23 Μαρτίου 2021

Royal Concertgebouw Orchestra - ανταπόκριση (2016)


Στρογγυλά 30 χρόνια έκλεισε αυτές τις μέρες το Μέγαρο Μουσικής, από όταν άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες του στο κοινό (Μάρτιος του 1991). Το οικείο (πλέον) κτήριο άρχισε να κατασκευάζεται το 1976, ύστερα από μια ιδέα της Αλεξάνδρας Τριάντη, η οποία ήταν ιδρύτρια του συλλόγου Φίλοι της Μουσικής. 

Πρόκειται για έναν οργανισμό που δεν μπόρεσε να ζήσει απαλλαγμένος από ...περιπέτειες οικείες δυστυχώς στη χώρα μας: δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια άλλωστε από τότε που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των δημοσιευμάτων, λόγω των χρεών του στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (δάνειο 2003) και στην Εθνική Τράπεζα (δάνειο 2007). Τα οποία δεν μπορούσε να αποπληρώσει, με αποτέλεσμα να κρατικοποιηθεί το 2016.

Πρόκειται όμως και για έναν οργανισμό που έχει προσφέρει σημαντικές συναυλιακές συγκινήσεις στο μουσικόφιλο κοινό. Έστω κι αν εντύπωσε και μια αίσθηση απόστασης –με πρόσημο τόσο ηλικιακό, όσο και ταξικό– η οποία επιμένει φοβάμαι, παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες να γεφυρωθεί. 

Με τα συν και τα πλην, πάντως, το Μέγαρο Μουσικής έχει λόγους να γιορτάζει και έχει ήδη ξεκινήσει, παρουσιάζοντας την Καμεράτα στην περίφημη 9η Συμφωνία του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν με όργανα εποχής –κάτι που γίνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Η συναυλία αυτή θα επαναληφθεί και το Σάββατο 27 Μαρτίου, σε διαδραστική προβολή 360°. Ενδιάμεσα, βέβαια, θα τιμηθεί και η επέτειος της 25ης Μαρτίου με τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν σε πλήρη ανάπτυξη, από το ανδρικό φωνητικό σύνολο ΜΕΙΖΟΝ. 

Όσο για μας, τιμούμε τα γενέθλια αυτά με μια επαν-επίσκεψη σε ένα αξέχαστο στιγμιότυπο, το οποίο αποτελεί συνάμα και χαρακτηριστικότατο παράδειγμα συναυλίας που χωρίς το Μέγαρο Μουσικής δύσκολα θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Ο λόγος για τη βραδιά της 26ης Οκτωβρίου 2016, όπου στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» πρωταγωνίστησε η Royal Concertgebouw Orchestra της Ολλανδίας, σε διεύθυνση Daniele Gatti. Η οποία έκανε πραγματική επίδειξη δύναμης, επιβεβαιώνοντας ότι είναι (όπως λέγεται) μία από τις καλύτερες ορχήστρες στον κόσμο. Παράλληλα, έθεσε νομίζω και το μέτρο με το οποίο πρέπει να κρίνονται ανάλογα θεάματα, πόσο μάλλον από δικά μας σύνολα που προσπαθούν να διευρύνουν το καλλιτεχνικό τους αποτύπωμα. 

Η κάτωθι ανταπόκριση πρωτοδημοσιεύτηκε το 2016 στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Ως «δεύτερη καλύτερη» ορχήστρα του κόσμου πίσω από τη Φιλαρμονική του Βερολίνου λογίζεται η Βασιλική Ορχήστρα Κονσέρτχεμπαου (όπως προφέρεται) του Άμστερνταμ, σύμφωνα με πρόσφατο διεθνές πάνελ διακεκριμένων κριτικών κλασικής μουσικής. Και δεν άφησε κανένα περιθώριο αμφισβήτησης αυτής της παγκόσμιας κλάσης της στο γεμάτο (μα όχι sold-out) Μέγαρο Μουσικής, όπου χειροκροτήθηκε με δικαιολογημένο ενθουσιασμό, αριστεύοντας σε ένα ιδιαίτερα απαιτητικό πρόγραμμα, υπό την εκφραστικότατη διεύθυνση του νέου της καλλιτεχνικού διευθυντή Daniele Gatti. 

Η έναρξη της βραδιάς είχε μάλιστα και ελληνικό χρώμα, αφού θέσεις της ορχήστρας δόθηκαν σε μέλη της νεότευκτης (2015) MOYSA, της Συμφωνικής δηλαδή Νέων του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης. Μαζί, οι διακεκριμένοι διεθνείς σταρ και τα καινούρια ταλέντα του τόπου μας παρουσίασαν το Πρελούδιο της όπερας του Ρίχαρντ Βάγκνερ Οι Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης (1862): ένα φανταχτερό δείγμα από τα μουσικά θέματα της τελευταίας, που όμως απαιτεί προσοχή σε ορισμένες συναισθηματικές απολήξεις της παρτιτούρας, ιδίως όσες σχετίζονται με τον ρόλο των πνευστών και με τον λυρισμό των βιολιών. Το αποτέλεσμα της συνύπαρξης υπήρξε αρμονικότατο και το κοινό καμάρωσε εμφανώς τα παιδιά από τη MOYSA, ενώ και ο Gatti έδειξε θερμός, πέρα νομίζω από τυπικότητες.

Για τους Ολλανδούς, βέβαια, αυτό δεν ήταν παρά ένα χαλαρό προοίμιο. Γιατί, μόλις παρατάχθηκαν σε πλήρη σύνθεση, βούτηξαν αμέσως στα βαθιά, αφήνοντάς μας αποσβολωμένους στις θέσεις μας με τις επιδόσεις που έπιασαν στα αποσπάσματα από το "Λυκόφως των Θεών", τελευταίο μέρος του περίφημου βαγκνερικού έπους Το Δαχτυλίδι των Νίμπελουνγκ. Διακριτική όταν χρειάστηκε, με παύσεις γεμάτες αναμονή και με εξάρσεις τρομερές, πλήρως εναρμονισμένες με το μεγαλεπήβολο και θεαματικό στυλ του Γερμανού συνθέτη, η Βασιλική Ορχήστρα Κονσέρτχεμπαου ακολούθησε τον Ζήγκφριντ στο ταξίδι του στον Ρήνο και τον αποχαιρέτησε με ενάργεια και με την πρέπουσα «δόξα» όταν πέθανε, θανάσιμα τραυματισμένος από τον Χάγκεν, με τις τελευταίες του σκέψεις να στρέφονται στη Μπρουνχίλντε. Ήταν μια εκτέλεση συναρπαστική. 

