04 Σεπτεμβρίου 2023

Leslie Clio - συνέντευξη (2013)


Τον Αύγουστο του 2013, το Dockville Festival που παρακολούθησα στο Αμβούργο, στο πλαίσιο του επαγγελματικού ταξιδιού που έκανα τότε στη Γερμανία, έδινε την ευκαιρία ορισμένων συνεντεύξεων με τους καλλιτέχνες τους οποίους φιλοξενούσε. 

Έτσι, αφού είδαμε μια μαχητική soul pop performance από τη γέννημα-θρέμμα του Αμβούργου τραγουδοποιό Leslie Clio, αποφασίσαμε να την αναζητήσουμε από κοινού με τον συνάδελφο που εκπροσωπούσε την Ουκρανία στο ταξίδι, τον Sergey Illin. Μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα, η συνέντευξη που προέκυψε πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis κι αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

Η Leslie Clio μας φάνηκε, τότε, ως μια σταρ εν τη γενέσει της, η οποία αποκτούσε ένα «καυτό» όνομα στην κεντρική Ευρώπη και θα μπορούσε, ίσως, να κάνει το μεγάλο πέρασμα στην αγορά της Βρετανίας. Μια δεκαετία μετά, ωστόσο, είναι φανερό πως τίποτα τέτοιο δεν συνέβη: δικαίως ή αδίκως, πέσαμε έξω στις εκτιμήσεις μας με τον Sergey, με την τραγουδοποιό να παραμένει μεν ενεργή, μα να έχει χάσει την top-15 δυναμική που είχε στη Γερμανία όταν τη γνωρίσαμε, υποχωρώντας κάτω από το top-40 της νυν επικαιρότητας. Θα έχω να θυμάμαι, πάντως, ότι μου έδωσε τον καλύτερο ορισμό που έχω ακούσει για το τι είναι ποπ μουσική.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό, το οποίο παραχωρήθηκε για τις ανάγκες του δημοσιεύματος


Στο ντεμπούτο σου «Gladys» (2013), στέκεσαι μεταξύ κοριτσιού και γυναίκας. Ενώ οι στίχοι σου θίγουν θέματα που απασχολούν τα κορίτσια στο τέλος της εφηβείας (ή λίγο έπειτα), δηλαδή, ο τρόπος με τον οποίον τραγουδάς, αλλά και η γενικότερη «αύρα» σου, αποπνέουν την ωριμότητα ενός διαφορετικού ηλικιακού σταδίου. Πώς το χειρίζεσαι αυτό το δίπολο σε μια ζωντανή εμφάνιση; 

Εξαρτάται πλήρως από τον χώρο όπου εμφανίζομαι, γιατί και τα δύο αποτελούν κομμάτι του ποια είμαι. Μια σημαντική διάκριση, ας πούμε, γίνεται μεταξύ των μεγάλων, υπαίθριων φεστιβάλ και των συναυλιών σε μικρά, κλειστά κλαμπ. 

Στην πρώτη περίπτωση, θα έχεις πιθανότατα να κάνεις και με ανθρώπους που δεν σε ξέρουν και θα κάτσουν να σε ακούσουν από περιέργεια. Πρέπει, επομένως, να τους κεντρίσεις την προσοχή και να τους πείσεις να μείνουν. Άρα δεν υπάρχει χώρος για πολλές-πολλές μελαγχολίες, ειδικά αν μιλάμε για καλοκαιρινή σεζόν, με τον ήλιο από πάνω να λάμπει! Βγάζω λοιπόν τα πιο συναισθηματικά μου ερωτικά τραγούδια από το σετ και βάζω στη θέση τους κάποιες διασκευές με πιο ανεβαστικό τέμπο. 

Στη δεύτερη περίπτωση, όμως, έχεις να κάνεις με το πιο δικό σου κοινό, το οποίο θα έρθει συνειδητά να σε δει έχοντας ακούσει το υλικό σου: θα περιμένει, έτσι, να δει κι αυτό σου το πρόσωπο. 

Όταν πήγαινες σχολείο, ήσουν το ρομαντικό κορίτσι; Ή περισσότερο εκείνο που θα έβρισκες πιθανότατα μπλεγμένο σε καυγάδες;

Τίποτα από τα δύο! Ήμουν το αστείο κορίτσι, ο κλόουν της τάξης! (γελάει)

Μου κάνει εντύπωση που φοράς t-shirt της Céline Dion! Είσαι στ' αλήθεια φαν της;

Όχι! Εξακολουθώ όπως βλέπεις και παραμένω το αστείο κορίτσι –το φοράω ακριβώς επειδή ξέρω ότι θα δημιουργήσει ντόρο και απορίες!

Πάντως ασχολείσαι κι εσύ με την ποπ. Τι είναι ποπ για σένα; Πώς την έχεις στο μυαλό σου;

Ποπ είναι η μουσική η οποία έλκει όσους δεν ακούν ιδιαίτερα μουσική, όταν την πετυχαίνουν στο ράδιο. Είναι εύκολο να την ακούσεις, εύκολο να τραγουδήσεις κι εσύ κάποιον στίχο της, εύκολο να τη θυμάσαι. Κι έχει ταυτόχρονα πολλά πρόσωπα, δεν πρόκειται για κάτι το μονοδιάστατο. 

Υπάρχει κάποιο στιγμιότυπο της μέχρι τώρα πορείας σου, στο οποίο θα ταίριαζε ο χαρακτηρισμός ροκ εν ρολ; 

Τώρα θα φανεί η χαζή η απάντησή μου, αλλά θα έλεγα οι συναυλίες. Γιατί έχω πραγματικά ευχαριστηθεί κάθε μου συναυλία μέχρι σήμερα και καμία δεν ήταν ίδια με κάποια άλλη. Με αυτή την έννοια το λέω ροκ εν ρολ, του απρόβλεπτου: είναι απλά αδύνατον να κάνεις προβλέψεις για το πώς θα είναι τα πράγματα στο επόμενο μέρος το οποίο θα επισκεφθείς.  

Πρέπει να είσαι ικανοποιημένη από την απήχηση του «Gladys» στην πατρίδα σου, καθώς έξυσε το γερμανικό top-10. Ευελπιστείς και σε επιτυχία έξω από την αγορά της κεντρικής Ευρώπης;

Πολλά πράγματα στη μουσική, όπως και στη ζωή, εξαρτώνται ξέρεις από το τάιμινγκ... Το «Gladys» κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο και από τότε μέχρι τώρα τον Αύγουστο που μιλάμε βρίσκομαι συνεχώς σε κίνηση, δίνοντας συναυλίες στη Γερμανία, στην Αυστρία και στην Ελβετία. Η περιοδεία μου τελειώνει τον Οκτώβριο. 

Όλα αυτά συνέβησαν σε διάστημα μερικών μόλις μηνών. Ασφαλώς και θέλω να μπορώ να παίζω και σε άλλα μέρη –με ενδιαφέρει λ.χ. η Σκανδιναβία, θα μου άρεσε να έρθω και στις δικές σας χώρες– αλλά για την ώρα θεωρώ πως όσα έχουν γίνει, είναι αρκετά. Ένα βήμα τη φορά. 

