09 Ιανουαρίου 2021

Συναντήσεις με τη Μαρία Φαραντούρη, μέρος 3 (ανταπόκριση από το Ηρώδειο, 2013)


Η τρίτη συνάντηση με τη Μαρία Φαραντούρη για την οποία κατατέθηκε κείμενο δεν ήταν εκ του σύνεγγυς, όπως η πρώτη (εδώ) και η δεύτερη (εδώ): βρισκόμασταν μεν και οι δυο μας στο Ηρώδειο, όμως εγώ καθόμουν στα δημοσιογραφικά κι εκείνη πρωταγωνιστούσε επί σκηνής, γιορτάζοντας τα 50 της χρόνια στο τραγούδι.

Η ημερομηνία έμελλε μάλιστα να υπάρξει ιστορική, αλλά για λόγους που δεν είχαν να κάνουν με τη συναυλία: ήταν 17/9/2013, με τη Φαραντούρη να μας αποχαιρετά λίγο πριν τα μεσάνυχτα –την ώρα περίπου που η Χρυσή Αυγή Νίκαιας έστηνε καρτέρι στον Παύλο Φύσσα· τα νέα της δολοφονίας του, θα με πρόφταιναν λίγο αφού επέστρεψα σπίτι.

Η συναυλία εκείνη της Φαραντούρη είχε Διονύση Σαββόπουλο σε ιπποτικό χειροφίλημα, είχε Σαβίνα Γιαννάτου & Έλλη Πασπαλά να φέρνουν μπαλόνια, είχε τον Μίκη Θεοδωράκη στην πρώτη γραμμή των θεατών, αλλά και τον Αλέξη Τσίπρα με τον Φώτη Κουβέλη λίγο πιο πίσω, σε μια περίοδο που διήγαν βίους δραστήριους μα παράλληλους στην πολιτική ζωή: ο ένας ως ανατέλλων αστέρας της αντιπολίτευσης, ο άλλος σε εποχές ΔΗΜ.ΑΡ., να έχει προ λίγων μόλις μηνών άρει τη στήριξή του στην κυβέρνηση Αντώνη Σαμαρά.

Η ανταπόκριση της βραδιάς δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές. Θα υπήρχε εντωμεταξύ και μια τέταρτη συνάντηση με τη Φαραντούρη, αρκετά χρόνια αργότερα –στις 2 Δεκεμβρίου 2018, όταν ήρθε καλεσμένη δική μου και του Στυλιανού Τζιρίτα στο ραδιόφωνο, για τη Συχνοτική Συμπεριφορά εκείνης της Κυριακής στους 105,5 Στο Κόκκινο (αφορμή ήταν τότε ο δίσκος Beyond The Borders). Δυστυχώς δεν έχω την εκπομπή για να την αναρτήσω, υπάρχει πάντως σωσμένη στο αρχείο του σταθμού (καθώς έχει αναμεταδοθεί και επί πρώτης καραντίνας), το οποίο σχεδιάζεται να γίνει και δημόσια προσβάσιμο, κάποια στιγμή στο εγγύς μέλλον.

*οι κάτωθι φωτογραφίες είναι της Ντιάνας Καλημέρη και έχουν τραβηχτεί από τη βραδιά του Ηρωδείου


Οι συναυλίες της Μαρίας Φαραντούρη έχουν έναν στατικό, άκαμπτο κώδικα, που κάνει τους νέους και νεότερους από μας να ασφυκτιούμε. Συμβαίνουν σε χώρους με βαρύ πρόσημο κουλτούρας, σαν το Ηρώδειο καλή ώρα· εκφράζονται με ενορχηστρώσεις υπερβολικά στρογγυλοποιημένες και με οργανοπαίκτες μισό (θαρρείς) βήμα πριν μετεξελιχθούν σε ευρωπαϊκό σύνολο κλασικής μουσικής· και απευθύνονται σε πολλούς μεσόκοπους, αλλά του πιο χαλαρού στιλ, όσους δηλαδή θα παντρέψουν τα ακριβά τους ρούχα με ατάκες τύπου «προέρχομαι άλλωστε από την Αριστερά» –το πού βρίσκονται πλέον, παραμένει βεβαίως θολό... Κι όμως! Αντί να σκας στη φορμόλη, φεύγεις από τα λάιβ της Φαραντούρη με αίσθηση ανάτασης. Κι έτσι συνέβη και προχθές, στη γιορτή που έστησε για τα 50 χρόνια της στο τραγούδι.   

Αιτία γι' αυτήν την ανάταση είναι η ίδια η Φαραντούρη. Η οποία όχι μόνο δίνει υπόσταση στον παραπάνω κώδικα, πείθοντάς σε ότι υπάρχει αιτία που τα πράγματα είναι πάντα τόσο σοβαρά επί σκηνής, μα τον σπάει κατά σημεία απλά και μόνο με τη δύναμη και την πειθώ της φωνής της. Μιας φωνής εκπληκτικής και στο νυν ηλικιακό φάσμα, σπουδαίας, εμβληματικής. 

Το αποδείκνυε άλλωστε (το εμβληματικό της συζήτησης) και η σειρά επωνύμων που στελέχωσε τις μπροστινές θέσεις στο γεμάτο μα όχι και κατάμεστο Ηρώδειο: ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κ. Αλέξης Τσίπρας, ο πρόεδρος της Δημοκρατικής Αριστεράς κ. Φώτης Κουβέλης, βουλευτές των δύο κομμάτων, η Ελένη Καραΐνδρου λίγο πιο πίσω. Και μπροστά-μπροστά, τοποθετημένος σε ειδική καρέκλα, ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο μόνος που θα έκλεβε την παράσταση από τη Φαραντούρη, εκεί στο encore (δείτε και το βίντεο στο τέλος του κειμένου), όταν πήρε ένα μικρόφωνο και από τη θέση του είπε μαζί της την "Άρνηση (Στο Περιγιάλι Το Κρυφό)", τιμώντας έτσι το κορίτσι που μισό αιώνα πριν τον ακολούθησε στο δημιουργικό του όραμα, γενόμενη –μέσω βεβαίως του έργου του– μία από τις σημαντικότερες Ελληνίδες τραγουδίστριες.  

Φυσικά και θα έπαιζε ό,τι έκανε περισσότερο κέφι η Φαραντούρη σε μια τέτοια γιορτή. Αυτό άλλωστε ήταν και το ωραίο της βραδιάς, ότι θα χωρούσαν και τραγούδια που δεν τα ακούς συχνά στις συναυλίες της –σαν το "Δίπλα Στη Θάλασσα" λ.χ., το "Ήταν Καμάρι Της Αυγής" ή τις εκλογές από τη λησμονημένη (όπως η ίδια δήλωσε) Εποχή Της Μελισσάνθης (1980). Κατά τα άλλα, πρωταγωνίστησαν συνήθεις ύποπτοι: ο "Εφιάλτης Της Περσεφόνης", το "Ποιος Τη Ζωή Μου", ο "Γερο-Νέγκρο Τζιμ", το "Μέρα Μαγιού Μου Μίσεψες", το "Σαν Τον Μετανάστη" κ.ά. Τραγούδια τα οποία απέδωσε θαυμάσια. 

Ειδικά στον "Γερο-Νέγκρο Τζιμ" και στο "Μέρα Μαγιού Μου Μίσεψες" η φωνή της έγινε βροντή και έσεισε το Ηρώδειο. Κουβάλησε μέσα της το ιστορικό βάρος μιας σκοτεινής περιόδου διχασμού μα και το αγωνιστικό πνεύμα της Αριστεράς εκείνων των χρόνων, το κουβάλησε όμως με όχημα τον καθημερινό Άνθρωπο και όχι την Ιδεολογία, πιάνοντας έτσι και τους ακροατές των οποίων οι πολιτικές συμπάθειες βρίσκονται στην «εχθρική» όχθη. (Και) γι' αυτό είναι σπουδαία τραγουδίστρια η Φαραντούρη, γιατί στην ερμηνευτική της ωριμότητα βρήκε τον τρόπο να μετριάσει τον στόμφο της νεότητας δίχως να απεκδυθεί την ουμανιστική πλευρά του πολιτικού οράματος που έβαζε τότε φωτιά στις φωνητικές της χορδές. 


Υπό μία τέτοια οπτική, ίσως έπρεπε λοιπόν να τραγουδήσει ούτως ή άλλως το "Γελαστό Παιδί" (ακούστηκε μόνο σε βίντεο απόσπασμα, από τα παλιά), γιατί σε μέρες σαν και τις δικές μας –με τη Χρυσή Αυγή να βρίσκεται στο Κοινοβούλιο, αντί για την παρανομία– χρειάζεται να υπογραμμίζεται εμφατικά η αδιαφορία προς την ανθρώπινη ζωή που χαρακτηρίζει συλλήβδην τους νεοφασιστικούς σχηματισμούς· αδιαφορία η οποία ενσαρκώθηκε με μια βάρβαρη δολοφονία, λίγα μόλις λεπτά αφού είχε τελειώσει η συναυλία. Δεξιοί και Αριστεροί έχουμε ακόμα πολλά πράγματα να χωρίσουμε και οι μέρες της Κρίσης δυστυχώς δεν βοηθούν στο να αλλάξει αυτό. Κάτι όμως πρέπει να μάθαμε ρε γαμώτο από εκείνες τις μέρες, ώστε τουλάχιστον να μπορέσουμε να κρατήσουμε μια ενιαία στάση απέναντι στην ασυδοσία των Νεοναζί. 

Το λάιβ είχε βέβαια και καλεσμένους. Ήρθε η Έλλη Πασπαλά και η Σαβίνα Γιαννάτου κουβαλώντας μια αρμαθιά λευκά μπαλόνια η καθεμιά, ήρθε και ο Διονύσης Σαββόπουλος, κομίζοντας κόκκινο τριαντάφυλλο και ιπποτικό χειροφίλημα. Οι δύο πρώτες υπήρξαν μετρημένες και εγκρατείς, μα έδωσαν το στίγμα τους –ιδιαίτερα με τη διασκευή στο "Gracias A La Vida" της Violetta Parra· ο δεύτερος στάθηκε πράγματι απολαυστικός κάνοντας ντουέτο με τη Φαραντούρη στο "Caruso" του Lucio Dalla, γενικά όμως ήταν ο κοσμικός Νιόνιος των Ηρωδείων και των Μεγάρων κι όχι εκείνος ο εκπληκτικός Σαββόπουλος που είδαμε πρόσφατα (Μάρτιος 2013) στη σκηνή του Gagarin. 

