20 Ιουλίου 2023

Snoop Dogg: Bush [δισκοκριτική, 2015]


Μια κριτική μου από το 2015 στο άλμπουμ «Bush» του αγαπημένου, ακόμα και στα πιο παρακμιακά του χρόνια, Αμερικανού ράπερ. Εδώ, μάλιστα, έβγαλε και παραλίγο χιτάκι: το φανκάτο "Peaches N Cream", σε συνεργασία με τον Charlie Wilson, το οποίο φλέρταρε με τα 100 πρώτα των Η.Π.Α., μα ξέμεινε τελικά στο #116. Στη Βρετανία τα πήγε κάπως καλύτερα (#58), αναλόγως και στη Γαλλία (#57).

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από promo υλικό που διακινούνταν την εποχή εκείνη στον Τύπο


(ήχος δόνησης στο κινητό)

- Αρχηγέ, τι κάνεις; Χαθήκαμε λίγο τελευταία, ε; 

- Πού είσαι εξαφανισμένος dude; Όλα καλά;

- Έλειπα από το Long Beach το τελευταίο διάστημα, δουλειές, καταλαβαίνεις... Έχασα κάτι καλό;

- Έκανε πάρτυ ο Snoop, στην έπαυλη. Δεν άκουσες τίποτα, ε; 

- Όχι! Γαμώτο! Ήταν καλά;

- Ήταν λίγο περίεργα... Είχε Pharrell Williams και Chad Hugo στο γενικό πρόσταγμα και ήρθε βέβαια κόσμος και κοσμάκης: Charlie Wilson πρώτος και καλύτερος, ο «πολύς» Kendrick Lamar παρέα με τον Rick Ross, αλλά και ο Stevie Wonder, χαμογελαστός, πιασμένος μπράτσο-μπράτσο με τη Gwen Stefani. Ξέρεις, No Doubt, "Don't Speak". Την άκουσα να λέει, μάλιστα, πως ετοιμάζει κάτι καινούριο, δεν ξέρω όμως αν θα 'ναι και ο Snoop ανακατωμένος σ' αυτό.

- Μια χαρά ακούγεται, τι περίεργο συνέβη; 

- Ίσως σου κάνει εντύπωση, αλλά η φάση ήταν αρκετά old school... Ασφαλώς και είχε glory. Δεν είχε όμως glamour. Και το gold ήξερες βέβαια ότι είναι εκεί με το κιλό, αλλά δεν το έβλεπες. Ούτε τις σούπερ ύπερ γκόμενες έβλεπες να παρελαύνουν στην πισίνα με «καυτά» μπικίνι, ούτε σειόταν ο κήπος από τα μπιτάκια του David Guetta. Λικνιστικοί μεν οι ρυθμοί που έβγαιναν από τα decks του Pharrell, όμως είχαν εκείνο το εβδομηντάρικο Parliament & Funkadelic πνεύμα. Και περισσότερο ερωτιάρικο R'n'B άκουγες, αν μιλήσουμε για μοντέρνες πινελιές, παρά το μαζικό West Coast χιπ χοπ που έχεις συσχετίσει με τον Snoop.  

- Τι τον έπιασε; Καλά είναι ο Snoop;

- Μια χαρά είναι, παλικάρι από τα λίγα, όπως τον ξέρεις! Εκεί μεταξύ πορνοδιαστροφής και slumdog millionaire, ως συνήθως, αλλά χαλαρός, κεφάτος, με διαθέσεις νοσταλγικές. Δεν ξέρω, τον έχει επηρεάσει κι αυτό το Ρασταφάρι, πώς διάολο το λένε, που κόλλησε σε εκείνο το ταξίδι στην Τζαμάικα. Ευτυχώς δεν άρχισε να παίζει reggae πάλι, θυμάσαι τι τραβήξαμε με εκείνο το Reincarnated πριν 2 χρόνια... 

- Καλά, και δεν έπαιξε τίποτα με γκόμενες θες να πεις;

- Όχι, νταξ, μη νομίσεις ότι μείναμε και ρέστοι: είχε και τα "Peaches N Cream" της η κατάσταση, ξέρεις τι εννοώ... Αλλά ο Snoop σαν να τα βαριόταν λίγο, πιο πολύ τον ενδιέφερε δηλαδή να ρωτάει τον Stevie Wonder για τη Μυστική Ζωή των Φυτών –άσε που του εξιστορούσε και πόσο τον λάτρευε τότε που έπαιζε πιάνο για τους Βαπτιστές της Golgotha Trinity, πριν αρχίσουν τα μπλεξίματα με τον νόμο! Μπορείς να το φανταστείς; Σε κάποια φάση έσκασε μύτη και ο T.I. με κάτι γουστόζικα "Edibles", ο Snoop βρέθηκε μετά για λίγο στην πίστα για μια σέξι στιγμή με τη Gwen ("Run Away"), αλλά την παράσταση τους την έκλεψε τελικά ο Kendrick με τις πιρουέτες του. "I'm Ya Dogg" ρε συ Snoop, του είπε όταν τον είδε ψιλοπικαρισμένο. Κι έφυγαν αγκαλιασμένοι προς τον μπουφέ, χασκογελώντας, με τον Lamar να του λέει «ήμουν μόλις 5 χρονών όταν έβγαλες εκείνο το κλιπ με τα σκυλιά, το "What's My Name" με τον Δόκτορα τον Dre δεν ήταν;».

- Ρε συ, γιατί μου ακούγεται ψιλομούφα;

- Νταξ, δεν έγινε εκείνος ο χαμός που ξέρεις, πράγματι... Ήταν λίγο πιο «ποιοτική» η φάση, αν με πιάνεις. Αλλά και πάλι μια χαρά τα περάσαμε στου Snoop. Σαρανταρίσαμε άλλωστε κι εμείς, μαλάκα μου, ίσως δεν είμαστε όλη την ώρα για τρέλες και υπερβολές... Ναι, εννοείται θα σου πω να έρθεις στο επόμενο πάρτυ, αρκεί να είσαι στο Long Beach δικέ μου. Τα λέμε σύντομα, bye. 



19 Ιουλίου 2023

Goblin - ανταπόκριση (2017)


Καλοκαίρι και συναυλίες σε κλειστούς χώρους είναι συνήθως κάτι που δεν σε προδιαθέτει θετικά. Αλλά όταν έρχονται οι Goblin στην πόλη, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, θα πας να τους δεις –κι ας είναι Ιούνης (του 2017), στο «Κύτταρο».

