14 Σεπτεμβρίου 2023

Violet Louise: «Μαρμαρωμένες Τρωάδες» - ανταπόκριση (2016)


Κάπου την έχασα τα τελευταία, δύσκολα για μένα, χρόνια τη Violet Louise (κατά κόσμον Λουίζα Κωστούλα). Για κάποιο διάστημα, όμως, έδινα τακτικά το παρών στις παραστάσεις της, από τότε που την πρωτοείδα ζωντανά –νομίζω στο 3ο Φεστιβάλ Πολλής Μουσικής, το 2014. 

Αν δεν κάνω λάθος, το τελευταίο της έργο που παρακολούθησα ήταν οι «Μαρμαρωμένες Τρωάδες» τον Μάιο του 2016, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης: μια ανάγνωση στα πάντα επίκαιρα λόγια του Ευριπίδη, που πλεύρισε τη μουσική αισθητική των Boards Of Canada. 

Αυτό αλίευσα, για την ώρα, από το αρχείο, καθώς μια κριτική για την παράσταση πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis. Αναδημοσιεύεται λοιπόν κι εδώ (με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις) και έπεται και Violet Louise συνέχεια. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που δόθηκε στον Τύπο


Το εισιτήριό μου έγραφε «θέατρο» και πίσω μου στο Ίδρυμα Κακογιάννη καθόταν μια κυρία που χρώσταγε, έλεγε, τρεις κριτικές σε ένα θεατρικό site (συμβουλή αρχισυντάκτη: τρεις κριτικές είναι πολλές). Αλλά όταν τα φώτα έσβησαν και χειροκροτήσαμε όλοι μαζί –θερμά– τους συντελεστές των Μαρμαρωμένων Τρωάδων, ήμουν βέβαιος ότι η παράσταση χώραγε και σε ένα μουσικό site. Γιατί η μουσική δεν ήταν διάκοσμος, ούτε γέμιζε κενά. Αντιθέτως, αποτελούσε οργανικό μέρος του οπτικού/ηχητικού τόπου που είχε δημιουργηθεί, ήταν δε και πρωτότυπη δημιουργία της Violet Louise (Λουΐζα Κωστούλα), ειδικά για το έργο.

Οι Μαρμαρωμένες Τρωάδες ντεμπούταραν στην αρχαία Ολυμπία, στην τελετή για την Αφή της Ολυμπιακής Φλόγας και έδιναν την τελευταία τους αθηναϊκή παράσταση στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Μια πολύ ορθή επιλογή, δεδομένου του ότι βασίζονται στη μετάφραση των Τρωάδων του Ευριπίδη που έκανε –χρησιμοποιώντας θαυμάσια τα νέα ελληνικά– ο γνωστός σκηνοθέτης. Το σκηνικό τους, λιτό. Άφηνε πολλά να τα συμπληρώσει η φαντασία, όσο τα μάτια σου έβλεπαν τα δύο τριμερή βάθρα αριστερά και δεξιά και το μονό στη μέση, καθώς και τις εικόνες που προβάλλονταν στο video wall πίσω τους. 

Αριστερά όπως κοιτάζαμε, τώρα, στεκόταν η Εκάβη, καταπληκτικά ενσαρκωμένη από την Αγλαΐα Παππά (είναι η εικονιζόμενη άνωθεν). Η οποία έδωσε ρεσιτάλ θεατρικής χρήσης της φωνής, ώστε να ζωντανέψει μπροστά μας την έκπτωτη βασίλισσα της Τροίας, που παρακολουθούσε τα τελευταία οικεία πρόσωπα που είχαν απομείνει στην οικογένειά της να θανατώνονται ή να παίρνουν τον δρόμο της σκλαβιάς. Δεξιά, η Λουΐζα Κωστούλα (στην οποία άνηκε η σκηνοθεσία) απέδιδε πειστικότατα τον χορό των γυναικών της Τροίας και άλλες γυναικείες μορφές (Ανδρομάχη, Κασσάνδρα), ενώ στο μέσον μας επισκεπτόταν ο Παναγιώτης Γαρμπής ως ευθυτενής κήρυκας Ταλθύβιος, κομίζοντας τα μαντάτα των μεθυσμένων από τη νίκη Ελλήνων. Για λίγο πέρασαν και ο Μενέλαος με την Ελένη, αλλά μόνο ως αφαιρετικές μορφές στο video wall, με τις φωνές τους ηχογραφημένες.  

Τα αρχαία λόγια του Ευριπίδη παραμένουν αιχμηρά και επίκαιρα, σε εποχές όπου πάλι συζητάμε για δίκαιους και άδικους πολέμους –επιπλέον, διέθεταν και μια δυναμική πολύ του γούστου μου, αφού από το σχολείο κιόλας θυμάμαι να απεχθάνομαι τους φαφλατάδες Αργίτες και τους προστάτες θεούς τους, συντασσόμενος με τους Τρώες, τον Απόλλωνα και τον Ποσειδώνα. Και αποδόθηκαν, νομίζω, ωραιότατα, τόσο σε σκηνικό, όσο και σε υποκριτικό επίπεδο. Σε μια παράσταση η οποία δεν απώλεσε ποτέ το πρωτότυπο πνεύμα των Τρωάδων, προκειμένου να κάνει χατίρια στη μοντέρνα προσέγγιση της οπτικοακουστικής αφήγησης. 

Η μουσική της Violet Louise άνηκε σε αυτό το μοντέρνο κομμάτι, κινήθηκε όμως με θαυμαστό μέτρο, πότε επιλέγοντας τη λογική του sound design –συμπλέοντας άριστα με τις εικόνες του video wall, όλες ειδικά επεξεργασμένες λήψεις από φυσικά τοπία, που είχαν ως στόχο τη «θόλωση» των ορίων μεταξύ πραγματικού και φανταστικού– πότε λειτουργώντας ως ηλεκτρονικό soundtrack, με μια αισθητική κοντά στις σπουδαίες δουλειές των Boards Of Canada. Η ίδια, επίσης, στάθηκε άψογα και με τη φωνή της, στα λίγα σημεία στα οποία απέδωσε τραγουδιστά τα λόγια που αντιστοιχούσαν στους διάφορους ρόλους της.

Έχω χάσει μόνο μία παράσταση της Λουΐζας Κωστούλα, αλλά ό,τι έχω δει ως τώρα εκ μέρους της το συγκαταλέγω στα πιο ενδιαφέροντα πράγματα των τελευταίων χρόνων. Ίσως το λιγοστό πλήθος στο Ίδρυμα Κακογιάννη να σημαίνει ότι ακόμα δεν έχει ανακαλυφθεί στην κλίμακα που της αξίζει, κάτι που μπορείτε σύντομα να διορθώσετε, όμως, εάν διαβάζετε αυτές τις γραμμές και νιώθετε ότι σας αφορούν.



12 Σεπτεμβρίου 2023

Νίκος Λαάρης: αφιέρωμα στον sir John Tavener - ανταπόκριση (2014)


Νοέμβριος 2014, στο «Beton7». Ο Νίκος Λαάρης παρουσίασε ένα αφιέρωμα στο πιανιστικό έργο του sir John Tavener. Και πέτυχε να μας πάει από έναν καθημερινό, μινιμάλ λυρισμό σε μια οικουμενική, φιλοσοφική εμπειρία υπέρβασης των γήινων. Ή, αν προτιμάτε, από τις γάτες στον Θεό –με ενδιάμεση στάση στον πνευματικό άνθρωπο.

Μια ανταπόκριση για αυτή την ιδιαίτερη βραδιά πρωτοδημοσιεύτηκε εκείνη την εποχή στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στην Τζωρτζίνα Πατεράκη


Ο Νίκος Λαάρης δεν μοιράζει προγράμματα στους θεατές των συναυλιών του –τουλάχιστον σε όσες έχω παρακολουθήσει. Δεν τα χρειάζεται. Είναι ο ίδιος το καλύτερο «πρόγραμμα» που θα μπορούσες να διαθέτεις, καθώς δεν του αρέσει το δογματικό κλασικό πρωτόκολλο. Έτσι, σηκώνεται από το πιάνο του τακτικά και μας μιλάει ο ίδιος για όσα πρόκειται να ακούσουμε. Μας τα συστήνει: και σε επίπεδο πληροφορίας, μα και με τη θέρμη του μουσικού που τρέφει για εκείνα ιδιαίτερη αγάπη και θαυμασμό. Μου αρέσει πολύ αυτή η προσέγγιση, προσωπικά.

