06 Ιουνίου 2023

Keith Jarrett - J.S. Bach The Well-Tempered Clavier Book 1: live at Savings Bank Music Hall, Troy (1987) [δισκοκριτική, 2019]


Μια κριτική μου από το 2019 στο άλμπουμ «J.S. Bach The Well-Tempered Clavier Book 1»: μια ακυκλοφόρητη ζωντανή ηχογράφηση από το 1987, όπου ο μέγας Keith Jarrett αναμετρήθηκε ξανά  με το έργο και την κληρονομιά του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ύστερα από μια συζητημένη στούντιο απόπειρα. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που δόθηκε τότε ως promo στον Τύπο και ανήκει στον Tasuhisa Yoneda


Είναι μεγάλο πράγμα η οπτική γωνία με την οποία κοιτά κάθε κοινωνία ένα «δεδομένο» έργο τέχνης, στο διάβα της ιστορίας. Δίχως άλλωστε αυτές τις ματιές (και τα όσα μας αποκαλύπτουν για την κάθε εποχή), δεν υφίσταται πραγματική διαχρονικότητα: η περίφημη λέξη εκπίπτει απλά σε βολικώς δημοσιογραφικό κλισέ. 

Για τον ίδιο τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ας πούμε, πίσω στο 1722, το Wohltemperirte Clavier ήταν μια συλλογή από πρελούδια και φούγκες απευθυνόμενη σε νέους μουσικούς που ήθελαν να ακονίσουν το ταλέντο τους στο τσέμπαλο και στο κλαβίχορδο, αλλά και σε έμπειρους βιρτουόζους, όσους επιθυμούσαν να περάσουν την ώρα τους κατά τρόπο δημιουργικό –το ίδιο περιεχόμενο είχε και το δεύτερο Wohltemperirte Clavier, μια εικοσαετία αργότερα. 

Για τον 20ό αιώνα, όμως, τα δύο αυτά έργα τοποθετήθηκαν ως ορόσημα για ό,τι γινόταν συλλήβδην κατανοητό ως «κλασική μουσική» (παρότι ο Μπαχ ανήκει στο μπαρόκ). Για τον δε Keith Jarrett, αντιπροσώπευαν ένα τεράστιο προσωπικό και καλλιτεχνικό στοίχημα: 12 χρόνια μετά τον θρίαμβο του The Köln Concert, ο Αμερικανός τζαζίστας ήταν αποφασισμένος να εξερευνήσει βαθύτερα τις διασυνδέσεις που μπορούσαν να βρεθούν μεταξύ του δικού του κόσμου κι εκείνου του Μπαχ και του Ντμίτρι Σοστακόβιτς. 

Βεβαίως, ο Jarrett έβγαλε τότε μια στούντιο ηχογράφηση πάνω στο Βιβλίο 1 του Well-Tempered Clavier (όπως αποδίδεται στα αγγλικά το έργο του Μπαχ), για την οποία έχουν ήδη γραφτεί πολλά πράγματα. Η φετινή έκδοση, πάλι, είναι μια αδημοσίευτη ζωντανή ηχογράφηση του ίδιου υλικού, από συναυλία στο Savings Bank Music Hall στο Troy της (πολιτείας) Νέας Υόρκης, έναν μήνα μετά την κυκλοφορία του στούντιο άλμπουμ (Μάρτιος 1987). Αναπόφευκτα, λοιπόν, ο εν λόγω δίσκος έρχεται να λειτουργήσει ως συμπλήρωμα και το κάνει μάλιστα με την αύρα μιας ουδετερότητας: 32 χρόνια μετά, έχει κατακάτσει η σκόνη από τις κόντρες που πυροδότησε στους τζαζ και κλασικούς κύκλους η ενασχόληση αυτή του Jarrett με τον Μπαχ.