Και δεν το μετάνιωσα. Οι Ιταλοί που μάθαμε ευρέως από το soundtrack της ταινίας «Suspiria» του Dario Argento (1977) βρήκαν ένα γεμάτο club κι έδωσαν μια ωραία συναυλία.

Τα της βραδιάς καταγράφηκαν, τότε, σε μια ανταπόκριση για το Avopolis, η οποία αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Δημήτρη Καπάνταη


Μιάμιση ώρα (και κάτι) έμειναν στη σκηνή του «Κυττάρου» οι Goblin, παίζοντας χωρίς support. Σε άλλες περιστάσεις μπορεί να φαινόταν λίγο, όμως στη δική τους περίπτωση ήταν τόσο πυκνή η συναυλιακή εμπειρία, τόσο συμπαγής και απαλλαγμένη από ό,τι το περιττό, ώστε αισθανόσουν χορτασμένος όταν έληξε το encore και υποκλίθηκαν στο κοινό, εν μέσω βροχής χειροκροτημάτων.

Καταχειροκροτήθηκαν λοιπόν οι Ιταλοί στον πρώτο τους αυτόν ερχομό στην Ελλάδα, στον οποίον βρήκαν απέναντί τους ένα γεμάτο κι ενθουσιώδες Κύτταρο, που τους αποθέωσε πολλάκις και κατά τη διάρκεια της βραδιάς, όχι μόνο στο φινάλε. Επρόκειτο για κόσμο με ανεβασμένο ηλικιακό όρο, μα με αρκετό εύρος στα γούστα, αφού ανάμεσά τους έβρισκες πάλιουρες προγκρεσιβοροκάδες, αλλά και άτομα με μπλουζάκια Rush, ακόμα και μεταλλάδες με μη αναμενόμενα t-shirts (τύπου Saxon και Cirith Ungol). 

Σε κάθε περίπτωση, μιλάμε για ανθρώπους καλά διαβασμένους, οι οποίοι γνώριζαν τις συνθέσεις και έδωσαν το παρών για τη μουσική και την ευκαιρία να αντικρίσουν από κοντά τις ιστορικές μορφές του Massimo Morante (κιθάρα) και του Fabio Pignatelli (μπάσο), που παίζουν μαζί από το 1972/1973, όταν οι Goblin ακόμα λέγονταν Oliver και κινούνταν σε τροχιά γύρω από τους Yes. Μαζί τους, όμως, ήταν και ο καταπληκτικός ντράμερ Agostino Merangolo με τον «μάγο» των πλήκτρων Maurizio Guarini, κάτι που σήμαινε ότι επί σκηνής βλέπαμε τα 4/5 της σύνθεσης που πρωτοσυστήθηκε ως Goblin το 1975 –τους συμπλήρωνε ένας ακόμα κιμπορντίστας, ο Μαλτέζος Aidan Zammit, ο οποίος ανέλαβε και τα χρέη της κυρίως επικοινωνίας με το κοινό, μάλλον γιατί μιλούσε τα (σχετικώς) καλύτερα αγγλικά σε σύγκριση με τους υπόλοιπους. 

Τα της συναυλίας, τώρα, φάνηκαν με το καλημέρα, όταν οι Goblin πραγματοποίησαν εντυπωσιακό μπάσιμο με το "Magic Thriller", μία από τις καλύτερες δηλαδή συνθέσεις της ύστερης ιστορίας τους (από το Back To The Goblin του 2005). Με σύμμαχο τον θαυμάσιο ήχο, η ζηλευτή τους βιρτουοζιτέ έδειξε άμεσα πόσο γήινη μπορούσε να παραμένει: ενώ σε εντυπωσίαζαν δηλαδή οι καλπασμοί του μπάσου, οι «στριγκλιές» των synths και οι μεγαλεπήβολοι, ανατολίτικου τύπου ρυθμοί, η μπάντα ουδέποτε αναλώθηκε σε περικοκλάδες τεχνικής δεξιότητας, μένοντας απολύτως εστιασμένη στα θέματα και στις μελωδικές της ιδέες. 

Ήταν μια εικόνα που θα παρέμενε σταθερή μέχρι το τέλος της συναυλίας. Μιας συναυλίας που δεν περίμενε το βασικό θέμα από το «Suspiria» του Dario Argento για να κορυφωθεί, μα έφτασε εκεί φυσιολογικά, κάνοντάς το να δείχνει ως κερασάκι σε μια νόστιμη τούρτα. Ενδιάμεσα, άλλωστε, οι Goblin μας εντυπωσίασαν κάμποσες φορές, κερδίζοντας αφειδώς χειροκροτήματα και ιαχές, πότε με τις έξυπνες γέφυρες που έστηναν οι συνθέσεις τους μεταξύ progressive rock και Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, πότε με τους ατόφια διαστημικούς απόηχους των πλήκτρων τους (π.χ. στο "Goblin" ή στο "Tenebre"). Και, βέβαια, με την αρτιότητα με την οποία απέδωσαν στιγμές γνωστές από την καριέρα τους στον χώρο των soundtracks σαν το "Profondo Rosso" και το "Zombie", συχνά με σκηνές από τα αντίστοιχα φιλμ να αχνοπροβάλλονται στον τοίχο πίσω από τον Agostino Merangolo.

Ακόμα λοιπόν κι αν θελήσεις να φανείς αυστηρός, σχολιάζοντας λ.χ. το οπωσδήποτε επιβλητικό μα αχρείαστο (πέρα από το να προσφέρει ανάσες στους υπόλοιπους) drum solo του Merangolo –το οποίο θύμισε κάτι από παρωχημένη hard rock συναυλία– η αλήθεια είναι πως οι Goblin αποτυπώθηκαν λίαν επιβλητικοί, έως και άψογοι, σε αυτόν τον πρώτο τους ερχομό στην Ελλάδα. Επιβεβαιώνοντας, έτσι, στο ακέραιο όσους τους έχουν δει τα τελευταία χρόνια στο εξωτερικό, μιλώντας με τα καλύτερα λόγια. Δεν ξέρω αν θα τύχει να ξανάρθουν από τα μέρη μας. Πάντως, αν το πράξουν, ίσως να χρειαστεί μεγαλύτερος χώρος την επόμενη φορά, με βάση όσα (πιστεύω ότι) θα μεταφερθούν στόμα με στόμα για τη συγκεκριμένη βραδιά.  



