16 Αυγούστου 2023

Dear Reader - ανταπόκριση (2013)


Πολλές οι χαρές που έζησα 10 χρόνια πριν (Αύγουστος ήταν και πάλι), κάνοντας ένα επαγγελματικό ταξίδι στη Γερμανία, ως εκπρόσωπος του μουσικού Τύπου της χώρας. Αλλά και πολλή η δουλειά που έριξα στο πλαίσιό του –και γιατί έτσι όφειλα, βάσει των όσων είχαμε συμφωνήσει με τη θαυμάσια ομάδα που μας υποδέχτηκε εκεί, μα και γιατί κανείς δεν θα έπρεπε να βρει πάτημα να πει για τεμπέληδες Έλληνες, σε μια εποχή τεταμένη, που κάτι τέτοιο «φοριόταν» δυστυχώς αρκετά (και στη Γερμανία, όπως και σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού βορρά). Το θυμάμαι με πολλή αγάπη αυτό το ταξίδι κι ας ήταν δύσκολα χρόνια εκείνα, με την οικονομική κρίση που είχε πέσει στα κεφάλια μας. 

Ανάμεσα στα όσα έκανα τότε, λοιπόν, ήταν να παρακολουθήσω και μια συναυλία της (Νοτιοαφρικανικής προέλευσης) τραγουδοποιού Dear Reader, στο «Badeschiff» του Βερολίνου –τέτοιες μέρες ήταν περίπου, μάλιστα, 14 Αυγούστου 2013. Οι εντυπώσεις μου κρατήθηκαν σε σημειώσεις και δημοσιεύτηκαν μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα, στο Avopolis. Αναδημοσιεύονται τώρα κι εδώ, λοιπόν, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από τη διοργάνωση για τους σκοπούς του κειμένου


Στο Βερολίνο, ένα μικρό μα ανερχόμενο όνομα δεν φοβάται να εμφανιστεί δίχως support στο Kreuzberg, συνοικία που πια δεν λογίζεται μόνο ως «έδρα» της τουρκικής κοινότητας της γερμανικής πρωτεύουσας, μα και ως καρδιά της εναλλακτικής της σκηνής. 

Πάντως, όταν οι άνθρωποι της Initiative Musik μας οδήγησαν στο «Badeschiff», πραγματικά αναρωτήθηκα πώς η Dear Reader θα κατόρθωνε να μαζέψει κόσμο σε έναν κλειστό χώρο μες στο κατακαλόκαιρο, όταν ακόμα κι ένας Έλληνας το βρίσκει εύκολο να κυκλοφορεί με κοντομάνικο. Ειδικά από τη στιγμή που απέξω υπήρχε ένα ωραίο, παραποτάμιο μπαρ, αλλά και μια απίστευτη πισίνα φτιαγμένη στην όχθη, όπου κολυμπούσαν μάλιστα αρκετοί, παρά το περασμένο της ώρας. Στοιχημάτισα ότι δεν θα τα κατάφερνε, ωστόσο διαψεύστηκα θεαματικά: δεν ήταν λίγοι όσοι έδωσαν το παρών, ενώ κάμποσοι ανάμεσά τους –κυρίως όσοι κατέκλυσαν τις πρώτες σειρές– αποδείχθηκαν και ενθουσιώδεις φανς.

Η μουσική της πολιτογραφημένης Βερολινέζας, μα Νοτιοαφρικανικής προέλευσης Cherilyn MacNeil με αυτό το σόλο (πλέον) project βολεύεται άνετα κάτω από την ταμπέλα «alternative pop», του είδους εκείνου που αρέσει σε εταιρείες σαν τη City Slang. Αλλά στο «Badeschiff» είδαμε την απογυμνωμένη και λιτή εκδοχή της εν λόγω μουσικής, καθώς η MacNeil κατέλαβε το κέντρο της σκηνής έχοντας μια κοπέλα στα δεξιά της κι άλλη μία στα αριστερά της για να την ενισχύουν στα φωνητικά, ενώ δεν χρησιμοποίησε άλλα όργανα πέρα από κιθάρα και πιάνο. Το set είχε μικρή, μα λογική διάρκεια (γύρω στη 1 ώρα) και βασίστηκε αρκετά στα τραγούδια του πρόσφατου άλμπουμ Rivonia, καθώς και σε παλιότερο υλικό –κυρίως από το Idealistic Animals του 2011.  

Εντάξει, τι γίνεται όμως στο δια ταύτα; Εδώ τα πράγματα γίνονται νομίζω διφορούμενα. Οι μπροστινές σειρές οπωσδήποτε ενθουσιάστηκαν, τραγούδησαν στίχους και χειροκρότησαν με ζέση. Αλλά οι πίσω σειρές βαρέθηκαν· σχημάτισαν πηγαδάκια και επιδόθηκαν σε ενοχλητική οχλαγωγία. Δηλώνω κι εγώ βαριεστημένος, γιατί το απογυμνωμένο set της MacNeil δεν διέθετε τελικά αρκετές ιδέες: ένιωθες ότι ακούς ένα μεγάλο τραγούδι με μικρές εδώ κι εκεί παραλλαγές. 