Το δεύτερο μέρος άνοιξε με Γκούσταβ Μάλερ, με το adagio από την περιπετειώδη 10η Συμφωνία (1910), τελευταίο έργο της ζωής του, που έμελλε βασικά να συμπληρωθεί και ολοκληρωθεί σχεδόν μισό αιώνα μετά τον θάνατό του. Εδώ ο Gatti υπήρξε μοναδικός, φτάνοντας την κινησιολογία του επί του πόντιουμ στο απόγειο της εκφραστικότητάς της, οδηγώντας τους μουσικούς του στο συναισθηματικό βένθος ενός έργου που –απηχώντας την υπαρξιακή κρίση του δημιουργού του– φτάνει στα σύνορα του ατονικού, μοντέρνου κόσμου και χρειάζεται έτσι λεπτές αποχρώσεις σε πολλά σημεία. Τόσο συνεπήρε το κοινό η καταπληκτική απόδοση όλων των παραπάνω, ώστε ορισμένοι έσπευσαν να χειροκροτήσουν και να φωνάξουν λίγα (κρίσιμα) δευτερόλεπτα πριν το σωστό σβήσιμο, αναγκάζοντας τον Gatti να τεντώσει το δεξί του χέρι με νόημα προς την πλατεία, σταματώντας τους. 

Και κλείσαμε με Alban Berg, με τα "Τρία Κομμάτια για Ορχήστρα, Έργο 6", σε μία ακόμα διαφήμιση των ικανοτήτων της Κονσέρτχεμπαου, με βιολιά, φαγκότα και κρουστά να φτάνουν σε δυσθεώρητα κρεσέντο και με το σύνολο των μουσικών της να μοιάζει συχνά με κύμα, έτσι όπως συντονιζόταν σύσσωμο με μία από τις πλέον περίπλοκες παρτιτούρες στην ιστορία της λόγιας σύνθεσης. Η οποία προστάζει συχνές αλλαγές στο τέμπο και ζητεί ιδιαίτερη προσοχή από το ακροατήριο, ώστε να γίνουν διακριτές όλες οι μικρές μα φοβερές λεπτομέρειες, όπου κάπου απηχείται και ο Μάλερ –πράγμα που ένωσε με μια νοητή γραμμή όλες τις στάσεις του ρεπερτορίου. 

Ο τελικός, εκκωφαντικός και οριστικός χτύπος του γιγάντιου σφυριού οδήγησε την πλατεία του Μεγάρου σε πανζουρλισμό ιαχών και χειροκροτημάτων. Δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει διαφορετικό φινάλε, άλλωστε, μετά από μια τέτοια βραδιά. Μας χρειάζονται τέτοιες συναυλίες στην Ελλάδα, γιατί κοινό και κριτικοί έχουμε χάσει το αληθινό μέτρο των πραγμάτων, γενόμενοι υπέρ το δέον επιεικείς (ή, έστω, ενθουσιώδεις) με εγχώριες και μη ορχήστρες που απέχουν στην πραγματικότητα πολύ από όσα λέγονται/γράφονται για εκείνες –οπότε ο πήχης ξαναμπαίνει στη θέση του και ίσως ορισμένοι τουλάχιστον να το ξανασκεφτούμε. Σε κάθε περίπτωση, χρωστάμε ανυπολόγιστες ευχαριστίες στον ανώνυμο (κατ' επιθυμία του) συμπατριώτη μας του εξωτερικού, ο οποίος χορηγεί ευγενώς την έλευση τέτοιων δρώμενων στην Αθήνα των καιρών μας.



22 Μαρτίου 2021

Αποστόλης Αρμάγος: Στην Άλλη Όχθη [δισκοκριτική, 2017]


Εβδομάδα 25ης Μαρτίου αυτή που ξεκινά, οπότε αναμένονται κάμποσα δημοσιεύματα γύρω από τα 200 χρόνια τα οποία γιορτάζουμε φέτος (καθ' όλο βέβαια το έτος) από το 1821. Μάλιστα, έχω ετοιμάσει κι εγώ κάποια πράγματα, που θα αποκαλυφθούν σταδιακά –ορισμένα τις αμέσως επόμενες ημέρες, άλλα αργότερα μέσα στο 2021.

Ένας από τους νεότερους δημιουργούς που μπήκε στον κόπο να εμπνευστεί από την επέτειο, είναι και ο Αποστόλης Αρμάγος. Ο οποίος, ήδη από τα τέλη του 2020, έχει καταθέσει το κομμάτι "Ο Πρώτος Κυβερνήτης", αφιερωμένο βεβαίως στη μορφή του Ιωάννη Καποδίστρια. Ερμηνεύουν ο Νεοκλής Νεοφυτίδης στο πιάνο και ο Νίκος Παραουλάκης στο νέι.

Σημειωτέον, επίσης, ότι δεν είναι η μόνη παρουσία του Αρμάγου με κάτι καινούριο, αφού πλέον υπάρχει και μια διασκευή του στο "Night Οf Τhe Dead" του Θοδωρή Ζήρα (2007).

Με αυτές τις αφορμές, το blog επιστρέφει σήμερα στον δίσκο του Αρμάγου Στην Άλλη Όχθη (2017), στον οποίον μελοποίησε την επιγραμματική ποίηση του Τάκη Μιχόπουλου, αυξάνοντας αισθητά τον πήχη των προσδοκιών γύρω από τα όσα μπορεί να συνεισφέρει στο σύγχρονο εγχώριο σκηνικό. Η κριτική μου δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.  


Ο Αποστόλης Αρμάγος κάνει την έκπληξη με την 4η δουλειά που υπογράφει στα 4 χρόνια στα οποία δραστηριοποιείται δισκογραφικά. Και το λέω αυτό τόσο ως προς το τι έρχεται να προσφέρει ηχητικά, όσο και για το πόσο μεγαλώνει τον πήχη των προσδοκιών με αυτό του το ταξίδι Στην Άλλη Όχθη.

