22 Μαρτίου 2024

Saxon - ανταπόκριση (2011)

Τι ωραία που είχα περάσει στους Saxon, τον Απρίλιο του 2011, όταν πήγα να τους δω στο «Fuzz». Πάω και ξαναπάω, έκτοτε, έχοντας παραστεί στους περισσότερους από τους (αρκετούς, η αλήθεια είναι) ερχομούς τους. Οι οποίοι, συνήθως, αποτελούν συναυλιακή εγγύηση.

Τότε, ωστόσο, γράφτηκε και μια ανταπόκριση για εκείνη τη βραδιά, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στην Αρετή Σταυροπούλου

Δεν τους άφηναν να φύγουν τους Saxon οι οπαδοί τους, πολλοί από τους οποίους θα κάθονταν σίγουρα με ευχαρίστηση ως το πρωί στο «Fuzz», έτσι κι έπειθαν τους Βρετανούς να μείνουν –τρία encores δεν υπήρξαν αρκετά! Και το πράγμα είχε φανεί από την αρχή. Τόσο με το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί έξω από τον χώρο ήδη από τις 20.00, όσο και με τα διαρκή «Οέ, οέ, οέ, Σάξόν, Σάξόν» που τραγουδούσε πλατεία και εξώστης κατά τη διάρκεια της συναυλίας. Μιας συναυλίας λεβέντικα παλιοροκάδικης, με τη σφραγίδα βετεράνων που ζούνε για τη σκηνή κι εξακολουθούν να γουστάρουν να γυρνάνε τον κόσμο παίζοντας το σκληρό τους rock 'n' roll.

Το πόσο ζεσταμένο ήταν το κοινό φάνηκε από τη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους επί σκηνής οι Spitfire, τυγχάνοντας θερμής υποδοχής –παλαμάκια, δε, και ιαχές ικανοποίησης συνόδευσαν όλη τη διάρκεια του 35άλεπτου σετ τους. Και σ' αυτό έβαλαν κι οι ίδιοι το χεράκι τους, γιατί δεν ήρθαν στο «Fuzz» με την κόμπλα ενός νέου γκρουπ, αλλά με τον αέρα μιας μπάντας με ιστορία και χιλιόμετρα: οι παλιότεροι θα θυμούνται, άλλωστε, ότι είχαν ξανανοίξει τους Saxon πολλά χρόνια πριν, το 1986 στη Ριζούπολη.

Έτσι, οι Spitfire έπαιξαν τη δική τους μικρή συναυλία κι όχι ένα απλό support. Ξεπέρασαν με άνεση τα προβλήματα ήχου στο εναρκτήριο "Street Fighter", έπιασαν γρήγορα καλή απόδοση με τα "Underground" και "Macedonia" και συγκίνησαν τους παλιότερους στο "Whispers", αφιερώνοντάς το στον Ντίνο Κωτσάκη –τον πρώτο τους τραγουδιστή, με τον οποίον είχαν παίξει τότε στη Ριζούπολη, μα λίγο αργότερα είχε ένα σοβαρό ατύχημα με μηχανή, που δυστυχώς τον άφησε ανάπηρο.

Οι Saxon δεν καθυστέρησαν να μας κάνουν την τιμή. Ο Biff Byford και η υπόλοιπη παρέα κατέλαβαν θέσεις κάτω από υποβλητικά μωβέ φώτα και, ως σωστοί επαγγελματίες, ξεκίνησαν –μέσα σε χειροκροτήματα– με το "Hammer Of The Gods", έτσι για να τονίσουν ότι έπεται νέος δίσκος. Οι αντιδράσεις του κόσμου και η ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί τους συγκίνησε εμφανώς και ο Byfford δεν παρέλειψε να το επισημάνει, συγκρίνοντας αποδόσεις με το προηγούμενο βράδυ στη Θεσσαλονίκη, ενώ πολύ σύντομα μια ελληνική σημαία στόλιζε το drum kit του Nigel Glockler. Κίνηση που, όσο κι αν υπακούει σε κανόνες μάρκετινγκ, έχει πάντα τη σημασία της.  

Οι Βρετανοί στάθηκαν εξαιρετικά στη σκηνή και τους «χρεώνω» μία από τις πιο απολαυστικές συναυλίες που είδα τελευταία. Εντάξει, τα καινούρια τραγούδια από το επερχόμενο Call To Arms έσβησαν γρήγορα από τη μνήμη κι έλαβαν εκείνα τα χειροκροτήματα που τα χαρακτηρίζω «ευγενικά», όμως η ουσία των Saxon βρισκόταν στο ότι, τόσα χρόνια μετά την ακμή τους, παίξανε δίχως να έχουν παραχωρήσει σπιθαμή από τη ροκιά τους στον πανδαμάτορα χρόνο. Γιατί η μουσική τους δεν διακρίθηκε για τη μεταλλικότητά της, μα για τον αλανιάρικο και σκληροτράχηλο rock 'n' roll της χαρακτήρα της. Πράγματα που απέδειξαν (ξανά) ότι δεν έχουν χαθεί. 

Λέγοντάς το αυτό, θα την ομολογήσω την αμαρτία μου: δεν τα γουστάρω εκείνα τα crossover με την power αισθητική στα οποία προβαίνουν από ένα σημείο της καριέρας τους κι έπειτα και βαρέθηκα έτσι το κομμάτι της συναυλίας που βασιζόταν σε τέτοια τραγούδια ("Atila The Hun", "Demon Sweeny Todd") –εκείνοι πάντως μια χαρά τα αποδώσανε, αυτό να λέγεται. Για μένα, η ουσία της βραδιάς και η ουσία του τι σημαίνει Saxon βρισκόταν στην εκρηκτική τους εκτέλεση στο "Denim And Leather", στην επιβλητικότητα του "The Eagle Has Landed", στο αειθαλώς αγαπημένο "Princess Of The Night" και από, εκεί και πέρα, στα όσα μας έπαιξαν στα τρία encores: όπου ακούσαμε και "Crusader" και "Wheels Of Steel" και "Strong Arm Of The Law" και "747 (Strangers In The Night)", ακόμα και τη διασκευή τους στο "Ride Like The Wind". Όλα σε εξαιρετικές εκτελέσεις, αληθινούς δυναμίτες. 

Συμμερίζομαι τη θυμωμένη αγωνία πολλών για αξιόλογα φρέσκα πράγματα που έρχονται στην Ελλάδα και μπορεί και να μη βγαίνουν οικονομικά, ενώ ο κόσμος σταθερά τρέχει να βλέπει παλιοκαιρισμένα είδωλα –θυμάμαι κι εγώ να βλέπω σε άδειες αίθουσες τους Dälek, τους Fuck Buttons και πολλούς ακόμα. Ωστόσο, πρόκειται για μια πιο πολύπλευρη συζήτηση από όσο συνήθως παρουσιάζεται στους εναλλακτικούς κύκλους. Και, μέρος της εξίσωσης, αποτελεί το γεγονός ότι συγκροτήματα σαν τους Saxon πετυχαίνουν να σε κάνουν να περάσεις πολύ καλά βλέποντάς τα. Όχι «καλά, μωρέ», «καλούτσικα», «συμπαθητικά», αλλά πολύ καλά, δίνοντας συναυλίες που σου μένουν στη μνήμη. Και κάτι τέτοιο αποτελεί σοβαρό θεμέλιο για να πας και να ξαναπάς. Αν μη τι άλλο, οι «τροχοί» των Saxon παραμένουν ατσάλινοι...


09 Μαρτίου 2024

Mary Chapin Carpenter - The Age Of Miracles [δισκοκριτική, 2010]


Μια κριτική μου από το 2010 στο άλμπουμ «The Age Of Miracles» της Mary Chapin Carpenter, ένα από τα ωραιότερα στην ιδιαίτερη καριέρα που έχει σκαρώσει η δημιουργός από το Νιού Τζέρσεϊ στις παρυφές της country και της σύγχρονης folk τραγουδοποιίας. Μην πιστεύετε τα Paste και Under The Radar που το έθαψαν, ενώ δοξάζουν την κάθε indie σταρλέτα του βαθιού χασμουρητού.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από συναυλία της Carpenter το 2010 κι έχει δημοσιευτεί δίχως credit


Μου αρέσουν οι δίσκοι που σε αφήνουν να τους ανακαλύψεις σιγά-σιγά, γουλιά τη γουλιά. Γιατί δεν παίζουν το fast & furious παιχνίδι της εποχής: λίγο δράση εκεί, λίγο σασπένς παρακάτω, μια «διαφορετική» ενορχήστρωση εδώ για να κάνεις «ααα!», μια παραγωγάρα να φυσάει μήπως και εντυπωσιαστείς και δεν προσέξεις ότι δεν υπάρχουν και πολλά στις συνθέσεις. Μου αρέσουν, γιατί απαιτούν πράγματα και από σένα. Να κοιμηθείς μαζί τους, να μάθεις τα χούγια τους, να αισθανθείς τον παλμό των ρυθμών τους και το βάρος των λέξεων και της εκφοράς τους, να αργήσεις στα ραντεβού σου απλά γιατί τους ακούς. Να τους αγαπήσεις, για να μη λέμε πολλά. 

