15 Οκτωβρίου 2023

Φοίβος Δεληβοριάς: Ο Αόρατος Άνθρωπος [δισκοκριτική, 2010]


Αρκετές φορές έγραψα για τον Φοίβο Δεληβοριά και τα έργα του –τα εν τω στούντιο και τα επί σκηνής– στο διάστημα των σχεδόν 20 χρόνων που είμαι ενεργός ως κριτικός. 

Με το μάτι των «εκ των υστέρων», όμως, δεν με ικανοποιούν όλα όσα έχω υπογράψει. Το κείμενο για τον δίσκο «Έξω» (2007), ας πούμε, παρότι ξέρω ότι άρεσε και εκτιμήθηκε –μου ζητήθηκε και άδεια χρήσης του από τα πολυκαταστήματα «Public», μάλιστα, για μια σχετική καμπάνια– είναι για μένα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Γιατί μπορεί υφολογικά και φιλολογικά να είναι ωραίο, αλλά θεωρώ ότι στην αποτίμηση του «Έξω» έπεσε ...έξω, βλέποντας το άλμπουμ ως κάτι περισσότερο από όσο όντως ήταν, τελικά. 

Κι εδώ ίσως βρίσκεται και ο πυρήνας μιας χρόνιας συζήτησης που έχω με τον φίλο Αντώνη Ξαγά περί κριτικής, ο οποίος την αντιλαμβάνεται ως κάτι αρκετά κοντά στη λογοτεχνία, σε αντίθεση με μένα, που βλέπω στο λογοτεχνίζειν ένα αναγκαίο μέσο για να εκφέρεις πράγματα που ανήκουν στον ατόφιο στοχασμό.

Τέλος πάντων, για το blog κάνω κι εγώ το προσωπικό μου κοσκίνισμα από τα όσα δημοσίευσα μέσα στα χρόνια. Και για αναδημοσίευση από τις δισκοκριτικές στέκομαι στο κείμενο για τον «Αόρατο Άνθρωπο» (2010), που πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και ακολουθεί κάτωθι –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το promo υλικό της εποχής που διατέθηκε στον Τύπο


Έχω σχεδόν καταλήξει ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα των σύγχρονων Ελλήνων δημιουργών –ακόμα και των αντικειμενικά πιο άξιων– είναι η στασιμότητα και η τεμπελιά. Το παλεύουν, αποκτούν στίγμα, το φτάνουν κάπου και μετά βάζουν το καρμπόν, βγάζοντάς τη με ατέλειωτες παραλλαγές. Παράλληλα, γίνεται ολοένα και πιο εμφανές ότι δεν ακούνε πια μουσική. Με την έννοια ότι δεν παρακολουθούν την εγχώρια και διεθνή δισκογραφία παρά αποσπασματικά και βάσει εμμονών. Αφορά και τους κριτικούς αυτό, αλλά ας μην το πιάσουμε τώρα.

Γράφω τα παραπάνω ώστε να εξαιρέσω τον Φοίβο Δεληβοριά, επαινώντας τον για το γενναίο βήμα προς τα μπροστά που πραγματοποιεί με τον Αόρατο Άνθρωπο. Θυμάμαι τις μέρες του Έξω, όταν είχα εμπλακεί σε ατέλειωτες συζητήσεις με ανθρώπους που ισχυρίζονταν ότι ήταν το «χειρότερό του», υπερασπιζόμενος τα 4 αστέρια με τα οποία το είχα αξιολογήσει. Εκ των υστέρων κρίνοντας, υπήρξα υπερβολικός. Όχι γιατί δεν ήταν καλό άλμπουμ –αυτό δεν το συζητάω. Αλλά γιατί είχα μάλλον αξιολογήσει περισσότερο την ανάγκη του Δεληβοριά να δοκιμάσει νέους τρόπους έκφρασης και να φανταστεί τον εαυτό του κάπως αλλιώς, παρά το υλικό. Την ένιωθα, δηλαδή, να κοχλάζει κάτω από τα τραγούδια και να προσπαθεί να υπερβεί τα ηχητικά όρια (τα δικά του όρια) και πολύ μου άρεσε ως καλλιτεχνική στάση.

Στον Αόρατο Άνθρωπο, όμως, η επιδιωκόμενη υπέρβαση οργανώνεται καλύτερα και πιο ευφάνταστα. Τα νέα «σύνορα» χαράζονται με σταθερότερο χέρι κι έτσι ακούμε τραγούδια με μεγαλύτερη δυναμική από εκείνα του Έξω, με περισσότερα δηλαδή εχέγγυα απέναντι στη λαίλαπα του χρόνου. Εδώ αρμόζουν λοιπόν τα 4 αστέρια. Στον δίσκο που βάζει τον Δεληβοριά στη λίγκα όσων φτασμένων δημιουργών συνεχίζουν να ανησυχούν για το πού μπορεί να πάει η μουσική τους στον 21ο αιώνα.  

Ο Αόρατος Άνθρωπος αποτελεί σημαντικό άλμπουμ όχι μόνο γιατί βρίσκει τον δημιουργό του να προχωρά, αλλά και γιατί έχει να δώσει κάτι στο σήμερα του μουσικού γίγνεσθαι. Πρόκειται για δουλειά που εγείρει ερωτήματα και αμφισβητεί το δεδομένο της ηλεκτρικής φόρμας των τραγουδοποιών, επιδεικνύοντας μάλιστα τόλμη την οποία δεν συναντάς ούτε σε περιπτώσεις πολυδιαφημισμένων, εσχάτως, singer-songwriters του εξωτερικού. Έχει, για παράδειγμα, περισσότερα να πει από τον Get Well Soon ή από όσους ενδοσκοπικούς τροβαδούρους βιάζεται να αποθεώσει η κριτική στη βάση (συνήθως) μιας κουτσής κιθάρας κι ενός ιδιοσυγκρασιακού λυγμού.

Δεν θέλω να κάνω λόγο για «πειραματισμό», γιατί η έννοια πολυφορέθηκε, δεν περιγράφει πλέον τίποτα και –αφότου έγιναν ακόμα και οι Einstürzende Neubauten ποπ– είναι πολύ συζητήσιμο το αν μια τέτοια ταμπέλα συνεχίζει να ταυτίζεται με την πρωτοπορία και με την καινοτομία. Δεν αποτελεί πρωτοπορία να ακούς theremin, μουσικά πριόνια και στυλόφωνα σε έναν δίσκο, ούτε συνιστά καινοτομία επειδή δεν τα ακούγαμε ως τώρα σε δίσκους εγχώριων τραγουδοποιών. Θέλω να είμαι ξεκάθαρος σε αυτό. Τέτοια πράγματα τα νομίζουν άνθρωποι με φτωχό ορίζοντα μουσικών αναφορών, οι οποίοι δεν ακούνε παρά μόνο τον κλασικό συνδυασμό κιθάρα/μπάσο/τύμπανα και όλα τα υπόλοιπα τους φαίνονται διανοουμενίστικα.