Τέλος, στο "Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ" πήρε το μικρόφωνο η μικρή Ελενίτσα με το άσπρο φορεματάκι της, καταχειροκροτούμενη για την παρρησία, την πόζα και το σθένος με το οποίο μας το είπε. Μπορεί να έλειψε η αρτιότητα και η βιωματική επαφή με τα λόγια, έλαμψαν όμως άλλες ποιότητες· παρατήρησα μάλιστα και τον Θεοδωράκη να κάνει μια κίνηση επιδοκιμασίας. 

Πριν κάποια χρόνια, είχα δει τη Φαραντούρη στο Κάστρο της Καλαμάτας, παρέα με τον φίλο Διονύση Κοτταρίδη και τη (νυν) σύζυγό του Άντυ. Και έχει εντυπωθεί στη μνήμη μου μια ανατριχιαστική εκτέλεση στην "Ελένη", με την ερμηνεύτρια να ιδροκοπά στην καλοκαιρινή ζέστη, μα να προσφέρει ψυχή και σώμα στους στίχους «Να πεθαίνεις για την Ελλάδα είναι άλλο, κι άλλο εκείνη να σε πεθαίνει». Στη συναυλία της Τρίτης η "Ελένη" δεν έδωσε το παρών, το έδωσε όμως η στόφα με την οποία την τραγούδησε η Φαραντούρη στην Καλαμάτα, διαχυμένη σε μια σειρά επιλογών από 50 χρόνια λαμπρής θητείας.



08 Ιανουαρίου 2021

Συναντήσεις με τη Μαρία Φαραντούρη, μέρος 2 (2010)


Η δεύτερη συνάντηση με τη Μαρία Φαραντούρη δεν είχε το εύρος συζήτησης της πρώτης (δείτε εδώ), καθώς η κουβέντα μας περιστράφηκε λίγο-πολύ γύρω από τη σχέση της με την τζαζ. Αφορμή, άλλωστε, στάθηκε η συναυλιακή της σύμπραξη με τον Charles Lloyd και τους μουσικούς του στο Ηρώδειο (Ιούνιος 2010). 

Δεν χρειάστηκε επίσης σχεδιασμούς διαδρομής ως την Εκάλη: κλείσαμε ραντεβού στο Κολωνάκι, στο πολιτικό γραφείο που διατηρούσε εκεί ο σύζυγός της Τηλέμαχος Χυτήρης –με τον οποίον μάλιστα συστηθήκαμε κιόλας, ανταλλάσσοντας χειραψία.

Μου έκανε εντύπωση ότι η Φαραντούρη με θυμήθηκε καθώς μιλούσαμε, ρωτώντας με αν είχαμε ξανασυναντηθεί κάποια χρόνια νωρίτερα. Στην κουβέντα μας, κατά τα λοιπά, μου διηγήθηκε για το πώς απόκτησε σχέση με την τζαζ, για το πώς γνωρίστηκε με τον Charles Lloyd στη Σάντα Μπάρμπαρα (2002), ενώ μου μίλησε και για τον θαυμασμό της προς τη Nina Simone και την Ella Fitzgerald. Προέβλεψε επίσης ότι το επόμενο «μεγάλο» στην ελληνική μουσική θα γεννηθεί ανάμεσα σε μικρούς πυρήνες, σε μικρά στέκια.

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που δινόταν τότε ως promo στον Τύπο


Πώς συναντηθήκατε με τον Charles Lloyd;

Συνέβη πίσω στο 2002, όταν, στη διάρκεια μιας περιοδείας μου στην Καλιφόρνια, τον έφερε στη συναυλία μου στη Σάντα Μπάρμπαρα ένας φίλος του Έλληνας, Έλληνας της Αμερικής. «Έλα ν' ακούσεις λίγη ελληνική μουσική», του είπε, καθώς σε εκείνη τη συναυλία, εκτός από τα γνωστά τραγούδια του Μίκη, είχα στο πρόγραμμά μου και ρεμπέτικα και ηπειρώτικα. Του άρεσε λοιπόν πάρα πολύ, γνωριστήκαμε κι έκτοτε συνδεθήκαμε. 

Τι να πρωτοπώ για τον Charles Lloyd, είναι μια τόσο μεγάλη φυσιογνωμία. Γνώση, ταλέντο, ευαισθησία... Ένας άνθρωπος που βρέθηκε σε μια εποχή και πολύ δύσκολη –λόγω του ρατσισμού εκείνων των χρόνων στην Αμερική– αλλά και άκρως δημιουργική.

Από εκείνη όμως τη γνωριμία στη Σάντα Μπάρμπαρα, ως τη ζωντανή σας συνεύρεση στο Ηρώδειο αυτή την Παρασκευή δεν έχει μεσολαβήσει κενό, έτσι δεν είναι; 

Όχι. Το 2005 ο Charles έτυχε να έρθει στην Ελλάδα, στα πλαίσια κάποιου φεστιβάλ, και με πήρε τηλέφωνο να πω δύο τραγούδια, ως καλεσμένη. Έτσι ανεπίσημα εμφανίστηκα κι άλλες φορές σε συναυλίες του. Τον Νοέμβριο του 2007 ας πούμε στο Παλλάς, όπου έπαιξε παρέα με τον Zakir Hussain και τον Eric Harland· ή πέρυσι τον Οκτώβριο στο φεστιβάλ τζαζ της Χαϊδελβέργης και αμέσως μετά στη Θεσσαλονίκη, στα Δημήτρια.  

Γιατί επιμείνατε στον ανεπίσημο ρόλο της καλεσμένης, σε όλες τις παραπάνω περιστάσεις; 

Γιατί δεν ήθελα να μπερδέψω τον κόσμο. Επρόκειτο για συναυλίες του Charles, όπου ευχαρίστως συμμετείχα αποσπασματικά. Αν ήταν όμως να κάναμε κάτι από κοινού, το ήθελα καλά προετοιμασμένο και οργανωμένο –όπως τώρα. Αρχίσαμε να δουλεύουμε προς μια τέτοια κατεύθυνση αμέσως μετά τα περσινά Δημήτρια. 

Η συναυλία σας στο Ηρώδειο είναι πραγματικά κάτι το ξεχωριστό: και εσείς θα εισέλθετε στον free jazz κόσμο του Lloyd, αλλά κι εκείνος θα έχει την ευκαιρία να ταξιδέψει στην ελληνική μουσική... 

Το ένα μέρος της συναυλίας θα είναι οι μπαλάντες του Charles, σε μία από τις οποίες έβαλε λόγια η Αγαθή Δημητρούκα. Ο ίδιος ο Charles επέμεινε σε μια τέτοια προσέγγιση, καθώς του άρεσε πολύ η φωνή μου. Είπε λοιπόν –μιας και δεν γράφει τραγούδια, όπως ξέρετε– πάρε αυτό κι αυτό και βάλε δικούς σου στίχους, όποιους σου αρέσουν. Δεν ήθελα όμως να κάνουμε κατάχρηση κι έτσι φτιάξαμε μόνο ένα. Θα πω και μία ακόμα μπαλάντα στα αγγλικά, το “Blow Wind”, καθώς και μια προσευχή, μόνο με φωνητικά και το σαξόφωνό του. 

Θα έχουμε επίσης το "Ταξίδι Στα Κύθηρα" της Ελένης Καραΐνδρου σε μια free jazz διασκευή, το "Caravan" του Duke Ellington, το "Κράτησα Τη Ζωή Μου" του Μίκη Θεοδωράκη –το οποίο αρέσει πολύ στον Charles και ήδη το έχει εντάξει στο ρεπερτόριό του. Το άλλο μέρος της συναυλίας θα είναι μια σουίτα, την οποία έγραψε ο Τάκης Φαραζής, όπου θα συμμετάσχει και ο Σωκράτης Σινόπουλος με τη λύρα του. Με χαρακτήρα ενός μικρού πανοράματος της ελληνικής μουσικής: φανταστείτε το κάπως σαν το απόσταγμα αιώνων, ένα ελληνικό «χαλί» όπου θα πατήσει ο Lloyd και οι μουσικοί του ώστε να αυτοσχεδιάσουν. Θα ξεκινά με έναν παλαιοχριστιανικό ύμνο και κατόπιν θα περνά σε θέματα της δημοτικής μας παράδοσης, τραγούδια του Μίκη κ.ά. 

Εσείς αλήθεια, στην εποχή σας, πώς αποκτήσατε σχέση με την τζαζ;

Είχα την ευκαιρία όταν βρισκόμουν στο εξωτερικό. Με το που τελείωνα δηλαδή τις συναυλίες μου εκεί, στο Παρίσι για παράδειγμα ή στη Γερμανία, έτρεχα αμέσως στα τζαζ clubs! Μου άρεσαν καταρχήν οι τραγουδίστριες –από αυτές παρασυρόμουνα– και είχα την τύχη να δω και να γνωρίσω τη Nina Simone, την Ella Fitzgerald. Ήμουν ανοιχτή, αλλά το αισθανόμουν και ως ανάγκη. 

Μου αρέσει πολύ η τζαζ, πέρα δηλαδή από την κλασική. Γι' αυτό την παρακολούθησα και κατόπιν, όταν άλλαξε και δεν χρειαζόταν πια τους τραγουδιστές και τις μεγάλες ορχήστρες. Ο Charles Lloyd είναι κομμάτι αυτής της αλλαγής, ας πούμε. 

Αναμένεται και η διεθνής κυκλοφορία της βραδιάς στο Ηρώδειο με τον Lloyd, σωστά; 

Ναι, θα κυκλοφορήσει από την ECM. Ο Manfred Eicher βρίσκεται ήδη στην Αθήνα και παρακολουθεί τις πρόβες, δίνοντάς μας και γνώμες. Θεωρώ πολύ σημαντική την ευκαιρία που μου προσφέρεται να ξεναγήσω ένα διεθνές συγκρότημα τέτοιου βεληνεκούς στο ελληνικό μουσικό τοπίο. Αισθάνομαι υπερήφανη, γιατί η ελληνική μουσική δεν έχει παιχτεί ποτέ ως τώρα από τόσο μεγάλους παίκτες –εξαιρουμένης της "Μισιρλού". Για μένα αποκτά κι ένα επιπλέον νόημα μια τέτοια διεθνής κυκλοφορία, σε μέρες όπου όλοι μας βρίζουν και μας θεωρούν τεμπέληδες. Η Ελλάδα έχει κι αυτή την ιστορία της και την κουλτούρα της. 

