09 Απριλίου 2021

Μπάμπης Παπαδόπουλος: Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου [δισκοκριτική, 2010]


Ένας από τους καλύτερους ελληνικούς δίσκους που βγήκαν μεταξύ 2010 και 2020 ήταν και το Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου του Μπάμπη Παπαδόπουλου (2010). Ο Θεσσαλονικιός κιθαρίστας έγινε βέβαια γνωστός ως μέλος των Τρύπες, αλλά, από τη διάλυσή τους (2001) και μετά, παρουσίασε μια ενδιαφέρουσα δισκογραφία βασισμένη σε διαφορετικές μουσικές ανησυχίες –βλέπε λ.χ. τη συνεργασία του με τον Φλώρο Φλωρίδη για το F.L.O.R.O. II: Fictional Lies On Right Occasions (2002).

Τον Μπάμπη Παπαδόπουλο είχα την τύχη να τον φιλοξενήσω και στο ραδιόφωνο παλιότερα, σε κάποια Συχνοτική Συμπεριφορά που είχα κάνει σόλο στα χρόνια του 105,5 Στο Κόκκινο, λόγω ανέλπιστου κωλύματος του Στυλιανού Τζιρίτα. Δυστυχώς δεν έχω το σχετικό αρχείο (κάναμε μαλακίες με τη φύλαξη των εκπομπών μας), θυμάμαι πάντως ότι είναι άνθρωπος μετρημένος, συγκροτημένος και συγκεκριμένος, με εύρος μουσικών γνώσεων. 

Αν και έχω παρακολουθήσει όλη τη σόλο δισκογραφία του, στην οποία υπάρχουν κι άλλα αξιοσημείωτα άλμπουμ, νομίζω ότι το Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου είναι το καλύτερο ανάμεσά τους. Με αφορμή λοιπόν την προ λίγων ημερών επανακυκλοφορία του από την Puzzlemusik –με νέο mastering από τον Τίτο Καργιωτάκη (ο οποίος είχε επιμεληθεί κι εκείνο της πρώτης έκδοσης)– αναδημοσιεύεται σήμερα η κριτική που είχα γράψει 11 χρόνια πριν για λογαριασμό του Avopolis, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

Σημειωτέον, η πρώτη έκδοση του Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου έχει εξαντληθεί εδώ και χρόνια. Η επανέκδοση, επίσης, συμπίπτει με τους εορτασμούς για τα 15 χρόνια της Puzzlemusik του Χρήστου Αλεξόπουλου, οι οποίοι αναμένεται να κορυφωθούν το φθινόπωρο. 


Όχι, ο Μπάμπης Παπαδόπουλος δεν το έριξε στις μάγισσες και στους δράκους. Μια σημειολογική δήλωση για το πού κινείται η νέα του δουλειά κάνει. Μια έξυπνα δοσμένη δήλωση, σε υπέροχο «πακέτο» με το χοντρό χαρτόνι του artwork, καρπό έμπνευσης του Σίμου Σαλτιέλ. 

Υπόγεια και διακριτικά, ο τίτλος παραπέμπει στον Πειραιά –γνωστό κάποτε ως Πόρτο Δράκο. Και το χαρτόνι σε πράγματα παλιά. Γιατί όντως με πράγματα παλιά, πολύ παλιά και περαιώτικα, καταγίνεται ο Μπάμπης Παπαδόπουλος στο Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου. Εφιστώντας την προσοχή μας όχι τόσο στη διαχρονικότητά τους (καθότι μάλλον δεδομένη), όσο στον τρόπο με τον οποίον μπορούν να αναπνεύσουν στο σήμερα. 

Ίσως προξενήσει εντύπωση σε κάποιους ότι ο Παπαδόπουλος καταγίνεται εδώ με ρεμπέτικα της δεκαετίας του 1930 –συν το "Ένα Τραγούδι Απ' Τ' Αλγέρι" του Απόστολου Καλδάρα (1948). Αποτελεί έκπληξη, ακόμα και για έναν μουσικό ο οποίος στο διάβα του χρόνου απέδειξε τις ποικίλες ανησυχίες του: Τρύπες, Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Σκηνές Από Ένα Ταξίδι. Ρεμπέτικα λοιπόν του Μάρκου Βαμβακάρη, του Γιώργου Μπάτη, του Βαγγέλη του Παπάζογλου, σε οργανικές εκδοχές για κιθάρα, μπουζούκι, κοντραμπάσο και πιάνο. Συνοδοιπόροι του Παπαδόπουλου, αντίστοιχα, ο Δημήτρης Βλαχομήτρος, ο Διονύσης Μακρής (καμία σχέση με τον «ήταν η ζωή μου κόλαση και την έκανες απόλαυση», εκείνος λέγεται Συντριβάνης) και ο Γιώργος Χριστιανάκης. Όλοι τους άξιοι μουσικοί, που κατέθεσαν εδώ μεράκι, εμπειρία και δεξιοτεχνία. Όμως μην περιμένετε τα γνωστά: Βαμβακάρης, αλλά όχι "Φραγκοσυριανή" μα ο "Σινάχης" από το 1934· Παπάζογλου, αλλά όχι τα "Λεμονάδικα" μα η "Καλόγρια" (1937). Και το "Μινόρε Της Αυγής" μεν, στην πρώτη του δε εκδοχή, δηλαδή το "Μινόρε Του Τεκέ" του Ιωάννη Χαλικιά (1932). 

Είναι δίσκος διασκευών, αλλά την ίδια στιγμή και κάτι παραπάνω. Ο Παπαδόπουλος ξεγυμνώνει από τη μία ένα δεδομένο υλικό και ξυπνά τη μνήμη του και το αποτύπωμά του στο πολιτισμικό μας DNA. Αλλά το φαντάζεται εντελώς διαφορετικά, με έναν σύγχρονα δημιουργικό τρόπο. Γι’ αυτό και οι ατονάλ απομακρύνσεις από τη βάση περιστροφής των αρχικών μελωδιών, γι’ αυτό και νιώθει ελεύθερος να εντάξει στη ροή τρία "Ίντρο" δικής του σύλληψης, όπως κι ένα "Φινάλε". Ούτε βάζει τον εαυτό του δίπλα-δίπλα με τους μάγκες εκείνους, ούτε τους χαλάει την πιάτσα: αρμονικότατα κολλάνε οι μελωδίες του Παπαδόπουλου δίπλα στο ανασκευασμένο παρελθόν, ειδικά εκείνο το δεύτερο "Ίντρο" προτού το "Μινόρε Του Τεκέ". Και την κιθαριστική του δεξιοτεχνία την τιθασεύει: τη θέτει στην υπηρεσία των συνθέσεων, δεν την καθιστά αυτάρεσκο πρωταγωνιστή. Το ξέρουμε βέβαια αυτό για τον Παπαδόπουλο. Αλλά δεν βλάπτει να το επισημάνω, με δεδομένο το πόσοι συνάδελφοί του ολισθαίνουν (διεθνώς) στη φλυαρία, μόνοι ή με τα συγκροτήματά τους.