18 Ιουλίου 2023

Forest Swords - ανταπόκριση (2014)


Είχε ρεύμα για ένα διάστημα στην Ελλάδα ο Forest Swords (ο Βρετανός Matthew Barnes, δηλαδή), εκεί στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 2010. Ιδιαίτερα το 2014, όταν σημείωσε κι ένα μάλλον αναπάντεχο sold out στο «six d.o.g.s.».

Βρέθηκα σε εκείνη τη βραδιά, από όπου πήγασε και μια ανταπόκριση. Η οποία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Χάρη Σφακιανάκη


Καθώς έμπαινα στο «six d.o.g.s.», ένα χαρτί κολλήθηκε στο τζάμι της εισόδου, πιστοποιώντας ότι όσα ψιθυρίζονταν από νωρίς το απόγευμα στα social media ήταν αλήθεια: sold out η συναυλία, με το αθηναϊκό κοινό να δίνει ενθουσιώδες παρών για χατίρι του Forest Swords, ο οποίος έδειξε έτσι να «εξαργυρώνει» τόσο το περσινό άλμπουμ Engravings, όσο και την προηγούμενη εμφάνισή του στη χώρα μας, στα πλαίσια του Plisskën Festival 2012. 

Μόνο ας το πούμε παράπονο, ότι περίμενα να δω περισσότερους 20άρηδες στην Αβραμιώτου, αντί για τον συνήθη κόσμο των 30άρηδων (πια) χίπστερ, μισο-χίπστερ, χίπστερ-friendly και λοιπών σχετικών ανθρωπολογικών τύπων. Αλλά να μην είμαι άδικος: ήταν μελετημένο και ενθουσιώδες κοινό, που μάλιστα έδειξε την πρέπουσα προσοχή στα σκηνικά δρώμενα, αποφεύγοντας τα συνήθη «πηγαδάκια».

Η βραδιά ξεκίνησε επιθετικά και ηλεκτρονικά, καθώς οι δικοί μας Rattler Proxy παρέδωσαν ένα support set που έμοιαζε με τσουνάμι ενέργειας, καναλαρισμένο σύμφωνα με τα διδάγματα των Suicide. Ο Λουκάς Σαββίδης «όπλιζε» από τα decks του και ο Μάκης Παπασημακόπουλος λάμβανε «καύσιμο» εκεί στο μικρόφωνο, πότε όρθιος, πότε γονατιστός, πότε απλά ένα με το πάτωμα (μπρούμυτα ή και ανάσκελα). 


Φυσικά και είχε την κουκούλα σηκωμένη κι ασφαλώς φόραγε γυαλιά ηλίου. Όμως, καθώς αυτή η Alan Vega ερμηνευτική περσόνα έχει γίνει λίγο/πολύ δεδομένη πια για όσους τον έχουμε ξαναδεί επί σκηνής, στάθηκα προσωπικά στο t-shirt Cramps και στο γούστο του στο παπούτσι. Το «Six d.o.g.s.» αντήχησε από τις κραυγές του –θα τις ήθελα λιγότερες σε αριθμό και κάπως πιο στρατηγικά τοποθετημένες– ενώ ξεχώρισαν και κάποια κομμάτια ("Death Machine", "Company Of Wolves"), παρά τη ζοφερή μονολιθικότητα που γενικώς τα διέπει. Το δίχως άλλο, λοιπόν, οι Rattler Proxy κέρδισαν το κοινό και ζέσταναν κατάλληλα το κλίμα για την πρωταγωνιστική φιγούρα από το Λίβερπουλ.

Ο Forest Swords παρατάχθηκε με video wall και με μπασίστα (τον James, όπως τον σύστησε) κι έδειξε αμέσως ότι οι δικές του διαθέσεις θα ήταν εξίσου κοφτερές, αλλά ο τρόπος τους θα διέφερε. Το δικό του ταξίδι έκανε λοιπόν έναρξη με υποβλητική απαγγελία, ξεδιπλώνοντας τον εγκεφαλικό του χαρακτήρα: το μπάσο έριχνε αδρές γραμμές πάνω στα ηλεκτρονικά και τo –καταπληκτικό– βίντεο ανέλαβε τη συμπλήρωση μιας θαυμάσιας οπτικοακουστικής εμπειρίας, βασισμένης στο Engravings. 

Όμως ο Βρετανός δεν είχε έρθει στην Αθήνα για να μας βουλιάξει σε ατμόσφαιρες. Όσο προχωρούσε το set οι ρυθμοί ανέβαιναν, το σώμα κλήθηκε να συμμετάσχει κι αυτό και τα κεφάλια άρχισαν να κουνιούνται μέχρι και το βάθος της αίθουσας. Οι μπασογραμμές παρέμειναν διακριτικώς στιβαρές, ο κόσμος του Engravings ξεδιπλώθηκε σε όλη του τη χλιδανή ποικιλία (πολύ ωραίες οι εκτελέσεις των "The Weight Of Gold" και "Friend, You Will Never Learn"), ενώ καταπληκτικά πράγματα συνέβησαν όταν ο μίστερ Matthew Barnes σήκωσε την κιθάρα του από το πάτωμα, ρίχνοντας στο ηλεκτρονικό του χαρμάνι απόηχους από το αυστραλέζικο ροκ των 1980s και αμερικάνικες ηλεκτρικές πινελιές. 

Λίγο πριν το τέλος, ο James μας χαιρέτησε εν μέσω επευφημιών και ο Forest Swords απέμεινε μόνος με το βίντεο, κάνοντας τα πράγματα ακόμα πιο ηλεκτρονικά. Έδειξε δε κατενθουσιασμένος τόσο με την προσέλευση, όσο και με τις αντιδράσεις του κοινού: μπορεί να μην είπε πολλά, ακούστηκαν όμως θερμά, ενώ η θέλησή του να μας καληνυχτίσει με δύο ολοκαίνουρια κομμάτια δείχνει ότι αισθάνθηκε οικεία μαζί μας. Τα βρήκα ημιτελή (αμφότερα με απότομο φινάλε) και μάλλον βασικά σε επίπεδο ιδεών. Είχαν φροντισμένη ροή, πάντως, ενώ, όπως και να το κάνουμε, δεν είναι τόσο τα ίδια που μέτρησαν, όσο η χειρονομία του Άγγλου μουσικού. Με τέτοιες συναυλίες χτίζονται ονόματα κι έρχονται ακόμα περισσότερα sold out, σε ακόμα μεγαλύτερους χώρους.