Ασφαλώς, υπάρχει ένα κρίσιμο ζήτημα ακουστικής, το οποίο ωφελεί νομίζω την ηχογράφηση. Άλλωστε το Troy Savings Bank Music Hall έχει πολλάκις επαινεθεί για αυτήν του την ιδιότητα, η οποία χαρίζει εδώ στον Jarrett ωραίο βάθος και σε μας την ευκαιρία να ακούμε καθαρά κάθε λεπτομέρεια στο παίξιμό του. Πέραν τούτου, πάντως, αναγκάζεσαι να επαναλάβεις παρατηρήσεις που αφορούσαν κατά πρώτο λόγο τη στούντιο ηχογράφηση. 

Ο Jarrett αφουγκράστηκε με πολλή προσοχή και σέβας τον Μπαχ και κέρδισε τις εντυπώσεις γιατί δεν μπήκε στον πειρασμό να «αναμετρηθεί» μαζί του. Αντιθέτως, έθεσε με ταπεινότητα την (αναντίρρητη) βιρτουοζιτέ του στις υπηρεσίες του, στοχεύοντας στην καθάρια αποτύπωση του αυθεντικού έργου, δίχως ριψοκίνδυνες παρεμβάσεις στο τέμπο, στις φράσεις και στους χρωματισμούς. Μεγάλη δε σημασία είχε η επίγνωσή του ότι, εφόσον έπαιζε το έργο σε πιάνο, το τελευταίο έπρεπε να μείνει σε ένα συγκεκριμένο βεληνεκές έκφρασης και όχι να αποτολμήσει εκδρομές σε πεδία όπου το τσέμπαλο ή το κλαβίχορδο της μπαρόκ εποχής δεν θα μπορούσαν να αγγίξουν. 

Το ίδιο πνεύμα διακρίνει λοιπόν και τη live προσέγγιση στο Βιβλίο 1 του Well-Tempered Clavier. Και δεν λέω ότι δεν χωράει συζήτηση για τέτοιες επιλογές, λέω όμως πως, ίσως, ό,τι φάνηκε σε μερικά αυτιά του 1987 ως δειλία ή και ως συντηρητισμός, δικαιώθηκε στο πέρας του χρόνου ως απόπειρα που επέλεξε να τηρήσει ένα μέτρο και να κρατήσει τον Μπαχ στο δικό του πεδίο, προσέχοντας τι και πόσο από την τζαζ θα κόμιζε στον επιχειρούμενο διάλογο.

Από την άλλη, υπήρξαν και οι θαυμαστές, όσοι διέκριναν τη στόφα μιας λαμπρής «ποιητικότητας» στο πώς ο Jarrett άγγιξε τον Μπαχ, φτάνοντας σε μια εκδοχή που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ως «τζαζ δωματίου» –και ήταν ασφαλώς ταμάμ με τα όσα αναζητούσε να εκφράσει μια εταιρία σαν την ECM του Manfred Eicher. Εδώ, ωστόσο, θα βρεθώ προσωπικά στην αντίπερα όχθη. Γιατί, αν γυρίσουμε στον αρχικό στόχο του Μπαχ για το Wohltemperirte Clavier, ο Jarrett δεν είναι ο δεξιοτέχνης που πέτυχε να το φωτίσει από μια διαφορετική οπτική γωνία, αλλά ο «νέος μουσικός», που ήρθε να ακονίσει το ταλέντο του πάνω σε αυτά τα πρελούδια και σε αυτές τις φούγκες. 

Όπως και σε όλο του το έργο, ο Μπαχ διέπεται κι εδώ από στρώσεις που συγκροτούν ένα βένθος ιδιαίτερης πνευματικότητας. Όμως ο Jarrett δεν καταδύεται αναλόγως: παρά τη σωστή του προσέγγιση, το προαναφερθέν μέτρο και μια θέρμη στο παίξιμό του –που στην παρούσα ζωντανή ηχογράφηση αποτυπώνεται με διαύγεια– τα πράγματα μένουν κάπως αμήχανα όταν καλούνται να υπερβούν την παρτιτούρα, βρίσκοντας τις αόρατες ποιότητες ανάμεσα στις γραμμές της. 