Το «Age Of Miracles» της Mary Chapin Carpenter είναι, λοιπόν, ένας τέτοιος δίσκος. Χωρίς να πρόκειται για τη δισκάρα για την οποία θα γραφτούν διθύραμβοι, είναι ένας ήσυχος δυναμίτης. Σαν τα σιγανά ποταμάκια που το ρητό σ' έχει μάθει να τα φοβάσαι: μπαίνεις να βρέξεις λίγο τα πόδια σου και για πότε σ' έχει παρασύρει το ρέμα, ούτε που το αντιλαμβάνεσαι. 

Είναι παλιά γνώριμη η Carpenter –και σε μένα και στη δισκογραφία. Τη βρίσκεις στην ταμπέλα «country», όμως, αν και ξεκίνησε όντως από εκεί, είναι εδώ και χρόνια κάτι πολύ παραπάνω: από το «Time*Sex*Love» του 2001 κι έπειτα,  ποιεί (στην ουσία) σύγχρονη αμερικάνικη τραγουδοποιία, στην παλέτα έκφρασης της οποίας ενυπάρχουν και country αναφορές, όπως και folk στοιχεία. Δημιουργώντας έναν ήχο που, τελικά, υπερβαίνει τον ορίζοντα του τι ορίζεται ως country. Μάλιστα, με το προηγούμενο άλμπουμ της «The Calling» (2007) έφτασε σε νέα καλλιτεχνικά ύψη, τα οποία και υπερασπίζεται πειστικότατα στο φετινό πόνημα. Μη σας πω, δε, ότι τα επεκτείνει και λιγάκι. 

Η συνταγή μοιάζει απλή: ηλεκτρικές κι ακουστικές κιθάρες, μπάσο, ντραμς κι άλλα κρουστά, πιάνο, ενίοτε τσέλο, μάντολα, ένα wurlitzer. Οικεία πράγματα, αλλά όχι και απλά. Μένοντας στο πνεύμα των τραγουδοποιών, η Carpenter βάζει τις συνθέσεις να υπηρετήσουν τα λόγια. Να τα ντύσουν, να ταιριάξουν τα χνώτα τους, να βρουν τις κατάλληλες ατμόσφαιρες και τα μαγικά εκείνα «τόσο/όσο». Και πετυχαίνει σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις να βγάλει το αποτέλεσμα που θέλει –άσχετα, τώρα, αν αυτό είναι ή όχι ενδιαφέρον καλλιτεχνικά. Επιπλέον, αποτελεί και η ίδια μέλος της καλοκουρδισμένης ορχήστρας της (είναι ικανότατη κιθαρίστρια), κάτι που σαφώς τη βοηθάει. 

Έτσι, ό,τι ακούγεται απλό και γνώριμο, είναι συνάμα και ποτισμένο με τη βαθύτερη εκείνη φλόγα που ανάβει όταν η μουσική συναντά τον λόγο και δημιουργείται το τραγούδι. Αν το σκεφτείτε μέσω μιας τέτοιας οδού, οι τραγουδοποιοί της Δύσης είναι ό,τι πιο κοντινό διαθέτει ο μουσικός της πολιτισμός στις λαϊκές παραδόσεις της Ανατολής –συμπεριλαμβανομένης της δικής μας. Πιο κοντά βρίσκεται η Carpenter στον Βασίλη Τσιτσάνη, δηλαδή, παρά στον Γκέοργκ Φρίντριχ Χέντελ. Όσο κι αν κάτι τέτοιο βγάζει ορισμένους από τα ρούχα τους. 

Το «The Age Of Miracles» είναι γεμάτο από γερά τραγούδια. Προσωπικές εξομολογήσεις με πανανθρώπινο χαρακτήρα, ψίθυροι ικανοί να ακουστούν σαν βροντή, μνήμες και βιώματα που, χωρίς να είναι δικά σου, μπορούν να κόψουν σαν απότομη ξυραφιά σε φρέσκο από γένια μάγουλο. 

Μπορείς να δεις κι εσύ στο φαντασιακό σου τους κίτρινους τοίχους του εργοστασίου του "4 June 1989"· να προσυπογράψεις ότι η αγάπη είναι ο μεγαλύτερος εξαπατητής, καθώς περπατάς στο Παρίσι με το ζευγάρι του "Mrs. Hemingway"· να μοιραστείς το ερώτημα για την πηγή της ελπίδας σε μια αβέβαιη ζωή, που κάνει τη σε διάσταση σύζυγο του "I Put My Ring Back On" να ξαναβάλει το δαχτυλίδι στο δάχτυλό της –συγχωρώντας, μα μη ξεχνώντας· να σου κοπεί η ανάσα καθώς αναλογίζεσαι ότι όλα όσα αγαπάς μπορεί και να χαθούν, αφήνοντάς σε να αναμετρηθείς με απύθμενα βάθη, όπου η μόνη αλήθεια είναι το carpe diem των Λατίνων. Και να παραδεχτείς, χωρίς δάκρυα και υστερίες, ότι, πράγματι, μπορεί να είμαστε ικανοί να πετάμε στο Διάστημα και να πατάμε στο Φεγγάρι, αλλά σε αυτήν την Εποχή των Θαυμάτων υπάρχουν μερικά μικρά, καθημερινά πράγματα τα οποία είναι πολύ πιο δύσκολα. 

Τα τραγούδια της Mary Chapin Carpenter ίσως να μη σας αφορούν, ίσως να τη βαριέστε (ερμηνεύτρια είναι, όχι φωνάρα), ίσως να βρίσκετε πολύ αμερικάνικους αυτούς τους ήχους –αν κι εδώ θα μου επιτρέψετε μια ένσταση, ότι κάτι americana δημιουργοί αποθεώνονται με περισσή ευκολία έτσι και πετάξουν δυο ή τρία ψωριάρικα κόκαλα «εναλλακτικότητας» δίπλα στις country ατμόσφαιρες. Όμως, πέραν γούστων, του δικού μου που βρίσκει το «Age Of Miracles» ένα μικρό φθινοπωρινό αριστούργημα και του δικού σας, που μπορεί, όπως είπαμε, να βαριέται, υπάρχει και η πραγματικότητα ενός πολύ καλού δίσκου, ο οποίος άνετα καπαρώνει μια θέση στους πιο αξιόλογους του 2010. 



08 Μαρτίου 2024

Bill Gaither & Homecoming Friends - ανταπόκριση (2009)


Μία από τις πιο ιδιαίτερες συναυλίες που έτυχε να παρακολουθήσω στα χρόνια της επαγγελματικής μου ενασχόλησης με τη μουσική δημοσιογραφία, ήταν αυτή του Bill Gaither –θρύλου των λευκών, southern gospel– στο «ACS Κέντρο Τεχνών» στο Χαλάνδρι, τον Οκτώβριο του 2009. 

Δεν πήγα τυχαία ή από περιέργεια να τον δω, μάλιστα: σε μια φάση της ζωής μου ανέπτυξα έντονο ενδιαφέρον τόσο για τη λευκή, όσο και τη μαύρη πλευρά του συγκεκριμένου ήχου και συγκέντρωσα και κάποιο δισκογραφικό υλικό, σε χρόνια που κάτι τέτοιο δεν ήταν τόσο εύκολο, καθώς απαιτούσε παραγγελίες από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τις οποίες πλήρωνα με international money orders. 