Κατά μία έννοια, ο Αρμάγος πράγματι αλλάζει ...όχθη, σε σχέση με όσα ξέραμε για εκείνον από τους δύο δίσκους που έχει βγάλει με την Ξένια Ροδοθεάτου (2012, 2013) ή από το άλμπουμ με τον Νίκο Βενετάκη (2016). Ενώ δηλαδή μέχρι τώρα φαινόταν να απλώνει τα δίχτυα του προς μια ελληνική τραγουδοποιία που είχε εγκολπώσει τις Δυτικές ηλεκτρικές μνήμες και τη ντόπια έντεχνη παρακαταθήκη –φτάνοντας ως τις νεοπαραδοσιακές ευαισθησίες, στην περίπτωση του Βενετάκη– εδώ μας «υποχρεώνει» να τον δούμε ως συνθέτη έξω από πάσης φύσης στεγανά. Και κυρίως ως έναν παίκτη ικανό να ανακατέψει την τράπουλα. 

Το εκπληκτικό με το συγκεκριμένο άλμπουμ είναι ότι διαρκεί περίπου ένα τέταρτο. Μόλις ένα τέταρτο, αλλά είναι τόσο πυκνή η εμπειρία, ώστε, φτάνοντας στο φινάλε, αισθάνεσαι πως άκουσες ένα πλήρες έργο. Είναι μάλιστα τόσες οι μικροπτυχές, τόσο χλιδανό το πλήθος των δημιουργικών λεπτομερειών, ώστε ακόμα και κομμάτια με διάρκεια 1,5 λεπτό αποκαλύπτουν όλο και περισσότερα, όσο τους δίνεις χρόνο ακρόασης. Υπάρχει λοιπόν θαυμαστή οικονομία, σε αγαστή σύμπνοια με την ελλειπτική δωρικότητα που διακρίνει τους επιγραμματικούς στίχους του ποιητή Τάκη Μιχόπουλου.

Ναι, έχουμε μελοποίηση ποίησης στην Άλλη Όχθη, με μια φρέσκια όμως αντίληψη, που σε τίποτα δεν θυμίζει τις στεγνές, κουρασμένες απόπειρες όσων φυτοζωούν στη σκιά του Μίκη Θεοδωράκη (κυρίως) και του Μάνου Χατζιδάκι (δευτερευόντως). Ως βασικά «όπλα» του Αρμάγου αναδεικνύονται το πιάνο, τα πλήκτρα και ο προγραμματισμός, με τα οποία οδηγείται σε διαδρομές σύγχρονες, περιπετειώδεις, μακριά από φορμαλισμούς. Αρθρώνει έτσι μια συνθετική «γλώσσα» που βρίσκεται αρκετά κοντά στις ανησυχίες του επίκαιρου πειραματισμού, του είδους που εκκινεί από τη διεθνή ηλεκτρονική εμπειρία (θαυμάσιο παράδειγμα το οργανικό "Αναχωρήσεις"). Μια γλώσσα, θα μπορούσαμε να πούμε, η οποία διαθέτει κάτι από το πνεύμα της Λένας Πλάτωνος της δεκαετίας του 1980, αλλά εκφράζεται με τρόπους του 21ου αιώνα.
 
Το δεύτερο καταπληκτικό με αυτόν τον δίσκο είναι το πόσο απλά γίνονται όλα τούτα τα «δύσκολα»: το πόσο προσανατολισμένα είναι δηλαδή στο να υπηρετήσουν μια μορφή τραγουδιού, αντί να χάνονται σε διανοουμενίστικες αναζητήσεις. Έτσι, οι επιφάνειες μένουν καθάριες και εύληπτες, ενώ προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι ερμηνείες της Άννας Λινάρδου, η οποία τραγουδάει εξαιρετικά, με αίσθηση του ειδικού βάρους των λέξεων, μα και με ένα διόλου ευκαταφρόνητο συναισθηματικό εκτόπισμα –ακούστε λ.χ. πώς λέει εκείνο το «δεν υπάρχουν πνεύματα», στο "Θέση". Ως μόνη ερμηνευτική αστοχία κατέγραψα το "Επικοινωνιολόγοι", όπου οι λέξεις «φελλέ» και «τουπέ» παρατονίζονται (με αποτέλεσμα να ακούμε «φέ-λλέ» και «τού-πέ»). 

Στους καιρούς που ζούμε, ένας τέτοιος δίσκος εκδίδεται σε μόλις 200 αντίτυπα. Νούμερο που δεν εμπόδισε τους συντελεστές να δείξουν μεράκι, φιλοτεχνώντας ένα εξώφυλλο μακριά από τα χιλιοειπωμένα και τοποθετώντας το CD μέσα σε εξασέλιδο βιβλίο με χοντρές, σχεδόν χαρτονένιες σελίδες, επενδυμένες με ασπρόμαυρα εικαστικά του Νικόλα Χριστοφοράκη. Δεν έχω ιδέα τι τύχη μπορεί να βρει η Άλλη Όχθη στο σκηνικό που έχει διαμορφωθεί την τελευταία δεκαπενταετία στην εγχώρια μουσική παραγωγή. Πάντως, αν σας λένε ότι δεν βγαίνουν πια καλοί δίσκοι, ας ξέρετε ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα. Ζητείτε, και θέλετε ευρεί.




21 Μαρτίου 2021

Πίτσα Παπαδοπούλου: Αγάπες Μου Παλιές [δισκοκριτική, 2018]


Ένα παλιότερο αφιέρωμα στον Τάκη Μουσαφίρη παρουσίασε χθες Σάββατο 20 Μαρτίου (σε επανάληψη) η τηλεοπτική εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου Στην Υγειά Μας Ρε Παιδιά, τιμώντας έτσι τον σημαντικό αυτό δημιουργό που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή.

Ως συνήθως, από το πάλκο πέρασαν διάφοροι καλεσμένοι. Αυτή όμως που έλαμψε όσο κανείς άλλος, ήταν η Πίτσα Παπαδόπουλου, η οποία σημειωτέον αποθεώθηκε και από τον ίδιο τον Μουσαφίρη. 

Σπουδαία λαϊκή φωνή η Παπαδοπούλου. Πίσω στο 2009, μάλιστα, συστηθήκαμε στη συνέντευξη Τύπου για ένα πρόγραμμα που θα παρουσίαζε με τον Γιώργο Νταλάρα («Εκεί που οι Φίλοι Συναντιούνται», στο Polis Theatre) και κουβεντιάσαμε και για μια συνέντευξη. Δυστυχώς το πρόγραμμα δεν φτούρησε –ήταν η εποχή που ανέτειλαν τα μνημόνια– και η συνάντησή μας δεν συνέβη ποτέ, παρότι στο ενδιάμεσο μιλήσαμε δύο φορές στο τηλέφωνο.

