεν είχαμε επίγνωση ότι ήταν εκεί έξω. Ίσως γιατί η συνεργασία της Ταγκούλη με τον Χρίστο Θεοδώρου την είχε εγκλωβίσει δισκογραφικά σε ένα μετα-κραουνακικό και αρκετά εντεχνοθεατράλε στυλ, που εν πολλοίς εξάντλησε τη δυναμική του στο ντεμπούτο (α) του 2009, μένοντας μετέωρο και δίχως πραγματική οδό φυγής προς τα μπροστά στα άλμπουμ Φωτο.βόλτα (2010) και Τετράδιο (2013). Αλλά τώρα οι εκφραστικές της δυνάμεις σαν να απελευθερώνονται, επιτρέποντας να απολαύσουμε μια ερμηνεύτρια πλήρη, πολύχρωμη, που με άνεση ανταπεξέρχεται σε όσους «ρόλους» καλείται να παίξει σε αυτά τα δέκα κομμάτια, τραγουδώντας καταπληκτικά σε κάθε περίσταση. 

Αξίζει τέλος μια αναφορά και στο γενικότερο μεράκι με το οποίο έχει στηθεί το Κρύσταλλο Του Κόσμου, όπως αντανακλάται στη φροντισμένη έκδοση του Μετρονόμου σε βιβλίο/CD 500 αντιτύπων: η γραμματοσειρά ειδικά, αλλά και η ποιότητα του χαρτιού, αποτελούν υπόδειγμα για ανάλογα εγχειρήματα.




29 Απριλίου 2021

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 24 Απριλίου 2021


«Εσένα πάντα σε ανησυχεί το καινούριο», ήταν η ατάκα που έπεσε διά στόματος Στυλιανού Τζιρίτα, απευθυνόμενη βεβαίως στο πρόσωπό μου, πριν καν ακουστεί η πρώτη μουσική επιλογή. Τελικά, πάντως, φτάσαμε και σε αυτήν, που ήταν μάλιστα κάτι φρέσκο-φρέσκο, ήτοι μια εκλογή από το νέο ΕΡ των Δαιμονία Νύμφη.

Κάπως έτσι κύλησε λοιπόν η εκπομπή της 24ης Απρίλη (Σάββατο του Λαζάρου), η οποία εδώ που τα λέμε είχε κάμποσες επιλογές από καινούριες κυκλοφορίες, εγχώριες και διεθνείς. 

Παράλληλα, ασφαλώς, έπεσε και μπόλικο μπλα-μπλα: για τον Brian Eno (ναι, πάλι), για το πώς μπορεί να συνοδεύονται τα λινγκουίνι, για τον Αργύρη Ζήλο και το γιατί ...κινδυνεύει από τον Στέλιο Καζαντζίδη σε περίπτωση σεισμού, για εμμονές που μπορεί να σε οδηγήσουν στον Καφκισμό, για το ποιον πήγαν κάποτε ορισμένοι (ναι, και στον Τύπο) να μας περάσουν ως νέο David Bowie, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ο Τριαντάφυλλος του alternative rock.

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου (χωρίς διαφημιστικά μηνύματα) πατώντας στον σύνδεσμο εδώ.

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. ΔΑΙΜΟΝΙΑ ΝΥΜΦΗ, REY YUSUF & VICTORIA COUPER: Canção De Embalar Das Bruxas
2. KIFU MITSUHASHI: Hanagasa Ondo
3. ARAB STRAP: The Turning Of Our Bones
4. BIRDS OF MAYA: Bfiou
5. MEKONG DELTA: Memories Of Tomorrow
6. NICK CAVE & THE BAD SEEDS: Papa Won't Leave You Henry
7. ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΜΠΟΥΛΟΥΧΤΣΗΣ: Ωρολογία
8. ΝΑΝΑ ΜΟΥΣΧΟΥΡΗ: La Montagne De L' Amour
9. BRIAN ENO & JON HASSELL: Ba-Benzélé
10. SCI-FI RIVER: Διακοπές Στην Αθήνα
11. MICK JAGGER & DAVE GROHL: Eazy Sleazy
12. THE TURTLES: Happy Together
13. 10 CODE: Ride
14. BABYLON ZOO: Spaceman
15. NIK BÄRTSCH'S RONIN: Modul 47