Δεν σχεδιάζεις λοιπόν να κατακτήσεις τον κόσμο;

Όχι! Είμαι ακριβώς το αντίθετο από ότι η Madonna στο ξεκίνημά της. Δεν είμαι η Madonna, όπως και να το κάνουμε: για να κάνεις κάτι τέτοιο εν έτει 2013, απαιτεί πολύ περισσότερα από όσα κάνουν εμένα να είμαι αυτή που είμαι. Ούτε Lady Gaga σκοπεύω να γίνω, έχουμε ήδη μία Lady Gaga. Ξαναρώτα με ίσως σε 5 χρόνια, δεν ξέρω. Πάντως για την ώρα νιώθω χαρούμενη με όσα συμβαίνουν, δεν υπάρχει κανένα πλάνο μεγάλης κλίμακας.

Ας υποθέσουμε, όμως, ότι γίνεσαι διεθνής ποπ σταρ, μια πραγματική ντίβα. Τι παλαβές επιθυμίες πιστεύεις ότι θα θες να εκπληρώσεις έχοντας ένα τέτοιο στάτους στα πράγματα; 

(γελάει) Μάλλον θα θέλω μια πισίνα. Α, και πόνι! Θα βάλω να γεμίζουν τα καμαρίνια μου με τέτοια μικρά ψεύτικα πόνι-παιχνίδια (μας δείχνει ένα που το έχει πρόχειρο στο τραπέζι) και θα λέω ότι δεν μπορώ να τραγουδήσω αν δεν περιστοιχίζομαι από τουλάχιστον πέντε πόνι. 

Τι είναι αυτό με τα πόνι; Κάτι από την παιδική σου ηλικία;

Α, όχι, όχι! Έπαιζα στη Λειψία χθες και ήταν τα γενέθλιά μου. Δεν υπήρχε χρόνος να κάνουμε φοβερά πράγματα ή κάποιο σπέσιαλ πάρτυ, αλλά βολτάραμε στο πανηγύρι της πόλης, ανέβηκα στη ρόδα του λούνα παρκ κι έπαιξα κι εκείνο το παιχνίδι με τον γερανό, που «ψαρεύεις» δώρα. Εκεί κέρδισα αυτό το πόνι. 

Η μουσική σου διαθέτει έντονο soul αποτύπωμα, πράγμα που σε φέρνει στο ίδιο ας πούμε είδος με αστέρες σαν την Joss Stone (με την οποία έχεις περιοδεύσει), τη Duffy ή την Adele. Σε ανησυχεί η προοπτική να ακουστείς στο εξωτερικό ως ακόμα μία τραγουδίστρια στα δικά τους βήματα;

Μα αποφεύγεις ποτέ τις συγκρίσεις στη ζωή; Δεν τείνουμε να εξηγούμε το κάθε τι στη βάση του «μοιάζει με αυτό κι εκείνο»; Δεν με πειράζει, ίσα-ίσα, τέτοιες συγκρίσεις είναι κολακευτικές. Και κάθε καλλιτέχνης, τελικά, είναι πάντα λιγάκι διαφορετικός από τους άλλους, ακόμα κι αν καταπιάνεται με τα ίδια πράγματα. 

Σου αρέσει τόσο πολύ η soul μουσική; Ψάχνεις δηλαδή και ως ακροάτρια την παλιά δισκογραφία του είδους;

Ναι, μου αρέσει πολύ. Βρίσκω μάλιστα απόλυτα πετυχημένο το όνομά της, γιατί αυτό ακριβώς με συγκινεί κι εμένα στη συγκεκριμένη μουσική: πρέπει να την τραγουδήσεις με την ψυχή σου. Αλλιώς δεν λειτουργεί. Με ιντριγκάρει, επίσης, που η soul έχει τόση ιστορία. Είναι μεγαλύτερη από μένα σε ηλικία, κάτι που μου ασκεί γοητεία. Προσπαθώ να βάζω και στα δικά μου τραγούδια τον αντίκτυπο από όλα τα παραπάνω. 




18 Αυγούστου 2023

Fenster - συνέντευξη (2013)


Τη δεκαετία μου από ένα θαυμάσιο επαγγελματικό ταξίδι στο Βερολίνο αναπολώ αυτές τις μέρες (έχω αναφερθεί ξανά, σε τούτο το blog) και σήμερα, μάλιστα, το Facebook μου θύμισε και μια καταπληκτική φωτογραφία που τραβήξαμε όλη η ομάδα στο Γερμανικό Κοινοβούλιο –αν και λείπει ο Μπάρτεκ που μας τράβηξε, ο οποίος είναι και από τους λίγους που κρατάμε έτσι περισσότερη επαφή.

Σε εκείνο το πλαίσιο, λοιπόν, έκανα και μια συνέντευξη με το συγκρότημα Fenster, μια διεθνή indie pop μπάντα αποτελούμενη (τότε) από έναν Γερμανό, μια Αμερικανίδα, έναν Γάλλο κι έναν Έλληνα, η οποία έδρευε στο Βερολίνο. Εγώ, βέβαια, τους συνάντησα στο Αμβούργο, στα παρασκήνια του Dockville Festival 2013 –και μίλησα μόνο με τον Jonathan Jarzyna και την JJ Weihl, καθώς ο Έλληνας της παρέας (Tadklimp, κατά κόσμον Θωμάς Χούσος) απουσίαζε. Απολαυστική συζήτηση, από τις καλύτερες που έχω κάνει με μουσικούς του εναλλακτικού φάσματος.

Το κείμενο που προέκυψε πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από τους ιθύνοντες του ταξιδιού μου για τους σκοπούς της δημοσίευσης


Είστε δεν είστε 3 χρόνια μαζί ως μπάντα, όμως δείχνετε πολύ ενεργοί: βγάλατε δίσκο και δίνετε διαρκώς συναυλίες. Το κάνετε επειδή σας αρέσει; Ή έτσι πρέπει να κινείται στις μέρες μας ένα νέο συγκρότημα που θέλει να τα καταφέρει; 

Jonathan: Λίγο-πολύ και τα δύο... Νομίζω ότι η μουσική βιομηχανία έχει αλλάξει στις μέρες μας: πηγή εισοδήματος για μια μικρή μπάντα δεν είναι πλέον οι πωλήσεις από τους δίσκους, αλλά οι συναυλίες. Πρέπει λοιπόν να περιοδεύεις πολύ. Από όσο επίσης ξέρω, ούτε οι εταιρείες σου υπογράφουν συμβόλαιο αν πρώτα δεν έχουν δει κάποιο λάιβ σου. Ενώ παλιότερα ήταν αρκετό να βγάλεις ένα σπουδαίο άλμπουμ, ας θυμηθούμε για παράδειγμα τους Beatles, οι οποίοι σταμάτησαν τις συναυλίες από ένα σημείο και μετά. Από την άλλη, πάντως, μας αρέσει και πολύ να βρισκόμαστε σε τουρνέ!

JJ: Ναι, έχουμε περάσει τον τελευταίο ενάμιση χρόνο δίνοντας συναυλίες. Στην αρχή, βέβαια, όλα ήταν καινούρια κι έπρεπε να οργανώσουμε έναν σωρό πράγματα, αλλά όσο περνάει ο καιρός βλέπεις να εξελίσσονται οι σχέσεις σου με τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ, υπάρχει ο αντίκτυπος των εμπειριών από όσα μέρη έπαιξες, όλα αυτά... Φυσικά, μια τουρνέ δεν έχει μόνο την καλή πλευρά της –πρόκειται για δουλειά. Ας πούμε, όμως, ότι είναι μια πολύ ευχάριστη δουλειά!

