23 Σεπτεμβρίου 2020

Συζητώντας με τον Σωκράτη Παπαχατζή και τη Μαρίνα Καναβάκη, μέρος 1 (2007)



Όσοι έχουν ενδιαφερθεί σε βάθος για το ελληνικής κοπής ροκ που εκφράστηκε αγγλόφωνα, πέφτουν οπωσδήποτε –νωρίτερα ή αργότερα, εξαρτάται και από την ηλικία– πάνω στους Blue Light του Σωκράτη Παπαχατζή. Οι οποίοι μπορεί να άφησαν μόλις ένα άλμπουμ (το ομώνυμο του 1988), είναι ωστόσο δουλειά που ακόμα αποτελεί σημείο αναφοράς, όπως έχω παρατηρήσει κατά καιρούς σε συζητήσεις μουσικόφιλων στο Facebook. Παρά μάλιστα την «παγερή αδιαφορία του mainstream κοινού», όπως έχει σχολιάσει ο ίδιος ο Παπαχατζής.

Πίσω στις αρχές του 2007, ωστόσο, όταν μιλήσαμε πρώτη φορά ώστε να μου δώσει οδηγίες για το πώς να πάω σπίτι του, είχε πλέον δραστηριοποιηθεί με ένα καινούριο συγκρότημα: τους έλεγαν MK-O, με τα αρχικά να παραπέμπουν στη σύζυγό του, τη συνθέτρια και ζωγράφο Μαρίνα Καναβάκη, καθώς και στο δικό του καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Oannes. Με αυτό είχε ήδη δράσει δισκογραφικά το 2003 (βγάζοντας το Inverted A), ενώ το 2004 είχε συν-επιληθεί της επανηχογράφησης του σόλο άλμπουμ της Καναβάκη Ποτέ Και Τίποτα (2000). Χαριτολογώντας, μάλιστα, έχει δηλώσει ότι το Inverted A κυκλοφόρησε «επί σκοπώ εντυπωσιασμού της μέλλουσας συζύγου»!

Αφορμή για τη συνάντησή μας στάθηκε το ντεμπούτο των MK-O Ovation (Hitch-Hyke, 2006). Δουλειά σε ηλεκτρονικό ροκ ύφος, που μπορεί να μην έκανε τον κρότο που έκαναν άλλα εγχώρια πράγματα σε εκείνα τα χρόνια, μα είχε περισσότερα να πει. Κάτι που φαίνεται νομίζω ακόμα πιο καθαρά τώρα, που έχουμε την άνεση να κοιτάμε την αγγλόφωνη παραγωγή των '00s χωρίς τον βραχνά του όποιου indie hype. 

Από τότε τα λέγαμε συχνά με τον Σωκράτη Παπαχατζή, επί σειρά ετών –τόσο «επίσημα», όσο και σε φιλικό επίπεδο. Κι αν κάπου χαθήκαμε στους μετασεισμικούς κλυδωνισμούς που έφερε η Κρίση, δεν παύω να τον ευγνωμονώ για την πρόταση που μου έκανε να γίνω συντάκτης στον Ήχο, όπου ήταν αρχισυντάκτης του μουσικού/πολιτιστικού τμήματος. Το ιστορικό δηλαδή για την εγχώρια μουσικοφιλία και κριτική περιοδικό, με το οποίο και συνεργάστηκα σε μηνιαία βάση από το 2009 ως την παραίτησή μου το 2017, που οφειλόταν σε οικονομικούς λόγους και όχι στη συνεργασία μας, αφού ο Παπαχατζής υπήρξε άψογος, κύριος και υπόδειγμα επαγγελματία. 

Η κουβέντα μας του 2007 έγινε συνοδεία ουίσκι και των σκέρτσων της σκυλίτσας τους Λορέτας και πρωτοδημοσιεύθηκε στο τότε Avopolis Greek. Εδώ αναδημοσιεύεται με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές.

Ακολούθησαν δύο ακόμα συνεντεύξεις (2008, 2011) για λογαριασμό του περιοδικού Sonik, οι οποίες θα δημοσιευτούν σε ξεχωριστά μέρη. Υπάρχει επίσης και μια ραδιοφωνική συνέντευξη του ζεύγους, στη Συχνοτική Συμπεριφορά που διατηρώ με τον Στυλιανό Τζιρίτα στους 105,5 Στο Κόκκινο: είχαν έρθει στα παλιά μας στούντιο, στην οδό Σαρρή, στις 19 Σεπτεμβρίου του 2009. Αντίτυπό της για να ανέβει στο Mixcloud μάλλον δεν έχω (θα χρειαστεί ψάξιμο σε παλιούς σκληρούς δίσκους), αλλά, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα μπορείτε να τη βρείτε στο άμεσο μέλλον, όταν γίνει δημόσια προσβάσιμο το αρχείο του σταθμού. 

* η πρώτη φωτογραφία δόθηκε ως promo για το Ovation από τη Hitch-Hyke, ενώ η ακόλουθη προέρχεται από τη Facebook σελίδα της μπάντας


Έχετε ξανασυνεργαστεί δισκογραφικά στο παρελθόν, αλλά όχι ως συνδημιουργοί. Ήταν το Ovation που σας έδωσε την ευκαιρία;
Σ.Π.: Κατά βάση, καθόμαστε συνέχεια και παίζουμε μαζί· και μέσω ενός οργανωμένου αυτοσχεδιασμού, βγαίνουνε κομμάτια. Οπότε κάποια στιγμή είπαμε γιατί να μην το κάνουμε και έτσι πιο «επίσημα»;

Μ.Κ.: Έτσι κι αλλιώς το κάναμε, χωρίς κάποιο πρόγραμμα.

Σ.Π.: Σίγουρα είναι καλύτερα που δουλεύουμε μαζί, απ' όταν δούλευα μόνος μου.

Μ.Κ.: Ναι, και για μένα.

Σ.Π.: Για μένα είναι καλύτερα διότι, έτσι πολύ απλά, θέλω να εντυπωσιάσω τη Μαρίνα! (γέλια)

Το Ovation δεν κατατάσσεται εύκολα στις ταμπέλες που χρησιμοποιούν οι δημοσιογράφοι. Εσείς πώς θα το περιγράφατε σε έναν «μέσο» ακροατή, ο οποίος θα αναρωτιόταν τι μουσική παίζετε;

Σ.Π.: Νομίζω ότι είναι rock, κυρίως. Αν ντε και καλά πρέπει να το εντάξεις κάπου, νομίζω ότι είναι rock.

Μ.Κ.: Αλλά και ηλεκτρονική μουσική.

Σ.Π.: Τα ηλεκτρονικά, εν πάση περιπτώσει, τα χρησιμοποιεί ως μέσον περισσότερο. Εξαρτάται, τόσο το rock, όσο και η electronica, είναι χώροι γεμάτοι παρακλάδια.