Με αφορμή λοιπόν τη χθεσινή προβολή του αφιερώματος στον Μουσαφίρη, επαν-επισκέφθηκα την κριτική που έγραψα το 2018 στο Avopolis για τον μέχρι στιγμής τελευταίο στούντιο δίσκο της, το Αγάπες Μου Παλιές, που βγήκε στο μικρό label Το Ρήμα, σε διανομή MLK (αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις). 

Μια γερή λαϊκή δουλειά, φτιαγμένη α-λα-παλαιά (κόντρα στο ποπ φασόν της δικής μας εποχής), η οποία δημιουργούσε στην πορεία διάφορα ερωτήματα. Έγινε μάλιστα και αφορμή για μια e-mail συζήτηση με τον Χρήστο Νικολόπουλο, η οποία δεν είναι ωστόσο προς δημοσίευση.


Έχω συχνά παρατηρήσει ότι κάτι συμβαίνει με τον Νίκο Οικονομόπουλο –κάτι «τραβάει» το αυτί προς τα τραγούδια του. Με έναν τρόπο, κατορθώνει έτσι και υπερασπίζεται μια λαϊκότητα, ακόμα κι αν τόσο το υλικό του, όσο και η φωνή του, κατατάσσονται στην ποπ. Το ίδιο συμβαίνει και με την Πάολα, το ίδιο ίσχυε και για τον μακαρίτη τον Παντελή Παντελίδη. Μέχρι και πριν μια δεκαετία, πάλι, αυτήν την αλλαγή Παραδείγματος την υπηρετούσε ο Γιώργος Μαζωνάκης: καλλιτέχνης που επίσης είχε επαφές με τη διεθνή μουσική πραγματικότητα και περισσότερο βασιζόταν στον τρόπο, παρά στη φωνή, στο «ανάστημα» και σε όλα εκείνα που όρισαν τον πήχη του λαϊκού ινδάλματος στην εποχή του Στέλιου Καζαντζίδη και της Βίκυς Μοσχολιού. 

Με γνώμονα τα παραπάνω, η Πίτσα Παπαδοπούλου βρίσκεται δύο στάδια πίσω. Έτσι τουλάχιστον αποτυπώνεται σε αυτό το νέο άλμπουμ, το οποίο την επαναφέρει στη δισκογραφία μετά από αρκετά χρόνια. Δείχνει κατάρα, εκ πρώτης όψεως· μα ίσως τελικά να είναι ευχή. 

Με 40 χρόνια παρουσία στη δισκογραφία και με περίπου μισό αιώνα θητεία στα πάλκα, η Θεσσαλονικιά ερμηνεύτρια ξέρει πολύ καλά πού και πώς πατάει. Με επίγνωση ότι παρήλθαν ανεπιστρεπτί οι εποχές που η Ακτή της έβγαζε δίσκο κάθε χρόνο και οι καιροί που μπορούσε, αν το ήθελε, να δοκιμάσει και κάτι τις διαφορετικό –τραγουδώντας λ.χ. έναν Μάνο Χατζιδάκι (1986), έναν Σωκράτη Μάλαμα (1994), μια Βάσω Αλαγιάννη (1994) ή έναν Νίκο Πορτοκάλογλου (2010)– μένει σε μια ζώνη ασφαλείας. Την οποία επιμελείται, οικοδομεί και οριοθετεί η παρουσία του Χρήστου Νικολόπουλου. 

Ο τελευταίος βρίσκεται εδώ ως συνθέτης όλων των τραγουδιών, ως ενορχηστρωτής (μαζί με τον Χρήστο Μιχάλη), ως δεξιοτέχνης σε μπουζούκι και μπαγλαμά, ως συνοδοιπόρος σταθερός τα τελευταία χρόνια σε ένα από τα πιο πετυχημένα λαϊκά προγράμματα της νυχτερινής Αθήνας, μα και ως θεματοφύλακας ενός ήχου σμιλεμένου με τις πενιές και τη ματιά του πάνω στο ελληνικό τραγούδι. 

Στον Χρήστο Νικολόπουλο έλειπε πολύ μια τραγουδίστρια με την κλάση της Πίτσας Παπαδοπούλου. Τα τελευταία χρόνια είχε δοκιμάσει να στηρίξει νέες και νεότερες φωνές σαν τον Γιάννη Ματσούκα (2009), τη Σοφία Παπάζογλου (2012) και τη Ζωή Παπαδοπούλου (2017), όμως καμία προσπάθεια δεν ευόδωσε, ούτε και ο ίδιος μπόρεσε να εμπνευστεί κάτι ιδιαίτερο για χάρη τους. Αλλά στο Αγάπες Μου Παλιές, ο Νικολόπουλος κεντάει. Ακόμα κι αν εδώ/εκεί βρίσκεις γνώριμα μοτίβα έκφρασης ή οικείες ενορχηστρώσεις, συναισθάνεσαι επιτέλους το βάρος μα και το κέφι της πενιάς του, την ικανότητά της να μεταμορφωθεί σε γοργόφτερη σαΐτα στήνοντας ένα ατόφιο γλέντι. Αλλά κι έναν δίσκο συμπαγή, με αρκετά καλά τραγούδια, που δεν δυσκολεύεται να σε πείσει να πατήσεις το πλήκτρο της επανάληψης. 

Όμως, κακά τα ψέματα, το γκολ μπαίνει από τα αποδυτήρια και το βάζει η Πίτσα Παπαδοπούλου. 