Γνωρίζω αρκετούς άξιους εγχώριους δημιουργούς οι οποίοι ρίχτηκαν στην πάλη με διεθνή πρότυπα, επιθυμώντας να βάλουν μια προσωπική σφραγίδα. Και αρκετούς οι οποίοι ασχολήθηκαν σοβαρά με τη μετεξέλιξη του ό,τι θεωρούσαν «παράδοση». Όμως –με την εξαίρεση του Μάνου Χατζιδάκι σε εκείνο το Πασχαλιές Μέσα Από Τη Νεκρή Γη τόλμημά του (1962)– δεν γνωρίζω κανέναν άλλον που να κοίταξε με τόση παρρησία, ευθεία στα μάτια, τη ρεμπέτικη κληρονομιά μας· με έγνοια όχι να τη διαφυλάξει και να την αναβιώσει, μα να τη μετασχηματίσει σε κάτι το απόλυτα σύγχρονο. Αν πέτυχε ο Παπαδόπουλος; Βασικά, ναι. Μπορεί να υπήρξαν σημεία αποπροσανατολισμού, ουδέποτε όμως ολίσθησε στη φλυαρία, ούτε και αυτοπαγιδεύτηκε σε ακαδημαϊσμούς. Λαμπρά παραδείγματα επιτυχίας η "Γυφτοπούλα" του Μπάτη, η "Καλόγρια" και ο "Σινάχης". Όχι μόνο ως εκτελέσεις, αναφέρομαι κυρίως στην προσέγγιση.

Θα το προχωρήσω και παραπέρα: δεν έχει (τόση) σημασία το πόσο πέτυχε ο Παπαδόπουλος κι αν μπορεί να επιτύχει και περισσότερα με περαιτέρω εξερευνήσεις. Ακόμα κι όσοι βρουν το Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου μια δουλειά η οποία περισσότερο θα τους ιντριγκάρει με την πρωτοτυπία της, παρά με τα αποτελέσματά της, πρόκειται για έναν από τους πιο γενναίους ελληνικούς δίσκους των τελευταίων χρόνων. Δίσκο που θέτει πολύ σπουδαία ζητήματα –κυρίως αυτό της συνδιαλλαγής με την ελληνικότητα και με την παράδοσή μας σε ένα διεθνοποιημένο περιβάλλον και την επανατοποθέτησή τους στο τελευταίο με μη μουσειακό/ρετρολάγνο τρόπο. 

Για τον ίδιο τον Μπάμπη Παπαδόπουλο, το Απ' Τη Σπηλιά Του Δράκου μπορεί να αποδειχθεί πρώτο σκαλοπάτι προς ένα σπουδαίο δημιουργικό μέλλον. Αλλά, αν παράλληλα οι συγκυρίες το βοηθήσουν να μη χαθεί στη δίνη του ΔΝΤ (και λοιπών συμφορών) και βρεθούν άνθρωποι να ακούσουν με προσοχή τα όσα επιχειρούνται εδώ, δεν αποκλείεται να φτάσουμε να μιλάμε για έναν δίσκο ο οποίος θα καθορίσει πράγματα και εξελίξεις, ανοίγοντας πόρτες προς το μέλλον. Έχουν μεγάλο ενδιαφέρον τέτοιου είδους πόρτες: ανοίγουν συχνά-πυκνά στο σώμα της μουσικής, δίχως να διαβαίνονται όλες στο σωστό τάιμινγκ. Η εγχώρια δημιουργία δεν έχει πάντως την πολυτέλεια να χάσει τούτη εδώ. 



05 Απριλίου 2021

Φώτης Σιώτας: Τα Δεύτερα - Γιατί Κουράστηκαν Τα Πρώτα [δισκοκριτική, 2019]


Έγραψα και τις προάλλες για το live streaming του Παύλου Παυλίδη από το Principal της Θεσσαλονίκης, το οποίο απασχόλησε κάμποσους μουσικόφιλους και σχολιάστηκε θετικά και στα social media –και μάλιστα από ακροατές που συνήθως δεν πολυσυγκλίνουν στις προτιμήσεις τους.

Στο Principal, λοιπόν, δόθηκε ακόμα μία ευκαιρία να θαυμάσουμε τον Φώτη Σιώτα, καθώς μόνο εκείνος και ο Δημήτρης Τσεκούρας πλαισίωσαν τον Παυλίδη. Ο Σιώτας είναι ένας από τους καλύτερους μουσικούς που υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα, ενώ έχει ενδιαφέρουσα δράση και ως δημιουργός. Και μάλιστα σε ποικίλες κατευθύνσεις, όπως δείχνουν οι δουλειές του με τους Sancho 003 ή τους Σωτήρες, στις οποίες ξετυλίγεται ένα διαφορετικό πρόσωπο εν συγκρίσει με το ρεπερτόριο του Σωκράτη Μάλαμα ή του Θανάση Παπακωνσταντίνου, που έχει καταστήσει τον Σιώτα οικείο όνομα στον χώρο του έντεχνου.

Στην τελευταία του μέχρι στιγμής σόλο στάση στη δισκογραφία, ο Σιώτας επιχείρησε να γράψει λαϊκά τραγούδια. Και το έκανε με έναν τρόπο που κατόρθωσε και υπερέβη την απλώς αξιοπρεπή αναβίωση ενός λαμπρού παρελθόντος, χάρη σε διάφορες εδώ κι εκεί λοξοδρομήσεις. Ο λόγος για το άλμπουμ με τον ευφάνταστο τίτλο Τα Δεύτερα: Γιατί Κουράστηκαν Τα Πρώτα (2019), που είχε ένα εξίσου ευφάνταστο εξώφυλλο, ξεφεύγοντας από τα όσα «συνηθίζονται» στον έντεχνο και λαϊκό ήχο.

Με αφορμή λοιπόν τα του Principal, αναδημοσιεύεται εδώ η κριτική για εκείνον τον δίσκο. Πρωτοδημοσιεύτηκε το 2019 στο Avopolis και παρατίθεται τώρα με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


Άνθρωποι με διαφορετικά σημεία εκκίνησης στη μεγάλη περιπέτεια της μουσικής, μα με κοινή συνισταμένη την (ενημερωμένη) αγάπη για το λαϊκό τραγούδι, στάθηκαν –καθένας με τον τρόπο του– στα Δεύτερα. Κι αυτό οφείλεται στον ίδιο τον δίσκο και όχι στην τυχόν αναγνωρισιμότητα που έχει αποκτήσει ο Φώτης Σιώτας στο πλευρό του Σωκράτη Μάλαμα ή/και του Θανάση Παπακωνσταντίνου: αν ήταν έτσι, θα είχε γίνει κάτι ανάλογο και με το άλμπουμ που έκανε με τους Σωτήρες (2016), μπορεί και με τη δράση του στους Sancho 003.

