18 Δεκεμβρίου 2020

Αφιέρωμα στον Mauricio Kagel - ανταπόκριση (2014)

Δέκα χρόνια ζωής και δράσης συμπλήρωσε αυτές τις μέρες η Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, στα οποία άφησε ποικιλοτρόπως το πολιτιστικό της στίγμα. Αν μη τι άλλο, μόνο εκεί θυμάμαι να έχω βρεθεί σε συναυλία με τον Αργύρη Ζήλο όσον καιρό γνωριζόμαστε, ο οποίος, αν και έχει πάψει να παρίσταται σε ζωντανές εκδηλώσεις, έκανε μια εξαίρεση τον Νοέμβριο του 2014 για τον Wadada Leo Smith.

Αν κι έχω μείνει με την αίσθηση ότι το ηχητικό αποτύπωμα της Στέγης έχει κατά τι υποχωρήσει τα τελευταία χρόνια σε εμβέλεια προσκεκλημένων ονομάτων και νούμερα αμιγώς μουσικών παραστάσεων, η αλήθεια είναι ότι μερικές από τις πιο δυνατές αναμνήσεις της τελευταίας δεκαετίας τις παρακολούθησα εκεί (ο Wadada Leo Smith δεν είναι πάντως ανάμεσά τους, παρά την εκτίμηση την οποία τρέφω για τους δίσκους του). 

Με την αφορμή αυτή, λοιπόν, επιστρέφουμε σήμερα στον Ιανουάριο του 2014· όταν ο χώρος ήταν πιο γνωστός ως «Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών» κι εγώ είχα την αντοχή να πάω εκεί 2 μέρες σερί για να παρακολουθήσω το εκπληκτικό αφιέρωμα από Έλληνες κατά κύριο λόγο συντελεστές (επιμέλεια του Ανάργυρου Δενιόζου) σε έναν από τους πλέον πολυπρόσωπους δημιουργούς του 20ου αιώνα: τον (άνωθεν εικονιζόμενο) Mauricio Kagel. Τον οποίον πολλοί εξακολουθούν να θεωρούν Γερμανό –ίσως επειδή έζησε και εργάστηκε εκεί από το 1957 κι έπειτα– αλλά στην πραγματικότητα ήταν από την Αργεντινή, γόνος Εβραίων μεταναστών από τη Ρωσία. 

Η πλήρης (συναυλιακή) ανταπόκριση από το διήμερο δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


Δεν ξέρω πόσοι Αθηναίοι πέρασαν το Σαββατοκύριακο από τη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, ξέρω όμως ότι το αφιέρωμα που στήθηκε εκεί για τον Mauricio Kagel (σε γενική επιμέλεια του συνθέτη και μουσικολόγου Ανάργυρου Δενιόζου) έθεσε νέα στάνταρ προσδοκιών/αποτίμησης για ανάλογους φόρους τιμής. Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια σε όσους δούλεψαν γι' αυτό, καθώς όχι μόνο επιτεύχθηκε τελικά το απίθανο –να λάβει δηλαδή σάρκα και οστά ένας από τους πλέον πολυπρόσωπους και σύνθετους δημιουργούς του 20ου αιώνα– αλλά και γιατί αποδείχθηκε ότι στο εδώ και το τώρα δρουν εξαιρετικοί Έλληνες μουσικοί, ικανοί να αποδώσουν στα πολύ δύσκολα, τηρώντας προδιαγραφές που συνήθως χαρακτηρίζουμε ως «διεθνείς». 

Αν και το παρόν κείμενο εστιάζει στο συναυλιακό κομμάτι του διημέρου, θα ήταν κρίμα να μην σχολιαστούν επί τροχάδην αυτά που είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν (δίχως αντίτιμο) όσοι επισκέφθηκαν τη Στέγη μεταξύ 16.00 και 20.00 το Σάββατο και την Κυριακή. Γιατί ηθοποιοί, μουσικοί, τεχνικοί και άλλοι συντελεστές ζωντάνεψαν ένα μεγάλο τμήμα της χλιδανής παρακαταθήκης του Mauricio Kagel. Αναμενόμενα, υπήρξε μια εστίαση στο πολυσυζητημένο Staatstheater (1970), ιδιαίτερη όμως νότα έδωσαν οι προβολές των ταινιών του Αργεντίνου καλλιτέχνη (δεν είναι Γερμανός, όπως ορισμένοι νομίζουν, απλά έζησε και σταδιοδρόμησε στη Γερμανία), αρκετές από τις οποίες είναι πλέον σπάνιες. Ανάμεσά τους, το Antithese (1965), το Match (1966), το Phonophonie (1979), αλλά και το Blue’s Blue (1981). 

Οι συναυλίες πάλι, αποτελούσαν έναν διαφορετικό κόσμο. Εδώ δεν έμπαινες δωρεάν και τα πράγματα ήταν εκ προοιμίου πιο κεντραρισμένα, καθώς τα 12 συνολικά έργα που ακούσαμε (6 + 6) στόχευσαν στην ανάδειξη της μουσικής σκέψης του Kagel. Μιας ανήσυχης, αντισυμβατικής και φύσει ανατρεπτικής σκέψης, που πατούσε μεν στέρεα στην κεντροευρωπαϊκή κλασική παράδοση, αλλά τη χρησιμοποίησε ως ορμητήριο τολμηρών εξερευνήσεων –είτε προς τον πειραματισμό, είτε προς τα σύνορα της performance. Δεν ήμασταν πολλοί το Σάββατο, όμως την Κυριακή γέμισε η αίθουσα «Χριστίνα Ωνάση»· και πάλι, βέβαια, δεν ξέρω πόσοι ήρθαν τελικά για τον Kagel, καθώς στο διάλειμμα συνειδητοποίησα ότι πολλοί βρίσκονταν εκεί επειδή γνώριζαν κάποιον από τους συμμετέχοντες μουσικούς.  

Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της περσόνας του Kagel, το οποίο αποτυπώθηκε γλαφυρά και στο έργο του, ήταν το χιούμορ. Γελάσαμε έτσι με την ψυχή μας την Κυριακή, βλέποντας τρεις σοβαρούς, καλοντυμένους πνευστούς να λαμβάνουν θέση απέναντί μας κι απλά να μας... κοιτάνε ανέκφραστοι, πριν αρχίσουν να παριστάνουν ότι φυσάνε και ξεφυσάνε στις τρομπέτες τους. Το Con Voce (1972) κρατούσε την όψη ενός σοβαρού, επίσημου κόσμου, μα τον σατίριζε με στυλ. 

Όταν πάντως ο Kagel επιθυμούσε να γράψει μουσική, δεν αστειευόταν. Το Σάββατο χειροκροτήσαμε με ζέση και στο Trio In Zwei Sätzen (2006/2007) και στο Trio In Einem Satz (2001). Στο πρώτο, απολαύσαμε τη διάδραση μεταξύ ενός άναρχου, οξύτονου βιολιού κι ενός πιάνου κινούμενου με βαριά, μετρημένα βήματα, με τις μεταξύ τους ισορροπίες να κρατούνται από ένα διακριτικό βιολοντσέλο· στο δεύτερο, ο συνδυασμός των οργάνων έμεινε ίδιος, αναδείχθηκε όμως το νεύρο του βιολιού, που βρήκε ιδανικό εκφραστή στις συσπάσεις του προσώπου του Δημήτρη Καρακαντά, στις ηχηρές του εκπνοές και στα αεικίνητα πόδια του. Άξιο αναφοράς και το Unguis Incarnatus Est (1972), όπου σύμπραξαν –όμορφα και απέριττα– η Λορέντα Ράμου στο πιάνο και ο Βασίλης Παπαβασιλείου στο κοντραμπάσο. Σημειωτέον, ο Kagel έχει φτιάξει το συγκεκριμένο έργο μόνο για πιάνο, αφήνοντας ελεύθερη την επιλογή του δεύτερου οργάνου. 

Αν πάντως θέλετε να μιλήσουμε για ατόφια φαντασία, το Σάββατο είδαμε τον Χρήστο Σακελλαρίδη και τη Beata Pincetic να κάθονται παρέα στο ίδιο πιάνο, για την εκτέλεση του Der Eid Des Hippokrates (1984): εκείνος ανέλαβε τα πλήκτρα, εκείνη τα χτυπήματα· εκείνος το αντιμετώπισε ως μουσικό όργανο, εκείνη εξερεύνησε με τις γροθιές και την παλάμη της διάφορες ηχητικές δυνατότητες του περιβλήματός του. 

Εντούτοις, η προσωπική μου ψήφος προτίμησης πάει στο Schattenklänge της Κυριακής –κι ας μην είδαμε ποτέ τον σαξοφωνίστα που μας χάρισε υπέροχες μελωδίες, στα όρια του αυτοσχεδιασμού και της σκανδιναβικής τζαζ. Τον έκρυβε βλέπετε ένα παραβάν, στο οποίο δύο προτζέκτορες έριχναν από τα πλάγια (ένας δεξιά, ένας αριστερά) σκηνές από ταινίες του Kagel, επιτρέποντάς μας απλά να διακρίνουμε τη φιγούρα του και τις κινήσεις της. Όλα αυτά, σημειωτέον, εξελίσσονταν μέσα στο παραβάν, πράγμα που μας έκανε να αισθανόμαστε ότι κοιτούσαμε τα δρώμενα από το πίσω μέρος. Μια αποτελεσματική αντιστροφή της οικείας αίσθησης παρακολούθησης μιας παράστασης. 

Αλλά η κορύφωση του διημέρου σημειώθηκε στο φινάλε της Κυριακής. Στο Ein Brief (1985/1986) μείναμε με το στόμα ανοιχτό ενόσω στηνόταν η σκηνή στο διάλειμμα, καθώς βλέπαμε ένα συνεχές πήγαινε/έλα καρεκλών, αναλογίων και μουσικών οργάνων. «Μα, πόσοι θα παίξουν ρε παιδιά;» αναρωτήθηκε (εύλογα) μια κυρία παραδίπλα –γύρω στους 25, η σωστή απάντηση. Και δεν ήταν για να κάνουν εντύπωση: θαύμασα το πώς ο Kagel μπόρεσε να βάλει όλα αυτά τα όργανα να συνυπάρξουν, δίχως να βγει αχταρμάς και δίχως τίποτα να ηχήσει ως περιττό· απλά και μόνο για να μεταφράσει σε νότες το περιεχόμενο μιας ερωτικής επιστολής, από την οποία κράτησε μόνο τις δύο λέξεις της έναρξης («Αγάπη μου»). Και θαύμασα ακόμα περισσότερο τον μαέστρο Ανδρέα Λεβισιανό για την άνεση με την οποία διεύθυνε το ετερόκλητο τούτο σύνολο, στο οποίο παρουσία διέθετε και η ανθρώπινη φωνή, εκπροσωπούμενη (άναρθρα) από την εξαιρετική μεσόφωνο Άννα Παγκάλου.   

Στο ...den 24. xii.1931 (1988/1991), πάντως, η ανθρώπινη φωνή δεν κατέγραψε απλή παρουσία, μα έλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Κι ας προσπάθησαν τόσο φιλότιμα να της κλέψουν την παράσταση οι απίθανοι ήχοι που πήγαζαν από παράξενα μεταλλικά κρουστά, σφυρίχτρες, καραμούζες, μα και από δύο... λαστιχένιες μπότες! Ο Λεβισιανός διηύθυνε εδώ μια μικρότερη σε μέγεθος ορχήστρα, με πολλές όμως ιδιαιτερότητες (όπως θα καταλάβατε ήδη), άξιοι υπεύθυνοι για τις οποίες ήσαν ο Θοδωρής Βαζάκας, ο Μαρίνος Τρανουδάκης και ο Παναγιώτης Ζιάβρας. Αλλά τίποτα δεν μπορούσε να στρέψει την προσοχή μακριά από τον βαρύτονο Βαγγέλη Μανιάτη, ο οποίος είχε αναλάβει την παρουσίαση εφτά ειδήσεων από τις γερμανικές εφημερίδες της 24ης Δεκεμβρίου του 1931. Καταπληκτική παρουσία, ενσάρκωσε άριστα τον ιδανικό κατά Kagel ερμηνευτή· εκείνον δηλαδή που μπορεί να εντυπωσιάσει με τη φωνή και την τεχνική του, ενώ παράλληλα στέκεται και ως πλήρης περφόρμερ, παίζοντας σαρδόνια με τους χρωματισμούς, με τις χροιές, με τις εκφραστικές γραμμές του προσώπου του και με τη γενικότερη κινησιολογία του.  