17 Ιουλίου 2023

Jane Birkin - συνέντευξη (2013)


Τέλος, διαβάζω, (και) για την Jane Birkin, σε καιρούς στους οποίους φεύγει πια μια ολόκληρη φουρνιά καλλιτεχνών του παρελθόντος, που μπόρεσαν κι άφησαν έντονο αποτύπωμα στη συλλογική μνήμη. 

Η Αγγλίδα ηθοποιός υπήρξε ανακάλυψη/αποκάλυψη, μα και μούσα του Serge Gainsbourg κι έγινε έτσι η πιο ...Γαλλίδα από τις Αγγλίδες της γενιάς της που ασχολήθηκαν με το τραγούδι και την υποκριτική –αλλά κι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα σύμβολα του σεξ εκεί στο μεταίχμιο των 1960s με τα 1970s. Κάτι που πέρασε και στη δισκογραφία, με το φημισμένο άσμα "Je T' Aime... Moi Non Plus" (1969).

Η Birkin πέθανε λοιπόν το Σάββατο, στα 76 της. Κι εγώ θυμήθηκα ότι 10 χρόνια πριν, το 2013, τα είχαμε πει (διατηρώντας τον γαλλικό πληθυντικό της ευγενείας) ενόψει των σχεδίων της να έρθει στην Ελλάδα για μια συναυλία, στην οποία θα συνέπραττε μάλιστα επί σκηνής με τη Δήμητρα Γαλάνη και με τον Φοίβο Δεληβοριά. 

Η συναυλία αυτή δεν έγινε ποτέ, τελικά, σε εκείνα τα δύσκολα για τον τόπο μας χρόνια, έμεινε όμως η κουβέντα μας. Η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ ως αποχαιρετισμός, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία απεικονίζει την Jane Birkin με τον Serge Gainsbourg στις Κάννες της Γαλλίας το 1974. Η κάτωθι είναι από τα Creative Commons της Wikipedia και χρονολογείται στο 2009.


«Παρακαλώ κανονίστε τη συνέντευξη με την Jane ως αύριο, καθώς είναι πολύ απασχολημένη όχι μόνο με πρόβες, μα και μ' ένα νέο ντοκιμαντέρ», λέει το μήνυμα που έλαβα από τους συνεργάτες σας. Τι είναι αυτό το ντοκιμαντέρ; Πόσα μπορείτε να μας αποκαλύψετε επί του παρόντος;

Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ γύρω από τη ζωή μου. Στήνεται με τη λογική «μια βραδιά με την Jane Birkin» και θα περιλαμβάνει και το όμορφο κονσέρτο που έδωσα στην Opera Garnier του Μόντε Κάρλο, με καλεσμένους την κόρη μου Charlotte, τον Miossec και τον Abd Al Malik. 

«Γιατί άλλη μία περιοδεία, ακόμα μία συναυλία»; Έτσι αρχίζετε ένα προσωπικό σημείωμα, όπου εξηγείτε γιατί εμπλέκεστε σε ακόμα μία περιοδεία στηριγμένη σε τραγούδια του Serge Gainsbourg. Χρειαζόσασταν να υπάρχει ένα κλικ διαφορετικότητας;

Ήταν απαραίτητο. Και η συνεργασία με τη γιαπωνέζικη ορχήστρα αποδείχθηκε ανέλπιστα επιτυχημένη στις Ηνωμένες Πολιτείες, στις 6 συναυλίες που δώσαμε εκεί για την επέτειο των 20 χρόνων από τον θάνατο του Serge Gainsbourg. Στα πλαίσια αυτής της σύμπραξης με μουσικούς από διαφορετικά μέρη στήνεται άλλωστε και η εμφάνιση στη χώρα σας. Θέλω να γνωρίσω Έλληνες καλλιτέχνες και να σας φέρω λίγη χαρά, μα και να σας τιμήσω στον ίδιο τον τόπο σας.  

Τόσα χρόνια μετά τον θάνατο του Gainsbourg, έχετε μάθει να συνυπάρχετε με την ιδέα ότι ένας άνθρωπος τόσο σημαντικός για σας δεν βρίσκεται πια στη ζωή; Ή παραμένει κάτι το δύσκολο;

Ξέρω ότι ο Serge έχει πεθάνει... Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι τα πράγματα έχουν αλλιώς, παρά μόνο σε μερικά όνειρα. Όμως κρατάω το γεγονός ότι έγραψε για μένα μερικά από τα πιο όμορφα τραγούδια του –και νιώθω περήφανη που τον ενέπνευσα. Ακόμα κι αν γνωρίζω καλά τον πόνο τον οποίον περιέχουν: τα κατ' εμέ πιο όμορφα τραγούδια, ξέρετε, γράφτηκαν μετά τον χωρισμό μας, επηρεασμένα από το γεγονός... 

Μου έγραφε τραγούδια μέχρι και τον θάνατό του, θυμάμαι ότι Σεπτέμβριο 1990 μπήκαμε στο στούντιο για τον δίσκο Amour Des Faintes και Μάρτιο 1991 πέθανε. Δεν έχω πια άλλον τρόπο να τον ευχαριστώ και να διατηρώ ζωντανά τα τραγούδια του, παρά με το να τα τραγουδώ. 

Ξέρω ότι συνήθως σας ρωτάνε για το "Je T' Aime...Moi Non Plus", αλλά, μιας και τα έχετε πει πια χίλιες φορές, θέλω να μάθω για τον δίσκο Baby Alone In Babylone (1983), καθώς τον θεωρώ μία από τις πιο όμορφες κοινές δουλειές σας. Υπήρξε κάποιος ξεχωριστός σπινθήρας τότε, ίσως λόγω του γεγονότος ότι δουλεύατε ξανά μαζί, αλλά χωρίς πια να είστε ζευγάρι;

Αυτό ακριβώς προσπαθούσα να σας εξηγήσω στην προηγούμενη απάντηση! Μου έγραψε που λέτε το Baby Alone In Babylone περίπου έναν χρόνο αφού τον άφησα. «Serge», του έλεγα, «δεν έπρεπε να το κάνεις», «Je te le dois», μου απαντούσε –σου το χρωστάω. 