Ωστόσο, δεν μπορώ να μην παραδεχτώ την πραγματικά όμορφη φωνή της ή το ότι οι βοκαλιστικές αρμονίες στις οποίες επιδόθηκε μαζί με την Emma Greenfield και την Petra Nachtmanova ήχησαν χάρμα. Είχε δε μεγάλο ενδιαφέρον για μένα να παρατηρώ το πόσο έχει πιάσει η μουσική της σε ένα τουλάχιστον κομμάτι του βερολινέζικου alternative κοινού, όσους πραγματικά απόλαυσαν τη συγκεκριμένη συναυλία –παρότι αρκετά κοντά υπήρχε ισχυρό αντίπαλο δέος, ένα λάιβ δηλαδή με ελεύθερη είσοδο οργανωμένο από το περιοδικό «Intro» με επικεφαλής τους electrofolkers Still Parade, όπου έμαθα ότι έγινε της κακομοίρας.   

Εκεί στο τέλος, πάντως, η συναυλία έκανε μια αναπάντεχη και λίαν ικανοποιητική στροφή: η Dear Reader με την Greenfield και τη Nachtmanova προέβησαν σε μια φανταστική a cappella εκτέλεση στο "Victory", κάνοντας αυτό το αντιπολεμικό άσμα να ηχήσει ως φλογισμένο spiritual. Υποτίθεται ότι έτσι θα έκλεινε το λάιβ, αλλά οι ιαχές και τα χειροκροτήματα έφεραν τη MacNeil πίσω στη σκηνή. Μόνη, με την κιθάρα της, έκατσε τότε μπροστά στο μικρόφωνο και μας έπαιξε τη δική της εκδοχή στο "Dancing In The Dark" του Bruce Springsteen. Λίγο νιαουριστή βγήκε –οι περισσότερες από τις τραγουδοποιούς του 21ου αιώνα (ημεδαπές και αλλοδαπές) αρέσκονται άλλωστε στο νιαουρίζειν– δόθηκε όμως με ψυχή και αφοσίωση. 

Χειροκρότησα λοιπόν κι εγώ, πεισμένος ότι, πράγματι, υπάρχουν λόγοι που η Dear Reader αποκτά κοινό στην κεντρική Ευρώπη. Και κατόπιν ξαμολήθηκα έξω από το «Badeschiff», για μια κρύα μπύρα στις όχθες του ποταμού Spree. 



14 Αυγούστου 2023

Schoolboy Q: Blank Face [δισκοκριτική, 2016]


50 χρόνια χιπ χοπ. Μισός αιώνας ζωής, για ένα είδος μουσικής που ξεκίνησε από τα πάρτυ στις μαύρες γειτονιές των μεγαλουπόλεων των Η.Π.Α. (1973), για να εξελιχθεί σε «φωνή» των μη προνομιούχων των απανταχού Δυτικών κοινωνιών μετά τις 1980s και 1990s δόξες των Public Enemy και των Wu-Tang Clan. Και σήμερα, κάτι που δεν θα περίμενε κανείς, φιγουράρει ως δημοφιλέστερη ηχητική έκφραση για τη νεολαία του 21ου αιώνα, έχοντας βέβαια υποστεί και διάφορες μεταλλάξεις στην πορεία. Μισός αιώνας είναι αυτός, άλλωστε...

Εορτασμοί, λοιπόν, με μια κριτική μου από το 2016 στο άλμπουμ «Blank Face» του Schoolboy Q, ο οποίος διάλεξε να τα διατηρήσει όλα ωμά, κόντρα σε μια εποχή που τα προτιμά εκλεπτυσμένα.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που διακινήθηκε εκείνη την εποχή στον αμερικάνικο Τύπο


Eξημερωμένο στο «κλουβί» της soul εγκεφαλικότητας του Frank Ocean ή στο κοινωνικοπολιτικό εκτόπισμα των δίσκων του Kendrick Lamar, το χιπ χοπ θηρίο γνωρίζει καινούριες χρυσές ημέρες, κρατώντας διακριτικές αποστάσεις από την Αυτοκρατορία της Νύχτας (respect στον παλιό συνάδελφο Γιάννη Ιωάννου), που το έκανε κάποτε παγκόσμια κουλτούρα. 

Έτσι, η πιτσιρικαρία του 2016 αδιαφορεί για τα χεσμένα στο δολάριο αλάνια της κλάσης του Snoop Dogg και τις peaches 'n cream διηγήσεις για όσα έζησαν κάποτε, πριν χαθούν στις τεράστιες επαύλεις τους και σε βαριεστημένα όργια. Ακόμα και όταν μιλάμε με όρους underground, η φάση πλέον είναι cloud rap, witch house και ό,τι το swag, με τύπους σαν τον Danny Brown να απομένουν εκπρόσωποι μιας κάποιας «αλητείας». 