Σε ένα πρώτο επίπεδο, η απήχηση προξενεί απορία· ιδίως εφόσον έχεις να κάνεις με ενημερωμένους, όπως είπαμε, ακροατές. Τι μπορεί δηλαδή να ακούει κανείς εδώ, που δεν το έχει ξανακούσει σε ένα σαφώς πιο «ένδοξο» παρελθόν; Είναι άραγε η ανοιχτή αγκαλιά προς τα Δεύτερα μία ακόμα έκφανση νοσταλγίας, περιορισμένη σε ένα κοινό γύρω στα 40 (και προς τα πάνω), το οποίο βρήκε αφορμή να επαν-επισκεφθεί κάποιες μεγάλες αγάπες μέσω των «αρωμάτων» του δίσκου; Μία πράξη αντίστασης, ίσως; Ενός κόσμου που ακόμα κρατάει ζωντανή μια πλευρά της εγχώριας δημιουργίας στηρίζοντας όσους το κάνουν α-λα-παλαιά, σε ένα τοπίο όπου το λαϊκό τείνει να καταντήσει συνισταμένη ενός κατά βάση ποπ καμβά; 

Στον βαθμό που τα Δεύτερα παίρνουν όντως το αναβιωτικό μονοπάτι, φοβάμαι ότι κάπως έτσι έχουν τα πράγματα. Αλλά, όσο και να φοριέται διεθνώς η αναβίωση, όση στήριξη κι αν βρίσκει χρόνια τώρα από τον Τύπο, δεν παύει να είναι μια προσέγγιση με συγκεκριμένο ορίζοντα και με δεδομένο «ταβάνι». Επικροτούμενη σε συναισθηματικές κυρίως βάσεις, απαγορευτικές και στο να θέσει κανείς ερωτήσεις και στο να λάβει απαντήσεις, εφόσον τις θέσει. Εντούτοις, κάποιος τελικά πρέπει να γίνει «κακός» και να πει πως δεν γίνεται να έχουμε ως μέτρα και σταθμά ότι ένα τραγούδι του 2016 θα μπορούσε να λογιζόταν ως «κλασικό», αν είχε βγει το 1966. Οι καιροί μπορεί να αλλάζουν, όμως μένει διαχρονικό το νόημα της παλιάς εκείνης ρήσης για τη γιαγιά, τα ρουλεμάν και το πατίνι, που κάποτε ονομάτισε κι έναν δίσκο των Μουσικών Ταξιαρχιών.

Αλλά αυτή δεν είναι όλη η αλήθεια για τα Δεύτερα. Όπως συνήθως συμβαίνει, ο «διάβολος» κρύβεται στις λεπτομέρειες. Συχνά, δηλαδή, το άλμπουμ λειτουργεί ως πρίσμα, μέσω του οποίου ο Σιώτας περισσότερο αντικρίζει το λαϊκό παρελθόν, παρά το μιμείται. Κι έτσι, ενώ οπωσδήποτε δεν επιδιώκει να φέρει τούμπα τα δεδομένα με «μοντερνιές», ούτε και αμφισβητεί γενικά τους κανόνες (το κάνει μόνο στο εξώφυλλο, βασικά, ξεφεύγοντας από τη συντηρητική βαρεμάρα της κυρίαρχης στο έντεχνο και στο λαϊκό λογικής), καταλήγει φύσει και θέσει να παρεκκλίνει. 

Φύσει, γιατί αναπόφευκτα ο Σιώτας είναι ένας σύγχρονος άνθρωπος. Όσο επομένως κι αν έχει αγαπήσει ορισμένα ακούσματα, κάπου θέλει να πει και τη δική του ιστορία. Κι έτσι κουβαλάει εδώ εφόδια από έναν κόσμο που συγγενεύει άμεσα με τη γλώσσα των στίχων του Θοδωρή Γκόνη, εκπροσωπώντας ό,τι σχηματικά έχουμε μάθει να λέμε «έντεχνο». Εν προκειμένω, μάλιστα, είναι σαν να μας προειδοποιεί για τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, με τον κάθε άλλο παρά λαϊκό χαρακτήρα της οργανικής εισαγωγής. Το «θέσει», τώρα, αφορά τον Σιώτα ως μουσικό. Όντας πρωτίστως βιολιστής –εξαιρετικός βιολιστής, για την ακρίβεια– επικεντρώνει φυσικά στα έγχορδα. Όμως το κάνει εμπλουτίζοντας τις ενορχηστρώσεις με τέτοια όργανα, σε βαθμό μη συνηθισμένο για το στάνταρ λαϊκό ρεπερτόριο. Με αποτέλεσμα μικρές λοξοδρομήσεις προς ένα περιβάλλον πιο Δυτικό, σε υφή και σε λογική.

Όλα αυτά θα αρκούσαν νομίζω για να στοιχειοθετηθεί η άποψη ότι παίρνεις κάτι παραπάνω από μια άριστα οργανωμένη και διαρθρωμένη αναπαλαίωση καθώς απολαμβάνεις τον Γιάννη Διονυσίου στο "Ο Περιττός Ο Άνθρωπος", τη Δήμητρα Γαλάνη στην "Προσευχή" ή την Ιουλία Καραπατάκη στο "Τα Λόγια Είναι Γράμματα". Στέκει ανοιχτός ο δρόμος, μάλιστα, για έναν ακόμα δίσκο σε ανάλογη κατεύθυνση, που ίσως να τολμήσει περισσότερο στις ενορχηστρώσεις, να δείξει βαθύτερη εξοικείωση με τα δημοτικά χρώματα με τα οποία επιθυμεί να παίξει (γιατί εδώ μάλλον μένουμε στην επιφάνεια) και να αποφύγει κάτι κουρασμένες εντεχνίλες σαν το "Στην Καρδίτσα", το οποίο ηχεί ακόμα πιο κουρασμένο εκφραζόμενο από τη «χαβαλεδιάρικη» μανιέρα του Σωκράτη Μάλαμα.