Πριν καν δηλαδή θαυμάσεις όσα έφτιαξε ο Νικολόπουλος, εκείνη έχει ήδη κερδίσει την παρτίδα στα πρώτα δευτερόλεπτα που αρχινά να λέει το "Αγάπες Μου Παλιές" –μια διασκευασμένη αιγυπτιακή μελωδία σε ανέκδοτους στίχους του Πυθαγόρα. Το ατόφια λαϊκό μέταλλο της φωνής της, το εκπληκτικό επίπεδο το οποίο διατηρεί στις ερμηνείες ακόμα και στη δεδομένη ηλικία και τα θαυμάσια, απέριττα γυρίσματά της, τη βγάζουν ασπροπρόσωπη ακόμα και όταν πρέπει να αναμετρηθεί με διασκευές σε Στέλιο Καζαντζίδη, όπως στο "Μετάνιωσες" και στο "Άσε Με Να Ζήσω Μοναχός", όπου σιγόντο της κάνει ο Νικολόπουλος. Στη διαδρομή ακούμε κάμποσα ακόμα ευπρόσωπα τραγούδια ("Για Τα Δύσκολα Είμαι Εγώ", "Αδιέξοδή Μου Αγάπη"), μεταξύ τους και το "Και Μάρτυράς Μου Ο Θεός", ένα ωραίο ντουέτο με τον Στέλιο Διονυσίου, ο οποίος στην προσέγγιση θυμίζει περισσότερο πλέον τον Θέμη Αδαμαντίδη, παρά τον πατέρα του.

Η γκρίνια της υπόθεσης βρίσκεται στο ότι ο δίσκος βλέπει το λαϊκό τραγούδι ως υπόθεση κλειδωμένη στον χρόνο, πρεσβεύοντας μια αισθητική κι ένα στυλ που ήδη άρχισε να ραγίζει από τη δεκαετία του 1990. Είναι έτσι δίσκος που δεν ενδιαφέρεται να πει κάτι στα παιδιά τα οποία αγαπούν το γλυκό ύφος του Οικονομόπουλου και πήγαν δακρυσμένα με ένα λουλούδι στο χέρι να αποχαιρετήσουν τον Παντελίδη: απευθύνεται στους γονείς τους, στη γενιά τέλος πάντων που έζησε τον Καζαντζίδη, διασκέδασε στα κέντρα με τον Στράτο Διονυσίου και τώρα κάθεται κυρίως σπίτι και βλέπει Στην Υγειά Μας Ρε Παιδιά. Αυτός είναι ο ορίζοντας, όπως τον μετρά τόσο ο ήχος, όσο και η θεματική των τραγουδιών. 

Είναι νομίζω μια αδυναμία αυτή, από την άποψη ότι Νικολόπουλος & Παπαδοπούλου είναι πράγματι ζυμωμένοι σε μια διαφορετική κοινωνική και μουσική πραγματικότητα, όχι όμως και παροπλισμένοι. Από την άλλη, βέβαια, μάλλον με μας κάτι δεν πάει καλά, αν περιμένουμε την πρόταση για το λαϊκό τραγούδι της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα από καλλιτέχνες που έχουν ήδη δώσει τόσα πολλά και καλούνται τώρα να επιβιώσουν σε χαλεπούς καιρούς, ποντάροντας σε ό,τι τους κρατά αναγνωρίσιμους και όχι σε ό,τι θα τους έθετε ίσως σε μια πιο «πειραματική» τροχιά. Φυσικά και θέλουμε να ακούσουμε την Πίτσα Παπαδοπούλου σε κάτι που θα εμπλέκει λ.χ. μαγνητοταινίες και ηχογραφήσεις πεδίου· ας είμαστε όμως ρεαλιστές για το τι θα πουλούσε κάτι τέτοιο και πώς θα υπηρετούσε το πρόγραμμα εμφανίσεων της επόμενης σαιζόν.  

Με την κατάθεση ενός τόσο γερού άλμπουμ σαν το Αγάπες Μου Παλιές, το κρίσιμο ερώτημα για το πού πάει (αν πάει) το λαϊκό τραγούδι σχηματοποιείται τελικά από μόνο του. Και εναπόκειται στους νεότερους δημιουργούς και τραγουδιστές να αποφασίσουν αν και πόσο λαϊκό το θέλουν, πού πρέπει να τραβηχτούν οι κόκκινες γραμμές με την ποπ και πού με τις αλαφρά λαϊκές ενορχηστρώσεις σε διάφορα έντεχνα, τα οποία καμώνονται τα λαϊκά ακριβώς επειδή απέναντί τους βρίσκουν μόνο τον Οικονομόπουλο, την Πάολα, τον Νίκο Βέρτη. Γνώμη δική μου είναι ότι άλλο να ξανοιχτούμε προς την ποπ ή/και τα ηλεκτρονικά κι άλλο να τα καταπιεί όλα ένα διεθνές φασόν, στο οποίο το λαϊκό θα επιβιώνει μόνο ως η ρίγανη που θα το νοστιμίζει και θα του προσφέρει άλλοθι εντοπιότητας. Κανένας άλλωστε από τους πρωταγωνιστές του σήμερα δεν μπορεί να καυχηθεί ότι μας έχει προσφέρει έναν δίσκο σαν το Αγάπες Μου Παλιές τα τελευταία 10 χρόνια.  



19 Μαρτίου 2021

Μιχάλης Καλογεράκης & Απόστολος Κίτσος: Κάτι Παράξενο [δισκοκριτική, 2017]


Μέσα στον Μάρτη, μαθαίνω, έρχεται ένα νέο ΕΡ από τον Μιχάλη Καλογεράκη, πάνω στην ποιητική συλλογή του Νίκου Φιλντίση Όλα Τα Αδέσποτα Γατιά του Ονείρου Μου. Ουσιαστικά, δηλαδή, θα κυκλοφορήσει το βιβλίο (από τη Μικρή Άρκτο), συνοδεία ενός ένθετου CD όπου ο Καλογεράκης θα μελοποιεί και θα τραγουδά 3 από τα ποιήματα, σε ενορχήστρωση Θάνου Καλέα και παραγωγή του Παρασκευά Καρασούλου. 

Ο Μιχάλης Καλογεράκης δρα συνήθως μαζί με τον αδερφό του Παντελή, γι' αυτό και όσοι τους γνωρίζουν τους λένε συνήθως «Τα Καλογεράκια». Όπως δείχνει και το επώνυμό τους κατάγονται από την Κρήτη και ανήκουν στη φουρνιά μουσικών που ξεχώρισαν κατά την 4η Ακρόαση της Μικρής Άρκτου (2013). Πρωτοέγιναν γνωστοί έπειτα, μέσω της Μαρίας Φαραντούρη, την οποία και συνόδευσαν σε συναυλίες το 2017. Αλλά το καλλιτεχνικώς αξιοπρόσεκτο συνέβη προς τα τέλη εκείνης της χρονιάς, όταν ο Μιχάλης Καλογεράκης έβγαλε το άλμπουμ Κάτι Παράξενο, με βασικό ερμηνευτή τον Απόστολο Κίτσο –«κάνοντας τα συνήθως στάσιμα κλαδιά του έντεχνου να αναριγήσουν», όπως παρατήρησε και ο φίλος (και συνοδοιπόρος άλλοτε στα μουσικά) Δημήτρης Μεντές.