28 Απριλίου 2021

Διάφοροι: Ὕμνοι Τοῦ Πάθους Καί Τῆς Ἀνάστασης Ἀπό Ναούς Τῆς Ἀνατολικῆς Θεσσαλίας [δισκοκριτική, 2014]


Ξεκίνησε λοιπόν και η φετινή Μεγάλη Εβδομάδα, η οποία θα οδηγήσει σε ένα ακόμα Πάσχα στην Πόλη, αποθαρρύνοντας όσους έλπιζαν σε Πάσχα στο Χωριό, άρα σε εξάλειψη των πολλών-πολλών συνεπειών του κορωνοϊού. Τυπικά τουλάχιστον, γιατί η αίσθησή μου είναι πως ήδη υπήρξαν αρκετές κινήσεις φυγής από την πρωτεύουσα.

Από την άλλη, υπάρχουμε κι εμείς που έτσι κι αλλιώς κάναμε Πάσχα στην Πόλη. Και για μας βέβαια έχουν μεταβληθεί οι συνθήκες –για όσους τέλος πάντων παίρνουμε στα σοβαρά την όλη ιστορία και αποφεύγουμε ακόμα και τους προβλεπόμενους συνωστισμούς στα οικογενειακά τραπέζια. Γιατί, εκτός από τους παράνομους συνωστισμούς, υπάρχουν και οι νόμιμοι: στις εορταστικές συνεστιάσεις μην και ξεσηκωθεί ο Νεοέλλην, στα ελλιπή μέσα μαζικής μεταφοράς της πρωτεύουσας μην και θιχτεί ο ιστός της εργασίας κ.ο.κ.

Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, κάποιες αγαπημένες συνήθειες της περιόδου μένουν ακλόνητες. Είναι ο καιρός λ.χ. να βγουν από το ράφι τα Πασχαλιάτικα της Δόμνας Σαμίου (1998), καθώς και δίσκοι με θρησκευτικό ρεπερτόριο της Μεγάλης Εβδομάδας. 

Ανάμεσα στους τελευταίους, περίοπτη θέση τα τελευταία χρόνια έλαβε η έκδοση του τομέα Τομέα Ψαλτικής & Μουσικολογίας της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου  Ὕμνοι Τοῦ Πάθους Καί Τῆς Ἀνάστασης Ἀπό Ναούς Τῆς Ἀνατολικῆς Θεσσαλίας (2014), με επιτόπιες ηχογραφήσεις που έκανε ο Κωστής Δρυγιανάκης από το 1991 ως το 2002. Ο ίδιος ανέλαβε και τον σχολιασμό στο συνοδευτικό βιβλιαράκι (μαζί με τον Κωνσταντίνο Χ. Καραγκούνη), «ξεναγώντας» μας σε ένα προσωπικό ημερολόγιο με πολλές ενδιαφέρουσες επισημάνσεις.

Μεγάλη Τετάρτη λοιπόν σήμερα, αφορμή καλή για μια επαν-επίσκεψη σε αυτόν τον καταπληκτικό δίσκο, μέσω της κριτικής που είχα γράψει πίσω στο 2014 για λογαριασμό του Avopolis. Η οποία αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η χρησιμοποιούμενη φωτογραφία του Κωστή Δρυγιανάκη ανήκει στην Olya Gluschenko


Όταν πια τα πάντα έχουν κλωθογυρίσει στο πλυντήριο του νου και οι σημειώσεις ακρόασης δεν επιδέχονται άλλων τροποποιήσεων, το συμπέρασμα στέκει μπροστά σου λαμπερό, ακλόνητο· και κάθε απόπειρα να το ψειρίσεις περισσότερο, απλά το δικαιώνει. Δικαιώνει –εν προκειμένω– την αληθινή προσφορά αυτής της έκδοσης (2CD + βιβλίο 160 σελίδων) στον εγχώριο πολιτισμό. Κι εννοώ εδώ τον ζώντα πολιτισμό της παράδοσής μας, όχι όσα βαρύγδουπα και θολά προβάλλει ο επίσημος λόγος μιας πολιτείας που αισθανόταν (κι αισθάνεται) άβολα με ό,τι συγκροτεί τη νεοελληνική ταυτότητα.
 