Μπορεί λοιπόν για όσους προέρχονται από την τζαζ τα όσα πετυχαίνει εδώ ο Jarrett να φαντάζουν υπερ-αρκετά, ωστόσο αν έρχεσαι από μια κατεύθυνση όπου ήδη έχουν υπάρξει οι ηχογραφήσεις της Wanda Landowska και του Ralph Kirkpatrick, οι συγκρίσεις γίνονται αναπόφευκτες. Και λείπει κάτι το κρίσιμο, τόσο από τη στούντιο έκφανση της δουλειάς του μεγάλου Αμερικανού τζαζίστα, όσο και από την παρούσα ζωντανή ηχογράφηση. Η οποία έρχεται έτσι να συμπληρώσει ικανοποιητικώς, μα όχι και για να προσθέσει ουσιωδώς.



02 Ιουνίου 2023

Swans - συνέντευξη (2019)


Το 2019 ήταν μια χρονιά με πολύ Swans για εμένα. Παρότι δεν πήγα στην τότε συναυλία τους στο «Temple» άκουσα ξανά πολύ, μετά από αρκετά χρόνια, ενώ τόλμησα να τηλεφωνηθώ και με τον Michael Gira –ο οποίος, ως γνωστόν, δεν είναι και ο πιο εύκολος άνθρωπος στον κόσμο– για μια κουβέντα με αφορμή την άνωθεν συναυλία και το νέο (τότε) άλμπουμ Leaving Meaning (περισσότερα γι' αυτό μ' ένα κλικ εδώ).

Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη με άλλους, που ενδέχεται να ρώτησαν κουταμάρες εκνευρίζοντάς τον, η δική μας κουβέντα με τον Gira κύλησε ωραία και το αποτέλεσμά της δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis. Τώρα, καθώς περιμένουμε έναν νέο δίσκο Swans, αλλά και μία ακόμα έλευσή τους στην Ελλάδα (σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη), ξαναγύρισα σε αυτήν –και με την ευκαιρία την αναδημοσιεύω και στο blog, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που έχει δοθεί κατά καιρούς ως promo. Η κεντρική ανήκει στον Daniel Shea, ενώ η κάτωθι είναι του William Lacalmontie 


Το νέο άλμπουμ Leaving Meaning είναι πράγματι κάτι αρκετά διαφορετικό. Θεώρησες ότι η τελευταία εκδοχή των Swans έφτασε σε έναν ήχο που δεν γινόταν να προχωρήσει παραπέρα; 

Δεν είχε πια νόημα. Αν συνεχίζαμε, τότε απλά θα επαναλαμβάναμε με κάποιον τρόπο όσα κάναμε από το The Seer (2012) και μετά. Θα γινόμασταν προβλέψιμοι κι αυτό είναι κάτι που με ενοχλεί. Είχα ωστόσο υλικό γραμμένο στην ακουστική κιθάρα. Κι έτσι αποφάσισα να απευθυνθώ σε άλλους καλλιτέχνες –σε ανθρώπους με μουσικό μα και προσωπικό χαρακτήρα τέτοιον, που να μου κάνει. Έτσι, ένα σημαντικό μέρος της διαδικασίας που οδήγησε στο Leaving Meaning είχε να κάνει με το ποιος θα έρθει, σε ποιο κομμάτι και γιατί. Από τη στιγμή που διευθετήθηκε, ο δίσκος προχώρησε γρήγορα. 

Πώς το εννοείς αυτό το «προσωπικό χαρακτήρα»; Τι ακριβώς έψαχνες στις συγκεκριμένες συνεργασίες; 

Όλα ξεκινούν με μια εικόνα, βασικά. Με φανταζόμουν δηλαδή σε ένα δωμάτιο, να παίζω τα τραγούδια που είχα· και προσπαθούσα να τοποθετήσω δίπλα μου άλλους καλλιτέχνες, διαλέγοντας από φίλους, από γνωστούς, από ανθρώπους τους οποίους εκτιμώ ως μουσικούς. Αν λειτουργούσε στο μυαλό μου, το προχωρούσα. Φυσικά έψαχνα και για τις αμιγώς μουσικές τους ικανότητες. Όμως η επιλογή είχε να κάνει κυρίως με το αν μπορούσαν να επικοινωνήσουν με το υλικό. 

