31 Ιουλίου 2023

Cardi B: Invasion Of Privacy [δισκοκριτική, 2018]


Μία κριτική μου από το 2018 στο άλμπουμ «Invasion Of Privacy» της Cardi B, που συζητήθηκε αρκετά εκείνη τη χρονιά (στην Αμερική, κυρίως).

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που έχει διατεθεί στον Τύπο


Ως ένα από τα πιο προβεβλημένα νέα πρόσωπα στην αμερικάνικη σόου μπιζ, η Cardi B μπορεί να εμφανίζεται με κομψά γκρι καπέλα, να φωτογραφίζεται ντυμένη σε βαθιά ντεκολτέ με ή χωρίς τον σύζυγο Offset (των Migos), αλλά και να είναι η φιγούρα στο εξώφυλλο του «Invasion Of Privacy», με την ξανθιά περούκα και τα υπερμεγέθη γυαλιά ηλίου. Αν ψάχνουμε πάντως την πιο καθημερινή παρουσία πίσω από τη διασημότητα, πιο εύκολα θα πέσουμε σε έναν συνδυασμό χρυσουλί φορέματος, κόκκινων χοντροτάκουνων και νυχιών βαμμένων λεβάντα. Ρωτήστε και τη Rawiya Kameir. 

Η εικόνα δεν είναι ξένη. Συν-πλην τις αναγκαίες λεπτομέρειες, θα μπορούσε να είναι ένα κορίτσι από λαϊκή συνοικία του Πειραιά ή των δυτικών προαστίων της Αθήνας. Και οι ομοιότητες δεν τελειώνουν εδώ: η Belcalis Almanzar συζητά τα ζώδια ακόμα και με τους δημοσιογράφους, ενώ τη διακρίνει και μια χύμα δημόσια έκφραση –στα πλαίσια της οποίας θα πρέπει να εξηγηθούν και τα πρόσφατα μαλλιοτραβήγματα με τη Nicki Minaj. 

Στην Ελλάδα, οι άντρες δεν έχουμε καλή γνώμη για τέτοια κορίτσια. Δεν είμαι σίγουρος, μάλιστα, ότι ισχύει κάτι ιδιαίτερα αντίθετο για τις γυναίκες· όμως δεν θέλω να μιλάω εκ μέρους τους. Δέσμιοι σωβινιστικών λογικών, βλέπουμε μόνο εύκολο σεξ χωρίς δεσμεύσεις εκεί όπου εκπέμπεται ένα μήνυμα θηλυκότητας. Δέσμιοι ταξικών στερεοτύπων, βιαζόμαστε να κολλήσουμε το επίθετο «χυδαία» σε μια συμπεριφορά που ναι, ίσως κρίνεται αγενής, αλλά είναι πιο ντόμπρα από τα μαχαιρώματα πίσω από τα χαμόγελα των μορφωμένων μεσαίων στρωμάτων. Μέσα σε τέτοιες Συμπληγάδες, λίγοι θα κάτσουμε να ακούσουμε την ιστορία μιας 25χρονης που μεγάλωσε σε μια διαλυμένη οικογένεια μεταναστών από την Καραϊβική και δούλεψε για τα προς το ζην ως ταμίας αλλά και ως στριπτιτζού, πριν ξεχυθεί προς τη μουσική. 

Κάπου εδώ ίσως αναρωτηθείτε τι σόι δισκοκριτική είναι αυτή, που αντί να μιλάει για το πρώτο επίσημο άλμπουμ της Cardi B, έχει ήδη ξοδέψει 275 λέξεις να λέει για άλλα. Κι όμως, αποδεικνύονται απαραίτητα. Γιατί τα τραγούδια του «Invasion Of Privacy» μιλούν ανοιχτά για τη ζωή της και τα όσα της αρέσουν, είτε πρόκειται για την αιδοιολειχία, είτε για τα διαμάντια –ακριβώς γιατί δεν το παίζει υπεράνω της υλικής ευμάρειας, καθώς κυνηγάει την ευτυχία. Και η ίδια τα ραπάρει πρωτίστως βάσει της προσωπικότητάς της, δίχως να καμουφλάρει όσες προφορές προδίδουν και το πού μεγάλωσε, μα και το ότι οι γονείς της ήρθαν στις Η.Π.Α. από κάπου αλλού.