Ένα πράγμα δεν μπορώ να θυμηθώ, μόνο: τι στο καλό έγινε η συνέντευξη που πήρα στον Gaither λίγο πριν την έναρξη της συναυλίας, την οποία αναφέρω και στο τέλος της ανταπόκρισής μου γι' αυτήν. Η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στη Δάφνη Ανέστη


Όπως λέγαμε και με τη φωτογράφο της βραδιάς, Δάφνη Ανέστη, φεύγοντας από το «ACS Κέντρο Τεχνών» στο Χαλάνδρι, για πρώτη φορά βρεθήκαμε σε μια συναυλία όπου δεν υπήρχε ούτε ένας γνωστός από το σινάφι. Κρίμα, γιατί ο Bill Gaither με τη μπάντα του ή/και με τους καλεσμένους του άγγιξαν υψηλά αισθητικά στάνταρ, δείχνοντάς μας τo πιο φινετσάτο πρόσωπο της λευκής gospel παράδοσης της Αμερικής. Υπήρξαν, βέβαια, και τα σημεία όπου το χριστιανικό κήρυγμα άφηνε πίσω του τη μουσική –όμως τα όρια της πολυδιαφημιζόμενης «ανοχής στο διαφορετικό» εκεί ακριβώς δεν δοκιμάζονται; Όταν πρέπει, δηλαδή, να συνυπάρξεις με πράγματα που ίσως και να σε ενοχλούν; 

Για να πιάσω τα πράγματα από μια αφετηρία, πάντως, το «ACS Κέντρο Τεχνών» στο Χαλάνδρι είναι ένας χώρος ο οποίος θα έπρεπε να φιλοξενεί πιο συχνά συναυλίες: άνετος, ευρύχωρος, με ικανοποιητική ακουστική και σε απόσταση περπατήματος από το μετρό. Πολύ καλή, επίσης, στάθηκε και η διοργάνωση της συναυλίας, αφού αποδείχθηκε επαγγελματική σε όλα της, όχι όμως και ψυχρά μανατζερίστικη: τα λόγια του υπεύθυνου, κ. Λιτσικάκη, πριν και μετά τη συναυλία, διέθεταν –πέρα από τις απαραίτητες ευχαριστίες στους χορηγούς– τόσο χιούμορ, όσο και την αίσθηση μιας προσωπικής οπτικής. 

Λίγο μετά τις 20.00, όπως είχε ανακοινωθεί, ο Bill Gaither έκανε την εμφάνισή του στη σκηνή: στα 73 του, πια, μα κεφάτος και κοτσονάτος, μας χαιρέτισε απλά ντυμένος, λες και όντως περίμενε καλούς φίλους στο σαλόνι του σπιτιού του. Κι έτσι ακριβώς ξεκίνησε, με ένα συγκινητικό τραγούδι αφιερωμένο στις παλιές φιλίες, καλώντας μας κατόπιν να τον συνοδέψουμε στο "How Great Thou Art". Το κοινό, προς ευχάριστή έκπληξή του, το έκανε με μεγάλη θέρμη. Και προς δική μου έκπληξη, όμως, γιατί σπάνια έχω συναντήσει ανθρώπους τόσο ενημερωμένους ως προς το τι πάνε να ακούσουν. Και για να πω την αμαρτία μου, οι παρευρισκόμενοι δεν μου γέμιζαν, αρχικά, το μάτι για κάτι τέτοιο… 

Κι αυτό ήταν απλώς το «ορεκτικό» της βραδιάς. Το πρώτο μέρος ξεκίνησε άμεσα, έπειτα, με την επί σκηνής παρέλαση των homecoming friends του Gaither. Την παράσταση και τις ιαχές ενθουσιασμού του κόσμου έκλεψε αναμφίβολα το κουαρτέτο Ernie Haase & Signature Sound, αρκετά δικαιολογημένα από μία άποψη: αεικίνητοι performers, με έναν εκπληκτικό τενόρο και με έναν μπάσο ο οποίος διαθέτει ποιότητες που στο χορωδιακό θρησκευτικό τραγούδι έχουν, ίσως, να ακουστούν από την εποχή του J. D. Sumner. Κέρδισαν άνετα, λοιπόν, τις πρώτες εντυπώσεις. 

Αλλά σε επίπεδο ουσίας βρήκα δυστυχώς λίγα πράγματα: υπερβολικό το μονίμως σφηνωμένο τους χαμόγελο (γίνεται; δεν γίνεται), γλυκερά τα περισσότερα τραγούδια τους, αισθητικής boy band το στήσιμό τους. Στα δικά μου μάτια καλύτερος από όλους τους homecoming friends αποδείχθηκε ο Buddy Green –ο οποίος αργότερα μας κατέπληξε με τη δεξιοτεχνία του στη φυσαρμόνικα– αξιόλογη δε ήταν και η Lynda Randle, που έφερε «άρωμα» από τη μαύρη προσέγγιση στα gospel, θυμίζοντας (αμυδρά) τη μεγάλη Mahalia Jackson. Άξιο μνείας, επίσης, το γκρουβάτο country gospel του τυφλού κιμπορντίστα Gordon Mote. 

Το δεύτερο –και καλύτερο– μέρος το πήραν πάνω τους οι ανανεωμένοι Gaither Vocal Band, ήτοι ο Bill Gaither με τους παλιόφιλους Mark Lowry, Michael English & David Phelps, συν τον νεαρό Wes Hampton. Το κουιντέτο απέδειξε ποικιλοτρόπως γιατί ο Gaither απολαμβάνει της φήμης και των βραβείων που τον συνοδεύουν: θαυμάσιες ανδρικές φωνές, εξαιρετικές ερμηνείες, άψογος συντονισμός, ξεκαρδιστικά αστεία από τον Lowry (ρώτησε τον Gaither αν βοήθησε στο χτίσιμο της Ακρόπολης, κοροϊδεύοντάς τον για τα χρόνια του), θέρμη, συναίσθημα πνευματικό και όχι στενά θρησκευτικό, αλλά και gospel διαμάντια σαν τα "The King Is Coming", "The Love Of God", "I’m Satisfied", "At The Cross", "Mary Did You Know?", συν μια διασκευή στους αδίκως παραγνωρισμένους Jordanaires και στο "Journey To The Sky" τους. Προς το τέλος, μάλιστα, έκανε την εμφάνισή της και η Gloria Gaither, σύντροφος επί 46 συναπτά έτη του Bill όχι μόνο στη ζωή, αλλά και στη δημιουργία, καθώς έχει συν-γράψει μαζί του πολλά southern gospel τραγούδια αναφοράς. Όμως, όσο κι αν κάτι τέτοιο συμπλήρωσε ιδανικά την εικόνα της βραδιάς, στάθηκε μάλλον και ως ένα κρίσιμο σημείο: θα έπρεπε, πιστεύω, να τελείωνε κάπου εκεί η συναυλία. 

Το τρίτο μέρος τους θέλει όλους μαζί στη σκηνή, το ζεύγος Gaither, τους homecoming friends και τη Gaither Vocal Band. Κι ενώ δεν έπαψαν να λένε ωραία τραγούδια, η διάρκεια αφενός –φτάσαμε τις 3 ώρες, σύνολο– άρχισε να κουράζει, αφετέρου το τελευταίο αυτό κομμάτι είχε να κάνει περισσότερο με ό,τι στην Αμερική ονομάζεται «ministry» (εδώ θα το λέγαμε κατήχηση, έστω και λίγο μπακαλίστικα), παρά με τη μουσική. Πέρα από μία ακόμα παρέλαση μονίμως χαμογελαστών προσώπων, την οποία προσωπικά δεν βρίσκω τόσο ειλικρινή, δυσάρεστο αποκορύφωμα στάθηκε το (κυριολεκτικά) δακρύβρεχτο κήρυγμα αγάπης και φιλίας εκ μέρους της Gloria Gaither: ένα marketing τρικ, κατά τη γνώμη μου, το οποίο έχω δει να επαναλαμβάνει συχνά, σε διάφορες παραλλαγές, στα χρόνια που παρακολουθώ τη Homecoming δραστηριότητά της στα σχετικά DVD. Τουλάχιστον με το encore της βραδιάς ("He Touched Me", από τη Gaither Vocal Band), το οποίο είχε γράψει χρόνια πριν ο Bill για τον Elvis Presley, μπήκαν ξανά κάποια πράγματα στη θέση τους, ως προς το καλλιτεχνικό της υπόθεσης. 

Παρά τις ενστάσεις μου για το τρίτο μέρος και τη σχεδόν μηδενική, ενδεχομένως, ανοχή μου στη «διαφορετικότητα» των Gaither, έφυγα σαφώς ικανοποιημένος, γιατί είδα εν δράσει μία από τις πλέον σημαίνουσες μορφές του southern gospel είδους, σε μια σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα συναυλία. Πριν την έναρξη, μάλιστα, είχα την ευκαιρία να μιλήσω με τον Bill Gaither –σε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη, την οποία θα δείτε στο άμεσο μέλλον, μαζί με μια κριτική σε πρόσφατα δισκογραφικά του πονήματα.



07 Μαρτίου 2024

David Bowie - Blackstar [δισκοκριτική, 2016]


Όταν έκατσα να γράψω μια κριτική στο «Blackstar» του David Bowie, πίσω στον Iανουάριο του 2016, δεν είχα ιδέα από τα όσα είχε σχεδιάσει, κάνοντας μια τελευταία υπόκλιση στο κοινό, μα και στην τέχνη του, καθώς ήξερε εκείνο που εμείς δεν γνωρίζαμε: ότι ο θάνατος ήταν, πια, πολύ κοντά. Ως γνωστόν, τον βρήκε 2 μόλις μέρες μετά την κυκλοφορία του δίσκου (και του κειμένου μου), αφήνοντας όσους τον αγαπήσαμε άλαλους, σκορπισμένους, δακρυσμένους για μέρες.