Μ.Κ.: Μία κατηγορία πάντως όπου δεν θα θέλαμε να μπούμε, είναι η experimental.

Σ.Π.: Είναι ένας όρος παρεξηγημένος, αλλά και προβληματικός. Ο πειραματισμός πολλές φορές αφορά ανθρώπους ανίκανους να γράψουν μια στοιχειώδη μελωδία ή να φτιάξουν ένα κομμάτι εύληπτο· οι οποίοι μάλιστα είναι είρωνες και σνομπ με όσους μπορούν να το κάνουν. Εγώ θα έλεγα πως το Ovation είναι ένα άλμπουμ που θα ήταν ωφέλιμο για τα ελληνικά πράγματα να ακουστεί –και εννοώ από τους μουσικούς, όχι τους ακροατές.

Πού θα εντοπίζατε αλήθεια τις μουσικές σας αναφορές;

Σ.Π.: Είμαι άρρωστος με τον Peter Hammill, σε βαθμό παράνοιας, άσχετα αν δεν το διαδηλώνω όπως κάποιοι άλλοι. Λατρεύω επίσης τον Tony Banks, τον οργανίστα των Genesis· ένα γκρουπ που τοποθετώ στα θεμελιώδη βιώματά μου. Όταν κάποτε του πήρα συνέντευξη ήμουν εκτός εαυτού, μετά το πέρας της μάλιστα έβαλα τα κλάματα. Άλλο μεγάλο κόλλημα είναι οι Ministry. Η Μαρίνα ως επί το πλείστον ακούει κλασική μουσική, αλλά και ηλεκτρονικά.

Μ.Κ.: Εντάξει, εγώ μεγάλωσα με κλασική μουσική και με …avant-garde! Νομίζω ότι πρέπει να ήμασταν από τα πρώτα σπίτια που πήραμε Karlheinz Stockhausen. Μετά βέβαια και αρκετή electronica. Αν μπορούσα να πάρω συνέντευξη από κάποιον θα διάλεγα μάλλον τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Από πιο σύγχρονους, ίσως διάλεγα τον Arvo Pärt.

Σ.Π.: Γουστάρουμε όμως πολύ και τα blues, τον Son House για παράδειγμα. Την τζαζ όχι και τόσο. Η Μαρίνα επίσης γούσταρε ανέκαθεν και τη gothic σκηνή.

Σχεδιάζετε να παρουσιάσετε κάπως το Ovation συναυλιακά;

Σ.Π.: Ναι, θα υπάρχει βέβαια αρκετό sequence από πίσω. Δεν μπορείς να βρεις μια μπάντα ολόκληρη κάνοντας αραιές συναυλίες, παρά μόνο αν μπεις σε φάση περιοδείας. Σκεφτόμαστε όμως να κάνουμε κάτι με κανα-δυο μουσικούς παραπάνω: εμείς να παίζουμε τα ηλεκτρονικά μας και να υπάρχει κι ένας κιθαρίστας, ίσως και ένας ντράμερ. Ότι ενδιαφερόμαστε πάντως να παρουσιάσουμε το άλμπουμ συναυλιακά, ενδιαφερόμαστε.

Αληθεύει ότι σκοπεύετε να κυκλοφορήσετε μαζί μια σειρά δίσκων;

Σ.Π.: Υπάρχει υλικό τουλάχιστον ίσης διάρκειας με το Ovation. Μεγάλο μέρος του βέβαια είναι σε άλλο ύφος, πιο επιθετικό. Εμείς γράφουμε συνεχώς, για να πω την αλήθεια. Εξαρτάται λοιπόν από το τι concept θα θέλουμε να δώσουμε σε ένα επόμενο άλμπουμ, ώστε να έχει μια στοιχειώδη συνοχή. Μπορεί να έχουμε διάθεση να κάνουμε κάτι εντελώς dance ή ακόμα και industrial. Σίγουρα πάντως δεν θα είναι έντεχνο ελληνικό τραγούδι –ξέρεις ακορντεόν, βιολάκια και τέτοια.

Αναζητώντας κανείς πράγματα στο ίντερνετ βρίσκει περισσότερα για τον Oannes και λιγότερα για τη Μαρίνα Καναβάκη. Είναι τυχαίο ή σχετίζεται με κάποια συνειδητή αποφυγή της δημοσιότητας εκ μέρους της Μαρίνας;

Μ.Κ.: Έχουν υπάρξει κάποιες συνεντεύξεις, που ενδεχομένως δεν βγαίνουν με ένα search στο ίντερνετ. Δεν την αποφεύγω τη δημοσιότητα, αλλά γενικά δεν είμαι και πολύ ομιλητική. Και επειδή ακριβώς δεν μιλάω πολύ… Η πλάκα είναι εντωμεταξύ ότι η δική μου δουλειά θεωρείται επικοινωνιακή: γραφίστας είμαι, κατά τα άλλα, και υποτίθεται πως είμαι άνθρωπος της επικοινωνίας!

Σ.Π.: Κάποιοι ενδεχομένως να τη θεωρούν σνομπ. Αλλά είναι θέμα επιλογής, δεν θα πω ντροπαλότητας, δεν είναι θέμα ντροπαλότητας. Εγώ πάλι πιστεύω για τον εαυτό μου ότι είμαι παρά φύση ομιλητικός. Εκ φύσης δηλαδή, δεν είμαι τόσο. Απλώς, επειδή σε κρίσιμες περιόδους χρειάστηκε να μιλήσω πολύ για να αμυνθώ απέναντι σε ανθρώπους και καταστάσεις, θεωρώ πως μου έμεινε επίκτητο. Σαν να είσαι ειρηνικός άνθρωπος και να το φέρουν έτσι οι περιστάσεις ώστε να χρειαστεί να πολεμήσεις. Η Μαρίνα, πάλι, είναι αυτάρκης: μπορεί να κατεβάσει τα ρολά και να τον κλείσει τον άλλον απέξω.

Πώς φαντάζεστε αλήθεια το κοινό σας σε μια χώρα όπου η νεολαία της ρέπει ολοένα και περισσότερο προς μια σπονσοραρισμένη από τα ΜΜΕ μπουζουκοκουλτούρα;

Μ.Κ.: Ένα μάτι, ένα χέρι, μισό φρύδι (γέλια)

Σ.Π.: Το αν υπάρχει κοινό θα φανεί, ένας θεός ξέρει αν υπάρχει κοινό. Να είναι άραγε το κοινό που ακούει Raining Pleasure και Κωνσταντίνο Βήτα; Άνθρωποι δηλαδή που ακούνε ήδη πράγματα από την ηλεκτρονική σκηνή και την ξενόγλωσση pop και rock. Αν μπορούμε να πούμε ότι ταυτιζόμαστε με κάποιους, είναι οπωσδήποτε με αυτούς που έχουμε ορισμένους κοινούς κώδικες.