Θα μου πείτε, μα είναι χιπ χοπ τώρα αυτό που ακούμε;

Χιπ χοπ όπως το μάθαμε όσοι λευκοί Ευρωπαίοι αγαπήσαμε τους δίσκους των Public Enemy, των Run-DMC, του Notorious B.I.G. και των Wu-Tang Clan, όχι, δεν είναι. Μιμείται απλά κάποιους τρόπους του και στηρίζεται σε δικές του μεθόδους, για να παραχθεί ένα κατά βάση pop τραγούδι με ραπ στοιχεία. Ωστόσο, το χιπ χοπ έχει πλέον αναδειχθεί σε pop culture και μάλιστα κυρίαρχη. Κι έτσι, για μεγάλο κομμάτι της νεολαίας, η Cardi B μετράει όχι μόνο ως ράπερ, αλλά και ως μία από τις ηρωίδες της επίκαιρης trap λαίλαπας. Ας ηρεμήσουν λίγο, λοιπόν, όσοι παλιότεροι ξινίζουν με «τους καιρούς και τα ήθη». Στα 1990s, άλλωστε, τις Salt-Ν-Pepa ράπερς δεν τις λέγατε; 

Η Cardi B είναι, επομένως, ένας ακόμα κρίκος σε μια αλυσίδα γυναικών που μπήκαν με τους όρους τους στην ανδροκρατούμενη χιπ χοπ κουλτούρα·  εύκολα συμπεραίνεις άλλωστε, όσο κυλά το Invasion Of Privacy, πόσο Nicki Minaj, TLC, Ivy Queen και βεβαίως Missy Elliott έχει ακούσει, πριν αρχίσει και η ίδια να ραπάρει. Κι εδώ βρίσκεται μια ευδιάκριτη αχίλλειος πτέρνα, γιατί ναι μεν ρίχνει την περσόνα της στην ερμηνεία, όμως κάτι τέτοιο δεν φτάνει: δεν αποτυπώνεται ως καμιά σπουδαία ράπερ η Cardi B, αν και το εξισορροπεί αυτό με το καλό μουσικό αισθητήριο το οποίο δείχνει να διαθέτει. Το "Bodak Yellow" (Η.Π.Α. #1, Βρετανία #24, Γαλλία #70) –σε ό,τι είδος κι αν το βάλεις– είναι από τα πιο φρέσκα και εντυπωσιακά τραγούδια του 2018.

Και έχει κι άλλα σημεία να σταθείς το άλμπουμ. Ένα καλό π.χ. ντουέτο με τη SZA ("I Do") ή το διασκεδαστικό σούπερ χιτ "I Like It" (Η.Π.Α. #1, Βρετανία #8, Γαλλία #19, Ελλάδα #1), όπου το trap συναντά τη salsa. Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το "Get Up 10" (Η.Π.Α. #38), όπου ένα πιανάκι παντρεύεται με τις νευρώδεις ανάσες της, καθώς μας διηγείται για τις γυναικείες προκαταλήψεις που έπρεπε να παλέψει όταν δούλεψε σε strip club («I said "dance" not "fuck", don't get it confused/Had to set the record straight 'cause bitches love to assume»). Και βέβαια το "Be Careful" (Η.Π.Α. #11, Βρετανία #24), όπου αρθρώνεται ένας κεφάτος σκοπός πάνω σε ένα αραχτό beat χτισμένο σε sample που πάει πίσω στη Barbra Streisand (1974), προκαλώντας τα παγκόσμια στάνταρ της απιστίας, τα οποία θέλουν τους άντρες άτακτους και τις γυναίκες πιστές, σαν την Πηνελόπη: «But if I did decide to slide, find a nigga, fuck him, suck his dick, you would've been pissed». 

Εκεί που χάνει, είναι όταν μένει σε επιφανειακά trap σαν το "Bartier Cardi" (H.Π.Α. #14, Βρετανία #40), όταν ξεμένει από ιδέες και αναπαράγει τον εαυτό της ("Money Bug") ή όταν προσπαθεί να στήσει μοδάτες συμμαχίες, οι οποίες όμως είτε την καθιστούν συνοδευτική (π.χ. στο "Drip", δίπλα στους Migos), είτε περιορίζουν τον δυναμισμό της ("Ring" με τη βαριεστημένη Kehlani, "Best Life" με τον υπερβολικά εξευγενισμένο Chance The Rapper). Ως πρώτο δείγμα του τι εστί Cardi B, πάντως, το «Invasion Of Privacy» αφήνει θετική εντύπωση. Είναι άγνωστο αν θα μπορέσει να εξελίξει τα όσα καταγράφονται εδώ ως ενδιαφέροντα, ενώ είναι μεγάλο θέμα και το αν μπορεί να ραπάρει καλύτερα στο μέλλον. Μέχρι όμως να έρθει αυτό το μέλλον, βλέπει, βλέπουμε και συνεχίζουμε να παίζουμε όσα τραγούδια της μας αρέσουν.