Σας ανησυχεί αυτή η εποχή, στην οποία μας αποκαλούν τεμπέληδες; Τι πιστεύετε ότι μας οδήγησε ως εδώ;

Μας οδήγησε η έλλειψη παιδείας και η εγκατάλειψη του πολιτισμού μας. Όταν μία κοινωνία βάζει υπεράνω όλων το κέρδος και τις καταναλωτικές αξίες, οδηγείται μοιραία σε αδιέξοδο. Δεν ιεραρχεί σωστά τα πράγματα. Τώρα θα περάσουμε πολύ δύσκολες στιγμές κι ελπίζω να ανακαλύψουμε ξανά τι στήριγμα προσφέρει σε τέτοιες περιστάσεις η τέχνη και γενικότερα η πνευματική ζωή. 

Πρέπει πάντως και η πολιτεία, οι θεσμοί γενικά, να δείξουν ευαισθησία. Δεν ξέρω πώς, γνωρίζουμε πια όλοι ότι τα λεφτά είναι λιγοστά. Αλλά πρέπει πιστεύω να ευαισθητοποιηθούν ως προς τον πολιτισμό. Δεν εννοώ να χτίζουν θέατρα και τέτοια πράγματα, μιλάω για το τι παρέχεται επισήμως ως παιδεία. 

Και πέραν βέβαια του πολιτισμού, θα πρέπει να αγρυπνά ώστε να διορθώνει τις αδικίες. Μπορεί τα μέτρα να μας επιβάλλονται από έξω, όμως η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται εδώ και πρέπει να εξασφαλίσει ότι όλος ο κόσμος θα πρέπει και κάπως να ζει. Θέλω να πιστεύω ότι δεν είναι όλοι οι πολιτικοί μας ίδιοι. Ότι υπάρχουν ανάμεσά τους και νέα μυαλά, με ειλικρίνεια και με ευαισθησία. 

Βλέπετε επομένως την Κρίση και ως μία ευκαιρία να αποκτήσουμε ξανά επαφή με πράγματα τα οποία κακώς παραγκωνίσαμε...

Ακριβώς! Επαφή με αληθινά πράγματα, όχι με περιττά και φαντασμαγορικά... Νομίζω ότι θα επιστρέψουμε στην ουσία. Αναμένω να το δω και στη μουσική δημιουργία· θα το επιβάλλει ο ψυχισμός της εποχής και θα βρεθούν έτσι και οι εκφραστές του. Και όταν θα εμφανιστούν, θα πρέπει να υποστηριχθούν. Θα πρέπει κι ο κόσμος να ξαναβάλει τη δημιουργία στην καθημερινότητά του, είτε το κάνει μέσω της παρέας του, είτε μέσω των δυνατοτήτων του ίντερνετ ας πούμε. Σε μικρά στέκια, σε μικρούς πυρήνες, θα γεννηθεί το επόμενο μεγάλο.

Ποιους παρακολουθείτε εσείς από τη νέα γενιά με ενδιαφέρον; 

Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι ξέρω όλα όσα κάνει η γενιά των 30άρηδων και των 25άρηδων. Επειδή όμως μετέχει και ο γιος μου ο Στέφανος σε συγκρότημα, έχω πρόσβαση σε διάφορα ενδιαφέροντα πράγματα από αυτή την πιο εναλλακτική έκφραση του σήμερα. Μου άρεσε ας πούμε η Μόνικα. Πρόκειται πράγματι για μια φρέσκια παρουσία και πιστεύω ότι υπάρχουν κι άλλα εξίσου καινούρια και όμορφα πράγματα. 

Παρατηρώ ότι έχετε βγάλει πολλά ζωντανά ηχογραφημένα άλμπουμ το τελευταίο διάστημα. Δεν σας έχει λείψει να βγάλετε έναν στούντιο δίσκο, με καινούρια τραγούδια, ίσως ενός νεότερου δημιουργού;

Τι ωραία θα 'τανε... Μου έρχονται διάφορες ιδέες, αλλά μέχρι να υλοποιηθούν θέλουν καιρό. Κάναμε βέβαια το καλοκαίρι το Ο Έρωτας Πεθαίνει Τραγικά με τον Γιώργο τον Λαζαρίδη, θα ήταν ωραία αν έμπαινε μπροστά για να δισκογραφηθεί. Όμως νομίζω ότι ο Λαζαρίδης θέλει να κάνει κάτι καινούριο, τον ενδιαφέρει, ως νέο άνθρωπο –είναι 30άρης– να εκφράσει αυτό το σήμερα που λέγαμε και πριν. 

Κατά τα άλλα απολαμβάνω τις συναυλίες. Προσπαθώ πάντα, με νέους μουσικούς, να προσεγγίζω με τρόπο φρέσκο πράγματα τα οποία και τα αγαπώ μα και τα θεωρώ ως πηγές ανεξάντλητου πλούτου. Η σχέση μας μαζί τους μπορεί να αλλάζει, μπορεί να περνάνε εποχές όπου δεν τους δίνουμε αρκετή σημασία, όμως τα θεωρώ αναλλοίωτα στον χρόνο. 

Η σύμπραξη με τον Lloyd πρόκειται να εκδοθεί υπό την ECM, όπως είπαμε, ενώ νομίζω πως στο πρόγραμμα βρίσκεται και το αφιέρωμα στον Μίκη Θεοδωράκη στο Μέγαρο, αλλά και το φωνητικό τρίο που κάναμε με την Έλλη Πασπαλά και τη Σαβίνα Γιαννάτου. 



06 Ιανουαρίου 2021

Συναντήσεις με τη Μαρία Φαραντούρη, μέρος 1 (2008)


Πίσω στις ακόμα ξένοιαστες εποχές του 2007-2008, όταν στήσαμε το Avopolis Greek με ένα ολιγάριθμο μα αφοσιωμένο επιτελείο συνεργατών (με το οποίο θέλω να πιστεύω ότι θα μας συνδέει για πάντα αυτή η μικρή περιπέτεια κι ας έχουμε πια σκορπίσει), η Μαρία Φαραντούρη έμοιαζε ως ιδιαίτερα απλησίαστος στόχος: ήταν εκ των πραγμάτων δύσκολο να εντοπίσεις μια τόσο αεικίνητη ερμηνεύτρια με διεθνές προφίλ, πόσο μάλιστα για μια συνέντευξη σε ένα ιντερνετικό μέσο έξω από την «εμβέλεια» στην οποία ήταν συνηθισμένη.

Ωστόσο το βραβευμένο στη Γερμανία άλμπουμ Way Home (2007) έδωσε μια καλή αφορμή. Και μέσω της πολύτιμης μεσολάβησης της Μαίρης Μπρατάκου, δέχτηκε τον Απρίλιο του 2008 να συναντήσει εμένα και τον φίλο και συνάδελφο  Διονύση Κοτταρίδη, προσκαλώντας μας στο σπίτι της στην Εκάλη.

Το να πάμε βέβαια στην Εκάλη δεν ήταν καθόλου εύκολο σε μια εποχή που ούτε ο Διονύσης είχε αμάξι, καταφέραμε όμως και φτάσαμε στην ώρα μας. Αλλά η Φαραντούρη δεν ήταν εκεί, καθώς είχε κανονίσει να μας δει επιστρέφοντας από αεροπορικό ταξίδι, με αποτέλεσμα να πέσει έξω στον χρόνο του ραντεβού λόγω μικρής καθυστέρησης στην πτήση. Περιμένοντας, πάντως, γνωρίσαμε τον Τιμολέοντα Βερέμη, ο οποίος πλέον σταδιοδρομεί ως Leon Of Athens, αλλά τότε είχε ακόμα το indie συγκρότημα Mimosa's Dream, όπου ντράμερ έπαιζε ο γιος της Φαραντούρη, Στέφανος Χυτήρης. 

Νομίζω ότι δεν θα ξεχάσω ποτέ την άνεση και τη χαρά με την οποία μας υποδέχτηκε η Φαραντούρη, παρά την κούρασή της: δεν θέλησε χρόνο να προετοιμαστεί, έκατσε απλά δίπλα μας στον καναπέ, ξετύλιξε και κάτι εξαιρετικά σουτζούκ λουκούμ να μας κεράσει και –έτσι, τόσο απλά– αρχίσαμε να συζητάμε· για τον νέο δίσκο, για τον Μίκη Θεοδωράκη και το έργο του, για το αν νίκησε τελικά «το σύστημα», για το πώς άλλαξε μέσα στα χρόνια και το ελληνικό ραδιόφωνο, μα και το κοινό. Σε κάποιο σημείο, μάλιστα, μας τραγούδησε κιόλας, έτσι αυθόρμητα και a cappella. Έκτοτε, όταν με ρωτούν ποιος από όσους έχω μιλήσει στην καριέρα μου ενσαρκώνει για μένα την έννοια του καλλιτέχνη, απαντάω πάντοτε «η Μαρία Φαραντούρη».

Η κουβέντα μας πρωτοδημοσιεύτηκε τον Μάιο του 2008 στο τότε Avopolis Greek και αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Δεν χρειαζόταν ντε και καλά αφορμή από την επικαιρότητα για κάτι τέτοιο, ωστόσο υπάρχει κι αυτή. Στην πληρέστερη ίσως καταγραφή της Λένας Πλάτωνος σε λόγο, όπως αποτυπώθηκε εδώ (με στήσιμο-πρόταση, μάλιστα) για το μηνιαίο ηλεκτρονικό περιοδικό κριτικής (βιβλίο, πολιτική, πολιτισμός) Marginalia - Σημειώσεις στο Περιθώριο, η τελευταία μίλησε για τη συνεργασία που έχει στα σκαριά με τη Φαραντούρη: θα λέγεται Σπαράγματα και θα βασίζεται σε έργα ποιητριών της αρχαίας Ελλάδας, μεταφρασμένα στα νέα ελληνικά από τον φιλόλογο Θάνο Τσακνάκη. Για την ιστορία, θα είναι η δεύτερη σύμπραξή τους μετά τον δίσκο του 2000 Η Τρίτη Πόρτα.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που δόθηκε τότε ως promo στον Τύπο από τη Legend


Το τελευταίο σας άλμπουμ, το ζωντανά ηχογραφημένο στο Βέλγιο και στην Ολλανδία Way Home (2007), είναι μια δουλειά η οποία νιώθει κανείς ότι μας «ήρθε» στην Ελλάδα, μιας και τόσο ο βασικός ενορχηστρωτής (Henning Schmiedt), όσο και οι εκτελεστές είναι ξένοι...

Τα τελευταία 15 χρόνια συνεργάζομαι με Γερμανούς οργανοπαίκτες, οι οποίοι παίζουν κυρίως τζαζ και world μουσική και βέβαια, ως Γερμανοί, έχουν και κλασική παιδεία. Όταν τους γνώρισα άρχισαν να παίρνουν στοιχεία από την ελληνική μουσική και να εντάσσουν σε αυτά δικές τους αρμονίες, κάνοντας πολύ ωραία δουλειά. Για εμένα, που είμαι «ψαχτήρι» και μου αρέσει να αναζητώ καινούργια πράγματα, ήταν ωραία συγκυρία να ηχογραφήσω μαζί τους. 