Θέλει λοιπόν ένα άλφα θράσος να χαλάς την όλη συναίνεση με έναν δίσκο-ύμνο προς την παλιά gangsta rap κουλτούρα, που επιπλέον βάζει δύσκολα στην αποσπασματικά ικανοποιούμενη γενιά της YouTube μουσικοφιλίας: στο Blank Face δεν υπάρχουν ξεκάθαρα singles, καθώς συνειδητά θολώνονται τα όρια του πού ξεκινά και πού λήγει ένα κομμάτι. Oι στίχοι, επίσης, βαραίνουν ιδιαίτερα –σε βαθμό να μένει μισή η εμπειρία, αν δεν τους μελετήσεις. Όλα επομένως καλούν τον υποψήφιο ακροατή να αφιερώσει το πολυτιμότερο σύγχρονο αγαθό. Χρόνο. 

Την ίδια στιγμή, το άλμπουμ χαρίζει στον Schoolboy Q ένα εκτόπισμα που μέχρι τώρα δεν είχε γίνει σαφές, παρά το ηχηρό αμερικάνικο νούμερο 1 του Oxymoron το 2014, αλλά και την επιτυχία στη Βρετανία (#23). Άλλος στη θέση του θα είχε περισσότερο άγχος τύπου «να διευρύνω το κοινό», αν και ίσως ένα τέτοιο να δίνει έμμεσα το παρών, μέσα από την πληθώρα συμμετοχών, που μοσχοβολάνε φρεσκάδα: Vince Staples, Kanye West, Miguel και Anderson.Paak, όλοι περνούν από το Blank Face και όλοι κάνουν εντύπωση, καθείς με τον τρόπο του. 

Το άλμπουμ αρθρώνεται γύρω από μια «άρρωστη» ατμόσφαιρα, άριστα σμιλεμένη σε επίπεδο παραγωγής, η οποία μοιάζει να κυκλώνει τα πάντα με τα αργόσυρτα beats και με κάτι απίθανα πιανάκια σε mellow τόνους. Νιώθεις δηλαδή λες κι άνοιξε τυχαία ένα μαγνητόφωνο σε μια συνάθροιση γκάνγκστερ που έχει μαστουρώσει παρέα κι εσύ ακούς τις ιστορίες τους, τους ξιπασμένους τσαμπουκάδες, τις εξομολογήσεις των ναρκωμένων οραμάτων τους και βέβαια τις ρίμες τους. Είναι ένας ανδρικός κόσμος γεμάτος πιστόλια, ναρκωτικά, πουτάνες και κυνηγητά με περιπολικά, στον οποίον κατοικούν άνθρωποι που κυκλοφορούν από τα 14 στους δρόμους πουλώντας ντόπα, οι οποίοι θεωρούν μεγάλη υπόθεση να φτάσει κανείς τα 25. Η εφηβική εγκληματικότητα φωλιάζει βαθιά στο "JoHn Muir", η κληρονομιά του 2Pac αντανακλάται έξοχα στο "Str8 Ballin", ενώ στο "Ride Out" αντηχεί με παρρησία ένα «turn around and fuck the system».

Ο ίδιος βέβαια κόσμος θα μπορούσε να είχε παρουσιαστεί με λειασμένες «γωνίες», χωρίς να διακυβεύει την αλήθεια του. Εδώ ακριβώς, όμως, εντοπίζεται και το κρίσιμο στοιχείο που κάνει το Blank Face σημαντικό. Στην  επιλογή, δηλαδή, να διατηρηθούν όλα ωμά, κόντρα σε μια εποχή που τα θέλει όλα εκλεπτυσμένα: από τα πεζοδρομέ raps του ίδιου του Schoolboy Q και την αγχώδη αίσθηση κινδύνου σε κομματάρες σαν το "Groovy Tony" –ακούγονται και πυροβολισμοί, υποθέτω από μη καταχωρημένα όπλα– ή το "Ride Out" (με έναν απολαυστικό Vince Staples), ως την αναιδή περιφρόνηση της πολιτικής ορθότητας στο "Big Body", την οποία κομίζει εκείνο το «δώσε στις σκύλες πούτσο στο στόμα και μετά πήδα τις στα 4 στον καναπέ». Είναι μάλιστα τόσο καταλυτικό το όλο κλίμα, ώστε να προσαρμόζεται ακόμα κι ένας εγωμανής σαν τον Kanye West (φοβερός στο "ΤHat Part") και να παρασύρεται ακόμα κι ένα παλικάρι με καλή ανατροφή σαν τον Miguel, που εν μέσω του ανέμελου R'n'B του "Overtime" αναλύεται σε ένα επίμονο «I wanna fuck right now» ρεφρέν. 

