08 Οκτωβρίου 2023

Absent Without Leave - συνέντευξη (2008)


Άνοιξη του 2008, λίγο πριν την επίσημη κυκλοφορία του άλμπουμ «Postcards From Nowhere», κάναμε μια κουβέντα με τον δημιουργό του Absent Without Leave –κατά κόσμον Γιώργο Μαστροκώστα.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε σαν συνέντευξη στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που δόθηκε ως promo στον Τύπο


Κάτω από την επωνυμία Absent Without Leave έχεις ήδη στο ενεργητικό σου έναν σημαντικό αριθμό κυκλοφοριών. Αφιερώνεις μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς σου στη μουσική; 

Γενικά, δεν πιστεύω ότι η δισκογραφία μου είναι τόσο μεγάλη όσο πολλοί θεωρούν. Ηχογραφώ από το 2001 και μέχρι τώρα οι προσωπικές μου κυκλοφορίες είναι δύο albums και δύο eps, ενώ έχω κάνει και τρεις split κυκλοφορίες. Ίσως την εντύπωση της τόσο μεγάλης δισκογραφίας να τη δίνουν οι πολλές συμμετοχές που έχω σε διάφορες συλλογές και το ότι κάποιες από τις κυκλοφορίες μου έγιναν σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα μεταξύ τους. 

Συνολικά, όλα αυτά τα χρόνια, τα κομμάτια μου που έχουν κυκλοφορήσει είναι γύρω στα τριάντα περίπου, αριθμός που δεν πιστεύω ότι είναι και τόσο μεγάλος. Η αλήθεια είναι ότι αφιερώνω αρκετό χρόνο στη μουσική –είτε σαν ακροατής, είτε παίζοντας– αλλά όχι τόσο όσο πραγματικά θα ήθελα, αφού υπάρχουν κι άλλες υποχρεώσεις στην καθημερινότητά μου. Προσπαθώ να παίζω όσο πιο συχνά μπορώ, όμως η αλήθεια είναι ότι ηχογραφώ σπανιότερα. Υπάρχουν κάποιες περίοδοι που μπορεί να περάσουν κι αρκετοί μήνες χωρίς να ηχογραφήσω κάτι νέο και κάποιες άλλες που μπορεί μέσα σε λίγο χρόνο να γράψω 3-4 νέα κομμάτια.
  
Πιστεύεις ότι το κοινό στην εποχή μας, έτσι όπως κατακλύζεται από όγκο πληροφοριών, «φοβάται» τους παραγωγικούς μουσικούς; Ή αυτό ασκεί και κάποια γοητεία;

Όπως σου είπα και προηγουμένως, δεν θεωρώ ότι είμαι από τους πολύ παραγωγικούς μουσικούς. Πραγματικά, όμως, στην εποχή μας το κοινό κατακλύζεται από όγκο πληροφοριών σε όλους τους τομείς, όπως και στον χώρο της μουσικής. Με αποτέλεσμα να μην έχει τον χρόνο να δώσει την απαραίτητη προσοχή στο κάθε τι που ακούει. Έχοντας αυτό σαν δεδομένο, καθώς επίσης και το ότι είναι εντελώς υποκειμενικό το τι «φοβίζει» ή γοητεύει τον κάθε ακροατή, θέλω να πιστεύω ότι εκείνο που τελικά παίζει τον σημαντικότερο ρόλο είναι η ποιότητα του υλικού το οποίο έχει ο κάθε καλλιτέχνης και όχι τόσο η ποσότητά του.

Το φετινό ΕΡ Resound ήταν μια περιπέτειά σου σε ηλεκτρονικά ηχοτοπία, σε αντίθεση με το Postcards From Nowhere, που ποντάρει σε κιθαριστικές μελωδίες, έχοντας μια Sigur Rós αύρα. Ποια είναι η γνώμη σου, ως δημιουργού αλλά και ως ακροατή, για ταμπέλες όπως το «post-rock» ή η «electronica»; 

Γενικότερα δεν είμαι υπέρ της ταμπέλας. Δεν μου αρέσει καθόλου να κατηγοριοποιώ τη μουσική του οποιουδήποτε καλλιτέχνη, αλλά ούτε και τη δική μου. Θεωρώ πολύ πιο ενδιαφέρον να αλλάζω τον ήχο μου σε κάθε κυκλοφορία, από το βάλω κάποιον περιορισμό στον εαυτό μου και να παίζω συνέχεια τα ίδια πράγματα. Κάτι τέτοιο θα κούραζε πρώτα από όλα εμένα και στη συνέχεια και το κοινό. 

Εκτός αυτού, με το να ασχολούμαι με διάφορα είδη και όχι μόνο με κάτι το εξειδικευμένο, εξελίσσομαι και σαν μουσικός ενώ αντίθετα θα παρέμενα στάσιμος, πράγμα που δεν το θέλω σε καμιά περίπτωση. Ακόμη και σαν ακροατής δεν βάζω «παρωπίδες» και τα ακούσματά μου είναι πολλά και ετερόκλητα. 

Έχεις αρκετές συνεργασίες με εταιρείες του εξωτερικού. Ποια θα έλεγες ότι είναι η κύρια διαφορά στον τρόπο δουλειάς τους, αν τις σύγκρινες με εγχώρια ανεξάρτητα labels;

Μέχρι τώρα δουλεύω μόνο με ανεξάρτητες εταιρείες του εξωτερικού, οπότε δεν μπορώ να κάνω κάποια σύγκριση, αφού δεν έχω δουλέψει με κάποια ελληνική ανεξάρτητη εταιρεία. Σίγουρα, πάντως, στις ξένες ανεξάρτητες εταιρείες έχω βρει πολλά θετικά, με βασικότερο το ότι μου δίνουν πλήρη ελευθερία στο να κάνω αυτό ακριβώς που θέλω, χωρίς να παρεμβαίνουν καθόλου στη δουλειά μου. Επίσης, οι ξένες ανεξάρτητες έχουν πολύ καλύτερα δίκτυα διανομής και απευθύνονται σε ένα ευρύτερο αγοραστικό κοινό, σε αντίθεση με τις περισσότερες ελληνικές, οι οποίες περιορίζονται στον ελληνικό χώρο. Έτσι, οι κυκλοφορίες μου διανέμονται σε πάρα πολλές χώρες, πέρα από αυτές στις οποίες έχουν κυκλοφορήσει. 

Γενικά, ο τρόπος δουλειάς τους είναι πολύ επαγγελματικός, ενώ και η γενικότερη αισθητική των εταιρειών με τις οποίες έχω συνεργαστεί ταυτίζεται απόλυτα με τη δική μου. Θεωρώ τιμητικό το γεγονός ότι όλες αυτές οι εταιρείες, οι οποίες δέχονται καθημερινά πάρα πολλά demos, πολλαπλάσια από εκείνα που δέχονται οι αντίστοιχες ελληνικές, ενδιαφέρονται για τη μουσική μου και συνεργάζονται μαζί μου.

Οι δουλειές σου μπορούν να βρεθούν μόνο στο Vinyl Microstore (Αθήνα) και στον Λωτό (Θεσσαλονίκη). Υπάρχει ενδιαφέρον από κάποια δισκογραφική για να τις διανείμει ευρύτερα; 

Ακόμη δεν έχει υπάρξει ενδιαφέρον για ευρύτερη διανομή στην Ελλάδα σε αντίθεση με το εξωτερικό, όπου οι κυκλοφορίες μου διανέμονται από αρκετούς distributors όπως Darla (Η.Π.Α.), Norman Records (Αγγλία), Linus Records (Ιαπωνία) και αρκετούς ακόμη σε διάφορες άλλες χώρες. Βέβαια, τα δύο αυτά δισκοπωλεία, το Vinyl Microstore στην Αθήνα και ο Λωτός στη Θεσσαλονίκη, καλύπτουν ένα πολύ μεγάλο μέρος του αγοραστικού κοινού που ασχολείται με την εναλλακτική σκηνή στις συγκεκριμένες πόλεις. 

Αλλά, από εκεί και πέρα, υπάρχουν πολλά άτομα και στην υπόλοιπη Ελλάδα τα οποία ενδιαφέρονται για νέα ακούσματα και δυστυχώς δεν τους δίνεται η δυνατότητα να τα ανακαλύψουν. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια αυτό έχει ξεπεραστεί κατά σημαντικό βαθμό με τη διάδοση της χρήσης του ίντερνετ.