Είχα ήδη κάνει δύο CD στο στούντιο με εκείνους τους μουσικούς, το Poetica (1996) και το Asmata (1998), αποκλειστικά με έργα Μίκη Θεοδωράκη. Το ενδιαφέρον τους για τη μουσική του ήταν βαθύ και ειλικρινές: πήραν μελωδίες του και τις παρουσίασαν στις προσωπικές τους συναυλίες, κάνοντας αυτοσχεδιασμούς. Σιγά-σιγά διεύρυνα λοιπόν το ρεπερτόριο και τους έφερα σ' επαφή με παραδοσιακά, ρεμπέτικα και με βυζαντινές μελωδίες. Μερικά από αυτά τα τραγούδια περιέχονται στο Way Home. Πρόκειται για μια επιλογή από συναυλίες που δώσαμε στο Βέλγιο και στην Ολλανδία. 

Κατά τη γνώμη μου, αυτό το CD αποδεικνύει το ενδιαφέρον των ξένων μουσικών, κριτικών και παραγωγών για την ελληνική μουσική. Και, βέβαια, και το ενδιαφέρον του ξένου κοινού, αν σκεφτείτε ότι το 90% όσων με ακούνε στο εξωτερικό είναι ξένοι.

Σκοπεύετε να παίξετε και σε ελληνικό έδαφος με τους Γερμανούς συνεργάτες σας; Ή σας συνοδεύουν μόνο κατά τις ευρωπαϊκές σας εξόδους;

Έχω ήδη εμφανιστεί μαζί τους στην Ελλάδα: το 1998 στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου, το 2000 και το 2008 στο Μέγαρο Μουσικής. Φέτος το καλοκαίρι θα έχω τη χαρά να παίξω και πάλι μαζί τους στην Επίδαυρο, στις 25 και 26 Ιουλίου, όπου θα συνεργαστούν και με Έλληνες μουσικούς, σε ένα νέο έργο με τίτλο Ο Έρωτας Τελειώνει Τραγικά –εντάσσεται στη world music και είναι παραγγελία του Φεστιβάλ Αθηνών. Η σύνθεση είναι του ταλαντούχου κλασικού σολίστα Γιώργου Λαζαρίδη επάνω σε ποίηση της Αγαθής Δημητρούκα. Στο δεύτερο μέρος θα ερμηνεύσω, για πρώτη φορά σε συναυλία, τη Σκοτεινή Μητέρα του Μάνου Χατζιδάκι σε ποίηση Νίκου Γκάτσου· έργο που μου εμπιστεύτηκε ο Μάνος και ηχογράφησα σε πρώτη εκτέλεση το 1985.

Εκτός από τους Γερμανούς σολίστες σας, ξεχωρίζετε κι άλλους ξένους μουσικούς από όσους ασχολήθηκαν διεθνώς με το έργο του Μίκη Θεοδωράκη;

Να σας θυμίσω μόνο το rock συγκρότημα Savage Republic, που εμπνεύστηκαν από τη Μπαλάντα του Μαουτχζάουζεν, αλλά και τον τζαζίστα Nels Cline, ο οποίος ηχογράφησε έναν αυτοσχεδιασμό επάνω στην "Παντέρμη" από το Romancero Gitano με τίτλο "For Maria". Με σεβασμό έσκυψε και ο μεγάλος αρχιμουσικός Zubin Mheta επάνω στη Μπαλάντα του Μαουτχζάουζεν και είχα μάλιστα τη χαρά να ερμηνεύσω το έργο υπό τη διεύθυνσή του δύο φορές: μία στο Ηρώδειο και μία στο Παρίσι, για το αφιέρωμα της UNESCO στο Millennium. 

Πολύ σημαντική –προσωπικά για μένα– στιγμή ήταν τον περασμένο Νοέμβριο, όταν τραγούδησα με τον μεγάλο μουσικό της τζαζ Charles Lloyd, τον Zakir Hussein και τον Eric Harland στο Παλλάς. Αυτή η συνεργασία με τον Charles θα συνεχιστεί και σκεφτόμαστε να ηχογραφήσουμε και CD μαζί. Όσο για τους ερμηνευτές που έχουν τραγουδήσει τραγούδια του Μίκη, τι να πρωτοθυμηθώ... Gisela Mai, Edith Piaf, Milva κ.ά. 

Και πώς στήθηκε αλήθεια το Way Home; Έγινε κάποια εκλογή που συνειδητά να αντιπροσωπεύει διάφορα «πρόσωπα» του ελληνικού τραγουδιού;  

Όπως προανέφερα, το Way Home απαρτίστηκε από ζωντανές ηχογραφήσεις, από συναυλίες τις οποίες έδωσα στο Βέλγιο και στην Ολλανδία. Η Peregrina, που εξειδικεύεται στη world music, έκανε την επιλογή των τραγουδιών, έχοντας κατά νου το γερμανικό και γενικότερα το διεθνές κοινό. Έτσι, το άλμπουμ αντιπροσωπεύει ένα ευρύ φάσμα της ελληνικής μουσικής, γι' αυτό και ακούτε δίπλα στον Μίκη και στον Μάνο τον "Καϊξή", τη "Συννεφιασμένη Κυριακή", καθώς και δημοτικά τραγούδια. Άρεσε πολύ στη Γερμανία και σχεδόν παράλληλα με την κυκλοφορία του ήρθε και η βράβευση με το Preis der Deutschen Scallplatten Kritik: ένα έγκυρο βραβείο, από 114 μουσικοκριτικούς περιοδικών και εφημερίδων. 

Προξενεί όμως εντύπωση πώς ένας δίσκος σας, ο οποίος διακρίθηκε και βραβεύτηκε στη Γερμανία, έχει περάσει απαρατήρητος στο ελληνικό ραδιόφωνο...

Πιστεύω ότι τίποτα δεν περνά απαρατήρητο. Απλώς οι Έλληνες παραγωγοί ραδιοφώνου έχουν διαφορετικό γνώμονα περιεχομένου στις εκπομπές τους. Προβάλλουν κυρίως το εμπορικό τραγούδι, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Αυτό είναι το κριτήριό τους. Προφανώς, λοιπόν, ενδιαφέρονται για άλλου είδους βραβεία, όπως Αρίων και Eurovision... Όπως αντιλαμβάνεστε, όλα αυτά είναι συνδεδεμένα με κοινά συμφέροντα μεταξύ δισκογραφικών εταιρειών, δημοσιογράφων και ραδιοφωνικών παραγωγών. Εν πάση περιπτώσει, εμείς βασιζόμαστε στις συναυλίες μας. Έχουμε αναπτύξει μια σχέση με το κοινό και δεν εξαρτώμεθα από την προώθηση και τη διαφήμιση κάθε δίσκου μας. 

Πώς θα ορίζατε εσείς το «αξιόλογο» στη μουσική επικαιρότητα; 

Αξιόλογο θεωρώ ό,τι είναι αληθινό και γνήσιο σε κάθε είδους μουσική έκφραση. Πέρα από την ποιότητα που μας χάρισαν ο Μίκης, ο Μάνος και οι επίγονοι αυτών, διακρίνω και την πρωτοπορία νέων δημιουργών, όπως του Θανάση Παπακωνσταντίνου, του Νίκου Ξυδάκη, του Δημήτρη Παπαδημητρίου, του Σωκράτη Μάλαμα, της Μάρθας Φριντζήλα. Νομίζω ότι το νέο αίμα θα φανεί προσεχώς από την ανεξάρτητη σκηνή, από καινούρια γκρουπ, τα οποία καταθέτουν τη δημιουργία τους ακόμη και με ίδιον κόστος και χρειάζεται να τους ακούσουμε προσεκτικότερα. Κάτι αξιόλογο θα διαφανεί μέσα από τους νέους. 

Ένα μεγάλο κομμάτι της καριέρας σας, έχει συνδεθεί με τον Θεοδωράκη και το έργο του. Συμμερίζεστε την άποψη ότι έχει κάπως υποτιμηθεί ως δημιουργός, ταυτιζόμενος με το πιο πολιτικό τμήμα του ρεπερτορίου του;

Ο Μίκης είναι μια αστείρευτη δημιουργική φλέβα, ένα μεγάλο κεφάλαιο για τον πολιτισμό και τη χώρα μας. Πιστεύω ότι έχει ήδη εκτιμηθεί παγκοσμίως κι αυτό φαίνεται από τη διεθνή αποδοχή του έργου του. Και νομίζω ότι θα εκτιμάται συνεχώς και από τις επόμενες γενιές: οι δίσκοι του θα αποτελούν μόνιμη αναφορά για τους νεότερους. 

Ίσως ένα μέρος της μουσικής του να συνδέθηκε με τους πολιτικούς αγώνες σε δύσκολες στιγμές για τη Δημοκρατία, πάντως το σύνολο του έργου του συνδέεται με την υψηλή ποίηση, ελληνική και ξένη· και διακρίνεται όχι μόνο για τον επικό, αλλά και για τον λυρικό του χαρακτήρα. Μόνο λοιπόν οι αγνοούντες –φοβάμαι ηθελημένα αγνοούντες– δεν συλλαμβάνουν όλες τις διαστάσεις της μουσικής του δημιουργίας, υποτιμώντας και περιορίζοντας τη σπουδαιότητά της. 

Ποια θα εντοπίζατε εσείς ως σημαντικότερη αλλαγή από πλευράς κοινού, συγκριτικά με την εποχή του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι; 

Το κοινό έχει πλέον πολύ λιγότερο ελεύθερο χρόνο, διότι εργάζεται περισσότερες ώρες και η σχέση του με τη μουσική περιορίζεται συνήθως στην ακρόαση ραδιοφώνου (ακόμη και CD) στο αυτοκίνητο ή στον υπολογιστή, καθώς αναζητεί παράλληλα πληροφορίες για άλλα θέματα. Μόνο η νεολαία είναι διαθέσιμη να ψάξει για να ακούσει πράγματα μέχρι να μεγαλώσει και να μπει στα προβλήματα της καθημερινότητας. 