Αν κάπου χάνει το Blank Face, είναι στο ότι δεν διατηρείται το ενδιαφέρον σταθερό σε 17 κομμάτια και 72 λεπτά διάρκειας. Πράγματι, θα μπορούσε να είχε συμμαζευτεί λίγο το πράγμα: κανείς δεν θα λυπόταν αν κομμάτια σαν το "Black THougHts" ή το "Kno Ya Wrong" είχαν καταλήξει στα b-sides. Είναι πάντως μια μικρή ένσταση κόντρα στο τόσο καλό χιπ χοπ που περιέχεται εδώ, καθώς και στη «δήλωση» την οποία κάνει. Αντανακλώντας κάτι από τους δρόμους της σημερινής Αμερικής και όχι από τον κόσμο μιας (αναντίρρητα ανήσυχης) μεσαίας τάξης, που έμαθε συν τω χρόνω να ραπάρει.



11 Αυγούστου 2023

Uli Jon Roth - ανταπόκριση (2013)


Περνάνε τα χρόνια, διάβολε. Με έναν τρόπο που το καταλαβαίνεις και δεν το καταλαβαίνεις... Δέκα καλοκαίρια κύλησαν, ας πούμε, από τον Ιούνιο του 2013, όταν πήγα στο «Κύτταρο» να δω τον Uli Jon Roth. Τον θυμήθηκα γυρίζοντας από τη δουλειά, καθώς ο ταξιτζής άκουγε Scorpions –στη μετά τη δική του περίοδο, ωστόσο ο νους μου πήγε στα σόλο του.

Ωραίος ήταν ο Uli, έστω και με αστερίσκους. Πάντα ωραίος είναι, δηλαδή: οι όποιοι αστερίσκοι, αφορούν τους κατά καιρούς συνεργάτες. 

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά στο «Κύτταρο» γράφτηκε τότε για το Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες έχουν αλιευτεί από τον μέγα ωκεανό του ίντερνετ


«Ούλι, Ούλι!» φώναξε ρυθμικά το πλήθος, ουκ ολίγες φορές. Κι όταν λέμε πλήθος, εννοούμε πλήθος. Εντάξει, δεν γκρεμίστηκε και καμιά αρένα, γέμισε όμως το Κύτταρο (κάτω και πάνω) και μάλιστα σε ευρύ ηλικιακό φάσμα –πιτσιρικάδες και καραφλομαλλιάδες ενωθείτε. 

Και γέμισε με κοινό που δεν ήρθε ως Ηπείρου & Αχαρνών μόνο για να λανσάρει μπλουζάκια Dio, Deep Purple, Led Zeppelin και βέβαια Scorpions: οι άνθρωποι ξέρανε κάθε στίχο, απολαύσανε κάθε σόλο, φωνάξανε ψαγμένες παραγγελιές, χτυπήθηκαν, ζητωκραύγασαν, χειροκρότησαν. Το ευχαριστήθηκαν. Και υπήρχαν λόγοι πέραν της συνθήκης «ο Uli Jon Roth θυμάται τα χρόνια του στους Σκορπιούς». Συνέβησαν δηλαδή πράγματα επί σκηνής, άξια να θαυμάσεις. Ακόμα κι αν δεν δούλεψαν όλα ρολόι.

Τι δεν δούλεψε; Μου πήρε λίγο να συμφιλιωθώ με την παρουσία του Άγγλου κιμπορντίστα Steve Owen. Το έκανα μόνο και μόνο γιατί θεώρησα ότι ο Roth προσπάθησε να αναπλάσει τους Scorpions όπως αναγεννήθηκαν μέσω των δικών του Dawn Road, οι οποίοι περιλάμβαναν θυμίζω πληκτρά (τον Achim Kirschning, που έπαιξε στο Fly To The Rainbow). Πείστηκα ωστόσο πως οι Schenker, Meine & Dierks είχαν τελικά δίκιο στην απόφασή τους να καταργήσουν τη θέση. Δεν κερδίζει σε τίποτα το δεδομένο υλικό από την προσθήκη πλήκτρων: ο Owen απλά θάφτηκε κάτω από τη rhythm section, αδυνατώντας να συνεισφέρει το οτιδήποτε ουσιαστικό. Σε αντίθεση με τον έτερο Άγγλο της παρέας, τον ακούραστο, δυναμικό ντράμερ Jamie Little, ο οποίος παρέα με τον Ule W. Ritgen στο μπάσο –παλιά καραβάνα– κράτησαν συχνά τα μπόσικα στο φόντο της βασικής δύναμης πυρός.

Πολύ περισσότερο, όμως, μου πήρε να συμφιλιωθώ με την παρουσία του Niklas Turmann στα φωνητικά. Δεν συμφιλιώθηκα ποτέ, για να λέμε την αλήθεια. Το ξέραμε βέβαια όλοι όσοι δώσαμε το παρών, ότι ο Klaus Meine δεν αντικαθίσταται. Εδώ γελάνε κάποιοι, τους ακούω, όμως οι Scorpions είναι μπάντα με πολύ μεγαλύτερη ιστορία από το "Wind Of Change" κι έναν σωρό αστοχίες από τα 1990s κι έπειτα. 