Τι άλλο καθορίζει στις μέρες μας την επιτυχία ενός συγκροτήματος στο ξεκίνημά του, εκτός από τις συναυλίες; Ίσως τα views στο YouTube;

Jonathan: Εκτός από τις συναυλίες, επιτυχία θεωρείται να παραχωρείς δικαιώματα τραγουδιών σε ταινίες ή σε διαφημιστικά. Είναι όμως περίεργες αυτές οι ισορροπίες. Είχαμε κι εμείς ορισμένες τέτοιες προσφορές, από διαφημιστικές εταιρείες, αλλά δεν προχωρήσαμε: όχι ότι δεν χρειαζόμασταν τα χρήματα, δεν λέω κάτι τέτοιο –πρέπει όμως να πειστούμε κι εμείς ότι ένα τραγούδι μας μπορεί να σχετιστεί κάπως με ένα προϊόν, ώστε να πούμε εντάξει. 

JJ: Αν μιλάμε δηλαδή για προϊόντα, θα το κάναμε για κάτι που θα μας φαινόταν κι εμάς κουλ και ταιριαστό. Ίσως και για μια τηλεοπτική σειρά που θα μας άρεσε. Ή για έναν καλό σκοπό. 

Πώς ξεκίνησαν οι Fenster; Ποιος ήξερε ποιον; 

Jonathan: Οι πρώτοι που γνωριστήκαμε ήμουν εγώ με την JJ. Υπήρξε ένα άμεσο «κλικ» μεταξύ μας, καθώς ανακαλύψαμε ότι είχαμε παρόμοιο γούστο στη μουσική. Σιγά-σιγά αρχίσαμε λοιπόν να παίζουμε μαζί, κυρίως στο σπίτι, αργότερα και σε μικρά μπαρ, όπου παρουσιάζαμε διασκευές και κερδίζαμε μεροκάματα. Όλα αυτά τα χρήματα πήγαν κατόπιν σε αγορά εξοπλισμού, στούντιο κ.ά. και ύστερα τα πράγματα έγιναν πιο σοβαρά, καθώς αρχίσαμε να γράφουμε δικά μας τραγούδια, βάζοντας πλώρη για τον πρώτο μας δίσκο. 

JJ: Και να φανταστείς, ο Jonathan γνώρισε τον Tadklimp τυχαία, στον δρόμο, ενώ έπαιζε μαζί με κάποιον άλλον φίλο! Στο Βερολίνο είναι συνηθισμένο κάτι τέτοιο, ειδικά το καλοκαίρι. Ο Tad καθόταν λοιπόν σε ένα μπαρ, άκουσε τον Jonathan να παίζει, του άρεσε κι άρχισαν να μιλάνε.

Α, αυτή είναι ωραία ιστορία!

JJ: Ναι, δεν είναι; (γέλια)

Jonathan: Είναι πραγματικά παράξενο, πάντως γίναμε πολύ καλοί φίλοι. Και χάρηκα που πείσαμε τον Tadklimp να έρθει στο Βερολίνο να μας κάνει την παραγωγή στο Bones. Ήμασταν ενθουσιασμένοι με την προσέγγισή του στη μουσική και δεν θέλαμε κανέναν άλλον. Δεν είναι εδώ τώρα, δυστυχώς, για να στα πει ο ίδιος, πάντως έχει σπουδάσει σύνθεση στην Πάτρα κι έτσι ξέρει απίστευτα πράγματα. 

Κι έπειτα, πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα; Πήγατε στη Morr Music και τους δείξατε τη δουλειά σας ή σας βρήκαν εκείνοι; 

Jonathan: Εκείνοι μας βρήκαν. Αρχικά είχαμε γράψει 8 τραγούδια για το Bones –αργότερα προστέθηκαν άλλα 4. Το σχέδιό μας, τότε, ήταν να έχουμε κάτι να δείξουμε στους συναυλιακούς χώρους, ώστε να μπορούμε να κλείσουμε ορισμένα λάιβ. Εκείνο το καλοκαίρι παίξαμε λοιπόν όπου ήταν δυνατόν στο Βερολίνο: σε σπιτικά πάρτυ, σε μικρές γκαλερί, όπου μπορείς να φανταστείς. Και κάπου μας πέτυχαν οι άνθρωποι της Morr Music, τους αρέσαμε και μας προσέγγισαν. 

Είστε μια πραγματικά διεθνής μπάντα. Θα μπορούσαν άραγε να υπάρξουν οι Fenster σε λιγότερο παγκόσμιους καιρούς; 

JJ: Πιστεύω πως ναι, έχει να κάνει με το Βερολίνο, είναι ένα τόσο ξεχωριστό μέρος... Για παράδειγμα, ο Tad διάλεξε το Βερολίνο θέλοντας να κάνει μουσική κι εγώ μετακόμισα εκεί από τη Νέα Υόρκη για άλλους λόγους, κατέληξα όμως επίσης στη μουσική. 

Jonathan: Πολύ καλή ερώτηση... Εγώ θα έλεγα όχι. Γιατί ο κόσμος έχει αλλάξει δραστικά στα τελευταία 15-20 χρόνια και μάλλον εκφράζουμε κι εμείς μια όψη αυτής της παγκοσμιοποίησης, αυτής της εποχής που οι άνθρωποι μετακινούνται τόσο πολύ από τους ιδιαίτερους τόπους τους.  

Είστε ευχαριστημένοι από τη μέχρι στιγμής πορεία του Bones;

JJ: Δεν είχαμε προσδοκίες για το Bones, όταν το φτιάξαμε το μόνο που θέλαμε ήταν να ηχογραφήσουμε έναν δίσκο. Και εκπλαγήκαμε όταν ήρθε η εταιρεία να μιλήσουμε και μας είπε ότι θέλει να το κυκλοφορήσει.

Jonathan: Ναι, έγιναν πολύ περισσότερα από όσα περιμέναμε –ο δίσκος, οι συναυλίες σε Γερμανία, μα και στο εξωτερικό... Νομίζω ότι χρειάστηκε κι εμείς να «μεγαλώσουμε» πολύ γρήγορα μέσα από αυτήν τη διαδικασία. Μάλιστα, όπως έχει πλέον η μουσική βιομηχανία, το κάθε επόμενο βήμα σου πρέπει να είναι μεγαλύτερο από το προηγούμενο. Κάτι που εμπεριέχει βέβαια και αρκετό άγχος, το οποίο παλεύουμε με το να σκεφτόμαστε πόσα πολλά έχουν ήδη συμβεί.

Η συγκεκριμένη λογική, του ακόμα μεγαλύτερου επόμενου βήματος, είδαμε κατά την προηγούμενη ειδικά δεκαετία να καταστρέφει πολλά υποσχόμενα βρετανικά σχήματα, τα οποία δεν μπόρεσαν να κάνουν έναν δεύτερο δίσκο αντάξιο του ντεμπούτο τους... 

JJ: Ναι, σε κάποιον βαθμό το αναλογιστήκαμε κι εμείς καθώς ηχογραφούσαμε το δεύτερο άλμπουμ μας και είδαμε πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα –όχι μόνο στο επίπεδο της μουσικής, αλλά και στη δική μας τη νοοτροπία. Στο Bones υπήρχε μια αφέλεια, μια αθωότητα καλύτερα. Πλέον υπάρχει και ο παράγοντας του τι μπορεί να περιμένει από σένα ένα κοινό. Είναι, όμως, κάτι το οποίο πρέπει να ζήσει και να ξεπεράσει κάθε μπάντα στο δικό μας στάδιο. Είναι καλό λοιπόν να ξέρεις πού βρίσκεσαι, τι έχει αλλάξει, προς τα πού σκοπεύεις να κινηθείς. 