Στο γεμάτο θεατράκι του πολυχώρου «Beton7», ο Νίκος Λαάρης παρουσίασε το πιανιστικό έργο του σερ John Tavener. Ρεπερτόριο ασυνήθιστο, δηλαδή, που ακόμα και το εξοικειωμένο με την κλασική μουσική κοινό μάλλον δεν γνωρίζει καλά· φτιαγμένο από έναν εξίσου ασυνήθιστο δημιουργό, έναν μεγάλο Βρετανό, έναν από τους σπουδαιότερους συνθέτες του 20ού αιώνα. Έβρισκα πάντα κρίμα που το μεν ευρύ κοινό δεν είναι καλά πληροφορημένο για τη σχέση του Tavener με τη χώρα μας, ο δε ποπ/ροκ κόσμος δεν γνωρίζει καν σαν όνομα έναν άνθρωπο ο οποίος υπήρξε φίλος με τον John Lennon και έγραψε το "Prayer Of The Heart" για τη Björk. 

O πιανιστικός Tavener, τώρα, δεν είναι μεγάλος σε όγκο. Είναι όμως σε βάθος και σε προσωπικότητα, οπότε έχει σημασία πώς θα διαλέξεις να τον παρουσιάσεις σε ένα αφιέρωμα. Και ο Λαάρης πέτυχε νομίζω διάνα, ξεκινώντας μας από τα απτά ("In Memory Of Two Cats", "Mandoodles") και καταλήγοντας στην πολυσύνθετη, απαιτητική "Pratirupa", με το ολιγόλεπτο "Zodiacs" να χρησιμοποιείται κάπως σαν πρελούδιό της. Μας πήγε λοιπόν από έναν πιο καθημερινό, μινιμάλ λυρισμό σε μια οικουμενική, φιλοσοφική εμπειρία υπέρβασης των γήινων· ή, αν θέλετε, από τις γάτες στον Θεό –με  ενδιάμεση στάση στον πνευματικό άνθρωπο. Εκείνον που τοποθετήθηκε κάπου στη μέση του προγράμματος, αρχικά με το "Palin" (γραμμένο στο μοναστήρι της Πάτμου, την εποχή που ο Tavener ασπάστηκε την Ορθοδοξία) και ύστερα με την "Υπακοή". 

Ο Λαάρης εκφράστηκε με ενάργεια πάνω σε όλα αυτά, φανερώνοντας και μελέτη, μα και καλή επαφή με τα έργα του Tavener. Χαλαρός, μα συνάμα θερμός στα πιο «ήσυχα» μέρη, βροντερός στις εντάσεις και στα ξεσπάσματα, άλλαζε πρόσωπα ανάλογα με τις διαθέσεις του υλικού, χωρίς να χάνει τον σταθερό ορίζοντα πνευματικότητας που εμπεριείχε το τελευταίο. Στην "Υπακοή", ειδικά, η εξαιρετική του εκτέλεση βρέθηκε κοντά στη σφριγηλή οπτική του Ralph Van Raat για το κομμάτι, μα την ίδια στιγμή διέθετε μια σαφώς πιο ελληνική αύρα (ας την πούμε «χατζιδακική», χάριν συνεννόησης). Στη δε "Pratirupa" υπήρξε τέτοια η ένταση του παιξίματος, ώστε στο φινάλε το αριστερό του πόδι έμεινε για λίγο να ίπταται ελαφρώς στον αέρα. Βέβαια, ποτέ δεν υπήρξα φίλος του συγκεκριμένου κομματιού –μάλλον με εκνευρίζουν κάποια φασαριόζικα, επαναλαμβανόμενα μοτίβα και η γενικότερα μη Δυτική κατεύθυνση ορισμένων τμημάτων. Αλλά αυτό είναι προσωπική μου υπόθεση, άσχετη με την απόδοση του Λαάρη, η οποία υπήρξε υποδειγματική. 

Το συγκρατημένα θερμό χειροκρότημα στο τέλος της βραδιάς δεν ήταν αντιπροσωπευτικό για το πόσο άρεσε η συναυλία. Φάνηκε πολύ παραπάνω, νομίζω, από το ότι σύσσωμο έπειτα στο κοινό ένιωσε την ανάγκη να πάει να χαιρετίσει τον πιανίστα στα μετόπισθεν.




11 Σεπτεμβρίου 2023

Killah Priest - ανταπόκριση (2014)


Φεβρουάριος 2014, στο «An Club». Δύσκολα τα χρόνια της Κρίσης, πάντα κάπως δύσκολα τα πράγματα για τις διεθνείς χιπ χοπ συναυλίες, σε αντίθεση με εκείνες των εγχώριων ονομάτων του είδους. 

Ως εκ τούτου, δεν μαζευτήκαμε και πολλοί για τον πρώτο ερχομό του Killah Priest στην Ελλάδα, παρά το σέβας που πάντα υπάρχει στις μορφές που σχετίστηκαν με τον Wu-Tang Clan θρύλο. Λίγο έλειψε, μάλιστα, να του κλέψουν την παράσταση τα Ανάποδα Καπέλα –και ίσως να το είχαν κάνει σε άλλη περίσταση, όμως στην παρούσα ο Αμερικανός ράπερ απλά δεν παιζόταν.

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Νίκο Ζαραγκόπουλο, με την αμέσως κάτωθι να απεικονίζει τον Tozi των 3TK, ο οποίος άνοιξε τη βραδιά


Παρά το φτηνό εισιτήριο, δεν ήμασταν και πολλοί στο «An Club», ήμασταν όμως αρκετοί για να κάνουμε την απαιτούμενη φασαρία. Και πιστεύω ότι όλοι μας φύγαμε λίγο πιο πλούσιοι από αυτή τη συναυλία, καθώς ο Killah Priest –στον πρώτο του, σημειωτέον, ερχομό στην Ελλάδα– την ίδρωσε τη φανέλα, όντας όσο καταιγιστικός έπρεπε και συνάμα όσο πιο ποιητικός μπορούσε. 

Αλλά, για να πάρουμε τα πράγματα με μια κάποια σειρά, η βραδιά άνοιξε με τον Tozi των 3TK, ο οποίος εμφανίστηκε παρέα με έναν ακόμα MC κι έβαλε τα δυνατά του για να μας ζεστάνει. Δεν τα κατάφερε κι άσχημα. Ο κόσμος –που ακόμα εκείνη την ώρα ερχόταν– δεν πωρώθηκε, μα παρακολούθησε με ενδιαφέρον, ανάμεσα τους κι εγώ: υπήρχαν μεν κάποια ευδιάκριτα προβλήματα άρθρωσης, τα οποία δυσχέραιναν την κατανόηση όταν το flow γινόταν γρήγορο, υπήρχε όμως και η απαιτούμενη λάιβ έξαψη, όπως και δυο/τρία καλά κομμάτια, π.χ. το "Στίχοι Κατά Συρροή".


Σκυτάλη κατόπιν στον Everton και στους Scripta Manent, οι οποίοι πήγαν να μπουν με φόρα, λέγοντάς μας ένα τραγούδι-κόλαφο για τη μουσική βιομηχανία, μα δεν τους βγήκε. Αλλά, με το που συντονίστηκαν, δεν είχε πια γυρισμό. Οι στροφές ανέβηκαν, η ομάδα πέταγε και το γεγονός ότι σε κάποια φάση βρέθηκαν να ραπάρουν με μανία σε μια εντελώς σκοτεινή σκηνή (δεν μάθαμε ποτέ αν έφταιγαν τεχνικά ζητήματα ή αν επρόκειτο για άποψη) τους χάρισε και μια ατμόσφαιρα ταιριαστή με τον σκληρό τους λόγο. Είναι βέβαια μικροί και τους λείπουν ακόμα μερικά κρίσιμα χιλιόμετρα· αναντίρρητα, όμως, βρίσκονται στη σωστή διαδρομή.   