Στην εποχή του Μίκη υπήρχαν όνειρα, φαντασία, προσδοκίες. Και κυρίως συλλογικό όραμα. Πράγματα βέβαια που είχαν σχέση και με τη σκληρή πραγματικότητα εκείνων των χρόνων. Τώρα η ζωή είναι κατακερματισμένη, ο χρόνος για όνειρα είναι λιγοστός. Πού και πώς να σκεφτείς τώρα, ας πούμε, για μια καλύτερη κοινωνία; 

Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει πλέον ερέθισμα. Εκφράζεται όμως με άλλον τρόπο –πιο ...ηλεκτρονικό!  Και ό,τι είναι να αναδειχθεί, φαίνεται πως θα γίνει πια μέσα από το ίντερνετ. Έχω πάντως την εντύπωση ότι το τραγούδι δεν μπορεί στις μέρες μας να έχει τον μαζικό χαρακτήρα που είχε κάποτε. Θα ανθήσει μόνο στις παρέες και μέσα σε μικρούς κύκλους ανθρώπων, σε μικρο-περιβάλλοντα. Δείτε και την εξής σημαντική διαφορά στις κυκλοφορίες δίσκων: τότε δίσκος γίνονταν τα τραγούδια που είχαν δοκιμαστεί στις συναυλίες και στη σχέση τους με το κοινό. Τώρα ηχογραφείται μια παραγωγή, προωθείται μέσω της διαφήμισης και μετά φθάνει να τραγουδηθεί ζωντανά στον κόσμο. 

Σε τέτοιες όμως μικρές παρέες, γίνονται ολοένα και λιγότεροι όσοι εμπνέονται από την ελληνική μουσική και ολοένα και περισσότεροι όσοι αναζητούν την έμπνευση σε πιο Δυτικούς ήχους...

Έχει κι αυτό να κάνει με το πώς ζούμε σήμερα. Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ας πούμε, ή ο Σωκράτης Μάλαμας έχουν τις πηγές της έμπνευσής τους και στην Ανατολή, όχι μόνο στη Δύση. Άλλοι, ωστόσο, θέλοντας ίσως να κινηθούν και σε πιο διεθνή πλαίσια, σκέφτονται με βάση το τι επικρατεί τώρα στη διεθνή αγορά ως ήχος και εντάσσονται σε αυτό. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, είναι αλήθεια πως αυτά τα ακούσματα έχουν έρθει και περισσότερο κοντά στη νεολαία, χάρη στην πρόσβαση στην τεχνολογία και στο ίντερνετ. Ούτε τα σύνορα είναι κλειστά πλέον. Οπότε ποια ελληνικότητα, αυτά τα πράγματα είναι στο τελείωμά τους: όλα θα αλλάξουν, μπαίνουμε σε μια νέα τροχιά. Άλλωστε η μαγική λέξη «παγκοσμιοποίηση» δεν ακυρώνει τελικά τις ιδιαίτερες φωνές των χωρών; 

Ό,τι γίνεται στην οικονομία δεν γίνεται και στη μουσική, αλλά και στην τέχνη γενικότερα; Πού είναι σήμερα, ας πούμε, ο γαλλικός και ο ιταλικός κινηματογράφος; Επιπλέον, η νέα γενιά δεν έχει να στηριχτεί στη μεγάλη ποίηση, όπως η γενιά του Μίκη, η οποία «ακούμπησε» στους ποιητές της Γενιάς του '30. Θα πρέπει επομένως να στηριχτεί σε διαφορετικά πράγματα. Άλλωστε και ο Μίκης και ο Μάνος δεν θα έγραφαν για τα ίδια πράγματα, εάν δραστηριοποιούνταν σήμερα. Δεν θα αξιολογήσω λοιπόν τι είναι καλύτερο. 

Είχε καλά και κακά και η δική μου εποχή, έχει καλά και κακά κι αυτή η εποχή –και θα έχει και το δικό της στίγμα. Κάποια πράγματα, θα μείνουν. Δεν πιστεύω δηλαδή ότι γίνεται εμείς οι Έλληνες, και λόγω γεωγραφίας, να χάσουμε το πιο ανατολίτικό μας στοιχείο. Ε, άμα πια χάσουμε και τον Τσιτσάνη και την ταβερνίτσα μας... δεν ξέρω τι να πω. 

Δεν οφείλεται όμως αυτό, τουλάχιστον σε ένα σημαντικό μέρος, και στο ότι από ένα σημείο κι έπειτα η ελληνική μουσική δεν παρήγαγε καμία νέα μεγάλη μορφή; 

Δεν μου αρέσει, ξέρετε, να το λέω αυτό. Διότι συχνά έχουν δίκιο όσοι διαμαρτύρονται ότι μόνο τη γενιά τη δική μας παραδεχόμαστε και τη δικιά μας εποχή. Όχι, υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι και σήμερα προσπαθούν. Αλλά και οι φωνές που υπάρχουν πνίγονται, δεν τις φωτίζει τίποτα. Υπάρχει τεράστιος ανταγωνισμός: τόσες δισκογραφικές, κανάλια και συμφέροντα, το ένα καταπίνει το άλλο και ο καθένας πια πρέπει να αυτενεργήσει. 

Σίγουρα πάντως όλοι θα συμφωνούσαμε ότι στα τελευταία χρόνια τίποτα δεν δημιούργησε ένα μεγάλο μπαμ· ένα πολιτιστικό ή καλλιτεχνικό σοκ, ανάλογο με αυτό που δημιουργήθηκε π.χ. με την εμφάνιση του Μάνου και του Μίκη στα πράγματα. Ο Μίκης και ο Μάνος είχαν βέβαια κι έναν τσαμπουκά, μια ορμή. Πήγαιναν για παράδειγμα στα χαμαιτυπεία της Πέτρου Ράλλη και του Αιγάλεω, όπου δούλευαν οι ρεμπέτες, για να ακούσουν κι εκείνη την πλευρά της ελληνικής μουσικής. Σε μέρη δηλαδή όπου δεν διανοούνταν τότε ούτε να περάσουν απέξω οι αστοί. Πήγαιναν λοιπόν και «σπούδαζαν» τη λαϊκότητα, την αυθεντική λαϊκότητα. Και ύστερα την ενσωμάτωσαν στα δικά τους έργα. 

Όμως δεν θέλω να χάσω την ελπίδα μου. Πιστεύω ότι θα ξαναγεννηθεί, σύντομα ίσως, κάτι το νέο και το δυναμικό. Θα είναι άραγε σε θέση τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις να το φέρουν στον κόσμο και να το υποστηρίξουν, όπως έγινε τότε;. 

Θίξατε προηγουμένως και το θέμα της παγκοσμιοποίησης και του τι σημαίνει κάτι τέτοιο γενικά για τις ζωές μας. Θεωρείτε πως τελικά νίκησε αυτό που λέμε «σύστημα»;

Ο Μπρεχτ έλεγε ότι κάποτε είχες μπροστά σου τα βουνά. Έβλεπες δηλαδή τον εχθρό (που τότε ήταν ο φασισμός), τον είχες μπροστά σου: ήξερες με τι είχες να παλέψεις. Τώρα έχεις τις πεδιάδες –ισοπέδωση δηλαδή, καθώς ο εχθρός διαχέεται, γίνεται πιο έμμεσος. 

Ως Αριστερή, δεν θα ήθελα να πω ότι το «σύστημα» νίκησε. Πάντως αυτό το απρόσωπο σύστημα έχει αποδειχθεί πολύ ισχυρό. Ξέρουμε όλοι τι θα έπρεπε να γίνει για να αλλάξει, όμως πια είναι πολύ δύσκολο. Αλλά όχι και αδύνατον. Η ελπίδα υπάρχει πάντα και οι νεότεροι θα βρουν τον δρόμο τους. Μήπως δεν υπήρξε και ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, ο οποίος έγινε παγκοσμίως γνωστός στον δικό του μουσικό χώρο;



03 Ιανουαρίου 2021

Κόκκινος Πετεινός, Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

Θα είναι σαν Συχνοτική Συμπεριφορά, αλλά θα κάνει και ενημέρωση. Κανονική ενημέρωση, όχι μουσική –αλλά, ναι, μετά μουσικής· και μάλιστα πρωινού τύπου ενημέρωση. Πολύ πρωινή: έναρξη 06.00 π.μ., Δευτέρα με Παρασκευή. Για 2 ώρες.

Αυτό (μέσες-άκρες) μας προτάθηκε το 2013, σε εμένα και τον Στυλιανό Τζιρίτα, όταν τη διεύθυνση του 105,5 Στο Κόκκινο ανέλαβε ο (νυν Ευρωβουλευτής) Κώστας Αρβανίτης. Κι έτσι άρχισε η περιπέτεια του Κόκκινου Πετεινού, αρχικά στο καθημερινό πρόγραμμα του σταθμού, στη συνέχεια Σάββατο και Κυριακή, πάντα στις 6 το πρωί. 

Μια πραγματική περιπέτεια, η οποία μας έμαθε μια διαφορετική πλευρά του «κάνω ραδιόφωνο», μας χάρισε πρωτόγνωρες συγκινήσεις (για ένα διάστημα βρεθήκαμε στις 20 πιο δημοφιλείς εκπομπές της ζώνης μας πανελλαδικά, έστω και στο οριακό 20), αλλά μας κούρασε και πάρα πολύ· εμένα προσωπικά, που συχνά κοιμόμουν 2 η ώρα τη νύχτα λόγω της αρχισυνταξίας στο Avopolis, για να ξυπνήσω λίγο μετά τις 5, με έφτασε στα όρια των σωματικών και ψυχικών μου αντοχών. 

Τον αγαπούσαμε ωστόσο τον Κόκκινο Πετεινό και σίγουρα μας έφερε σε επαφή με ένα ευρύτερο κοινό, από όσο είχε η Συχνοτική Συμπεριφορά στο διάστημα 2008-2013. Έστω κι αν το στυλ με το οποίο κάναμε την ενημέρωση δεν άρεσε σε κάποιους, που προτιμούσαν τα πρωινά τους βαριά, σοβαρά και αγέλαστα, γεμάτα με βαρύγδουπες ειδήσεις. 

Η δική μας πάλι άποψη ήταν –και παραμένει– ότι οι ζωές μας παραέγιναν δύσκολες από το 2010 και μετά· οπότε δεν βλάπτει και λίγο χαμόγελο όταν ανοίγει κανείς το μάτι και κάνει την πρώτη τζούρα  καφέ ή το πρώτο τσιγάρο, καθώς ετοιμάζεται να πάει στη δουλειά του. Προς Θεού, δεν σημαίνει αυτό ότι δεν έχει άποψη ή δεν νοιάζεται για τι γίνεται.