30 Ιουλίου 2023

Skepta: Konnichiwa [δισκοκριτική, 2016]


Μία κριτική μου από το 2016 στο άλμπουμ «Konnichiwa» του Skepta, που έφερε στο προσκήνιο εκείνης της δεκαετίας το βρετανικό grime, με μια νέα φόρα σε σχέση με τα παλαιότερα κατορθώματα του στυλ.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που έχει διατεθεί στον Τύπο


Στα 33 του χρόνια, ο Joseph J. Adenuga από το Τότεναμ είναι το πρόσωπο του grime ρεύματος για τη μερίδα εκείνη του ευρύτερου pop/rock κόσμου που αρέσκεται να (ψιλο)παρακολουθεί τις hip hop εξελίξεις. Βέβαια, όπως πάντα συμβαίνει στη μουσική ιστορία με τέτοιες περιπτώσεις, «χρεώνεται» με περισσότερα από όσα του αναλογούν, γενόμενος ο κουβαλητής ενός ολόκληρου underground κόσμου, είτε στα φετινά βραβεία Mercury, είτε γενικότερα στο mainstream: το Konnichiwa λίγο έλειψε να κατακτήσει την κορυφή των βρετανικών charts (έμεινε στο #2, τελικά), τη στιγμή που ο προκάτοχός του μόλις που μπήκε στο top-20, 5 χρόνια πριν. Με ένα δε #160 στις Ηνωμένες Πολιτείες, αποτελεί γέφυρα προς τη μεγάλη υπερατλαντική αγορά, η οποία παραμένει ασφαλώς η Μέκκα κάθε hip hop τάσης. 

Κάτω από τα λαμπερά αυτά φώτα, υπάρχει ένας κίνδυνος υπερτίμησης του Konnichiwa (το hype, το άτιμο το hype), παράλληλα όμως κι ένας κίνδυνος υποτίμησης (οι πιουρίστες, οι καταραμένοι οι πιουρίστες). Ασφαλώς ο Skepta δεν ανήκει στην πρωτοπορία που δημιούργησε τον υβριδικό ήχο τον οποίον ακούμε στο 4ο άλμπουμ του: τα εύσημα για την ευφυή σύγκλιση της hip hop αισθητικής με την κληρονομιά του drum 'n' bass και τους ρυθμούς του βρετανικού garage ανήκουν σε καλλιτέχνες σαν τον Dizzee Rascal, τον Kano και τον Wiley, ονόματα που στα '00s έκαναν το βρετανικό hip hop να πάψει να ακούγεται meh. Ο Skepta είναι λοιπόν «επόμενη γενιά»· μα κι αν στέκεται σε ώμους άλλων, διαθέτει αρκετό ταλέντο και προσωπικότητα ώστε να αναδειχθεί σε ικανότατο μεταπράτη όσων δημιούργησαν εκείνοι. Έτσι, κάνει έναν περιθωριακό ευρωπαϊκό ήχο να ηχεί cool στα αυτιά του Pharrell Williams, ο οποίος πραγματοποιεί μια λαμπερή guest εμφάνιση στο "Numbers".

Το σημαντικότερο με το Konnichiwa, είναι ότι τα καταφέρνει όλα τούτα δίχως να νερώσει τις grime ρίζες του. Ακόμα δηλαδή κι αν σαμπλάρει το "Regular John" των Queens Of The Stone Age για να οπλίσει με ροκ εν ρολ φόρα το "Man" ή αν φωνάζει τον A$AP Nast για να κάνει πιο «νεοϋορκέζικο» το "Ladies Hit Squad", ο Skepta δείχνει με τις παραγωγές και τις λοιπές συμμετοχές –είναι και ο Wiley εδώ, είναι και οι Boy Better Know στο "Detox"– ότι παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένος με το underground που τον γέννησε ως καλλιτέχνη και με ό,τι «ακατέργαστο» συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Δεν αλλάζει λοιπόν τη μουσική του για να «πετύχει», ούτε σαχλαμαρίζει τους στίχους του. Κερδίζει με την ωριμότητα και την ποιότητα των raps του, καθώς και με το γεγονός ότι παύει να ηχεί σαν φτωχός συγγενής των grime αρχιτεκτόνων.