Τα Ανάποδα Καπέλα, από την άλλη, κατάπιαν με άνεση τα χιλιόμετρα που χωρίζουν Αθήνα και Θεσσαλονίκη και χρειάστηκε να μας θυμίσουν ότι είχαν έρθει απλά για ένα support σετ και ότι δεν βλέπαμε δική τους συναυλία. Μικρός Κλέφτης & ΛΕΞ βρέθηκαν λοιπόν σε τρελά κέφια κι έπιασαν μάξιμουμ απόδοση, βάζοντας φωτιά στο «An Club» με χιπ χοπ αισθητική μα ροκ λογική –όπως λέει και το κομμάτι τους. Τρέξαμε έτσι πρόθυμα μαζί τους στη "Γρήγορη Λωρίδα", τραγουδήσαμε παρέα για καβάτζες, φίλους και εχθρούς στο "Όταν Πέφτει Σκοτάδι", κάναμε χαμό μέχρι πίσω στο "Είμαι Ο Τυπάς Που Δεν Πας", συμμεριστήκαμε την ανάγκη για "Άμεση Επέμβαση" και ζήσαμε μαζί τους ένα άκρως σαλονικιώτικο "24 7". Αν ακούσετε ότι παίζουν κάπου κοντά σας τα Ανάποδα Καπέλα, μην το σκεφτείτε. Απλά δώστε το παρών. 


Στο μεταξύ, ενόσω τα 'σπαγαν ο Μικρός Κλέφτης με τον ΛΕΞ, το βλέμμα μου διασταυρώθηκε με εκείνο του Estee Nack των Tragic Allies στο μπαρ δεξιά όπως μπαίνουμε στο «An», όπου στεκόμουν. Καθόταν κι αυτός εκεί, παρέα με τον Paranorm και τον Purpose και παρατηρούσαν –κάπως αποσβολωμένοι– μια τα Ανάποδα Καπέλα, μια τον χαμό που γινόταν από κάτω. Το μήνυμα, πάντως, ελήφθη. Κι έτσι, όταν ήρθε η δική τους ώρα για τη σκηνή, μπήκαν με ένα αυτοσχέδιο ραπ χωρίς μουσική, έτσι για διαπιστευτήρια, πριν παραδοθούν σε μια δαιμονισμένη performance, προκαλώντας μας διαρκώς για βοή και επιδοκιμασία. Ό,τι ακούσετε για τον τρόπο με τον οποίον συνδυάζουν intelligence και street credibility, σας διαβεβαιώ πως αληθεύει. 

«Τι στο διάολο γίνεται εδώ», λέει σε κάποιο σημείο ο Estee Nack, «έτσι βγαίνετε έξω εδώ στην Αθήνα»; Και στη σκηνή ανεβαίνει χοροπηδώντας ένας γιγαντόσωμος γέροντας με μακριά, άσπρη γενειάδα, μαύρο σκουφί και βαρύ παλτό. Κάποιος ορμάει να τον απομακρύνει από τη σκηνή, αλλά δεν θα χρειαζόταν: το μαύρο σκουφί, βλέπετε, έφερε το κίτρινο έμβλημα των Wu-Tang Clan. Και μόλις αφαιρέθηκε η γενειάδα και το παλτό, αποκαλύφθηκε μπροστά μας, εν μέσω γενικού ενθουσιασμού, ο μεγάλος πρωταγωνιστής της βραδιάς.


Τον Killah Priest τον γουστάρω προσωπικά όχι μόνο για τα όσα έδωσε στα Wu-Tang πλαίσια, μα και για την πορεία του από εκεί και πέρα: έχω θαυμάσει συχνά τους μεταφορικούς του στίχους με τις θρησκευτικές αναφορές και τα πολιτικώς αμφιλεγόμενα μηνύματα, όπως και τον τρόπο με τον οποίον έχει ενσωματώσει τέτοιες ανησυχίες στην ιστορία της αφροαμερικάνικης κοινότητας των Η.Π.Α. 

Ακόμα κι έτσι, ωστόσο, δεν ήμουν έτοιμος για ό,τι αντίκρισα εκεί στο «An»· για αυτόν τον φλογερό κήρυκα των δρόμων με το μεγάλο, προτεταμένο στομάχι και το ευμεγέθες, διπλό κολιέ, που ράπαρε βρυχώμενος με τα μάτια κλειστά και το κεφάλι στραμμένο ψηλά, όσο οι Tragic Allies (οι οποίοι παρέμειναν στη σκηνή) αναλάμβαναν τα γύρω-γύρω. Δεν υπήρξε ζενίθ και κοιλιά, δεν υπήρξαν highlights. Κάθε σχεδόν στιγμή σκηνή και από κάτω γινόμασταν ένα, χαμένοι ο ένας στον παλμό του άλλου. 

Την ίδια στιγμή, μάλιστα, ο Killah Priest αποδείχθηκε και απίστευτα επικοινωνιακός: μας έβαλε να φωνάξουμε για να τιμήσουμε τη μνήμη του 2Pac, του Notorious B.I.G. και του Ol' Dirty Bastard και όταν μια κοπέλα (εσύ με το σκουφί whoa) του χαμογέλασε πλατιά, επισημαίνοντάς του ότι τα κορδόνια των αθλητικών του είχαν λυθεί, ήρθε απλά προς το μέρος της και της τσίμπησε το μάγουλο. Αδιαφόρησε φυσικά εντελώς για το θέμα των κορδονιών και συνέχισε να φτύνει την ατσαλωμένη του ποίηση. 

Περιττό δε να σας πω ότι είχα από ώρα αφήσει τη θέση μου εκεί στο μπαρ και είχα χωθεί και ο ίδιος στις πρώτες σειρές. Ήταν τόσο ισχυρός αυτός ο συνδυασμός δυναμισμού και ψυχής που εξέπεμπε ο Killah Priest, ώστε δεν σου άφηνε κανένα άλλο περιθώριο.  



08 Σεπτεμβρίου 2023

Μουσικό Οδοιπορικό στη Γερμανία (Αύγουστος 2013)


Έκλεισε λοιπόν μια δεκαετία από το 2013, όταν δέχτηκα μια πρόταση που μου ήρθε από την Πρεσβεία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, να εκπροσωπήσω την Ελλάδα σε ένα showcase της σύγχρονης γερμανικής μουσικής βιομηχανίας, όπου θα μετείχαν κι άλλοι δημοσιογράφοι του πολιτιστικού, από διάφορες χώρες –όχι μόνο της Ευρώπης, αλλά και από την Ιαπωνία, το Καμερούν, τη Νότια Κορέα, τη Δημοκρατία της Νοτίου Αφρικής και το Καζακστάν.

Αν και δεν μου αρέσουν τα ταξίδια και οι ημερομηνίες έπεφταν Αύγουστο, οπότε έπρεπε να διακόψω τις συνήθεις διακοπές μου στη θάλασσα, δέχτηκα. Και αποδείχθηκε μια εμπειρία ζωής, που πάντα, έκτοτε, τη θυμάμαι με αγάπη. Κάναμε πολλά πράγματα, τότε. Και ευτυχήσαμε να είμαστε ένα γκρουπ που έδεσε πολύ, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί εκπληκτική χημεία. Κάτι που παρατήρησαν στο τέλος και οι Γερμανοί οικοδεσπότες μας, όταν μας χαιρέτησαν. 

Ο μόνος άτυπος όρος συμμετοχής ήταν ότι, επιστρέφοντας στις χώρες μας, έπρεπε να κάνουμε κάποιες δημοσιεύσεις γύρω από την όλη εμπειρία. Δεν ψήθηκαν όλοι οι συμμετέχοντες, αλλά, προσωπικά, το πήρα τοις μετρητοίς, φτιάχνοντας κάμποσα κείμενα με βάση τα όσα μας έδειξαν εκεί. Ήδη, λ.χ., το blog έχει δημοσιεύσει μια ανταπόκριση από τη συναυλία της Dear Reader στο «Badeschiff» του Βερολίνου (δείτε εδώ), μια συνέντευξη με το συγκρότημα Fenster (δείτε εδώ), μια συζήτηση με την τραγουδοποιό Leslie Clio (δείτε εδώ), καθώς και μια συνέντευξη με τον Hauschka (δείτε εδώ). Αυτό που ακολουθεί, τώρα, είναι το μεγάλο, γενικό άρθρο, το οποίο κάπως καταγράφει και συνοψίζει το ταξίδι. 