Jonathan: Είναι επίσης και το γεγονός ότι το δεύτερο άλμπουμ το ηχογραφείς συνήθως ενώ ταυτόχρονα περιοδεύεις, κάτι που αλλάζει τις ψυχολογικές ισορροπίες μέσα σε ένα συγκρότημα: το κάθε μέλος βλέπει στην πράξη αν μπορεί να αντέξει την πίεση, ενώ παράλληλα φαίνεται και στην ομάδα αν πράγματι δένει και μπορεί να λειτουργήσει ως σύνολο.

JJ: Τότε γίνεται φανερό αν σου αρέσει όλο αυτό κι αν είσαι σε θέση να το κάνεις όχι μόνο ως ευχαρίστηση, μα και ως δουλειά. 

Jonathan: Στην αρχή μοιάζει σαν περιπέτεια και υπερισχύει ο ενθουσιασμός, μετά μπαίνουν στον λογαριασμό κι άλλα πράγματα... Εμείς, για παράδειγμα, καταλάβαμε τι σημαίνει ένταση στις 6 εβδομάδες που βρεθήκαμε στις Η.Π.Α. Άσχετα αν όλα πήγαν καλά. 

Πόσο διαφορετικό είναι να δίνεις συναυλίες στις Η.Π.Α., συγκριτικά με την Ευρώπη; 

Jonathan: Η Αμερική είναι σούπερ ανταγωνιστική. Μια περιοχή πολύ πιο δύσκολη, όπου υπάρχουν πάρα πολλές καλές μπάντες, οι οποίες έχουν περάσει αρκετές δοκιμασίες για να μπορέσουν να σταθούν εκεί όπου τις βρίσκεις

JJ: Πολιτιστικά, στην Ευρώπη υπάρχει μια διαφορετική λογική φιλοξενίας: σου εξασφαλίζουν μέρος να μείνεις, φαγητό και γύρω στα 45 λεπτά soundcheck. Στις Η.Π.Α. το περισσότερο που μπορείς να πάρεις είναι μια μπύρα κι ένα σακουλάκι πατατάκια και να σε αφήσουν να κοιμηθείς στη σκηνή όπου έπαιξες. Αλλά το κοινό είναι φανταστικό, συνδέεται πραγματικά με τη μουσική σου, υπάρχει αλληλεπίδραση. Σκοπεύουμε να ξαναπάμε στις Η.Π.Α. 

Σε ενδιαφέρει πολύ αυτή η αλληλεπίδραση, έτσι δεν είναι; Σε άκουσα πριν λίγο να απολογείσαι στο κοινό κατά τη διάρκεια του set σας, που δεν είχατε χρόνο να τους μιλήσετε περισσότερο....

JJ: Το βρίσκω απαίσιο να στέκεσαι εκεί πάνω και να μη λες κουβέντα. Αλλά είχαμε ένα ασφυκτικό πρόγραμμα να τηρήσουμε, δεν γινόταν διαφορετικά. 

Καταλαβαίνω τις κιθάρες και τα ντραμς, όμως πώς στο καλό κατασκευάζει κανείς ποπ τραγούδια χρησιμοποιώντας φτυάρια και χαλασμένα κυκλώματα; 

Jonathan: (γελάει) Υπήρχε βλέπεις εκείνο το κομμάτι, το "Gravediggers", οπότε κόλλησε πολύ να τοποθετηθεί στη σύνθεση ο ήχος από ένα φτυάρι! Τα χαλασμένα δε κυκλώματα είναι ακόμα πιο ενδιαφέροντα ηχητικά, γιατί η δυσλειτουργία τους παράγει ήχους τους οποίους δεν θα μπορούσες να φτιάξεις στο στούντιο. Σε εμπνέουν λοιπόν να ακολουθήσεις μια διαδρομή έξω από τα συνηθισμένα, κατασκευάζοντας ένα τραγούδι. 

Αποδέχεστε την ταμπέλα «indie pop» για τη μουσική σας;

Jonathan: Δεν μου αρέσει, είναι όμως ΟΚ όσο γίνεται αντιληπτή ως κάτι που δεν ανήκει στο mainstream, μα συνεχίζει να έχει τη βάση του στη μελωδία. Δεν έχω άλλωστε να συνεισφέρω κάτι καλύτερο: όταν με ρωτάνε τι μουσική παίζουμε, συνήθως απαντώ «ένα περίεργο είδος ποπ».

JJ: Ή αποδομημένη ποπ. 

Δεν σας απασχολεί, όμως, ότι έτσι συγκαταλέγεστε σε μια τάση, η οποία ήδη υπερ-εκπροσωπείται από βρετανικά και αμερικάνικα γκρουπ;

Jonathan: Μας απασχολεί, αλλά ο κόσμος έχει την ανάγκη να βαφτίζει κάπως όσα ακούει. Εμείς φτιάχνουμε τη μουσική κι έχουμε την αντίληψή μας για εκείνη, όμως το πώς θα ονομαστεί εκεί έξω είναι μάλλον πέρα από τον έλεγχό μας –πέρα από τον έλεγχο ενός καλλιτέχνη γενικότερα. Περισσότερο με ενοχλεί να διαβάζω σε κριτικές ότι ακουγόμαστε σαν μπάντες με τις οποίες δεν έχουμε στην πραγματικότητα καμία σχέση. 

Κάποιος λ.χ. έγραψε ότι οι Fenster είναι σαν τους Mumford & Sons, δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα... Η εταιρεία μας ήθελε να υπάρχουν παραπομπές σε γνωστά γκρουπ για το δελτίο τύπου του Bones, μπήκαν κάπου λοιπόν οι Mumford & Sons και κάποιος το έλαβε σαν δεδομένο. Δεν νομίζω όμως ότι έχουμε κοινή αντίληψη για τη μουσική, πέρα από το ότι είναι κι εκείνοι ένα αγόρι/ένα κορίτσι και διαθέτουν μια μινιμαλιστική προσέγγιση. 

Ποιους θα διαλέγατε λοιπόν ως συγγενείς καλλιτέχνες και κύριες επιρροές;

Jonathan: Οπωσδήποτε τα πρώτα άλμπουμ του Beck, κυρίως το One Foot In The Grave. Μου αρέσουν πολύ οι Grizzly Bear, επίσης.  

JJ: Κι επίσης, οι δουλειές του Lee Hazlewood με τη Nancy Sinatra! Ακούμε βασικά τόνους διαφορετικής μουσικής, π.χ. Aphex Twin, αλλά και Kendrick Lamar. Στον επόμενο δίσκο μας θα βρείτε και κάμποσες γαλλικές επιρροές, από εκείνα τα φτηνά 1970s soundtracks για ερωτικά φιλμ, με τα ονειρικά συνθεσάιζερ. 

Τι θα πρέπει επομένως να συγκρατήσουμε γι' αυτόν τον επόμενο δίσκο σας;

JJ: Θα έχει πολύ περισσότερα συνθεσάιζερ. 

Jonathan: Θα βγει τον Μάρτιο του 2014. 