Μπορεί ο Meine να έδειξε την κλάση του ως ερμηνευτής αφότου έφυγε ο Roth (στο Lovedrive λ.χ. ή στο Blackout), όμως και στα άλμπουμ των 1970s είχε καθοριστική συνεισφορά στη σφυρηλάτηση της Scorpions ταυτότητας. Οπότε, ήταν εξαρχής ζητούμενο ποιος θα κατάφερνε να πει το "In Trance" στο Κύτταρο. Σίγουρα όχι ο Niklas Turmann, σκέφτηκα, με το που τον άκουσα στα "All Night Long" και "Crying Days", στην έναρξη της βραδιάς. Όχι ένας τραγουδιστής ο οποίος φωνάζει κάθε που ανεβαίνει η ένταση και μοιάζει να έχει θητεύσει στο power metal και όχι στο χαρντ ροκ, θυμίζοντάς μου μια τομή μεταξύ Andi Deris και Ralf Scheepers.

Πάντως ο Turmann κέρδισε στην πορεία και μερικά πράγματα. Βρήκε τον τρόπο να πει τραγούδια όπως το "Top Of The Bill" ή το "Speedy's Coming", έδωσε συναισθηματικές ερμηνείες σε πιο δεύτερο υλικό τύπου "Yellow Raven" και "Evening Wind" (και όχι "Wing", όπως το είδα γραμμένο –δις– σε κριτική συναδέλφου σε άλλο site), ενώ ως κιθαρίστας συμπλήρωσε άψογα τον Roth και τον λαμπρό David Klisinski: στις στιγμές όπου οι τρεις τους ένωναν κιθάρες, η συναυλία εκτοξευόταν. Είχαν τον τρόπο, την τεχνική, τον συγχρονισμό μα τελικά και την κλάση, ώστε να αποτελούν μια ομάδα που πετάει. 

Ε, το "In Trance" σοφά δεν το είπε: εμφανίστηκε στη θέση του ένας ντόπιος καλεσμένος, ο Γιάννης Παπανικολάου των Rock 'N' Roll Children. Κι ενώ βλέποντάς τον (δεν τον ήξερα) είπα από μέσα μου «Θεέ μου, αυτό το γραφικό μέταλλο θα πει ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια των Scorpions;», ο άνθρωπος άνοιξε το στόμα του κι έβγαλε μια φωνή στεντόρεια, σωστή, με τα απαραίτητα πατήματα στο τενόρο του Meine, μα και κάτι από την περσόνα του στον αέρα των ερμηνειών. Μπράβο –κι ακόμα ένα μπράβο για την απόδοση του "Pictured Life", στο encore. 

Άφησα επίτηδες τελευταίο τον Uli Jon Roth, γιατί το εκτόπισμά του αποδείχθηκε τέτοιο, ώστε σκέπασε κάθε παράπονο που μπορούσες να καταγράψεις για τη συνοδευτική του ομάδα. Κοντά στα 60, πια, ο Γερμανός κιθαρίστας παραμένει συναρπαστικός: όχι μόνο να τον ακούς, μα και να τον βλέπεις. Με τα χίπικα ρούχα/κοσμήματά του κι εκείνη την παχιά μπλε κορδέλα στο κεφάλι, με το ντελικάτο, ανεπαίσθητο, σχεδόν θηλυκό λίκνισμά του, με το μακρύ ξανθό μαλλί και τη σκληρή φυσιογνωμία με το μουστάκι, με το ελαφρώς υπεροπτικό στιλ με το οποίο στέκεται επί σκηνής και μιλάει στον κόσμο.

Στάθηκε, λοιπόν, ηγέτης αδιαφιλονίκητος στο Κύτταρο. Δεν ήταν μόνο θέμα βιρτουοζιτέ: χαιρόσουν να ακούς τις κιθαριές του, ακριβώς γιατί διέθεταν προσωπικότητα, διακριτό ήχο και σε άρπαζαν συναισθηματικά. Το "We'll Burn The Sky" –πάντα το τραγούδι που τον πονάει περισσότερο– στάθηκε μάλλον το highlight σε μια σειρά highlights, μαζί βέβαια με το "The Sails Of Charon" και το "Fly To The Rainbow". 

Θα τον ήθελα, νομίζω, να έχει έρθει με κάποιον ικανότερο τραγουδιστή στην Αθήνα γι' αυτό το σπέσιαλ Scorpions σόου, πάντως υπήρξε ηλίου φαεινότερο ότι ο Roth δεν μας επισκέφθηκε για να κολλήσει ένσημα ή για να βγάλει κανά ευρουλάκι από τη δεδομένη αγάπη του εγχώριου κοινού στο γερμανικό γκρουπ. Ήρθε για να ροκάρει και για να μας δείξει τη μπάλα την οποία ξέρει να παίζει, αποδεικνύοντας ότι παραμένει ένας μεγάλος μουσικός, ικανός να πάρει πάνω του μια βραδιά με ευδιάκριτα πλην και να τη φέρει εντελώς τούμπα.  