Τελικά, πάντως, δεν είναι χάρη στις μικρές πινελιές διαφορετικότητας που σε κερδίζουν τα Δεύτερα ή στις όποιες νέες γωνίες θέασης. Πάνω απ' όλα, είναι η ευστοχία που διακρίνει τα περισσότερα τραγούδια τα οποία καταθέτουν εδώ ο Σιώτας με τον Γκόνη, το πώς δηλαδή κομίζουν τη στρογγυλάδα του κλασικού λαϊκού ήχου ενόσω βρίσκονται να ισορροπούν κάπου μεταξύ Βασίλη Τσιτσάνη και Νίκου Ξυδάκη, με πιθανό «καταλύτη» τον Νίκο Παπάζογλου. Γιατί, εν τέλει, πέρα από όσους νοσταλγούν τα περασμένα, πέρα από όσους υπομένουν τους «δεύτερους» επιγόνους των Μεγάλων Παλαιών ώστε να διατηρηθεί τουλάχιστον ένα παρόν και να μη γίνουν όλα στυλ Αντώνης Ρέμος, υπάρχει μια ζωντανή ανάγκη να ακούσουμε ωραία τραγούδια στη γλώσσα μας, δοσμένα στο κάπου ανατολικοδυτικά όπου διέπρεψε η εγχώρια δισκογραφία, ήδη από τις μέρες των 78 στροφών. 



04 Απριλίου 2021

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 20 Μαρτίου 2021


Μετά το κόψιμο της Συχνοτικής Συμπεριφοράς από το Κόκκινο τον Οκτώβρη που μας πέρασε, οι φίλοι της εκπομπής γνωρίζουν ότι με τον Στυλιανό Τζιρίτα κρατήσαμε «ζωντανή» τη σελίδα της στο Facebook, αναδημοσιεύοντας παλιότερα σόου που είχαμε στο μικρό μας αρχείο, από το 2008 ως το 2020. Γνωρίζαμε ωστόσο κι εμείς ότι οι ραδιοφωνικοί μας φίλοι ευελπιστούσαν σε φρέσκες μεταδόσεις.

Έτσι, όταν μας έγινε πρόταση να επιστρέψουμε στα FM μέσω του Εν Πλω 89.2 της Ηγουμενίτσας (ο οποίος είναι συνέχεια του Ράδιο Θεσπρωτία, για όσους γνωρίζουν τα της περιοχής), αποφασίσαμε να δεχτούμε. Γιατί ναι μεν θα εκπέμπαμε πλέον μόνο σε Θεσπρωτία, Γιάννενα και Κέρκυρα σε FM επίπεδο, όμως οι καιροί μας έχουν και ίντερνετ, οπότε δεν χρειάζεται να τα βλέπουμε όλα αθηνοκεντρικά.Μέσω www.enplofm.gr άνετα μπορούσαν λοιπόν να μας ακούν και οι φίλοι από την υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά κι εκείνοι που συντονίζονταν μαζί μας από τον Καναδά, τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, το Λουξεμβούργο ή τη Νέα Ζηλανδία.

Όπερ και εγένετο, με ολοκαίνουριο σήμα έναρξης και με τους δυο μας να βρίσκουμε εβδομαδιαία ρουτίνα ηχογραφήσεων ώστε να στέλνουμε έτοιμο υλικό στην καινούρια μας «στέγη», όπου και εκπέμπουμε σταθερά από τις 6 Μαρτίου. Κάθε Σάββατο 3 με 5 το μεσημέρι, αλλά και σε επανάληψη έπειτα, κάθε Τετάρτη, 7 με 9 το βραδάκι. Τα Σάββατα, μάλιστα, κρατάμε «ζωντανή» τη σελίδα της εκπομπής στο Facebook, ώστε να μπορούμε να συνομιλούμε και με τους ακροατές –είτε για μια καλησπέρα, είτε για το οποιοδήποτε σχόλιο (ηχητικής φύσης ή μη).

Ένα πράγμα έμενε μόνο, το οποίο αρκετοί ακροατές μας το ζητήσατε ήδη από όταν ξεκινήσαμε στον Εν Πλω: να ανεβαίνουν τα νέα σόου και στη σελίδα της Συχνοτικής Συμπεριφοράς στο Mixcloud (όπως γινόταν και παλιότερα), ώστε να είναι διαθέσιμα και σε όσους αδυνατούσαν να συντονιστούν Σάββατα και Τετάρτες. Έτσι, επιστρέφουμε σήμερα και σε εκείνη τη «ρουτίνα», με την εκπομπή της 20ης Μαρτίου. Στην οποία οι συζητήσεις μας πήραν τροπές αναπάντεχες ακόμα και για εμάς, αφού βρεθήκαμε να σχολιάζουμε ποιος μπορεί να λογιστεί ως ο ...Σωκράτης Μάλαμας του εναλλακτικού και ποιος την είδε ως ...Λουδοβίκος Των Ανωγείων του hard rock!

Μπορείτε λοιπόν να βρείτε ολόκληρο το σόου (χωρίς διαφημιστικά μηνύματα) πατώντας στον σύνδεσμο εδώ.

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. JOACHIM KÜHN & TRUMMERSCHLUNK: A-R-T-E-N-E
2. ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ & ΑΘΗΝΑΙΟΙ: Θα 'Θελα Να Ήσουν (Αγάπη Μου)
3. THE DOOBIE BROTHERS: The Doctor
4. THE O'JAYS: Love Train
5. ΣΟΦΙΑ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ & MÁRTA SEBESTYÉN: Μοιρολόι Του Τέλους Και Της Αρχής
6. THE JESUS AND MARY CHAIN: April Skies
7. MISSY ELLIOTT: The Rain (Supa Dupa Fly)
8. SIMPLE MINDS: Alive And Kicking
9. BRAN VAN 3000: Drinking In L.A.
10. DEEP PURPLE: Stormbringer
11. ΚΑΣΤΟΡΕΣ: Βρήκαμε Τη Λύση
12. ΠΥΡΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ: Χάλκινες Λεωφόροι
13. ANDRÉS FISTO COBAS feat. JOSÉ ANDRÉS RODRÍGUEZ & JOSÉ ANTONIO MOREAUX-JARDINES: Achero
14. LUMIERE & MARINA RECHKALOVA: Neapolis
15. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΤΕΝΤΟΓΛΟΥ: Μπόρα
16. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΙΚΕΛΗΣ: Footprints



01 Απριλίου 2021

Δαιμονία Νύμφη - συνέντευξη (2019)


Υπάρχουν από το 1994 και είναι μια ελληνική περίπτωση με διεθνές ύφος, το οποίο δεν χωρά εύκολα στις υπάρχουσες ταμπέλες. 