Από την άλλη, το Konnichiwa δεν είναι σπουδαίο άλμπουμ –ένα τέτοιο ίσως να βρίσκεται στη συνέχεια. Είναι ένας καλός δίσκος, που ενδεχομένως να αποδειχθεί και επιδραστικός, αν οι συγκυρίες βοηθήσουν το grime να εδραιωθεί, περνώντας με αξιώσεις τον Ωκεανό. Είναι επίσης με διαφορά η καλύτερη δουλειά του Skepta μέχρι σήμερα, εκείνη που τον χρίζει «εκπρόσωπο» ενός κόσμου ο οποίος εδώ και χρόνια αποδεικνύεται πιο δημιουργικός από τη βαρετή βρετανική ευθεία που παράγει indie μπάντες τύπου Viola Beach. 



28 Ιουλίου 2023

Steve Perry: Traces [δισκοκριτική, 2018]


Μία κριτική μου από το 2018 στο άλμπουμ «Traces», δηλαδή στη μετά από 20 χρόνια δισκογραφική επιστροφή του Steve Perry, της «φωνής» των θρυλικών Journey.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που διακινούνταν την εποχή εκείνη στον Τύπο και ανήκει στον Theo Wargo


Εικοσιδύο χρόνια μετά την τελευταία φορά που στάθηκε πίσω από το μικρόφωνο των Journey και 20 στρογγυλά έτη μετά από εκείνο το (σόλο) "I Stand Alone" για το soundtrack της ταινίας κινουμένων σχεδίων «Quest For Camelot», ο Steve Perry είναι και πάλι στη δισκογραφία. 

Φορώντας ξανά τη βαριά φανέλα εκείνου του στρογγυλεμένου, καλογυαλισμένου rock που έγινε κάποτε κόκκινο πανί για όποιον ήθελε να ανήκει στους εναλλακτικούς, μα λατρεύτηκε κρυφά ακόμα και από αυτούς σε περιπτώσεις σαν το "Separate Ways (Worlds Apart)". Το ξέρουμε καλά τώρα που έπεσαν τα σχετικά τείχη, επιτρέποντας λ.χ. στους Eels να καλέσουν τον βετεράνο ερμηνευτή που πάντα θαύμαζαν στη συναυλία τους στο St. Paul της Μινεσότα (2014), για ένα encore που έβγαλε γούστα ανάμεσα στους δικούς τους fans για Journey ορόσημα σαν το "Open Arms" του 1981. 

Ο Perry, βέβαια, γίνεται όπου να 'ναι 70 κι έχει στο μεταξύ περάσει διάφορες περιπέτειες υγείας. Μπαίνοντας έτσι a cappella στο "We Fly" ή καθώς τον ακούς σε ένα στάνταρ φωνή/πιάνο τραγούδι σαν το "In The Rain", αντιλαμβάνεσαι ότι δεν είναι πια το υπερηχητικό παλληκάρι που ήξερες: η φωνάρα εκείνη, πάει. Έχει μείνει ωστόσο επαρκές απόθεμα για τις απαιτήσεις ενός δίσκου σαν το «Traces», ενώ η εκφραστικότητα και τα χαρακτηριστικά χρώματα του Αμερικανού ερμηνευτή στέκουν ακόμα αλώβητα από τον φθοροποιό χρόνο. 

Το άλμπουμ δεν πέτυχε, ωστόσο. 

Ενώ ξεκινά μια χαρά, δηλαδή, με τις uptempo διαθέσεις του "No Erasin" να λοξοκοιτούν τον κλασικό, μελωδικό ήχο των Journey –με λίιιγο πιο επίκαιρη παραγωγή– γρήγορα καταφεύγει σε μπαλάντες υπέρ το δέον συνταγοποιημένες, του είδους που έχουμε ακούσει χιλιάδες φορές ("You Belong To Me" και δεν συμμαζεύεται). Η εντύπωση διασκεδάζεται κάπως στο "Sun Shines Gray" και στην κατά 5 τραγούδια μεγαλύτερη έκδοση του «Traces» (η οποία πωλείται στα πολυκαταστήματα Target των Η.Π.Α.), είναι όμως αυτή που μένει σε όποιον στραφεί προς την εκδοχή με τα 10 κομμάτια που υπάρχει σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες. 