JJ: Και, χτύπα ξύλο, θέλουμε να βγούμε ξανά σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή περιοδεία. Μακάρι να έρθουμε και στην Ελλάδα να παίξουμε. 



17 Αυγούστου 2023

Γιώργος Κουρουπός & Καμεράτα, Ορχήστρα των «Φίλων της Μουσικής»: Πυλάδης + Ιοκάστη - ανταπόκριση (2015)


Δεν ήταν εύκολο το στοίχημα αυτής της ιδιαίτερης παράστασης, που πήγα να παρακολουθήσω τον Ιούλιο του 2015 στο Κτήριο Δ' της Πειραιώς 260. 

Όπερες δωματίου και μια αναθεωρητική ματιά στην κατά Σοφοκλή αρχαία τραγωδία, όμως, συνδυάστηκαν επιτυχώς με δύο καταπληκτικές ερμηνεύτριες (Ειρήνη Καράγιαννη & Μυρτώ Παπαθανασίου), αλλά και με τη δράση ενός Αμερικανού σκηνοθέτη από άλλον πλανήτη (Jay Scheib), ο οποίος τοποθέτησε την όλη δράση μέσα στο... νερό! 

Μια ανταπόκριση γράφτηκε τότε για το Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από τη διοργάνωση και ανήκουν στην Εύη Φυλακτού


Δεν ήταν εύκολο το στοίχημα που έβαλε η Καμεράτα και δεν της το έκανε ευκολότερο η πολιτικο-οικονομική κατάσταση των τελευταίων ημερών, καθώς οι δύο παραστάσεις έγιναν τελικά μία (ακυρώθηκε, δηλαδή, εκείνη της 7ης Ιούλη), κάτι που είχε ως αποτέλεσμα μια γεμάτη αίθουσα στο Κτήριο Δ΄της Πειραιώς 260. Το οποίο ελέγχεται πάντως ως επιλογή, κυρίως ως προς θέματα ακουστικής: ειδικά στην «Ιοκάστη», όπου η σαφήνεια του λεκτικού/ερμηνευτικού τομέα ανήκει στα προαπαιτούμενα, έχω την αίσθηση πως ο χώρος δεν βοήθησε σε κάθε περίπτωση, συσκοτίζοντας σημεία της πρόζας. 

Έφυγα αρκετά εντυπωσιασμένος από τη διπλή αυτή παρουσίαση του «Πυλάδη» και της «Ιοκάστης», την οποία βρήκα γενικώς εύστοχη ως  εγχείρημα: μπορεί τα δύο έργα του Γιώργου Κουρουπού να τα χωρίζει μια δεκαετία (1992 παίχτηκε ο «Πυλάδης» στο Μέγαρο Μουσικής, 2002 η «Ιοκάστη», σε Δελφούς και Βέροια), αλλά οι ομοιότητές τους είναι μεγάλες –περισσότερο είναι η οπτική που διαφοροποιείται. 

Ωστόσο, δεν ήμουν σίγουρος για το ποιος κέρδισε την παρτίδα του εν λόγω ενθουσιασμού. Ήταν το ατόφιο μουσικό έργο του Κουρουπού, πάνω στο λιμπρέτο του Γιώργου Χειμωνά (στην περίπτωση του «Πυλάδη») και στο κείμενο της Ιουλίτας Ηλιοπούλου (στην περίπτωση της «Ιοκάστης»); Ήταν η εκτέλεση της Καμεράτα, σε διεύθυνση Γιώργου Πέτρου; Ήταν το cast; Ήταν η σκηνοθεσία του Jay Scheib, συνεπικουρούμενη από τα σκηνικά του Πάρι Μέξη και τα κοστούμια της Laine Rettmer; Μου πήρε δύο μέρες να αποφασίσω, αλλά τα εύσημα θα τα δώσω τελικά στους τελευταίους, με το cast να κατακτά το άτυπο αργυρό μετάλλιο. 

Ζητούμενο τόσο του «Πυλάδη», όσο και της «Ιοκάστης», είναι η αναθεωρητική ματιά στο δεδομένο της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, όπως το θέτει η «Ηλέκτρα» (στην πρώτη περίπτωση) και ο «Οιδίπους Τύραννος» (στη δεύτερη) –γι' αυτό άλλωστε εστιάζουμε και σε δύο δορυφορικές φιγούρες των έργων του Σοφοκλή, αντίστοιχα στον παιδαγωγό και σύντροφο του Ορέστη και στη μητέρα/ερωμένη του Οιδίποδα. Στο περιβάλλον λοιπόν μιας όπερας δωματίου, η μουσική αναλαμβάνει ρόλο οδηγού και οφείλει να αποδώσει ευδιάκριτα τούτη την αναζήτηση του διαφορετικού. 

Δεν νομίζω, λοιπόν, ότι ο Κουρουπός το έχει πετύχει. Το ατόφιο μουσικό του έργο αναδείχθηκε επαρκές, διέθετε τις στιγμές του αν το αντιμετωπίσουμε ως θεατρικό soundtrack, έδωσε και τον απαιτούμενο «αέρα» στις κεντρικές ερμηνείες, μα δεν κόμισε τίποτα το ανατρεπτικό –κάτι ικανό να συμβαδίσει με την οπτική των κειμένων του Χειμωνά και της Ηλιοπούλου ή με τη ριζοσπαστική αισθητική του Scheib. Από κοντά, η ευθυτενής, αποτελεσματική Καμεράτα δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τα όρια τα οποία έθετε η παρτιτούρα. Μέσα σε αυτά, εντούτοις, έπαιξε θαυμάσια, με τον Γιώργο Πέτρου να ανταποκρίνεται σε έναν ρόλο οπωσδήποτε απαιτητικό.


Όσο άκουγες, βέβαια, αναντίρρητα ευχαριστιόσουν. Δεν γινόταν όμως να μην παρατηρήσεις ότι το μυαλό ταξίδευε διαρκώς σε ρετρό αναφορές, άλλες πηγάζουσες από την ίδια τη φύση της μουσικής (η «Ιοκάστη» λ.χ. χρωστάει πάρα πολλά σε εκείνο το μιλητό/τραγουδιστικό στυλ που εξερευνήθηκε από τη Δεύτερη Σχολή της Βιέννης και τους ατονικούς δημιουργούς), άλλες πηγάζουσες απλά από την εκάστοτε ατμόσφαιρα –ανακάλεσα προσωπικά τον Bernard Herrmann στα σασπένς του «Πυλάδη» και τον Maurice Jarre σε σημεία της «Ιοκάστης». Δεν βρήκα δηλαδή κάτι το χτυπητά μοναδικό στο κουρούπειο έργο. Περισσότερο ευχαριστήθηκα μια δεξιοτεχνική διαπραγμάτευση αναφορών και τον τρόπο με τον οποίον σύμπλευσαν με τα επί σκηνής δρώμενα. 