Συνήθως κατατάσσονται δηλαδή στο (neo)folk, αλλά αρχικά τράβηξαν το ενδιαφέρον του μεταλλικού Τύπου –ίσως και λόγω των Fiendish Nymph, ενός black metal σχήματος με το οποίο έδρασαν ο Σπύρος Γιασαφάκης με τον αδερφό του Παντελή κατά τη δεκαετία του 1990. Το σκηνικό θυμίζει όσα διαδραματίζονται τα τελευταία χρόνια με την πιο προβεβλημένη περίπτωση των Wardruna, με τους οποίους υπάρχει μάλιστα ηχητική συγγένεια μα και συνάφεια, αφού αμφότεροι παίζουν ιδιαίτερα ιστορικά όργανα, που ανά περιπτώσεις παραγγέλνονται σε ειδικευμένους κατασκευαστές (οι Νορβηγοί, βέβαια, είναι αρκετά νεότερο σχήμα).

Ο λόγος για τους Δαιμονία Νύμφη, οι οποίοι συνιδρύθηκαν μεν από τους αδελφούς Γιασαφάκη, μα εδώ και χρόνια αποτελούνται πλέον από τον Σπύρο Γιασαφάκη και την Εύη Στεργίου. Χθες, λοιπόν, επέστρεψαν με καινούρια δουλειά: πρόκειται για ένα ΕΡ με τίτλο Witches' Lullaby, που για την ώρα βρίσκεται μόνο στο Bandcamp, αλλά στις 8 Απρίλη αναμένεται να βγει και σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες. Στον σύνδεσμο στο τέλος της ανάρτησης μπορείτε να δείτε κι ένα σχετικό trailer.

Μ' αυτή την αφορμή το blog φιλοξενεί τη συνέντευξη που κάναμε το 2019, όταν θα έρχονταν να παίξουν στην Ελλάδα (Αθήνα και Θεσσαλονίκη) μετά από 10 χρόνια απουσίας. Στα πλαίσιά της, μάλιστα, συζητήσαμε και για τα σχέδια έκδοσης του Witches' Lullaby. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που η μπάντα διαθέτει ως promo, και ανήκουν στην Jean Wong


Πέρασαν 10 χρόνια από την τελευταία σας εμφάνιση στην Ελλάδα, φαίνονται (και είναι) πολλά. Έφταιγε η κατάσταση στη χώρα μας; Ή έτσι έχει πια ο δικός σας κύκλος εργασιών;

Πέρασε πράγματι πάρα πολύς καιρός από την τελευταία εμφάνισή μας στην Ελλάδα. Και η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά τα χρόνια δεν είχαμε καμία σοβαρή πρόταση να παίξουμε σε κάποιον χώρο, αν και θα το θέλαμε.

Ζείτε εδώ και καιρό στο Λονδίνο και σε προηγούμενη συνέντευξή σας είχατε αναφέρει και το Brexit στον Μιχάλη Τσαντίλα, σχολιάζοντας ότι «η ψήφος διαμαρτυρίας πολλών Άγγλων απέναντι στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που πρεσβεύει η ηγεσία της Ευρώπης, μάλλον τους οδηγεί σε μια πολύ χειρότερη πολιτική επιλογή». Πώς επηρεάζουν τη ζωή σας, αλλά και την τέχνη σας, οι εξελίξεις που έχουν δρομολογηθεί έκτοτε;

Την τέχνη μας καθόλου, θα λέγαμε. Ο κόσμος στο Λονδίνο συνεχίζει να δημιουργεί, να εμπνέεται από το διαφορετικό, να αλληλεπιδρά, να θαυμάζει το όμορφο από όπου κι αν προέρχεται. Η τέχνη χρειάζεται ανοιχτό πνεύμα και γενναιόδωρη ψυχή. Όσο για την καθημερινότητα, το αν και πόσο θα επηρεαστεί, θα φανεί στο μέλλον.

Victoria Couper, Rey Yusuf, Θοδωρής Ζιάρκας, Lauren Taylor και Sile Gutrod: είναι όλοι τους άνθρωποι που θα μας συστήσετε στις συναυλίες σε Αθήνα και σε Θεσσαλονίκη. Τι ρόλο έχουν στη νυν διάσταση των Δαιμονία Νύμφη;

Η Victoria είναι από τους πρώτους μουσικούς που γνωρίσαμε στο Λονδίνο και όλα αυτά τα χρόνια χτίσαμε μια πολύ όμορφη σχέση εμπιστοσύνης και  αλληλοεκτίμησης. Η υπέροχη φωνή της έχει σταθεί έμπνευση για εμάς και αρκετά από τα τραγούδια μας έχουν γραφτεί ακριβώς για τη φωνή της. Εκτός από τους Δαιμονία Νύμφη έχει και το προσωπικό της project, τους  Voice Trio, ενώ έχει και μία πολύ επιτυχημένη προσωπική πορεία, με συνεργασίες όπως αυτή με τον Damon Albarn (Gorillaz, Blur) ή την Helen Chadwick και με πολυάριθμες περιοδείες σε Ευρώπη και Αμερική. 

Η Rey –επίσης υπέροχη, επική φωνή, με εκπληκτική ευαισθησία ταυτόχρονα– έχει αναλάβει και τον ρόλο του κρουστού σε ορισμένα κομμάτια. Το προσωπικό της project Tell Τale Tusk περιοδεύει πολύ συχνά στη Μεγάλη Βρετανία κι έχει κερδίσει αρκετά βραβεία. Ο Θοδωρής είναι ένας εξαιρετικά ταλαντούχος και πολυπράγμων μουσικός, με πολυάριθμα projects στον χώρο της τζαζ και του αυτοσχεδιασμού. Ο ρόλος του στη σύνθεση του σχήματος είναι διττός, καθώς σε κάποια κομμάτια παίζει κοντραμπάσο και σε άλλα κρητική λύρα.

Στο κομμάτι των performers βρίσκονται η Lauren και η Sile. Και οι δυο τους είναι πολύ δυναμικές παρουσίες πάνω στη σκηνή. Με τη Sile συνεργαστήκαμε για πρώτη φορά όταν στήναμε την παράσταση Psychostasia και έκτοτε ακολουθήσαμε κοινή πορεία. Έχει μια απίστευτη γνησιότητα στην έκφρασή της και μπορεί να χορέψει τον πιο ξέφρενο διονυσιακό χορό, σαν γνήσια αναστενάρισσα. Η Lauren, πάλι, είναι η ιέρεια της φωτιάς. Από τις πιο ενδιαφέρουσες παρουσίες που έχουμε συναντήσει όλα αυτά τα χρόνια, ταξιδεύει συνεχώς τον κόσμο κυριολεκτικά απ' άκρη σ' άκρη και πότε κάνει wrestling, πότε γιόγκα σε κάποιο ashram.