Επιδιώκοντας να μην ξεστρατίσει από τα οικεία μονοπάτια και να αποβεί δίσκος σύμπνοιας με τους «παλιούς» –που καλούνται να συναισθανθούν, να θυμηθούν και να μελώσουν– μένει σε εύκολα ξεπατικώματα κουρασμένων μοτίβων, τυλίγοντάς τα απλά στη βιρτουοζιτέ. Ακόμα και μια διασκευή σε Beatles (στο "I Need You", ενδιαφέρουσα επιλογή) χάνεται, μισοβουλιαγμένη στο ίδιο χλιαρό κλίμα.  

Και ναι μεν ακούς παιξίματα ωραία από μια πλειάδα ικανών session μουσικών (ο Thom Flowers, ας πούμε, κεντάει στην κιθάρα ακόμα και όταν παίζει το πλέον δεδομένο AOR, όπως λ.χ. στο "We're Still Here"), ναι μεν βρίσκονται χώροι για να κεράσει ο Perry συναίσθημα και να δείξει την αξία του, εν τέλει όμως τίποτα δεν αποτυπώνεται στη μνήμη πιο ζωηρά από την ηχώ της φωνής του. Ακόμα κι αν σου λείπει η παλιά της έκταση. 



27 Ιουλίου 2023

Earl Sweatshirt: Some Rap Songs [δισκοκριτική, 2018]


Μία κριτική μου από το 2018, στον συζητημένο σε επίπεδο Τύπου ράπερ Earl Sweatshirt και στον τότε δίσκο του «Some Rap Songs».

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που διακινούνταν την εποχή εκείνη στον Τύπο


Σε μέρες που ο Drake βγάζει διπλό δίσκο 25 κομματιών και η Nicki Minaj χρειάζεται 70 λεπτά για να πείσει να την ανακηρύξουμε σε χιπ χοπ Κλεοπάτρα, ο Earl Sweatshirt αρκείται σε 24 λεπτά και 39 δεύτερα. Και όχι γιατί δεν έχει να πει. Ίσα-ίσα, έχει να πει πολλά. Γι' αυτό, ίσως, λέει λίγα. Παρά τη μικρή διάρκεια, όμως, η διαδρομή είναι κοπιαστική. Τα μονοπάτια του «Some Rap Songs» αποδεικνύονται δύσβατα και ανηφορικά και ο ράπερ από το Σικάγο δείχνει ενίοτε τόσο χαμένος, ώστε η επικοινωνία πνίγεται στα παράσιτα. 

Για τον 24χρονο καλλιτέχνη, θολώνουν εδώ τα όρια μεταξύ Earl Sweatshirt και Thebe Neruda Kgositsile. Όχι, δεν είναι παιχνίδι ρόλων. Ο Ιανουάριος του 2018 είχε οριστεί ως χρονικό πεδίο ενός κρίσιμου ραντεβού με τον ποιητή και ακτιβιστή Keorapetse Kgositsile. Πατέρας και γιος επρόκειτο λοιπόν να συναντηθούν. Και επρόκειτο να το κάνουν στη Νότια Αφρική, όχι στις Ηνωμένες Πολιτείες· βάζοντας κάτω όσα τους είχαν αποξενώσει, ελπίζοντας ότι θα έβρισκαν εκείνα που τους ένωναν. Εντούτοις, ο πατέρας Kgositsile πέθανε ξαφνικά. Και οι εκκρεμότητες έμειναν αδυσώπητα μετέωρες, προξενώντας τόσο μεγάλο στρες, ώστε χρειάστηκε η ακύρωση ολόκληρης της ευρωπαϊκής Earl Sweatshirt περιοδείας. Απόφαση με κόστος για έναν ράπερ με καλές κριτικές, που χάνει όμως θεαματικά έδαφος στη Βρετανία, ενώ παραμένει άφαντος στην πάντα επιδραστική για τα χιπ χοπ πράγματα Γαλλία. 