Στο MySpace σου διάβασα ότι στις 18 Μαΐου θα έδινες ένα secret gig στην Αθήνα. Πώς πήγε αλήθεια αυτό; Πιστεύεις ότι η πρακτική των secret gigs θα μπορούσε να «ευδοκιμήσει» και στην Ελλάδα;

Δυστυχώς, μετά από παρέμβαση της αστυνομίας, το live αυτό δεν έγινε. Ένας φίλος διοργάνωσε ένα τριήμερο πάρτι στο οποίο θα έπαιζαν ζωντανά μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα σχήματα της εναλλακτικής σκηνής. Οι δύο πρώτες μέρες κύλησαν ομαλά, αλλά κάπου εκεί παρενέβη η αστυνομία με αποτέλεσμα οι συναυλίες της τρίτης μέρας να ακυρωθούν. Εγώ ήμουν από τους άτυχους της υπόθεσης, αφού θα έπαιζα την τρίτη μέρα. 

Η πρακτική των secret gigs μου αρέσει πολύ και θα ήθελα να γίνονται πιο συχνά τέτοια events. Κρίνοντας από τις δύο πρώτες μέρες αυτού του πάρτι, οι οποίες ήταν πολύ πετυχημένες, νομίζω πως άνετα θα μπορούσε να «ευδοκιμήσει» μια τέτοια πρακτική και στην Ελλάδα. Αρκεί να μην έχουμε παρεμβάσεις από άλλους παράγοντες, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση. 

Ποια είναι τα άμεσα σχέδιά σου –συναυλιακά ή δισκογραφικά– για την υπόλοιπη χρονιά; 

Δισκογραφικά ετοιμάζω ακόμη μία κυκλοφορία, η οποία αναμένεται να βγει το καλοκαίρι. Πρόκειται για split album με ένα από τα πιο ενδιαφέροντα, κατά τη γνώμη μου, ευρωπαϊκά σχήματα της εποχής μας, τους Ιταλούς Port-Royal. Πέρα από αυτό, τους επόμενους μήνες θα συμμετάσχω σε μερικές συλλογές που θα κυκλοφορήσουν από εταιρείες όπως Enraptured (Αγγλία), Symbolic Interaction (Ιαπωνία), 9.12 (Καναδάς), Friend Of Mine (Ιαπωνία), Emilii (Ισπανία), Happy End Music (Φινλανδία) και κάποιες άλλες ακόμη, καθώς και στο remix album των Αμερικάνων Carta, στο οποίο θα βρεθούν και καλλιτέχνες όπως οι Hood, Sybarite, Yellow6 κ.ά. 

Συναυλιακά, μετά από αρκετό καιρό και αφού κυκλοφόρησε πια το Postcards From Nowhere, αποφάσισα να κάνω κάποιες live εμφανίσεις. Συγκεκριμένα, το Σάββατο 7 Ιουνίου έπαιξα στο «Kasbah» στην Πάτρα –η πρώτη μου ζωντανή εμφάνιση μετά από κάτι παραπάνω από 6 μήνες– ενώ στις 21 Ιουνίου βρέθηκα στην Κρήτη, στα Χανιά, στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Γιορτής της Μουσικής. Τον Σεπτέμβριο, αφού θα έχει βγει και το προαναφερθέν split album με τους Port-Royal, θα έρθουν στην Αθήνα για να το παρουσιάσουμε σε ένα κοινό live, ενώ κατά πάσα πιθανότητα τον ίδιο μήνα θα παίξω και σε κάποιο φεστιβάλ, το οποίο θα ανακοινωθεί σύντομα. 

Στη συνέχεια, την 1η Νοεμβρίου, θα παίξω live μαζί με τους God Is An Astronaut, στην πρώτη επίσκεψή τους στην Ελλάδα, στο «An Club». Επίσης, συζητιούνται κάποιες πιθανές εμφανίσεις στο εξωτερικό, αλλά ακόμη δεν υπάρχει κάτι το ανακοινώσιμο. Από εκεί και πέρα οποιαδήποτε ενδιαφέρουσα πρόταση για live είναι πάντα ευπρόσδεκτη!



06 Οκτωβρίου 2023

Sunset Blvd. - συνέντευξη (2008)


Κατά τη δεκαετία των '00s, ο Γιώργος Δουδός ασκήθηκε αρκετά επιτυχώς σε tech & deep house μονοπάτια, κάτω από το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Sunset Blvd.

Με αφορμή λοιπόν τον δεύτερό του δίσκο «The Most Beautiful Girl» κάναμε μια κουβέντα τον Δεκέμβριο του 2008, η οποία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis με τη μορφή συνέντευξης. Αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το promo υλικό για το «The Most Beautiful Girl»  


Το The Most Beautiful Girl ηχεί ως φυσική συνέχεια του Tell Me About America, χωρίς όμως να το μιμείται. Κατά πόσο το συλλάβατε έτσι; Και σε τι θα διαφοροποιούσατε τις δημιουργικές του αφετηρίες; 

Μετά το Tell Me About America (2006), με το γεγονός της μεγάλης εμπορικής του απήχησης για την ελληνική πραγματικότητα, θεώρησα πως δεν έπρεπε επ' ουδενί να βασιστώ στα μουσικά του στοιχεία, στη φόρμα του, σε οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί εύπεπτο, εύκολο και χωρίς συναίσθημα για τον «δύσκολο» δεύτερο δίσκο. 

Έτσι, από τον Ιανουάριο του 2008 και το "Baltimore Days", ένα καθαρά rock/blues κομμάτι, ξεκίνησα μια πορεία γραφής η οποία ήταν στοχευμένη σ' εγκαταλελειμμένες φόρμες, τουλάχιστον για καλλιτέχνες όπως εγώ, που κινούνται στο χώρο της electronica. Ξεκίνησα έτσι ν' ασχολούμαι πολύ περισσότερο με τους στίχους, με την επίδραση που θα είχαν αυτοί στους ακροατές. Και είχα αποφασίσει πως δεν θα χρησιμοποιούσα κανένα blues, gospel ή soul sample, οτιδήποτε που θα μου θύμιζε το μουσικό παρελθόν, κομμάτια π.χ. σαν το "Why Does My Heart Feels So Bad?" του Moby –για ν' αναφέρω ίσως το πιο εμπορικό από αυτά– κανένα ξένο, κανένα ψεύτικο προς εμένα στοιχείο. 

Με το The Most Beautiful Girl ξεκινάω λοιπόν μια πορεία αλλαγής των Sunset Βlvd.: μια πορεία που προσπαθεί ν' αποκαταστήσει την έννοια του τραγουδιού και της μουσικής στη λεγόμενη dance/electronica σκηνή. Δεν ανήκω βέβαια σ' αυτή την κατηγορία, αν και κινούμαι πιο κοντά της.

Η ομώνυμη σύνθεση, "The Most Beautiful Girl", είναι από τις πιο δυνατές στιγμές της δουλειάς. Ποια είναι η ιστορία της;

Το "The Most Beautiful Girl" ξεκινά και τελειώνει με μια σερβιτόρα σ' ένα diner κάπου στη Νεμπράσκα, εκεί όπου αρχίζει η αμερικάνικη Δύση… Πίσω από φράσεις όπως «my father was a salesman», φράση που επαναλαμβάνεται δύο φορές, κρύβεται μια αρχική εντύπωση, ίσως και πεποίθηση, για την εικόνα που έχουμε πλάσει για την πατρική φιγούρα. Πίσω από τις «γέφυρες» αυτής της πόλης κρύβονται οι φόβοι και η αδυναμία μας να τους ξεπεράσουμε. 

Αντίστοιχα, πίσω από το «life is cruel» κρύβεται μια απλή αλήθεια για την προσωπική μας πραγματικότητα, τα όριά μας, τους συμβιβασμούς μας. Πίσω από το «honey, you are the most beautiful girl» κρύβεται η πιο στέρεα αφετηρία μας, τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, οτιδήποτε εντυπώθηκε εκείνη την πρώτη περίοδο κι επαναλαμβάνεται, δυστυχώς, με μαθηματική ακρίβεια στο υπόλοιπο της ζωής μας. Το "Most Beautiful Girl", μαζί με το "Laetitia" και το «protection has no end», που κάποια στιγμή ομολογεί ο ήρωας, συμπυκνώνουν την έννοια της γονικής προστασίας όπως αυτή μας δόθηκε ή δεν μας δόθηκε… 

Τόσο το καλλιτεχνικό σας ψευδώνυμο (αναφορά στο Λος Άντζελες, αλλά και σε μια θαυμάσια ταινία), όσο και στιγμές της νέας δουλειάς, οι οποίες δείχνουν να κοιτάνε πίσω προς παλιά μπλουζ και κλασικές στιγμές της μαύρης μουσικής, φανερώνουν μια μεγάλη αγάπη προς την Αμερική. Τι είναι αυτό που βρίσκετε πιο γοητευτικό στην Αμερική και την κουλτούρα της;

Είναι το αστικό τοπίο, είναι η απομόνωση που μπορείς να βρεις είτε στην 5η Λεωφόρο, είτε στο Highway 61, είτε στη Mojave Δύση, σε λεωφόρους όπως η Sunset Blvd. και η La Cienega. Είναι γιατί μπορείς να χαθείς στα pixels και στα leds της Times Square. Είναι το «state of mind» της Νέας Υόρκης. Είναι ο σκληρός φονταμενταλισμός των Μεσοδυτικών Πολιτειών, που είναι φανερός και περιορισμένος στο πλαίσιό του, σε αντίθεση με την Ελλάδα. Είναι γιατί αυτή η χώρα ευνοεί την ανανέωση, τη μετάβαση. 