Σημασία για την περίπτωσή μας έχει ότι στο νέο άλμπουμ τα παραπάνω στοιχεία επιστρατεύονται όχι για να κοσμήσουν τον ήχο του Δεληβοριά ως εξωτικά μπιζού, μα για να τον ανατρέψουν και –συνειδητά– να του δώσουν ένα νέο εύρος. Στόχος που επιτυγχάνεται όχι μόνο χάρη στις συνθέσεις, μα και χάρη στις θαυμάσιες ενορχηστρώσεις και στη λογική της παραγωγής. Η ηλεκτρονική ένδυση της "Αμφιβολίας", το "Bolero" και το "Μηδέν Εισερχόμενα" αποτελούν γερά παραδείγματα, ενώ το "Θα 'Θελα Να 'Μουνα Εκεί", το "Ωροσκόπιο" (με τη φωνή της Αρλέτας), το "Χωρίς" και το "Καταφύγιο" δείχνουν την άλλη πλευρά της δουλειάς –τον πιο γνώριμο τραγουδοποιό, ο οποίος, όμως, αν και οικείος, γράφει και ερμηνεύει λίγο διαφορετικά: με μια καινούρια ωριμότητα.

Ο Αόρατος Άνθρωπος του Φοίβου Δεληβοριά και μερικοί ακόμα δίσκοι που το κοινό ίσως ανακαλύψει αργότερα συνιστούν όχι μόνο το σήμερα του ελληνικού τραγουδιού, μα και το πιο ευδιάκριτο παράθυρο προς το αύριο που άνοιξε κατά την τελευταία δεκαετία. Να με συγχωρούν οι αγγλόφωνοι δημιουργοί μας, αρκετοί εκ των οποίων έχουν πράγματι καταθέσει αξιόλογες ως και πολύ καλές δουλειές. Όμως ακόμα εκκρεμεί εκ μέρους τους μια κατάθεση ανάλογης βαρύτητας με όσα περιγράφω παραπάνω. Η οποία να μην παίρνει δηλαδή τα εύσημα μόνο γιατί δάμασε επιτυχώς τα Δυτικά πρότυπα και προχώρησε σε δημιουργική αφομοίωση, μα να μπορεί να θέσει και ερωτήματα χωρίς, παράλληλα, να απεμπολεί τον μαζικό, ραδιοφωνικό της χαρακτήρα.



14 Οκτωβρίου 2023

Αλίκη Καγιαλόγλου - ανταπόκριση (2008)


Οκτώβριος 2008, 15 χρόνια πριν. Τρελή Παρασκευή, τότε, μα τα βήματα της βραδιάς εκείνης με οδήγησαν στο Ηρώδειο, καθώς ήμουν αποφασισμένος (διαβάζω, δεν θυμάμαι) να μη χάσω τη συναυλία που θα έδινε εκεί η Αλίκη Καγιαλόγλου.

Οι εντυπώσεις έγιναν έπειτα ένα κείμενο ανταπόκρισης, το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis Greek (που ακόμα ήταν ανεξάρτητη του Avopolis υπο-ιστοσελίδα) και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη μεγάλη δεξαμενή του ίντερνετ


Ήταν μια τρελή Παρασκευή και κανονικά θα έπρεπε ίσως να μαζευτώ λίγο σπίτι μου και να αράξω, φεύγοντας από το γραφείο. Όμως ήμουν αποφασισμένος να μη χάσω την Αλίκη Καγιαλόγλου, γνωρίζοντας όχι μόνο την αξία της φωνής της, αλλά και το ότι σίγουρα είχε κάποιον καλό λόγο για να πραγματοποιήσει μια ζωντανή εμφάνιση. Δεν έπεσα έξω στην εκτίμησή μου και παρότι ήταν μάλλον μια περίσταση με αρκετούς ...αυτοσχεδιασμούς, χάρηκα για το ότι βρέθηκα στο Ηρώδειο και την παρακολούθησα. Άλλωστε η απροσδόκητα ζεστή βραδιά –με λίγα μόνο σύννεφα να μας θυμίζουν την πραγματικότητα του φθινοπώρου– προσφερόταν για μια υπαίθρια συναυλία.

Η Αλίκη Καγιαλόγλου είναι από τις αδικημένες καλλιτέχνιδες σε τούτον 'δω τον τόπο. Μετά τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι τα πράγματα έγιναν αρκετά δύσκολα για αυτήν και, για λόγους που δεν γνωρίζω, περιθωριοποιήθηκε δισκογραφικά. Μια τόσο άξια φωνή, με τέτοιον ερμηνευτικό πλούτο, βρίσκεται λοιπόν στο περιθώριο, ενώ σταδιοδρομεί και προβάλλεται ο κάθε άσχετος –δεν το λέω με καμία ρομαντική διάθεση περί παλιών καλών ημερών, αλλά με τον στυγνό ρεαλισμό του τι κυκλοφορεί εκεί έξω και «σπρώχνεται», πραγματικότητα την οποία γνωρίζουμε από πρώτο χέρι στον Τύπο. 

Με τα δεδομένα αυτά, η προσέλευση του κόσμου στο Ηρώδειο ήταν πολύ ικανοποιητική, έστω κι αν παρουσιάστηκε η γνωστή εικόνα κυριαρχίας της μέσης ηλικίας, με δαχτυλοδειχτούμενες τις νεαρές παρουσίες. Ιδιαίτερη αίσθηση, μάλιστα, προξένησε η παρουσία αρκετών Απωανατολιτών στο μπροστινό μέρος του κεντρικού διαζώματος –πιθανολογώ Γιαπωνέζων. Είδα και μια γειτόνισσά μου, μεγάλη σε ηλικία και δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ για τη σημασία του γεγονότος πως, τόσα χρόνια γείτονες, ποτέ δεν είπαμε κάτι σχετικό με μουσική... Αίσθηση, πάντως, προκάλεσε και η προσέλευση μιας γριούλας σε αμαξίδιο, λεπτομέρεια την οποία πρέπει να συγκρατήσετε, γιατί έχει σημασία. 

Η συναυλία ήταν ένα ταξίδι στους προσωπικούς μύθους της Αλίκης Καγιαλόγλου, σε όλα εκείνα δηλαδή που τη διαμόρφωσαν και την καθόρισαν. Μπήκε στη σκηνή τραγουδώντας μας a cappella το γνωστό νανούρισμα "Κοιμήσου Και Παράγγειλα", λέγοντάς μας κατόπιν πόσα χρωστούσε στη γιαγιά της, η οποία έψελνε υπέροχα, στη σινεφίλ θεία της και στη μητέρα της, που διαρκώς χόρευε και τραγουδούσε. Το τερέν όλων αυτών των ανθρώπων ήταν η Σμύρνη –η ελληνική πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όχι το σημερινό Ιζμίρ– και από εκεί ξεκίναγε το ξετύλιγμα του κουβαριού. Κι εκεί πήγαμε κατόπιν και τραγουδιστικά, ακούγοντας το δοξασμένο "Δεν Σε Θέλω Πια", καθώς και μια υποδειγματική εκτέλεση στο δημοτικό "Ένα Τρεχαντηράκι", περνώντας κατόπιν σε ισπανικά τραγούδια: μη σας φανεί  παράλογο άλμα, οι Εβραίοι της Σμύρνης ήταν ισπανόφωνοι. 