Το Κάτι Παράξενο ίσως δεν ήταν πολύ παράξενο, διέθετε όμως ένα «κάτι» που δεν το βρίσκεις συχνά στο μετά τον Βραχνό Προφήτη έντεχνο. Γι' αυτό δεν είναι τυχαίο ότι τράβηξε την προσοχή και πέρα από τα «σύνορα» του τελευταίου, λαμβάνοντας λ.χ. μια πολύ καλή κριτική στο MiC από τον Άρη Καραμπεάζη (δείτε εδώ). Η δική μου κριτική γράφτηκε για λογαριασμό του Avopolis και, δοθείσης της άνωθεν αφορμής, αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

Μένουν βέβαια κάμποσα να αποδειχθούν από αυτές τις «νέες δυνάμεις», πόσο μάλλον σε έναν χώρο που εδώ και κάμποσα πια χρόνια δεν πατάει καλά στα πόδια του. Αν είναι όμως να υπάρξει κάποιο μέλλον, πιστεύω ότι θα φανεί από τέτοιους δημιουργούς, που έχουν διάθεση να συνεχίσουν τον διάλογο εντοπιότητας και Δύσης, ο οποίος τροφοδότησε τις μεγάλες ημέρες της συγκεκριμένης σχολής του ελληνικού τραγουδιού.


Κάποιες εκατοντάδες δίσκοι συνεχίζουν να βγαίνουν κάθε χρόνο στη χώρα μας, παρά τους γενικά χαλεπούς καιρούς· όμως το μήνυμα είτε βραχυκυκλώνει και χάνεται –φτάνοντας μόνο σε όσους σκάβουν συστηματικά κάτω από την επιφάνεια– είτε η όλη φάση θυμίζει εκείνο το παλιό τραγούδι του Bruce Springsteen που λέει «57 channels and there's nothing on». Ακόμα πάντως και σε ένα τόσο κατακερματισμένο σκηνικό, ο συνθέτης Μιχάλης Καλογεράκης δεν έπεσε ξαφνικά από τον ουρανό, ως μάννα ή τέλος πάντων ως κάτι παράξενο: με τον αδερφό του Παντελή είχε ήδη καταθέσει το άλμπουμ Προσωπικό το 2016, δουλειά σε έντεχνο ύφος, με μελοποιήσεις ποιημάτων, τίμια σε όλα της μα με μια κάποια δυσκολία να δημιουργήσει (αποτελεσματική) αναταραχή σε νερά λιμνάζοντα. 

Αλλά στο Κάτι Παράξενο η συνταγή (παρ)εκτρέπεται, με προφανή καταλύτη την Τέταρτη Ακρόαση της Μικρής Άρκτου (2013), όπου ο Καλογεράκης γνώρισε τον τραγουδοποιό Απόστολο Κίτσο. Κι έτσι, ενώ φαινομενικά ο συνθέτης συνεχίζει τις αναζητήσεις του στη μελοποιημένη ποίηση, η πορεία του συδαυλίζεται και υπονομεύεται ταυτόχρονα από την έντονη παρουσία του Κίτσου στον ενορχηστρωτικό και ερμηνευτικό τομέα. Ο οποίος αυτοανατρέπεται κι εκείνος με τη σειρά του, αφού ο τυπικός τραγουδοποιός της εποχής μας –που τρέχει να προλάβει με κάμποσα καρπούζια κάτω από δυο όλες κι όλες μασχάλες– αφήνει τις τύχες της μουσικής και των στίχων σε χέρια τρίτων. 

Ασφαλώς, το παιχνίδι που παίζουν οι δύο νεαροί δημιουργοί μεταξύ τους δεν θα μας απασχολούσε αν δεν αποτελούσε «καύσιμο» για έναν δίσκο πραγματικά ξεχωριστό, που μπαμ-μπουμ, μέσα σε 20 περίπου λεπτά, με μόλις 5 τραγούδια + 2 ορχηστρικά, έρχεται να σε εκπλήξει και να σε καταπλήξει, απορρέοντας ό,τι τόσοι και τόσοι ψάχνουν στη δισκογραφία, μα όλο και πιο σπάνια βρίσκουν: φρεσκάδα. Η οποία τρέχει στις καθάριες, στρογγυλές και καλά ισορροπημένες ερμηνείες του Κίτσου, μα οφείλει πολλά και στον τρόπο με τον οποίον κινούνται η σύνθεση και οι ενορχηστρώσεις.

Αυτή η μαγική λέξη «φρεσκάδα» κυριαρχεί στο Κάτι Παράξενο, απαλύνοντας ακόμα και όσα σημεία μπουρδουκλώνονται λίγο στις αναζητήσεις τους. Μάλιστα, η μικρή διάρκεια σιγοντάρει τον ενθουσιασμό, γιατί προκαλεί την εντύπωση ότι η δόση δεν ήταν αρκετή, οπότε οι επαναλήψεις διαδέχονται η μία την άλλη, με το πλήκτρο να κολλάει ιδιαίτερα στο ομώνυμο του δίσκου τραγούδι –μια κοφτερή αιχμή στο όραμα που έχουν(;) οι δύο συνοδοιπόροι, η οποία πολύ σωστά έγραψε ο Άρης Καραμπεάζης στη δική του κριτική για το MiC ότι σε βάζει φτου κι από την αρχή «στο trip ιδεολογικής (ίσως και ιδεοληπτικής) μανίας σκέψεων γύρω από το τι είναι (και κυρίως τι δεν είναι) έντεχνο και γιατί μας ενοχλεί τόσο πολύ». 