Τραγουδήσαμε και οι δύο κλαίγοντας σ' αυτό το άλμπουμ. Έγινε ο πρώτος μου χρυσός δίσκος, κέρδισα και το βραβείο Charles Croix. Έστειλα βέβαια τον Serge να το παραλάβει, ε, χρωστούσα κι εγώ κάτι σε εκείνον...

Επίσης, όταν η συζήτηση πάει στην κινηματογραφική σας καριέρα, οι περισσότεροι αναφέρονται στα Don Juan, Or If Don Juan Were A Woman (1973), Je T' Aime...Moi Non Plus (1976) ή στο Wonderwall (1968). Ποτέ όμως στο Dust της Marion Hänsel (1985), όπου παίξατε καταπληκτικά τη Magda... 

Στενοχωρήθηκα τότε, γιατί ήμουν υποψήφια μαζί με τη Sandrine Bonnaire για το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας στο Φεστιβάλ της Βενετίας και δεν κέρδισα. Νομίζω ότι το αξίζαμε και οι δύο και για κάποιον μυστηριώδη λόγο εκείνη τη χρονιά δεν δόθηκε τέτοιο βραβείο... 

Θεωρώ πάντως ότι την καλύτερη δουλειά μου στο σινεμά την έκανα στο Dust, καθώς και σε δύο φιλμ του Jacques Doillon, τα La Fille Prodigue (1981) και La Pirate (1984). Περιέργως, είναι τρεις ταινίες που δεν τις δείχνει ποτέ η τηλεόραση, ούτε καν στη μεταμεσονύχτια ζώνη...

Αλήθεια, πώς ήταν να παίζετε δίπλα-δίπλα με τη Bette Davis και τη Maggie Smith, στην εκδοχή του John Guillermin για το Θάνατος Στον Νείλο της Άγκαθα Κρίστι (1978); 

Πολύ διασκεδαστικό! Ήταν μάλιστα μαζί μου και ο Serge στα γυρίσματα, αλλά και ο πατέρας μου. Ερωτεύτηκα το πώς έπαιζε η Maggie, τότε. Θυμάμαι επίσης τι τζέντλεμαν ήταν ο David Niven, αλλά και πόσο χαβαλέ είχε ο Peter Ustinov! 

Μιας και αναφέρατε τον πατέρα σας: έχω την εντύπωση ότι έχετε μιλήσει πολύ στις συνεντεύξεις σας για εκείνον, ενώ θα περίμενε κανείς πως ήταν η μητέρα σας, η ηθοποιός Judy Campbell, που σας επηρέασε περισσότερο. Με τον ίδιο ας πούμε τρόπο με τον οποίον υποθέτω ότι κι εσείς έχετε σταθεί μεγάλη επιρροή για τις δικές σας κόρες –όχι μόνο για τη Charlotte και τη Lou, μα και για την Kate...

Πλέον έχω συνειδητοποιήσει πόσο εμμονική ήμουν με τον πατέρα μου και πόσο άδικο πρέπει να φάνταζε κάτι τέτοιο για τη μητέρα μου... Κι ευχαριστώ τον Θεό που ο μπαμπάς πέθανε έγκαιρα ώστε να μπορέσει εκείνη να υπάρξει ξανά ως Judy Campbell, να κάνει τρία ακόμα σόου, αλλά και να πάει μονάχη της στη Νέα Υόρκη –80 χρονών γυναίκα– να δώσει μια ειδική συναυλία για τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου. 

Την πήρα κι εγώ μαζί μου σε κάθε μου περιοδεία, η μαμά ήταν, ξέρετε, γεννημένη ταξιδιώτης. Κι έχοντας πια χάσει κι εγώ τον Serge και με τον Jacques επίσης εκτός εικόνας [σ.σ.: αναφέρεται στον δεύτερο σύζυγό της, τον σκηνοθέτη Jacques Doillon, με τον οποίον χώρισε κατά τη δεκαετία του 1990] μπορέσαμε επιτέλους να ζήσουμε μαζί μερικές περιπέτειες!

Όσον αφορά στις δικές μου κόρες, τώρα, και η Charlotte, αλλά και η Lou με την Kate, έχουν όλες την ίδια απόλυτη αφοσίωση στους πατεράδες τους. Όποτε το βλέπω να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου, ξεροκαταπίνω, θυμάμαι τα δικά μου και λέω από μέσα μου: «ήρθε λοιπόν ο καιρός να τα λουστείς...». Από μια άποψη, βέβαια, είναι θαυμάσιο. 

Σας θαυμάζω που αρνείστε με τόσο πείσμα να δημοσιεύσετε αυτοβιογραφία σε καιρούς κατά τους οποίους όλοι το κάνουν. Είμαι σίγουρος ότι θα πρέπει να σας έχουν κάνει εξαιρετικά γενναιόδωρες προσφορές για να σας πείσουν...

Α, δεν φαντάζεστε... Αλλά δεν έχω καμία τέτοια επιθυμία. Θα προτιμούσα να περάσω τις εμπειρίες μου σε σενάρια για τον κινηματογράφο, ίσως σε ορισμένες ταινίες με αυτοβιογραφικές αναφορές. Σκέφτομαι καμιά φορά, επίσης, μήπως δημοσιεύσω τα ημερολόγια που κρατούσα στα 12 μου. 

Όταν πάω να ασχοληθώ με κάτι τέτοιο, όμως, πάντα μου δημιουργείται μια εντύπωση ότι δεν είναι ακόμα καιρός. Έχω άλλωστε πει τόσα πολλά στις συνεντεύξεις μου μέσα στα χρόνια… Αισθάνομαι ότι έχω αποκαλύψει πάρα πολλά. Δεν λέω πάντως ότι δεν θα το κάνω και ποτέ, να δημοσιεύσω τελικά μια αυτοβιογραφία. Ίσως έρθει ο καιρός που θα το θελήσω. Ίσως πάλι και όχι.  

Μια ερώτηση ...αυτοβιογραφικού περιεχομένου για το τέλος, λοιπόν! Είναι αλήθεια ότι σας ελκύουν οι άντρες που δεν μπορούν να χορέψουν και ότι αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο για να ερωτευτείτε τον Serge Gainsbourg; 

(γελάει) Ναι, είναι αλήθεια! Με τραβάνε πράγματι οι άντρες που δεν μπορούν να χορέψουν, οι ντροπαλοί, εκείνοι που δεν αντέχουν να βλέπουν το κορμί τους όταν κάθονται στην παραλία. Απλά τους βρίσκω πιο ενδιαφέροντες...