Μέσω της δικής τους κληρονομιάς, έπειτα, στήθηκε η «γέφυρα» προς τους επόμενους μύθους της Καγιαλόγλου: τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, τον Ástor Piazzolla και την ποίηση της Alfonsina Storni, με το τραγούδι που είπε για τη μεγάλη αυτή Αργεντινή ποιήτρια να καταγράφεται ως μία από τις πιο μαγευτικές στιγμές της συναυλίας. Ύστερα, από τη Λατινική Αμερική γυρίσαμε πίσω στην Ελλάδα και μέσω Νικηφόρου Βρεττάκου και Γιάννη Ρίτσου φτάσαμε στον Μίκη Θεοδωράκη, με την Καγιαλόγλου να θυμάται το νανούρισμα με το οποίο μπήκε στη δισκογραφία ("Κοιμήσου Αγγελούδι Μου") και να θυμίζει και σε μας αποσπάσματα από τον «Επιτάφιο». 

Ήταν, όμως, ώρα για ένα διάλειμμα, στο οποίο μας κράτησε συντροφιά η κόρη της ερμηνεύτριας, Ελένη Λυδία Σταμέλλου, η οποία μπήκε με το "I Feel Pretty" (από το West Side Story), τραβώντας αμέσως την προσοχή του κοινού. Με αστραφτερό χαμόγελο και με άνεση στη σκηνή, η σοπράνο απέδειξε πως διαθέτει όμορφη φωνή, εκπαιδευμένη και με ικανότητες έκφρασης, που μάλλον, όμως, χρειάζονται λίγο περισσότερο «χώρο» στις ερμηνείες της, όπως έδειξε λ.χ. η εκτέλεσή της στο "I Could Have Danced All Night" (από το Ωραία Μου Κυρία). Μόνη ένσταση, ότι τραγούδησε αρκετά, «σπάζοντας» τη συνοχή του προγράμματος της μητέρας της: δεν αμφιβάλλω πως η ίδια αποτελεί τον μεγαλύτερο ίσως «μύθο» της Καγιαλόγλου, δεν ξέρω όμως κατά πόσο σχετίζονται με την πορεία της τελευταίας τα τραγούδια που επέλεξε να μας πει. 

Στο σκοτάδι του πίσω μέρους του Ηρωδείου, πάντως, μπορούσα να διακρίνω την Καγιαλόγλου να παρακολουθεί με συγκίνηση την κόρη της, μέχρις ότου έφτασε η στιγμή της επιστροφής της στη σκηνή, συνοδευόμενη από τη νέα τραγουδοποιό (μα και μεταφράστρια, θεατρική συγγραφέα και ηθοποιό) Δανάη Παναγιωτοπούλου. Μια γοητευτική παρουσία, η οποία έκατσε δίπλα της στην κιθάρα και μπορώ να πω ότι της «έκλεψε» για λίγο την παράσταση όταν τραγούδησε (συνοδεία της Καγιαλόγλου) τη "Λήθη" από τον προσωπικό της δίσκο Οίκος Αντοχής, φέρνοντας έναν πιο «rock» αέρα στο Ηρώδειο, αλλά και μια διεθνή singer-songwriter αίσθηση. 

Για το τελευταίο μέρος του προγράμματος, τώρα, η Καγιαλόγλου έδειξε μια παράξενη βιασύνη να τελειώσει πιο γρήγορα από ό,τι αναμενόταν –παραπονέθηκε μάλιστα ότι κρύωνε. Έτσι, σινεμά, θέατρο, Μάνος Χατζιδάκις και τα πορτογαλικά fados ανακατεύτηκαν με ρυθμούς πιο γρήγορους από όσο αναμενόταν. Χαλάλι της, όμως, καθώς υπήρξε θαυμάσια σε κάθε της «στάση», είτε στον Ρόκο Και Τα Αδέρφια Του, είτε στην "Παναγία Των Πατησίων" και στη "Μπλανς Επιφανί", είτε στις Νύχτες της Mouraria. 

Για το φινάλε, δε, μας επεφύλασσε μια πολύ συγκινητική έκπληξη: η γριούλα που σας ανέφερα στην αρχή στο αναπηρικό αμαξίδιο δεν ήταν άλλη από τη μητέρα της ερμηνεύτριας, Μαρία Καγιαλόγλου, η οποία πήρε το μικρόφωνο και μας τραγούδησε, a cappella, ένα τραγούδι της Σμύρνης –εισπράττοντας θερμό και παρατεταμένο χειροκρότημα. Ένα άλλο απρόβλεπτο ήταν η βιαστική κάθοδος μιας (πολύ) ένθερμης θαυμάστριας, η οποία κόντεψε να βρεθεί στη σκηνή αν δεν τη σταματούσαν, απαιτώντας να τραγουδηθεί η "Αμοργός". Ευγενικά, η Καγιαλόγλου εξήγησε ότι η όλη παράσταση είχε άλλον χαρακτήρα, κάτι που σήμαινε πως θα έμεναν έξω τραγούδια που και η ίδια αγαπούσε πολύ. Έτσι κάναμε όλοι τη συμφωνία να μας πει τον "Κεμάλ" για encore και να μας καληνυχτίσει. 

Κλείνοντας, να σημειώσω την παρουσία της θαυμάσιας ορχήστρας που πλαισίωσε την Αλίκη Καγιαλόγλου –με προεξέχοντα τον Παντελή Δεσποτίδη στο βιολί. Να σημειώσω, επίσης, ότι, αν κι επρόκειτο για ένα προσωπικό ταξίδι της ερμηνεύτριας στο τραγούδι, η βραδιά κατέληξε σε μία από τις πιο όμορφες και πρωτότυπες συναυλίες τις οποίες παρακολούθησα φέτος. 



11 Οκτωβρίου 2023

Gravitysays_i - συνέντευξη (2007)


Οι Gravitysays_i, που φέτος γιορτάζουν αθόρυβα 20 χρόνια από την ίδρυσή τους, καταχωρήθηκαν στους ποιοτικότερους πρωταγωνιστές του εγχώριου πενταγράμμου κατά τη δεκαετία του 2010, χάρη στο άλμπουμ του 2011 «The Figures Of Enormous Grey And The Patterns Of Fraud» (δείτε κι εδώ). Όμως την πρώτη αίσθηση την είχαν κάνει ήδη πιο πριν, χάρη στο ντεμπούτο τους «The Roughest Sea» (2007).