Περιέχει πολλές συγκινήσεις αυτό το προσωπικό ημερολόγιο του Κωστή Δρυγιανάκη, το οποίο καταγράφει τις μεταξύ 1991 και 2002 περιπλανήσεις του στο κομμάτι της Θεσσαλίας που ορίζεται από τον Τύρναβο Λαρίσης ως το νότιο άκρο της Μαγνησίας και από τον Λαύκο του Πηλίου ως (σχεδόν) τα Φάρσαλα. Κι έχει μεγάλη σημασία να τονιστεί η συγκεκριμένη διάσταση  του ημερολογίου. 
 
Γιατί δεν έχουμε εδώ κάποια εξαντλητική μελέτη της ψαλτικής τέχνης, μα μια ανθολογία που γεννήθηκε όταν ο Δρυγιανάκης έσκυψε –με τα μυαλά πια του 2013– πάνω σε ένα αρχείο λαθραίων (κυρίως) ηχογραφήσεων, το οποίο ξεκίνησε να συγκροτεί όταν ακόμα είχε ελάχιστη σχέση με το αντικείμενο. Ο ίδιος μας εξηγεί πολύ ωραία τις σκέψεις του, τη μεθοδολογία και τους προβληματισμούς του, σε ένα υποδειγματικό εισαγωγικό κείμενο. Οπότε έχει περισσότερη σημασία για μας το ότι κινείται προς μια ανθρωπολογία της ψαλτικής, ακολουθώντας τη «γραμμή» που χαράχτηκε ήδη το 1935 από τη Μέλπω Μερλιέ, μα εξακολουθεί να σπανίζει στη δισκογραφία: μελετά δηλαδή την προφορική παράδοση της ψαλτικής τέχνης, τη λεγόμενη λατρευτική (σε αντιδιαστολή με τη συναυλιακή) ψαλτική.
 
Επιπλέον, μεγάλη σημασία για τα όσα ακούμε έχει ότι καταγράφηκαν από έναν άνθρωπο σαν τον Κωστή Δρυγιανάκη. Για πολλούς λόγους. Πρώτα-πρώτα, η παράλληλη εντρύφησή του στον μουσικό πειραματισμό του 20ου αιώνα του επέτρεψε να εντάξει στις ηχογραφήσεις τον γενικότερο ηχητικό κόσμο των λατρευτικών δρώμενων: π.χ. τους πιστούς, τους θορύβους του περιβάλλοντος, την αισθητική που επιβάλλει η ίδια η αντήχηση των ναών ή και η ηχητική τους  εγκατάσταση ακόμα. Συμπληρωματικά, η εξοικείωσή του με το έργο του Γιάννη Χρήστου και του Wolf Vostell τον βοήθησε, όπως ο ίδιος αναφέρει, να εκτιμήσει και τις στιγμές εκείνες όπου η ψαλτική τέχνη έδωσε τη θέση της «σε μια άφωνη τελετουργική επιτέλεση, όπως η Αποκαθήλωση». 
 
Δεύτερον, γιατί τα σχόλιά του δεν δίστασαν να ξεφύγουν των απαραίτητων τυπικών πληροφοριών, μεταδίδοντας κάτι από το γενικότερο κλίμα της ηχογράφησης. Για παράδειγμα, εκείνο το «συννεφιασμένο απόγευμα στις αρχές του Απρίλη με ελάχιστο κόσμο στην εκκλησία και ημίφως» προσφέρει στην ήδη εκπληκτική εκτέλεση του Στέφανου Μάργαρη στο "Κύριε, Τα Τελεώτατα Φρονείν" (Άγιος Αθανάσιος, Σταγιάτες Πηλίου, 1996) μία επιπλέον διάσταση. Κι αυτό το «η Βρύναινα, ορεινό χωριό στις πλαγιές της Γούρας, παράγει εξαιρετικό μέλι και τσάι του βουνού» εικονοποιεί άμεσα τον κόσμο στον οποίον ανασαίνει το "Προφητεία Ιεζεκιήλ-Απόστολος". 

Τρίτον, γιατί μερικές εκλογές φαίνεται να έγιναν στη βάση ενός ορθότατου ενστίκτου: «με κέρδισε αμέσως ο ιερέας [στη Νεράιδα Φαρσάλων], η καθαρή ματιά του, η απλότητα και η πραότητα», γράφει ο Δρυγιανάκης στις σημειώσεις για το "Σήμερον Κρεμάται Επί Ξύλου..." (Άγιος Δημήτριος, Νεράιδα Φαρσάλων, 1999), «αποφάσισα ότι έπρεπε να συμπεριληφθεί στις Μεγαλοβδομαδιάτικες ηχογραφήσεις μου». Κι έτσι κερδίσαμε κι εμείς μία από τις πιο συγκλονιστικές εκτελέσεις που φιλοξενούνται εδώ.
 