Τι γνώμη έχετε για τη μουσική βιομηχανία;

Σ.Π.: Η μουσική βιομηχανία είναι ένα μπουρδέλο. Αυτό μπορείς να το γράψεις αυτούσιο. Στην Ελλάδα ειδικά, διακονείται από ανθρώπους που στη συντριπτική τους πλειονότητα ξεκινήσανε από κλητήρες –από τα χθαμαλά, που λέμε– και σήμερα λύνουν και δένουν. Αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να ξέρουμε όλοι ότι δεν πρόκειται να τους ξεκολλήσεις με τίποτα από εκεί πέρα.

Δεν πιστεύετε ότι το ίντερνετ θα φέρει τα πάνω-κάτω στα πράγματα όπως τα έχουμε συνηθίσει;

Σ.Π.: Οι μεγάλες εταιρείες θα το λυμανθούν κι αυτό, αργά ή γρήγορα. Το ίντερνετ άλλωστε δεν είναι τελικά παρά άλλο ένα μέσο. Ήδη έχουν προχωρήσει στην πλήρη εκμετάλλευση του back catalogue τους μέσω των sites. Το πρόβλημα είναι περισσότερο στο πώς δουλεύει η βιομηχανία, στο ότι δηλαδή εκμεταλλεύεται έναν ήχο στη γέννησή του, που μπορεί να είναι συμπαγής και να έχει λόγο ύπαρξης και στη συνέχεια εξαπολύει ένα κύμα από απατεώνες, παγιδεύοντας το κοινό εκεί.

Μ.Κ.: Επίσης στο ίντερνετ επικρατεί πια …υπερπληθυσμός. Δημιουργείται έτσι ένα χάος, βομβαρδίζεσαι από έναν κατακλυσμό πληροφορίας. Πόσο θετικό είναι άραγε αυτό;

Τι θα συστήνατε σε κάποιον να ακούσει από δίσκους πρόσφατης σοδειάς;

Σ.Π.: Θα σύστηνα έναν Έλληνα πιανίστα, τον Γιώργο Εμμανουήλ Λαζαρίδη, που έβγαλε φέτος ένα άλμπουμ με το οποίο ξεσαλώσανε τα ξένα μουσικά έντυπα. Από ηλεκτρονικής άποψης ωραίο ήταν και το άλμπουμ των Mass Mobile και συμπαθητικό αυτό του DJ Shadow. Από rock, το άλμπουμ της Joanna Newsom, άντε και το τελευταίο των Ministry, μιας και είμαστε οπαδοί. Ξέρεις επίσης ποιος ήταν ανέλπιστα ωραίος δίσκος; Αυτός του Sting, τον οποίον γενικά μισώ. Ο John Dowland πάλι είναι από τους αγαπημένους μου συνθέτες, είναι θεός. Κι όμως το άλμπουμ που έκανε ο Sting με τα τραγούδια του, είναι καλό.

Μ.Κ.: Εμένα μου άρεσε και το τελευταίο του Gary Numan.



21 Σεπτεμβρίου 2020

Sin Boy: KaGuRas [δισκοκριτική, 2019]

 


Θέλει πολλή δουλειά για να γράψεις μια κριτική. Κάτι που συχνά δεν κατανοούν ούτε οι εν δυνάμει αναγνώστες, αλλά ούτε και όσοι μπαίνουν στον Τύπο διψασμένοι να συνδέσουν το όνομά τους με τέτοια κείμενα. 

Δεν είναι δηλαδή μόνο οι ακροάσεις που οφείλεις ή οι σκέψεις και τα συναισθήματα που καλείσαι να βάλεις σε τάξη, αξιοποιώντας τις όποιες «ρίζες» κουβαλάς ως μουσικόφιλος. Αλλά και το πώς θα τα μεταφέρεις όλα αυτά κατά τρόπο ελκυστικό, το τι βαθμό θα βάλεις (αν απαιτείται), το να αφήσεις τον δίσκο να «σταθεί» στις εντυπώσεις σου, «παίζοντας» με τη γνώμη σου –να αφήσεις έπειτα και το κείμενο να «κρυώσει», πριν το στείλεις για δημοσίευση. Χώρια την πίεση της επικαιρότητας, η οποία πάντα υπάρχει όταν συνεργάζεσαι με μεγάλα μέσα· πάντα εις βάρος σου, εφόσον οι περισσότεροι γραφιάδες ζουν συνήθως από διαφορετική «πρωινή» εργασία. 

Δεν παύει ωστόσο να είναι μια σοβαρή υπόθεση η κριτική, που κακώς αντιμετωπίζεται ελαφρά, ως πεδίο αποψάρας και συναισθηματικών παραληρημάτων εκ μέρους διάφορων καημένων, οι οποίοι θέλουν απλά κάπου να τα πουν. Έστω κι αν τον χρόνο και τον κόπο που απαιτεί, κανείς δεν θα στον πληρώσει αναλόγως σοβαρά (στη σημερινή Ελλάδα, τουλάχιστον).

Η κριτική για τον πολυσυζητημένο δίσκο του Sin Boy με το "Mama?" (2019), μου πήρε περίπου 3 μήνες. Με πολλά πίσω-μπρος, με σκέψεις πάνω σε διάφορες γνώμες που εκφράστηκαν εδώ κι εκεί και με αρκετές ενδιάμεσες συζητήσεις, είτε με τη Χριστίνα Κουτρουλού στην αστική καθημερινότητα, είτε με τον Παναγιώτη Βορριά και τη Νικολέτα Κομποθέκρα σε παραθαλάσσια ραστώνη. Σε κάποιο σημείο, μάλιστα, την έσβησα σχεδόν όλη και την ξανάπιασα από την αρχή. Το κυνήγι της επικαιρότητας, αν μπορούσε, θα τράβαγε τα μαλλιά του.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές. Αφορμή, το φετινό άλμπουμ του Sin Boy με τη Rina, για το οποίο το Mic.gr θα βγάλει οσονούπω την κριτική μου. 


Παρά τα κατά καιρούς εύστοχα που δημοσιεύει μια μικρή κοινότητα εγχώριων γραφιάδων, βαστώντας ρομαντική κόντρα σε καιρούς όπου η μουσική παίζει πάγκο στα 10 καλύτερα (μπέργκερ, ό,τι άλλο) της Αθήνας, τα πράγματα συνεχίζουν να καθορίζονται σε μια διαφορετική διάσταση. Στην οποία ισχυρό «νόμισμα» παραμένει το αμάξι του Νεοέλληνα κάγκουρα, που περνάει από τις γειτονιές έχοντας στη διαπασών το τραγούδι με το οποίο «νιώθει». Φέτος είναι το "Mama?", με τη χάρη του να φτάνει ακόμα και στα επαρχιακά πανηγύρια του Δεκαπενταύγουστου. 