Δεν είναι το «αμερικανικό όνειρο» με την έννοια της επιτυχίας και των χρημάτων. Ούτε το Empire State με την έννοια των 102 ορόφων του. Είναι οι κινηματογραφικές εικόνες, τα πράγματα που μπορείς να κάνεις, η έλλειψη κοινωνικής κριτικής. Είναι η απουσία της μικρής πόλης, της μικρής σκέψης, είναι η ώθηση που σου δίνει αυτή η χώρα, «to be creative, to be real, to be someone».

Το πρώτο σας άλμπουμ ευτύχησε να βρει σημαντική κριτική απήχηση. Κατά πόσο μεταφράστηκε αυτή και σε εμπορική απήχηση; Και πόσο σημαντικό ήταν το ότι κυκλοφόρησε από μια δραστήρια στον τομέα εταιρεία, όπως η Klik Records; 

Θα μπορούσα να σου πω ότι το Tell Me About America βρέθηκε μέσα στο top-20 των πωλήσεων στην Ελλάδα. Θα διαλέξω, όμως, το top-50. Για πρώτο project ενός άγνωστου σχήματος, η επιτυχία του ήταν παραπάνω από απρόσμενη. 

Στα credits της επιτυχίας αυτής δεν θα μπορούσε να μην είναι και η Klik Records, η οποία βοήθησε και βοηθά με κάθε δυνατό τρόπο. Όμως δεν μπορώ να παραβλέψω το γεγονός ότι, για πρώτη φορά μέσα στο ελληνικό dance πλαίσιο, ακούστηκαν κομμάτια τόσο διαφορετικά και ετερόκλητα από αυτό που έχουμε συνηθίσει ως dance/electronica, όπως το "Girl One Day", το "Mrs Daisy May" ή ακόμη και το "Ocean Shores Pt. 1". Μπορείτε, φυσικά, να καταλάβετε πόσο μεγάλο ήταν το ρίσκο –και για τις δύο πλευρές.

Έχουν γίνει κινήσεις προς το εξωτερικό στα 2 χρόνια που μεσολάβησαν από το Tell Me About America; Πόσο διαφορετικά είναι εκεί τα πράγματα;

Το Tell Me About America υπάρχει στο εξωτερικό, κομμάτια του έχουν μπει σε διάφορες συλλογές, με σημαντικότερη το Buddha Bar ΙΧ.  H αποδοχή του ήταν εξίσου θερμή κι αυτό φάνηκε από τα μηνύματα που δέχτηκα στο MySpace. Ίσως γιατί γι' αυτούς είμαι από το …εξωτερικό! Θα σας πω και κάτι για πρώτη φορά… Ήταν ωραία να βρίσκομαι down town στο Λος Άντζελες και μπαίνοντας μέσα σε μια vintage boutique να ακούω το "Daisy May" από τα ηχεία… Τότε μόνο κατάλαβα πόσο παγκόσμια μπορεί να είναι η μουσική. Την ίδια πορεία θα ήθελα να ακολουθήσει και το The Most Beautiful Girl.

Όπως είχατε στο μυαλό σας το επιθυμητό αποτέλεσμα του νέου σας δίσκου, πόσο σημαντική ήταν η παρουσία φυσικών οργάνων σαν π.χ. τις κιθάρες του Γιώργου Μπαντούκ ή τις τρομπέτες του Κώστα Κατσαρού; 

Δεν δίνω ιδιαίτερη σημασία αν κάποιο όργανο είναι φυσικό ή παράγεται μέσα από κάποιο software ή hardware. Περισσότερο με ενδιαφέρει το αν θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένα όργανο, ποιος θα είναι ο ήχος του και όχι αν η πηγή του είναι αναλογική ή ψηφιακή. Ευτυχώς και στις δύο περιπτώσεις, του Γιώργου Μπαντούκ και του Κώστα Κατσαρού –με τους οποίους είμαι μόνιμος συνεργάτης– τα κομμάτια βγήκαν περισσότερο ωφελημένα χάρη στις ερμηνείες και στις ιδέες τους.

Τι θεωρείτε πως θα κερδιζόταν και τι ότι θα χανόταν, αν εμπιστευόσασταν την παραγωγή στα χέρια κάποιου άλλου; 

Νομίζω πως μόνο θα κέρδιζα. Δεν είμαι της γνώμης ότι ο συνθέτης και ο στιχουργός θα πρέπει ν' αναλαμβάνουν την παραγωγή και την ηχοληψία του άλμπουμ. Με κάθε ειλικρίνεια, σας λέω πως απεχθάνομαι τη διαδικασία του editing και της ηχοληψίας. Θα ήταν τόσο ωραία να είχα δίπλα μου έναν παραγωγό όπως ο Arif Mardin, όσο ζούσε τουλάχιστον…

Συστήστε μας με δύο λόγια και τις γυναικείες φωνές του άλμπουμ, που συχνά κλέβουν την παράσταση με τις ερμηνείες τους...

Θα ξεκινήσω με τη Σταυρούλα Επιμενίδου, μια νέα τραγουδίστρια, μια φωνή με όλες τις «μαύρες» δυνατότητες, εξαιρετικά συνεργάσιμη και με όλη την υπομονή που απαιτείται για την ηχογράφηση ενός δίσκου. 

Με την Helen Stamenitis συναντήθηκα πρώτη φορά στις 15 Αυγούστου για την ηχογράφηση του voice over του "The Most Beautiful Girl". Δεν την ήξερα, δεν με ήξερε… Ζει στη Μελβούρνη και τη συνάντησα στις καλοκαιρινές της διακοπές. Δεν είναι τραγουδίστρια, αλλά, παρόλα αυτά η φωνή της έχει ακριβώς εκείνη την ώριμη κι ευαίσθητη χροιά που φανταζόμουνα για το κομμάτι. 

Ποιοι είναι οι τρεις αγαπημένοι σας δίσκοι από το 2008; 

Θα πω δύο: το The Jazz Influence 3 του Kevin Yost και το Odyssey των Soda Inc. Μην ξεχνάτε ότι από τον Φεβρουάριο δεν άκουγα μουσική, έγραφα μουσική.







05 Οκτωβρίου 2023

«...Και Ο Μήνας Έχει Εννιά»: Αφιέρωμα στον Μιχάλη Σουγιούλ - ανταπόκριση (2008)


Οκτώβρης 2008, αρχές του μήνα, με τη θερμοκρασία να κρατιέται ακόμα σε ψιλοθερινά επίπεδα. Οι υπαίθριοι χώροι είχαν λοιπόν την ευχέρεια να μένουν ανοιχτοί και το Ηρώδειο φιλοξένησε ένα μεγάλο αφιέρωμα στον Μιχάλη Σουγιούλ, σε επιμέλεια και σκηνοθεσία του Λουκιανού Κηλαηδόνη.

Δεν γράφω (ακριβώς) έτσι πια, πάντως στην ανταπόκριση που δημοσίευσα τότε στο Avopolis για τη βραδιά αυτή, αναγνωρίζω τις ρίζες του γραψίματος και της ματιάς μου. Γι' αυτό και τη διάλεξα για αναδημοσίευση στο blog, περνώντας την όμως ξανά ένα χέρι επιμέλειας εδώ κι εκεί. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε στον Τύπο για το promo της βραδιάς. Στην κεντρική εικονίζεται ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, στην κάτωθι ο Μπάμπης Τσέρτος


Εικοσαμελής ορχήστρα στα δεξιά και πίσω αριστερά, με το πιάνο στο μπροστινό μέρος δεξιά· ευρύχωρος λευκός καναπές στα αριστερά, ώστε να μπορούν να κάτσουν όλοι οι συμμετέχοντες ερμηνευτές· και εκμετάλλευση του χώρου πίσω από την κυρίως σκηνή ως πίστας για ζευγάρι χορευτών.