Ο δίσκος, τώρα, ακόμα και δίχως αυτήν την παράμετρο, ήταν ένα ποίημα. Είχα κάμποσα χρόνια να ακούσω κάτι τόσο ωραίο από τον Bowie, ήταν δε, όπως έγραψα, πολύ καλύτερο από διάφορα πολυπαινεμένα άλμπουμ της pop/rock επικαιρότητας των 2010s.

Η κριτική πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η χρησιμοποιούμενη φωτογραφία του Bowie προέρχεται από το υλικό που συνόδευσε το βιντεοκλίπ για το τραγούδι "Blackstar"


Σε καιρούς όπου οι περισσότεροι από τους καινούριους ήρωες της ποπ κουλτούρας κάνουν συνήθως κάτι παλιό –κι έτσι δεν αποτυπώνονται ως παντός καιρού φιγούρες, μα ως πρωτεργάτες κάποιας φάσης που γρήγορα, κατόπιν, ξεχνούν ακόμα και υποστηρικτές– ο David Bowie γιορτάζει τα 69 με έναν δίσκο που θα ακούσουν και θα συζητήσουν όλοι. Ακριβώς γιατί εκείνος είναι ένας παλιός ήρωας, που όμως ενδιαφέρεται να κάνει κάτι καινούριο. Με αποτέλεσμα να αναγνωρίζεται ως «μεγάλος καλλιτέχνης» ακόμα και από τη γενιά που θυμάται μόνο την Amy Winehouse ως κάτι παρεμφερές με όσα έχει ακούσει από τους παλιότερους μουσικόφιλους. 

Φοβάμαι, βέβαια, ότι, για πολλούς εκεί έξω, το ★Blackstar έχει ήδη κριθεί κι ας κυκλοφορεί σήμερα. Σε έναν κόσμο, δηλαδή, όπου η μουσική συγκροτεί/ενισχύει ταυτότητες ή χρησιμεύει για την επιβεβαίωση του «ανήκειν» σε μια κοινότητα, τα στρατόπεδα έχουν συγκροτηθεί και η όποια κριτική θα αντιμετωπιστεί με άξονα το αν εξυπηρετεί την ιδεολογία. Είμαστε με τους μύθους; Ή αυτοκαθοριζόμαστε επειδή ακριβώς στεκόμαστε απέναντί τους; Η Κατερίνα Γώγου μπορεί επομένως να γελάσει χαιρέκακα, αφού, για ακόμα μία φορά, η στάση ζωής θα καθοριστεί πράγματι «από το στυλ της καρέκλας». 

Παίζει rock 'n' roll ο Bowie στο ★Blackstar; 
Θα έπρεπε να παίζει, για να μας αρέσει; 
Γουστάρουμε να μην παίζει, γιατί είμαστε από αυτούς που πια βαρέθηκαν το rock 'n' roll; 
Τον θέλουμε αβανγκαρντίστα; 
Ή μήπως τον προτιμάμε αναγνωρίσιμο;
Και, τελικά, πιστεύουμε ότι χωράνε κι άλλα πράγματα στην ποπ κουλτούρα, πέρα από όσα radio friendly τρίλεπτα/τετράλεπτα τηρούν κι έναν έτσι εναλλακτικό κώδικα, για να μη μας πούνε και μεϊνστριμάδες;
 
Είναι πραγματικά αυτά τα ερωτήματα· και είναι κρίσιμα. Τα τροφοδότησε άλλωστε και το ίδιο το περιβάλλον του Bowie, κυρίως ο παραγωγός Tony Visconti, με δηλώσεις τύπου «θέλαμε να αποφύγουμε το rock 'n' roll», «κάναμε κάτι avant-garde», «ακούγαμε πολύ Kendrick Lamar» κτλ. 

Απαντήσεις πολύ συγκεκριμένες, πάντως, μην περιμένετε. Και για μένα, αυτή είναι και η μεγαλύτερη δύναμη του άλμπουμ. Το πώς κυλάει, δηλαδή, από έναν Bowie που δείχνει να έπαθε Scott Walker ή που τριπάρει σε δομές έτοιμες για ακομπλεξάριστη συνομιλία με τη μοντέρνα πλευρά της σύγχρονης τζαζ –που δεν αγαπήθηκε ποτέ πραγματικά από το ποπ/ροκ κοινό, παρά την καταλυτική παρουσία του Miles Davis– σε έναν Bowie ο οποίος ναι μεν δεν ποιεί πια rock 'n' roll, μα ενίοτε τραγουδάει με έναν τρόπο αν μη τι άλλο αναγνωρίσιμο σε όσους εντρύφησαν στο Station To Station και σε λοιπά 1970s μεγαλεία. Ίσως το σημαντικότερο, όμως, να είναι το πόσο απολαμβάνει ο ίδιος το ταξίδι: αποτυπώνεται γλαφυρά στις ερμηνείες, βοηθώντας τις (μαζί βέβαια με τη στούντιο τεχνολογία, ας μην τρέφουμε αυταπάτες) να ξεπεράσουν τις αναπόφευκτες ουλές του χρόνου στις φωνητικές του χορδές.

«Everybody knows me now», λέει κάπου στη μέση του δίσκου (στο "Lazarus"), «I've got nothing left to loose». Και, ξέρετε, το εννοεί. Ο ενθουσιασμός του, η δίψα να ξεφύγει πρωτίστως από το δικό του παρελθόν, η ανάγκη να δει το πώς μπορεί να μοιάζει το αύριο τώρα που ο χρόνος του ίσως να τελειώνει, ξύπνησαν ξανά μέσα του το θηρίο του μεγάλου καλλιτέχνη, οδηγώντας τον σε έναν εξαιρετικό δίσκο. Αλλά και σε μια σπουδαία χειρονομία, rock 'n' roll στην ουσία της, κι ας μην επικαλείται πια τη μορφολογία αυτού. Γιατί πολλοί αναρωτιούνται για τη Ζωή στον Άρη, πολλοί γοητεύονται στην προοπτική, μα λίγοι θα πάρουν ένα διαστημόπλοιο να πάνε εκεί και να αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο. 

Και είναι κρίμα που καλομάθαμε στην ασφάλεια του ατέλειωτου déjà vu οι «επαγγελματίες μουσικογραφιάδες» και τόσο αβασάνιστα προβάλλουμε εδώ και μια 15ετία καλλιτέχνες που δεν κάνουν πολλά πέρα από το να ανακυκλώνουν (λιγότερο ή περισσότερο επιτυχώς) το χθες, απλά και μόνο επειδή μας αρέσει το τάδε ή το δείνα παρελθόν. Ξεχάσαμε (ή έτσι κάνουμε, γιατί εκεί πάει το ρεύμα) ότι το rock 'n' roll δεν ανθεί όταν αναπαύεται στα δοκιμασμένα, αλλά ως δύναμη αμφισβήτησης των έτοιμων, που ψηλαφεί διάφορα «outer limits» κάθε εποχής. Γι' αυτά τα «σύνορα» έρχεται να μας μιλήσει στα σχεδόν 70 του και ο Bowie, κρίμα το μπόι, την ομορφιά και τα νιάτα όσων 20άρηδων μηρυκάζουν ψυχεδέλειες, post-punk, τον ίδιο τον Bowie κλπ. 

Να το έχετε λοιπόν σίγουρο, ότι θα πέσει πολλή γκρίνια. Αλλά το ★Blackstar ξαναρίχνει στο τραπέζι μας το μέτρο με το οποίο θα έπρεπε να κρίνουμε τα πράγματα, όσο κι αν ξεβολεύει κάτι τέτοιο αυτούς που έλπιζαν ότι θα συνέχιζαν να πορεύονται λες και ο Simon Reynolds δεν έγραψε ποτέ το Retromania. Το 2016 μόλις ξεκίνησε και επιτέλους αισθάνεσαι ακούγοντας έναν ας-τον-πούμε-ροκ δίσκο ότι η χρονολογία στο ημερολόγιό σου είναι η σωστή. 



04 Μαρτίου 2024

Aluk Todolo - ανταπόκριση (2017)


Με τις πιο εναλλακτικές πτυχές του σύγχρονου σκληρού ήχου δεν τα πάω (πάντα) καλά, ωστόσο προσπαθώ να μένω ενήμερος. Η περίπτωση των Γάλλων Aluk Todolo, πάντως –οι οποίοι κατατάσσονται, λέει, στο «occult rock»– με ιντρίγκαρε αρκετά, ώστε να πάω να τους δω στο «Temple», τον Νοέμβριο του 2017.