Για τις συναυλίες μας σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα θα έχουμε μαζί μας και δύο ακόμη μουσικούς, την ταλαντούχα Gizem Altinordu στα κρουστά και τον Ορέστη Γ. , έναν πολλά υποσχόμενο νεαρό κοντραμπασίστα.

Αλήθεια, στάθηκε η παράσταση αφορμή για την πρόσφατη επανέκδοση του άλμπουμ Psychostasia, η οποία πρόσθεσε στο ορίτζιναλ υλικό του 2013 τρία επιπλέον (νέα) κομμάτια; Ή το είχατε κατά νου έτσι κι αλλιώς;

Ναι, σίγουρα, μιας και τα τρία νέα κομμάτια γράφτηκαν την περίοδο που κάναμε πρόβες για την παράσταση Psychostasia II: The Ritual. Τα νέα κομμάτια θεωρήσαμε ότι είναι άρρητα συνδεδεμένα με το υλικό του άλμπουμ και γι' αυτό αποφασίσαμε να τα έχουμε όλα συγκεντρωμένα σε μια επανακυκλοφορία.

Πόσο διαφορετικό είναι το Psychostasia ΙΙ: The Ritual από το Psychostasia: The Performance που είχατε παρουσιάσει το 2013, με βάση εκείνο το άλμπουμ;

Και οι δύο αυτές παραστάσεις θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν site specific performances, δηλαδή σκηνοθετήθηκαν σε μεγάλο βαθμό με βάση τις ιδιαιτερότητες του χώρου στον οποίον παρουσιάστηκαν. 

Η πρώτη παίχτηκε στο Old Cholmeley Boys Club, στο Dalston του Λονδίνου –ένα βικτωριανό πρώην boys club με σουρεαλιστικό διάκοσμο· και η δεύτερη στο Asylum Chapel στο Peckham. Έναν ατμοσφαιρικό, κινηματογραφικό χώρο μιας παλιάς εκκλησίας, που είχε βομβαρδιστεί στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και πλέον λειτουργεί σαν χώρος για παραστάσεις, εκθέσεις κ.ά. 

Οπότε σκηνοθετικά υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις δύο δουλειές. Επιπλέον, στη δεύτερη παράσταση η μουσική ήταν ζωντανή και δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου μικρόφωνα.

Άλλη μία βασική διαφορά είναι ότι, ενώ η πρώτη παράσταση βασίστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στη μουσική του ομώνυμου άλμπουμ, η δεύτερη χρησιμοποίησε κομμάτια από όλη τη δισκογραφία μας, μαζί με τα τρία ολοκαίνουρια που προέκυψαν κατά τη διάρκεια των προβών.

Πόσο κοντά θα είναι η live εμπειρία που θα απολαύσει το ελληνικό κοινό, σε σύγκριση με ό,τι παρακολούθησε πρόσφατα το βρετανικό κοινό στο Λονδίνο;

Μια συναυλία δεν είναι ποτέ ίδια με κάποια άλλη, ιδιαίτερα όταν μεσολαβεί ένα χρονικό διάστημα μεταξύ τους. Συγκεκριμένα για τις δύο επερχόμενες συναυλίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, η live εμπειρία του ελληνικού κοινού θα είναι πιο ολοκληρωμένη σε σχέση με την τελευταία μας εμφάνιση στο Ο2 Academy Islington του Λονδίνου, γιατί στην Ελλάδα υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία και λιγότερες απαγορεύσεις ως προς το τί μπορείς να παρουσιάσεις σε έναν κλειστό συναυλιακό χώρο.

Η παράστασή σας έχει εμπνευστεί από τα Ελευσίνια Μυστήρια, την ιερότερη μάλλον γιορτή στην αρχαία Ελλάδα, η οποία εξακολουθεί να γοητεύει τον σύγχρονο κόσμο. Αληθεύει ωστόσο ότι αγνοούμε το τι ακριβώς σήμαιναν αυτά τα Μυστήρια, ακόμα και τι είδους ιερά αντικείμενα παρουσίαζε ο ιεροφάντης στους μυημένους;

Το κομμάτι που αφορά τα Ελευσίνια Μυστήρια έχει περισσότερο να κάνει με την παράσταση Psychostasia II: The Ritual. Καθώς η παράσταση (όπως δηλώνει) συμπεριελάμβανε ένα τελετουργικό, εμπνευστήκαμε από τα Μυστήρια γενικότερα και ειδικότερα από τα Ελευσίνια. Ωστόσο δεν είχαμε σαν σκοπό να τα αναπαραστήσουμε. Έτσι κι αλλιώς, ένα μεγάλο κομμάτι γύρω από το τί ακριβώς συνέβαινε παραμένει πράγματι άγνωστο.

Ποιοι συμβολισμοί σχετικοί με τα Ελευσίνια Μυστήρια εντάχθηκαν στην παράστασή σας, εκφραζόμενοι με τη μουσική και την επί σκηνής κίνηση;

Όπως προαναφέραμε, στην παράσταση Psychostasia II: The Ritual ο σκοπός μας δεν ήταν  να αναπαραστήσουμε τα Ελευσίνια Μυστήρια. Επίσης δεν θέλαμε να υπάρχουν στερεότυπα στοιχεία τελετουργίας, αλλά να δημιουργήσουμε ένα δικής μας αισθητικής τελετουργικό, το οποίο να μην παραπέμπει σε κάτι συγκεκριμένο. 

Τρία στοιχεία ωστόσο που βρίσκει κανείς στην παράσταση είναι η παρουσία της φωτιάς, του νερού και του αέρα· στοιχεία μέσα από τα οποία γινόταν η κάθαρση των φορέων των υποψηφίων για Μύηση. Τα στοιχεία αυτά μας έχουν εμπνεύσει και στο στήσιμο των συναυλιών, παρ' όλο που αυτές δεν ταυτίζονται με την παράσταση.

Χρησιμοποιείτε πάντοτε ιδιαίτερα όργανα, τα οποία απηχούν τα όσα γνωρίζουμε σήμερα για την αρχαία ελληνική μουσική. Ποιος σας τα κατασκευάζει; Και πόσο λόγο έχετε στη δημιουργία τους;

Τα αρχαία όργανα με τα οποία εδώ και χρόνια παίζουμε τα έχει κατασκευάσει ο Νίκος Μπρας, μετά από έρευνες πολλών δεκαετιών. Ο Νίκος είναι ένα πολύ ανήσυχο πνεύμα κι ένας κατασκευαστής με μεγάλες ευαισθησίες, αλλά και με οξυδέρκεια. Το εργαστήριό του έχουν πλέον αναλάβει ο γιος του Ηρακλής Μπρας και ο Σωκράτης Μεταξάς –και οι δύο εξαιρετικά ταλαντούχα παιδιά, με πολλή όρεξη για δουλειά. Οι σχέσεις μας με το εργαστήριο του Νίκου Μπρα είναι πάντα πολύ κοντινές και φυσικά ανταλλάσσουμε απόψεις σχετικά με τυχόν δυσκολίες στο παίξιμο ή στο κούρδισμα των οργάνων.