Υπήρξε, ας πούμε, μια αξέχαστη κορύφωση στον «Πυλάδη», όταν η Ηλέκτρα έδωσε το μαχαίρι στον Ορέστη και σύριξε «Μπες μέσα! Σκότωσε τον Αίγισθο και σφάξε τη μητέρα σου» κι εκείνος κατέπεσε σαστισμένος μεταξύ κάποιου μυκηναϊκού χρέους τιμής και της προπατορικής ατίμωσης της μητροκτονίας, ενώ παράλληλα σίγησε σχεδόν το ελλειπτικό πιάνο του Θανάση Αποστολόπουλου και ο Δημήτρης Δεσύλλας στα κρουστά χτύπησε με πάταγο ένα ορθογώνιο έλασμα. Ή, στην «Ιοκάστη», ένας θαυμάσιος διάλογος κρουστών και πνευστών που αποτύπωνε την κορύφωση της απελπισίας της, ενώ ξανοιγόταν σε δρόμους οι οποίοι ίσως και να άνοιγαν δίαυλο επικοινωνίας προς τον John Zorn. Να ένα σημείο που μπορεί και να είχε προσφέρει περισσότερα, αν υπήρχε η διάθεση και η τόλμη να εξερευνηθεί.

Πάντως ο Κουρουπός πέτυχε διάνα στον χώρο τον οποίον άφησε στους βασικούς ερμηνευτές. Στον «Πυλάδη», έτσι, θαυμάσαμε τη mezzo σοπράνο Ειρήνη Καράγιαννη ως Ηλέκτρα, εκείνη που πιτσιρίκα είχε παίξει τον ίδιο ρόλο στην παράσταση του 1991, η οποία άφησε τη δική της εποχή χάρη στη σκηνοθεσία του Διονύση Φωτόπουλου και στα περίφημα βίντεο με τη Μελίνα Μερκούρη, που –στην τελευταία της παρουσία στο σανίδι– είχε παίξει την Κλυταιμνήστρα. Στα ξέφρενα όρια της εμμονής, ακροβατώντας στη γνήσια τρέλα, η Καράγιαννη απέδωσε έξοχα το ξέχειλο μίσος της Ηλέκτρας για την Κλυταιμνήστρα, το πατρονάρισμα του μάλλον άβουλου και απρόθυμου αδερφού της (που ακόμα και την τελευταία στιγμή αμφέβαλλε για τις «προσταγές των θεών»), μα κι εκείνον τον κάπως διαστροφικό πόθο που φάνηκε να ανθίζει πρόσκαιρα μέσα της για έναν Ορέστη τον οποίον είχε περάσει χρόνια εξιδανικεύοντας ως πρότυπο άνδρα, αδερφού, ταγού των παλιών εθίμων και προστάτη της υστεροφημίας των Ατρειδών: η σκηνή της παρηγοριάς του μέσα στη μπανιέρα είχε, στα μάτια μου τουλάχιστον, μια πολύ ενδιαφέρουσα σεξουαλική διάσταση.  


Ένα ανάλογο μπέρδεμα –μητέρα, βασίλισσα της ξακουστής Θήβας, ερωμένη– είχε μόλις αποκαλυφθεί στην Ιοκάστη, την οποία παρακολουθούμε κλεισμένη στα δώματά της, να ξεδιαλύνει στο μυαλό της τον μίτο των γεγονότων που την είχαν οδηγήσει σε μια κατάσταση που ορίζει το τραγικό. Εδώ η Μυρτώ Παπαθανασίου, ένα από τα λαμπρά νέα αστέρια του λυρικού τραγουδιού, μπόρεσε να υπερβεί τα εμπόδια της πρώτης Ιοκάστης –η οποία είχε βασιστεί σε μία ερμηνεύτρια και σε μία ηθοποιό– και να υπηρετήσει τη σύλληψη της παρτιτούρας του Κουρουπού: η σκηνική της δεινότητα αποδείχθηκε μεγάλη κι έτσι μπόρεσε να πλάσει μια επιβλητική, σαγηνευτική Ιοκάστη, αλλά και να υπηρετήσει στην εντέλεια την τραγουδιστική διάσταση του μιλητού λόγου: και εκμεταλλευόμενη τα περιθώρια που είχε αφήσει ο συνθέτης ως προς τα ύψη της φωνής, μα και αναδεικνύοντας τη μελωδία της πρόζας. Υπήρξε πραγματικά άριστη στην ακρίβειά της ως προς τον ρυθμό της εκφοράς, τον χειρισμό της αναπνοής και τη φωνητική στίξη. Να σημειώσουμε, πάντως, και τον βροντερό, παραστατικό Τάσο Αποστόλου στον ρόλο του Οιδίποδα.  


Αλλά περισσότερο από όλα, ήταν τελικά θέμα Jay Scheib. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης οραματίστηκε ένα σκηνικό νερού για τις δύο όπερες δωματίου του Κουρουπού. Και το εννοώ κυριολεκτικά: και τα δύο έργα διαδραματίστηκαν μέσα στο νερό. Η σχεδία με το φανάρι που πρόσφερε το εναρκτήριο πεδίο δράσης στην Ηλέκτρα, η οποία τα έβαζε με τον Απόλλωνα για την αδικία στο παλάτι των Ατρειδών, έγινε κατόπιν η βασιλική κλίνη της Ιοκάστης. Ο θρόνος όπου σφαγιάστηκε ο Αίγισθος, έπειτα, λειτούργησε σαν το σαλονάκι (ας πούμε) της βασίλισσας των Θηβών. Το παλάτι του Άργους που βάφτηκε από το αίμα της Κλυταιμνήστρας αναπαραστάθηκε ως καλύβα στην «όχθη» του όλου σκηνικού, ενώ υπήρχε και μια μπανιέρα στο αριστερό άκρο. Σύμβολο τόσο του λουτρού όπου είχε σφαγιαστεί ο Αγαμέμνων –είδαμε τον Ορέστη να καταφεύγει εκεί, κατακόκκινος από το αίμα της Κλυταιμνήστας για να βρει παρηγοριά– όσο και της αδιέξοδης επιθυμίας της Ιοκάστης για εξαγνισμό, που κατέληξε στην αυτοκτονία της μέσα στην ίδια μπανιέρα.  

Κι αν κάτι έλειπε για να δώσεις το απόλυτο άριστα στον Scheib, αν η αυστηρότητά σου είχε ακόμα ένα κάποιο κενό, στο κάλυψε κι αυτό. Αφενός μέσω του καταπληκτικού τρόπου με τον οποίον αποτύπωσε τον κατά Χειμωνά Πυλάδη: έναν βουβό ήρωα, που πρωταγωνιστεί χωρίς να πει κουβέντα, απλά στεκόμενος, παρατηρώντας την Ηλέκτρα και τον Ορέστη, μαζεύοντας έπειτα το χάος των κοινών τους πράξεων. Κι αφετέρου μέσω της σημειολογίας, καθώς ένα ομοίωμα σφίγγας στεκόταν πάνω στην καλύβα/παλάτι, ήδη από την αρχή της παράστασης· με την πλάτη γυρισμένη, όσο βρισκόμασταν στο Άργος, ανφάς στη συνέχεια, προκειμένου να δηλώσει ότι τόπος μας ήταν πλέον η Θήβα.  

16 Αυγούστου 2023

Dear Reader - ανταπόκριση (2013)


Πολλές οι χαρές που έζησα 10 χρόνια πριν (Αύγουστος ήταν και πάλι), κάνοντας ένα επαγγελματικό ταξίδι στη Γερμανία, ως εκπρόσωπος του μουσικού Τύπου της χώρας. Αλλά και πολλή η δουλειά που έριξα στο πλαίσιό του –και γιατί έτσι όφειλα, βάσει των όσων είχαμε συμφωνήσει με τη θαυμάσια ομάδα που μας υποδέχτηκε εκεί, μα και γιατί κανείς δεν θα έπρεπε να βρει πάτημα να πει για τεμπέληδες Έλληνες, σε μια εποχή τεταμένη, που κάτι τέτοιο «φοριόταν» δυστυχώς αρκετά (και στη Γερμανία, όπως και σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού βορρά). Το θυμάμαι με πολλή αγάπη αυτό το ταξίδι κι ας ήταν δύσκολα χρόνια εκείνα, με την οικονομική κρίση που είχε πέσει στα κεφάλια μας. 