Και τι βαθμό ελευθερίας είχαν στις ενορχηστρώσεις; Πόσο έλεγχο άσκησες στο τελικό αποτέλεσμα; 

Είχα τον πλήρη έλεγχο και νομίζω ότι ήταν φυσικό, γιατί είμαι και ο δημιουργός των τραγουδιών αυτών, αλλά και ο παραγωγός του δίσκου. Οι αποφάσεις, επομένως, ήταν ξεκάθαρα δικές μου. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι επεδίωξα κάτι το απόλυτο, ότι δεν άκουσα π.χ. γνώμες στην ενορχηστρωτική διαδικασία και δεν ακολούθησα κάποιες παραινέσεις. Ήθελα βασικά όσοι ήρθαν να αισθάνονται ελεύθεροι να συνεισφέρουν, ακόμα και να επηρεάσουν το τελικό αποτέλεσμα. Φρόντιζα όμως να είναι ξεκάθαρο το γενικότερο αισθητικό πλαίσιο και η κατεύθυνση. Το όλο πράγμα λειτούργησε εν τέλει πολύ αρμονικά. 

Μου άρεσε πολύ το "Sunfucker". Έχει χαρακτήρα ιεροτελεστίας –όχι όμως ιδιαίτερα αγαθής, καθώς εμπεριέχει και το να υποφέρουν οι πιστοί...

Είναι καλό που το θέτεις έτσι, γιατί η όλη έμπνευση ξεκίνησε όντως από μια ιεροτελεστία. Από μια εικόνα, δηλαδή, που βρήκα σε ένα βιβλίο που διάβαζα πρόσφατα, γύρω από τους Αζτέκους και τον πολιτισμό τους. Υπάρχει λοιπόν ένας ιερέας, στην κορυφή μιας πυραμίδας, ο οποίος ξεριζώνει την καρδιά ενός θυσιαζόμενου θύματος και τη στρέφει προς τον ήλιο. Τη βρήκα πολύ όμορφη, γιατί με ενδιαφέρει διαχρονικά το πώς οι άνθρωποι λατρεύουν, το πώς επιδιώκουν δηλαδή να χάνονται μέσα σε μια πίστη ή σε μια ιδεολογία, βρίσκοντας στην πορεία μια ταυτότητα. Είτε με θετικό, είτε με αρνητικό τρόπο, γιατί πολλές φορές τόσο οι θρησκείες, όσο και οι ιδεολογίες, έχουν οδηγήσει σε ακραίες καταστάσεις. Πάντως έτσι γεννήθηκε το "Sunfucker".

Ποιο είναι αυτό το βιβλίο για τους Αζτέκους; 

(διστάζει) Δεν μπορώ να θυμηθώ τον τίτλο, με συγχωρείς. Δεν κατάφερα να το τελειώσω, είναι ένα βιβλίο 700 σελίδων, με τη συνολική ιστορία των Αζτέκων. Και είναι από αυτά με τις πολλές υποσημειώσεις, που το κάνουν δύσκολο να τα προχωρήσεις, αν θες να τις τσεκάρεις. 

Και το "Cathedrals Of Heaven"; Ο τίτλος, πρέπει να σου πω, με παρέπεμψε σε heavy metal...

(γελάει) Heavy metal; Αυτό δεν το είχα σκεφτεί. Όχι, δεν έχει κάποια σχέση. Πάλι κι εδώ, η έμπνευση προέρχεται από τη λογοτεχνία και συγκεκριμένα από τα διηγήματα του J. G. Ballard. Έκατσα πρόσφατα και τα διάβασα όλα. Κάπου εκεί υπάρχει λοιπόν αυτή η εικόνα των ουράνιων καθεδρικών. Και βρήκα ότι μου ταίριαζε ωραία στους στίχους του τραγουδιού, καθώς το έγραφα.