Η αρχική δημοσίευση έγινε τότε στο Avopolis, άλλωστε προσκλήθηκα με την ιδιότητα του αρχισυντάκτη του και δεν έχω λόγια να ευχαριστήσω τη Βανέσσα Χριστοδούλου, παλιά γνώριμη από τα μουσικά των '00s, που με πρότεινε –Βανέσσα, έχουμε χαθεί πια, αλλά αν ποτέ διαβάσεις αυτές τις γραμμές, ελπίζω να σε έβγαλα ασπροπρόσωπη! Η εδώ αναδημοσίευση προβαίνει σε μικρές, (κυρίως) αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, οδηγώντας στη μορφή του κειμένου που πλέον λογίζω ως τελική. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το ταξίδι και ανήκουν στον Νοτιοκορεάτη συνάδελφο Lee Jinseop, με τον οποίον διατηρήσαμε έκτοτε και την περισσότερη επικοινωνία. Εξαιρούνται: η φωτογραφία έξω από το «Ratinger Hof» (Michael Wallies), η φωτογραφία του Dockville Festival (Hinrich Carstensen) και η φωτογραφία του Woodkid (Christoph Trabert) 


Σε σκληρές και ανώμαλες πολιτικο-οικονομικές συνθήκες, συχνά χάνονται εκείνες οι ιδιαίτερες αποχρώσεις μεταξύ άσπρου/μαύρου, οι οποίες κάνουν τη διαφορά. Στις ημέρες της τρέχουσας Κρίσης, ας πούμε (γιατί με κεφαλαίο θα γραφτεί στην ιστορία), μεγάλο κομμάτι της εγχώριας κοινής γνώμης τρέφει αντιπάθεια για τους Γερμανούς. Στην έκρηξη του συναισθήματος, λοιπόν, εύκολα μπουρδουκλώνονται τα βουρστ και η Μπάγερν του Μονάχου με την κυβέρνηση της Άνγκελα Μέρκελ και τη βαριά σκιά των Ναζί, με τη μπάλα να παίρνει τελικά οτιδήποτε το γερμανικό. Στο παρόν άρθρο, ωστόσο, δεν έχουν θέση οι πολιτικές κρίσεις, αναλύσεις και επικρίσεις, μα πράγματα από εκείνα που ενώνουν τους λαούς της Γης. 

Κι αν η ευεργετική «παλαβομάρα» του Heinrich Schliemann ή το έργο του Wolfgang Schadewaldt πάνω στον Όμηρο (ανυπέρβλητο Έβερεστ της γερμανικής κλασικής φιλολογίας) αποτελούν πια ψιλά γράμματα για τους Νεοέλληνες, η μοντέρνα γερμανική μουσική έχει αναδείξει φιγούρες εξαιρετικά αγαπητές στο ντόπιο κοινό. Τους Scorpions βεβαίως-βεβαίως για τις μεγάλες μάζες, εσχάτως τους Rammstein και στο μεσοδιάστημα κάμποσες μέταλ μπάντες (Helloween, Accept, Gamma Ray, Blind Guardian, Warlock, Ocean κ.ά.), αλλά και τους Einstürzende Neubauten, τους Kraftwerk, τους Neu!, τους Tangerine Dream, τους Faust (όλη τη σκηνή που λέμε krautrock τέλος πάντων), τη Nico, τη Nina Hagen, τον Karlheinz Stockhausen, τους Die Krupps, τους Deine Lakainen, τον Hauschka, τον Nils Frahm, τον Stephan Micus –θα μου επιτρέψετε να συμπεριλάβω και τους Snap! 

Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πήρε λοιπόν πάνω της τη διεθνή προβολή της σχετικής βιομηχανίας της χώρας –να τα λέμε και κυρίως να τα βλέπουμε αυτά– και, μέσω του φορέα της Initiative Musik, κάλεσε φέτος τον Αύγουστο 16 μουσικοδημοσιογράφους από 14 χώρες, προσφέροντάς μας μια τουρνέ στο παρελθόν και στο παρόν της μοντέρνας γερμανικής μουσικής (τονίζω το μοντέρνας, γιατί καλό είναι να θυμόμαστε και τα κλασικά μεγαλεία). Η Katja Hermes, η Laureen Kornemann και ο Michael Wallies ανέλαβαν να είναι οι οδηγοί μας σε αυτό το ταξίδι και νομίζω κανείς μας δεν θα τους ξεχάσει ποτέ: όχι μόνο γιατί έκαναν άψογα τη δουλειά τους, μα και γιατί έγιναν ένα με την ομάδα μας, πράγμα που στο φινάλε οδήγησε σε δύσκολους αποχαιρετισμούς. Τους ευχαριστώ από καρδιάς κι ας μην μπορούν να καταλάβουν λέξη από όσα γράφω εδώ (το Google Translate θα ερχόταν μερικά χρόνια αργότερα).

1η στάση: Κολονία (Köln)

Λέγαμε στο τέλος, αποτιμώντας τα όσα ζήσαμε, ότι η τουρνέ μας ξεκίνησε τόσο ιδανικά, ώστε ακόμα κι αν όλα είχαν τελειώσει στην Κολονία, θα γυρνούσαμε στις χώρες μας πλήρως ικανοποιημένοι. Κι αυτό διότι η Initiative Musik φρόντισε ώστε η πρώτη μας στάση να γίνει στο περίφημο Studio für Elektronische Musik, εκεί όπου μεταπολεμικά άνθισε το έργο του Stockhausen και, κατ' επέκταση, η ηλεκτρονική μουσική. Το στούντιο, βέβαια, έχει κλείσει πια. Όμως, καθώς γίνονται εργασίες ψηφιοποίησης στο υπάρχον αρχείο, επιβιώνει ακόμα ένα κομμάτι του: σε ένα μικρό υπόγειο, το οποίο δεν το βάζει το μάτι σου, κάτω από ένα ογκώδες γυμναστήριο. 


Εκεί, λοιπόν, μας περίμενε ο καταπληκτικότερος ξεναγός που θα μπορούσαμε να έχουμε για την περίσταση, ο επί χρόνια (από τη δεκαετία του 1970) ηχολήπτης του στούντιο, Volker Müller. Ένας κοτσονάτος μεσήλικας με αστραφτερά μάτια κι ένα απίστευτο, πνιχτό γελάκι, ο οποίος μας είπε δυο λόγια για την ιστορία του χώρου και μετά πέρασε στο ψητό. 

Μας έδειξε απίστευτα μηχανήματα και μαγνητοταινίες, μοναδικά στον κόσμο, μας μίλησε για το πώς δούλευε με τον Stockhausen και τον Ιάννη Ξενάκη και μας έκανε μια καταπληκτική επίδειξη για το πώς μπορείς να ξεκινήσεις να πειραματίζεσαι με το οτιδήποτε, αν έχεις τον κατάλληλο εξοπλισμό και τρέχει ο λογισμός σου προς τα εκεί: άνοιξε το ραδιόφωνο, έπιασε έναν Michael Jackson, τον έριξε στις μαγνητοταινίες και του άλλαξε τα φώτα, κόβοντας σημεία, ράβοντάς τα αλλού, μετατρέποντας τις ταχύτητες, παίζοντάς τον ανάποδα. Μέσα σε λίγα λεπτά, εντελώς αυτοσχέδια, είχε φτιάξει κάτι ολότελα διαφορετικό, που ηχούσε φανταστικά. Του υποσχεθήκαμε να γράψουμε ότι τα όσα έχει εκεί αξίζει να διασωθούν σε ένα μουσείο μουσικής τεχνολογίας, αίτημα που προσυπογράφω και ήδη διαβίβασα στα επίσημα κανάλια.


Η Κολονία επεφύλασσε όμως κι άλλες ωραίες στιγμές για μας. Ξεναγός για τη συνέχεια ανέλαβε ένας από τους ανθρώπους που έστησαν το επιτυχημένο C/o Pop Festival (φέτος γιόρτασε τα 10 του χρόνια) και το διεθνές μουσικό πρόγραμμα Elektronic Beats στη Deutsche Telekom, ο οποίος μας οδήγησε στα γραφεία του περιοδικού «Intro», όπου –παρότι έκλειναν τεύχος και είχαν απίστευτες φούριες– μας περίμενε ο αρχισυντάκτης του, Thomas Venker. Για να μην σας τα πολυλογώ, το «Intro» είναι το «Sonik» της Γερμανίας και κατά μία έννοια το βήμα παραπάνω σε ίματζ και περιεχόμενο που θα μπορούσε να κάνει και το δικό μας έντυπο, σε ευτυχέστερους καιρούς. 

Αναγνωρισμένο ως opinion leader, το περιοδικό επέβαλλε στο κοινό την κατάργηση της βαθμολογίας και την κουλτούρα ανάγνωσης των κειμένων των κριτικών (με προσωπική απόφαση του Venker), πουλάει 140.000 τεύχη μηνιαίως, διαθέτει ανθηρό κύκλο διαφήμισης και είναι σε θέση να πληρώνει 100 ευρώ στους φωτογράφους του για μια φωτό-σαλόνι και 300 ευρώ τους συντάκτες του για ένα κείμενο 1.500 λέξεων. Είπατε τίποτα; Εγώ πάντως είπα μέσα μου ότι έτσι είναι η υγιής μουσική βιομηχανία, σε μια χώρα όπου, σημειώστε, το χαρτί ακόμα μετράει.