Ως κάγκουρας προσδιορίζεται όμως και ο ίδιος ο Θεόδωρος-Αγκουστίν Γκέγκα στο πρώτο του επίσημο άλμπουμ ως Sin Boy, κάνοντας κίνηση-ματ σε επίπεδο σημειολογίας. Αν δεις δηλαδή ως θράσος αυτό το KaGuRas σε greeklish, σου βγαίνει τίμιο· αν πάλι το πάρεις για αυτοσαρκασμό, είναι ευφυές. Μένοντας πάντως (λίγο ακόμα) στα σημειολογικά, δεν γίνεται να μην αναρωτηθείς: αλήθεια, τι σημαίνει πια «πρώτο επίσημο άλμπουμ», όταν λογίζεσαι ως όνομα αναφοράς για την εφηβεία της παρούσας δεκαετίας βάσει μεμονωμένων κομματιών στο YouTube και όταν πάνε ήδη 2 χρόνια που τα κινητά τηλέφωνα σε γυμνάσια και λύκεια χτυπούσαν με το "DRACO"; Ωστόσο το KaGuRas μπορεί να διαρκεί μόλις 23 λεπτά, μα αρθρώνεται ως συνεκτικότατο σύνολο και όχι ως χαλαρός συνασπισμός γύρω από την επιτυχία του "Mama?".

Τόσο το "Mama?", όσο και τα 7 υπόλοιπα τραγούδια, ελληνοποιούν την παγκόσμια τρέλα με την trap, το reggaeton, το auto tune και τις μασημένες ραπ ρίμες. Η «ελληνοποίηση», ασφαλώς, χωράει πολλή συζήτηση: πόσο ας πούμε από το "Te Boté" των Nio García, Casper & Darell έχει ή δεν έχει το "Mama?"; Το ζήτημα είναι πάντως μικρής σημασίας, καθώς η εγχώρια δισκογραφία υπεξαιρούσε διεθνείς συνθέσεις ήδη από τα χρόνια των 78 στροφών, με τα αποτελέσματα να κρίνονται τελικά από το αν τα κλοπιμαία ταίριαζαν στη γλώσσα μας, εκφράζοντας επίκαιρες σε κάθε δεκαετία ανησυχίες. Και στο KaGuRas, αν μεταφράσεις τα ...σινμποϊκά σε ελληνικά, η μεταγραφή ηχεί επιτυχημένη, από την άποψη του πώς κολλούν οι λέξεις και οι τονισμοί με τους ρυθμούς. Δεν είναι ούτε εύκολο, ούτε δεδομένο –ακόμα και με την επισήμανση ότι το χρησιμοποιούμενο λεξιλόγιο είναι φτωχό.

Μήπως όμως αυτό το φτωχό λεξιλόγιο με τις πολλές αγγλικές λέξεις, συνηγορεί για τη βιωματικότητα των τραγουδιών του Sin Boy;

Κάπου εδώ πέφτουμε στο σούσουρο γύρω από το "Mama?", το οποίο δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Ο σεισμός καταγράφεται ως μεγαλύτερος και από αυτόν που συντάραξε το ελληνικό τραγούδι των πολλών πίσω στα 1990s, όταν οι Active Member έφτασαν στα ερτζιανά με το "Άκου Μάνα", ενώ ο ντόρος επανέφερε στη δημόσια σφαίρα τη μουσική ως κάτι για το οποίο αξίζει να διαφωνήσεις και να τσακωθείς. Αλλά, ενώ αναμένονταν τα πυρά από όσους θεώρησαν ότι έπρεπε να αντιδράσουν ενάντια σε μία νέα, επελαύνουσα έκφανση φτήνιας, ορισμένοι έσπευσαν να υπερασπιστούν το "Mama?". 

Δεν μιλάω ασφαλώς για διάφορους 30άρηδες και 40άρηδες που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν την trap από το reggaeton, αλλά, επειδή κούνησαν λίγο τον κώλο τους, έκριναν ότι ήταν σε θέση να μιλήσουν δημόσια είτε για το τι «εκπροσωπεί» τους 15-25 των ημερών μας, είτε για το πώς κοινωνικοποιείται σε μια λαϊκή γειτονιά της σύγχρονης Αθήνας το παιδί δύο μεταναστών από την Αλβανία. Αναφέρομαι σε όσους διέκριναν κάτι το αυθεντικό στην πληβεία, περιθωριακή παραβατικότητα του "Mama?", ενώνοντας τη φωνή τους με όσους αποτιμούν θετικά το trap ξέσπασμα.

Είναι μια θέση που δεν στερείται σοβαρότητας. Το πώς εκφράζεται πλέον μια «no future» μενταλιτέ ελλείψει ισχυρού συλλογικού οράματος, η επί τούτου φθορά της γλώσσας –το ακατάληπτο ως απόπειρα καταστροφής– και η οικειοποίηση της ραπ εκφοράς (άσχετα από ικανότητες σε ανάσες και flow) στο όνομα μιας απρόσκοπτης κραυγής από το φάσμα του αστικού περιθωρίου, είναι ιδέες που αξίζει νομίζω να τις σκεφτούμε σοβαρά όσοι ασχολούμαστε με τη μουσικοκριτική. Και δεν χρειάζεται δα καμιά άλγεβρα για να αποδειχθεί ότι ο Sin Boy τραγουδάει γι' αυτά που ζει και σκέφτεται, όσο κι αν υπάρχει και μια διάθεση για τρολάρισμα. Πολύ εύστοχα έγραψε ο Φώντας Τρούσας (δείτε εδώ, 17/5/2019) για τον πιτσιρικά που έφαγε ρατσισμό μεγαλώνοντας και τώρα, ευρισκόμενος ξαφνικά με λεφτά, θέλει απλά να μας γαμήσει όλους. 

Ακριβώς επειδή ο κόσμος που σκιαγραφείται στο KaGuRas είναι αληθινός, μπορεί να φανεί και γοητευτικός. Γενόμενος έτσι ένα νέο εξωτικό φρούτο για τη μεσαία τάξη, ακόμα κι αν έχει ως θρησκεία τα φράγκα και τα ναρκωτικά ή αν αντιμετωπίζει τις γυναίκες άκρως σεξιστικά –ως «πουτάνες» που εξαπατούν τον αφηγητή και τσαλαπατούν τα αισθήματά του, νοιαζόμενες μόνο για την υλική ευμάρεια. Όσο ο Sin Boy και οι φίλοι του (ο Υποχθόνιος, ο Mad Clip και ο iLLEOo) τραγουδούν για το πώς από πάτος έγιναν μεσαία τάξη και το πώς γευματίζουν τώρα στα πολυτελή εστιατόρια «σαν τον Gordon Ramsay», κομπάζοντας για τα sneakers 2k και το πορτοφόλι τους που ξεχείλωσε, τόσο πιο σαγηνευτικοί φαντάζουν σε μια πατριαρχική κοινωνία η οποία πάντα αγαπούσε το εύκολο χρήμα. Μετατρέπονται δηλαδή σε ήρωες του περιθωρίου που, πιάνοντας την καλή, ξεφεύγουν και από τη σκατοζωή, αλλά και από την πιο ύπουλη καταπίεση που ελλοχεύει στη μικροαστική τακτοποίηση.