Αρκετοί ακροατές μνημονεύουν ακόμα τον Κόκκινο Πετεινό, οπότε, τιμής ένεκεν, μιας και στις μέρες αυτές της (παρατεταμένης) δεύτερης καραντίνας ανεβάζουμε στο ίντερνετ τα λίγα πράγματα που έχουμε στα χέρια μας από την πορεία μας στη ραδιοφωνία, το «μενού» σήμερα είναι αφιερωμένο στους φίλους του πρωινού Πετεινού. 

Πατώντας λοιπόν εδώ, χρονοταξιδεύετε πίσω στις 4 Ιανουαρίου 2014, για να ακούσετε την πρώτη εκπομπή εκείνης της χρονιάς, όπως μεταδόθηκε live, με ηχολήπτρια τη Μαρία Πανοσιάν. 

Το μουσικό πρόγραμμα, είχε ως εξής:

1. ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Στους Δρόμους Της Αθήνας - Ερωτικό
2. DON BYRON & MARK LEDFORD: Check Up
3. THE STAPLE SINGERS: For What It's Worth
4. ΤΖΕΝΗ ΒΑΝΟΥ: Έρωτά Μου Ανεπανάληπτε
5. FREDDIE MERCURY & MONTSERRAT CABALLÉ: Barcelona
6. VOLODYMYR LAVRYNENKO: Franz Schubert's Drei Klavierstücke, D. 946
7. ΑΓΑΘΩΝΑΣ ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ: Τα Μπελεντέρια
8. ΣΤΑΘΗΣ ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗΣ & ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΑΣ (σε διευθ. ΑΛΚΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ): Ντίνου Κωνσταντινίδη, Κονσέρτο αρ. 2 για σοπράνο σαξόφωνο και ορχήστρα εγχόρδων (Ελληνικές Παραλλαγές) LRC 106c
9. PRINCE: Little Red Corvette
10. ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ: Ανάποδα Μετράς
11. DON BYRON: Frederic Chopin's Larghetto




29 Δεκεμβρίου 2020

Into Battle Festival I, μέρες 1&2 - ανταπόκριση (2017)


Συναυλιακά μιλώντας, ως περίοδο των φεστιβάλ στην Ελλάδα ορίζαμε συνήθως –τότε που είχαμε live κίνηση– την εποχή από Μάιο ως Σεπτέμβρη, όταν ξάνοιγε δηλαδή ο καιρός και κινούμασταν πλέον σε καλοκαιρινούς ρυθμούς.

Οι φίλοι του heavy metal, ωστόσο, ξέρουμε ότι η αρχή γίνεται παραδοσιακώς νωρίτερα με το Up The Hammers, το οποίο πέτυχε να αναχθεί σε επιτυχημένο θεσμό, τραβώντας και διεθνές κοινό προς τα μέρη μας. Αλλά από το 2017, το ημερολόγιο μετατοπίστηκε ακόμα πιο πίσω, καθώς το νεοσύστατο Into Battle της Eat Metal Records έκανε ποδαρικό με το δεξί, εδραιωνόμενο έκτοτε στην ατζέντα του Δεκέμβρη. Για φέτος, μάλιστα, το «μενού» είχε Elixir, Mystik, Scanner και Rustx, όμως ο κορωνοϊός ανέτρεψε τους σχεδιασμούς –οπότε ελπίζουμε πλέον στα δρώμενα του 2021.

Για το πρώτο Into Battle του 2017, λοιπόν, μπαστακώθηκα δύο σερί βραδιές στο Κύτταρο, κάτι που δεν αποδείχθηκε εύκολο στην πράξη, καθώς οι ήδη μεγάλες χρονικές διάρκειες ξέφυγαν λόγω καθυστερήσεων. Η 1η μέρα είχε headliners τους ιστορικούς Riot και η 2η τους Tokyo Blade, οι οποίοι χρειάστηκε τελικά να καταφύγουν σε εγχώριες δυνάμεις για να καλύψουν το απροσδόκητο κενό του Alan Marsh στο μικρόφωνο. Εγώ, πάλι, περίμενα πώς και πώς την πρώτη έλευση των King Leoric του (άνωθεν εικονιζόμενου) Jens Wunder στην Ελλάδα, αν και τελικά τα γκρουπ που «έγραψαν» πάνω στο σανίδι ήταν οι Horisont και οι Domine.

Οι ανταποκρίσεις δημοσιεύτηκαν τότε στο Avopolis, ως δύο ξεχωριστά άρθρα. Και αναδημοσιεύονται τώρα εδώ ως ενιαίο κείμενο, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες είναι του Θάνου Λαΐνα, ο οποίος υπήρξε υποδειγματικός και πραγματικά ακούραστος συνεργάτης επί σειρά ετών: ήξερα ότι μπορώ να βασιστώ πάνω του για οποιαδήποτε περίσταση και οποιαδήποτε δύσκολη αποστολή


Το νέο μεταλλικό φεστιβάλ της πόλης «κέρασε» υπέροχο line-up, σφραγισμένο από το μερακλίδικο δισκοπωλείο Eat Metal· και βρήκε την πρέπουσα ανταπόκριση από ένα κοινό που εξακολουθεί, παρά τα δύσκολα, να στηρίζει. Δεν θα ήθελα λοιπόν να κλείσω την ανταπόκριση για την 1η (μάλλον sold-out) μέρα με γκρίνια. Ας ειπωθεί λοιπόν εξαρχής η μόνη δυσαρέσκεια, ώστε να φύγει από τη μέση.

Η Παρασκευή είναι εργάσιμη, εντούτοις πολλοί ήρθαν στο Κύτταρο από τις 17.30, γνωρίζοντας ότι μπροστά τους έπονταν 6,5 ώρες συναυλιών. Κάτι που ασφαλώς σήμαινε κάμποσα ωραία, σήμαινε όμως και κάποιες ώρες ορθοστασίας. Δεν γίνεται επομένως να προσπεραστούν οι ολοένα και μεγαλύτερες καθυστερήσεις στο ανακοινωμένο χρονοδιάγραμμα, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα να βγουν οι Riot στις 23.40, αντί για 22.30, έχοντας μάλιστα μπροστά τους 1,5 ώρα πρόγραμμα. «Φάε μέταλ» είπαμε, ασφαλώς. Αλλά όχι και κατακούτελα.


Εν πάση περιπτώσει, τις «εχθροπραξίες» κήρυξαν με τον καλύτερο τρόπο οι συμπατριώτες Sons Of Iniquity και μάλιστα ενώπιον κάμποσου κόσμου. Τους είχα ξαναδεί στα προεόρτια του Up The Hammers 2017, να ανοίγουν για τους Stormwarrior, αλλά κάποιο θέμα με το μικρόφωνο είχε χαντακώσει το set τους. Στο Κύτταρο όμως δεν υπήρχε κανένα τεχνικό ζήτημα κι έτσι απολαύσαμε ένα σφιχτοδεμένο γκρουπ, που εξαπέλυσε δυναμική επίθεση πολλών βολτ σε τραντισιομέταλ ύφος (πρέπει να έχουν λιώσει το Master Of Disguise των Savage Grace), με καταλύτη την επιβλητική, Βίκινγκ φιγούρα του καλού τραγουδιστή τους Μιχάλη Μπάκουλα. Έχετε δει ποτέ headbanging με φραπέ σε πλαστικό στο ένα χέρι; Αυτό έβλεπε πάντως κανείς κάτω από τη σκηνή όσο έπαιζαν, καθώς ήταν ακόμα νωρίς το απόγευμα.

Οι μισοί από όσους είχαν μαζευτεί στο Κύτταρο εκείνη την ώρα έκατσαν και για τους Αθηναίους Slaughtered Priest στη συνέχεια –οι υπόλοιποι προτίμησαν να αράξουν έξω στα πεζοδρόμια της Ηπείρου. Ανά στιγμές, ο frontman τους εξέπεμπε κάτι από Lemmy, ενώ και το κατά βάση thrash υλικό τους είχε μουσικά κάτι το αψύ, που ενίοτε οδηγούσε σε μια καλοδεχούμενη «πανκιά». Αλλά σε συνολική εντύπωση, κάτι έλειπε. Φταίγανε ίσως οι συχνές διακοπές μεταξύ των τραγουδιών; Φταίει η εμμονή τους με μια παλιοκαιρισμένη αντιχριστιανική γραφικότητα στο στιχουργικό περιεχόμενο (τα συμπεραίνετε και από το όνομα της μπάντας); Περίμενα τέλος πάντων ότι ένα γκρουπ με 10 χρόνια πορείας θα αποτυπωνόταν με περισσότερο αέρα επί σκηνής.

Τρίτη και τελευταία εγχώρια μπάντα της βραδιάς οι Wrathblade, οι οποίοι εμφανίστηκαν ενώπιον κάμποσων fans, κάτω από ένα banner με τον θεό Ποσειδώνα να δηλώνει παρουσία για την καινούρια τους δισκογραφική δουλειά God Of The Deep Unleashed. Το κοινό έστησε ενθουσιώδη κερκίδα τόσο για τα νέα τραγούδια, όσο και για το παλαιότερο υλικό, χειροκροτώντας θερμά από την εμφάνιση κιόλας του γκρουπ, όταν ο Νίκος Βαρσάμης μας έβαλε στο κλίμα με μια a cappella εισαγωγή-δείγμα των τενόρο ικανοτήτων του. Οι Wrathblade έπαιξαν επικά και δυνατά, με τις Iron Maiden κιθάρες τους σε πρώτο πλάνο και τον τραγουδιστή τους να αποτυπώνεται αρκούντως βροντερός, φέρνοντας λίγο στις καλές μέρες του Chris Boltendahl των Grave Digger.


Κατόπιν η σκυτάλη πέρασε στα χέρια των Σουηδών Portrait, που πριν καμιά δεκαετία βάλε-βγάλε προξένησαν τον δικό τους μικρό σεισμό στο ευρωπαϊκό underground με το μελωδικό τους metal. Με το banner του νέου τους δίσκου Burn The World στο φόντο και τους ίδιους στρατηγικά τοποθετημένους ανάμεσα στα πανό τους, ξεκίνησαν ένα σόου ενέργειας, με καταιγιστικές ηλεκτρικές εκκενώσεις από τον πωρωμένο βασικό κιθαρίστα Christian Lindell. Παράλληλα, ο απίστευτος τραγουδιστής τους Per Lengstedt (ο οποίος κάτι φέρνει εμφανισιακά σε νεαρό Steven Tyler των Aerosmith;) άρχισε να οργώνει θεατρικά τη σκηνή, υψώνοντας θεαματικά τη φωνή του όταν το απαιτούσαν οι συνθέσεις. Με μια μεγάλη setlist, που ικανοποίησε τους παλιούς fans εξυπηρετώντας συνάμα και την ανάγκη προώθησης του καινούριου άλμπουμ, οι Portrait δεν σου άφηναν κανένα περιθώριο να μην τους χαζέψεις –και να μην τους θαυμάσεις. Το συναυλιακό σανίδι, είναι απλά ο φυσικός τους χώρος.