Μετράνε όμως και τα παραδοσιακά δισκοπωλεία, παρά τη γενική πτώση του τζίρου την οποία έφερε το ίντερνετ. Είχαμε την ευκαιρία να το διαπιστώσουμε επισκεπτόμενοι την Kompakt –τη δισκογραφική που οικοδόμησε στα 1990s τον λεγόμενο «ήχο της Κολονίας». Παρότι Δευτέρα μένουν κατά παράδοση κλειστοί, ο Michael Mayer άνοιξε ειδικά για μας και μας έκανε μια ενδελεχή ξενάγηση σε ό,τι είναι βασικά... το σπίτι του! 


Το μεγάλο κτήριο όπου εδρεύει η Kompakt είναι δηλαδή η κατοικία του: ξυπνάει, μεταβαίνει στον κεντρικό χώρο των πάνω ορόφων όπου βρίσκονται τα γραφεία και η τραπεζαρία (απασχολούν μαγείρισσα, ώστε να μην τρώνε σκουπίδια από έξω!), ενώ στο ισόγειο λειτουργεί το περίφημο δισκοπωλείο. Μας κατέβασε μάλιστα και στο υπόγειο, στα ράφια του οποίου αναπαύεται ολόκληρος ο κατάλογος της Kompakt σε βινύλιο και CD. Κατόπιν, ανοίξαμε μερικές κρύες μπύρες και γιορτάσαμε την περίσταση βλέποντας λάιβ τους Coma, δύο χίπστερ αγόρια που τα ξεμυάλισε το techno κι έχουν αναπτύξει έναν αρκετά ιντριγκαδόρικο ήχο μεταξύ indie και αδυσώπητης μετρονομίας –δεν τρελάθηκα από τη μουσική τους, παρακολούθησα πάντως τη συναυλία με ενδιαφέρον. 

Αλλά, Κολονία χωρίς καθεδρικό, γίνεται; Δεν γίνεται. Πριν λοιπόν μαζευτούμε για ένα παραδοσιακό γερμανικό δείπνο στη μπυραρία των Päffgen (όπου το ποτήρι σου δεν ξεμένει ποτέ άδειο), πήγαμε μια βόλτα στην επιβλητική εκκλησία και σταθήκαμε με δέος μπροστά στον όγκο και στη γοτθική της δυναμική. Το εσωτερικό αποδείχθηκε εξίσου ενδιαφέρον με το εξωτερικό, μας δόθηκε μάλιστα και η ευκαιρία να θαυμάσουμε το αμφιλεγόμενο παράθυρο του Gerhard Richter, η αφηρημένη θρησκευτικότητα του οποίου εμένα προσωπικά πολύ μου άρεσε. 

2η στάση: Ντίσελντορφ (Düsseldorf)

Το Ντίσελντορφ υπήρξε για μας η έκπληξη του ταξιδιού. Χαζέψαμε με το τοπίο που διαμόρφωνε ο ποταμός Ρήνος, διασχίζοντας την πόλη, ενώ σύντομα διαπιστώσαμε όχι μόνο ότι μπορούσαμε να πάμε παντού με τα πόδια, αλλά και ότι υπήρχαν πάρα πολλές ενδιαφέρουσες γωνιές, με τη δική τους ιστορία στα μουσικά δρώμενα. Το Ντίσελντορφ, άλλωστε, είναι η πρωτεύουσα του krautrock, όπως και η έδρα των (ακόμα λαοφιλέστατων) Die Toten Hosen. Επιπροσθέτως, έχει μια ανθηρή ελληνική κοινότητα –άκουσα συχνά ελληνικά στον δρόμο, καθώς περπατούσαμε– αλλά και μία από τις μεγαλύτερες κοινότητες Γιαπωνέζων στον πλανήτη. 


Αν θέλετε να δείτε έναν απίστευτο χώρο, όπου μπορούν να φιλοξενηθούν (παράλληλα) ό,τι καλλιτεχνικά δρώμενα μπορεί κανείς να φανταστεί –εκθέσεις, παραστάσεις, συναυλίες, ομιλίες, πρόβες μουσικών σε ειδικά διαμορφωμένα στούντιο κτλ.– θα πρέπει να κάνετε έναν κόπο και να επισκεφθείτε το Hans Peter Zimmer Stiftung, το μέρος που θα κάνει κάθε μάνατζερ να αλλάξει την οπτική του πάνω στο θέμα «χώροι διεξαγωγής». Αφού τριγυρίσαμε σε κάθε σχεδόν γωνιά του, η Initiative Musik κανόνισε να συναντήσουμε τον Hauschka, ο οποίος διατηρεί το στούντιό του στο σύμπλεγμα. Κι εκείνος έδωσε μια μίνι συναυλία για μας στο προετοιμασμένο του πιάνο, το οποίο κράτησε μάλιστα ορθάνοιχτο ώστε να μπορούμε να βλέπουμε κάθε μικροπαρέμβαση που είχε κάνει. 

Κατόπιν, μας παρέλαβε ο Dr. Michael Wenzel, τον οποίον ανακηρύξαμε με ένα στόμα/μια φωνή ως τον πλέον καταπληκτικό ξεναγό της περιοδείας: ένας απίστευτα μεταδοτικός άνθρωπος, μας ξετύλιξε το Ντίσελντορφ και το μουσικό του παρελθόν κομμάτι-κομμάτι, από τα τζαζ στέκια στους Kraftwerk και στους Neu!, στην άνοδο έπειτα της πανκ σκηνής και από εκεί στο «Salon des Amateurs», το στέκι των εναλλακτικών μουσικών του σήμερα. 


Μας πήγε στο μέρος όπου βρισκόταν το θρυλικό Kling Klang στούντιο των Kraftwerk, ύστερα στη γκαλερί/δισκοπωλείο Slowboy όπου μας περίμενε η Miki Yui –χήρα του Klaus Dinger, η οποία πρόσφατα έβγαλε ένα εντυπωσιακό λεύκωμα για εκείνον– ενώ στη συνέχεια φρόντισε να συναντήσουμε τον Haru Specks, έναν επιβλητικό τοπικό θρύλο, που με το ροζ του σολομού κοστούμι του και το φορητό του πικάπ λειτούργησε ως ο κινούμενος DJ μας: σε όποιο μέρος δηλαδή κι αν στεκόμασταν, μας έπαιζε κι ένα κατάλληλο τραγούδι, κάνοντας τη μουσική ιστορία της πόλης να λάβει σάρκα και οστά. Προσωπική αγαπημένη στιγμή, το χτύπημα του πρωτόλειου γερμανικού πανκ μπροστά στην είσοδο του Ratinger Hof, αλλά και η θλιβερή ιστορία του πρωτοπόρου Wolfgang Riechmann, ένα δείγμα της δουλειάς του οποίου σας περιμένει στο βιντεάκι στο φινάλε του παρόντος οδοιπορικού. 


Η παρέα μας είχε στο μεταξύ μεγαλώσει: στο καφέ «Enuma», όπου φάγαμε ένα ελαφρύ μεσημεριανό, προστέθηκε η Helma Kremer, υπεύθυνη του τουριστικού μάρκετινγκ της πόλης και άριστη γνώστρια της ελληνικής γλώσσας, καθώς και μερικοί ντόπιοι δημοσιογράφοι που είχαν αναλάβει να γράψουν για το ταξίδι μας. Η αφεντιά μου και ο Vic Galloway –εκπρόσωπος της Σκωτίας και του BBC, συγγραφέας επίσης του βιβλίου «Songs In The Key Of Fife»– μάλλον υπήρξαμε οι πιο κοινωνικοί της ομήγυρης, με αποτέλεσμα να δούμε την επόμενη μέρα τα ονόματά μας να φιγουράρουν στο ρεπορτάζ της εφημερίδας «Rheinische Post»


Τόσο μας άρεσε το Ντίσελντορφ, ώστε χαζολογήσαμε αρκετά στους δρόμους του –περνώντας και από το μουσείο memorabilia του Elvis Presley, το οποίο φιλοξενεί τη μεγαλύτερη διεθνώς συλλογή μετά από εκείνη στη Graceland– κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα να προλάβουμε στο τσακ την εκπληκτική έκθεση φωτογραφίας του Wolfgang Tillmans. Δειπνήσαμε κατόπιν στο  «Pardo» και οδεύσαμε στο Salon des Amateurs, όπου μας περίμενε μια πλειάδα νέων μουσικών της πόλης, από πολλές τάσεις και είδη: folk rock τροβαδούροι σαν τους Early Autumn Break, (νεο)kraut σχήματα σαν τους Stabile Elite, ακόμα κι ένα μέλος των Die Krupps έδωσε το παρών. Η βραδιά έκλεισε με μια λάιβ εμφάνιση του Stefan Schneider των To Rococo Rot παρέα με τον Sven Kacirek, σε άκρως πειραματικούς και ελλειπτικούς ρυθμούς.