Έτσι θριαμβευτικά τελείωσε λοιπόν ένα πολύ πλούσιο αφιέρωμα, που, όπως τόνισα και στην αρχή, έγραψε ιστορία με την οργάνωσή του, τις παράλληλες δράσεις του, τη γλαφυρή απεικόνιση ενός εν πολλοίς άπιαστου και σύνθετου καλλιτεχνικού νου. Δεν είμαι σίγουρος πόσοι έδωσαν βάση, πάντως όσοι πρόσεξαν, θα το θυμούνται πιστεύω ως ορόσημο. Η πρώτη σπουδαία συναυλιακή στιγμή του 2014 στην πόλη. 




16 Δεκεμβρίου 2020

Saxon - συνέντευξη (2011)

Την επιστροφή τους στη δισκογραφία ανακοίνωσαν αυτές τις μέρες οι αειθαλείς Saxon, οι οποίοι έχουν να φανούν από το 2018, όταν έβγαλαν το επιτυχημένο καλλιτεχνικά μα και εμπορικά (Βρετανία #29, Γερμανία #5) Thunderbolt. Το επόμενο άλμπουμ θα λέγεται Inspirations, θα είναι γεμάτο διασκευές (ήδη κυκλοφόρησε η απόπειρά τους στο "Paint It Black" των Rolling Stones, που δεν είναι πάντως τίποτα το σπουδαίο) και μέλλει να εμφανιστεί στις 19 Μαρτίου 2021.

Τα νέα αυτά δίνουν λοιπόν καλή αφορμή επαν-επίσκεψης στη μοναδική φορά που κουβέντιασα τηλεφωνικά με την ηγετική μορφή του Biff Byford: τον Μάρτιο του 2011, ενόψει της συναυλιακής τους έλευσης στο Fuzz, λίγο πριν βγει ο τότε δίσκος τους Call To Arms

Στη συζήτησή μας εκείνη, ο Biff Byford επιβεβαίωσε το metal ως μουσική της εργατικής τάξης –«γι' αυτό και δεν ξεχνά να είναι και διασκεδαστικό», όπως τόνισε. Μιλήσαμε ωστόσο και για το πώς είναι η ζωή του οικογενειάρχη (έχει 4 παιδιά), αλλά και για το τι τους εμπόδισε να κάνουν πέρασμα στο αμερικάνικο ραδιόφωνο κατά τη δεκαετία του 1980, στο ζενίθ της καριέρας τους. Προς το τέλος, επίσης, θίξαμε και μια παλιά ιστορία, σχετική με μια φημολογούμενη ...τεϊοποσία(!) διάρκειας πέντε ωρών.

Η κουβέντα δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές.


«Οι Saxon είναι μια μπάντα σε περιοδεία, αυτή είναι η ζωή μας», είχες δηλώσει κάποτε, σε μια άλλη συνέντευξη. Σκέφτηκες ποτέ ότι αρκετά με τις περιοδείες;

Όχι, ποτέ. Δεν το έχω πει ποτέ αυτό, ούτε στις πιο δύσκολες στιγμές της μπάντας. Και δεν θα το πω. Είμαι γεννημένος για να παίζω μουσική, θα το κάνω μέχρι να πεθάνω.

Μια νέα περιοδεία σας φέρνει λοιπόν και στην Ελλάδα σε λίγες μέρες. Ελπίζω να έχετε καλές αναμνήσεις από τις προηγούμενες επισκέψεις σας...

Αν έχουμε λέει! Δεν βλέπουμε την ώρα να έρθουμε στην Αθήνα. Το ελληνικό κοινό έχει αποδείξει ότι μας αγαπάει ιδιαίτερα κι εμείς ξέρουμε καλά τι τρελοί και παλαβοί είστε για τους Saxon.

Αλλά, εκτός της συναυλίας, έχετε αναγγείλει κι ένα καινούργιο άλμπουμ για τα τέλη Μαΐου, έτσι δεν είναι; 

Ναι! Λέγεται Call To Arms και θα κυκλοφορήσει ταυτόχρονα σε Ευρώπη και Αμερική, στις 23 Μαΐου. Μείναμε ικανοποιημένοι από την απήχηση που είχε το Into The Labyrinth (2009), αλλά αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε μια λίγο διαφορετική προσέγγιση αυτήν τη φορά. Έτσι, να περιμένετε ένα άλμπουμ δυνατό, ηχογραφημένο ζωντανά στο στούντιο, το οποίο όμως δεν θα σε πιάνει και από τα μούτρα. Έχουμε ήδη αποκαλύψει ένα τραγούδι στην επίσημη ιστοσελίδα και σκεφτόμαστε να βγάλουμε ένα ακόμα στις επόμενες ημέρες.

Στη συναυλία της Αθήνας, θα βασιστείτε στο Call To Arms; Ή να αναμένουμε ένα «greatest hits» σετ;

Βασικά και τα δύο. Θα σας παίξουμε δηλαδή τα νέα μας τραγούδια –θα είστε μάλιστα από τους πρώτους που θα τα ακούσουν– αλλά ξέρουμε ότι αδημονείτε και για κάποια αγαπημένα στάνταρ του παρελθόντος. Θα τα έχετε κι αυτά λοιπόν, σκεφτόμαστε μάλιστα να σας δώσουμε μια γερή δόση από Denim And Leather!

Το νέο σας άλμπουμ έχει ως εξώφυλλο ένα πόστερ από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι ένας θεματικός δίσκος ή να μην τον κρίνουμε από το εξώφυλλό του;

Όχι, δεν φτιάξαμε κάποιο concept άλμπουμ. Το πόστερ είναι όντως από το 1914, αλλά αναφορά στον Πόλεμο κάνει μόνο το ομώνυμο τραγούδι. Ένα λυπητερό τραγούδι.