10 Αυγούστου 2023

KYKLOS Ensemble & Ω²: Η Ιστορία του Στρατιώτη - ανταπόκριση (2014)


Ωραία βραδιά με χρώμα Igor Stravinsky στο θέατρο Πόρτα, με αφορμή ένα απαιτητικό έργο, φτιαγμένο για να «διαβαστεί, παιχθεί και χορευτεί».

Έτσι είχα σημειώσει, πίσω στον Οκτώβρη του 2014, όμως στο διάβα των χρόνων, έκτοτε, την ξέχασα φοβάμαι τη βραδιά αυτή. Ευτυχώς υπάρχουν και τα κιτάπια μας, να ενισχύουν το πεπερασμένο της μνήμης.

Μια ανταπόκριση για τη σύμπραξη των KYKLOS Ensemble & Ω² πάνω στην κατά Stravinsky «Ιστορία του Στρατιώτη» δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis –και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό της παράστασης


Μάλλον θα υπάρχουν αρκετές διαφωνίες, πάντως δεν θεωρώ την Ιστορία του Στρατιώτη του Charles-Ferdinand Ramuz (1917) ως κείμενο με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δεν αντιλέγω ότι βρίσκεται κοντά στα λαογραφικά πρότυπα τα οποία την ενέπνευσαν, αλλά έχει νομίζω μια παιδική παραμυθικότητα πιο έντονη από όσο σηκώνει η εποχή μας, μια ηθικοπλασία αρκετά αφελή, μα και ορισμένες αστοχίες ως προς τη ροή. 

Ως βάση ενός έργου ευρύτερου, όμως, προορισμένου να «διαβαστεί, παιχθεί και χορευτεί» (lue, jouée et dansée), η σημασία της είναι ακριβή, τόσο για την ιστορία της μουσικής τέχνης στον 20ο αιώνα, όσο και για ό,τι ονομάσαμε Νέο Μουσικό Θέατρο. Και ακριβώς αυτήν τη σημασία ανέδειξε στο θέατρο Πόρτα η εκλεκτή συνεργασία των KYKLOS Ensemble με την ομάδα Ω². 

Για να πιάσουμε τα πράγματα με τη σωστή σειρά, η έναρξη της βραδιάς ήταν αμιγώς μουσική. Οι KYKLOS Ensemble, υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη, παρατάχθηκαν εμπρός από ένα υποβλητικό μπλε φόντο και μας παρουσίασαν το τριμερές έργο του Φάνου Δυμιώτη The Soldier's Blues (2007). Η εκτέλεση, αναντίρρητα καλή: το σύνολο έπαιξε με σφρίγος και απέδωσε όλα τα επιδιωκόμενα από τον Δυμιώτη «χρώματα», με ειδική μνεία να αξίζει στα κρουστά του Δημήτρη Δεσύλλα, που είχαν και σημαντικό ρόλο να επιτελέσουν ως προς αυτό. Ωστόσο το ίδιο το έργο δεν άφηνε χώρο για συγκινήσεις. Συνειδητά, βέβαια, ο Δυμιώτης έχει μείνει πλησίον του Igor Stravinsky –η ενορχήστρωση, μάλιστα, είναι ταυτόσημη της Ιστορίας του Στρατιώτη. Αλλά υπερβολικά πλησίον, με αποτέλεσμα να διακυβεύει την αυτονομία της δουλειάς του, «υποβιβάζοντάς» τη σε μια άσκηση πάνω στην αυθεντία του Stravinsky.

Στο δεύτερο μέρος, όμως, μαζί με το φόντο –από μπλε έγινε κόκκινο– άλλαξε άρδην και το κλίμα. Μπροστά από τον Λογιάδη και τους KYKLOS Ensemble παρατάχθηκαν τώρα η Χρηστίνα Γαρμπή και ο Βασίλης Σαφός, δύο νέα παιδιά, τα οποία ανέλαβαν το «παιχθεί/χορευθεί» της υπόθεσης, ενώ κατέθεσαν σημαντική δουλειά και στην προεργασία, υπογράφοντας τόσο τη μετάφραση της Ιστορίας του Στρατιώτη, όσο και τη χορογραφία (μαζί με τον συν-σκηνοθέτη Κώστα Κουνέλλα και τη βοήθεια της Αγγελικής Τρομπούκη). 