3η στάση: Βερολίνο

Το Βερολίνο δεν χορταίνεται. Όσες μέρες κι αν κάτσεις, θέλεις κι άλλο κι έχουν δίκιο όσοι λένε πως πρόκειται για την ομορφότερη πόλη της Ευρώπης. Η πρώτη μας μέρα εκεί προβλεπόταν χαλαρή και με κάποιον ελεύθερο χρόνο, τον οποίον αξιοποιήσαμε κάνοντας βόλτα στην Alexanderplatz. 

Κατόπιν, οι άνθρωποι της Initiative Musik μας πήγαν στο Kreuzberg και εκεί χωριστήκαμε σε δύο ομάδες, καθώς άλλοι προτίμησαν να πάνε στο «Badeschiff» να δουν τη Dear Reader κι άλλοι στο μίνι φεστιβάλ που διοργάνωνε το περιοδικό «Intro» στο Bi Nuu, με επικεφαλής τους Still Parade και κρυφό χαρτί της βραδιάς τους To Kill A King. Η νύχτα έμελλε να έχει μεγάλη διάρκεια: ούτε ξέρω πόσα λίτρα φοβερής ντόπιας μπύρας ήπιαμε στην απόμερη παμπ «Das Gift», την οποία έχει ανοίξει ο Barry Burns των Mogwai. Κι επειδή ακριβώς είναι ο Barry Burns, αν ποτέ βρεθείτε εκεί τσεκάρετε το τζουκ-μποξ: σας προκαλώ να βρείτε καλύτερο στον κόσμο, αν είστε αληθινοί φίλοι της alternative μουσικής.


Η δεύτερη μέρα, πάλι, ήταν αυτό που στα μέρη μας λέμε «βαράτε». Το πρωί επισκεφθήκαμε το Κοινοβούλιο (Reichstag), κτίσμα αληθινά εντυπωσιακό, με αρχαιοελληνική πρόσοψη κι έναν υπερμοντέρνο θόλο στο εσωτερικό, από την κορυφή του οποίου βλέπεις πιάτο τη γερμανική πρωτεύουσα. Ύστερα χαζέψαμε την Πύλη του Βραδεμβούργου, η οποία είναι τόσο όμορφη, όσο τη θέλει ο πρωσικός της μύθος (εμφανή, βέβαια, τα αρχιτεκτονικά δάνεια από την Ακρόπολη) κι έπειτα πήγαμε στο επίσημο γεύμα που θα παρέθετε προς τιμήν μας το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών. Ο herr Uwe Heye φρόντισε ώστε να περάσουμε πολύ ωραία, μακριά από βαρετές τυπικότητες και σφιχτοκουμπωμένα τελετουργικά. Μάλιστα, μας μίλησε και για τα δικά του μουσικά ακούσματα, όπως και για τη ροκ σκηνή που κατάφερε να αναπτυχθεί επί Ψυχρού Πολέμου στην Ανατολική Γερμανία. 

Μετά μας παρέλαβαν οι Robosonic και μας έκαναν μια κατατοπιστικότατη περατζάδα στο Kreuzberg, κατά την οποία δείξαμε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το δισκοπωλείο Spacehall, το δυστυχώς καμένο πια ιστορικό λαϊβάδικο «Festsaal Kreuzberg» (θα το ανοικοδομήσουν) και το εκπληκτικό ροκ/πανκ κλαμπ S036, όπου απολαύσαμε την ιστορία που μας διηγήθηκαν οι συνιδιοκτήτριές του για τη συναυλία των Agnostic Front, η οποία ακολουθήθηκε από το πάρτυ των γκέι μουσουλμάνων του Βερολίνου. Και μετά είχε κρουαζιέρα!

Κρουαζιέρα με τα όλα της, κυρίες και κύριοι, ήταν ίσως το σημείο εκείνο στο ταξίδι μας όπου θαύμασα τη γερμανική αποτελεσματικότητα: καθώς το πλοιάριο διέτρεχε τον ποταμό Spree κι εμείς χαζεύαμε τα αξιοθέατα (π.χ. το φοβερό Μουσείο της Περγάμου), η Initiative Musik έβαλε δύο καλλιτέχνες τους οποίους ενδιαφερόταν να παρακολουθήσουμε να παίξουν πάνω εκεί, πετυχαίνοντας το απόλυτο δύο σε ένα. 


Τον Kid Simius σημειώστε τον, γιατί μπορεί να τον ακούσετε ξανά, support στους Prodigy ή με αυτόνομη επιτυχία. Δεν παίζει κάτι φοβερό ή πρωτότυπο, σπίτι θα θεωρούσα τη μουσική του ως έναν μάλλον φτωχό συγγενή της παρακαταθήκης του Fatboy Slim. Λάιβ, όμως, ο τύπος απλά τα έσπαγε, ρίχνοντας στην πρώτη γραμμή την υπερκινητική του περσόνα και δημιουργώντας τρελό κέφι και διάθεση για χορό. 

Οι Claire ενθουσίασαν αρκετούς από το γκρουπ μας κι έμεινα έτσι να απορώ για το αν ήμουν εγώ ο γκρινιάρης της υπόθεσης: όχι ότι δεν ήταν καλοί· ίσα-ίσα, υπερασπίστηκαν πειστικότατα και με θαυμάσια performance τον κάπου μεταξύ ποπ και ηλεκτρονικών ήχο τους. Νομίζω, ωστόσο, ότι κυκλοφορούν πάρα πολλές τέτοιες μπάντες στις μέρες μας. Καλού-κακού, εντούτοις, προμηθεύτηκα το άλμπουμ τους και θα τα ξαναπούμε στη σχετική κριτική. 


Παρότι η βραδιά θα ολοκληρωνόταν με clubbing, οι περισσότεροι δεν είχαμε πια το κουράγιο, ύστερα από μια τόσο γεμάτη ημέρα. Προσωπικά αμφιταλαντεύτηκα, καθώς ήθελα να πάω στο Watergate, τελικά όμως προτίμησα να συναντήσω τον φίλο μου τον Έρικ Λίπκε (Erik Lipke), τον οποίον είχα να δω 20 ολόκληρα χρόνια. Τα κλαμπ μπορούν να περιμένουν μια επόμενη επίσκεψη, οι άνθρωποι μετράνε περισσότερο.

Το Βερολίνο ολοκληρώθηκε για μας το επόμενο πρωί, όταν, φορτωμένοι τα μπαγκάζια μας και πριν πάρουμε το τρένο για Αμβούργο, πήγαμε σε μια τρισδιάστατη έκθεση αφιερωμένη στους Kraftwerk και στη μουσική τους. Χαζέψαμε ομαδικά, ήταν ό,τι πιο κοντινό μπορούσε να φανταστεί κανείς σε βιντεοκλίπ των Hütter & Schneider ή σε κάποια συναυλία τους τον παλιό (καλό) καιρό. 

4η στάση: Αμβούργο

Το Αμβούργο μας εξέπληξε με το μέγεθός του και τον πολυδιάστατο χαρακτήρα του. Αν και κύριος στόχος μας ήταν το μεγάλο Dockville Festival, του οποίου η Initiative Musik είχε κανονίσει να παρακολουθήσουμε 2 από τις 3 μέρες ως επίτιμοι καλεσμένοι (κι έτσι μέναμε κοντά σε εκείνη την περιοχή), η κλαμπότσαρκα την οποία κάναμε την πρώτη μας βραδιά στάθηκε αποκαλυπτική για το τι εστί Αμβούργο. 