Υπάρχει κι ένα ακόμα τραγούδι με ευδιάκριτες θρησκευτικές αναφορές στους στίχους, το "Annaline". Σε τι ακριβώς βρίσκεις ότι είχαν δίκιο ο Βούδας και ο Άγιος Ιωάννης του Σταυρού;

Είχαν δίκιο στην υπερβατική πραγματικότητα την οποία αναζήτησαν και οι δύο, μέσω βέβαια διαφορετικών διαδρομών. Έψαξαν δηλαδή για κάτι που πήγαινε πέρα από τις λέξεις, ίσως και πέρα από την ίδια τη σκέψη, λαχταρώντας να καθοριστούν σε σχέση με το Σύμπαν και με ό,τι προσλάμβαναν ως θεϊκό. Στο τραγούδι έθεσα λοιπόν την ίδια παράμετρο, αλλά με μέτρο την αληθινή αγάπη: τη βαθιά σχέση που μπορείς να αποκτήσεις με έναν σύντροφο που θεωρείς ως δικό σου άνθρωπο.

Σε απασχολεί γενικότερα αυτό το κάτι παραπέρα στους στίχους, έτσι δεν είναι; Συχνά οι δημοσιογράφοι ψάχνουν νομίζω να βρουν εσένα στα τραγούδια, όμως εσύ μιλάς στην πραγματικότητα ελάχιστα για τον εαυτό σου...

Μα τι νόημα θα είχε; Το βρίσκω τόσο εγωϊστικό, τόσο ναρκισσιστικό να μιλάς για τον εαυτό σου. Για μένα, οι στίχοι είναι απλά συμφραζόμενα, στην υπηρεσία της μουσικής. Δεν λέω ότι δεν αντλώ από τις προσωπικές μου εμπειρίες καθώς τους γράφω, ότι δεν υπάρχουν σε αυτούς με κάποιον τρόπο οι φίλοι μου, τα βιβλία που διαβάζω ή οι ταινίες τις οποίες βλέπω. Όμως δεν είναι αυτοβιογραφικοί. Με απωθεί πραγματικά μια τέτοια ιδέα.

Κάτι καλό που να είδες τελευταία, αλήθεια;

Α, βέβαια! Μια μίνι σειρά του Nicolas Winding Refn, λέγεται «Too Old Τo Die Young» και απ' όλα τα μέρη του κόσμου, τη βρήκα στο Amazon Prime. Έχει 10 επεισόδια συνολικά, τα οποία με απορρόφησαν πλήρως: είδα όλο το σίριαλ μέσα σε 2 μέρες. Δεν είναι πολύ γνωστό, ομολογουμένως –και σε κάποιους φάνηκε αργό. Είναι πράγματι αργό, έως πολύ αργό. Αλλά πρόκειται για φοβερή εμπειρία, με στιγμές οπερατικής βίας και με ένα γνήσιο πάθος.  

Είναι ίδια η διαδικασία με την οποία γράφεις όταν φτιάχνεις τραγούδια και όταν φτιάχνεις διηγήματα, σαν κι αυτά που μάζεψες πρόσφατα στη συλλογή «The Egg»; 

Βασικά, είναι δύο εντελώς αντίθετες διαδικασίες. Όταν γράφω τραγούδια, ξεκινώ συνήθως από μια εικόνα. Αυτή μου δίνει το πρωταρχικό ερέθισμα. Όταν γράφω διηγήματα σαν κι εκείνα που υπάρχουν στο «The Egg», πάλι, λείπει η εικόνα. Δεν έχουν ούτε πλοκή, ούτε χαρακτήρες, μοιάζουν συχνά με καταγραφή σκέψεων. Μου αρέσουν βέβαια πολύ τα βιβλία με πλοκή και με χαρακτήρες. Όμως στα δικά μου γραπτά παίρνω έναν διαφορετικό δρόμο.

Πέρυσι είδαμε κι ένα ακόμα βιβλίο, το «Swans: Sacrifice And Transcendence - The Oral History», από τον Nick Soulsby. Το έχεις διαβάσει;

Το διάβασα, ναι.