Ήταν εκείνο, μάλιστα, που έδωσε αφορμή για την πρώτη μας συνάντηση και κουβέντα με τον Νίκο Ρέτσο και τον Μάνο Πατεράκη –συν τον Πλάτωνα Καπρίδη, που συμμετείχε τότε (και για μικρό διάστημα) ως μπασίστας. Η οποία έδωσε εν τέλει μια συνέντευξη, που πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με κάποιες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία είναι αρκετά μεταγενέστερη και προέρχεται από promo υλικό που διατέθηκε στον Τύπο


Πώς ξεκινάει η ιστορία σας;

Μάνος Πατεράκης: Με τον Νίκο παίζουμε μαζί γύρω στα 6 χρόνια. Πριν τους Gravitysays_i ήμασταν στους Cloudscape, ένα συγκρότημα κιθαριστικής pop. Εμφανιστήκαμε live σε πολλούς χώρους στην Αθήνα και κάναμε κι ένα single για το τελευταίο τεύχος που έβγαλε το «Fractal», καθώς και μια συμμετοχή σε ένα CD του Ποπ+Ροκ. Στην πορεία δημιουργήθηκε αρκετό ακόμα υλικό, οπότε μπήκαμε στο στούντιο για ηχογραφήσεις. Τότε ήρθε στον δρόμο μας ο Νίκος ο Τριανταφύλλου, που έχει τo Sonic Playground, με τον οποίον γνωριστήκαμε, γίναμε φίλοι –έγινε μάλιστα και ο ηχολήπτης μας– και μαζί του αρχίσαμε να συζητάμε το ενδεχόμενο ενός δίσκου.

Νίκος Ρέτσος: Στην πορεία, κατόπιν, προέκυψαν διάφορα προβλήματα και απανωτές αναβολές, εμείς όμως προτιμούσαμε τότε να είμαστε σε κάποια μικρή εταιρεία που θα ενδιαφερόταν για τη μουσική μας και δεν θα μας έβλεπε απλώς ως ένα ακόμα προϊόν. Τελικά η όλη ιστορία μας κούρασε πάρα πολύ και λόγω και άλλων συγκυριών, οδήγησε στη διάλυση των Cloudscape.

Μάνος: Πριν γίνει αυτό, όμως, είχαμε ήδη φτιάξει με τον Νίκο τους Gravitysays_i, ως side project. Και είχαμε ήδη δύο κομμάτια, το "Objects In Mirror Are Closer Than They Appear" και το "Gravity Says I". Και φτάσαμε τελικά στο The Roughest Sea, ένα άλμπουμ το οποίο επιμεληθήκαμε εξ ολοκλήρου: από την ηχογράφηση μέχρι το mastering και τα εξώφυλλα, είναι τελείως do-it-yourself. Φυσικά όλα αυτά πληρώθηκαν από μας.

Το artwork της δουλειάς είναι καταπληκτικό...

Πλάτωνας Καπρίδης: Κι εγώ ενθουσιάστηκα. Και συνήθως αποτελεί λίγο ρίσκο ένα ωραίο artwork, γιατί άμα μετά το περιεχόμενο δεν είναι καλό, γυρίζει εναντίον σου.

Νίκος: Ξέρεις, το artwork έχει κι αυτό μια μικρή μυθολογία πίσω του. Εμείς από την αρχή θέλαμε να έχει μια εικαστική προσέγγιση, να αντικατοπτρίζει αυτό το χειροποίητο και ζεστό της μουσικής μας και όχι να βασίζεται σε φωτογραφίες και σε γραφιστικά κόλπα.

Και πώς αποφασίσατε να ονομάσετε το σχήμα Gravitysays_i; Υπάρχει και για αυτό κάποια μικρή ιστορία;

Νίκος: Ήταν μια ιδέα του Μάνου. Ο Μάνος γενικά είναι ο εμπνευστής της εικόνας που βγάζει ο λόγος μας προς τα έξω.

Μάνος: Το Gravitysays_i περιγράφει όλη αυτή τη διαδικασία την οποία βιώσαμε δημιουργώντας το The Roughest Sea, της δυσκολίας των ανθρώπινων σχέσεων. Το πώς, ας πούμε, εμείς είχαμε πρόβλημα με τα άλλα παιδιά, τα οποία δεν μοιράζονταν το όνειρο της μουσικής όσο κι εμείς –όπως κι αυτά είχαν, ενδεχομένως, τα δικά τους προβλήματα μαζί μας. Κατευθυνόμαστε δηλαδή και στη διαμόρφωση των συναισθημάτων μας από παράγοντες εξωτερικούς. Και ο κατ' εξοχήν εξωτερικός παράγοντας επιρροής στις ζωές μας, για τον οποίον δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γιατί απλώς υπάρχει, είναι η βαρύτητα.

Πώς κερδίζετε αλήθεια τα απαραίτητα για να μπορείτε να κάνετε και τις μουσικές σας;

Πλάτωνας: Είμαστε και οι τρεις επαγγελματίες οργανοπαίχτες, οπότε μπορούμε να βγάλουμε χρήματα παίζοντας ως session μουσικοί. Παρά ταύτα, έχουμε φύγει από αυτή την κατάσταση, κάτι που έχει πολύ μεγάλη σημασία. Έχουμε δηλαδή τη δυνατότητα να παίξουμε κι αλλού, διαφορετικά πράγματα, αποτελεί όμως επιλογή μας να ασχολούμαστε με τα δικά μας. Δεν είναι ότι δεν μπορούμε και γι' αυτό μαζευόμαστε με την παρέα μας και κάνουμε ένα κολλάζ από όλα όσα θα θέλαμε να 'μασταν. Για τον σκοπό αυτόν, ακριβώς, εγώ σταμάτησα να παίζω ως session μουσικός κι έχω ανοίξει ένα DVD club. Άμα παίζεις με άλλους, δεν ξέρω γιατί, καταλήγεις ούτε όσον χρόνο χρειάζεται να 'χεις, μα ούτε και διάθεση για κάτι πιο δικό σου.

Νίκος: Εγώ μέχρι πρότινος είχα ένα γκρουπάκι με το οποίο παίζαμε disco και διασκευές σε πάρτι και εκδηλώσεις. Πλέον, βγάζω τα απαραίτητα ως DJ.

Μάνος: Εγώ πάλι, όταν δεν κάνουμε πρόβες, είμαι υπερήρωας! (γέλια) Πέρα από την πλάκα, δουλεύω σαν ηχολήπτης, για έναν ραδιοφωνικό σταθμό.

Πώς έγινε τελικά και βρέθηκε το The Roughest Sea στον Σείριο;

Μάνος: Όταν τελικά είδαμε ότι δεν μπορούσαμε να ολοκληρώσουμε κάτι με τη Sonic Playground, αρχίσαμε να ψάχνουμε αλλού. Για έναν περίπου χρόνο ψάχναμε, άλλοτε μιλώντας με ανθρώπους από μεγάλες εταιρείες –οι οποίοι υποτίθεται πως ενδιαφέρονταν για εμάς και ούτε το όνομά μας δεν έλεγαν σωστά– και άλλοτε διαπραγματευόμενοι με μικρές εταιρείες, γύρω από τις οποίες διαδραματίζονταν περίεργες ιστορίες. Όπως ας πούμε με μια γνωστή ανεξάρτητη, που ανακαλύψαμε ότι ουσιαστικά αποτελεί παράρτημα μιας ...βιοτεχνίας με μπουφάν! Ούτε καν ερασιτεχνισμός, δηλαδή. 