Άλλωστε, η παραμονή μας εκεί ξεκίνησε με ένα από τα highlights του ταξιδιού: πριν καν μεταβούμε στο ξενοδοχείο, είχαμε μια συζήτηση στρογγυλής τραπέζης με τον Michael Rother των Neu! και των Harmonia, τον Kurt Dahlke (Der Plan, Pyrolator) και τον Andreas Dorau. Θα προσπαθήσω να μεταφέρω το περιεχόμενό της σε μορφή συνέντευξης σε κατοπινή δημοσίευση, καθώς ειπώθηκαν πράγματα μεγάλης σημασίας για το krautrock και το γερμανικό new wave. 

Σειρά, έπειτα, είχε το ξενοδοχείο, λίγη ανάπαυση και βουρ για το Dockville Festival, ο διοργανωτής του οποίου Jean Rehders μας περίμενε, εξασφαλίζοντας όλα τα κομφόρ και ξεναγώντας μας σε κάθε χώρο και δραστηριότητα του φεστιβάλ. Αν και χάθηκα λίγο την πρώτη μέρα, τη δεύτερη –όταν πια είχα μάθει τα κατατόπια– αντιλήφθηκα ότι όσα μας είπε, ίσχυαν μέχρι κεραίας. 


Το Dockville μπορεί να μη βασίζεται στο εκπληκτικό line-up με τα φοβερά ονόματα πρώτης γραμμής, ποντάρει όμως πολύ στη φεστιβαλική εμπειρία. Διαθέτοντας έναν απίστευτο χώρο, αληθινά τεράστιο (με την κυριολεκτική σημασία της λέξης), μια υποδειγματική οργάνωση που σου επιτρέπει να μετακινείσαι άνετα από σκηνή σε σκηνή, αλλά και να τρως/πίνεις χωρίς ποτέ να πέσεις σε ουρές (και μιλάμε για μεγάλη ποικιλία σε φαγητό, όχι αστεία), το Dockville σε καλεί να περάσεις καλά μετά μουσικής και όχι να το επισκεφθείς μόνο για τη μουσική. Πράγμα που, σε δεύτερο επίπεδο, του επιτρέπει να λειτουργεί και τοπικά –ποντάροντας σε ανερχόμενα ονόματα από τη γερμανική σκηνή– αλλά και να τολμά να προτείνει στο κοινό του. 

Ο Rehders μας είπε πως φιλοδοξούν να γίνουν το μεγαλύτερο φεστιβάλ στον βορρά μετά το Roskilde και ότι για το 2013 ανέμεναν 40.000 με 50.000 επισκέπτες ανά ημέρα. Δεν βλέπω τον λόγο να μην το καταφέρουν. Η απήχηση του Dockville στη νεολαία ήταν το κάτι άλλο, μιλάμε για χιλιάδες επί χιλιάδων θεατών, στη συντριπτική τους πλειονότητα μεταξύ 16 και 25 ετών

Την πρώτη μέρα δεν καθίσαμε πολύ στα κυρίως μουσικά δρώμενα, καθώς λαχταρούσαμε να δούμε και τη νυχτερινή ζωή στην πόλη. Παρακολουθήσαμε πάντως τους Foals, οι οποίοι τράβηξαν κάμποσο κόσμο στη μεγάλη σκηνή (ήταν άλλωστε headliners) και έδειξαν να έχουν ρεύμα. Εμένα, πάντως, εξακολουθούν να μου θυμίζουν πολλά πράγματα που προτιμώ να τα ακούω ως έχουν (τους Cure π.χ.), ενώ συνεχίζω να μην βρίσκω θελκτική τη φωνή του Γιάννη Φιλιππάκη.

Αλλά τη δεύτερη μέρα, του δώσαμε και κατάλαβε. Οι When The Saints Go Machine έπαιζαν μες το μεσημέρι (και ήταν ένα ζεστό μεσημέρι), παρ' όλα αυτά κέρδισαν εντυπώσεις. Ακόμα καλύτεροι αποδείχθηκαν οι Kitty, Daisy & Lewis –μια οικογενειακή υπόθεση με ρετρό ήχο, που στο ζωντανό τσακίζει κόκαλα. Οι Fenster μάζεψαν κόσμο στη Vorschot σκηνή, ωστόσο οι λεπτές ποιότητες της ποπ τους μάλλον ταιριάζουν περισσότερο σε κάποιο κλειστό χειμερινό κλαμπ. Οι Crystal Fighters παραήταν ίσως πιτσιρίκια για τους μεγαλύτερους από μας και οι αναφορές τους στο παρελθόν παραγίνονταν εμφανείς, έκαναν όμως θραύση στον νεαρόκοσμο και αποθεώθηκαν. 

Είδα επίσης την ανερχόμενη Leslie Clio, top-10 καλλιτέχνη στην κεντρική Ευρώπη που ίσως κερδίσει σύντομα το soul pop κοινό της Βρετανίας. Και μου απέδειξε γιατί υπάρχει αυτό το hype γύρω της: έχει τραγούδια με τα απαραίτητα pop hooks και μπορεί να σταθεί καλά πάνω στη σκηνή. Καθώς βράδιαζε, έπειτα, ο Mac Milller έκανε άπειρες αμερικανιές στη Grossschot σκηνή, έπαιξε όμως ενεργητικά και δυναμικά, «ζεσταίνοντας» ιδανικά τον κόσμο για τον headliner Woodkid. 


Ο Woodkid, που λέτε, θεωρείται αρκετά μεγάλο όνομα εκεί στη Γερμανία και το κοινό έκανε σαν παλαβό για τα πομπώδη, υπερ-δραματικά και όχι και τόσο ενδιαφέροντα (τελικά) κάτω από την επιφάνεια τρικ του. Αργά τη νύχτα θα έπαιζε και ο John Talabot, αλλά το ξενύχτι και η μπυροποσία της προηγούμενης βραδιάς με έβαλε στους εξοντωμένους της ομάδας. Άντεξα όμως να δω τον Christian Löffler πριν κινήσω για το ξενοδοχείο, σε ένα α-λα-Pantha Du Prince σετ, το οποίο αναντίρρητα διέθετε παλμό και ενδιαφέρουσες στιγμές. 

Πάντως, πέρα από τα όσα είδα, άκουσα, έμαθα –και όπως αντιλαμβάνεστε ούτε λίγα ήταν, ούτε και μέτρια ή αδιάφορα (κάθε άλλο)– το μεγαλύτερο κέρδος από τη μουσική τουρνέ στη Γερμανία ήταν οι άνθρωποι. Χάρη στα προαναφερθέντα παιδιά από την Initiative Musik, αλλά και στους Bartek Chaciński (Πολωνία), Emilio Colasanti (Ιταλία), Jocelyne Fotso (Καμερούν), Vic Galloway (Σκωτία), Helen Herimbi (Νότια Αφρική), Sergey Illin (Ουκρανία), Glenn Jackson (Η.Π.Α.), Jinseop Lee (Νότια Κορέα, ο ακούραστος φωτογράφος της παρέας), Misha Loots (Νότια Αφρική), Ilkka Mattila (Φινλανδία), Shuya Okino (Ιαπωνία), Ben Rayner (Καναδάς), Aivar Tonso (Εσθονία) και Austin Trunick (Η.Π.Α.), το ταξίδι αυτό έγινε για μένα ένα από τα πιο συναρπαστικά πράγματα που έκανα στη ζωή μου. 

Ο αποχαιρετισμός, λοιπόν, έγινε σε κλίμα μεγάλης συγκίνησης. Όμως, όπως μου έγραψε πρόσφατα και ο Vic, το πιθανότερο είναι ότι οι περισσότεροι από την εν λόγω παρέα θα καταφέρουμε να παραμείνουμε φίλοι για μια ζωή.



05 Σεπτεμβρίου 2023

Hauschka - συνέντευξη (2013)


Κάνοντας μια εκλεκτική αναφορά στον Βοημό συνθέτη Vincent Houška, ο 57χρονος Volker Bertelmann από το χωριό Ferndorf της Γερμανίας σταδιοδρομεί με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Hauschka. Κοντά 20 χρόνια, πια, αφού τόσα κοντεύουν να συμπληρωθούν από το ντεμπούτο του «Substantial» (2004).

Ο Hauschka, λοιπόν, έχει αναδειχθεί σε αδιαφιλονίκητο μάστορα των ημερών μας στον μουσικό πειραματισμό που στηρίζεται στο προετοιμασμένο πιάνο, μα και σε έναν από τους πιο ενδιαφέροντες δημιουργούς στο μεσοδιάστημα της λόγιας (κλασικής) και της ηλεκτρονικής έκφρασης. Πρόσφατα, μάλιστα, κέρδισε και τη μεγαλύτερη διεθνή διάκριση της καριέρας του, λαμβάνοντας το βραβείο Όσκαρ Καλύτερου Soundtrack για τη δουλειά του στη συζητημένη ταινία του Edward Berger «Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο» (All Quiet on the Western Front, 2022).