Εδώ υπάρχει βέβαια ένας τεράστιος σκόπελος, στον οποίον ναυαγεί και η διεθνής υπεράσπιση της trap έκφρασης: επειδή κάτι είναι βιωματικό, δεν μετατρέπεται αυτομάτως και σε αισθητικώς «ωραίο» ή «σημαντικό». Αν ίσχυε άλλωστε κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να θυμόμαστε τους Sham 69 ως ισάξιους των Clash. 

Είναι ψέμα ότι δεν υπάρχει ένα «κάτι» στα τραγούδια του Sin Boy, είτε εστιάσεις στο γαργάλημα του φαντασιακού για το πώς παίζει η φάση στις παρυφές μιας διάτρητης νεοελληνικής νομιμότητας, είτε στο πόσο πιασάρικα είναι το "Mama?", το "#31", το "Sientelo" ή το "Ciao Bella". Όσες όμως ακροάσεις κι αν αφιερώσεις, φεύγεις με στοιχειώδη μόνο πράγματα. Τα οποία ωχριούν σε ουσία, νοήματα και ποιότητα μπροστά σε όσα διαδραματίζονται (μουσικά και στιχουργικά) στο σύγχρονο του Sin Boy «κανονικό» ελληνικό χιπ χοπ –αυτό που εκπροσωπούν μορφές σαν τον ΛΕΞ, τον Βέβηλο, τους Στίχοιμα, τον Ευθύμη, τον Anser, τον ΤΑΦ Λάθος. Το γκελ μπορεί λοιπόν να είναι έως και τρομακτικό στις νεαρότερες ηλικίες, μα οι εν συγκρίσει καλλιτεχνικές αποστάσεις παραμένουν μεγάλες. Χώρια την αίσθηση του γελοίου, που καραδοκεί διαρκώς στη γωνία. 





19 Σεπτεμβρίου 2020

Μια βραδιά για το Ζωγράφειο της Κωνσταντινούπολης, με κινητήριο δύναμη την Ελίζα Μαρέλλι

 

127 χρόνια αδιάλειπτης λειτουργίας γιορτάζει σήμερα το Ζωγράφειο της Κωνσταντινούπολης· ένα από τα 5 ελληνικά σχολεία (γυμνάσιο-λύκειο) που συνεχίζουν να υπάρχουν εκεί, εξυπηρετώντας τις ανάγκες των περίπου 2.500 «Ρωμιών» που έχουν απομείνει ανάμεσα σε 15,5 εκατομμύρια κατοίκων. Άνοιξε το 1893, ανταποκρινόμενο στις εκπαιδευτικές ανάγκες μιας πολύ πιο ανθηρής ομογένειας και εξακολουθεί να στεγάζεται στο ιστορικό κτίριο που σχεδίασε ο επιφανής αρχιτέκτονας Περικλής Φωτιάδης, με χρηματοδότηση από τον τραπεζίτη Χρηστάκη Ζωγράφο, στον οποίον οφείλει και την ονομασία του.

Σχεδόν 10 χρόνια πριν, στις 31 Μαΐου του 2011, ως γραμματέας τότε του συλλόγου «Φίλοι του Ελαφρού Ελληνικού Τραγουδιού», είχα την τιμή να συμμετέχω στη διοργάνωση μιας εκδήλωσης για το Ζωγράφειο, υλοποιώντας μια ιδέα της Ελίζας Μαρέλλι (1940-2016). Η δόξα του παλιού ελαφρού τραγουδιού είχε επιστρέψει εκείνο το διάστημα στα πράγματα, δρώντας μέσω του συλλόγου Φίλων Ελαφρού Τραγουδιού· και επιθυμούσε να προσφέρει έμπρακτα στο έργο του σχολείου, με μια πλούσια βραδιά (ομιλίες, προβολή ντοκιμαντέρ, μουσικό πρόγραμμα), τα έσοδα της οποίας θα δίνονταν για τις ανάγκες του. Στην κάτωθι φωτογραφία, μάλιστα, απεικονίζεται με μαθητές του Ζωγραφείου δίπλα στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, σε γιορτή για τα 117 χρόνια του ιδρύματος.


Η μέρα αποδείχτηκε αρκετά δύσκολη για μετακινήσεις, καθώς το κέντρο της Αθήνας είχε δύο απογευματινές συγκεντρώσεις –μία των λεγόμενων «Αγανακτισμένων» στο Σύνταγμα και μία της κίνησης «Σπίθα» του Μίκη Θεοδωράκη. Βρισκόμασταν άλλωστε σε μια πολύ τεταμένη και από πολλές απόψεις μαύρη περίοδο, με το οικονομικό βούλιαγμα που είχε επιφέρει η Κρίση του 2009 να είναι πλέον αισθητό στην πλειονότητα του πληθυσμού. Παρά ταύτα, αρκετοί έδωσαν το παρών στην αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» στην πλατεία Καρύτση και ήταν μεγάλη μου χαρά που μεταξύ τους βρισκόταν και η θεία μου Ρέα Παλαιοπούλου-Σταθοπούλου (η οποία είναι Κωνσταντινουπολίτισσα) με τον αείμνηστο θείο μου Γιώργο Σταθόπουλο.


Είχαμε μάλιστα και εκλεκτούς προσκεκλημένους, καθώς παρέστη τόσο ο νυν διευθυντής του Ζωγραφείου Γιάννης Δεμιρτζόγλου (ο οποίος καταχειροκροτήθηκε μετά από τον συγκινητικό του λόγο), όσο και ο αρχιμανδρίτης Ευδόκιμος Καρακουλάκης, που εκπροσώπησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μεταφέροντας τις εγκάρδιες ευχές του Πατριάρχη. Δυστυχώς, λόγω ξαφνικής ασθένειας της συζύγου του, δεν μπόρεσε τελικά να έρθει ο επί σειρά ετών (1955-1993) διευθυντής του σχολείου Δημήτρης Φραγκόπουλος, όπως είχαμε προγραμματίσει. Η άνωθεν φωτογραφία του Σταύρου Τσακιρίδη, με απεικονίζει επί σκηνής, να προσφέρω αναμνηστικό ενθύμιο στον Γιάννη Δεμιρτζόγλου.

Η βραδιά είχε ως παρουσιάστρια την ηθοποιό και συγγραφέα Τζένη Καλλέργη, η οποία απήγγειλε μάλιστα και το ποίημα "Βασιλεύουσα" του Γιάννη Λιάσκου. Ξεκίνησε με χαιρετισμό του Παύλου Ναθαναήλ (επίτιμου τότε προέδρου του Συλλόγου Φίλων Ελαφρού Τραγουδιού) και συνεχίστηκε με προβολή ενός 20άλεπτου ντοκιμαντέρ σχετικά με το Ζωγράφειο, φτιαγμένο από τον ηθοποιό και τραγουδιστή Μιχάλη Δεσύλλα (1943-2018). 