Ασφαλώς, στη βάση μιας τέτοιας καταγραφής δεν βρίσκεται το «ωραίο» –ή, εν πάση περιπτώσει, δεν βρίσκεται μόνο αυτό. Αρκετά από όσα ακούμε περιέχουν λάθη και ατέλειες, ενώ κάποια είναι πολύ ενδιαφέροντα για τα όσα μάς μαρτυρούν, αλλά όχι «ευχάριστα» στο αυτί, το δικό μου τουλάχιστον. Με όρους ας πούμε πνευματικότητας και προσευχής, αληθεύει πως η εκτέλεση στο "Τέλος Του Απόδειπνου" (Άγιος Γεράσιμος, Μακρυνίτσα, 1996) είναι ασυναγώνιστη· εντούτοις, βρισκόμαστε στα όρια της ακουστότητας. Αναλόγως, στα "Πασαπνοάρια-«Σήμερον Συνέχει Τάφος...»" αποτυπώνεται εξαιρετικά ο ψαλτικός υπερπληθυσμός από ευκαιριακούς, ενθουσιώδεις συμμετέχοντες· αλλά ταυτόχρονα, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Κωνσταντίνος Χ. Καραγκούνης, «κατανοούμε γιατί η Εκκλησία ανέδειξε τους ψάλτες, προκειμένου ν' αποφύγει την ακαταστασία που μπορεί να δημιουργηθεί από ένα ένθερμο, ενθουσιασμένο εκκλησίασμα, το οποίο επιθυμεί να ψάλλει χωρίς επίγνωση των δυσκολιών». Παρεμπιπτόντως, ο σχολιασμός του Καραγκούνη αναδεικνύεται σε πολλά σημεία καίριος και οξυδερκής, συμπληρώνοντας ιδανικά τα κείμενα του Δρυγιανάκη.
 
Παρά ταύτα, η μεγάλη επιτυχία βρίσκεται θεωρώ στην ικανότητα πρόσδεσης του λαογραφικώς/ανθρωπολογικώς σημαντικού στο αισθητικώς ωραίο. Πρόκειται για χαρακτηριστικό που απουσιάζει ηχηρά από δίσκους με αρχειακές καταγραφές, οι οποίοι συχνά κρίνονται με βάση την αξία του υλικού για έναν μικρό κύκλο μελετητών, παρά με βάση τη συγκινησιακή δυναμική αυτού –που συνήθως αποδεικνύεται μικρή, έως αμελητέα. Τα παραδείγματα, πάρα πολλά.
 
Είναι λ.χ. διαρκής η εντύπωση που αφήνει η εκτέλεση του Ιδομενέα Κασσαβέτη στο "Τον Νυμφώνα Σου Βλέπω" (Δώδεκα Απόστολοι, Αγριά, 1997), σε άψογο θεσσαλονικιώτικο στυλ. Ο Θεόδωρος Μυλωνάς ψάλλει το "Πάσα Η Κτίσις Ηλλοιούτο Φόβω" (Τίμιος Πρόδρομος, Ανακασιά, 1991) κατά λαμπρό πατριαρχικό τρόπο, ενώ εκπληκτική αναδεικνύεται η συνύπαρξη δυτικοευρωπαϊκών και βυζαντινών στοιχείων στην εκτέλεση του "Πασαπνοάρια-«Εν Ταις Λαμπρότησι Των Αγίων Σου»" (Άγιος Γεώργιος, Τύρναβος, 1994). Στο "Ω Της Ιούδα Αθλιότητος!" (Άγιος Γεώργιος, Κάπουρνα, 1999) ο Αντώνης Αναστασίου χάνει ίσως σε κατάρτιση, καταπλήσσει όμως με τις γέφυρες τις οποίες ρίχνει προς το δημοτικό τραγούδι. Ο Απόστολος Νίτης, πάλι, αποδεικνύεται αφοπλιστικός στο "Ω! Πώς Η Παράνομος Συναγωγή" (Άγιος Δημήτριος, Άγιος Λαυρέντιος Πηλίου, 1996), το ντουέτο Μιχάλη Γονδουλάκη & Κατερίνας Αγγελοπούλου στο "Σε Τον Αναβαλλόμενον Το Φως Ώσπερ Ιμάτιον" (Άγιος Νικόλαος, Σέχι, 2002) στέκει ως μια πραγματικά ιδιαίτερη νότα, το "Φωτίζου, Φωτίζου" («Κάτω» Παναγία, Ξενιά, 1996) είναι η καλύτερη από τις γυναικείες ψαλμωδίες που φιλοξενούνται εδώ –ανεπιτήδευτη, ιεροπρεπής, με χορό μοναστικού τύπου– ενώ ο "Κατηχητικός Λόγος" (Άγιος Γεώργιος, Ελευθεροχώρι, 1999) συνιστά ένα βαθιά βιωματικό δείγμα εκκλησιαστικού λόγου: θαυμάσιος αναγνώστης ο πατήρ Γιώργης Μπουκουβάλας, μα και «πομπός» των εμπεριεχόμενων θεολογικών εννοιών. 
 