Τον Άρη νομίζω βέβαια ότι τον ενοχλεί περισσότερο από μένα η όλη ιστορία, είναι πάντως μια παρατήρηση με θαυμαστή ακρίβεια. Γιατί στο Κάτι Παράξενο βρίσκουμε το έντεχνο τραγούδι όπως θα το θέλαμε να ηχεί όσοι το αγαπήσαμε με τους δίσκους του Μάνου Χατζιδάκι, με τα ερωτικά του Μίκη Θεοδωράκη, με τη ματιά του Σταύρου Ξαρχάκου ή του Δήμου Μούτση και όχι με τις ασκήσεις ύφους των μικρών ή/και ανάξιων επιγόνων τους: στον δικό του ορίζοντα δοσμένο, ναι, με τη γνωστή μανία για τον ελλειπτικό και αφαιρετικό λόγο με τον οποίον αποδομεί/αναδομεί τον έρωτα, αλλά με το μέτρο εκείνο που διακρίνει καθοριστικά τη θλίψη από τη μίρλα, ακομπλεξάριστα λόγιο αντί για στεγνώς ακαδημαϊκό και ενορχηστρωτικώς κομψό, κόντρα στη συνήθως άχαρη χωροταξία 1970s κιθάρων με Σταμάτη Κραουνάκη σε κλάσικ συνταγή και ολίγη από τζαζοσουίνγκ ως πασπάλισμα «νεότητας». 

Κλείνω σημειώνοντας την καλή Έλλη Πασπαλά στο "Ερωτικό (Καληνύχτα)" –παρουσία που επίσης λείπει από την έντεχνη δισκογραφία– την εξαιρετική σημασία του στίχου «το νιώθω πως η νέα μου ζωή/τη ρότα της παλιάς μου έχει πάρει» ("Κάτι Παράξενο") σε ένα είδος τραγουδιού που ενώ παραμένει στιχοκεντρικό φυλλοροεί διαρκώς στο συγκεκριμένο πεδίο με πλήθος αστοχίες εδώ και 15+ χρόνια τουλάχιστον, αλλά και το γεγονός ότι δεν θα βρείτε πιο αληθώς πολιτικό στίχο από εκείνο «Το ξέρουν όσοι φτιάχνουνε κλουβιά/τα κάγκελα πως πρέπει να χρυσώνουν» ("Λουξεμβούργο"), σε μια εποχή όπου ακόμα και τα εκτός playlist ραδιόφωνα ευαγγελίστηκαν ως πολιτικοποίηση φωνασκίες τύπου «Κι άμα τα πάρω, θα πάρω φόρα/θα σας ρημάξω στις κλοτσιές στην ανηφόρα».



18 Μαρτίου 2021

Κωνσταντίνα Τεντόγλου: Παράξενες Λιακάδες [δισκοκριτική, 2019]


Ένα από τα τραγούδια που θα παίξει στη μεθαυριανή Συχνοτική Συμπεριφορά (the Εν Πλω edition) είναι και η "Μπόρα" του Μάκη Καβούκα, ερμηνευμένη από την Κωνσταντίνα Τεντόγλου. Ένα κομμάτι για «αγαπημένες συννεφιές» και «παράξενες λιακάδες», το οποίο αντανακλά πετυχημένα την αίσθηση που πάντα μου άφηνε ο Μάρτης, αλλά και ο Απρίλης: η Άνοιξη κοντοζυγώνει στην Ēostre/Ôstara υπόστασή της –τα σημάδια βρίσκονται παντού– αλλά δεν είναι κι ακόμα παρούσα στη μεσογειακή της πληρότητα, όπως λ.χ. συμβαίνει τον Μάη.

Πρόκειται για τραγούδι που «εδρεύει» Κοζάνη, όπως και ο δημιουργός, αλλά και η τραγουδίστριά του. Προέρχεται δε από έναν δίσκο που κι αυτός λέγεται Παράξενες Λιακάδες και αποτυπώνει την πιο έντεχνη πλευρά των μουσικών ανησυχιών του Μάκη Καβούκα. Τον οποίον γνωρίζω από παλιά, όταν ακόμα ήμουν φοιτητής στα Γιάννενα και είχα το μαλλί μακρύ. Πάντα «ανοιχτό αυτί», σε εποχές που ακόμα δεν ήταν τόσο αποδεκτό κάτι τέτοιο, ο Μάκης άκουγε τα έντεχνα των 1990s, αλλά είχε εμπλακεί και με το heavy metal, ενώ αγαπούσε και τους Στέρεο Νόβα –στην εξίσωση θα έμπαινε αργότερα και το χιπ χοπ.

Έχουμε πολλά χρόνια να συναντηθούμε, στα οποία το δικό μου ενδιαφέρον για το έντεχνο θάμπωσε, για τους ίδιους λόγους που κρύωσε και το ενδιαφέρον μου για την αγγλοσαξονική indie έκφραση: τόση νεφελώδης ομφαλοσκόπηση, τέτοια χλιαρότητα και τόσος ετεροκαθορισμός από πράγματα που άκμασαν σε προηγούμενες δεκαετίες, με βρίσκουν ιδεολογικά και αισθητικά αντίθετο. Παρά ταύτα τις Παράξενες Λιακάδες του τις καλοδέχτηκα, ακριβώς γιατί βρήκα ότι δεν είχαν πάψει να «ανησυχούν» δημιουργικά.

Η κριτική μου για τον δίσκο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis το 2019 και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Διαθέτοντας αυτιά ιδιαιτέρως ανοιχτά ήδη από εποχές στις οποίες κάτι τέτοιο δεν είχε ακόμα μπει στα «δεδομένα», ο Μάκης Καβούκας έδρασε κατά καιρούς σε ηλεκτρονικά, χιπ χοπ, rock, αλλά και heavy metal τοπία, υπό καλλιτεχνικά ψευδώνυμα σαν τα Eyecam, Red Rec ή Kcam ή με σχήματα σαν τους Exile Of Heaven –όσον δε αφορά τη metal διάσταση, αναζητείστε τους Blade Of Spirit από την Κοζάνη και ειδικά το "Count Dracula".

Στις Παράξενες Λιακάδες ξεδιπλώνεται ωστόσο μια διαφορετική δημιουργική του πτυχή, την οποία έρχεται να υποστηρίξει η Κωνσταντίνα Τεντόγλου, στην πρώτη της δισκογραφική κατάθεση ως βασική ερμηνεύτρια. Πρόκειται για τραγουδίστρια που επίσης «εδρεύει» Κοζάνη, έχοντας διαδρομή στις τοπικές έντεχνες/λαϊκές σκηνές. Και να μην το βρεις δηλαδή ψάχνοντας, θα το καταλάβεις άμεσα στους τρόπους, στους τονισμούς και στους χρωματισμούς της.