14 Ιουλίου 2023

Release Athens Festival 2016/μέρα 2 - ανταπόκριση (2016)


Εκείνες τις μέρες δεν τα συνήθιζα αυτά, να πάω δηλαδή σε ένα φεστιβάλ μουσικής και να γράψω για μια ολόκληρη συναυλιακή ημέρα. Και δεν τα συνηθίζαμε και γενικά, αφού η νόρμα που είχε επικρατήσει ήταν υπέρ ανταποκρίσεων υπογεγραμμένων από 2-3 συντάκτες. Ώστε να μοιράζονται και οι ώρες, αλλά και οι διαθέσιμες προσκλήσεις, που πάντα είχαν τη σημασία τους για όσους στελέχωσαν τον εγχώριο μουσικό Τύπο.

Τώρα, πια, το κάνω. Και παρά τα χρονάκια που έχω πλέον και τη διαφορετική πρωινή δουλειά (η οποία προβλέπει ξυπνητήρι στις 7παρά), το καταφέρνω –για πόσο ακόμα, θα δείξει. Το έχω κάνει επανειλημμένα για το Release Athens, δηλαδή, ως ανταποκριτής για το Αθηνόραμα. Αλλά τον Ιούνιο του 2016, όταν πήγα στην Πλατεία Νερού για τη 2η μέρα του ίδιου φεστιβάλ, το βρήκα βουνό. Έφταιγε ίσως και το πρόγραμμα, που δεν ήταν της αρεσκείας μου; Πάντως έχω να το λέω από τότε, για τον Parov Stelar. Μερικά πράγματα, αν θέλουμε να είμαστε σωστοί μουσικόφιλοι και ακόμα σωστότεροι επαγγελματίες κριτικοί, υπερβαίνουν τα γούστα. Όποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό, καλό είναι να μην λαμβάνει δημόσιο βήμα. Όσο αυστηρό κι αν ακούγεται αυτό. 

Τέλος πάντων, μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Καλά να είμαστε, φίλοι μου, να δώσουμε το παρών και σε μελλοντικά Release Athens. 

* οι φωτογραφίες προέρχονται από τη φεστιβαλική ημέρα και ανήκουν στον Νίκο Ζαραγκόπουλο


Λίγες φορές έχω χαρεί διοργάνωση τόσο μεγάλης κλίμακας στην Ελλάδα, κάτι που απαιτεί πολλή –και σκληρή– δουλειά, στην οποία αξίζει να πούμε ένα «μπράβο». Τα ωράρια των εμφανίσεων τηρήθηκαν (σημαντικότατο, μιας και καθημερινή σημαίνει ότι μεγάλο μέρος του κόσμου ήταν ξύπνιο από νωρίς το πρωί), στις μπύρες και στις χημικές τουαλέτες δεν υπήρχαν ουρές (γιατί έχουμε ζήσει διάφορα στο παρελθόν, που τα γνωρίζει μόνο η εξοχή της Μαλακάσας) και ο ήχος ήταν τζάμι: δυνατός, μα όχι εκκωφαντικός, ακουγόταν περίφημα όπου κι αν βρισκόσουν, όσο μακριά από τη σκηνή κι αν ήσουν. Μόνο παράπονο, ο καφές. Έναν κρύο φραπέ ψάχνεις ρε παιδιά όταν φτάνεις μες το μεσημέρι σε ένα φεστιβάλ, ούτε τις μπύρες θα αρχίσεις από τις 17.00, ούτε με αναψυκτικό θα τη βγάλεις. 

Τη 2η μέρα του Release Athens 2016 άνοιξαν οι GAD., κάτω από ήλιο που τσουρούφλαγε και μπροστά σε ελάχιστους, οι οποίοι ακροβολίστηκαν όπου υπήρχε ίσκιος, με λίγους θαρραλέους να βάζουν αντιηλιακό και να στήνουν κερκίδα. Το εγχώριο συγκρότημα εμφανίστηκε χωρίς τον κανονικό του μπασίστα Μιχάλη Σεμερτζόγλου (τον αντικατέστησε ένας πιτσιρικάς, επάξια) κι επέδειξε θαυμαστό επαγγελματισμό, παίζοντας σφιχτά και με νεύρο, χωρίς να φανεί αποκαρδιωμένο για την προσέλευση –το σημειώνω, διότι κατά καιρούς έχουν γεμίσει μόνοι τους συναυλιακούς χώρους με σημαντικό μέγεθος. 


Παρά τις προσπάθειές τους, ωστόσο, η εναλλακτικών καταβολών ποπ/ροκ πρότασή τους μάλλον έπεσε στο κενό, καθώς ήχησε παράταιρη με την ώρα, τη ζέστη και την ανάγκη των λιγοστών παρευρισκομένων να ανιχνεύσουν την Πλατεία Νερού και να πουν καμιά κουβέντα. 

Επόμενος στη σειρά ο RSN (κατά κόσμον Άρης Αζιλαζιάν), ο οποίος παρατάχθηκε επί σκηνής με τη συνοδευτική του μπάντα, για ένα set που έδωσε έμφαση στην περσινή του κυκλοφορία, «Analog Memories». Η δική του περίπτωση μπορεί να χαρακτηριστεί η αντίστροφη των GAD.: το ανακάτεμα αυτό μεταξύ χιπ χοπ και soul, με τις trip hop αναφορές και τις 1990s καταβολές, ταίριαζε περισσότερο σαν άκουσμα με την περίσταση, ενώ υποστηρίχτηκε και σωστά σαν ζωντανό θέαμα από την κιθάρα του Διονύση Μόρφη και τα πλήκτρα του Δημήτρη Δερμάνη. 


Ωστόσο το υλικό μάλλον πέρασε και δεν ακούμπησε, ενώ η Thaliah στην εμπροσθοφυλακή μπορεί να εντυπωσίασε αρχικά ως φωνή, μα γρήγορα έδειξε ότι υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος μέχρις ότου μπορέσει να σταθεί και ως ερμηνεύτρια. Οι μόνες ενδιαφέρουσες στιγμές προήλθαν έτσι από τη συμμετοχή του BnC, ενός ράπερ ικανότατου τόσο σε flow, όσο και σε χροιά, ο οποίος ανέβαζε πίστα το live όποτε έπαιρνε το μικρόφωνο, σώζοντάς το από την τίμια μετριότητα. 