Ο στρατιώτης και ο Διάβολος, ο φυσικός και ο υπερφυσικός κόσμος, τα όρια των επιθυμιών μας και μια γενική συζήτηση περί ευτυχίας, καθώς και το ρομάντσο του παγαπόντη στρατιώτη με μια πριγκίπισσα, αποδόθηκαν καταπληκτικά. Υπήρξαν άριστοι σε όλα τους, η Γαρμπή με τον Σαφό: στην κίνηση, στην άρθρωση, στην ηθοποιία, στην εκφραστικότητα (με κορυφαίο σημείο τη γκριμάτσα Διαβόλου της Γαρμπή). Σε έβαζαν στο κλίμα ακόμα κι αν δεν σου άρεσε η ιστορία, ενώ δεν έλειψαν και οι στιγμές που πρόσφεραν άφθονο γέλιο στους –λίγους, δυστυχώς– θεατές. 

Ήταν μάλιστα τόσο καλοί, που λίγο ήθελες να ξεχάσεις τους KYKLOS Ensemble από πίσω. Αλλά θα ήταν σφάλμα. Γιατί ακόμα κι αν το σύνολο δεν έκλεψε την παράσταση, αποδείχθηκε πολύ διαβασμένο πάνω στο λεξιλόγιο του Stravinsky και σε θέση να παραδώσει μια άρτια εκτέλεση στο μουσικό τμήμα της Ιστορίας του Στρατιώτη. Θαύμασα προσωπικά το κομβικής σημασίας για το έργο (καθώς αναπαριστά την ψυχή του ήρωα) βιολί που έπαιξε ο Αντώνης Σουσάμογλου, αλλά και το πόσο λαμπρά αναδείχθηκαν οι δικλείδες επικοινωνίας του μεγάλου Ρώσου συνθέτη με τον γενναίο νέο (για εκείνον) κόσμο της τζαζ εκ μέρους των κρουστών του Δεσύλλα, του Σπύρου Μουρίκη (κλαρινέτο), του Γεώργιου Φαρούγκια (φαγκότο), του Δημήτρη Γκόγκα (τρομπέτα), του Τάκη Καπογιάννη (κοντραμπάσο) και του Ανδρέα Ρολάνδου Θεοδώρου (τρομπόνι). 

Το ζεστό χειροκρότημα στο φινάλε αποδόθηκε ισομερώς σε μουσικούς και ηθοποιούς, όπως ακριβώς έπρεπε. 



09 Αυγούστου 2023

Psychic TV - ανταπόκριση (2016)


Ήταν πολύτιμη η παρακίνηση της Χριστίνας, πίσω στον Οκτώβριο του 2016, να πάμε ως το «MODU» –έναν χώρο της Αθήνας που δεν φτούρησε– για να δούμε τους Psychic TV.

Έμελλε να είναι η τελευταία τους συναυλία στην Ελλάδα και η τελευταία φορά που θα απολαμβάναμε το χάρισμα του Genesis P-Orridge, ο οποίος ταρακούνησε δεόντως κορμιά, μυαλά και ψυχές στον κατάμεστο χώρο. Τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 2020, θα άφηνε τα εγκόσμια, σε ηλικία 70 ετών.

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, τόσο η κεντρική, όσο και η κάτωθι ανήκουν στη Sophie Doz, ενώ αυτή των Mani Deum είναι της Σμαρώς Μπότσα


Δεν ξέραμε τι να περιμένουμε ή δεν ξέραμε τι μας περίμενε; Όποια εκδοχή κι αν πάρετε μέσα θα πέσετε, καθώς οι Psychic TV ταρακούνησαν κορμιά, μυαλά και ψυχές στο κατάμεστο MODU, διαχέοντας έναν διονυσιακό αισθησιασμό/ενθουσιασμό, που δημιούργησε γενική ευφορία. Στην πορεία, έδωσαν και μια καταπληκτική, πλήρη σε όλα της συναυλία: από εκείνες που σε άλλες εποχές –όταν δεν γίνονταν 18 live κάθε μέρα– σου δημιουργούσαν την ανάγκη να πάρεις τους φίλους σου και να τους πεις «μαλάκα μου, τι ήταν τούτο;». 

Πριν τον Genesis P-Orridge και τους συνοδοιπόρους του, πάντως, τη βραδιά άνοιξαν οι Mani Deum, σε ένα κλίμα όχι ιδιαίτερα θερμό, καθώς το κοινό ακόμα ερχόταν κατά κύματα στο MODU. Από την άλλη, δεν ξέρω αν κι εκείνοι ήταν η καταλληλότερη επιλογή για το άνοιγμα των Psychic TV: ο ήχος τους έχει καταβολές στα πιο σκοτεινά κλαδιά της μεγάλης του 1980s post-punk σχολής, ενώ η «σκιά» των γκόθων και του Nick Cave δείχνει να πέφτει βαρύγδουπη στα φωνητικά μέρη. 