Στο πλαίσιο του επαγγελματικού ταξιδιού που έκανα στη Γερμανία τον Αύγουστο του 2013 (στο οποίο το blog έχει κάνει κι άλλες αναφορές), συνάντησα τον Hauschka στο Ντίσελντορφ (Düsseldorf), στον πολυχώρο όπου διατηρεί το δικό του στούντιο ηχογραφήσεων. Εκεί, λοιπόν, αφού είδαμε μια επίδειξη προετοιμασμένου πιάνο, είχα την ευκαιρία να κάνουμε και μια κουβέντα: πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, λίγο μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα –και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η πρώτη προέρχεται από το ταξίδι στο Ντίσελντορφ και ανήκει στον συνοδοιπόρο Lee Jinseop. Η κάτωθι προέρχεται από promo υλικό που διακινήθηκε στον Τύπο


Βασίζεσαι αποκλειστικά στον αυτοσχεδιασμό, όταν γράφεις μουσική;

Τα πάντα είναι αυτοσχεδιασμός, ναι. Βέβαια, μπορεί στη διάρκειά του να ανακαλέσω ορισμένα βασικά θέματα που μου αρέσουν ή να βασιστώ σε κάποιες νότες τις οποίες αγαπώ ιδιαίτερα και χρησιμοποιώ συχνά. Ψάχνω πάντα ένα συναίσθημα, σε κάθε κομμάτι.

Είχες ροκ μπάντα στην εφηβεία, άφησες μετά τη μουσική για να σπουδάσεις ιατρική και οικονομικά, ξαναγύρισες στη μουσική ως μέλος ενός χιπ χοπ διδύμου. Λες κι έκανες ό,τι ήταν δυνατόν για να αποφύγεις την κλασική σου, πιανιστική παιδεία...

Αυτή ακριβώς η κλασική μου παιδεία ήταν όμως κι εκείνο που με φόβιζε περισσότερο... Έχοντας μελετήσει όλους τους μεγάλους πιανίστες, δηλαδή, το πρώτο πράγμα που σκεφτόμουν είναι ότι θα βρισκόμουν εντελώς στη σκιά τους, αν έκανα ένα άλμπουμ βασισμένο σε πιάνο. 

Η καθοριστική στροφή σημειώθηκε το 2001, ενώ βρισκόμουν στα ουαλικά βουνά, σε έναν φίλο μου ο οποίος έχει εκεί  στούντιο ηλεκτρονικής μουσικής. Αυτός, λοιπόν, με έπεισε ότι έπρεπε να δοκιμάσω. Κι έτσι βγήκε το «Substantial» το 2004, μετά το οποίο άρχισα την οριστική εξερεύνηση των δυνατοτήτων του προετοιμασμένου πιάνου, που αποτέλεσε το κύριο πεδίο ενδιαφέροντός μου στο «The Prepared Piano» του 2005.

Και πάλι, όμως, βρήκες έναν τρόπο να μην κάνεις κλασική μουσική! Είναι τυχαίο που οι δίσκοι σου αρέσουν περισσότερο σε κοινό που ακούει ηλεκτρονικά ή/και πειραματικά πράγματα;

Δεν μου αρέσει να χαράσσω τόσο αυστηρές διαχωριστικές γραμμές... Ωστόσο, υπάρχει μια αλήθεια στην παρατήρησή σου. Γιατί η κλασική παιδεία που λάμβανες στα χρόνια μου ήταν πάρα πολύ αυστηρή. Θυμάμαι, ας πούμε, πόσο μου άρεσαν οι Beatles. Όμως ένα τέτοιο όνομα δεν μπορούσες ούτε καν να το αναφέρεις. 

Αντέδρασα από μικρός σε αυτήν την αποστείρωση και νομίζω ότι, ακόμα κι όταν συμφιλιώθηκα τελικά με το πιάνο, ήθελα να μπορώ να εκφράζομαι σε πεδία δίχως στεγανά. Αλλά και πολλοί ηλεκτρονικοί μουσικοί έχουν στεγανά, ξέρεις: γίνονται απίστευτα αντιδραστικοί όταν τους προτείνεις να ξεφύγουν λίγο εδώ ή εκεί. Όσο αντιδραστικός μπορεί να γίνει κι ένας στενόμυαλος κλασικός μουσικός.

Δεν υπερτερεί όμως το πιάνο με ουρά του προετοιμασμένου πιάνου;

Πιστεύω είναι θέμα οπτικής... Τι θέλεις δηλαδή να δώσεις με τη μουσική σου. Το πιάνο με ουρά διαθέτει όγκο, ας πούμε. Το δικό μου το πιάνο δεν τον έχει, αλλά μπορεί να σουϊνγκάρει. Εμένα λοιπόν αυτό μου πάει περισσότερο, γιατί λειτουργώ με τον ρυθμό, μου αρέσει να αφήνομαι να με οδηγεί. Υπάρχει, επίσης, ένα θέμα ίματζ: το πιάνο με ουρά, ακόμα και ως παρουσία, δημιουργεί την εικόνα ενός «κατεστημένου». Δεν θα έπρεπε να είναι έτσι, βέβαια –όμως πολλοί άνθρωποι το βλέπουν έτσι. Προσωπικά δεν το απορρίπτω, κάθε άλλο. Απλά νιώθω πιο άνετα σε μικρότερες κλίμακες.

Έχουν έρθει ποτέ κλασικοί πιανίστες στις συναυλίες σου, να σε βρουν και να σου μιλήσουν;

Βέβαια, τυχαίνει αρκετά συχνά μάλιστα. Δεν έχω κάτι να κρύψω, αν υπάρχει ο χρόνος κάθομαι και τους δείχνω τα πάντα. Τους εκπλήσσει, ίσως δεν είναι συνηθισμένοι σε τόσο ανοιχτή συζήτηση για τα «μυστικά» κάθε μουσικού.

Πώς διαλέγεις αλήθεια τι ακριβώς τοποθετείς στο πιάνο σου σε κάθε λάιβ;

Έχω μια ρευστή ψυχή και γίνεται συχνά παράγοντας δυσκολίας. Γενικά, έχω την ανάγκη να μη βαριέμαι –και τις βαριέμαι τις «κανονικές» καταστάσεις. Ας πούμε, μου αρέσει να βουτάω ό,τι βρίσκω μπροστά μου και να φεύγω για ένα λάιβ, αλλά έρχομαι ύστερα σε δύσκολη θέση όταν ανακαλύπτω ότι λείπει κάτι βασικό. 

Όταν παίζω στο εξωτερικό, η λύση για μια τέτοια κατάσταση είναι μία: βγαίνεις να ψωνίσεις ό,τι σε ιντριγκάρει. Θυμάμαι ας πούμε στην Τουρκία, που βρήκα κάποιες μεταλλικές μπάλες μικρού μεγέθους. Ή μια άλλη συναυλία, στην οποία ο διοργανωτής έβαλε μέσα στο πιάνο μου μια κάμερα-ρομπότ, τη συνδύασε με προτζέκτορα και το κοινό μπορούσε να βλέπει απευθείας το τι γινόταν μέσα στο όργανο, καθώς έπαιζα.

Έχεις μπλέξει ποτέ ευρισκόμενος σε ξένη χώρα, λόγω των όσων έχεις ψωνίσει;

Την πρώτη μου φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες, βρέθηκα στο τελωνείο με μια τσάντα γεμάτη μηχανικούς δονητές, σαν εκείνους περίπου που χρησιμοποιούμε στα κινητά τηλέφωνα, αλλά κάπως μεγαλύτερους. Ο υπάλληλος εκεί με κοίταξε καλά-καλά, με ρώτησε τι είναι όλα αυτά κι έπρεπε να δείτε το ύφος του όταν του εξήγησα ότι τα βάζω μέσα στο πιάνο! Δεν άκουγε τίποτα, πείστηκε μόνο όταν ένας συνάδελφός του με γκούγκλαρε και του έδειξε το σχετικό υλικό. Έπεσα μάλιστα στον ίδιο σε κάποια επόμενη επίσκεψη και με αναγνώρισε. «Α, ο πιανίστας!», μου είπε, «τι παλαβό κουβαλάς πάλι μαζί σου»;