Τι αγριάδα αξέχαστη ήταν αυτή... Τι σιδηροδρομική, σαδιστική βία, βγαλμένη από το πιο πηχτό Σκότος, έμπροσθεν μιας επιβλητικής Λυχνίας... Φεύγοντας αγόρασα και μπλουζάκι, μάλιστα, τόσο μου άρεσε η όλη εμπειρία. Το οποίο ακόμα φοριέται σχεδόν 7 χρόνια μετά, αν και παρουσιάζει, πλέον, τα πρώτα σημάδια φθοράς.

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Η 2η μέρα του grand opening του «Temple» στο Γκάζι δεν μάζεψε μεν τον κόσμο που είδαμε στον King Dude (λεπτομέρειες εδώ), προσέλκυσε όμως κοινό πιο ποιοτικό, το οποίο ήρθε δηλαδή εκεί για τη μουσική και μόνο, γέμισε χαλαρά τον χώρο μπροστά από τη σκηνή και παρακολούθησε τα τεκταινόμενα με προσήλωση σχεδόν θρησκευτική. Άλλωστε, το line-up που είχε στήσει η 3 Shades of Black ήταν εκ φύσεως για πιο υποψιασμένους ακροατές. 

Τη βραδιά άνοιξαν οι Αθηναίοι Chronoboros, με 20 (περίπου) λεπτά απόκλισης από το ανακοινωμένο χρονοδιάγραμμα, ρίχνοντάς μας στα βαθιά του ήχου τους με το "Coaxed Out Of Cave" –κομμάτι γνώριμο για όσους τους έχουν ξαναπετύχει live, που μάλλον θα βρίσκεται στον (υπό παραγωγή) πρώτο ολοκληρωμένο τους δίσκο. Η μπάντα παίζει ένα μελετημένο κράμα sludge metal με hardcore punk αναφορές, το οποίο υπηρετεί σφιχτά και με όλον τον απαραίτητο θόρυβο, έχοντας ως ψυχή τις κιθάρες και τα «σχισμένα» φωνητικά του Νίκου Ζαλίμογλου, που επέδειξε μάλιστα και ταιριαστή με το ύφος κινησιολογία, χαρίζοντας έτσι και κάτι σαν σκηνική παρουσία στο κατά τα λοιπά στατικό τρίο. 


Το υλικό των Chronoboros μένει νομίζω υπέρ το δέον προσκολλημένο σε δεδομένα διεθνή μοτίβα. Στη ζωντανή του έκφανση, όμως, το οργισμένο πάθος και η ικανότητά τους στην απόδοση του όγκου των συνθέσεων κάνει την όλη εμπειρία πιο λειτουργική. Δίκαιο, λοιπόν, το χειροκρότημα που έλαβαν από τους παριστάμενους στο «Temple» καθώς ολοκλήρωσαν το set με το "Diadem" και ωραίο γενικότερα το «ζέσταμα», έστω κι αν η επίδρασή του χάθηκε κατόπιν, λόγω της καθυστερημένης εμφάνισης των Aluk Todolo στη σκηνή. Όταν φάνηκε, τελικά, το γαλλικό τρίο στήθηκε πίσω από μια λυχνία, η οποία κρεμάστηκε από το ταβάνι του «Temple» προς το κέντρο της σκηνής, στο ύψος των ντραμς: η παρουσία της δημιούργησε άμεσα κατάσταση, στάθηκε δε υποβλητική σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας, με την τάση της συχνά να ακολουθεί τα κελεύσματα των παιξιμάτων της μπάντας.

Γι' αυτήν τους την εμφάνιση στην Αθήνα, οι Aluk Todolo κέντραραν στο άλμπουμ Occult Rock του 2012 (από τις πιο ξεχωριστές κυκλοφορίες μιας δεκαετίας με πολλά αναμασήματα και πολλούς υπερεκτιμημένους δίσκους). Σοφά, όμως, δεν το απέδωσαν ολόκληρο, μα επένδυσαν σε μια συντομευμένη του εκδοχή, η οποία υπήρξε ταμάμ για ένα συναυλιακό set που δημιούργησε τόσο έντονα συναισθήματα. Προσωπικά μιλώντας, δηλαδή, αν έπαιζαν παραπάνω ίσως και να έφευγα από το «Temple» τρέχοντας και ουρλιάζοντας. Και σε καμία περίπτωση επειδή δεν μου άρεσαν τα όσα άκουγα.

Οι Γάλλοι μπόρεσαν να μεταδώσουν στην εντέλεια το κλίμα του Occult Rock, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Η συναυλία τους έμοιαζε με τελετουργία που διέθετε παράδοξη δύναμη μαγνητισμού, καθώς επιτελούσε κανονικότατη επίθεση στις αισθήσεις υπό το άγρυπνα φωτεινό λογότυπο της μπάντας στο βάθος, το οποίο με τη σειρά του έπαιζε το δικό του παιχνίδι με την παραδοσιακή εικόνα του χριστιανικού Σταυρού: λεπτό με λεπτό, κυλούσες όλο και πιο βαθιά σε μια αφηνιασμένη ψυχεδέλεια, οικοδομημένη πάνω στη «βλάσφημη» σύμπραξη καθωσπρέπει krautrock διαδρομών με βίαια, σιδηροδρομικά στοιχεία αντλημένα από το black metal, όπου άλλωστε ανδρώθηκαν οι Antoine Hadjioannou (ντραμς), Shantidas Riedacker (κιθάρα) & Matthieu Canaguier (μπάσο) –όντας μέλη σε μπάντες σαν τους Diamatregon και Vediog Svaor, πριν στήσουν τους Aluk Todolo.

Σύντομα, έτσι, ανακάλυπτες ότι δεν είχες περιθώρια ελιγμών σαν ακροατής· ότι το συγκρότημα σε υποχρέωνε να αντιμετωπίσεις το Τέρας που αναδυόταν από το άμορφο μα πηχτό σκοτάδι που έχτιζε με τη μουσική του, το οποίο και σε κατάπινε με σαδιστικά ηδονικό τρόπο. Από εκεί και πέρα κάθε ένας βίωσε σε προσωπικό επίπεδο την αλληλουχία σκέψεων που πυροδότησε όλο αυτό το ηχητικό εργοτάξιο, γύρω από το ποιος είναι, πού πάει, τι διάολο κάνει με τη ζωή του. Δύο τουλάχιστον άνθρωποι σκέφτηκαν λ.χ. να παρατήσουν τις δουλειές τους, έτσι για να δώσω ένα χειροπιαστό παράδειγμα, προτρέχοντας τις κατηγορίες περί φιλολογικών ερμηνειών πάνω στη ροκ εμπειρία. 

Φεύγοντας, πήρα μπλουζάκι Aluk Todolo από το merch. Ούτε και μπορώ να υπολογίσω πόσα χρόνια έχουν περάσει από την τελευταία φορά που έκανα κάτι τέτοιο.



03 Μαρτίου 2024

Fujiko Hemming - ανταπόκριση (2013)


Πηγαίνοντας να δω την Fujiko Hemming στο Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη, τον Νοέμβριο του 2013, γνώριζα πως πήγαινα στη συναυλία μιας αμφιλεγόμενης πιανίστριας. Ακόμα κι έτσι, όμως, δεν ήμουν προετοιμασμένος για το θέαμα των αρκετών αποχωρήσεων από την αίθουσα, που συνέβαιναν μάλιστα και επιδεικτικά, καθώς έπαιζε. Μου έχει μείνει στη μνήμη η έκπληξη που ένιωσα.

Η δική μου εντύπωση, πάλι, ήταν η ακριβώς αντίθετη –την απόλαυσα τη Fujiko Hemming. Μια ανταπόκριση για τη βραδιά, μάλιστα, δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό που διατέθηκε εκείνη την εποχή στον Τύπο


Στο μικρό διάλειμμα που έκανε η Fujiko Hemming ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο μέρος του ρεσιτάλ της, κρυφάκουσα έναν άλλον θεατή εκεί στο Ίδρυμα Κακογιάννη, ο οποίος διαμαρτυρόταν στην κοπέλα που τον συνόδευε για τα όσα είχαμε μόλις ακούσει –αν δεν κάνω λάθος, μάλιστα, έφυγαν πριν την ολοκλήρωση της συναυλίας. Φαίνεται ότι ορισμένοι ακροατές κλασικής μουσικής τρέφουν αντιπάθεια προς τους σολίστες εκείνους που δεν συμπεριφέρονται φρόνιμα και «σεβάσμια» προς τα πλήκτρα τους.