Στο όλο τρέξιμο πέρασα και από τον Σείριο κι άφησα ένα CD σε μια θυρίδα. Πέρασαν κατόπιν αρκετοί μήνες, 8 αν θυμάμαι καλά, και ήμασταν πλέον σε μια φάση όπου είχαμε τελειώσει και την κοπή και ετοιμαζόμασταν να αναθέσουμε τη διανομή στην Play Our Music από το Κιλκίς –μάλιστα, είχαμε πάει και αυθημερόν εκεί για να γνωριστούμε με τα παιδιά τα οποία την τρέχουν. Και τότε παίρνει τηλέφωνο ο Γιώργος Χατζιδάκις και μας λέει να το βγάλουμε στον Σείριο.

Νίκος: Μας κολάκευε να βγει το CD μας στον Σείριο. Όχι μόνο γιατί είναι συνδεδεμένος με το όνομα του Μάνου Χατζιδάκι, αλλά γιατί ξέρουμε ότι είναι μια εταιρεία που δεν την ενδιαφέρει το μάρκετινγκ και έχει μια ιδεολογία σαν και τη δική μας γύρω από τη μουσική.

Παρακολουθείτε αλήθεια τι γίνεται δισκογραφικά στην Ελλάδα;

Μάνος: Κι εγώ και όλοι μας ακούμε πολύ και ασχολούμαστε, κυρίως μπαίνοντας στο MySpace.

Νίκος: Δεν θεωρούμε όμως ότι ανήκουμε και πολύ στην αγγλόφωνη ελληνική σκηνή.

Γιατί νιώθετε πως δεν ανήκετε στη σκηνή;

Νίκος: Γιατί βλέπουμε ανθρώπους στη σκηνή με κάποιον σκοπό, όχι με κάτι μέσα τους που να θέλουν να το βγάλουν και αν δεν το κάνουν, θα σκάσουν. Υπάρχει ένα κλίμα ότι αφού είμαι μούρη, αφού το έχω και λίγο και έχω αντιγράψει και κάποιους ξένους στο πώς τραγουδάνε, βγαίνω να κάνω ένα συγκρότημα. Με την ασφάλεια του ότι, αφού αυτό που κάνω το έχει κάνει και κάποιος άλλος, ας το κάνω κι εγώ στην Ελλάδα. Έχει μεγάλη σημασία το κίνητρο.

Μάνος: Εμείς δεν θέλουμε να πουλήσουμε τη μούρη μας σε κάποιο εξώφυλλο, ούτε να πάρουμε πόζα με την κιθάρα την ώρα που θα μας λούζει ο προβολέας, για να μας βγάλουν φωτογραφία. Δεν είναι πάντως πως δεν βλέπουμε και κάτι να συμβαίνει στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Οπωσδήποτε βγαίνουν και δουλειές οι οποίες αξίζουν και ως ακροατές έχουμε εντοπίσει μπάντες οι οποίες μας αρέσουν. Θα αναφέρω για παράδειγμα τους Modrec, που είναι άψογοι μουσικοί, τους No Clear Mind από τα Χανιά, τους 2L8 από τη Βέροια ή τους J. Allen.

Νίκος: Κι εμένα μου αρέσουν πολύ οι Marsheaux, υποστηρίζουν πολύ καλά αυτό το ρομαντικό 1980s στοιχείο, με όμορφες μελωδίες.

Σε ποιους καλλιτέχνες θα εντοπίζατε τις μουσικές σας επιρροές;

Νίκος: Εμένα το αγαπημένο μου συγκρότημα είναι οι Pink Floyd. Και αμέσως μετά θα έβαζα τον Μάνο Χατζιδάκι. Μεγάλη μου επιρροή είναι επίσης και ο David Sylvian. Από εκεί και πέρα θα έβαζα οπωσδήποτε τη Λένα Πλάτωνος, τον Philip Glass και τη Björk.

Πλάτωνας: Beatles οπωσδήποτε και μετά γίνεται χαμός. Έχω πάθει πλάκα και με έναν δίσκο των Hood τα τελευταία χρόνια και με Marvin Gaye και με Stevie Wonder. Χάος.

Μάνος: Εγώ έχω ως αγαπημένο μου γκρουπ τους Dead Moon. Ειδικά στους παλιότερους δίσκους τους, γιατί μετά κάνανε και κάτι άλμπουμ που ήταν λίγο για πέταμα.



10 Οκτωβρίου 2023

Lüüp - συνέντευξη (2011)


Εμβριθής φλαουτίστας μα και άνθρωπος που ακούει πολλές και διαφορετικές μουσικές, ο Στέλιος Ρωμαλιάδης ξεχώρισε κατά την τελευταία 15ετία (πάνω-κάτω) ως δημιουργικό επίκεντρο της κολεκτίβας Lüüp, η οποία μας χάρισε ουκ ολίγους ωραίους δίσκους.

Φέτος τον Νοέμβρη, μάλιστα, έμαθα ότι θα δραστηριοποιηθεί και ως καθηγητής στο «Ωδείο Φίλιππος Νάκας», σε έναν κύκλο εργαστηρίων δημιουργικής και βιωματικής προσέγγισης στη σύνθεση σύγχρονης μουσικής, με πεδίο εκείνο το φάσμα που αναγνωρίζουμε ως «πειραματισμό» (ό,τι, λίγο-πολύ, αντιστοιχεί στον διεθνή όρο «experimental», δηλαδή).

Με αυτή την αφορμή, λοιπόν, το blog δημοσιεύει για πρώτη φορά στο ίντερνετ μια κουβέντα μας από τον Ιούλιο του 2011, όταν οι Lüüp είχαν βγάλει το δεύτερό τους άλμπουμ «Meadow Rituals». Είχε πρωτοδημοσιευτεί, εκείνη την εποχή, στις σελίδες του περιοδικού Ήχος, αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης μετατροπές.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό που διατέθηκε για το δημοσίευμα


Παίρνω λαβή από το «ritual» του νέου σας άλμπουμ, Meadow Rituals, αλλά και από το εξώφυλλο: υπάρχει μια κεντρική ιδέα σχετική με κάποια ιεροτελεστία και με τη σχέση Ανθρώπου-Φύσης;

Το υλικό του Meadow Rituals μου έδινε από την αρχή την εντύπωση μιας ιεροτελεστίας. Μιας ιεροτελεστίας της φύσης, ιδωμένης από τον άνθρωπο. Μιας ιεροτελεστίας εσωτερικής, όμως: μιας διεργασίας κρυμμένης, που ο άνθρωπος θα ψάξει να ερμηνεύσει για να βρει ποια η σχέση του με τη φύση. Οι άνθρωποι, άλλωστε, πάντα ερμήνευαν, γιόρταζαν και απέδιδαν τιμές στη φύση, μέσω ιεροτελεστιών. Νιώθω ότι μέσα της κρύβονται οι απαντήσεις στις ερωτήσεις των ανθρώπων. Και στη φύση μπορώ επίσης να διακρίνω καθαρά στοιχεία πνευματικότητας, θείας ύπαρξης. 