Μεγάλωσα ξέρετε με τη μουσική σας, αλλά θυμάμαι χρόνια που μόνο cool δεν θεωρούνταν να ακούς Saxon...

Ξέρω καλά τι εννοείς, ήρθαν πράγματι δύσκολα χρόνια μετά την έλευση των Nirvana, των Pearl Jam κι εκείνων των συγκροτημάτων.

Όμως τελευταία η κατάσταση έχει αλλάξει και πάλι: θα έλεγα μάλιστα ότι έχετε αποκατασταθεί στη συνείδηση του κόσμου. Πιστεύετε ότι οφείλεται στις δικές σας δυνάμεις ή στη γενικότερη άνοδο του metal;

Μείναμε πιστοί στα ιδανικά μας, διατηρήσαμε τη συναυλιακή μας φήμη και πιστεύω ότι φτιάξαμε και μερικά καλά άλμπουμ. Όλα αυτά έφεραν κοντά μας νέους fans. Βέβαια βοήθησε κι αυτό που λες, ότι η metal μουσική ξαναγύρισε στην επικαιρότητα. Ειδικά το reunion των Iron Maiden με τον Bruce Dickinson (1999) συνέβαλλε πιστεύω πολύ στο να ξαναστραφούν οι προβολείς στα συγκροτήματα της δεκαετίας του 1980.

Τι τρέχει αλήθεια με εκείνη την άλλη εκδοχή των Saxon, που για ένα διάστημα έβγαζε και δίσκους ως Oliver/Dawson Saxon; Για να είμαι ειλικρινής δεν έχω ακολουθήσει κάθε λεπτομέρεια της ιστορίας, ξέρω όμως ότι είχατε πάει στα δικαστήρια...

Για εμάς αυτή είναι πια μια παλιά ιστορία: τη θεωρούμε τελειωμένη. Εκείνη η μπάντα συνεχίζει βέβαια να υφίσταται και να δίνει συναυλίες, ωστόσο νομίζω ότι έχει γίνει ξεκάθαρο πλέον στον κόσμο ποιοι είναι οι αυθεντικοί Saxon και ποιοι όχι.

Τις νεότερες metal μπάντες τις παρακολουθείς; Μπάντες δηλαδή σαν τους Mastodon ή τους Dillinger Escape Plan;

Προσπαθώ να τις παρακολουθώ, υπάρχουν πολλές καλές μπάντες –εμένα μου αρέσουν ξέρεις ιδιαίτερα οι Killswitch Engage. Αρκετά από αυτά τα παιδιά έρχονται στις συναυλίες μας και μας λένε ότι είναι αφοσιωμένοι Saxon fans. Είναι κολακευτικό!

Τι κάνει το metal τόσο δημοφιλές; Ποιο είναι το «μυστικό»;

Το metal είναι μουσική της εργατικής τάξης. Κι αυτό σημαίνει ότι, όποιες δομές κι αν μεταχειρίζεται, δεν ξεχνά ποτέ να είναι και διασκεδαστικό. Τα νεότερα βέβαια συγκροτήματα ίσως να έχουν τραβήξει σε άλλη κατεύθυνση, για μας πάντως στα 1980s αποτελούσε ζητούμενο να παντρέψουμε τον σκληρό ήχο με τα θεμελιώδη συστατικά του rock 'n' roll. Το metal είναι κομμάτι της rock 'n' roll οικογένειας.

Γιατί όμως τότε στα 1980s δεν σημειώσατε την ίδια επιτυχία με άλλα συγκροτήματα του New Wave Of British Heavy Metal; Ήσασταν μήπως πολύ σκληροί για το αμερικάνικο ραδιόφωνο;

Ήταν θα έλεγα η κύρια αιτία... Για να κάνεις τότε τη μεγάλη επιτυχία, έπρεπε να φτάσεις και στην Αμερική. Κι εκεί το ραδιόφωνο ζητούσε πράγματα σε ένα πιο ανάλαφρο hard rock στιλ. Δεν το μετανιώνουμε, πάντως. Γιατί τώρα, μετά από τόσα χρόνια, εμείς δεν έχουμε να ζήσουμε με το γεγονός ότι ξεπουληθήκαμε για να μας παίζουν στο ράδιο –όπως άλλοι σύγχρονοί μας. Ασφαλώς ένα μερίδιο ευθύνης είχαμε κι εμείς... Δεν είχαμε δηλαδή ούτε τόσο ικανούς μάνατζερ, ενώ υπήρχαν και πολλά προβλήματα με την τότε εταιρεία μας, την Carrere.

Από εκείνα τα παλιά χρόνια υπάρχει εντωμεταξύ και μια ιστορία σχετική με μια τεϊοποσία διάρκειας πέντε ωρών στην οποία και εμπλέκεστε –νομίζω την έχει διηγηθεί ο μάνατζέρ σας David Poxon...

(γελάει) Δεν θα πίστευα ό,τι λέει ο David, στη θέση σου! Είναι ξέρεις μεγάλος χιουμορίστας, φαντάσου τον κάτι σαν stand-up κωμικό. Πρόκειται πάντως για μια πολύ διασκεδαστική ιστορία, αυτό να λέγεται. Ωστόσο δεν είναι αλήθεια...

Είσαι οικογενειάρχης –έχεις, αν δεν κάνω λάθος, 4 παιδιά; Πόσο εύκολο είναι να διατηρείς τις ισορροπίες όταν η ζωή σου βρίσκεται σε ένα συγκρότημα που περιοδεύει τόσο πολύ;

Ναι, έχω δύο δίδυμα αγόρια στα 10, άλλον έναν γιο στα 13 και μια κόρη 16 χρονών! Δεν είναι εύκολο πράγμα... Στα παιδιά λείπει ο πατέρας τους και ειδικά τώρα που τα δύο περνούν εφηβεία συχνά έχει χρειαστεί να λύσουμε ζητήματα από απόσταση. 