Έτσι, σε αυτό το άλμπουμ βαραίνει περισσότερο η νοτιοαφρικανική καταγωγή από την αμερικάνικη ταυτότητα: η πραγματικότητα υπερνικά την περσόνα –και απλά δανείζεται τα «όπλα» της για να εκφράσει το οδοιπορικό ενός δημιουργού που καλείται νωρίς στη ζωή να διαβεί τον δικό του Ρουβίκωνα. Ο δίσκος κουβαλάει μέσα του το βάρος της κληρονομιάς και θα βάλει δύσκολα ακόμα και σε όσους έχουν θαυμάσει τον Earl Sweatshirt για το «Doris» (2013) ή το «I Don’t Like Shit, I Don’t Go Outside» (2015), ακριβώς επειδή έχει να κάνει με το ξεκαθάρισμα των όσων παίρνουμε και των όσων αφήνουμε από τους γονείς μας στην πορεία της ζωής. Με μια διεργασία δηλαδή η οποία δεν είναι ούτε γραμμική, ούτε ουδέτερη, ούτε και ορθολογική. 

Κι όμως, είναι όλα τα παραπάνω που «φτιάχνουν» αυτόν τον δίσκο, που τον κάνουν γόνιμο ως καλλιτεχνικό έργο και του χαρίζουν μια περιπέτεια διακριτή στο χιπ χοπ σκηνικό των ημερών. Ο Earl Sweatshirt δεν έρχεται άλλωστε με κατασταλαγμένες απαντήσεις. Χαρτογραφεί, αντιθέτως, τη θύελλα της όλης διαδικασίας. Έτσι, τα τραγούδια συχνά μοιάζουν με στιγμιαίες πολαρόιντ: μόλις 1 λεπτό και 6 δεύτερα διαρκεί το "Cruel Summers", με βάση σε ψαγμένο afrobeat sample από τη Νιγηρία της δεκαετίας του 1970 ("Road Man (Mystic)", των Mighty Flames). Στα δε 1.34 του "Playing Possum" προλαβαίνει να σαμπλάρει τη μητέρα του Cheryl Harris, αλλά και τον πατέρα του να αφηγείται απόσπασμα από ποίημά του, σε ένα κολάζ που λες και αποπειράται να συγκολλήσει τον διαλυμένο γάμο των γονιών του. Τραγούδια-στιγμιότυπα. Μικρά μα γεμάτα, που λειτουργούν περισσότερο έτσι βαλμένα το ένα πίσω από το άλλο. Σαν χάντρες κομπολογιού. 

Όμως και ο ίδιος ο Earl Sweatshirt ακούγεται διαφορετικός. Οι ερμηνείες συχνά-πυκνά σκεπάζονται από τα «μισοκοιμισμένα» beats της παραγωγής, ενώ ακόμα και ηχοληπτικά δεν τοποθετείται πάντα σωστά έμπροσθεν του μικροφώνου: μοιάζει κουρασμένος, σχεδόν ξέπνοος ("Shattered Dreams", "The Mint"), να μη μπορεί να ολοκληρώσει τις ίδιες του τις προτάσεις: «Like we making food / Father’s face but I’m not afraid / My uncle Hugh», λέει στο "Peanut". Κι εκεί ακριβώς τελειώνει το κομμάτι. Σπασμένοι, αποσπασματικοί στίχοι, χωρίς πλήρη αλληλουχία, όπως ακριβώς περιδιαβαίνουν οι μνήμες στο κεφάλι μας και στην πραγματική ζωή. Είναι εντυπωσιακός αυτός ο άφιλτρος νατουραλισμός, αν και κάτι τέτοιο δεν πρέπει να εμποδίσει ενστάσεις για το ημιτελές π.χ. διαφόρων κομματιών ή για το ότι μπορούσε να πέσει περισσότερη δουλειά εδώ κι εκεί, χωρίς να κινδυνέψει το συνολικώς ακατέργαστο στο οποίο προφανώς έχτισε ο δημιουργός. 

Το τι σήμαινε, αν σήμαινε, για το χιπ χοπ σκηνικό της δεκαετίας το Some Rap Songs, θα το αποφασίσουν οι επόμενοι. Είναι άλλωστε μια «παραφωνία» για τις σημερινές τάσεις, κατά έναν ανάλογο τρόπο που και οι Daughters στάθηκαν «παραφωνία» για τα rock πράγματα: ο Sweatshirt δεν έχει να κάνει ούτε με όσους συνομηλίκους γίνονται trap είδωλα, ούτε με τους κόσμιους ράπερ που ακούν τα λευκά μεσαία στρώματα (και ο Τύπος που διαβάζουν). 