Στο  μουσικό πρόγραμμα κεντρική θέση είχε βέβαια η Ελίζα Μαρέλλι, η οποία θυμάμαι μάλιστα ότι ήταν στεναχωρημένη, γιατί λόγω κρυολογήματος δεν θα μπορούσε τελικά να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του προγράμματος 4 τραγουδιών, το οποίο είχαμε ανακοινώσει. Παρά ταύτα, ερμήνευσε ωραιότατα το "Τι Μου 'Χεις Κάνει Και Σ' Αγαπώ" του Ζοζέφ Κορίνθιου (1955) και το "Πόσο Λυπάμαι" του Κώστα Γιαννίδη (1939), εισπράττοντας θερμά χειροκροτήματα. Την πλαισίωσαν η Αναστασία Μεταλληνού, ο προαναφερθείς Μιχάλης Δεσύλλας και η Ζωή Απειρανθίτη.

Παρά την άσχημη εκείνη περίοδο, η οποία είχε βεβαίως πλήξει κι εμένα (τόσο οικονομικά, όσο και ψυχολογικά), θυμάμαι ακόμα τη συγκεκριμένη εκδήλωση ως κάτι πραγματικά όμορφο και δημιουργικό που μπορέσαμε και στήσαμε με την Ελίζα Μαρέλλι και τα παιδιά της, την Αγγελική, τη Μαρίκα και τον Χάρη –τον Ολυμπιονίκη του τζούντο στην Ατλάντα, Χάρη Παπαϊωάννου. Ακούραστη θαρρείς και πάντα γεμάτη με ιδέες, η Ελίζα Μαρέλλι είχε κι ένα επιπλέον ταλέντο πέραν του φωνητικού: να σε παρακινεί και να σε κινητοποιεί. 



18 Σεπτεμβρίου 2020

Wim Mertens - συνέντευξη (2019)

 


Παρότι ήταν φθινόπωρο του 2019 όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο με τον Wim Mertens, δεν μου έκρυψε ότι είχε κατά νου τις δράσεις του 2020, καθώς θα συμπλήρωνε 40 χρόνια δημιουργίας. Τότε, βέβαια, ήμασταν εντελώς ανύποπτοι για ό,τι ερχόταν.

Συνθέτης, πιανίστας, κιθαρίστας, μουσικολόγος, ενίοτε τραγουδιστής (κόντρα τενόρος), κάποτε και ραδιοφωνικός παραγωγός, ο Wim Mertens από το Neerpelt του Βελγίου είναι ιδιαίτερα αγαπητός στη χώρα μας, την οποία έχει μάλιστα επισκεφτεί αρκετές φορές. Δεν γινόταν έτσι να γιορτάσει 40 χρόνια πορείας και να μην περάσει άλλη μια βόλτα. Ενάντια λοιπόν σε κορωνοϊό και ...Ιανό, αναμένεται αύριο Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου στην Τεχνόπολη· με σπέσιαλ πρόγραμμα για περιορισμένο αριθμό καθήμενων, που θα εκκινήσει από τα 1980s και θα φτάσει ως το φετινό άλμπουμ The Gaze Οf Τhe West. [UPDATE, 19.9: τελικά η συναυλία ακυρώθηκε].

Με αυτήν την αφορμή, αναδημοσιεύεται εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές– η τηλεφωνική μας συζήτηση από το 2019, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis

Αν και σε μερικά σημεία η γραμμή μας έκανε κόλπα, ο Mertens ήταν ομιλητικός και ευδιάθετος, πρόθυμος μάλιστα να μη μείνουμε μόνο σε σημεία μουσικού ενδιαφέροντος. Άλλωστε, όπως θα διαπιστώσετε και παρακάτω, παρά την ηλικία του, θεωρεί ότι δεν νοείται σύγχρονη μουσική, αν δεν ψηλαφεί τις προκλήσεις που θέτουν σε επίπεδο κοινωνίας οι νεότερες γενιές: «τι κουλτούρα διαμορφώνεται απέναντι στην εξουσία;», αναρωτήθηκε σε κάποιο σημείο, αλλά και «πώς γίνεται πλέον ο προσδιορισμός του εαυτού;».

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo πακέτο που διατέθηκε στον Τύπο από το μάνατζμεντ του καλλιτέχνη


Καλησπέρα από την Αθήνα. Είναι μια ημέρα συνεντεύξεων αυτή για σας, σωστά;

Καλησπέρα από τις Βρυξέλλες! Ναι, είναι μέρα συνεντεύξεων σήμερα. Χαίρομαι όμως που μιλάω με δημοσιογράφους από την Ελλάδα, καθώς η χώρα σας παραμένει σταθερά ενδιαφερόμενη για το έργο μου μέσα στα χρόνια. Και σας ευχαριστώ γι' αυτό, νιώθω ευγνώμων.

Την τελευταία φορά που παίξατε εδώ (Ηρώδειο, 2017), δώσατε μια συναυλία με δύο διακριτά μέρη: στο πρώτο είχαμε την παρουσίαση του ολοκληρωμένου εγχειρήματος Cran Aux Oeufs, ενώ το δεύτερο ήταν ένα best of set. Να περιμένουμε κάτι ανάλογο για τις επικείμενες επισκέψεις σας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη;

Κάτι ανάλογο, ναι· αλλά όχι κάτι παρόμοιο. Άλλωστε η συναυλία στο Ηρώδειο είχε πίσω της μια ειδική συνθήκη, καθώς ένα σημαντικό μέρος της Cran Aux Oeufs τριλογίας καταπιανόταν με το αρχαίο παρελθόν της Ελλάδας –με τον Καλλίμαχο και με τη ναυμαχία στο Άκτιο. Είχε λοιπόν ιδιαίτερη σημασία για μένα η πρώτη σχετική παρουσίαση να γίνει στην Ελλάδα.

Ένα μέρος τώρα της φετινής συναυλίας θα είναι και πάλι αφιερωμένο στο πιο πρόσφατο άλμπουμ μου That Which Is Not (2018), από το οποίο θα παίξω αρκετά κομμάτια. Το υπόλοιπο θα βασιστεί μεν σε παλιότερο υλικό, όμως η προσπάθειά μου αυτή τη φορά είναι να επιλεγούν στιγμές που μπορεί να δέσουν αισθητικά με το That Which Is Not, συγκροτώντας έτσι μια χαλαρή ενότητα.