Ωστόσο, έρχονται όποτε μπορούν στις συναυλίες –ο 13άχρονος δε γιος μου έχει αρχίσει και παίζει ντραμς! Αν υπάρχει ένα μυστικό, θα έλεγα ότι βρίσκεται στο εξής: όταν τελειώνει η περιοδεία, μη χαζολογάς. Γύρνα σπίτι και αξιοποίησε όσο χρόνο διαθέτεις με την οικογένειά σου.

Σε ευχαριστώ για τον χρόνο σου. Κάποια έκπληξη από το στρατόπεδο των Saxon, για το κλείσιμο;

Εγώ ευχαριστώ, ανυπομονώ να τα πούμε και στην Αθήνα! Όσο για έκπληξη, πρόσφατα βρήκαμε τα master tapes από την πρώτη μας εμφάνιση στο Donnington, το 1980. Και σκεφτόμαστε να εκδώσουμε αυτό το live σε κάποια μορφή...



13 Δεκεμβρίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

Η δεύτερη καραντίνα πήρε (κι άλλη) παράταση, όπως δυστυχώς αναμενόταν –άσχετα που κάποια πράγματα θα ανοίξουν από Δευτέρα, οπότε θα καταφέρουμε ας πούμε να κουρευτούμε, πριν γίνει το μαλλί σαν του Jack Nance στο Eraserhead.

Έστω κι εκπέμποντας από το ...αρχείο της, πάντως, η Συχνοτική Συμπεριφορά θα επιχειρήσει και αυτήν την Κυριακή να διασκεδάσει το κλίμα της γκρι κατήφειας που μας περιβάλλει. 

Σήμερα, μάλιστα, έχουμε για τους φίλους μας κάτι αληθινά ...συλλεκτικό, καθώς γυρνάμε σχεδόν 10 χρόνια πριν, σε μια εκπομπή από τον Μάρτιο του 2011. Η οποία (προ)ηχογραφήθηκε με τον Νίκο Μπιτσιμέα στην κονσόλα και ξεκίνησε με τα νεύρα του Στυλιανού Τζιρίτα σε κρόσσια, καθώς κάποιος του την είχε πει, λέει, που μουρμούραγε ένα κομμάτι της Ελένης Δήμου. Ελένη Δήμου βέβαια δεν παίξαμε, αλλά και ο κύριος Τζιρίτας πέρασε τελικά σε διαφορετικό ρεπερτόριο: θα τον ακούσετε να σιγοτραγουδά Λευτέρη Μυτιληναίο, κάπου προς το μισάωρο.

Σημειώστε, επίσης, ότι στη διαδικασία της «κονσερβοποίησης» –γι' αυτό και δεν το καταλάβαμε ούτε εμείς, αλλά ούτε και ο ηχολήπτης– χτύπησε (για τα καλά, μάλιστα) και ο ...δαίμων του στούντιο παραγωγής (ακόμα στην οδό Σαρρή, τότε). Με αποτέλεσμα άλλο τραγούδι του Robert Plant να προλογίζουμε κι άλλο να παίζει ή να νομίζουμε ότι βάζουμε David Sylvian, ενώ εν τέλει έμπαιναν οι Cult. Κάτι που νομίζω ότι δεν θα έπαιρνε πολύ καλά ο Sylvian, εάν το γνώριζε· πόσο μάλιστα από τη στιγμή που οι Cult θα ξανάπαιζαν λίγο μετά. Σαν να μην έφτανε μάλιστα αυτό, σε κάποιο σημείο εξαφανίστηκαν και οι πρόζες, οπότε την αποφώνηση ανέλαβαν οι ...Strawbs!

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο αυτό το σερί ατυχημάτων πατώντας στον σύνδεσμο εδώ. Καθώς η εκπομπή ανεβαίνει από το προσωπικό μας αρχείο δεν περιέχει ούτε τα δελτία ειδήσεων, ούτε τα διαφημιστικά μηνύματα που της αναλογούσαν την εποχή της ζωντανής της μετάδοσης.
 
Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. ROBERT MITCHELL'S PANACEA: Lucid Dreamt
2. ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΑΣ: Όταν Χαράζει
3. MICHAEL WOLLNY & TAMAR HALPERPIN: Mesmer
4. ΦΟΙΒΟΣ ΔΕΛΗΒΟΡΙΑΣ & ΡΕΝΑ ΜΟΡΦΗ: Αμφιβολία
5. THE CULT: Painted On My Heart
6. ROBERT PLANT: Last Time I Saw Her
7. ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Ο Τραγουδιστής
8. THE CULT: Painted On My Heart
9. ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ: Κάτσε Καλά
10. STRAWBS: Down By The Sea



10 Δεκεμβρίου 2020

Δημήτρης Μαραμής: Οι Στοιχειωμένοι - ανταπόκριση (2019)


Τώρα που αναγκαστικά ζούμε χωρίς τις ζωντανές παραστάσεις, συμβιβαζόμενοι –και οι πιο απρόθυμοι– με την ιντερνετική τους διάσταση και την ατομική παρακολούθηση, συχνά τρέχει ο νους σε προηγούμενα θεάματα τα οποία είχαμε δει. Παλιότερα ή πιο πρόσφατα, δεν έχει τόση σημασία· ό,τι έμεινε στη μνήμη έρχεται να υποκαταστήσει την (προσωρινή, όλοι ελπίζουμε) απώλεια.

Μία λοιπόν από τις πιο ωραίες εγχώριες παραγωγές που είδα το 2019 (στην αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής), ήταν και οι Στοιχειωμένοι του Δημήτρη Μαραμή, σε σκηνοθεσία Θάνου Παπακωνσταντίνου. Ένα έργο μεγαλόπνοο, πλούσιο, βαθύ, σε διάλογο με τις ρίζες του τόπου μας μα συνάμα και σύγχρονο, με μουσικό ορίζοντα διεθνή. Δεν μπόρεσα μάλιστα να μη σκεφτώ, καθώς ξεκινούσε, πόσο δρόμο περπάτησε ο δημιουργός του από το 2004, όταν έκανε ντεμπούτο στη δισκογραφία με τα Σονέτα Του Σκοτεινού Έρωτα –15 χρόνια, γεμάτα. 