Οι Count Raven είχαν τους δικούς τους αφοσιωμένους να τους περιμένουν με ανυπομονησία στο Κύτταρο, το οποίο ήταν πια τιγκαρισμένο. Εδώ βέβαια θα αλλάζαμε εντελώς ηχητικό κλίμα, αφού οι Σουηδοί έγραψαν ιστορία σε ένα κατά βάση heavy rock κιτάπι, στο οποίο έδωσαν μια doom ώθηση αντλημένη από τα αθάνατα Black Sabbath διδάγματα. Ο Jens Bock κρατούσε τα μπόσικα στα τύμπανα, κρυμμένος πίσω από το μαύρο γυαλί του, ο νεόκοπος μπασίστας Samuel Cornelsen έμοιαζε λες και έπαιζε 40 χρόνια στη μπάντα, αληθινός όμως τελετάρχης ήταν ο Dan Fondelius (φωνή/κιθάρα) με τα μειλίχια, στρογγυλά αγγλικά του. Φανταστείτε τον Robin Williamson να μην είχε στραφεί στις κέλτικες άρπες μετά τους Incredible String Band, αλλά να ανέπτυσσε πιο «σκληρές» ανησυχίες.


Οι Count Raven μπήκαν με το δεξί, με το "Poltergeist" από το πολυτιμημένο τους comeback Mamons War (2009), δοκίμασαν επιτυχώς ένα καινούριο κομμάτι από κάποιο άλμπουμ που προφανώς βρίσκεται στα σκαριά και μας πήγαν βέβαια κι ένα ταξίδι στη δεκαετία του 1990, όταν έχτισαν τη φήμη τους με κομμάτια σαν το "Social Warfare" και δίσκους σαν το High On Infinity (1993). Το set που έπαιξαν στο Into Battle Festival ήταν μακρύ κι αυτό μάλλον κούρασε τη «γαλαρία», που είχε έρθει φτιαγμένη για πιο γρήγορους ρυθμούς. Ωστόσο οι Count Raven αυτό κάνουν και τον ήχο τους τον υπερασπίστηκαν μια χαρά. Παρότι μάλιστα τους ζητήθηκε κι επισήμως ένα τραγούδι εξτρά ως encore, ο Fondelius αρνήθηκε ευγενικά. Είχε επίγνωση βλέπετε του πόσο είχε ξεφύγει το πρόγραμμα χρονικά, αλλά και του γεγονότος ότι οι headliners περίμεναν να στηθεί η σκηνή για εκείνους.

Η σκηνή άρχισε λοιπόν πράγματι να στήνεται, σε ρυθμούς ωστόσο «τα ζα μου αργά», παρά την ήδη σημαντική καθυστέρηση. Αλλά όταν ήχησε η πρώτη σειρήνα και είδαμε μπροστά μας τους Riot (εντάξει, Riot V), ξεχάστηκαν όλα. Το Κύτταρο τους επεφύλαξε βροντερή υποδοχή, με την κατάμεστη πλατεία και τους γεμάτους εξώστες να δείχνουν τον ενθουσιασμό τους ήδη από την πρώτη επική τσιρίδα του Todd Michael Hall στο "Ride Hard Live Free".


Νομίζω ότι οι Riot θα γεμίζουν πάντα το Κύτταρο, όσες φορές κι αν έρθουν στην Ελλάδα: κι αν έχουν περάσει τα χρόνια, κι αν διαφοροποιείται η σύνθεση της μπάντας –παλιότερο μέλος είναι ο Don Van Stavern, στο σχήμα από το 1986, εξού και το Riot V– η απήχηση του Fire Down Under (1983) και του Thundersteel (1988) παραμένει διαχρονική στο εγχώριο metal κοινό· εκείνο, έστω, που αγαπά και το αμερικάνικο AOR. Και ήταν δεδομένο ότι θα τους τιμούσαν τους δίσκους αυτούς οι Riot ως headliners του πρώτου Into Battle, όσο κι αν τα επί σκηνής πανό έδειχναν ότι θα προωθούσαν και το Unleash The Fire του 2014.

Μόλις δεύτερο κομμάτι του set το "Fight Or Fall" από το Thundersteel και το κοινό το τραγούδησε με τέτοιον παλμό, ώστε ο «ζόρικος» κιθαρίστας Mike Flyntz ένιωσε την ανάγκη να μας βγάλει το καπέλο –τον ιδιότυπο έστω μαύρο μπερέ που πάντα φοράει. Αλλά και ο Hall, εντυπωσιασμένος, μας είπε ότι το πρωί που σηκώθηκε να πάρει την πτήση για Αθήνα αισθανόταν εξαντλημένος, όμως ένιωθε πια πλήρως αναζωογονημένος χάρη στις αντιδράσεις μας. Σήκωσε μάλιστα και μια σημαία κυπριακή που του έδωσαν κάποιοι στις πρώτες σειρές, οι οποίοι φαίνεται ότι ταξίδεψαν για να τους ξαναδούν: «ξέρω πού είναι αυτό το μέρος», είπε, «εκεί ήμασταν πριν λίγες μέρες», αναφερόμενος στη συναυλία τους στο Red Club της Λευκωσίας.

Λίγο αργότερα, το πελεκούδι θα ξανακαιγόταν στο "Johnny's Back", ενώ το ίδιο θα συνέβαινε και σε στιγμιότυπα σαν τα "Bloodstreets" και "Thundersteel". Ήταν μάταιο να προσπαθήσεις να επικεντρώσεις σε κορυφαίες στιγμές: οι Riot είχαν έρθει σε τρομερή φόρμα και κάθε σχεδόν επιλογή της setlist έμοιαζε και ως σημείο αναφοράς της βραδιάς, που ξεπέρασε νομίζω την προ διετίας καταπληκτική τους εμφάνιση στον ίδιο χώρο. Έτσι, εν μέσω «Riot, Riot» ιαχών, οι Αμερικανοί πραγματοποίησαν ακόμα μία υπερηχητική πτήση πάνω από την πόλη μας, κάνοντας την 1η μέρα του Into Battle αυτό ακριβώς που φιλοδόξησε να είναι: μια μεγάλη metal γιορτή.
..................................................

Η 2η μέρα του φεστιβάλ έδειξε με το «καλησπέρα» ότι η διοργάνωση δεν θα σκοτιζόταν να διορθώσει το θέμα με τις καθυστερήσεις των εμφανίσεων –κι ας είχε δημοσιεύσει ακριβές χρονοδιάγραμμα. Έτσι, στις 16.40 που υποτίθεται ότι ξεκίναγαν τα sets, οι πόρτες του Κυττάρου παρέμειναν ερμητικά κλειστές για όσους κάναμε τον κόπο να έρθουμε «έγκαιρα». Η πρώτη μπάντα θα έβγαινε μάλιστα επί σκηνής όταν υποτίθεται ότι τελείωνε: στις 17.10, έχοντας ρίξει εξαρχής όλον τον προγραμματισμό μισή ώρα έξω. Φυσικά, στη συνέχεια της βραδιάς η καθυστέρηση αυτή ...αυγάτισε, με αποτέλεσμα απόκλιση μιάμιση ώρας όταν πια είδαμε ενώπιόν μας τους headliners. Δεν είναι κρίμα να έχεις τέτοια δυσμενή σχόλια να κάνεις για ένα νέο event που άφησε συνολικά τις καλύτερες εντυπώσεις και πολλούς να αδημονούν για τη συνέχειά του;


Τη 2η Into Battle μέρα άνοιξαν οι «δικοί μας» Hateflames, πραγματοποιώντας ένα τίμιο ξεκίνημα –λίγο άγουρο ίσως, μα οπωσδήποτε ενθουσιώδες. Πρόκειται άλλωστε για καινούριο σχήμα, έστω κι αν ο ήχος τους παραπέμπει στο heavy metal παρελθόν, σε μπάντες τύπου Sanctuary και Metal Church. Μπορεί λοιπόν τα τραγούδια που μας παρουσίασαν να υστερούσαν σε ιδέες, δεν υστερούσε όμως καθόλου σε πάθος η ζωντανή τους επιτέλεση, με τα φωνητικά ειδικά του Βαγγέλη Παπαϊάκου να καναλάρουν επιτυχώς αυτή την εντύπωση στους λίγους κάτω από τη σκηνή, που χειροκρότησαν με θέρμη την καλοδιαβασμένη, μα κάπως άτσαλη διασκευή στο "Kill With Power" των Manowar.

Σειρά κατόπιν στους Temple από τη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι προσέλκυσαν περισσότερους θεατές, με κάποιους μάλιστα να έχουν ταξιδέψει από την επαρχία για να τους δουν. Το doom metal τους ίσως να έπεσε βαρύ και πένθιμο την ώρα που ακόμα πίναμε καφέ σε πλαστικό, αν εξαιρέσεις όμως αυτό το μάλλον ατυχές timing, είδαμε μία πραγματικά ενδιαφέρουσα εγχώρια περίπτωση, με σμιλεμένο ήχο, καλοδουλεμένα τραγούδια κι έναν Father Alex στο μικρόφωνο να κουβαλάει επάξια τον γοτθικό θρήνο των 1980s σε έναν μεταλλικό ιστό. Η μέχρι τώρα δισκογραφία τους μπορεί να είναι μικρή, απέδειξε όμως ότι διαθέτει (και) σκηνικό εκτόπισμα, ακούσαμε δε και υλικό από ένα επερχόμενο άλμπουμ.

Οι King Leoric θα κατέφταναν για πρώτη φορά στην Ελλάδα και ήταν από τα συγκροτήματα που ανυπομονούσα να δω, καθώς, παρά τη σποραδική τους δισκογραφία και μια κάπως γραφική, γερμανοεπαρχιώτικη αισθητική (προέρχονται άλλωστε από την κωμόπολη Wolfenbüttel), έχουν βγάλει power δίσκους με true metal ψυχή. Δυστυχώς, τα 20 χρόνια καριέρας μάλλον βαραίνουν πια στους ώμους του τραγουδιστή και μπασίστα Jens Wunder –μια cult φιγούρα με λευκά γένια, φαλάκρα και μπυροκοιλιά– και υπήρξαν έτσι σημεία στα οποία η φωνή δεν έβγαινε, καταστρέφοντας λ.χ. το "Guardians Of The King". 