Στο That Which Is Not, μια μεγάλη ποικιλία οργάνων συνοδεύουν το πιάνο και τη φωνή σας. Πόσα όμως από αυτά θα ακούσουμε επί σκηνής;

Δεν σκοπεύω να αλλάξω κάτι στον τρόπο με τον οποίον κινούμαι συναυλιακά, σχεδόν από την αρχή της καριέρας μου. Αυτό σημαίνει, φυσικά, ότι επί σκηνής δεν θα γίνει προσπάθεια ώστε να αποτυπωθεί με ακρίβεια η ηχογράφηση του That Which Is Not· κάτι που με αποδεσμεύει από προβληματισμούς σχετικά με το πόσα και ποια όργανα μπορώ να έχω.

Για μένα, η ηχογράφηση και η συναυλία παραμένουν δύο εντελώς διαφορετικές δημιουργικές πραγματικότητες. Στη συναυλία θέλω να φέρνω την ουσία των δισκογραφημένων συνθέσεων, άσχετα με το αν διαλέξω να τις αποδώσω μόνος στο πιάνο, με ένα μικρό σύνολο μουσικών ή με συμφωνική ορχήστρα.

Τι σας ώθησε στο αρκετά σύνθετο φιλοσοφικό παιχνίδι με τη βαθύτερη και απώτατη διάσταση των λέξεων «Όχι» και «Δεν», το οποίο αποτελεί τον κορμό του That Which Is Not;

Με ενδιαφέρει πολύ αυτό που θεωρείται ως μη δεδομένο. Και στον δίσκο προσπάθησα να φτιάξω μη δεδομένη μουσική, η οποία να κουμπώνει σε μια τέτοια ευρύτερη ενατένιση του «Όχι» και του «Δεν», δύο κατά τα λοιπά πολύ οικείων λέξεων. Οι τωρινές κοινωνίες στη Δύση έχουν άλλωστε γίνει τόσο σύνθετες, ώστε πολλά απ' όσα θεωρούσαμε δεδομένα γίνονται μη δεδομένα, με τρόπους πέρα από ό,τι θα κρίναμε ως «αναμενόμενο».

Αυτό δεν το λέω βέβαια με μονοσήμαντα θετική χροιά: οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν πετύχει βελτιώσεις σε μερικά ζητήματα, μα ως προς κάποια άλλα, τα πράγματα δεν πάνε καλά. Σε κάθε περίπτωση, η αναλόγως σύγχρονη μουσική οφείλει να ψηλαφεί τις δημιουργούμενες προκλήσεις, ιδίως όσες προέρχονται από τις νεότερες γενιές· και να προσπαθεί να τις εκφράσει. Γιατί συχνά οι καταστάσεις βρίσκονται σε μια ρέουσα μετάβαση, η οποία δεν μπορεί να εκφραστεί μέσω λέξεων. 

Η μουσική, όμως, μπορεί να την αποτυπώσει. Ακριβώς γιατί μουσική δεν ήταν ποτέ το συγκεκριμένο και δεδομένο μιας παρτιτούρας. Γι' αυτό και πάντα προσπαθώ να δώσω μια κατεύθυνση σε όσα κομμάτια μου δεν βασίζονται σε στίχους, μέσω των τίτλων που επιλέγω. Μπορεί το «μήνυμα» να μην τίθεται πάντα με άμεσο τρόπο, ίσως να είναι έμμεσο ή και λίγο κρυμμένο. Ωστόσο είναι εκεί.

Μπορεί δηλαδή η μουσική να δώσει απαντήσεις στα όσα προβληματίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες;

Εξαρτάται από το τι νόημα δίνουμε στις «απαντήσεις». Αν μιλάμε δηλαδή για λύσεις, η μουσική δεν έχει κάτι να προσφέρει: οι λύσεις στα προβλήματα μιας κοινωνίας, είναι δουλειά των πολιτικών. Όμως η μουσική μπορεί –και κατ' εμέ οφείλει– να αντανακλά τις ζυμώσεις και τις προκλήσεις κάθε εποχής και να τίθεται σε διάλογο με τα ριζοσπαστικά στοιχεία, όσα έρχονται να αμφισβητήσουν τα «δεδομένα».

Τι κουλτούρα διαμορφώνεται, για παράδειγμα, απέναντι στην εξουσία ή σε ό,τι προσδίδαμε μέχρι τώρα κύρος; Πώς γίνεται πλέον ο προσδιορισμός του εαυτού; Υπάρχει πολλή δυναμική σε τέτοια ερωτήματα και η μουσική μπορεί να την εκφράσει, στοχαζόμενη με τη σειρά της πάνω σε αυτά, για να βρει π.χ. το κατάλληλο τέμπο ή τις κατάλληλες ενορχηστρωτικές εναλλαγές. Ώστε έπειτα, σε ένα υποσυνείδητο επίπεδο, να διαθέτει κάτι ικανό να επικοινωνήσει με τα όσα συμβαίνουν. Κάτι που θα ωθήσει όσους έχουν τέτοιους προβληματισμούς στο να ταυτιστούν μαζί της.

Στο Βέλγιο, ποιες είναι αλήθεια οι προκλήσεις για το άμεσο μέλλον;

Με μια πιο στενή και πρακτική έννοια, αναζητούμε ξανά μια νέα κυβέρνηση, ως τον Δεκέμβριο. Αλλά το βαθύτερο ζήτημα είναι ότι το Βέλγιο παραμένει μια ιδιαιτέρως σύνθετη κοινωνία, αποτελούμενη από τρεις διακριτές κοινότητες, με τη δική της γλώσσα η κάθε μία –γαλλικά, ολλανδικά και γερμανικά. Είναι κάτι που νομίζω ότι επηρέασε πολύ τη μουσική μου, με διάφορους τρόπους. Το θέμα μάς έχει απασχολήσει και στο παρελθόν, όμως διανύουμε και πάλι μια περίοδο στην οποία απαιτείται να βρεθεί τρόπος να συγχρονιστούν αυτές οι τρεις κοινότητες, η μία να γνωρίσει καλύτερα την άλλη.

Έχω την αίσθηση, ακούγοντας δουλειές σας σε βάθος χρόνου, ότι η έμπνευση για σας προέρχεται πάντοτε από κάτι που εδράζεται όχι ακριβώς στην καθημερινότητα, αλλά στο πώς έχουν τα πράγματα σε κάθε εποχή. Συμφωνείτε;

Είναι μια ιντριγκαδόρικη παρατήρηση. Και θα συμφωνήσω. Πράγματι, δεν μπόρεσα ποτέ να επικοινωνήσω με την κλισέ, πολύ διαδεδομένη αντίληψη για την έμπνευση, που τη θέλει ως κάτι το οποίο πλανάται στον αέρα. Για μένα, είχε και έχει άμεση σχέση με ό,τι προσλαμβάνω ως πραγματικό.