Εάν λοιπόν απομείνει κάτι όρθιο μέσα στην τρέχουσα λαίλαπα της χρεοκοπίας και των μνημονίων και υπάρξει τελικά ένα κάποιο μέλλον σε αυτόν τον τόπο, εκτιμώ ότι η παρούσα δουλειά του Κωστή Δρυγιανάκη θα (πρέπει να) καταστεί σημείο αναφοράς για το πώς αντιλαμβανόμαστε/καταγράφουμε/επεξεργαζόμαστε την εκκλησιαστική μας μουσική στον 21ο αιώνα. Κι αν θέλετε, οτιδήποτε άλλο λογίζουμε ως παράδοση σε ένα σημείο της ιστορίας μας όπου οι νέοι άνθρωποι γυρίζουν μαζικά την πλάτη τους σε τέτοια πράγματα, έχοντας λόγους (κάποιους καλούς, άλλους κακούς) να αισθάνονται εγγύτερα σε όσες τάσεις εισβάλλουν από την Εσπερία. 

26 Απριλίου 2021

Ο Χρήστος Τζιτζιμίκας live στο Underflow του Βασίλη Φιλιππακόπουλου - ανταπόκριση (2017)


Την αλήθεια να πω, για τον Βασίλη Φιλιππακόπουλο είχα ακούσει κατά καιρούς και καλά πράγματα και όχι. Όμως αυτή θα μπορούσε εν τέλει να είναι αποτίμηση για όλους σχεδόν από μας. 

Σε προσωπικό επίπεδο, πάντως, δεν έχω τίποτα να προσάψω: πάντα με χαιρετούσε ευγενέστατα όταν βρισκόμουν στο μαγαζί του, ενώ κουβέντιαζε με ειλικρινές ενδιαφέρον για τους δίσκους που κατά καιρούς αγόρασα από εκείνον. Ειδικά για ένα 10ιντσο ΕΡ με δημοτικά που έπαιξαν στον γάμο του βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄ με την Άννα-Μαρία της Δανίας (1964). Νομίζω θα μειδιούσε με εκείνο το χαρακτηριστικό χαμόγελο, αν ήξερε ότι θα έμπαινε μια μέρα στην ίδια παράγραφο με τον Τέως.

Έτσι κι αλλιώς, παρεκτός και κάποιος είναι εντελώς παλιάνθρωπος, όταν φεύγει από τη ζωή τείνεις να εστιάζεις στο τι καλό άφησε πίσω του. Και με το Undeflow Records & Art Gallery (το «δισκάδικο με τις μάσκες», όπως το έλεγαν κάποιοι), εκεί στο μετρό Συγγρού-Φιξ επί της Καλλιρόης (στο νούμερο 39), ο Βασίλης Φιλιππακόπουλος έκανε την τελευταία οργανωμένη προσπάθεια για ένα στέκι που θα συνδύαζε πωλήσεις δίσκων (για υποψιασμένους), μπαρ, γκαλερί και χώρο συναυλιών. Μάλιστα, προχώρησε τελικά και σε εκδόσεις άλμπουμ, βγάζοντας ορισμένα ενδιαφέροντα πράγματα, π.χ. την Ετεροτοπία της Άννας Λινάρδου το 2019 ή το Specific Ocean των Lost Bodies το 2018. 