Η Hemming, βέβαια, δεν είναι καμιά θεατρίνα. Δεν είναι καθόλου επικοινωνιακή, ας πούμε (φάνηκε και από τις αμήχανες ευχαριστίες της στο τέλος, σε ένα μίγμα ιαπωνικών, γερμανικών και ακαταλαβίστικων αγγλικών), ενώ το ντύσιμό της απέχει παρασάγγας από το γνώριμο, ατσαλάκωτα επίσημο στιλ των δεξιοτεχνών του κλαβιέ. Κι αν το εκθαμβωτικό κόκκινο κιμονό του πρώτου μέρους έγινε δεκτό ως αναφορά στις ρίζες ή/και ως ένδειξη ευχαριστίας προς την ιαπωνική πρεσβεία στην Ελλάδα (ήρθε ως προσκεκλημένη της), το ντύσιμο του δεύτερου μέρους σίγουρα σήκωσε αρκετά απορημένα φρύδια, με όλη εκείνη την παρέλαση των ποστίς μαλλιών, των τσιγγάνικων φουλαριών και των ριχτών ρούχων. Εν πάση περιπτώσει, δεν πρόκειται να κερδίσεις έτσι τη συμπάθεια του παραδοσιακού κοινού κλασικής μουσικής, με την κάπως πουριτανική αίσθηση της ευπρέπειας που το διακρίνει. Και οπωσδήποτε κάνεις τη ζωή σου ακόμα πιο δύσκολη αν αρχίσεις να παίζεις Σεργκέι Ραχμάνινοφ, Μωρίς Ραβέλ και Φρεντερίκ Σοπέν έτσι «ακατάστατα». 

Αλλά η δική μου γνώμη είναι ότι η 74χρονη μουσικός με την περιορισμένη ακοή (μόλις 40% της έχει απομείνει, ύστερα από δοκιμασίες με σοβαρές μολύνσεις στα αφτιά) ξέρει πάρα πολύ καλά τι κάνει· ότι συνειδητά σπάει τους τύπους, κάνοντας μια ηχηρή δήλωση για το πώς αντιλαμβάνεται τον πιανίστα. Έτσι όπως επιτίθεται (και το εννοώ μισο-κυριολεκτικά) στα πλήκτρα, δηλαδή, όπως αντιστρατεύεται την απαλότητα στις συνθέσεις του Σοπέν και του Φραντς Λιστ (προτιμώντας ένα πνεύμα πιο διονυσιακό) ή όπως περιφρονεί τις πιο μακροσκελείς μελωδικές φράσεις, μπορεί να οδηγήσει σε εγκεφαλικό τον τυπικό, λεπτολόγο επαγγελματία σολίστ ή όποιον τέλος πάντων ακροατή δίνει βάση στην ακρίβεια των παραδεδομένων και γενικά στα τακτοποιημένα πράγματα. 

Είναι ακριβώς αυτή η προσέγγιση, όμως, που έκανε το σαγόνι πολλών από μας να πέσει στο Ίδρυμα Κακογιάννη. Στο πιο απίθανο "Nocturne in B flat minor op. 9-1" του Σοπέν που έχω ακούσει· σε έναν θριαμβικό, απόλυτα προσωπικό Λιστ, όπως εκφράστηκε κυρίως στο "La Campanella (Études D' Exécution Transcendante D' Après Paganini S. 141-3)"· σ' ένα απίθανο "Pavane Pour Une Infante Défunte" του Ραβέλ· και, πάνω απ' όλα, σε εκείνη την απίστευτα μινιμάλ ανάγνωση στο "Prelude in G major Op. 32-5" του Ραχμάνινοφ. 

Σε κάθε μία από τις εν λόγω περιπτώσεις, η Hemming μου θύμισε τον τρόπο του Δημήτρη Μητροπάνου: εκείνη την έμφαση δηλαδή που έδινε στον συναισθηματικό χρωματισμό των λέξεων, χάριν της οποίας δεν δίσταζε να μετακινηθεί εκτός παρτιτούρας και δεδομένων μελωδικών γραμμών, ακόμα και να ολισθήσει στην τονική αστάθεια. Η Hemming, λοιπόν, εφορμά στο συναίσθημα με παρόμοιο τρόπο, αντιλαμβανόμενη τον πιανίστα όχι ως άρτιο μηχανικό εκτελεστή, μα ως τον μεσάζοντα που πρέπει να επικοινωνήσει το απίθανο, όσα στοιχεία καθιστούν τα (όποια) έργα διαχρονικό αντικείμενο πάθους. Ακόμα κι αν στην πορεία καταστρατηγήσει ό,τι θεωρείται ωδειακώς «σωστό».

Η βραδιά είχε κόσμο, αλλά όχι τόσο ώστε να γεμίσει το Ίδρυμα Κακογιάννη –παρότι η είσοδος ήταν ελεύθερη (είχε βέβαια και Ιγκόρ Στραβίνσκι στο Μέγαρο, την ίδια μέρα). Το βρήκα κρίμα, γιατί η ιαπωνική πρεσβεία μας έκανε ένα αληθινά ακριβό δώρο. Η αξία του, ωστόσο, ίσως τελικά να κρίνεται ανάλογα με το πόσο μη τυπολατρικά μπορείς να σταθείς απέναντι στη μουσική. Στη δική μου συνείδηση, πάντως, μετά τα όσα βίωσα, δεν χωρούν αμφιβολίες: η Fujiko Hemming είναι μια καταπληκτική πιανίστρια.



02 Μαρτίου 2024

Πασχάλης - συνέντευξη (2012)


Εποχές Sonik, εποχές Κρίσης, η κρίση για τα έντυπα, βέβαια, είχε ξεκινήσει πολύ πριν την καταβαράθρωση της ελληνικής οικονομίας και του δημόσιου χρέους της χώρας. Το περιοδικό, λοιπόν, ζούσε πλέον κυρίως με αφιερωματικά τεύχη, τα οποία τυπώνονταν (περίπου) ανά τρίμηνο ή τετράμηνο. Διάστημα που ίσως δείχνει αρκετό, μα στην πράξη ποτέ δεν αρκούσε, γιατί η σχετική ύλη είχε απαιτήσεις κι έβγαινε τελικά με κόπους και ξενύχτια, αφού κανείς δεν αμειβόταν ικανοποιητικά και όλοι έπρεπε να ζουν κάπως αλλιώς –και μάλιστα στις άνωθεν συνθήκες. 

Το πονάγαμε, όμως, το περιοδικό όσοι συμμετείχαμε. Και κάπως έτσι μπλέξαμε σε κάποια φάση με το ελληνικό rock, είπαμε να βγάλουμε τεύχος για τα 50 του χρόνια και βρέθηκα να μιλάω στο τηλέφωνο με τον Πασχάλη και να κλείνουμε ραντεβού δια ζώσης στα νότια προάστια, για καφέ δίπλα στη θάλασσα. Ακόμα τον θυμάμαι να έρχεται χαμογελαστός από το βάθος του δρόμου, καβάλα στο ποδήλατό του.

Από τη συζήτησή μας βγήκε λοιπόν μια συνέντευξη, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο τεύχος #81 του Sonik με τίτλο «Μισός Αιώνας Ελληνικό Ροκ, από τα 60s στα 00s» (Δεκέμβριος 2012). Δεν θυμάμαι, αυτή τη στιγμή, αν δημοσιεύτηκε αργότερα και στο ίντερνετ (στο Avopolis, δηλαδή), νομίζω πάντως πως όχι. Οπότε η παρούσα αναδημοσίευση είναι, ταυτόχρονα, η πρώτη της διαδικτυακή παρουσία. Για λογαριασμό της, έχουν γίνει μικρές, κυρίως αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, έχει διατηρηθεί, όμως, το στυλ γραφής του περιοδικού σε φράσεις π.χ. όπως «ροκ εντ ρολ» που εγώ προτιμώ να γράφω με λατινικούς χαρακτήρες.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που είχε τότε το περιοδικό στη διάθεσή του, για το σχετικό αφιέρωμα


Υπήρξε τόσο καταλυτική όσο λένε η ταινία του Ρίτσαρντ Μπρουκς «Η Ζούγκλα του Μαυροπίνακα» (1955), ώστε να αρχίσουν να κινούνται οι ροκ εξελίξεις στην Ελλάδα; 

Η Ζούγκλα του Μαυροπίνακα αναφέρεται στην εποχή της κυριαρχίας του ροκ εντ ρολ του Elvis Presley. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι αφορά περισσότερο στα χρόνια από το 1955 μέχρι και το 1962-1963. Εγώ ανήκω στην επόμενη γενιά, αυτή των Beatles και των βρετανικών συγκροτημάτων, η οποία ξεκινά ακριβώς εκεί γύρω στο 1962-1963 και κυριαρχεί ως τη δεκαετία του 1970. 