Δεν ξέρω, επίσης, αν περίμενα περισσότερα με βάση τα όσα έχω διαβάσει κατά καιρούς για εκείνους, πάντως κουράστηκα γρήγορα από αυτήν τη ζωντανή υπόσταση ενός υλικού υπέρ το δέον μονότονου και στατικά de profundis. Όσο σφιχτοδεμένοι κι αν αποδείχθηκαν δηλαδή οι Mani Deum εκεί πάνω στη σκηνή, η αίσθηση ότι άκουγες ένα μεγάλο κομμάτι μέτρησε εναντίον τους, κάνοντάς μας να κοιτούμε ανυπόμονα το ρολόι. 

Οι Psychic TV, τώρα, έχουν περάσει από τόσα κύματα, ώστε για τους παλιούς –τους στατιστικά πιο γκρινιάρηδες, όσους έμαθαν να προσδιορίζονται περισσότερο από το τι δεν ακούν, παρά από αυτά που προτιμούν– έχουν (ακόμα) νόημα συζητήσεις για το «ανυπέρβλητο» αρχικό υλικό, για το αν ήταν διασκεδαστική, επίκαιρη μα εν τέλει αμφιλεγόμενη η acid house στροφή, για το αν, γενικά, η πιο «προσβάσιμη» όψη της μπάντας (εκείνη λ.χ. που καταγράφηκε στα μέσα των 1980s στο Hyperdelia) όρισε κι έναν Ρουβίκωνα. 

Παρά ταύτα, κάμποσοι πάλιουρες έδωσαν δυναμικό παρών στο MODU, έμμεσα αναγνωρίζοντας, έτσι, ότι είναι τελικά η αυθεντικότητα του Genesis P-Orridge και η συνέπεια με την οποία «θόλωσε» σύνορα και νερά ως καλλιτεχνική περσόνα που παρέχει τη συνοχή στο όλο Psychic TV αφήγημα. Για να μην παρεξηγηθώ, το live είχε και κάμποσες νεανικές παρουσίες, αγόρια και κορίτσια στα 20+, για τα οποία όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν κάτι το επείγον, παρά πτυχές μιας μυθολογίας που (προφανώς) τους μαγνητίζει.

Ό,τι πάντως κι αν είχες κατά νου οδεύοντας στο Μεταξουργείο, απλά διαλύθηκε στην ανάταση και στα χαμόγελα που σκόρπισε η έναρξη, με τη μπάντα να μετατρέπει το "Jump Into The Fire" του Harry Nilsson σε ευφορικό τζαμάρισμα και τον Genesis P-Orridge να στέκει στο μέσον της σκηνής κηρύσσοντας φλογερά τη σημασία του «we can make each other happy». 

Ήταν η αρχή μιας καταπληκτικής βραδιάς, στην οποία κάθε επιλογή φαινόταν και κορύφωση, μέχρι να ακούσεις το επόμενο κομμάτι. Μιας συναυλίας που ενορχηστρώθηκε από την άριστη στα παιξίματα και στον ήχο της μπάντα: η Alice Genese στις γκρούβι μπασογραμμές, ο εορτάζων τα γενέθλιά του Edley O'Dowd στα τύμπανα, ο Join Weingarten στα πλήκτρα με κάτι από Jah Wobble στην αύρα της παρουσίας του και ο Jeff Berner στην ηλεκτρική κιθάρα, να θυμίζει στην αναιμική indie εποχή μας τι διάολο 'πα να πει ροκ. Βασικός κινητήριος μοχλός όλων, όμως, παρέμενε ο φυσικός ηγέτης αυτής της ομήγυρης μουσικών. Ο άνθρωπος που γεννήθηκε ως Neil Megson μπορεί να έχει πια πατήσει τα 66, μα απέδειξε και στον πιο δύσπιστο, νομίζω, ότι πολυμορφικές περσόνες σαν και τη δική του είναι αειθαλείς, οπότε πάντα θα αισθάνονται «σαν στο σπίτι τους» πάνω στη σκηνή.

Έτσι, η θαυμάσια διασκευή στο "How Does It Feel To Feel?" των Creation, ο μελαγχολικός λυρισμός του "Just Drifting", το κεφάτο "Just Like Arcadia", το μη προγραμματισμένο encore που ήρθε σαν ανταπόκριση στις ιαχές και στον ενθουσιασμό του πλήθους (κι ας είχε πάει 00.30, βράδυ Δευτέρας) και βέβαια η κατακεραύνωση όσων εργάζονται στους καιρούς μας για να γίνονται οι πλούσιοι πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι, με την οποία κορυφώθηκε το φοβερό "Greyhounds Of The Future", αποτέλεσαν τους σπονδύλους μιας ζωντανής εμπειρίας αξέχαστης. Από εκείνες που έχουν τη δύναμη να ανανεώσουν την πίστη σου στην Ανθρωπότητα, όπως εύστοχα σχολίασε έπειτα ο Διονύσης στην έξοδο από το MODU, όταν σταθήκαμε να αποτιμήσουμε λίγο τα όσα βιώσαμε, πριν αρχίσουμε πάλι τη μάχη με τα ξυπνητήρια της επόμενης καθημερινής.