Προσωπικά, νομίζω ότι οι Στοιχειωμένοι ήταν η καλύτερη μέχρι τώρα στιγμή του, αν και γνωρίζω ότι για τους περισσότερους σημείο αναφοράς έχει σταθεί ο Ερωτόκριτος (2017). Επόμενη στάση για τον συνθέτη, όπως ο ίδιος ανακοίνωσε αυτές τις μέρες, θα είναι ο Καπετάν Μιχάλης του Νίκου Καζαντζάκη (με εμβόλιμους στίχους Σωτήρη Τριβιζά). Πότε, τώρα, εξαρτάται από τις νυν περιστάσεις, φαντάζομαι.

Τον Δημήτρη Μαραμή τον έχω εντωμεταξύ συναντήσει μόνο μια φορά στη ζωή μου, εντελώς τυχαία: καθόμουν με παρέα στο καφέ Βαρνάβα στην πλατεία Βαρνάβα κλασικό κι αγαπημένο στέκι για μας τους Παγκρατιώτες, που επίσης πλήττεται φέτος από την όλη υγειονομική κρίση και βρισκόταν στο διπλανό τραπέζι. Δεν ξέραμε ο ένας την όψη του άλλου, κάπως όμως υποψιάστηκε από τις κουβέντες μας και ήρθε να πει ένα γεια. Αρκετό καιρό αργότερα, μάλιστα, με πρωτοβουλία του Στυλιανού Τζιρίτα, βγήκε και τηλεφωνικά στη ραδιοφωνική μας εκπομπή στο Κόκκινο, παίζοντάς μας και πιάνο ζωντανά από τους Δελφούς (με την ιδιότητα του καλλιτεχνικού διευθυντή του εκεί φεστιβάλ).

Η ανταπόκρισή μου για τους Στοιχειωμένους δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 2019 στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης παρεμβάσεις.

* η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Δημήτρη Κωνσταντινίδη και προέρχεται από το υλικό που δόθηκε στον Τύπο για την επικοινωνία της παράστασης. Η κάτωθι φωτογραφία του Μαραμή ανήκει στον Νικηφόρο Βιδάλη, ενώ η φωτογραφία της παράστασης (πιο κάτω) ανήκει στον Γιώργο Σπανό και προέρχεται κι αυτή από το προαναφερθέν promo υλικό


Οι Στοιχειωμένοι τραβούν την προσοχή σου ήδη πριν ανέβει η αυλαία, από τη ζωηρή εισαγωγική ουβερτούρα. Σκεφτόμουν καθώς την άκουγα πόσο νερό κύλησε στο αυλάκι από τα Σονέτα Του Σκοτεινού Έρωτα –το ντεμπούτο του Δημήτρη Μαραμή στη δισκογραφία (2004)– πόσο σίγουρα έγιναν εν καιρώ τα δημιουργικά του πατήματα, πόσο ακριβείς οι ενορχηστρωτικές πιρουέτες μεταξύ ελληνικού και διεθνούς, πόσο βάθυνε ο διάλογός του με την κληρονομιά του Μάνου Χατζιδάκι. Όπως θα αποδεικνυόταν και στη συνέχεια της βραδιάς, ο Αθηναίος συνθέτης βρίσκεται σε μια πολύ ουσιαστική φάση της καριέρας του, την οποία και επισφραγίζουν οι Στοιχειωμένοι ως έργο συνάμα τοπικό, βαλκανικό μα και παγκόσμιο.

Παρά ταύτα, το θέαμα που αντικρίζεις με το που παραμερίζει η κουρτίνα της αίθουσας Αλεξάνδρα Τριάντη, κλέβει για λίγο την παράσταση από τη μουσική: νεκροί συσπώνται και τινάζονται στους τάφους τους, αρχίζοντας το τραγούδισμα μιας μαύρης ιστορίας. Η κινησιολογία τους, συναρπαστική· φαντάζει σχεδόν υπεράνθρωπη και πρέπει να απαίτησε πολλά σε σωματικό επίπεδο από τον θίασο. Χέρια, πόδια μα και ο κορμός ο ίδιος αρκετές φορές θυμίζουν τα ζόμπι του George Romero στην εμβληματική Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών (1968), εκείνα δηλαδή τα μοντέρνα γκουλ που βαδίζουν ακανόνιστα μα και με μια αδυσώπητη δέσμευση προς το καταβρόχθισμά σου. 

Η πρώτη αυτή πράξη των Στοιχειωμένων λειτουργεί ως γέφυρα προς τον κόσμο των δημοτικών τραγουδιών που απασχολεί τα επόμενα δύο μέρη της τριλογίας, από την άποψη ότι βασίζεται σε καινούριο λιμπρέτο, γραμμένο από τον Σωτήρη Τριβιζά. Εντούτοις η πηγή εντοπίζεται στον λαϊκό φωκικό θρύλο για το Στοιχειό της Χάρμαινας, ο οποίος αναβιώνει ξανά στη σημερινή Άμφισσα (από το 1995 και μετά), κάθε τελευταίο Σαββατοκύριακο των Αποκριών. Διαδραματίζεται βέβαια σε χρόνους αλλοτινούς και τραγουδά την ξέγνοιαστη, νεανική αγάπη του Κωνσταντή και της Λενιώς, την οποία η μοίρα άφησε ανεκπλήρωτη, βυθίζοντάς τη σε ένα τρομακτικό σκοτάδι.