Με αυτόν τον ευφάνταστο τρόπο σκηνοθέτησε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης την αφιερωματική συναυλία «...Και Ο Μήνας Έχει Εννιά» για τα 50 χρόνια από τον θάνατο του Μιχάλη Σουγιούλ. Την οποία και προϋπάντησε ένα κατάμεστο Ηρώδειο, τιμώντας, έτσι, με τον πρέποντα τρόπο, έναν από τους σπουδαιότερους συνθέτες του ελληνικού πενταγράμμου, ο οποίος δυστυχώς δεν λαμβάνει πάντοτε τη δέουσα αναγνώριση. Κινδυνεύοντας δηλαδή να γίνω γκρινιάρης, για άλλη μια φορά βρέθηκα στο Ηρώδειο νιώθοντας σαν τη μύγα μες το γάλα των διοπτροφόρων μεσηλίκων (και βάλε): οι άνθρωποι της ηλικίας μου λίγο φάνηκε να συγκινήθηκαν από μια τέτοια βραδιά. 

Η παράσταση ξεκίνησε με έναν ακορντεονίστα να διασχίζει τον διάδρομο που χώριζε τη σκηνή από τις κερκίδες παίζοντας τον ρυθμό του "Άστα Τα Μαλλάκια Σου", το οποίο τραγουδήσαμε όλο το κοινό μαζί, δημιουργώντας «κλίμα» ήδη από το ξεκίνημα. Τον διαδέχθηκε –στο ίδιο τραγούδι– η Παιδική Χορωδία Σπύρου Λάμπρου, για να αρχίσει στη συνέχεια η κυρίως παράσταση, χωρισμένη σε δύο μέρη: το πρώτο ήταν αφιερωμένο στα αμιγώς ελαφρά τραγούδια του Σουγιούλ, το δεύτερο στα λεγόμενα αρχοντορεμπέτικα. 

Οι συμμετέχοντες ήταν πολλοί και μια διεξοδική αναφορά στα πεπραγμένα τους θα χρειαζόταν ένα εκτενές και μάλλον κουραστικό στην ανάγνωση κείμενο. Θα σταθώ επομένως στα βασικά μιας παράστασης που και τον στόχο της πέτυχε και την ευχαριστήθηκα και προσωπικά, παρά κάποιες επιμέρους ενστάσεις που διατηρώ. Άλλωστε, με τόσες τραγουδάρες τις οποίες διαθέτει το ρεπερτόριο του Σουγιούλ, θα έπρεπε να γίνουν ...χοντράδες για να μη συμβεί αυτό. Και οι καλλιτέχνες που επιμελήθηκαν το «...Και Ο Μήνας Έχει Εννιά» δεν είναι τίποτα τυχαίοι: ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, άλλωστε, δεν πήρε μόνο τα εύσημα της σκηνοθεσίας, μα και του ερμηνευτή, όντας ο γνωστός χειμαρρώδης και εκφραστικός εαυτός του, με καλύτερή του στιγμή το "Πάμε Μια Βόλτα Στο Φαληράκι". 

Μεγάλος πρωταγωνιστής της βραδιάς ήταν, βέβαια, ο Μπάμπης Τσέρτος, ο οποίος έχει πρόσφατα βγάλει και διπλό δίσκο-αφιέρωμα στον Σουγιούλ. Δεν τον βρίσκω συναρπαστικό ερμηνευτή, αποδείχθηκε όμως επαρκέστατος στα όσα τραγούδησε, δείχνοντας την καλή και αν μου επιτρέπετε μερακλίδικη δουλειά την οποία έχει καταθέσει. 

Φοβάμαι, πάντως, ότι τελικά του έκλεψε την παράσταση ο παρουσιαστής Ηλίας Λογοθέτης: αυθόρμητος, ετοιμόλογος και αεικίνητος, θύμισε κάποιους διαολεμένους κονφερασιέ του παρελθόντος –«είχες και στην εποχή σου μικρόφωνο;», απάντησε αυστηρά σε κάποιον από το κοινό, όταν παραπονέθηκε για το ότι συνέχισε να διαβάζει, ενώ το μικρόφωνό του δεν είχε πια ήχο. Αργότερα, επίσης, παρέπεμψε κάποιον άλλον στις υπάρχουσες εγκυκλοπαίδειες, όταν ζήτησε διευκρινήσεις για το ποιοι ήταν οι στιχουργοί των τραγουδιών που ακούγονταν. Όταν δε πήρε και ο ίδιος το μικρόφωνο, τραγουδώντας θαυμάσια τη "Μπιρμπίλω", ανταμείφθηκε με ζεστό και παρατεταμένο χειροκρότημα. 

Από τους υπόλοιπους, θα μου επιτρέψετε να μη σχολιάσω τις τραγουδιστικές επιδόσεις του Σπύρου Παπαδόπουλου, που σημειώστε πως μου είναι  συμπαθής –άλλωστε ο άνθρωπος ζήτησε προκαταβολικά συγγνώμη για το ότι θα τραγουδούσε. Και μόνο η παρουσία του, πάντως, νομίζω πως θα έφτανε. Από τους ...κανονικούς τραγουδιστές, τώρα, ως καλύτεροι αναδείχθηκαν ο Μανώλης Μητσιάς, η Νατάσσα Μποφίλιου και η Ελίζα Μαρέλλι. 

Ο πρώτος έδειξε όλη του την κλάση, ιδιαίτερα στο "Βρέχει-Βρέχει". Η δεύτερη απέδειξε γιατί θεωρείται ως η καλύτερη γυναικεία φωνή της νεότερης γενιάς, τραγουδώντας θαυμάσια τόσο στο ελαφρό μέρος ("Άσε Τον Παλιόκοσμο Να Λέει"), όσο και στο αρχοντορεμπέτικο ("Μονά-Ζυγά"). Και η τρίτη θύμισε σε όλους γιατί υπήρξε η τελευταία βασίλισσα του ελαφρού τραγουδιού, προτού το είδος αυτό πάρει την κατιούσα ανεπιστρεπτί. Αλλά και γιατί οι σημαίνουσες τραγουδίστριες μπορούν να συγκινήσουν ερμηνεύοντας ακόμα και σε μια ηλικία όπου πια δεν έχουν τις φωνητικές δυνατότητες της νεότητάς τους. Κρίμα που δεν συμμετείχε τελικά και η Στέλλα Γκρέκα, όπως είχε αρχικά ανακοινωθεί. 

Η Ελένη Δήμου, από την άλλη, δεν ξεκίνησε καλά: ξεψυχισμένη βρήκα την απόδοσή της στο εκπληκτικό "Ας Ερχόσουν Για Λίγο". Στο αρχοντορεμπέτικο μέρος, όμως, ανέβασε επιδόσεις. Η Νάντια Καραγιάννη δεν έπρεπε να τραγουδήσει καθόλου στο πρώτο μέρος, όπως έκανε, καθώς τα γνήσια λαϊκά ηχοχρώματα της φωνής της αποδείχθηκε ότι ταίριαζαν γάντι στο δεύτερο μέρος του προγράμματος –στον ελαφρό κόσμο, ήχησαν εντελώς παράταιρα. Οι Θάνος Πολύδωρας και Χρυσούλα Στεφανάκη έχουν μεν φωνές, μα ακόμα δεν ξέρουν τι να τις κάνουν, αρκούμενοι, έτσι, στην αναπαραγωγή ερμηνευτικών μανιέρων του παρελθόντος. 

Για τελευταία άφησα τη Μάρα Θρασυβουλίδου, η οποία έμοιαζε να είχε ξεκινήσει για χορό στις ...Βερσαλλίες με το κατακόκκινο φόρεμά της και τα τόσα πράγματα τα οποία γυάλιζαν πάνω της. Η εκτέλεσή της στο "Για Μας Κελαηδούν Τα Πουλιά" ήταν, νομίζω, από τις χειρότερες στιγμές της παράστασης. Συνδυάζοντας τις ενδυματολογικές υπερβολές με τις υπερβολές στην ερμηνεία θύμισε εποχές τέλματος για το ελαφρό τραγούδι, όταν η γλυκερότητα και οι φωνητικές ακροβασίες υποκαθιστούσαν την ουσία. Η Θρασυβουλίδου, πάντως, κάθε άλλο παρά στερείται ικανοτήτων. Πράγμα που απέδειξε όταν τραγούδησε ντουέτο με τον Τσέρτο το "Αθήνα Και Πάλι Αθήνα". Αυτό, μάλιστα: ήταν ανάμεσα στις ωραιότερες στιγμές της βραδιάς στο Ηρώδειο. 