Σχεδιάζετε κάτι δισκογραφικά για το άμεσο μέλλον, ως γκρουπ ή ως σόλο παρουσίες; Ή είναι νωρίς ακόμα;

Όχι, δεν είναι καθόλου νωρίς. Ελπίζουμε μάλιστα το 2019 να είναι χρονιά πολλών κυκλοφοριών από τη μεριά μας. Αρχικά θα βγει ένας δίσκος με remixes σε δικά μας κομμάτια, πρώτη φορά μάλιστα σε αγγλική εταιρεία. 

Ένα δεύτερο άλμπουμ –το οποίο δουλεύουμε εδώ και καιρό– θα παρουσιάζει γυναικείες φωνές από διαφορετικές χώρες του κόσμου (Ιαπωνία, Αγγλία, Ισπανία, Αυστραλία), βασιζόμενο σε αυτοσχεδιασμούς πάνω στο κομμάτι "Witches' Lullaby" από το άλμπουμ Μακμπέθ (2016), το οποίο συνθέσαμε για το γνωστό θεατρικό έργο που παρουσιάστηκε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. 

Τέλος, θα κυκλοφορήσει το δεύτερο σόλο άλμπουμ του Σπύρου Γιασαφάκη, με αυτοσχεδιασμούς πάνω σε αρχαία ελληνικά όργανα, σε συνεργασία με μουσικούς από Αμερική, Αγγλία, Σλοβενία, Αυστραλία και Γερμανία.



31 Μαρτίου 2021

Κατερίνα Κυρμιζή: Λάρβα [δισκοκριτική, 2015]


Το 1996, η πρωτοεμφανιζόμενη Κατερίνα Κυρμιζή πέτυχε να αφήσει ισχυρό χνάρι στις εγχώριες αναζητήσεις για μια pop που θα μπορούσε να γνωρίσει ραδιοφωνική επιτυχία χωρίς να παραδοθεί στον mainstream ήχο: το Κοντσέρτο Για Σοκολάτα Και Τριαντάφυλλα ‎έγινε σημείο αναφοράς για αρκετούς νέους της εποχής που είχαν τις κεραίες τους στραμμένες σε πιο εναλλακτικά ακούσματα. 

Για διάφορους λόγους, εκείνο το μπαμ δεν μπόρεσε να έχει συνέχεια. Εντούτοις η Κυρμιζή συνέχισε να υπάρχει, έστω και με σποραδικές ανά τα χρόνια κυκλοφορίες. Μία από αυτές ήταν και η Λάρβα, πίσω στο 2015, η οποία βγήκε σε CD με την Κόκκινη Καρφίτσα –το πάλαι ποτέ μουσικό ένθετο που είχε στήσει ο Βαγγέλης Βέκιος και έβγαινε σε μηνιαία βάση με την εφημερίδα Αυγή. Ο μακαρίτης, μάλιστα, με είχε μπλέξει κι εμένα με αυτή την ιστορία. Και παρότι ήταν εποχή που δεν είχα καθόλου χρόνο ή ανοχή για τον ρομαντισμό τον οποίον απαιτούσε η προσπάθεια, έδωσε την ευκαιρία συνεργασίας με ανθρώπους τους οποίους εκτιμούσα (Σωκράτης Παπαχατζής, Δημήτρης Στούμπος).

Σε κάθε περίπτωση, η Λάρβα ήταν δίσκος αξιοπρόσεχτος. Στον οποίον τόσο η Κυρμιζή, όσο και ο κάτωθι εικονιζόμενος Νίκος Γρηγοριάδης που υπέγραφε μουσική και στίχους (σύντροφός της στη ζωή μα και στην τέχνη), απέδειξαν ότι παρέμεναν δύο σοβαροί δημιουργοί, που δεν είχαν πάψει να αναρωτιούνται για εκείνη την «άλλη» εγχώρια pop ή για το πώς μπορούσες να σκαρώσεις μια μοντέρνα αστικη μπαλάντα με νόημα.

Το τελευταίο διάστημα, το άλμπουμ έδειχνε να έχει χαθεί από τις ψηφιακές πλατφόρμες (Spotify, iTunes κλπ.), κάτι όμως που αποδείχθηκε προσωρινό: πριν λίγες μέρες, η Λάρβα έγινε εκ νέου διαθέσιμη. Είναι λοιπόν μια καλή αφορμή αυτή για μια επαν-επίσκεψη στην κριτική που έγραψα πίσω στο 2015 για λογαριασμό του Avopolis. Η οποία αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η παρακάτω φωτογραφία ανήκει στην Έφη Ρίζου και προέρχεται από το promo υλικό που συνόδευσε την έκδοση της Λάρβας


H Νίκη –μία από τις ηρωίδες της Λάρβας– έχει πτυχίο, μιλά ξένες γλώσσες και ψάχνει δουλειά. Στο "Είμαι Καλά" βλέπει τον Πάνο να μεταναστεύει αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, έχει δε και την αιώνια Ελληνίδα μάνα να της γκρινιάζει για γάμους και παιδιά. 

Πιο κάτω, κορίτσια ή μεγαλύτερες γυναίκες μας μιλούν για τον έρωτα (π.χ. "Δεύτερη Ευκαιρία"), τον οποίον βρίσκουμε συχνά ενταγμένο σε μια καθημερινότητα που φαίνεται να έχει γενικότερα στραβώσει. Η λαχτάρα λ.χ. της νέας αρχής στην "Καινούρια Μέρα" εμπεριέχει κάτι το συνολικό, ενώ το γκρίζο κενό του θεατρικά δοσμένου "Χρυσόψαρου" θίγει κι αυτό κάτι μεγαλύτερο. Στο "Λουλούδι Της Ερήμου", μάλιστα, ο έρωτας προβάλλει ως αντίδοτο σε βίους οι οποίοι βουλιάζουν στο τσιμέντο μιας αναγνωρίσιμα αγχωτικής Αθήνας. 