Οι δύο επόμενες πράξεις βασίζονται στο Γιοφύρι της Άρτας και στο Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού, σε δύο δηλαδή πολύ γνωστά δημοτικά αριστουργήματα, το στόρι των οποίων θα ήταν περιττό να αναφέρουμε. Η κλιμάκωση αποδεικνύεται καλά μελετημένη, γιατί με κάθε τμήμα της τριλογίας εμπλουτίζεται βαθμιαία και ό,τι βλέπεις επί σκηνής, αλλά και το τι ακούς: ο Μαραμής φτιάχνει περίτεχνες μελωδίες τόσο για τους τραγουδιστές του, όσο και για τα πνευστά όργανα της ορχήστρας (κλαρινέτο, τρομπέτα, τρομπόνι, φλάουτο, σαξόφωνο), καταφέρνοντας να περάσει μια αίσθηση ελληνικότητας χωρίς επουδενί να βασιστεί σε παραδοσιακό υλικό. Κάτι βέβαια που δεν απηχεί μόνο ταλέντο, μα και την επαφή του με την εγχώρια γραμματεία, όπως και τη γοητεία που προφανώς του έχουν ασκήσει τα συγκεκριμένα έργα. Ο Παύλος Καρρέρ, αν μπορούσε να ακούσει, θα ζήλευε πιστεύω αυτό το τόσο καλά ζυμωμένο προσωπικό ιδίωμα.

Οι Στοιχειωμένοι, ωστόσο, αρθρώνονται σε μια αρμονική σύμπλευση μουσικής και εικόνας, έχοντας ως έτερο πυλώνα επιτυχίας την εκπληκτική σκηνοθεσία του Θάνου Παπακωνσταντίνου. Η προαναφερθείσα έναρξη με τον θίασο στους τάφους, οι σταχτιές γυναικείες μορφές με τις στάμνες που κυκλώνουν τη Λενιώ στο Στοιχειό της Χάρμαινας (βλέπε κεντρική φωτογραφία) καθώς βαδίζει ανύποπτη προς την κεραυνοπληξία, αλλά και το διμερές σκηνικό που στήνεται για το Γιοφύρι της Άρτας προκειμένου να μεταδώσει τον δραματικά καίριο βηματισμό της χαρωπής γυναίκας του πρωτομάστορα προς τον άντρα της –ο οποίος βιώνει βέβαια τα ακριβώς αντίθετα συναισθήματα, γνωρίζοντας τι μέλλει γενέσθαι– είναι όλα φτιαγμένα καλαίσθητα. Με σπουδή και με άποψη ευρισκόμενη στον αντίποδα γνωστών συμβάσεων.

Αλλά ο Παπακωνσταντίνου ξεδιπλώνει πλήρως την οπτική του στο Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού. Όπου όχι μόνο παίζει με τους υπέροχους μπλε και κόκκινους φωτισμούς του Μεγάρου, μα πλάθει κι έναν χλιδανό δασικό κόσμο, στον οποίον συμπλέει ο επιφανειακά κυρίαρχος Χριστιανισμός με αγροκτηνοτροφικές δοξασίες χαμένες στον ιστορικό χρόνο (βλέπε κάτωθι φωτογραφία). Έχω να δω κάτι τόσο ωραίο σε μουσική παράσταση από το 2015, όταν ο Arnaud Bernard έριξε από την οροφή της ίδιας αίθουσας το κάδρο με το οποίο περιέκλεισε τους ήρωες της όπερας του Vincenzo Bellini Καπουλέτοι Και Μοντέκκοι, αλλάζοντας το Παράδειγμα για το τι εστί γκραν φινάλε σε εγχώρια παραγωγή.


Άφησα δίχως σχόλια τους βασικούς ερμηνευτές, γιατί νομίζω τους πρέπει εκτενής αναφορά για τα όσα κατάφεραν, ανταποκρινόμενοι με πληρότητα στον πήχη των μουσικοθεατρικών απαιτήσεων των Στοιχειωμένων, έστω και με ορισμένους αστερίσκους ανά περιπτώσεις.

Νομίζω δηλαδή ότι η Ελένη Δημοπούλου παρασύρθηκε αποδίδοντας τη Λενιώ στο Στοιχειό της Χάρμαινας και «φώναξε» παραπάνω από όσο έπρεπε κάποιες ψηλές νότες· με αποζημίωσε όμως πλήρως ως Αρετή, τόσο με το μέτρο της, όσο και με την πειστική απεικόνιση του κοριτσιού που ξέρουμε από το Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού. Η Λητώ Μεσσήνη αποδείχθηκε μια φωνητικά εκπληκτική μονωδός όταν κλήθηκε να αποδώσει το πουλί στο Γιοφύρι της Άρτας· εντούτοις πάτησε πολύ στην προφανή οπερατική της παιδεία και οι Στοιχειωμένοι δεν είναι ακριβώς όπερα –το θέμα ήταν λοιπόν να καταλαβαίνουμε και τι λέει, όχι να χάνονται τα λόγια στον λυρικό στόμφο. Ο Βασίλης Δημακόπουλος βρόντηξε ως Πρωτομάστορας χάρη στο καλλιεργημένο μπάσο της φωνής του, ενώ άριστα στάθηκαν και ο Σταμάτης Πακάκης με τον Νίκο Ζιάζιαρη (στοιχειά, μάστοροι, άνεμοι), η αβίαστη «χημεία» των οποίων τόνισε όσο κανενός άλλου τον χαρακτήρα μιούζικαλ που θέλησαν οι συντελεστές να έχουν οι Στοιχειωμένοι. Ίσως θεωρηθεί υπερβολή, μα υπήρξαν στιγμιότυπα στο Γιοφύρι της Άρτας στα οποία έφεραν επί σκηνής κάτι από το μεγαλείο του Joel Grey στο Cabaret (1972).

Ανάμεσα στους αρσενικούς πρωταγωνιστές, πάντως, κυρίαρχος αναδείχθηκε ο Θοδωρής Βουτσικάκης, παίζοντας και τον Κωσταντή που κατέληξε Στοιχειό της Χάρμαινας και τον περιλάλητο Κωσταντή από το Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού. Με μεγάλη φωνητική άνεση, με ερμηνευτική πειθώ που δεν περιμένεις από τραγουδιστή μόλις στα 30 του χρόνια, αλλά και με εκπληκτική κινησιολογία, απέδειξε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο γιατί έχει ξεχωρίσει ως νέα παρουσία στο τοπίο της τρέχουσας δεκαετίας. Η δε συνεργασία του με τον Μαραμή (που κρατάει εδώ και μια πενταετία περίπου) τον έχει ζυμώσει επαρκώς με τον κόσμο του συνθέτη, προσθέτοντας έτσι εκείνη την καθοριστική επαφή με τα «χνώτα» του δημιουργού· την οποία ευτύχησαν μεν να έχουν στο παρελθόν οι μεγάλοι τραγουδιστές της ελληνικής δισκογραφίας, μα καταλήγει είδος υπό εξαφάνιση με τους όρους που κινείται πλέον η τελευταία.