Δεν μπόρεσα να αποφασίσω αν είναι η Τεντόγλου που στέλνει τελικά τον δίσκο να καταταγεί στα έντεχνα ή αν είναι εξ αρχής το υλικό του, το οποίο απλώς κούμπωσε στη διαδρομή με τη φωνή που έψαχνε. Σε κάποιες περιπτώσεις έγειρα προς τη δεύτερη εκδοχή (π.χ. στη "Μπόρα", όπου κυριαρχεί ο τζουράς και εντοπίζεται ο στίχος «παράξενες λιακάδες» που προσφέρει τον ωραίο τίτλο), σε άλλες όμως είναι αλήθεια ότι έφερα κατά νου διαφορετικές ενορχηστρώσεις, πιο κοντά στην ηλεκτρονική τραγουδοποιία του Καβούκα, που με τη σειρά τους θα ζητούσαν και διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις: στα "Όνειρα" λ.χ., αλλά και στο "Θεριό", φαντάστηκα μια πιο γενναία electronica, με τα φωνητικά να «θολώνουν» (πιθανώς παραμορφωμένα;) σε δεύτερο πλάνο· χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει πάντως ότι δεν είναι μια χαρά τραγούδια και ως έχουν –τα "Όνειρα" ειδικά νομίζω είναι από τα καλύτερα του συνόλου.

Θα μου πείτε, κουβέντα να γίνεται: εσύ μπορείς να φαντάζεσαι τα μύρια, αλλά οι συντελεστές αυτό κατέθεσαν. Πράγματι. Και είναι κάτι που ισχύει σε κάθε αποτίμηση, άσχετα με τη δημογεροντική τάση της κριτικής να «συμβουλεύει» τους καλλιτέχνες στο τι «θα έπρεπε» να κάνουν. Ωστόσο, στην περίπτωσή μας, η έντεχνη ταυτότητα που φοράνε οι Παράξενες Λιακάδες προσθέτει ένα βάρος. Τις ακουμπά δηλαδή στις απολήξεις μιας παράδοσης με ιστορική διαδρομή μεγαλύτερη της ηλικίας των συντελεστών τους, άρα και σε μια ευρύτερη συζήτηση, για έναν χώρο ο οποίος πάνε χρόνια πια που ομφαλοσκοπεί και δεν περπατά καλά. Και, ως έναν βαθμό, τις αφήνει εκτεθειμένες· γιατί κι εκείνες εκφράζουν κατά βάση αυτό το αστικό τραγούδι της ιδιώτευσης σε μοναχικά και συνήθως γλυκόπικρα ξέφωτα, το οποίο αγκομαχά να αφήσει γενναίο αποτύπωμα καθώς κυλούν οι δεκαετίες.

Από την άλλη, οι Παράξενες Λιακάδες έρχονται να παίξουν αυτό το παιχνίδι με τους δικούς τους όρους. Και το δηλώνουν ήδη από το απλό, λειτουργικό και δίχως πρόσωπα εξώφυλλο, παρά τις μικροαστοχίες του artwork (το τραγούδι λέγεται "Θεριό" όπως θέλει το οπισθόφυλλο ή "Το Θεριό", όπως αναγράφεται στο συνοδευτικό ένθετο; Αντίστοιχα, η ορθογραφία θέλει να είναι "Μικρή Την Λέγαν Άνεμο" ή "Μικρή Τη Λέγαν Άνεμο";).

Οι λέξεις, πρώτα-πρώτα, δεν χάνονται σε ψευδοποιητικά αρμενίσματα και τα νοήματα μένουν ευδιάκριτα. Ο μουσικός καμβάς, επίσης, αποτυπώνεται πλουσιότερος από ό,τι βρίσκουμε συνήθως στον χώρο, αφού τα ακούσματα είναι πιο ενημερωμένα και η σύγκλιση με την εναλλακτικώς ηλεκτρική ή/και ηλεκτρονική Δύση επιδιώκεται στις ενορχηστρώσεις, αντί να μοιάζει με βραχνά ("Τόση Δα Ζωή", "Όνειρα", "Σιθωνία", "Κρύψε Νύχτα Τη Σκιά Μου"). Χωρίς μάλιστα κομπλεξισμό για το αμιγώς εγχώριο στοιχείο, αφού εδώ έχουμε –πρώτα και κύρια– έναν ελληνικό δίσκο.

Αλλά και τα όποια πρότυπα, αποτυπώνονται καλώς αφομοιωμένα: ίσως αναλογιστείς τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, μα δεν θα βρεις τίποτα το μιμητικό. Μπορεί εδώ κι εκεί να σκεφτείς την Ελευθερία Αρβανιτάκη ή τη Μελίνα Κανά σε κάποιους χρωματισμούς της φωνής, μα η Τεντόγλου παραμένει αυτόνομη, με έναν τρόπο που είναι μεν οικείος, όχι όμως και κλισέ. Αποδεικνύεται γενικά μια εκφραστική τραγουδίστρια, με άριστη άρθρωση, έστω κι αν σε κανά-δυο σημεία τη βρήκα λίγο άγουρη ως προς την ερμηνευτική της πειθώ (κυρίως στην "Ήσυχη Γιορτή", όπου βάσει των στίχων περίμενα μεγαλύτερο παλμό, καθώς και περισσότερες αποχρώσεις στις κορυφώσεις του ρεφρέν).

Κάπως έτσι, ο δίσκος έρχεται να «κάτσει» προς τη μεριά των πιο ανήσυχων πνευμάτων που επιμένουν να κορφολογούν το έντεχνο τραγούδι, ψάχνοντας να κάνουν εκ νέου επίκαιρες τις παλιές του αναζητήσεις, φέρνοντάς τις εγγύτερα σε πιο σύγχρονες ανησυχίες –τόσο μουσικές, όσο και υπαρξιακές. Οι Παράξενες Λιακάδες έχουν δηλαδή συγγένειες με τον Νίκο Χαλβατζή, με τη Μαρία Παπαγεωργίου, με τον Απόστολο Κίτσο και τους αδερφούς Μιχάλη & Παντελή Καλογεράκη. Ομολογουμένως, βαδίζουν σε ένα δύσκολο μονοπάτι, δεδομένων και των δισκογραφικών/ραδιοφωνικών καιρών στη χώρα μας. Ωστόσο, στον βαθμό που αναλογεί σε μια τέτοια απόπειρα, ο Μάκης Καβούκας και η Κωνσταντίνα Τεντόγλου δείχνουν ότι έχουν κι εκείνοι κάτι να συνεισφέρουν στις όλες ζυμώσεις.