Για την ώρα έχει αφήσει στο τραπέζι έναν δίσκο για τον οποίον αρκετοί βιάζονται να τους αρέσει, ίσως θέλοντας να τον σηκώσουν ως σημαία ενός διαφορετικού και ψαγμένου «μαύρου» γούστου, στην απέλπιδα προσπάθειά τους να γίνουν opinion makers σε μια εποχή που τους χρειάζεται, μα δεν τους αγαπά πια. Στην πραγματικότητα, το Some Rap Songs προϋποθέτει μοναχικές, σε βάθος ακροάσεις για να το πιάσεις. Ακόμα και τότε, μάλιστα, δεν είναι σίγουρο ότι θα σου αρέσει. 



25 Ιουλίου 2023

Rhapsody Of Fire: Into The Legend [δισκοκριτική, 2016]


Τους Rhapsody Of Fire, που τέλος πάντων εγώ τους γνώρισα ως Rhapsody, τους σέβομαι απεριόριστα: από το πουθενά, έβγαλαν ένα από τα πιο αγαπημένα μου heavy metal άλμπουμ, σε μια εποχή μάλιστα που είχα κουραστεί από τον χώρο κι έφευγα σαν ακροατής σε πιο alternative rock κατευθύνσεις. Ο λόγος, φυσικά, για το «Legendary Tales» (1997), δίσκο που εκτός από λατρεμένος κρίνεται και σημαντικός, για αιτίες τις οποίες εξήγησα πρόσφατα σε ένα άρθρο για το Αθηνόραμα

Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως ό,τι έβγαλαν στη μακρά τους πορεία έκτοτε ήταν και άξιο λόγου. Άλλο θηρίο το «Legendary Tales», δυστυχώς, άλλο φρούτο το «Into The Legend» του 2016. 

Μια κριτική γι' αυτό δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Luigi Orrù και προέρχεται από το promo υλικό που είχε δοθεί τότε στον Τύπο 


Προς τον Μύθο καλπάζουν στο νέο τους άλμπουμ οι Rhapsody Of Fire από την Τεργέστη της γειτονικής Ιταλίας και σου έρχεται σχεδόν αυτόματα να την πεις την κακία, ρε γαμώτο –κάτι τύπου «α, όπως και στα προηγούμενα δέκα άλμπουμ, δηλαδή». Ίσως όμως να μην τους αξίζει κάτι τέτοιο. Γιατί, τελικά, εκείνες οι Θρυλικές Ιστορίες που διηγήθηκαν στο ντεμπούτο τους πριν σχεδόν 20 χρόνια (1997), έμειναν όντως θρυλικές. 

Πριν γεμίσει δηλαδή ο τόπος με μπάντες που προσπάθησαν να ξορκίσουν τα αδιέξοδα του ευρωπαϊκού power metal βουτώντας στο συμφωνικό στοιχείο και στη μπαρόκ μεγαλοπρέπεια, οι Rhapsody Of Fire (σκέτοι Rhapsody, τότε) κατέθεσαν μια άποψη για αυτήν την κατεύθυνση που και σήμερα ακόμα ηχεί αξιοθαύμαστα καλοστημένη. Το Legendary Tales διατηρούσε το όποιο σόου χρειαζόταν η υπόθεση, ταυτόχρονα όμως επιδείκνυε μια στιβαρή και όχι επίπλαστη σχέση αφενός με τη βαριά παρακαταθήκη του λόγιου κεντροευρωπαϊσμού, αφετέρου με τον κόσμο της ηρωικής φαντασίας. Φρόντιζε επίσης να υπάρχουν και αδρές, κόκκινες γραμμές με τη Disney αισθητική των Nightwish –κάτι πολύ σημαντικό.