Τα παραλειπόμενα της συναυλίας ήταν ο μυστακοφόρος κύριος στο μπροστινό διάζωμα στα δεξιά της σκηνής, ο οποίος σηκωνόταν συχνά στο αρχοντορεμπέτικο μέρος, χορεύοντας ζεϊμπέκικο –ή, για την ακρίβεια, νομίζοντας ότι χορεύει ζεϊμπέκικο. Καλό θα ήταν, δηλαδή, να τον ενημερώσει κάποιος ότι το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται με ελαφρά σηκώματα των ποδιών και επίμονους στροβιλισμούς των χεριών. Διάκριση εξίσου σημαντική με το ότι το Ηρώδειο βρίσκεται μεν κάτω από την Ακρόπολη, αλλά δεν ταυτίζεται με το εξοχικό κέντρο στο οποίο, ενδεχομένως, έχει μάθει να επιδίδεται ελεύθερα σε τέτοια κινησιολογία. 

Η συναυλία, τέλος, είχε μεγαλύτερη διάρκεια από όση έπρεπε για τα δεδομένα μιας καθημερινής, αλλά και με βάση την ηλικία του κοινού που παραβρέθηκε. Δεν ήταν τυχαίο, δηλαδή, ότι ελάχιστοι ζήτησαν encore: με το φινάλε του προγράμματος, οι περισσότεροι πετάχτηκαν όρθιοι για να φύγουν. Και δεν είναι πως δεν πέρναγαν καλά κατά την ώρα της παράστασης. Το τι γκρίνια ακούσανε μετά οι ταξιθέτες και ταξιθέτριες του Ηρωδείου, δεν περιγράφεται –κανείς δεν είχε κατανόηση για το ότι ήθελε λεπτό χειρισμό η αποχώρηση 4.500 ανθρώπων τέτοιων ηλικιών... Σημασία, πάντως, έχει ότι έμειναν κυρίως οι θετικές εντυπώσεις, από μια βραδιά που και καλό ήταν που έγινε και καλή υπήρξε.   




03 Οκτωβρίου 2023

Βαγγέλης Μπουντούνης - συνέντευξη (2008)


Από τους ωραίους βιρτουόζους της κιθάρας στα καθ' ημάς ο Βαγγέλης Μπουντούνης, μαθητής του μέγα Δημήτρη Φάμπα, αλλά και του Andrés Segovia. 

Τον Οκτώβριο του 2008, συναντηθήκαμε στα Εξάρχεια και ήπιαμε έναν καφέ στο «Βοξ». Ανέμελα χρόνια, ακόμα, από τα πιο ευτυχισμένα στη δουλειά αυτή, με σωστούς ελεύθερους χρόνους, επαρκή χρήματα κι ένα αξέχαστο γραφείο στη θρυλική Μπλε Πολυκατοικία –καλύτερο δεν γνώρισα ποτέ. 

Η κουβέντα που κάναμε τότε με τον Μπουντούνη, με αφορμή τον δίσκο «Historia De Un Amor», που τρόπον τινά συνέχισε ένα επιτυχημένο άλμπουμ –εκείνο με τις 100 κιθάρες στο Ηρώδειο (2005)– σουλουπώθηκε σε συνέντευξη και δημοσιεύτηκε στο Avopolis.  Το κείμενο, λοιπόν, αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Μάλιστα, σε εκείνο το άλμπουμ έπαιζαν ως σολίστες και τα παιδιά του, ο Κωνσταντίνος με τη Λυδία Μπουντούνη σε βιολί και τσέλο, αρκετά χρόνια πριν αποφασίσουν να σχηματίσουν το σχετικά επιτυχημένο δίδυμο των String Demons (2014).

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το τότε promo υλικό που διατέθηκε στον Τύπο, στην κάτωθι εμφανίζεται και η Μάρω Ραζή


Το νέο άλμπουμ Historia De Un Amor προβάλλεται ως συνέχεια των επιτυχημένων 100 Κιθάρων. Είναι όμως έτσι και για εσάς;

Οι 100 Κιθάρες –οι οποίες, να το πούμε, δεν ήταν 100, αλλά 160– ήταν μια δουλειά που στήθηκε ως συναυλία, δεν υπήρχε δηλαδή εξαρχής στόχος να αποτυπωθεί κάπως. Την παραμονή της, όμως, με πήρανε από την Eros, ο Νότης Μαυρουδής συγκεκριμένα. Και μου πρότεινε να την ηχογραφήσουμε. 

Ήθελα να καταγραφεί κάπως όλη εκείνη η περιπέτεια με τις τόσες κιθάρες, να υπάρχει σε κάποια μορφή, οπότε είπα αμέσως ναι. Ο Άλεξ Χρυσίδης, ο πιο σημαντικός κατά τη γνώμη μου ηχολήπτης, έκανε στη συνέχεια το καλύτερο δυνατό στη μίξη ώστε να «μαζευτεί» το υλικό. Και πάλι, όμως, βγήκε ένα άλμπουμ το οποίο άρεσε μεν πολύ στον κόσμο, αλλά δεν άρεσε σε μένα. Γιατί ήξερα όλες τις ατέλειες και τα λάθη. 

Το Historia De Un Amor είναι, λοιπόν, κάτι που προσεγγίζει περισσότερο σε ό,τι έχω κατά νου. Έχει μάλιστα και περισσότερο βιολί και τσέλο, χωρίς τέτοια όργανα –που παίζονται από τον Κωνσταντίνο και τη Λυδία Μπουντούνη–  δεν νομίζω πως θα μπορούσα να κάνω αυτόν τον δίσκο. Και πάλι, βέβαια, είχα πίεση να φαίνονται πολλές κιθάρες. Kι εκεί νομίζω πως την πάτησα, προέκυψε δηλαδή λίγο φορτωμένο.

Ναι, βλέπω δίπλα στον τίτλο το λογότυπο των 100 κιθάρων. Αλλά δεν χρησιμοποιήσατε πάλι τόσους μουσικούς, έτσι δεν είναι;

Όχι, τώρα μπήκαμε στο στούντιο λιγότερα άτομα. Είναι όπως το είπατε, ένα λογότυπο, το οποίο μάλιστα στην αρχή δεν μου άρεσε όταν το συζητούσαμε στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Μου φαινόταν λιγάκι φανφαρόνικο.

Σας εξέπληξε η επιτυχία των 100 Κιθάρων;

Δεν το περίμενα, ήταν ανέλπιστο. Όταν άρχισαν να καταφτάνουν από την Eros λουλούδια και σοκολατάκια, αφού είχαμε κάνει πια το άλμπουμ, τότε άρχισα να καταλαβαίνω τι γίνεται. Και ήταν μια επιτυχία η οποία σταθερά συνεχίστηκε έκτοτε, οπουδήποτε και να δίναμε συναυλίες.

Παρ' όλα αυτά, σε χώρους όπως το Μέγαρο Μουσικής, όπου θα περίμενε κανείς να έχει συχνή παρουσία η μουσική σας, οι εμφανίσεις σας είναι, νομίζω, αραιές…

Το Μέγαρο, ειδικά, είναι μια μεγάλη πίκρα για μένα. Έχω την αίσθηση ότι είμαι κομμένος, για λόγους που δεν γνωρίζω. Ελπίζω γρήγορα να καταλάβω τι συμβαίνει εκεί μέσα, σε σχέση με το άτομό μου.

Στο Historia De Un Amor ανοίξατε σε μεγαλύτερη έκταση ό,τι κάνατε στο Ηρώδειο και θα ήθελα να σταθούμε λίγο σε κάποιες επιλογές. Πρώτα-πρώτα, στο ίδιο το "Historia De Un Amor" του Carlos Eleta Almaran...

Ήταν επιλογή του Μάριου Φραγκούλη. Άλλα τραγούδια του πρότεινα, εκείνος όμως επέμεινε σε αυτό. Υπάρχει μάλιστα και μια λεπτομέρεια που και ο ίδιος δεν την ξέρει, θα τη διαβάσει τώρα για πρώτη φορά: αν και ακούγεται ένας όγκος από κιθάρες, στην πραγματικότητα παίζουν μόνο δύο, η δική μου και της Μάρως Ραζή: παίζαμε όλες τις νότες και τις συγχορδίες σε διαρκώς διαφορετικές θέσεις. 

Εδώ θέλω να τονίσω πως η Μάρω υπήρξε βασικότατη συντελέστρια σε όλο το CD, κυριολεκτικά το έτερό του ήμισυ. Στο στούντιο μπήκαμε αρχικά εγώ, η Μάρω, ο Φραγκούλης και καμιά δεκαπενταριά άλλοι, που άρχισαν να λένε πώς έπρεπε να το πούμε, σε τι τόνο κτλ. Ξαφνικά τα πήρα λίγο και ζήτησα να μείνουμε οι τρεις μας μόνο –και όντως δημιουργήθηκε τότε μια ωραία ατμόσφαιρα. 