Στο Meadow Rituals υπάρχει λοιπόν μια ακούσια προσπάθεια για μια μουσική αφήγηση αυτής της σχέσης ανθρώπου-φύσης μέσω της Ιεροτελεστίας. Βέβαια, πιστεύω γενικά ότι ο Σκοπός της Μουσικής είναι η ίδια η Μουσική και όχι κάτι εξωμουσικό, όπως η «αφήγηση/περιγραφή». Απλά, ίσως, προσωπικά, να μου δίνει μια εντύπωση αφήγησης. 

Μετράω δύο στα δύο, όσον αφορά στις διεθνείς εκδόσεις: το ντεμπούτο σας Distress Signal Code βγήκε στη γαλλική Musea (2008), ο καινούριος δίσκος μας έρχεται από την αμερικάνικη Experimedia. Έχει να κάνει με το ότι η κολεκτίβα των Lüüp είναι ένα διεθνές σχήμα; Ή έχει να κάνει με τη δική σας θέληση να μη μπλέξετε με τις εγχώριες δισκογραφικές;

Περισσότερο έχει να κάνει με το ότι οι Lüüp είναι ένα διεθνές πρότζεκτ, με μουσικούς από διάφορες χώρες (και στο μέλλον θέλω να υπάρξουν κι άλλοι μουσικοί). Και σαν τέτοιο, μια κυκλοφορία μόνο εντός των ελληνικών συνόρων θα ήταν άδικη. Δεν γνωρίζω, άλλωστε, καμιά ελληνική δισκογραφική η οποία να έχει διανομή και δίκτυο στο εξωτερικό... 

Τι αγαπάς ιδιαίτερα ως ακροατής; Υπάρχουν συγκεκριμένες τάσεις στη δισκοθήκη σου ή να τη φανταστούμε πολυσυλλεκτική; 

Προσπαθώ συνέχεια να ενημερώνομαι για νέα άλμπουμ και να παρατηρώ τον ήχο της εποχής μας, όσο και να μαθαίνω τη μουσική παλαιότερων περιόδων. Έχω, πάντως, μια αδυναμία προς τη μουσική του 20ύ αιώνα (Stravinsky, Σκαλκώτα, Prokofiev, Bartok, Webern κ.ά.), στη νεο-φολκ σκανδιναβική σκηνή των Jenny Hval, Lisa Isaksson, Promise & The Monster κλπ., στις σύγχρονες minimal ambient ηχητικές απολήξεις των Arve Henriksen και David Sylvian, καθώς και στο κλασικότροπο πρόσωπο του προοδευτικού ροκ (King Crimson, Van Der Graaf Generator, Univers Zero, Aranis, Magma κ.ά.).

Αν και είσαι φλαουτίστας, πέρα από δημιουργός των όσων ακούμε υπό τους Lüüp, στο Meadow Rituals ακούμε λιγότερο φλάουτο συγκριτικά με το ντεμπούτο σας. Γιατί; 

Αυτό έγινε συνειδητά, με ενδιαφέρει να ψάχνω νέα προσέγγιση στο υλικό, να μην επαναλαμβάνομαι. Ταυτόχρονα, αντιπαθώ συνήθως τα άλμπουμ που κυκλοφορούν από σολίστες και χρησιμοποιούν τη μουσική σαν ένα υπόβαθρο για να έχουν χώρο να σολάρουν. Ο σκοπός είναι η μουσική και όχι η προβολή κάποιου οργάνου... 

Φυσικά έχει σημασία ο προσωπικός ήχος του κάθε μουσικού, αλλά θα πρέπει ο μουσικός αυτός να έχει το θάρρος και την αυτογνωσία να τον υποβάλλει στη σύνθεση: να κρίνει, δηλαδή, αν η μουσική ζητάει τον ρόλο του (και πού) και όχι ο ρόλος του να φτιάχνει τη μουσική. Έστω κι αν αυτό σημαίνει την πλήρη απουσία του σε μέρη της σύνθεσης ή και σε ολόκληρη τη σύνθεση. Το εναρκτήριο κομμάτι του Meadow Rituals δεν έχει φλάουτο από εμένα κι αποτελεί και κάτι σαν δήλωση αυτό. 

Επίσης, και πάλι συγκρίνοντας το νέο άλμπουμ με το Distress Signal Code, οι ενορχηστρώσεις σας σπρώχνουν προς μια νεοκλασική κατεύθυνση, ενώ περιορίζεται ο ρόλος του αυτοσχεδιασμού –για να μην πω ότι «υποτάσσεται» πλέον στη σύνθεση. Τι υπαγόρευσε μια τέτοια αλλαγή πλεύσης;

Με ενδιαφέρει ο ήχος των κλασικών οργάνων και οι άπειρες δυνατότητες που σου δίνονται με μια τέτοια ενορχήστρωση. Ο αυτοσχεδιασμός είναι μια ενστικτώδης συνθετική διαδικασία, ουσιαστικά με τον αυτοσχεδιασμό συνθέτεις, απλά δεν φιλτράρεις το υλικό που βρίσκεις, αντιδράς σε αυτό. Με τη σύνθεση, όμως, το υλικό (το οποίο ίσως να ανακαλύπτεις και αυτοσχεδιαστικά) το επεξεργάζεσαι, το σκηνοθετείς, το αντιμετωπίζεις από διαφορετική σκοπιά. Γενικά έχεις μεγαλύτερο έλεγχο ώστε να πετύχεις αυτό που θέλεις. Δεν θεωρώ ότι ένας μουσικός πρέπει να λειτουργεί με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο. Και τα δύο είναι εξίσου σημαντικά.

Στις επίσημες φωτογραφίες για το Meadow Rituals φλερτάρετε στιλιστικά με τη ντόπια παράδοση. Πόσο σας απασχολεί και υπό ποιο πρίσμα; 

Με την ελληνική μουσική παράδοση δεν έχω ασχοληθεί, αν και θα με ενδιέφερε μια διαφορετική προσέγγισή της. Προς την κατεύθυνση λ.χ. την οποία μας έδειξε ο μεγάλος Νίκος Σκαλκώτας. 

Πώς συντονίζονται όλοι όσοι αποτελούν τους Lüüp; Υπάρχει κάποιο πλάνο εργασίας, εκπορευόμενο από σένα; 

Στο Meadow Rituals κάποιες συνθέσεις είναι δικές μου και κάποιες γράφτηκαν μαζί με άλλους μουσικούς (Lisa Isaksson, Λευτέρη Μουμτζή, Γιώργο Βαρουτά, Andria Degens). Με τους μουσικούς από άλλες χώρες υπάρχει το πρόβλημα της απόστασης, αλλά από πριν γνώριζα ότι έχουμε μια κοινή αισθητική. Υπάρχει λοιπόν ένα επίπεδο κατανόησης, χωρίς να χρειάζεται να εξηγηθούν πολλά πράγματα. Νιώθω πολύ τυχερός που είχα όλους αυτούς τους συνεργάτες στο άλμπουμ και είναι μεγάλη μου τιμή! Η συνεργασία επίσης με τον παραγωγό Αλέξιο Μπόλπαση αποδείχθηκε πολύτιμη.