Σε εκείνα τα χρόνια κλωθογυρνάει ο νους ακούγοντας το Into The Legend και υπάρχει βέβαια ένα ζητηματάκι εδώ, γιατί αμφιβάλλω αν η αίσθηση «σαν να μην πέρασε μια μέρα» έκανε ποτέ καλό σε κάποιον άλλον, πέραν του Γιώργου Δημητριάδη. Από τη μία κουνάς λοιπόν το κεφάλι σου ικανοποιημένος και σκέφτεσαι καθώς ρουφάς τη μπύρα σου «για δες ρε παιδί μου τους Rhapsody». Και από την άλλη αναλογίζεσαι ότι κι αν δεν άκουσες κι όλους τους δίσκους τους από τότε, ε, δεν πειράζει –τα ίδια παίζουν: με μικρές ενορχηστρωτικές αλλαγές δώθε κείθε και με λιγότερη αίσθηση οικονομίας, μα τα ίδια, κατά τα λοιπά. Όλο το Into The Legend, δηλαδή, δεν κάνει άλλη δουλειά παρά να αναπαριστά τα πεπραγμένα των 4 πρώτων δίσκων. 

Βέβαια, αυτό ήθελε πάντα να κάνει ο (κιμπορντίστας) Alex Staropoli με ή χωρίς τον (κιθαρίστα) Luca Turilli, αυτό συνέχισε να κάνει και όταν έγινε big in Japan (και in Germany, κατόπιν), αυτό εξακολουθεί να ποιεί και τώρα που τον άφησε η εμπορική επιτυχία –μαζί με τον Turilli, ο οποίος από το 2011 περιφέρει τη δική του εκδοχή των Ραψωδών. Ένα σημαντικό θέμα, επομένως, είναι αν το κάνει καλά. Γιατί είχαμε λ.χ. και το πρόσφατο παράδειγμα του Dark Wings Of Steel (2013), ενός άλμπουμ που δεν περπάτησε.  

Οπωσδήποτε, ο Roberto De Micheli σε κάνει να ξεχνάς την απουσία του Turilli με την απόδοσή του, οι Rhapsody παραμένουν ικανότατοι μελωδοί και ο Fabio Leone –αυθεντικό λαρύγγι της μπάντας– παίζει έξυπνα και με επιδόσεις το παιχνίδι μεταξύ έπους και οδυρμού το οποίο χαρακτήρισε ένα σημαντικό κομμάτι του heavy metal, κυρίως εκείνου που σχηματοποιήθηκε υπό τα κελεύσματα των Rainbow επί των ημερών των αρχοντικών κορώνων του Ronnie James Dio. 

Παρά την ατόφια ενέργεια που εκλύεται, όμως, οι αστοχίες δεν βγαίνουν και λίγες στο μέτρημα: ξεφεύγουν συχνά τα περιττώς πομπώδη στοιχεία και κάτι φρενιασμένα, σαχλά Λατινικά, χαλώντας λ.χ. το "Winter's Rain", πετάγεται και η σοπράνο Manuela Kriscak στο "Valley Of Shadows" κουράζοντας ακόμα περισσότερο μια ήδη κουραστική σύνθεση, χάνεται το μέτρο στην ανυπόφορη 16-λεπτά-και-κάτι φλυαρία του "Kiss Of Life", ενώ το "Shining Star" καταλήγει αυτομάτως στον μεγάλο κάδο με τις μέταλ μπάλαντς που δεν χρειάστηκε ποτέ κανείς. 

Στην τελική σούμα, λοιπόν, δεν μένεις και με πολλά σε επίπεδο τραγουδιών. Όμως αυτά που παίρνεις, μάλλον σου αρκούν. Στιγμές δηλαδή σαν το ομώνυμο "Into The Legend", το κεραύνιο "Realms Of Light" και πάνω απ' όλα το υπερηχητικό "Distant Sky", αποτελούν αλάθητες επικλήσεις σε έναν παλαιομεταλλικό κώδικα τιμής, που για κάποιους εκεί έξω παραμένει βαρυκόκαλος: εκείνον που απαιτεί θαλερά τραγούδια για φανταστικούς χρόνους και τόπους, με βροντερά χορωδιακά ρεφρέν, τα οποία προσφέρονται για να τα τραγουδήσει σύσσωμη η μακρυμαλλούσα(;) κοινότητα στο μπαρ ή στη συναυλία. 

Η τελευταία έχει λοιπόν μερικούς σημαντικούς λόγους να την τιμήσει αυτή την κυκλοφορία· οι υπόλοιποι ωστόσο, μπορούν να προσπεράσουν. Οι Rhapsody Of Fire παραμένουν αξιοπρεπείς, μα δεν πρόκειται να ταρακουνήσουν τον κόσμο σας, αν δεν το έχουν ήδη κάνει.