Το "Historia De Un Amor" είναι ίσως το μόνο τραγούδι που δεν θα το επέλεγα να βρίσκεται στον δίσκο, αν και ακούγοντας τελικά την ερμηνεία και τις ενορχηστρώσεις θεωρώ πως ταίριαξε. Υπάρχει, ξέρετε, μια λεπτή διαχωριστική γραμμή, την οποία δεν θέλω να την κατέβω. Ιδιαίτερα μετά την επιτυχία των 100 κιθάρων, δεν ήθελα να «κατέβω» σκαλοπάτια ώστε να πιάσω ακόμα περισσότερο κόσμο.

Πού την τοποθετείτε αυτή τη διαχωριστική γραμμή, δηλαδή;

Μέχρι τον Μάνο Χατζιδάκι. Το εννοώ ως ύφος, δεν το εννοώ χαμηλά ως τον Χατζιδάκι, τον οποίον εκτιμώ και ιδιαιτέρως όπως ξέρει άλλωστε όποιος έχει παρακολουθήσει την έως τώρα δισκογραφία μου.

Και στη δουλειά αυτή επιστρέφετε στον Χατζιδάκι –μία μάλιστα από τις καλύτερες στιγμές της είναι η "Προσωπογραφία Της Μητέρας Μου". Τι σημαίνει για σας ο Χατζιδάκις;

Πέρασα τα παιδικά μου χρόνια με μια μεγάλη αγωνία μην και «προδώσω» την κλασική κιθάρα. Έτσι, ενώ άκουγα τους Beatles, οι οποίοι ήταν της εποχής μου, τους έκανα στη μπάντα, όπως και άλλα μεγάλα συγκροτήματα –τους Rolling Stones π.χ. ή τους Pink Floyd– και δεν άκουγα τίποτα άλλο πέρα από κλασικά. 

Ο Χατζιδάκις ήταν η αιτία που έκανα στροφή, υπήρξε δάσκαλός μου στο ότι καλή μουσική δεν είναι μόνο η κλασική: υπάρχουν και στην κλασική μουσική πράγματα για πέταμα, όπως υπάρχουν και διαμάντια στην ελαφρά. 

Τι είναι αυτό που προξενεί αυτή τη σοβαροφάνεια; Γιατί κάποιος που ασχολείται με τα κλασικά να νιώθει ότι δεν πρέπει να τον αφορούν οι Beatles;

Μπαίνουμε σε τριπάκια και πολλές φορές παγιδευόμαστε σε αυτά, θεωρώντας πως είναι ο κόσμος ολόκληρος. Με θυμάμαι να παίζω κιθάρα και να πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι έπρεπε να είναι κιθαρίστες. Μετά από κάποια χρόνια αποδέχθηκα ότι η κιθάρα αποτελεί ένα μέρος μονάχα της μουσικής –και θεοποίησα τότε τη μουσική. Χρειάστηκε να περάσει κι άλλος καιρός ώστε να καταλάβω πως και η μουσική δεν είναι η ζωή μας, μα ένα μέρος αυτής. 

Πολλοί της κλασικής, λοιπόν, έχουν μπει σε ένα τέτοιο τριπάκι και δεν έχουν ούτε την αντοχή, ούτε τη γενναιοδωρία να ανοίξουν τα αυτιά τους και να ανακαλύψουν ότι υπάρχει ενδιαφέρον και έξω από τον δικό τους κόσμο. Είναι κολλημένοι, έτσι τους ονομάζω. Και για τους κολλημένους με την κιθάρα λέω πως έχουν ...κιθαρίλα! (γέλια)

Ευχάριστη έκπληξη μου έκανε, επίσης, ένα από τα τραγούδια που τραγουδάει η Ελπινίκη Ζερβού, το "O Pastor" των Madredeus...

Αυτό το κομμάτι είναι το πιο πλούσιο σε κιθάρες. Είναι ένα τραγούδι το οποίο μου αρέσει πολύ, το θεωρώ ιδιαίτερα εμπνευσμένο. Πάντως το τελικό αποτέλεσμα ομολογώ ότι δεν με ικανοποίησε και τόσο. Δεν λέω πως δεν είναι ωραίο, αλλά για κάποιον λόγο δεν βγήκε όπως το περίμενα. Το περίμενα ακόμα καλύτερο.

Ως ενεργά εμπλεκόμενος στη διδασκαλία μουσικής, τι θεωρείτε ότι θα έπρεπε να αλλάξει ώστε ο κόσμος να αποκτήσει καλύτερη επαφή με τον Αντόνιο Βιβάλντι, π.χ., τον οποίον επίσης διασκευάζετε ή και τον ίδιο ακόμα τον Χατζιδάκι;

Δεν καταλαβαίνω γιατί κάποιος δεν μπορεί να ακούσει τον Βιβάλντι, τον Χατζιδάκι ή το "O Pastor". Δεν είναι ηλίθιοι οι Έλληνες, έχει να κάνει καθαρά με το ότι τέτοιες μουσικές δεν προβάλλονται, ενώ άλλα πράγματα υπερπροβάλλονται –ιδίως στην τηλεόραση. Πιστεύω ότι στα σχολεία θα έπρεπε να μπούνε, για το μάθημα της μουσικής, μουσικοί και όχι δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι κοιτάνε το ρολόι τους πότε θα τελειώνουν. Δεν θεωρώ τυχαίο κάτι που διάβασα τελευταία για τη Γερμανία, ότι ένα 10-11% ακούει Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ.

Δεν πιστεύετε ότι αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο Μπαχ είναι η δική τους πολιτιστική κληρονομιά, ενώ εδώ οι καταβολές είναι προς άλλη κατεύθυνση;

Αυτό είναι ένα παραμύθι. Σε ολόκληρη Γερμανία, με την οργανωμένη της εκπαίδευση, είναι ζήτημα να στέκουν ένας με δύο κιθαρίστες. Στην Ελλάδα μπορώ να σας αναφέρω γύρω στους 20, άρα κάτι άλλο συμβαίνει. Εντάξει, εμείς δεν ζήσαμε Αναγέννηση και είχαμε τους Τούρκους. Ως πότε όμως θα μας κυνηγάει αυτό το πράγμα; Είχε δίκιο ο Χατζιδάκις, όταν έλεγε ότι το μόνο που φοβάται είναι μήπως αποδεχθούμε την όψη του τέρατος. Αυτό ακριβώς νομίζω πως έχει συμβεί στην Ελλάδα.

Δεν θεωρείτε, όμως, ότι, μαζί με τα Cafe De L’ Art, οι 100 Κιθάρες ήταν από τις δουλειές που έσπασαν μια κατεστημένη αντίληψη για το τι θέλει να ακούει ο πολύς κόσμος;

Κοιτάξτε, δεν έχω και πολύ μεγάλη ιδέα για τον ελληνικό λαό. Υπάρχει, όμως, ένα κοινό που υποβόσκει, ζητώντας μια υποτυπώδη ας την πούμε «καθοδήγηση». Την οποία δεν τη βρίσκει βέβαια ούτε στην τηλεόραση, ούτε και στα ραδιόφωνα. Ως ένα σημείο, πάντως, είναι όλα και ζήτημα προπαγάνδας, κατά μία έννοια. Αν υπήρχε διάθεση δηλαδή να πάει το νέο μου CD στις πρώτες θέσεις της κυκλοφορίας, νομίζω ότι τους περισσότερους ανθρώπους θα τους κέρδιζε με μια υποτυπώδη μόνο πλύση εγκεφάλου. 

Αν υπήρχε διάθεση, είπατε. Διακρίνω κάποιο παράπονο;

Έχω το παράπονο πως το CD αυτό θα χαθεί μέσα στα πολλά. Το βλέπω να διαφημίζεται μέσα σε έναν αχταρμά από άλμπουμ και νιώθω άβολα με αυτό. Ενώ πρόκειται για μια δουλειά που θεωρώ πως αφορά περισσότερο τον υπόλοιπο κόσμο, παρά την Ελλάδα –στη Νέα Υόρκη π.χ., όπου την παρουσιάσαμε και μάλιστα με κουτσουρεμένη την ορχήστρα, έγινε χαμός, δεν μας αφήνανε να φύγουμε. Παρ' όλα αυτά, το CD ούτε καν μεταφράστηκε, βγήκε μονάχα στα ελληνικά. Το θεωρώ άδικο. 

Τι εξήγηση σας δόθηκε γι' αυτό;

Δεν κατάφερα καθόλου να ασχοληθώ με το πώς εμφανίζεται αυτός ο δίσκος. Δεν μπόρεσα να ελέγξω τίποτα πέρα από το στάδιο της ηχογράφησης. Μου περνάει από το μυαλό ότι, αν το έβγαζε μια μικρότερη εταιρεία, να ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Ίσως να το πονούσαν διαφορετικά. Νιώθω πίκρα, γιατί πιστεύω ότι το περιεχόμενο δεν πήρε τη θέση που του αξίζει. 