Κάποια στιγμή, τώρα, θα άξιζε να κάτσουμε κάτω δημοσιογράφοι, διοργανωτές και μουσικοί για να συζητήσουμε –με ανοιχτά χαρτιά– το θέμα «καλοκαιρινά φεστιβάλ». Είμαι διατεθειμένος να δεχτώ, με πλήρη ρεαλισμό, ότι ένας εγχώριος καλλιτέχνης ίσως ωφελείται από το μεγάλο promo που γίνεται για ένα τέτοιο event (οπότε δεν ενδιαφέρεται για την προσέλευση υπό ντάλα ήλιο) ή ότι η διοργάνωση κερδίζει σε credit, παρουσιάζοντας μια ημέρα με όγκο και λίγο ντόπιο χρώμα. Υπάρχει και το θέαμα, όμως, που είναι μονίμως αποκαρδιωτικό και ρουτινιάρικα αναπαράγεται ως τέτοιο σε κάθε σχεδόν ανταπόκριση στον Τύπο. Ο Έλληνας, τέλος πάντων, αρνείται να ακολουθήσει τη φόρμα μιας φεστιβαλικής κουλτούρας που έχει υιοθετηθεί με βάση τη Δυτική εμπειρία. Και δεν πρόκειται να αλλάξει συνήθειες. Υπάρχει λοιπόν όντως νόημα να επιμένουμε σε αυτήν; 

Λίγο πριν ξεκινήσουν οι Chinese Man, πάντως, άρχισε να φτάνει αισθητά περισσότερος κόσμος στην Πλατεία Νερού, ενώ πολλοί σηκώθηκαν πρόθυμα από τους ίσκιους όταν εμφανίστηκαν οι Γάλλοι, δημιουργώντας ένα μικρό πλήθος έμπροσθεν της σκηνής, έτοιμο να υπακούσει στα κελεύσματά τους. Κάπως έτσι, δημιουργήθηκε η πρώτη μαζικά ενθουσιώδης ανταπόκριση της 2ης μέρας του Release Athens. Και βλέποντάς τη, δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ γιατί οι Chinese Man δεν έπαιξαν δεύτεροι στη σειρά του line-up, με δεδομένο ότι πρόκειται για μπάντα που ο νεαρόκοσμος της Αθήνας τιμά σε σημαντικά νούμερα, σε κάθε της επίσκεψη. Θυμηθείτε λ.χ. τι έγινε μόλις πέρυσι στον Βοτανικό.


Διαβάζοντας ωστόσο τα του Βοτανικού, όπως τα κατέγραψε ο φίλος Μιχάλης Τσαντίλας, κάπως δυσκολεύτηκα να τα συσχετίσω με όσα είδα στην Πλατεία Νερού. Ναι, υπήρχαν κι εδώ τα βιντεάκια από πίσω, τα οποία και «νοστίμισαν» το αποτέλεσμα, βάζοντας το οπτικό δίπλα στο ακουστικό. Και πράγματι, όταν οι MCs Taiwan & Youthstar αναλάμβαναν την εμπροσθοφυλακή, κάτι κουνιόταν, αφού από όλο το χαρμάνι των 3 «Κινέζων» (High Ku, Sly & Ze Matteo) το χιπ χοπ στοιχείο είναι εκείνο που μάλλον τους πάει περισσότερο. 

Και πάλι, όμως: μιλάμε για κάτι απλά ΟΚ, το οποίο σε συνθήκες ζωντανής παρουσίασης χάνει ακόμα κι αυτό το υπόβαθρο όταν αρχίζει και ξανοίγεται σε λίγο funk, λίγο reggae/dub, λίγο balkan, λίγο όλα-τα-σφάζω-όλα-τα-μαχαιρώνω διαδρομές. Με αποτέλεσμα ένα κατά τη γνώμη μου επιδερμικό και ακαλαίσθητο in-the-mix, που απλά διατηρεί έναν κάποιον/όποιον ρυθμό για όσους είναι σε διάθεση να ρολάρουν με οτιδήποτε παραπέμπει σε «λικνίζομαι», έτσι γενικώς και αορίστως. 

Δεν παραβλέπω, ασφαλώς, ότι το κοινό πέρασε καλά με τους Chinese Man. Το έδειξε άλλωστε με τις ιαχές του και με την ενθουσιώδη του συμμετοχή στις χέρια δεξιά/αριστερά προτροπές των Taiwan και Youthstar. Εγώ πάντως, για να την πω ευθαρσώς την αμαρτία μου, έζησα μία από τις πιο υπέροχες στιγμές του όλου event όταν για λίγο απλώθηκε ησυχία μετά το τελευταίο κομμάτι των Γάλλων. 


Την κομβική δεύτερη θέση στο line-up της 2ης ημέρας του Release Athens έφαγαν από τους Chinese Man οι Scott Bradlee's Postmodern Jukebox: μια πολυμελής μπάντα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα με σκοπό να κάνει την έκπληξη –αποσκοπώντας, ίσως, σε περαιτέρω ερχομούς, τώρα που γυρνάει η ρετρό φάση και η Αθήνα σουινγκάρει; Το βρήκα δικαιολογημένο, λοιπόν, ένα κάποιο τρακ στο ξεκίνημα, που τους ώθησε να προσπαθήσουν να εξερευνήσουν τις διαθέσεις του κοινού με υπερβολικώς οικεία αμερικάνικα κόλπα. Ο κόσμος, πάντως, ανταποκρίθηκε άμεσα και θετικά, δείχνοντας ότι μπορεί να περίμεναν τον Parov Stelar, αλλά θα τους έδιναν την ευκαιρία την οποία ζητούσαν. 

Το πνευματικό αυτό παιδί του 34χρονου Νεοϋορκέζου Scott Bradlee προσφέρει ένα πλήρως ρετρό, αναβιωτικό, παρελθοντολάγνο σόου βασισμένο σε περασμένες δόξες της αμερικάνικης σόου μπιζ: λίγο Andrews Sisters εδώ, λίγο σουίνγκ εκεί, λίγο τζαζ στις ενορχηστρώσεις, λίγη soul με Motown σφραγίδα παρακάτω και τούμπαλιν. Όμως η «ανακαίνιση» είναι προσεγμένη, βασισμένη σε πολύ καλά παιξίματα και σε καλογυμνασμένες φωνές, αρκετές μάλιστα με σημαντική έκταση. Σε πρώτη εντύπωση, λοιπόν, σε πιάνουν.