Ανάμεσα στα όσα έκανα τότε, λοιπόν, ήταν να παρακολουθήσω και μια συναυλία της (Νοτιοαφρικανικής προέλευσης) τραγουδοποιού Dear Reader, στο «Badeschiff» του Βερολίνου –τέτοιες μέρες ήταν περίπου, μάλιστα, 14 Αυγούστου 2013. Οι εντυπώσεις μου κρατήθηκαν σε σημειώσεις και δημοσιεύτηκαν μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα, στο Avopolis. Αναδημοσιεύονται τώρα κι εδώ, λοιπόν, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από τη διοργάνωση για τους σκοπούς του κειμένου


Στο Βερολίνο, ένα μικρό μα ανερχόμενο όνομα δεν φοβάται να εμφανιστεί δίχως support στο Kreuzberg, συνοικία που πια δεν λογίζεται μόνο ως «έδρα» της τουρκικής κοινότητας της γερμανικής πρωτεύουσας, μα και ως καρδιά της εναλλακτικής της σκηνής. 

Πάντως, όταν οι άνθρωποι της Initiative Musik μας οδήγησαν στο «Badeschiff», πραγματικά αναρωτήθηκα πώς η Dear Reader θα κατόρθωνε να μαζέψει κόσμο σε έναν κλειστό χώρο μες στο κατακαλόκαιρο, όταν ακόμα κι ένας Έλληνας το βρίσκει εύκολο να κυκλοφορεί με κοντομάνικο. Ειδικά από τη στιγμή που απέξω υπήρχε ένα ωραίο, παραποτάμιο μπαρ, αλλά και μια απίστευτη πισίνα φτιαγμένη στην όχθη, όπου κολυμπούσαν μάλιστα αρκετοί, παρά το περασμένο της ώρας. Στοιχημάτισα ότι δεν θα τα κατάφερνε, ωστόσο διαψεύστηκα θεαματικά: δεν ήταν λίγοι όσοι έδωσαν το παρών, ενώ κάμποσοι ανάμεσά τους –κυρίως όσοι κατέκλυσαν τις πρώτες σειρές– αποδείχθηκαν και ενθουσιώδεις φανς.

Η μουσική της πολιτογραφημένης Βερολινέζας, μα Νοτιοαφρικανικής προέλευσης Cherilyn MacNeil με αυτό το σόλο (πλέον) project βολεύεται άνετα κάτω από την ταμπέλα «alternative pop», του είδους εκείνου που αρέσει σε εταιρείες σαν τη City Slang. Αλλά στο «Badeschiff» είδαμε την απογυμνωμένη και λιτή εκδοχή της εν λόγω μουσικής, καθώς η MacNeil κατέλαβε το κέντρο της σκηνής έχοντας μια κοπέλα στα δεξιά της κι άλλη μία στα αριστερά της για να την ενισχύουν στα φωνητικά, ενώ δεν χρησιμοποίησε άλλα όργανα πέρα από κιθάρα και πιάνο. Το set είχε μικρή, μα λογική διάρκεια (γύρω στη 1 ώρα) και βασίστηκε αρκετά στα τραγούδια του πρόσφατου άλμπουμ Rivonia, καθώς και σε παλιότερο υλικό –κυρίως από το Idealistic Animals του 2011.  

Εντάξει, τι γίνεται όμως στο δια ταύτα; Εδώ τα πράγματα γίνονται νομίζω διφορούμενα. Οι μπροστινές σειρές οπωσδήποτε ενθουσιάστηκαν, τραγούδησαν στίχους και χειροκρότησαν με ζέση. Αλλά οι πίσω σειρές βαρέθηκαν· σχημάτισαν πηγαδάκια και επιδόθηκαν σε ενοχλητική οχλαγωγία. Δηλώνω κι εγώ βαριεστημένος, γιατί το απογυμνωμένο set της MacNeil δεν διέθετε τελικά αρκετές ιδέες: ένιωθες ότι ακούς ένα μεγάλο τραγούδι με μικρές εδώ κι εκεί παραλλαγές. 

Ωστόσο, δεν μπορώ να μην παραδεχτώ την πραγματικά όμορφη φωνή της ή το ότι οι βοκαλιστικές αρμονίες στις οποίες επιδόθηκε μαζί με την Emma Greenfield και την Petra Nachtmanova ήχησαν χάρμα. Είχε δε μεγάλο ενδιαφέρον για μένα να παρατηρώ το πόσο έχει πιάσει η μουσική της σε ένα τουλάχιστον κομμάτι του βερολινέζικου alternative κοινού, όσους πραγματικά απόλαυσαν τη συγκεκριμένη συναυλία –παρότι αρκετά κοντά υπήρχε ισχυρό αντίπαλο δέος, ένα λάιβ δηλαδή με ελεύθερη είσοδο οργανωμένο από το περιοδικό «Intro» με επικεφαλής τους electrofolkers Still Parade, όπου έμαθα ότι έγινε της κακομοίρας.   

Εκεί στο τέλος, πάντως, η συναυλία έκανε μια αναπάντεχη και λίαν ικανοποιητική στροφή: η Dear Reader με την Greenfield και τη Nachtmanova προέβησαν σε μια φανταστική a cappella εκτέλεση στο "Victory", κάνοντας αυτό το αντιπολεμικό άσμα να ηχήσει ως φλογισμένο spiritual. Υποτίθεται ότι έτσι θα έκλεινε το λάιβ, αλλά οι ιαχές και τα χειροκροτήματα έφεραν τη MacNeil πίσω στη σκηνή. Μόνη, με την κιθάρα της, έκατσε τότε μπροστά στο μικρόφωνο και μας έπαιξε τη δική της εκδοχή στο "Dancing In The Dark" του Bruce Springsteen. Λίγο νιαουριστή βγήκε –οι περισσότερες από τις τραγουδοποιούς του 21ου αιώνα (ημεδαπές και αλλοδαπές) αρέσκονται άλλωστε στο νιαουρίζειν– δόθηκε όμως με ψυχή και αφοσίωση. 

Χειροκρότησα λοιπόν κι εγώ, πεισμένος ότι, πράγματι, υπάρχουν λόγοι που η Dear Reader αποκτά κοινό στην κεντρική Ευρώπη. Και κατόπιν ξαμολήθηκα έξω από το «Badeschiff», για μια κρύα μπύρα στις όχθες του ποταμού Spree. 



14 Αυγούστου 2023

Schoolboy Q: Blank Face [δισκοκριτική, 2016]


50 χρόνια χιπ χοπ. Μισός αιώνας ζωής, για ένα είδος μουσικής που ξεκίνησε από τα πάρτυ στις μαύρες γειτονιές των μεγαλουπόλεων των Η.Π.Α. (1973), για να εξελιχθεί σε «φωνή» των μη προνομιούχων των απανταχού Δυτικών κοινωνιών μετά τις 1980s και 1990s δόξες των Public Enemy και των Wu-Tang Clan. Και σήμερα, κάτι που δεν θα περίμενε κανείς, φιγουράρει ως δημοφιλέστερη ηχητική έκφραση για τη νεολαία του 21ου αιώνα, έχοντας βέβαια υποστεί και διάφορες μεταλλάξεις στην πορεία. Μισός αιώνας είναι αυτός, άλλωστε...