Και με αυτό δεν εννοώ τη συμπαγή πραγματικότητα που όλοι μας χτίζουμε μέσω μιας καθημερινής ζωής, αλλά περισσότερο εκείνο που στα γερμανικά ονομάζουμε «gestalt»· δηλαδή τα όσα μπορεί να βιώνει ένα άτομο σε μια παρούσα στιγμή, μόνο ή σε συνάφεια με τους υπόλοιπους ανθρώπους με τους οποίους μοιράζεται ένα συγκεκριμένο περιβάλλον κι ένα συγκεκριμένο πλαίσιο κοινωνικών αξιών. Η μουσική ήταν πάντα ο αμεσότερος τρόπος για να εξερευνώ κάτι τέτοιο, οπότε το θέμα έμπνευση δεν είχε ποτέ αφηρημένη υπόσταση.

Πίσω στο 1980, γράψατε ένα βιβλίο με διαχρονική βαρύτητα, το American Minimal Music. Σήμερα, τι θα σας ωθούσε να ασχοληθείτε ξανά με τη συγγραφή;

Ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν έχω πια τον χρόνο να ασχοληθώ με κάτι τόσο χρονοβόρο, σαν τη συγγραφή. Είμαι πλήρως δοσμένος στις μουσικές μου ανησυχίες. Όμως διατηρώ βαθιά σχέση με τις λέξεις και τον κόσμο της λογοτεχνίας. Αν διάλεγα λοιπόν να γράψω κάτι, θα ήταν κάτι που να αφορά την ίδια τη διαδικασία της γραφής και το πώς θα μπορούσε να ακολουθήσει έναν δρόμο ανάλογο της μουσικής μου δημιουργίας, ξεφεύγοντας από τα στάνταρ και δημιουργώντας μια νέου τύπου «γλώσσα».

Σε κάθε περίπτωση, το 2020 θα γιορτάσω 40 χρόνια δημιουργίας –τόσα βγαίνουν από τότε που φτιάξαμε με τους Soft Verdict το άλμπουμ For Amusement Only: The Sound of Pinball Machines– οπότε το πλάνο είναι να βγουν κάμποσα πράγματα για το κοινό. Θα δούμε λοιπόν μήπως μπορέσει να υπάρξει και κάτι σε έντυπη μορφή, πέρα από τα αμιγώς μουσικά.

Πριν κάποια χρόνια, ένας Βέλγος δημοσιογράφος, ο Christophe Verbiest, έγραψε για σας ότι θεωρείστε ως κάπως περιθωριακός συνθέτης, γιατί δεν ηχείτε όσο κλασικός θα ήθελε να είστε ο κόσμος της κλασικής μουσικής, μα απ' την άλλη είστε πολύ κλασικός για το ποπ ακροατήριο. Έχει δίκιο
;

Νομίζω ότι είναι χαρακτηρισμός που αποκαλύπτει περισσότερα για το πώς σκέφτεται ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος, παρά για μένα ως δημιουργό. Αποκαλύπτει δηλαδή ότι βλέπει τα πράγματα με τα δεδομένα και με τα στάνταρ μιας παλαιότερης εποχής, στην οποία το «κλασικό» και το «ποπ» ήταν δύο ξέχωρες καταστάσεις, δίχως επικοινωνία. Τέτοιοι διαχωρισμοί θεωρώ ότι δεν έχουν πια σημασία· ή, έστω, έχουν αισθητά λιγότερη.

Εμένα τουλάχιστον με χαροποιεί να μη θεωρούμαι ούτε το ένα, ούτε το άλλο, μα να τα εμπεριέχω και τα δύο. Ήταν πάντα καλλιτεχνικός μου στόχος να υπερβώ τις κατηγοριοποιήσεις. Το ξεκίνησα πολύ συνειδητά πίσω στο 1984, όταν άρχισα να φτιάχνω το ΕΡ Maximizing Τhe Audience (1985), σκεπτόμενος αυτό ακριβώς: πώς θα μπορούσα να αυξήσω το κοινό; Για να το κάνω, έπρεπε φυσικά να βρω το κοινό το οποίο έψαχνα· να βρω δηλαδή ακροατές που να ενδιαφέρονται για την ίδια πρόκληση που με απασχολούσε και μένα, για μια μουσική ικανή να βαδίσει πέρα από τα δεδομένα.

Συνεχίζω έκτοτε να περπατώ στον ίδιο δρόμο: το That Which Is Not κάνει την ίδια απόπειρα να κοιτάξει πέρα από τα σημερινά δεδομένα. Και το ότι μπορώ στις μέρες μας να βγαίνω σε διεθνή περιοδεία και να δίνω συναυλίες σε 20 χώρες, σημαίνει ότι και βρήκα και αύξησα το κοινό μου, πέρα από το τι μπορεί κανείς να θεωρεί ως κλασικό και ως ποπ.



16 Σεπτεμβρίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020



Από ιταλικές όπερες το ξεκινήσαμε την Κυριακή στη Συχνοτική Συμπεριφορά, με Dire Straits το λήξαμε, περνώντας ενδιάμεσα από Beatles εποχής Abbey Road, Mötley Crüe, Πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Καλαμάτας, Μιχάλη Μενιδιάτη και Robert Wyatt. 

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λαμβάνεται από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και τα δελτία ειδήσεων που της αναλογούν (των 16.00 στο ξεκίνημα και των 17.00 στο ενδιάμεσο).

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΑΣ, MARIO CARLIN, MARIO BORRIELLO, RENATO ERCOLANI & ORCHESTRA E CORO DEL TEATRO ALLA SCALA DI MILANO (διευθ. HERBERT VON KARAJAN): Giacomo Puccini's A Voi Però Giurerri Fede Constante
2. LUCIANO PAVAROTTI & ORCHESTRA DEL TEATRO ALLA SCALA DI MILANO (διευθ. RICARDO MUTTI): Giuseppe Verdi's Ingemisco
3. TYPE O NEGATIVE & OZZY OSBOURNE: Pictures Of Matchstick Men
4. ΟΡΦΕΑΣ ΠΕΡΙΔΗΣ: Ο Ρομπέν Των Καμένων Δασών – live στο Κάστρο Καλαμάτας 1991
5. DAN LE SAC vs SCROOBIUS PIP: Sick Tonight
6. ΣΤΕΡΕΟ ΝΟΒΑ: Κατάψυξη
7. MÖTLEY CRÜE: Primal Scream
8. LED ZEPPELIN: Whole Lotta Love
9. ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΕΝΙΔΙΑΤΗΣ: Απαλλάχτηκα Από Σένα
10. ΧΑΡΙΣ ΑΛΕΞΙΟΥ: Τώρα Κι Εγώ Θα Ζήσω
11. ROBERT WYATT: Heaps Of Sheeps
12. THE BEATLES: Octopus's Garden
13. THE GALILEO 7: Everything Is Everything Else
14. ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΕΚΚΑΣ: Ο Πωλητής Ιδανικών Στιγμών
15. GREEN DAY: Before The Lobotomy
16. DIRE STRAITS: Expresso Love