Αλλά το πρόβλημα βρισκόταν στη διάρκεια. Μόλις έγινε δηλαδή η πρώτη γνωριμία, άρχιζες να παρατηρείς ότι το άψογο προβάρισμα επικρατούσε της ουσίας και ότι πάνω από τη μουσική υψωνόταν το θεατράλε του όλου πράγματος: μια φώτα/κίνηση/πάμε! νοοτροπία, η οποία στόχευε τους γοφούς και τα μάτια σου και μπέρδευε επικίνδυνα το απαραίτητο free your mind (ώστε να μπορεί κι ο ass να follow), με το πάτα-το-οff στο mind, για να μην αρχίσεις να τα βρίσκεις όλα ίδια και να μην αρχίσεις να βαριέσαι ή να επαναστατείς απέναντι σε μελωμένα ξενέρωτες πιανιστικές εκδοχές του "Halo" της Beyoncé ή στην απόφαση της μπάντας να μετατρέψει το βασικό μουσικό θέμα του Πολέμου των Άστρων σε κλαπατσιμπαλέ instrumental, ώστε να χορέψει κλακέτες μία του θιάσου. Τον Πόλεμο των Άστρων, ρε; 


Εκεί γύρω στις 22:30, ήρθε και η ώρα του Parov Stelar. Και δεν πήρε παρά ένα-δυο τραγούδια για να ξεχάσεις τι είχε προηγηθεί, αφού ευθύς εξαρχής η μπάντα του ήχησε μίλια μακριά συγκριτικά με ό,τι είχαμε ακούσει. Την προσέλευση, βέβαια, την περίμενα μεγαλύτερη, με βάση τα όσα λέγονται για το γκελ του Αυστριακού καλλιτέχνη στα καθ' ημάς. Πάντως είχε κόσμο στην Πλατεία Νερού. Δεν ξέρω αν ήταν «όσο πολύ» χρειαζόταν το φεστιβάλ, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα έλεγα πως ο «Στελλάρας» –όπως αποκάλεσε τον Marcus Füreder μια πιτσιρίκα μπροστά μου– απέτυχε να προσελκύσει τους θαυμαστές του σε αυτό το νέο του ελληνικό ραντεβού. 

Κι αν δεν συντονίστηκαν όλοι με το καλημέρα, με το που ακούστηκε το "Clap Your Hands" η Πλατεία Νερού άρχισε μαζικά τον χορό, ο οποίος μπροστά και στα πλάγια θα παρέμενε ξέφρενος μέχρι και το τέλος του set, με τα κορίτσια να ηγούνται και τα αγόρια να ακολουθούν –μέχρι κι ένας μπερδεμένος τύπος με indie βερμούδα και μπλουζάκι Fates Warning πήρε φωτιά σε κάποιο σημείο κι άρχισε να συνοδεύει την καλή του. Τα κάπως ντεμοντέ ηλεκτρονικά όπλιζαν με beats, τα πνευστά επιτίθονταν κατά κύματα με αλάνθαστα ξέφρενη απόδοση υπό τις διαταγές του «λοχαγού» Max The Sax και η Cleo Panther στην αιχμή του δόρατος έδινε τις σουίνγκ προσταγές, επιβλητική από φωνητικής άποψης και άψογη σε στυλ (με τις καπελαδούρες της και τα συναφή). Στη δε setlist χώρεσαν τόσο επιτυχίες σαν το "Booty Swing", όσο και νέα τραγούδια σαν το "Cuba Libre", που έγιναν δεκτά με χειροκροτήματα.  

Η 2η μέρα του Release Athens αποδείχθηκε κομμένη και ραμμένη για ένα κοινό πολυπληθές και νεανικό, το οποίο δηλώνει πιο σοφιστικέ από όσα μπορεί να εκφράσει μια κατάσταση εγχώριας λαϊκής πίστας, μα δεν αποζητά και κάποια ιδιαίτερα στενή σχέση με τη μουσική: κάτι έξω καρδιά να δίνει τον ρυθμό στο φόντο, ώστε να μαζευτούν κεφάλια, να δούμε λίγο κόσμο, να χορέψουμε και (γιατί όχι;) να ανταλλάξουμε και κανά κινητό, είναι αρκετό. Η επιτυχία του Parov Stelar στην Ελλάδα εξηγείται λοιπόν εύκολα, γιατί ήρθε και κούμπωσε με αυτή τη νοοτροπία/ανάγκη σε ένα «σωστό» τάιμινγκ αναβίωσης του swing. 

Από εκεί και πέρα, ξεκινά μια μεγάλη συζήτηση, που δεν είναι επί του παρόντος. Και επειδή ένα μεγάλο καλοκαιρινό φεστιβάλ σαν το Release Athens δεν γίνεται να αδιαφορεί για τα γούστα μιας τόσο μεγάλης μερίδας μουσικόφιλων, αλλά και επειδή γέφυρες μπορούν εν τέλει να στηθούν ακόμα και με σκληροπυρηνικούς σαν κι εμένα, που, σε διόλου «ορθόν» ύφος, διατείνονται ότι όλα «αυτά» είναι μουσικές για φλώρους και για γκόμενες. Γιατί; Γιατί τα απλά και δίχως σημαντικές καλλιτεχνικές περγαμηνές ηλεκτρονικά σουίνγκ του Parov Stelar αποκτούν άλλο νόημα όταν τα βλέπεις ζωντανά, να πετυχαίνουν τέτοια αβίαστη μέθεξη με τόσο πολύ κόσμο. 

Έστω λοιπόν κι αν έχει ξεθωριάσει πια εκείνο το περίφημο «it don't mean a thing if it ain't got that swing» πνεύμα, όπως το δίδαξε μισό (και βάλε) αιώνα πριν ο Duke Ellington, ο Αυστριακός το διατηρεί αν μη τι άλλο ζωντανό. Και επί σκηνής το υπερασπίζεται τόσο άψογα χάρη σε περσόνες σαν την Cleo Panther και τον Max The Sax, ώστε, ακόμα κι αν δεν σε πείσει τελικά να διασκεδάσεις κι εσύ μαζί του, σου αφαιρεί τα περιθώρια να γκρινιάξεις.