Θα χαρακτήριζα τις αρχές της δεκαετίας του 1960 ως μια εποχή όπου τα πάντα εξελίσσονταν με ένα κυρίαρχο στοιχείο: την ανθρώπινη προσφορά, με την έννοια της κατάθεσης ψυχής, πνεύματος, καρδιάς. Τα πάντα τότε γίνονταν με ορμή και όρεξη, για να ζήσει κανείς τη ζωή ρουφώντας την, απολαμβάνοντάς την. Κι ας ήταν οι κοινωνικές συνθήκες όπως όλοι ξέρουμε, με τα γνωστά προβλήματα. 

Τι σήμαινε τότε να είσαι νέος; Πώς διαφοροποιούταν από τις προηγούμενες γενιές;

Το διαφορετικό τότε ήταν ότι ένιωθες επαναστάτης. Γιατί κυριαρχούσαν πολλά ταμπού στην κοινωνία και με το να τα σπας αισθανόσουν όμορφα, αισθανόσουν έναν δυναμισμό. Το να πηγαίνεις στο σχολείο με την ποδιά του μαθητή και μετά να την πετάς ώστε να πας στο κλαμπ να χορέψεις, ήταν μια επανάσταση –και ωραία επανάσταση. Έπειτα, δημιουργούνταν παρέες, μεγάλες παρέες με βάση τις γειτονιές, με όλους μας να έχουμε πιάσει όργανα και να προσπαθούμε να φτιάξουμε συγκροτήματα. 

Κάθε γειτονιά είχε και το συγκρότημά της: περνούσες απ' τους δρόμους και άκουγες κλαπατσίμπαλα σχεδόν από κάθε υπόγειο. Και υπήρχε και αντιπαλότητα, βέβαια, π.χ. όταν ένας από τη μια παρέα πείραζε ένα κορίτσι της άλλης ή στα κλαμπ, όπου συναγωνιζόμασταν στα χορευτικά για διάφορα βραβεία. Όλα αυτά δημιουργούσαν λοιπόν μια ατμόσφαιρα, μια κατάσταση. Βοηθούσε πολύ, επίσης, ένα κύμα ραδιοπειρατών το οποίο αναπτύχθηκε εκείνα τα χρόνια, με πολλά παιδιά να φτιάχνουν τους δικούς τους σταθμούς στα μεσαία κύματα (δεν υπήρχαν τότε τα FM). 

Έτσι, όσοι παίζαμε τη νέα βρετανική μουσική δεν εξαρτιόμασταν από το κρατικό ραδιόφωνο, που ήταν στιλιζαρισμένο και είχε κι εκείνο τα δικά του ταμπού ως προς τα προγράμματα. Όχι βέβαια ότι δεν υπήρχαν και καλές εκπομπές για ξένη μουσική –θυμάμαι να παρατάω το παιχνίδι και να τρέχω στο σπίτι για να μη χάσω κάποιες. Όμως δεν ήταν εκπομπές με αναφορές στη βρετανική και αμερικάνικη μουσική. Τέτοια μουσική έβρισκες μόνο στο Ράδιο Λουξεμβούργο, το οποίο επίσης άκουγα πολύ.

Κάπως έτσι ξεκίνησαν δηλαδή και οι Olympians, στις συνθήκες που περιγράφετε...

Ναι. Το πρώτο συγκρότημα που έφτιαξα ήταν οι Drugstore Men –με τους φίλους που μέναμε στη γειτονιά του Διοικητηρίου στη Θεσσαλονίκη και είχαμε αρχίσει να μαθαίνουμε τα πρώτα όργανα. Στη συνέχεια μεταπήδησα στους Brahms, που ήταν πιο εξελιγμένοι, είχαν και ενισχυτές και ήταν και πιο οργανωμένοι. Όμως ήταν μπάντα παλιομοδίτικη, έπαιζαν λατινοαμερικάνικα τραγούδια. Τους έφερα λοιπόν τον αγγλικό αέρα και βγάλαμε ρεπερτόριο Beatles, Rolling Stones, Kinks. Κι αμέσως το γκρουπ απογειώθηκε, σε σύντομο διάστημα είχαμε γίνει το δημοφιλέστερο της Θεσσαλονίκης, καθώς τραγούδια που έγιναν αργότερα γνωστά, π.χ. ο "Τρόπος" ή το "Σχολείο", τα είχα ήδη γράψει από τότε και τα παίζαμε με μεγάλη επιτυχία στις συναυλίες. Έναν περίπου χρόνο μετά –επειδή όλα τότε εξελίσσονταν ταχύτατα– αναθεωρήσαμε τη σύνθεσή μας και αποφασίσαμε να βάλουμε και όργανο, δίπλα σε μπάσο, κιθάρα, ντραμς και σαξόφωνο. Με την προσθήκη του οργανίστα αλλάξαμε και όνομα και γίναμε Olympians.  


Σας υποστήριζαν οι γονείς σε όλες αυτές τις δραστηριότητες; 

Όχι. Τις περισσότερες φορές αντιμετωπίζαμε την άρνησή τους, όπως αντιμετωπίζαμε και το κυνηγητό για το κούρεμα ή τις διαφωνίες τους για τη μόδα που μας άρεσε. Θεωρούσαν ότι αυτά τα πράγματα μας διαφθείρουν. Υπήρχε μια κόντρα γενεών, σε αυτήν αναφέρεται και το τραγούδι μου "Πατέρας Και Γιος". Σήμερα γονείς και παιδιά είναι πολύ πιο κοντά, είναι φίλοι. Ακόμα κι αν έχουν διαφορές, τις λύνουν με διαφορετικούς τρόπους.  

Υπήρχαν εγχώρια συγκροτήματα πριν από σας, τα οποία να θαυμάζετε;

Ακούγαμε και θαυμάζαμε τους Forminx. Ήμασταν fans κι όταν έρχονταν στη Θεσσαλονίκη τρέχαμε στις συναυλίες τους, έπαιζαν πολύ ωραία. Υπήρχαν και οι Juniors, αλλά δεν τους είδα ποτέ live –κάποια στιγμή είχαν παίξει νομίζω στη Θεσσαλονίκη, όμως δεν μπόρεσα να πάω.  

Γενικά, πάντως, δεν σχηματίζονταν συγκροτήματα στην Ελλάδα πριν από την εμφάνιση των Beatles, έτσι δεν είναι;

Έτσι είναι. Γιατί η εποχή του ροκ εντ ρολ στην Ελλάδα δεν ήταν εποχή συγκροτημάτων, ήταν η εποχή των πάρτυ και του χορού. Η νεολαία χόρευε πολύ, αυτή ήταν η μόδα, αλλά δεν μάθαινε μουσικά όργανα. Αυτό το άλλαξε ο αντίκτυπος των Beatles. 

Ήταν διαφορετικά τα πράγματα μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας;

Υπήρχαν διαφορές, ναι. Πολύ μεγάλες διαφορές. Άλλο ρεπερτόριο ακούγαμε στη Θεσσαλονίκη, άλλο άκουγε η Αθήνα. Στην Αθήνα επικρατούσαν τα πιο εμπορικά, σε μας τα πιο ποιοτικά. Το κοινό της Θεσσαλονίκης –και γενικά της βόρειας Ελλάδας– έδειχνε να έχει μια παραπάνω ευαισθησία, ένα πιο ιδιαίτερο γούστο. Νομίζω ότι το διατήρησε αυτό και αργότερα. 

Γιατί προτιμήσατε να μπείτε στον κόπο να παλέψετε με τον ελληνικό στίχο, αντί να γράψετε στίχους στα αγγλικά, που ήταν φαντάζομαι και το πιο εύκολο; 

Υπήρχε πράγματι τεράστια δυσκολία στο λεξιλόγιο. Δεν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε εύκολα τον ελληνικό στίχο σε μοντέρνα τραγούδια με μικρές συλλαβές και μικρές λέξεις, δεν γινόταν ας πούμε να βάλεις μια πολυσύλλαβη λέξη: ήταν κακόηχο, αμέσως ξένιζε. Προσπάθησα, όμως, με τον ελληνικό στίχο γιατί πάντα πίστευα ότι το αγγλόφωνο τραγούδι άρεσε μεν –σε όλους μας άρεσε– αλλά δεν το αισθανόμασταν κι ακριβώς δικό μας. 