Ακόμα όμως και στη στιχοκεντρική μας Ελλάδα, η επιτυχία δεν είναι μόνο θέμα ωραία δοσμένων στίχων. Είχα τις αμφιβολίες μου όταν έμαθα ότι η Κατερίνα Κυρμιζή θα ξανατραγουδούσε Νίκο Γρηγοριάδη, γιατί στο αμέσως προηγούμενο ραντεβού του διδύμου με τη δισκογραφία (6 χρόνια πριν, με το άλμπουμ Είμαι Εδώ!), είχαν μεν επιβεβαιωθεί τα κεκτημένα, μα είχε λείψει η σπίθα. Αλλά στη Λάρβα, ο Γρηγοριάδης λάμπει. Κι ας έμεινε σε κάπως «κλειστά» κι ασφαλή για εκείνον νερά, αφήνοντας τον δίσκο να κυλήσει σε υπερβολικά οικεία σχήματα, από ένα σημείο κι έπειτα: στιγμές π.χ. σαν το "Ψάχνω Για Σένα" ή την "Προδοσία" θα μπορούσαν να υπάρχουν σε κάθε δουλειά του, είναι ο «μέσος όρος» του. 

Εδώ ο Γρηγοριάδης προτάσσει ολοκληρωμένες, μοντέρνες αστικές μπαλάντες, με έξυπνες πινελιές από διάφορα όργανα (τσέλο, γιουκαλίλι, charago, βιολί) να υποστηρίζουν ενορχηστρωτικά τις κυρίαρχες κιθάρες. Φτιάχνει έτσι τραγούδια αβίαστα ραδιοφωνικά, με υψηλό βαθμό συναισθηματικής νοημοσύνης. Αν λ.χ. ακολουθούσαμε την πεπατημένη της ελληνικής δισκογραφίας, το προαναφερθέν "Είμαι Καλά" θα ήταν ένα θλιμμένο, μελαγχολικό άσμα. Ως το τραγούδι εντούτοις μιας 20άρας, η οποία δεν νιώθει τον χρόνο ως εχθρό, το ακούμε να ηχεί ανέμελο. Πολύ σωστά, αφού οι μέρες και οι νύχτες της Νίκης αργοσβήνουν δίχως τη βαριά αίσθηση μεγαλύτερων ηλικιών: η προοπτική βρίσκεται (εξ ορισμού) μπροστά.

Η Κυρμιζή, με τη σειρά της, πατάει σε αυτό το βάθρο για να παραδώσει τις πιο μεστές της ερμηνείες, μέχρι τώρα. Είναι αληθινά θαυμαστός ο τρόπος με τον οποίον μεταμορφώνεται κάθε φορά στις αφηγήτριές της, ενώ ειδικά στο ηλιολουσμένο ρεφρέν της "Καινούριας Μέρας" –αλλά και στο χαμογελαστό, σουρεάλ γαϊτανάκι με φόντο τα πέριξ της Ομόνοιας που εκτυλίσσεται στο "Σε Είδα Στην Πειραιώς"– τα φωνητικά της κομίζουν μια λιακάδα που πολύ λείπει από το εγχώριο μουσικό σκηνικό. 

Κάποιους μήνες πριν κυκλοφορήσει η Λάρβα, της είχα δώσει ψήφο εμπιστοσύνης σε μία από τις τελευταίες συσκέψεις της Κόκκινης Καρφίτσας στις οποίες μετείχα. Δεν είχα ακούσει ούτε νότα, μάλιστα στην αρχή νόμιζα κιόλας πως ο δίσκος λέγεται Λάβα. Δεν είχε σημασία, πάντως· θα έδινα σε κάθε περίπτωση ψήφο εμπιστοσύνης στην Κατερίνα Κυρμιζή. Θα έχω πάντα την περιέργεια να δω τι κάνει, καθώς πιστεύω ότι μόνο κέρδος αποτελεί η ύπαρξή της στην εγχώρια δισκογραφία. Αν ψάχνετε το γιατί, γδύστε τα φετινά της τραγούδια σε μια κιθάρα: δεν θα χάσουν τίποτα από την ομορφιά ή από την αμεσότητά τους. 

Ας μου επιτραπεί λοιπόν μια παρατήρηση. Η Κυρμιζή έχει έναν μικρό μα πιστό πυρήνα φίλων, που είμαι βέβαιος πως την αγαπούν, μα της κάνουν κακό γράφοντας για εκείνη δημοσίως, με τον τρόπο με τον οποίον συνήθως το κάνουν. Καλώς ή κακώς, τα χρόνια πέρασαν. Δεν γίνεται λοιπόν να μιλάμε για μια ενεργή δημιουργό/τραγουδίστρια με μόνιμο σημείο αναφοράς ένα «αχ!» για το Κοντσέρτο Για Σοκολάτα Και Τριαντάφυλλα (1996) και για το "Στην Πίσω Τσέπη Του Blue Jean". Ούτε προσφέρεται κάτι με τα διαπρύσια κηρύγματα για τα άδικα της δισκογραφίας απέναντι σε δημιουργούς που –προφανώς– δεν χωράνε στην κοπτοραπτική της. Ζούμε στο 2015. Είμαστε συνηθισμένοι πια σε καλλιτέχνες που δεν ταίριαξαν στα στάνταρ των εταιριών και την έψαξαν διαφορετικά. Άλλωστε, όποιος ακούσει τη Λάρβα και την αντιπαραβάλλει με το σύνηθες μενού που κυκλοφορούν/υποστηρίζουν οι δισκογραφικές σε ανάλογο ύφος, θα το ακούσει να κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια, χωρίς όλες αυτές τις έμπλεες συναισθηματισμών και ηθικολογίας κορώνες. 

Επίσης, υπάρχει εκεί έξω ένας νέος κόσμος, παιδιά σαν τη Νίκη του εναρκτήριου άσματος. Τι όφελος προκύπτει για την Κυρμιζή της Λάρβας, αν παρουσιάζεται διαρκώς ως το pop thing κάποιων άλλων 20άρηδων, οι οποίοι πλέον σαραντάρισαν ή σαρανταρίζουν και νοσταλγούν τα νιάτα τους, ίσως και τις μέρες που χώραγαν σε εκείνο το μπλου-τζιν; Δεν είναι θέμα «μάνατζμεντ», ούτε «promotion», δεν το θέτω έτσι. Είναι όμως ζήτημα επικοινωνίας, σε εποχές που έχει τεράστια σημασία και το πώς περνάς το μήνυμά σου, πέρα από το ίδιο το μήνυμα. Το χαμηλό, ευγενικό, προσιτό προφίλ του Νίκου Γρηγοριάδη και της Κατερίνας Κυρμιζή δεν πρέπει λοιπόν να οδηγεί σε συγχύσεις. Είναι δύο δημιουργοί σοβαροί, με εγνωσμένη αξία, οι οποίοι αποδεικνύουν εδώ ότι έχουν ακόμα πράγματα να μας πουν. Τους οφείλουμε λοιπόν ανάλογη σοβαρότητα, αντί να τους παρουσιάζουμε στο κοινό σαν να 'ναι «δυο παιδιά από την παρέα μας».