Ωστόσο ο Wunder το κατάλαβε, υποσχέθηκε να βάλει τα δυνατά του και, με λίγο ενθουσιασμό από το κοινό, το έκανε. Και τότε, καθώς αμόλαγε τις τσιρίδες του θυμίζοντας αμυδρά κάτι από Accept εποχής Udo, φύσηξε την πρέπουσα πνοή στο κατσαπλιάδικο (με την καλή έννοια) power metal των King Leoric, προσφέροντας όσα χρειάζονταν ώστε να τραγουδήσουμε μαζί με τη μπάντα το "Thunderforce" και μερικά ακόμα κομμάτια. Μας είπαν μάλιστα και ένα καινούριο, τραγικό ήταν εδώ που τα λέμε (ερπετάνθρωποι, γκριμάτσες και τα σχετικά), αλλά τουλάχιστον σημαίνει πως δεν έχουν εγκαταλείψει τo στούντιο.

Οι Released Anger ήταν η τελευταία ελληνική μπάντα της βραδιάς κι αυτή που έπαιξε σε ένα Κύτταρο που πλέον είχε αρχίσει να γεμίζει αισθητά, με αποτέλεσμα ανάμεσα στον κόσμο να υπάρχουν και κάμποσοι αφοσιωμένοι, οι οποίοι δεν δημιούργησαν απλά κερκίδα, μα έστησαν και τα μόνα mosh pits που είδαμε στο φεστιβάλ. Είναι πια συγκρότημα με πορεία 12 χρόνων κι έτσι δεν θα πρέπει κανείς να εκπλήσσεται που επί σκηνής αποτυπώνονται ως μια καλολαδωμένη thrash metal μηχανή με «φονικές» επιδόσεις. 

Πήραν ωστόσο τη μάλλον αμφιλεγόμενη απόφαση να στηρίξουν το μακρύ τους set στο φρέσκο άλμπουμ Revenge (το οποίο διατέθηκε για πρώτη φορά στο Κύτταρο), κάτι που νομίζω δημιούργησε σιγά-σιγά κούραση σε όσους τους παρακολούθησαν με ενδιαφέρον, μα δίχως να συγκαταλέγονται στους fans. Πιστεύω δηλαδή ότι η θέση τους στο line-up απαιτούσε ένα set που θα λάμβανε περισσότερο υπόψιν το ετερόκλητο κοινό, αντί να αποτελεί ένα κέρασμα πρώτης τάξης στους μυημένους. Θα ήταν πάντως άδικο να μη χαρακτηρίσουμε την εμφάνισή τους εκρηκτική.

Την προηγούμενη φορά που είχαν επισκεφτεί τη χώρα μας οι Σουηδοί Horisont, δεν ήταν έτοιμοι για μας και δεν ήμασταν ούτε κι εμείς έτοιμοι για εκείνους. Τώρα, όμως, τα πάντα βρίσκονταν στη θέση τους: και το γεμάτο Κύτταρο ήταν πια καλά συντονισμένο στο 1970s heavy rock τους, αλλά κι εκείνοι είχαν έρθει εμφανώς προβαρισμένοι και με μέριμνα να παίξουν με περισσότερη δύναμη συγκριτικά με τους δίσκους, ώστε να ταιριάξουν καλύτερα τα τραγούδια τους σε μια συναυλιακή συνθήκη.


Ήδη έτσι από το εναρκτήριο "Odyssey" έπιασαν και κόσμο που δεν είχε ξανακούσει ποτέ το όνομά τους, με αποτέλεσμα να φτιαχτεί κλίμα στο Κύτταρο. Η επί σκηνής απόδοσή τους κρίνεται εκπληκτική. Αν άλλωστε αναζητά κανείς το «μυστικό» της επιτυχίας τους, θα πρέπει απλά να σταθεί στο γεγονός ότι πολλοί κάνουν αναβιώσεις, μα ελάχιστοι διαθέτουν στις τάξεις τους κιθαρίστες σαν τους Charles Van Loo & Kristofer Möller, ικανούς να πλέξουν τους Jethro Tull και τους Yes με τους Judas Priest εις σώμα ένα. Το "About Time" μπορεί μάλιστα να ακούστηκε και καλύτερο από ό,τι στον φετινό τους δίσκο.

Ο πήχης των προσδοκιών είχε λοιπόν ανέβει αρκετά ψηλά όταν βγήκαν ενώπιόν μας οι Ιταλοί Domine, προξενώντας μεγάλο χαμό: έγινε φανερό ότι πολλοί είχαν έρθει στο Κύτταρο για πάρτη τους, άλλωστε είναι ακόμα νωπές οι αναμνήσεις από την εξαιρετική τους εμφάνιση στον ίδιο χώρο, 2 χρόνια πριν. Ο ήχος αποδείχθηκε πολύτιμος σύμμαχος –έφεραν ας σημειωθεί δικό τους ηχολήπτη στο φεστιβάλ– ο Enrico Paoli έπαιζε τα σόλο του με τρελό παλμό, ενώ ο Morby μας είχε να κρεμόμαστε από το στόμα του, κάνοντάς μας ό,τι ήθελε: πότε διεύθυνε τα χορωδιακά μας ως άτυπος μαέστρος, πότε μας ζήταγε να τραγουδήσουμε, πότε ξεσήκωνε με εκείνες τις χαρακτηριστικά ημιχορευτικές κινήσεις, με την αλαφράδα πτηνού.


"The Mass Of Chaos" ήταν το κομμάτι με το οποίο μπήκαν οι Domine, ο χαμός όμως έγινε πιο μετά, στη μακροσκελή "Aquilonia Suite", αλλά και προς το τέλος, όταν παίχτηκαν καπάκι το "Eternal Sword" και το "Dragonlord", όπου ο Morby αποδείχθηκε ακαταμάχητος. «Το συμφωνικό metal όπως πρέπει να επιτελείται στη σκηνή» θα μπορούσαμε να ονομάσουμε το συγκεκριμένο live και να το χρίσουμε ως υποχρεωτικό σεμινάριο για όσους επιθυμούν να ασχοληθούν με το είδος. Οι Domine στάθηκαν καταπληκτικοί και εν τέλει, με την αναποδιά που έλαχε στους Tokyo Blade, έμειναν νομίζω στη συνείδηση των περισσότερων ως οι αληθινοί headliners της 2ης Into Battle ημέρας, όσο κι αν κονταροχτυπήθηκαν για τον τίτλο με τους Horisont.

Με την καθυστέρηση του προγράμματος, η ώρα ήταν πια αρκετά περασμένη όταν ενώπιόν μας φάνηκαν οι Tokyo Blade. Αλλά ο όποιος αρχικός ενθουσιασμός γρήγορα μετατράπηκε σε παγωμάρα μόλις ακούσαμε την ανακοίνωση της ασθένειας του Alan Marsh –άλλωστε οι περισσότεροι είχαμε έρθει να δούμε Tokyo Blade με εκείνον, τον ορίτζιναλ τραγουδιστή τους, που είχε ποτίσει με τις ερμηνείες του τα πιο αγαπητά τους κομμάτια πίσω στις πρωτόλειες new wave of british heavy metal ημέρες. 

Παρά ταύτα, το γκρουπ θα έπαιζε! Με λίγη βοήθεια βέβαια από τους εγχώριους φίλους του. Το κοινό, πάντως, φυλλορρόησε αισθητά: το Κύτταρο παρέμεινε γεμάτο, μα στο πιο χαλαρό. Δεν ξέρω αν έφταιξε η απογοήτευση για τον Marsh, το περασμένο της ώρας ή το γεγονός ότι ορισμένοι είχαν έρθει για τους Domine και όχι για τους παλαίμαχους Βρετανούς.


Δεν είμαι επίσης σίγουρος αν έχει νόημα να κάνεις κριτική στα όσα εκτυλίχθηκαν, καθώς το μικρόφωνο περνούσε από χέρι σε χέρι ώστε να αποδοθούν γνωστά και ξεχασμένα τραγούδια από τις πρώτες «ηρωικές» μέρες της δεκαετίας του 1980: όσοι βρέθηκαν στη θέση του Marsh, το έκαναν με εφόδιο την αγάπη τους για τους Tokyo Blade, δίχως χρόνο για πρόβες και κανονικές προετοιμασίες. Επίσης, το γκρουπ αποδείχθηκε σε μεγάλη εκτελεστική φόρμα –ιδιαίτερα ο κιθαρίστας Andy Boulton· κι αυτό αύξανε τον «συναγωνισμό», γιατί δεν μπορούσες να μη σκεφτείς πώς θα ακουγόταν το τάδε και το δείνα με τέτοια απόδοση, αν ήταν κι ο Marsh πάνω εκεί. Αξίζει πάντως ένα μπράβο, διότι τέτοια πράγματα τα καταφέρνεις μόνο όταν από πίσω υπάρχει μια ενεργή και λειτουργική κοινότητα, έτοιμη να βάλει πλάτη στα δύσκολα.


Για την ιστορία, ας σημειωθεί ότι τη δύσκολη αρχή επωμίστηκε ο Γιάννης Μπρίτσας των Crimson Fire, ο οποίος ανέβηκε στη σκηνή με ταιριαστό fan μπλουζάκι με τον ανατέλλοντα ήλιο της πάλαι ποτέ Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας, για να τραγουδήσει εξαιρετικά το "Sunrise In Tokyo". Ήταν το κρίσιμο σημείο, που έπεισε πολλούς ότι άξιζε και να χειροκροτήσουν την προσπάθεια, μα και να παραμείνουν στο Κύτταρο για τη συνέχεια της βραδιάς. Στη συνέχεια από το μικρόφωνο πέρασε ο Νίκος Τραγάκης των Exarsis, ο Μιχάλης Μπάκουλας των Sons Of Iniquity (οι οποίοι είχαν ανοίξει την 1η Into Battle ημέρα), ο Δημήτρης Καρτάλογλου των Sacral Rage, ο ίδιος ο Boulton σε μια απόπειρα να πει το "Dead Of The Night" και ο απίθανος Μιχάλης Λίβας των Fortress Under Siege, που χάρισε μια εκπληκτική εκτέλεση στο "Lightning Strikes (Straight Through Τhe Heart)" –τόσο, ώστε σκέφτηκα μήπως οι Tokyo Blade φύγουν μαζί του για τη συνέχεια της περιοδείας τους.

Καλώς μας ήρθε λοιπόν το Into Battle στη μουσική ζωή της πρωτεύουσας. Θα είμαστε ξανά εκεί, με την ελπίδα ότι την επόμενη φορά τα ανακοινωμένα ωράρια εμφανίσεων θα τηρηθούν, ώστε να μη μείνει κανένα απολύτως παράπονο.