Έχετε συνθέσει και ο ίδιος ορισμένα κομμάτια στη νέα σας δουλειά. Σκοπεύετε να βγάλετε κάποια στιγμή δίσκο με μόνο δικές σας δημιουργίες;

Υπάρχουν συνάδελφοι που γράφουν μουσική νομίζοντας πως είναι Μότσαρτ και κλείνουν το Ηρώδειο για δύο μέρες, π.χ., παρουσιάζοντας τη μουσική τους. Κάτι τέτοιους τους θεωρώ ψώνια. Επειδή ίσως άρχισα μεγάλος να γράφω μουσική, δεν έχω αυτή τη φιλοδοξία. Αγαπώ ιδιαίτερα τη μουσική, τη βλέπω ως ένα ταξίδι που πρέπει να προσφέρει χαρά στους άλλους. Και αυτό το ταξίδι δεν θα μπορούσα, θεωρώ, να το κάνω μόνο με τα δικά μου έργα.



02 Οκτωβρίου 2023

Verbal Delirium - συνέντευξη (2011)


Μια κουβέντα από τον Μάιο του 2011 με το εγχώριο γκρουπ των Verbal Delirium, που έκανε μια συγκροτημένη προσπάθεια πάνω στο νεο-progressive rock της τελευταίας δεκαπενταετίας, προβάλλοντας όμως ένα πιο alternative art rock στυλ, όπως και οι ίδιοι προτιμούν να το λένε. 

Τελικά, βέβαια, έχω την αίσθηση ότι δεν βγήκαν και πολλά πράγματα, πέραν των ήδη δεδομένων. Τότε, πάντως, τράβηξαν την προσοχή της εκλεκτικής γαλλικής δισκογραφικής Musea, η οποία και κυκλοφόρησε το ντεμπούτο τους «So Close & Yet So Far Away».

Η συνέντευξη πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το τότε promo υλικό για την προώθηση του δίσκου


Διάβασα, με κάποια έκπληξη ομολογώ, ότι υπάρχετε για πάνω από μια δεκαετία. Με δεδομένη την ευκολία έκδοσης δίσκων στην εποχή μας, πώς και δεν είδαμε νωρίτερα κάποιο επίσημο ντεμπούτο σας;

Πράγματι, το να βγάλει κανείς δίσκο σήμερα φαντάζει πανεύκολο. Παρ'όλα αυτά, για ένα σχήμα το οποίο σέβεται τόσο τη δουλειά του, όσο και τους ακροατές που θα θελήσουν να έρθουν σε επαφή μαζί του, ο όρος «ευκολία» τελικά δεν χωρά. Κι εμείς σίγουρα δεν επιζητήσαμε ποτέ το ευκαιριακό μέσα από την ενασχόλησή μας με τη μουσική. 

Έτσι κι αλλιώς, το στήσιμο ενός σχήματος είναι γενικά από τις πλέον δύσκολες υποθέσεις. Από τη μεριά των ακροατών μπορεί να εμφανίζεται ως μια έτοιμη, στημένη εικόνα, κατ' ουσίαν, όμως –στην πράξη– συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Και πραγματικά, τα σχήματα συνήθως περνούν ένα αξιοσέβαστο μέρος της ύπαρξής τους στην αφάνεια, πριν αρχίσουν να αποκτούν μια σχετική αναγνωσιμότητα. Είναι αυτό που ονομάζουμε «νεκρός» χρόνος, όπου το σχήμα χτίζεται αλλά κανείς δεν το ξέρει, εκτός φυσικά από το ίδιο. 

Αν συνυπολογίσει κανείς και τις αλλαγές στα μέλη που μπορεί να προκύψουν (όπως και συνέβη, στην περίπτωσή μας), τότε ίσως τελικά να μην αποτελεί και τόσο έκπληξη το όλο γεγονός. 

Μια δεύτερη έκπληξη, προέρχεται από το γεγονός ότι τελικά αυτό σας το ντεμπούτο δεν μας έρχεται από κάποια εγχώρια εταιρεία, μα από τη γαλλική Musea. Το ψάξατε με τις ελληνικές δισκογραφικές και δεν βγάλατε άκρη; Ή αναζητήσατε εξαρχής άκρη με το εξωτερικό;  

Όταν τελειώσαμε τις ηχογραφήσεις του So Close & Yet So Far Away το 2009, το στείλαμε απευθείας σε εταιρείες του εξωτερικού. Αφενός γιατί πιστεύαμε ότι μπορούσε να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις και στα στάνταρ της ξένης δισκογραφίας και πως του άξιζε αυτή η ευκαιρία. Αφετέρου, γιατί η ελληνική πραγματικότητα (μουσικές σκηνές, Τύπος, ραδιόφωνα και ο κόσμος τους) δεν χάνουν την ευκαιρία να «τονίζουν», με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει χώρος για «τέτοιες μουσικές»! 

Έτσι, σκεφτήκαμε ότι δεν είχαμε να χάσουμε κάτι απευθυνόμενοι στο εξωτερικό. Αν τα καταφέρναμε, ίσως άνοιγε και ο δρόμος για τη χώρα μας. Μας πήρε λοιπόν 3 μήνες αναμονής και ήρθε η πρώτη απάντηση από τη Musea, με την οποία και τελικά συμφωνήσαμε, λόγω της μεγάλης, διεθνούς της εμβέλειας στη διανομή. Τελικά ίσως να μην είχαμε και άδικο γιατί, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, γίναμε ίσως η αφορμή ώστε η Musea να δικτυωθεί εκ νέου με την ελληνική αγορά –μέσω της Soundforge, η οποία ανέλαβε τη διανομή του CD μας εδώ.

Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο Στέλιος Ρωμαλιάδης των Lüüp –ένας ακόμα Έλληνας που έχει δισκογραφήσει στη Musea– δήλωσε ότι «είναι πολύ πιο εύκολο να συνεννοηθείς με ξένη δισκογραφική εταιρεία παρά με ελληνική». Συμφωνείτε ή διαφωνείτε; 

Δεν μπορούμε να σας απαντήσουμε σε αυτήν την ερώτηση, μιας και δεν ήρθαμε ποτέ σε επαφή με εγχώρια εταιρεία. Μας προσέγγισε μεν κάποια, αλλά αφού είχε κυκλοφορήσει ο δίσκος –οπότε το θέμα έμεινε εκεί. 

Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι μια εταιρεία που εδρεύει στη Γαλλία (ή γενικότερα στη Δυτική Ευρώπη) λειτουργεί σε ένα διακρατικό καθεστώς και δίνει έτσι τη δυνατότητα σε ένα σχήμα να ακουστεί σε όλη την Ευρώπη. Kαι όχι μόνο. Αντίθετα με τις ελληνικές εταιρείες, οι οποίες, κατά κύριο λόγο, λειτουργούν αποκομμένα: τους αφορά μόνο το ελληνικό κοινό, διατηρούν ένα εγχώριο στάτους και δείχνουν να μην τους ενδιαφέρει να επεκταθούν σε άλλες –ευρωπαϊκές, έστω– αγορές.

Τα συν του να βγάζετε τη δουλειά σας στο εξωτερικό είναι λοιπόν προφανή. Υπάρχουν όμως και πλην, για ένα συγκρότημα που εξακολουθεί να εδρεύει στην Ελλάδα; 

Σίγουρα το να εδρεύεις στην Ελλάδα δεν βοηθάει ιδιαίτερα. Κυρίως γιατί δεν υπάρχει εδώ σκηνή του είδους που εμείς εκπροσωπούμε κι έτσι το ενδιαφέρον του κόσμου δεν είναι ανάλογο, όπως σε άλλες χώρες. Επίσης, ίσως σε κάποια άλλη χώρα να μας δινόταν η δυνατότητα να μπορούσαμε να ζούμε κι οικονομικά από αυτό. Εδώ κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο!   

Μιας και θίξατε το θέμα του ήχου σας, πριν βγει το So Close & Yet So Far Away είχατε τη φήμη ενός progressive rock σχήματος, για όσους ήξεραν την ύπαρξή σας ή είχαν ακούσει το demo The Imprisoned Words Of Fear (2007). Πλέον, παρουσιάζεστε με έναν πιο πολυσχιδή ήχο. Γιατί νιώσατε την ανάγκη να απομακρυνθείτε λίγο από τα «προοδευτικά» 1970s, μιας και είναι φανερό πως τα αγαπάτε ιδιαίτερα;

Γιατί πολύ απλά κι εμείς οι ίδιοι –σαν ακροατές και μουσικοί– εμπλουτίσαμε με το πέρασμα του χρόνου τα ακούσματα μας. Όλοι στο σχήμα έχουν μια πολύ ανοιχτή αντίληψη ως προς τα είδη. Δεν απορρίπτουμε τίποτα. Αυτή εξάλλου δεν είναι και η ουσιαστική έννοια του όρου progressive; Πόσο «προοδευτικός» μπορεί να είσαι λέγοντας ότι ακούς ένα συγκεκριμένο αποκλειστικά είδος μουσικής; Απλά στα ακούσματα των περισσότερων από εμάς το art rock (όπως προτιμάμε να το λέμε) της δεκαετίας του 1970 έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο. Γι' αυτό και προτιμάμε να ονομάζουμε την μουσική μας alternative/art rock, παρά progressive. Είναι μια πολύ παρεξηγημένη έννοια.