Είσαι ευχαριστημένος από την ως τώρα απήχηση του άλμπουμ; Ποιο είναι το κλίμα υποδοχής του στο εξωτερικό; 

Περισσότερο από όσο περίμενα! Οι κριτικές είναι πολύ καλές και η Experimedia με ενημερώνει κι αυτή για την ικανοποίησή της από την υποδοχή μέχρι τώρα. Επίσης ευχάριστη έκπληξη είναι και η μεγαλύτερη παρουσία σε ραδιοφωνικές εκπομπές (Rai 3 Ιταλίας, RNE 3 Ισπανίας, BCBradio Αγγλίας, BSRradio Rhode Island και άλλες).

Οργανωτικά –και οικονομικά– η φύση των Lüüp μάλλον αποτρέπει από το να σας δούμε κάποια στιγμή επί σκηνής. Έχετε κάνει σκέψεις για ζωντανή παρουσίαση της μουσικής σας, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό; 

Κάποια στιγμή θα γίνουν συναυλίες, απλά με μια μικρότερη σύνθεση μουσικών. Έχουν γίνει σκέψεις και συζητήσεις με υπεύθυνους και για το εξωτερικό, είναι κάτι που βλέπουμε για τον φετινό χειμώνα.

Ποιος είναι ο Στέλιος Ρωμαλιάδης όταν δεν καταγίνεται με τους Lüüp; Πώς να σε φανταστεί ένας ακροατής σου στην καθημερινότητα; 

Θα με βρείτε είτε να διαμαρτύρομαι (όπως όλος ο κόσμος) ενάντια στον οικονομικό πόλεμο που έχει ξεσπάσει σε παγκόσμιο επίπεδο, είτε να εκτελώ τοπογραφικές εργασίες, είτε να ακούω μουσική, είτε να παρακoλουθώ την ταινία «Τα Σαγόνια του Καρχαρία» πίνοντας μπράντι βερίκοκο.



09 Οκτωβρίου 2023

Τάσος Ρωσόπουλος - συνέντευξη (2008)


Μια συνέντευξη με τον Τάσο Ρωσόπουλο, με αφορμή το άλμπουμ του 2008 «Να Υποθέτω Τη Ματιά».

Πρωτοδημοσιεύτηκε εκείνα τα χρόνια στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό που διατέθηκε τότε στον Τύπο


«Να Υποθέτω Τη Ματιά», λοιπόν… Τι διαφορές θα έλεγες πως έχει αυτός ο δεύτερος δίσκος, από το ντεμπούτο σου;

Το πρώτο άλμπουμ (2006) ήταν μια προσπάθεια με τον Γιώργο Κοροπούλη να δούμε αν ένα βιβλίο μπορούσε να προεκταθεί σε δίσκο. Η «Μέθοδος Των Τριών», λοιπόν, δεν ήταν ένα τυπικό CD, ήταν περισσότερο μια έκδοση βιβλίου με το CD να αποτελεί το τελευταίο, άυλο κεφάλαιό του. Ενώ το «Να Υποθέτω Τη Ματιά» είναι μια αμιγώς μουσική δουλειά. 

Το υλικό, βέβαια, είναι διαφορετικό, όπως διαφορετικός είναι και ο τρόπος με τον οποίον το χειρίστηκα. Αφορμή στάθηκε εδώ μια ιδέα που πήρα από το βιβλίο του Ενρί Καρτιέ Μπρεσόν «Η Αποφασιστική Στιγμή». Ο Μπρεσόν περιγράφει ως αποφασιστική, κατά τη διάρκεια της φωτογράφησης, τη στιγμή της ενεργοποίησης του κλείστρου. Και περιγράφει τις σκέψεις του λίγο πριν, τη στιγμή ακριβώς που κλείνει το διάφραγμα, αλλά και την εντύπωση που έχει από τη λήψη της φωτογραφίας στη συνέχεια. Από εκεί προέκυψε η διαμόρφωση του υλικού μου σε τρεις περιόδους. 

Βεβαίως, τίποτα από όλα αυτά δεν τα θεωρώ ως προϋπόθεση για την ακρόαση: είναι κάτι που βοηθάει εμένα, όσον αφορά τη φόρμα μιας δουλειάς. Επίσης, τα δύο τραγούδια που επέλεξα να έχω στο άλμπουμ –σε στίχους της Πέγκυς Στεφανίδου και με την ερμηνεία της Λουίζας Σοφιανοπούλου– δεν είχαν το άγχος να προτείνουν. Αντιθέτως, τοποθετήθηκαν με μια διάθεση αποφόρτισης και «διαλείμματος». Σαν να ξαναγεμίζεις, ας πούμε, την κούπα σου με καφέ. 

Δεν θυμάμαι πάντως να έχω συναντήσει άλλον ελληνικό δίσκο με μια τόσο άμεση σχέση, σε επίπεδο αφορμής, με την τέχνη της φωτογραφίας...

Αυτό το θεωρώ πολύ σημαντικό, γιατί γενικά προσπαθώ να έχω εξωμουσικά ερεθίσματα. Τέτοια ερεθίσματα είναι για μένα καθημερινά σε συχνότητα και μεγαλύτερης, θα έλεγα, έντασης από τα αμιγώς μουσικά. Ανάμεσα σε αυτά είναι βέβαια και η φωτογραφία, αν και με θεωρώ έναν «μη πολλά υποσχόμενο» ερασιτέχνη φωτογράφο. Από εκεί και πέρα, πιστεύω πολύ στους μετασχηματισμούς, στο πώς δηλαδή ένα ερέθισμα από μια οποιαδήποτε μορφή τέχνης μπορεί να αποτελέσει πρόκληση και να «μεταμορφωθεί» σε μουσική π.χ. σύνθεση.

Παράλληλα, εγκαινίασες και το δικό σου ανεξάρτητο label, τα 64 Millimetres, σε συνεργασία με τον Τάσο Μπακασιέτα. Γιατί πήρες μια τέτοια απόφαση;

Τα 64 Millimetres απηχούν κι αυτά μία ακόμα φωτογραφική εμπλοκή. Όταν ψάχναμε το όνομα, καταπιανόμουν πολύ με τα στερεοσκόπια, τον «παππού» ας πούμε του view master. 64 χιλιοστά, λοιπόν, είναι η απόσταση ανάμεσα στα δύο μάτια και πάνω σε αυτήν έχει βασιστεί η εξέλιξη των στερεοσκοπίων. 