Έχει σημασία να πούμε ότι εκείνη την εποχή η αγγλική γλώσσα δεν ήταν ευρέως διαδεδομένη στην ελληνική κοινωνία: μπορεί σήμερα να ξέρουν σχεδόν όλοι οι νέοι αγγλικά, τότε όμως δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Για μένα ήταν σημαντικό να αισθανθούμε τέτοια πράγματα ως και δικά μας, ως ελληνικό τραγούδι, ως μια πρόταση για την ελληνική μουσική. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο τραγουδούσα και με τον χαλαρό τρόπο με τον οποίον τραγουδούσα. Αν παρατηρήσεις, πολλά από τα συγκροτήματα των 1960s που τραγουδούσαν στα ελληνικά, ερμήνευαν με μια επιτηδευμένα ξενική προφορά –ακριβώς γιατί δεν έβλεπαν τη συγκεκριμένη μουσική ως κάτι που μπορούσε να είναι και ελληνικό.  

Τι ακριβώς έγινε στις 5 Οκτωβρίου του 1966, στο Καλλιμάρμαρο;

Λάβαμε μέρος σε έναν μεγάλο διαγωνισμό συγκροτημάτων, με το όνομα «Χρυσή Βραδιά». Η ψηφοφορία γινόταν μέσω κουπονιών που μοιράζανε οι εφημερίδες –το Έθνος, αν δεν κάνω λάθος– και το έπαθλο για τον νικητή ήταν ένα κιλό χρυσάφι. Κερδίσαμε άνετα σε εκείνον τον διαγωνισμό, μαζεύοντας πάνω από 5.000 ψήφους ενώ το δεύτερο στη σειρά συγκρότημα είχε 303! Και όταν ανεβήκαμε στη σκηνή πήρε φωτιά το Καλλιμάρμαρο, 65.000 κόσμου ουρλιάζανε και μας επευφημούσαν. Έτσι για να πούμε και το αστείο της υπόθεσης, όμως, το έπαθλό μας το πληρωθήκαμε σε πέντε… σόμπες πετρελαίου!  


Μας εκπλήσσει σήμερα που ακούμε ότι, όταν χρειάστηκε να κάνετε τη θητεία σας, σας αντικατέστησε στους Olympians ο Νίκος Παπάζογλου...

Γιατί ξέρετε τον Νίκο Παπάζογλου από όταν άλλαξε ύφος. Πιο πριν ήταν ένας από μας: ζούσαμε στην ίδια γειτονιά, κάναμε παρέα, είχαμε τα ίδια γούστα, ανακατευόταν κι αυτός στα συγκροτήματα. Τον απασχολούσε το πάντρεμα της ελληνικής μουσικής με την ξένη, το ανακάτεμα των ντόπιων μονών ρυθμών (5/8, 9/8 κ.ο.κ.) με τους Δυτικούς και το συζητούσαμε, ότι θα μπορούσε όντως να βγει κάτι καλό. Με την παρέα που συνεργάστηκε αργότερα –με τον Μανώλη Ρασούλη, τον Πέτρο Βαγιόπουλο– πέτυχε να βρει τον δικό του χαρακτήρα. Πάντρεψε καλά τα μοντέρνα ροκ στοιχεία με το δημοτικό και το λαϊκό μας τραγούδι. 

Άκουγε και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αγγλική μουσική; Πώς συνέβη η συνεργασία σας;  

Ο Λευτέρης ο Παπαδόπουλος –υποθέτω, δεν μιλήσαμε ποτέ για να τον ρωτήσω πώς και τι– σκέφτηκε να γράψει τραγούδια για μας βλέποντας ότι έχουμε τόσο μεγάλη επιτυχία. Και μας έγινε η πρόταση μέσω της τότε εταιρείας μας, της Ελλαδίσκ. Ήταν καλό το αποτέλεσμα, πιστεύω: ούτε ο Παπαδόπουλος έχασε τον χαρακτήρα του γράφοντας τον "Αλέξη" και την "Ιστορία", ούτε κι εμείς τον δικό μας. 

Υπήρχαν συγκροτήματα που τα βλέπατε ως ανταγωνιστές και παρακολουθούσατε την πρόοδό τους; Ή αισθανόσασταν κυρίαρχοι; 

Πάντα υπήρχε συναγωνισμός, ειδικά με τους Charms και τους Idols, αργότερα και με τους Πελόμα Μποκιού. Νομίζω, όμως, ότι υπήρχε μια πολύ ουσιαστική διαφορά: εμείς είχαμε ένα μεγάλο και επιτυχημένο δικό μας ρεπερτόριο. Πολλά από τα συγκροτήματα των 1960s άφησαν τελικά πίσω τους δυο-τρία τραγούδια, εμείς όμως πολλά περισσότερα, σε διάστημα μάλιστα μιας πενταετίας-εξαετίας. Δεν είναι το ίδιο πράγμα.  

Σας δημιούργησαν προβλήματα οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες μετά τον Απρίλη του 1967; Τι πραγματικό απόηχο είχε το διάγγελμα του Στυλιανού Παττακού κατά του «κατήφορου της ελληνικής νεολαίας»;

Όχι ιδιαίτερα... Άλλωστε τότε δεν έγραφε κανείς πολιτικοποιημένους στίχους. Απλά έπρεπε να στέλνουμε τα τραγούδια μας στη λογοκρισία και σε 2-3 περιστάσεις τα έκοψαν κι έπρεπε να κάνουμε κάποιες αλλαγές, τίποτα περισσότερο. Η δικτατορία μας άφησε στα δικά μας ενδιαφέροντα, ένα μεγάλο μέρος της μη πολιτικοποιημένης νεολαίας βρέθηκε τότε πράγματι στον γύψο, μείναμε 7 χρόνια σε πολιτική αφασία.  

Γιατί αργότερα αρνήθηκαν να σας δουν ως κομμάτι του ροκ της εποχής; Διάβαζα λ.χ. μια πρόσφατη συνέντευξη του Γιάννη Σπάθα και έλεγε ότι το ξεκίνημα του ελληνικού ροκ έγινε όταν ανέβηκε στη σκηνή ο Δημήτρης Πουλικάκος με τους M.G.C.

Ο Πουλικάκος με τους M.G.C. απευθυνόταν σε μια ελάχιστη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας. Ήταν, κυριολεκτικά, ένα περιθώριο. Και το λέω με απόλυτη συναίσθηση του τι λέω, έτσι αντιμετωπιζόταν στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Ασφαλώς και αποτελούσαν κομμάτι του ροκ οι M.G.C., αλλά το κοινό τους ήταν πολύ περιορισμένο –αυτού του είδους το κοινό θα μεγάλωνε πολύ αργότερα, κατά τη δεκαετία του 1980. 

Γιατί λοιπόν να βλέπουμε μόνο αυτό, όταν και πιο πριν υπήρχε ένα κίνημα αξιόλογο, με τόσο μεγάλη επιτυχία; Και να κάνουμε διαχωρισμούς σε ποπ, ροκ; Σημασία έχει το αν κάνεις καλή ή κακή μουσική, αν είσαι ο εαυτός σου ή είσαι δήθεν. Εμένα με ενοχλεί πολύ το δήθεν, ό,τι φτιάχνεται και πλασάρεται ώστε να δείξει κάπως αλλιώς από ό,τι στην πραγματικότητα είναι. Το ψεύτικο, κάποια στιγμή, το κοινό θα το ξεράσει.   

Πώς έφτασε το τέλος για τους Olympians;

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 διαπιστώσαμε ότι τα πράγματα μέσα μας είχαν αλλάξει. Είχε τελειώσει το κεφάλαιο της ανεμελιάς και μας απασχολούσε όλους, πια, το επαγγελματικό μέλλον, η οικογένεια, όλα αυτά. Δεν είχαμε γίνει πλούσιοι κι ας ήμασταν επιτυχημένοι. Ό,τι κερδίζαμε μοιραζόταν δια του πέντε και πολλές φορές τα κέρδη πήγαιναν στην απαραίτητη ανανέωση των οργάνων. 

Έτσι, ο κάθε ένας ακολούθησε τον δρόμο του: ένας πήγε στην Ιταλία και σπούδασε πολιτικός μηχανικός, άλλος άνοιξε μπαράκι, άλλος κατάστημα μουσικών οργάνων, άλλος υπάλληλος στον ΟΤΕ... Ο οργανίστας μας, ο Άλκης Κακαλιάγκος, και ο σαξοφωνίστας ακόμα ασχολούνται με τη μουσική, ουσιαστικά όμως μόνο εγώ παρέμεινα τότε στα πράγματα ως επαγγελματίας, παίρνοντας τη μεγάλη απόφαση να αφήσω τη Θεσσαλονίκη και να εγκατασταθώ στην Αθήνα. 

Κρατάμε επαφές και βρισκόμαστε όταν πηγαίνω στη Θεσσαλονίκη, όμως είναι δύσκολο να ξανασμίξουμε ως συγκρότημα και να ξαναπαίξουμε. Πέρασαν πολλά χρόνια και άλλαξαν πολλά πράγματα.