Αναντίρρητα, υπήρχε σημαντικό κόστος για τον φέρελπι καταναλωτή: το μαγαζί του Βασίλη απαιτούσε να έχεις κι ένα άλφα πορτοφόλι, ενώ ορισμένες τιμές δεν αντιστοιχούσαν στην εποχή του ίντερνετ και του Discogs. Από την άλλη, χάρη στην ευρεία κατάρτισή του ως ακροατή και το ενδιαφέρον που είχε για τις όχι και τόσο «εύκολες» μουσικές, είδαμε στην Αθήνα –οι λίγοι που ενδιαφερόμασταν, τέλος πάντων– συναυλίες που κατά τα λοιπά μόνο η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση θα μπορούσε να φέρει ή, σε πιο πρόσφατα χρόνια, το Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (π.χ. τους Dwarfs Of East Aguza το 2018 ή τον Mats Gustafsson το 2019).

Τιμής ένεκεν λοιπόν, λόγω της χθεσινής ανακοίνωσης του θανάτου του Βασίλη, αναδημοσιεύεται σήμερα η ανταπόκριση από μια ιδιαίτερη εγχώρια βραδιά που έστησε τον Δεκέμβριο του 2017 στο Underflow, καλώντας τον Χρήστο Τζιτζιμίκα να καταλάβει τη σκηνή του υπογείου, για μια βόλτα στην ηπειρώτικη παράδοση. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και παρατίθεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες του Χρήστου Τζιτζιμίκα προέρχονται από τη βραδιά στο Underflow και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Αθόρυβα και χωρίς ιδιαίτερη προβολή, το δισκοπωλείο Underflow στην Καλλιρόης έστησε μία ακόμα ξεχωριστή βραδιά στον υπόγειο συναυλιακό του χώρο. Αφιερωμένη στην ηπειρώτικη παράδοση, αυτή τη φορά, με πρωταγωνιστή έναν από τους πιο άξιους εκπροσώπους της στο σήμερα, ο οποίος έχει καταθέσει τα Πατήματα πίσω στο 2001 –ένα άλμπουμ με σημαντικό εκτόπισμα. 

Αν και Παρασκευή, στον απόηχο δηλαδή μιας εργάσιμης καθημερινής, το μικρό αριθμητικά κοινό που συγκεντρώθηκε στον χώρο δεν φάνηκε να νοιάζεται ιδιαίτερα για ρολόγια και χρονοδιαγράμματα, έχοντας ίσως ήδη μπει σε κλίμα χριστουγεννιάτικης ανάπαυλας. Παρότι λοιπόν η συναυλία ξεκίνησε αρκετά αργότερα από ό,τι αναμενόταν, κανείς δεν ενοχλήθηκε· ο Χρήστος Τζιτζιμίκας έγινε δεκτός στη σκηνή με θερμό χειροκρότημα, όπως και οι συνοδοιπόροι του, τους οποίους και μας σύστησε εξαρχής: Δημήτρης Ζιάγκας (κλαρίνο), Γιώργος Κώτσικας (βιολί), Μαρία Πλουμή (λαούτο) & Μάκης Μπουκάλης (κοντραμπάσο). 

Η παρουσία του τελευταίου αξίζει βέβαια ξεχωριστής μνείας, καθώς το κοντραμπάσο δεν αποτελεί κομμάτι της κλασικής ηπειρώτικης ορχήστρας. Όμως ο Τζιτζιμίκας το έχει τοποθετήσει εκεί με πραγματική σπουδή και φροντίδα και ο Μπουκάλης αποδείχθηκε ικανότατος δεξιοτέχνης, δίνοντας το στίγμα του οργάνου του, μα ξέροντας και να είναι διακριτικός όταν χρειαζόταν. Δόθηκε έτσι μια ωραία πινελιά νεωτερικότητας στο παραδοσιακό υλικό: ένα καλοδεχούμενο τσικ φρεσκάδας, που δεν ξένισε στιγμή. 

Ο Τζιτζιμίκας ξεκίνησε με το πωγωνίσιο "Ο Θάνατος Κι Η Ξενιτιά", που έλαχε μιας υποδειγματικής πολυφωνικής εκτέλεσης. Κι από εκεί μας πήγε ταξίδι σε ολόκληρη την Ήπειρο, εξηγώντας μας με ακρίβεια και χωρίς να μας κουράσει πώς διαμορφώθηκαν τα διάφορα τοπικά ρεπερτόρια. 