Έχει αλλάξει πιστεύετε το κλίμα αντιμετώπισης του progressive από το ροκ κοινό; Ή, ειδικά στην Ελλάδα, αντιμετωπίζεται ακόμα ως μια ασθένεια από την οποία μας γλίτωσε το πανκ και οι επίγονοί του; 

Ο σημαντικότερος λόγος που αντιμετωπίζεται αρνητικά από κάποιους, είναι η περιθωριακή και αποστασιοποιημένη αντιμετώπισή του από τους ίδιους τους εκφραστές του. Αν το αντιμετωπίζαμε όλοι σαν ένα είδος που μπορεί να ακούσει το ευρύ κοινό και όχι μόνο οι μουσικοί και κάποιοι περίεργοι «ψαγμένοι» τύποι, εάν τα ραδιόφωνα και τα μέσα προβολής του έδιναν ευκαιρία προώθησης και δεν το αντιμετώπιζαν σαν κάτι το παλαιολιθικό και εάν οι καλλιτέχνες οι οποίοι το εκπροσωπούνε προσπαθούσαν να το πάνε ένα βήμα μπροστά –σταματώντας να αντιγράφουν τους προπάτορές του, άρα κάνοντάς το να ακούγεται παλαιομοδίτικο– τότε θα αποκτούσε περισσότερους φίλους.

Στο So Close & Yet So Far Away διαφαίνεται μια ανάγκη σας να φλερτάρετε (και) με τον ωκεανό της κλασικής μουσικής. Υπήρξε κι αυτό ανάμεσα στα αιτήματα του art rock, αλλά στην περίπτωσή σας διαφαίνεται μια πιο σύγχρονη λογική γεφύρωσης με το ροκ. Πιστεύετε ότι αποτελεί έναν δρόμο εξέλιξης για το τελευταίο; Φοβάστε ότι μια τέτοια διαδρομή ίσως απαξιωθεί ως «εστετίστικη» από όσους προτιμούν το κλασικό τρίπτυχο κιθάρα-μπάσο-τύμπανα;

Στην τέχνη και στον πολιτισμό γενικότερα κανείς δεν αρχίζει από μηδενική βάση. Όλοι έχουν επιρροές από παλαιότερες ή σύγχρονες δημιουργίες, από τις σπουδές τους κι έναν σωρό άλλα ερεθίσματα, που λαμβάνουμε όλοι μας από τον κοινωνικό περίγυρο. Αυτές οι επιρροές –με την ανάλογη διεργασία, αλλά και την οπτική του καθενός– έρχονται και «δένουν» με το παρόν, δημιουργώντας κάτι νέο. Κάτι τέτοιο κάναμε κι εμείς, τίποτα περισσότερο. 

Οι επιρροές μας σαφώς δεν είναι μόνο από την κλασική μουσική κι αυτό πιστεύουμε ότι είναι εμφανές. Άλλωστε το ροκ αποτελεί μια «πλατφόρμα» την οποία ο καθένας εμπλουτίζει όπως τον εκφράζει. Είναι μάλλον προφανές από το άλμπουμ μας ότι οι επιρροές μας είναι πολλές και διαφορετικές. Κι αυτό θα φανεί ακόμα περισσότερο και στις προσεχείς ηχογραφήσεις μας. Σκοπός μας είναι να κινηθούμε «ανοιχτά» μιας και πιστεύουμε ότι τόσο το ροκ, όσο γενικότερα και η μουσική, δεν έχει όρια. 

Με αυτή την οπτική είναι γραμμένο και το So Close & Yet So Far Away, χωρίς βέβαια να φιλοδοξεί να αρέσει σε όλους –κάτι που θα ήταν μάλλον παράλογο. Το feedback που παίρνουμε από τον κόσμο, πάντως, είναι ακριβώς ότι καθένας βρίσκει να «πατήσει» και σε κάτι διαφορετικό.

Μιας και μιλάμε για μουσικές αγάπες, ποιοι είναι οι δίσκοι δίχως τους οποίους οι Verbal Delirium δεν μπορούν να ζήσουν; 

Άπειροι....!!! Για να μην μακρηγορήσουμε θα αναφέρουμε κάποιους, ενδεικτικά, επιλογές όλων των μελών του γκρουπ:

Camel – Harbour Of Tears
Peter Hammill – The Silent Corner & The Empty Stage
Genesis – Nursery Cryme
Igor Stravisky – Rite Of Spring
Λένα Πλάτωνος – Μάσκες Ηλίου
Beatles – Abbey Road
Rush – Hemispheres 
Led Zeppelin – II
Miles Davis – Kind Of Blue
Μάνος Χατζιδάκις – Για Την Ελένη
Radiohead – Hail To The Thief
Nevermore – Dreaming Neon Black

Βλέπω και ελληνικούς δίσκους. Θα σας ενδιέφερε αλήθεια να τραγουδήσετε στα ελληνικά; Σας ενδιαφέρουν –ως μουσικούς και ακροατές– τα εγχώρια δρώμενα;   

Δεν είμαστε αντίθετοι σε κάτι τέτοιο, απλά οι επιρροές μας προέρχονται κυρίως από την ξένη μουσική σκηνή –όπως γίνεται εμφανές και από τα ακούσματά μας. Δεν μας έχει προκύψει μέχρι στιγμής ελληνικός στίχος, όμως τίποτα δεν αποκλείεται! 

Κατά τ' άλλα και βέβαια μας ενδιαφέρουν τα εγχώρια δρώμενα. Γι' αυτό και είμαστε εδώ! Πιστεύουμε πως υπάρχει χώρος, αλλά και είναι και καιρός να διευρυνθούν οι μουσικοί ορίζοντες της χώρας μας. Η Ελλάδα διαθέτει αξιόλογους καλλιτέχνες και πολύ καλούς μουσικούς, το θέμα είναι ότι αυτο-περιχαρακώνονται σ' όσα «έχουν πέραση» ή περιθωριοποιούνται. Εμείς θα θέλαμε να ξεφύγουμε και από τις δύο αυτές οδούς.  

Πώς θα κινηθείτε συναυλιακά; Και τι άλλα σχέδια υπάρχουν για εσάς μέσα στο 2011;

Τον χειμώνα εμφανιστήκαμε σε πολλές σκηνές της Αθήνας. Κάναμε έναν μικρό «μαραθώνιο» live εμφανίσεων, με κύριο μέλημά μας να γνωρίσει όσο το δυνατό περισσότερος κόσμος τη μουσική μας και να την κρίνει. Αυτός είναι λοιπόν και ο στόχος του καλοκαιριού! Επιθυμία μας είναι να εμφανιστούμε σε φεστιβάλ σε όλη την Ελλάδα και γενικότερα να κινηθούμε με εμφανίσεις στην επαρχία. 

Γεγονός είναι, πάντως, πως έχουμε παρατηρήσει ήδη μια πολύ καλή ανταπόκριση από τον κόσμο, που όχι μόνο μας γνωρίζει σιγά-σιγά, αλλά και μας ενθαρρύνει προς αυτήν την κατεύθυνση. Γι' αυτό και τον φετινό χειμώνα, εκτός από νέες εμφανίσεις στην Αθήνα, θα προσπαθήσουμε να συμμετάσχουμε και σε κάποιες διοργανώσεις του εξωτερικού. Παράλληλα, έχουμε ήδη επικεντρωθεί στο υλικό για τον επόμενό μας δίσκο. Είναι σχεδόν έτοιμο και σύντομα θα μπούμε στο στούντιο να γράψουμε. Ευελπιστούμε, αν όλα πάνε καλά, ότι θα το κυκλοφορήσουμε μέσα στο 2012! 

Σε ό,τι αφορά τα άμεσα σχέδιά μας, τώρα, στις 22 Ιουνίου θα εμφανιστούμε στο αίθριο του Iδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, στα πλαίσια του Blender Festival. Πιστεύουμε θα είναι μια πολύ όμορφη βραδιά, κάτω από τον αττικό ουρανό.