Βρήκα επίσης καταπληκτική τη Βασιλική Καρακώστα ως γυναίκα του πρωτομάστορα, καθώς απέδωσε πλήρως τη μετάβαση από το αμέριμνο του περιπάτου στη συνειδητοποίηση της φριχτής, δόλιας ανθρωποθυσίας/προδοσίας· κορυφώνοντας με σωστά τοποθετημένη οργή και απελπισία στη στιγμή που ξεστόμιζε τις κατάρες της για όσους θα διάβαιναν στο εξής το Γιοφύρι της Άρτας. Νομίζω όμως ότι της έκλεψε τελικά την παράσταση η Αργυρώ Καπαρού χάρη στον τρόπο με τον οποίον έπαιξε τη μάνα στο Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού. Όχι μόνο ξεδιπλώνοντας ερμηνευτικές δυνάμεις και χρώματα που δυστυχώς δεν έχουν φανεί από τη μέχρι τώρα πορεία της στην έντεχνη δισκογραφία, αλλά και γιατί μπόρεσε να δώσει σάρκα και οστά στη μητρική εκείνη φιγούρα που ξέρουμε από το δημοτικό άσμα, απεικονίζοντάς τη και ως δυναμική κορυφή μιας μεγάλης επαρχιακής οικογένειας και ως χαροκαμένη μητέρα. Η τραγουδιστική της μάλιστα «σύγκρουση» με τον Βουτσικάκη στη συζήτηση για τους γάμους της Αρετής στα ξένα, απεικόνισε γλαφυρά το δραματικό ύψος στο οποίο δυστυχώς ποτέ δεν έφτασε μέχρι σήμερα η εγχώρια όπερα –και ας καταχωρούνται οι Στοιχειωμένοι ως μιούζικαλ, επισήμως.

Οι Στοιχειωμένοι είναι ένα από τα πιο ωραία πράγματα που έχω δει σε (εγχώριο) μουσικοθεατρικό επίπεδο. Ένα έργο μεγαλόπνοο, πλούσιο, βαθύ, σε διάλογο με τις ρίζες του τόπου μας μα συνάμα και σύγχρονο, τόσο στη μουσική του έκφραση, όσο και από τη σκοπιά της σκηνικής του διάρθρωσης. Σε έναν δίκαιο κόσμο, θα καταστεί ορόσημο αναφοράς.



05 Δεκεμβρίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Κυριακή 1 Μαρτίου 2020

Η Συχνοτική Συμπεριφορά της 1ης Μάρτη –τελευταία Κυριακή των φετινών Αποκριών, τελευταίες μέρες (κάποιας) ανεμελιάς πριν την επέλαση του κορωνοϊού– δεν προοριζόταν για ...σόλο καριέρα. Ενώ όμως είχαμε κανονίσει με τον Στυλιανό Τζιρίτα να προηχογραφήσουμε, η μέρα που είχαμε κλείσει στούντιο συνέπεσε με γενική απεργία. 

Απουσία λοιπόν μέσων μαζικής μεταφοράς και με την πόλη σε κυκλοφοριακό κομφούζιο, ο κύριος Τζιρίτας δεν κατόρθωσε να προλάβει το προγραμματισμένο ραντεβού. Ευτυχώς όμως είχα μαζί μου περισσότερη μουσική από όση μου αναλογούσε· και με τον Γιώργο "G Spice" Μπαλούμη στην κονσόλα, όλα πήγαν κατ' ευχήν.

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ. Καθώς η εκπομπή ανεβαίνει από το προσωπικό μας αρχείο, δεν περιέχει ούτε τα δελτία ειδήσεων που αναλογούν στην έναρξη και στη συμπλήρωση της μίας ώρας, ούτε τα ανά ημίωρο διαφημιστικά διαλείμματα.
 
Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. ODDARRANG: Amber
2. ΜΠΑΜΠΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: Ένα Τραγούδι Απ' Τ' Αλγέρι 
3. SOCOS & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΥΛΙΚΑΚΟΣ: Άνθη 
4. ΧΑΡΙΣ ΑΛΕΞΙΟΥ: Μεγάλωσα
5. VAN DER GRAAF GENERATOR: Over The Hill
6. DIMMU BORGIR: Council Of Wolves And Snakes
7. CAETANO VELOSO, GILBERTO GIL & JOÃO GILBERTO: Aquarela Do Brasil
8. LAKOU MIZIK, WIN BUTLER, RÉGINE CHASSAGNE, 79RS GANG & PRESERVATION HALL JAZZ BAND: Iko Kreyòl
9. ΣΠΕΡΑΝΤΖΑ ΒΡΑΝΑ & ΤΡΙΟ ΚΙΤΑΡΑ: Μάμπο Μπραζιλέιρο 
10. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΤΡΟΠΑΝΟΣ: Ο Χαρταετός
11. ΡΟΔΕΣ & ΠΑΖΛ: Χαρταετός
12. RAFFAELLA CARRÀ: Maracaibo
13. ΔΟΜΝΑ ΣΑΜΙΟΥ & ΟΜΙΛΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΧΟΡΩΝ «ΕΛΕΝΗ ΤΣΑΟΥΛΗ»: Να 'Μουν Νύχτα Στο Γιαλό -ζωντανή ηχογράφηση στην ταβέρνα Το Μοναστήρι, 1993
14. ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΠΑΛΛΑΣ & ΟΜΙΛΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΧΟΡΩΝ «ΕΛΕΝΗ ΤΣΑΟΥΛΗ»: Γέρασα, Μωρέ Παιδιά -ζωντανή ηχογράφηση στην ταβέρνα Το Μοναστήρι, 1993 
15. MIAMI SOUND MACHINE: Conga

* η φωτογραφία των Van Der Graaf Generator ανήκει στον Ian Dickson