Βόρεια ανεβήκαμε μέχρι το Αργυρόκαστρο ακούγοντας την "Ποταμιά" –εκτός δηλαδή των σημερινών ελληνικών συνόρων– ενώ νότια φτάσαμε ως την Πρέβεζα, με τον πρεβεζάνικο οργανικό σκοπό με τον οποίον ξεκίνησε το δεύτερο μέρος της βραδιάς, αλλά και ως το Ξηρόμερο της Αιτωλοακαρνανίας, οι ζουρνάδες του οποίου επηρέασαν άμεσα τα λεγόμενα «ζουρνατζίδικα», κομμάτια όπου το κλαρίνο προσπάθησε να μιμηθεί τον ήχο του ζουρνά. Ενδιάμεσα, ασφαλώς, σταθήκαμε στο Μέτσοβο ("Άντε Μωρ' Μηλιά"), στην Κόνιτσα ("Κρασί Σε Πίνω Για Καλό") και ακούσαμε γνωστά ηπειρώτικα σαν τα "Γλυκοχαράζουν Τα Βουνά" και "Περδικομάτα", αλλά και κομμάτια πιο σπάνια, με πρωταγωνιστές τον Αλή Πασά και τον αρβανίτη Οσμαντάκα. 

Ό,τι ακούσαμε ήταν καλοπαιγμένο και είχε σύμμαχο τον καθαρό ήχο του Underflow, που επέτρεψε να απολαύσουμε τον αυθεντικό τόνο της ορχήστρας, με το κλαρίνο να παίζει αργά και χαμηλά, αποφεύγοντας τις νεοδημοτικές φτήνιες οι οποίες μαστίζουν το ρεπερτόριο των πανηγυριών. Ωστόσο δεν γινόταν να μη σκεφτείς ότι η όλη βραδιά είχε και κάτι το ακαδημαϊκό, με μας καθισμένους σε καρέκλες και μαξιλάρες στο πάτωμα και τον Τζιτζιμίκα να μιλάει για τα τραγούδια με τόνο που περισσότερο άρμοζε στα μαθήματα τα οποία έκανε στο τμήμα Μουσικής Επιστήμης & Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, παρά σε ζωντανή εμφάνιση. Σε κάποιο σημείο ένιωσα δηλαδή ότι έβλεπα επεισόδιο από το Αλάτι της Γης, αντί για συναυλία. Είναι μια μικρή ένσταση, ασφαλώς, η οποία στη «ζυγαριά» δεν στέκεται απέναντι στην ευκαιρία να ακούσουμε τον Τζιτζιμίκα κάπου στην πόλη μας. 

Οι κορυφώσεις της βραδιάς, αυτές που έμειναν νομίζω πιο ανεξίτηλα στη μνήμη, ήταν δύο. Στο πρώτο μέρος, ο Τζιτζιμίκας μας είπε ότι κατά τον Μεσοπόλεμο και τα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια οι καλλιτέχνες των δημοτικών πανηγυριών υιοθέτησαν μελωδίες και τραγούδια που άκουσαν από όσους έπαιζαν σμυρνέικα και δημοτικά, τις οποίες προσάρμοσαν ύστερα στα δικά τους μέτρα και σταθμά, με το κοινό αναλόγως να ακολουθεί. Ανάμεσα λοιπόν στα δείγματά τους, μας έπαιξε καταπληκτικά τον "Μαχαραγιά" του Σταύρου Τζουανάκου (1952), εξηγώντας μας ότι, όσο δύσκολο κι αν είναι κάτι τέτοιο, στα πανηγύρια της δεκαετίας του 1950 χορεύτηκε ως συρτός. 

Το άλλο φοβερό στιγμιότυπο σημειώθηκε στο άτυπο encore που ακολούθησε το φινάλε της βραδιάς με τα "Ξεχωρίσματα", όταν μια γυναίκα από το κοινό ζήτησε να ξανακούσει το "Μαραίνομαι Ο Καημένος". Ο Τζιτζιμίκας χαμήλωσε λοιπόν τα μικρόφωνα και το έπαιξε χωρίς ηλεκτρισμό, οδηγώντας την ορχήστρα του σε μια εκπληκτική απόδοση, φτάνοντας στην «καρδιά» πραγματικά της παράδοσης που εκπροσωπεί.