Με τον Τάσο, τώρα, έχουμε δουλέψει πάρα πολύ μαζί –και σε δικές μας δουλειές και σε άλλων– κι έχουμε αναπτύξει έναν απόλυτα δημιουργικό τρόπο συνεργασίας και επικοινωνίας. Έτσι το label προέκυψε πολύ φυσικά, τόσο ως όχημα παραγωγής των όσων κάνουμε, όσο και ως ένας τρόπος να γίνουμε παρατηρητές και συμμέτοχοι σε ό,τι λέγεται δισκογραφία. Καλό είναι να κάνεις κι εσύ κάτι, στην πράξη, εφόσον δέχεσαι πως σε αφορά κάτι τέτοιο.

Αυτή η κίνηση αποτελεί συνάμα και μια δήλωση; Π.χ. θεωρείτε ίσως ότι άλλες δισκογραφικές εταιρείες δεν θα ενδιαφέρονταν να εκδώσουν τα όσα βγάζετε εσείς;

Επαφή έχω με όλες σχεδόν τις εταιρείες και δείγματα του «Να Υποθέτω Τη Ματιά» είχαν κατά καιρούς ακούσει διάφοροι άνθρωποι του χώρου. Επίσης δειγμάτισα σε αρκετές δισκογραφικές την άλλη παραγωγή των 64 Millimetres, το «Laceworks» με την Κορίνα Βουγιούκα και, όντως, ορισμένες στο εξωτερικό ενδιαφέρονταν να το εκδώσουν. Αλλά η διαδικασία προέκυπτε εξαιρετικά χρονοβόρα κι εγώ δεν μπορούσα να το δω ως έναν δίσκο «ζωής». Ώσπου να έβγαινε π.χ. σε έναν χρόνο από τώρα, εγώ θα μπορούσα να έχω φτιάξει ακόμα μία δουλειά. 

Ξέροντας επίσης τους προϋπολογισμούς τους, είμαι σίγουρος ότι δεν θα υποστηριζόταν επαρκώς. Εμείς, όμως, δεν έχουμε ανάγκη τους χιλιάδες δίσκους τους οποίους μπορεί να χρειάζεται να πουλήσει μια πολυεθνική, ώστε να βγάλει έναν ισολογισμό. Προσανατολιζόμαστε σε πιο ψύχραιμα μεγέθη, γι’ αυτό και πιο αντιμετωπίσιμα. Το label, βέβαια, σε αναγκάζει να κινείσαι μόνος σου. Πράγμα που σημαίνει κάποιο επιπλέον τρέξιμο. Από την άλλη, όμως, σου προσφέρει τον έλεγχο όλης της διαδικασίας. 

Τι είδους κοινό φαντάζεσαι ότι μπορεί να προσελκύσει ένας δίσκος σαν το «Να Υποθέτω Τη Ματιά»;

Το ζήτημα του κοινού έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Τις προάλλες αντάλλαξα, εντελώς τυχαία, ένα e-mail με μια 19χρονη κοπέλα, η οποία με γνώριζε μόνο από το τραγούδι που είχε τραγουδήσει η Ελευθερία Αρβανιτάκη στη «Μέθοδο Των Τριών» και το είχε ηχογραφήσει σε κασέτα από μια εκπομπή του Τρίτου Προγράμματος. Μου έγραψε, λοιπόν, ότι κάποια στιγμή χρειάστηκε να το ακούσει γύρω στις 15 φορές, ώστε να σταματήσει να κλαίει! Σίγουρα ακούγεται υπερβολικό αυτό, αλλά δείχνει ότι, ακόμα και για την πιο απροσδόκητη δουλειά σου, υπάρχει κοινό. Μπορεί να μην είναι πολυπληθές, είναι όμως υπαρκτό. Κι εσύ θα πρέπει να το βρεις, με κάποιον τρόπο. 

Σκέφτεσαι καθόλου το ενδεχόμενο ζωντανής παρουσίασης αυτού του υλικού; Γιατί μου δημιουργήθηκε η εντύπωση πως δεν θα είναι καθόλου εύκολο κάτι τέτοιο...

Πράγματι, κι εγώ έχω ένα πρόβλημα έτσι όπως το έχω στήσει, ειδικά εφόσον δεν διαθέτω κάποιο γκρουπ. Βέβαια, όλοι οι μουσικοί που συμμετείχαν στο άλμπουμ έπαιξαν εξαιρετικά, όμως δεν αποτελούν ένα σύνολο. Έτσι, είναι  δύσκολο να οργανώσω κάποιο live, αν και θα το ήθελα, κυρίως γιατί δεν μου αρέσει να εμφανιστώ με ένα laptop και πολλά προηχογραφημένα μέρη –θα μου δημιουργούσε αμηχανία κάτι τέτοιο. Σκέφτομαι για την ώρα διάφορους συνδυασμούς που ίσως καθιστούσαν εφικτή τη ζωντανή παρουσίαση του δίσκου, αλλά ακόμα δεν έχω καταλήξει κάπου. 

Ο ήχος του άλμπουμ «παίζει» με ποικίλες ηχητικές αναφορές, πηγαίνοντας άλλοτε προς την κλασική και την κινηματογραφική μουσική κι άλλοτε προς την ηλεκτρονική. Εσύ, ως δημιουργός, πού θα εντόπιζες τις κύριες επιρροές σου; 

Απόλυτες αναφορές δεν έχω. Προσπαθώ να βρίσκω τις πηγές ενδιαφέροντος οι οποίες και να με απορροφούν. Κατά καιρούς, λοιπόν, κάνω «μακροβούτια», δεν προσπαθώ δηλαδή να ακούω πολλά πράγματα, όσο να εξαντλώ τα όσα με ενδιαφέρουν. Δεν μου αρέσει το «όλα τ’ ακούω» ή το «τα κάνω όλα» –το βρίσκω αστείο, μη πρακτικό και δίχως βάθος. Ο κλασικός χώρος αποτελεί σίγουρα μια βασική επιρροή. Υπάρχουν εκεί πολλά πράγματα που θεωρώ σημαντικά, τα οποία έχουν αφήσει αποτύπωμα στη σκέψη μου.

Για την ηλεκτρονική μουσική της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, τι γνώμη έχεις;

Στη σύγχρονη ηλεκτρονική μουσική με φοβίζει η ευκολία με την οποία μπορεί να παράγεται ο ήχος σου. Πρέπει να γνωρίζεις πολύ καλά τόσο τις προθέσεις σου, όσο και τη φόρμα που επιθυμείς να έχεις. Ξεχωρίζω λοιπόν δουλειές που θα μπορούσαν να έχουν γίνει και με πρωτόγονα μέσα, γιατί, σε μια εποχή όπου μπορεί να δοθεί μεγάλη έμφαση στα «θαύματα» της παραγωγής, εκεί ακριβώς διακρίνεται η μουσικότητα μιας δημιουργίας. Είναι σημαντικό, για όποιον ακούσει σοβαρά ηλεκτρονική μουσική, να είναι σε θέση να καταλάβει πού υπάρχει μια ολοκληρωμένη σκέψη και πού η ευκολία της παραγωγής ξεπερνάει την ανάγκη για κάτι τέτοιο. Το πειραματικό έχει γίνει πια πολύ εύκολο και έχουμε ξεχάσει ότι, γενικά, δεν είναι όλα τα πειράματα ανακοινώσιμα...