Εορτασμοί, λοιπόν, με μια κριτική μου από το 2016 στο άλμπουμ «Blank Face» του Schoolboy Q, ο οποίος διάλεξε να τα διατηρήσει όλα ωμά, κόντρα σε μια εποχή που τα προτιμά εκλεπτυσμένα.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που διακινήθηκε εκείνη την εποχή στον αμερικάνικο Τύπο


Eξημερωμένο στο «κλουβί» της soul εγκεφαλικότητας του Frank Ocean ή στο κοινωνικοπολιτικό εκτόπισμα των δίσκων του Kendrick Lamar, το χιπ χοπ θηρίο γνωρίζει καινούριες χρυσές ημέρες, κρατώντας διακριτικές αποστάσεις από την Αυτοκρατορία της Νύχτας (respect στον παλιό συνάδελφο Γιάννη Ιωάννου), που το έκανε κάποτε παγκόσμια κουλτούρα. 

Έτσι, η πιτσιρικαρία του 2016 αδιαφορεί για τα χεσμένα στο δολάριο αλάνια της κλάσης του Snoop Dogg και τις peaches 'n cream διηγήσεις για όσα έζησαν κάποτε, πριν χαθούν στις τεράστιες επαύλεις τους και σε βαριεστημένα όργια. Ακόμα και όταν μιλάμε με όρους underground, η φάση πλέον είναι cloud rap, witch house και ό,τι το swag, με τύπους σαν τον Danny Brown να απομένουν εκπρόσωποι μιας κάποιας «αλητείας». 

Θέλει λοιπόν ένα άλφα θράσος να χαλάς την όλη συναίνεση με έναν δίσκο-ύμνο προς την παλιά gangsta rap κουλτούρα, που επιπλέον βάζει δύσκολα στην αποσπασματικά ικανοποιούμενη γενιά της YouTube μουσικοφιλίας: στο Blank Face δεν υπάρχουν ξεκάθαρα singles, καθώς συνειδητά θολώνονται τα όρια του πού ξεκινά και πού λήγει ένα κομμάτι. Oι στίχοι, επίσης, βαραίνουν ιδιαίτερα –σε βαθμό να μένει μισή η εμπειρία, αν δεν τους μελετήσεις. Όλα επομένως καλούν τον υποψήφιο ακροατή να αφιερώσει το πολυτιμότερο σύγχρονο αγαθό. Χρόνο. 

Την ίδια στιγμή, το άλμπουμ χαρίζει στον Schoolboy Q ένα εκτόπισμα που μέχρι τώρα δεν είχε γίνει σαφές, παρά το ηχηρό αμερικάνικο νούμερο 1 του Oxymoron το 2014, αλλά και την επιτυχία στη Βρετανία (#23). Άλλος στη θέση του θα είχε περισσότερο άγχος τύπου «να διευρύνω το κοινό», αν και ίσως ένα τέτοιο να δίνει έμμεσα το παρών, μέσα από την πληθώρα συμμετοχών, που μοσχοβολάνε φρεσκάδα: Vince Staples, Kanye West, Miguel και Anderson.Paak, όλοι περνούν από το Blank Face και όλοι κάνουν εντύπωση, καθείς με τον τρόπο του. 

Το άλμπουμ αρθρώνεται γύρω από μια «άρρωστη» ατμόσφαιρα, άριστα σμιλεμένη σε επίπεδο παραγωγής, η οποία μοιάζει να κυκλώνει τα πάντα με τα αργόσυρτα beats και με κάτι απίθανα πιανάκια σε mellow τόνους. Νιώθεις δηλαδή λες κι άνοιξε τυχαία ένα μαγνητόφωνο σε μια συνάθροιση γκάνγκστερ που έχει μαστουρώσει παρέα κι εσύ ακούς τις ιστορίες τους, τους ξιπασμένους τσαμπουκάδες, τις εξομολογήσεις των ναρκωμένων οραμάτων τους και βέβαια τις ρίμες τους. Είναι ένας ανδρικός κόσμος γεμάτος πιστόλια, ναρκωτικά, πουτάνες και κυνηγητά με περιπολικά, στον οποίον κατοικούν άνθρωποι που κυκλοφορούν από τα 14 στους δρόμους πουλώντας ντόπα, οι οποίοι θεωρούν μεγάλη υπόθεση να φτάσει κανείς τα 25. Η εφηβική εγκληματικότητα φωλιάζει βαθιά στο "JoHn Muir", η κληρονομιά του 2Pac αντανακλάται έξοχα στο "Str8 Ballin", ενώ στο "Ride Out" αντηχεί με παρρησία ένα «turn around and fuck the system».

Ο ίδιος βέβαια κόσμος θα μπορούσε να είχε παρουσιαστεί με λειασμένες «γωνίες», χωρίς να διακυβεύει την αλήθεια του. Εδώ ακριβώς, όμως, εντοπίζεται και το κρίσιμο στοιχείο που κάνει το Blank Face σημαντικό. Στην  επιλογή, δηλαδή, να διατηρηθούν όλα ωμά, κόντρα σε μια εποχή που τα θέλει όλα εκλεπτυσμένα: από τα πεζοδρομέ raps του ίδιου του Schoolboy Q και την αγχώδη αίσθηση κινδύνου σε κομματάρες σαν το "Groovy Tony" –ακούγονται και πυροβολισμοί, υποθέτω από μη καταχωρημένα όπλα– ή το "Ride Out" (με έναν απολαυστικό Vince Staples), ως την αναιδή περιφρόνηση της πολιτικής ορθότητας στο "Big Body", την οποία κομίζει εκείνο το «δώσε στις σκύλες πούτσο στο στόμα και μετά πήδα τις στα 4 στον καναπέ». Είναι μάλιστα τόσο καταλυτικό το όλο κλίμα, ώστε να προσαρμόζεται ακόμα κι ένας εγωμανής σαν τον Kanye West (φοβερός στο "ΤHat Part") και να παρασύρεται ακόμα κι ένα παλικάρι με καλή ανατροφή σαν τον Miguel, που εν μέσω του ανέμελου R'n'B του "Overtime" αναλύεται σε ένα επίμονο «I wanna fuck right now» ρεφρέν. 

Αν κάπου χάνει το Blank Face, είναι στο ότι δεν διατηρείται το ενδιαφέρον σταθερό σε 17 κομμάτια και 72 λεπτά διάρκειας. Πράγματι, θα μπορούσε να είχε συμμαζευτεί λίγο το πράγμα: κανείς δεν θα λυπόταν αν κομμάτια σαν το "Black THougHts" ή το "Kno Ya Wrong" είχαν καταλήξει στα b-sides. Είναι πάντως μια μικρή ένσταση κόντρα στο τόσο καλό χιπ χοπ που περιέχεται εδώ, καθώς και στη «δήλωση» την οποία κάνει. Αντανακλώντας κάτι από τους δρόμους της σημερινής Αμερικής και όχι από τον κόσμο μιας (αναντίρρητα ανήσυχης) μεσαίας τάξης, που έμαθε συν τω χρόνω να ραπάρει.