Δεν θα το έλεγα και πολύ κολακευτικό για σένα... 

Μισώ την ίδια μου την εικόνα, όταν την κοιτάω στον καθρέφτη. Πολλά απ' όσα διάβασα εκεί, είναι αλήθεια ότι δεν μου βγάζουν νόημα. Όμως υπάρχει ένα βιβλίο για τους Swans. Και το βρίσκω χρήσιμο να υπάρχει.

Κατά καιρούς έχεις πει ότι ίσως ενδιαφερόσουν να γράψεις ο ίδιος μια ιστορία των Swans. Εξακολουθείς να το έχεις στο μυαλό σου;

Ναι, το έχω αναφέρει. Όμως τελικά είναι μια ιδέα που απορρίπτω. Γιατί πάλι οδηγεί σε αυτό που λέγαμε και πριν, το πόσο ναρκισσιστικό είναι να μιλάς για τον εαυτό σου. Το νόημα των Swans, για μένα, βρίσκεται στη μουσική. Κατά τα λοιπά, είναι αφόρητα βαρετό ν' αποτελείς κομμάτι του rock κόσμου.

Τι το κάνει τόσο βαρετό; 

Βρίσκω για παράδειγμα πολύ βαρετό το να ταξιδεύω με το βαν, αλλά και το όλο στήσιμο που χρειάζεται μια συναυλία, για να γίνει. Για μένα, όλα ξεκινάνε όταν ανεβαίνω στη σκηνή για να παίξω. Βασικά βαριέμαι όλα τα γύρω-γύρω από τη μουσική: είμαι εδώ αποκλειστικά γι' αυτήν. 

Εδώ στην Ελλάδα –όπου έρχεσαι πολύ σύντομα– μας απασχολούν οι νέες εξελίξεις στη Συρία. Με δεδομένο ότι ο πατέρας σου ήταν ένας από τους Αμερικανούς στρατιώτες που πήραν μέρος στην Απόβαση στη Νορμανδία, τι γνώμη έχεις για τη ρήση του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ότι δεν βοηθάει τους Κούρδους, καθώς ούτε εκείνοι βοήθησαν τις Η.Π.Α. στη Νορμανδία; 

Ναι, είναι αλήθεια αυτό για τον πατέρα μου, ήταν στη Νορμανδία. Όσο για τον Ντόναλντ Τραμπ, μπορώ να σου πω ότι κατά τη γνώμη μου είναι ο χειρότερος Πρόεδρος. Τον θεωρώ έναν κλόουν· και ντρέπομαι πολύ για τη χώρα μου, για το ότι ψηφίσαμε έναν τέτοιον άνθρωπο. 

Οι Κούρδοι, τώρα, πολέμησαν νομίζω πολύ γενναία ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος. Μαζί, πετύχαμε να περιορίσουμε σημαντικά κάτι που υπήρξε πάρα πολύ κακό. Το βρίσκω  προδοσία να τους εγκαταλείπουμε έτσι. 

Παρά ταύτα, διαβάζω ότι ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να επανεκλεγεί το 2020...

Τι εφιάλτης θα είναι αυτό! Πραγματικά ελπίζω ότι δεν θα συμβεί.  



01 Ιουνίου 2023

Swans - Leaving Meaning [δισκοκριτική, 2019]


Μια κριτική μου από το 2019 στο άλμπουμ «Leaving Meaning» των Swans, το οποίο βρήκε τη νεοϋορκέζικη μπάντα να απομένει με μοναδικό μέλος των Michael Gira, λίγο πριν έρθει για μία ακόμα συναυλία στην Αθήνα. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που δόθηκε τότε ως promo στον Τύπο και ανήκει στον Frank Hoensch 


Οι εναλλακτικά σκεπτόμενοι που ακολουθούν πιστά τους Swans και βαυκαλίζονται με την ημι-θρησκευτική δοξασία ότι «ἐν ἀρχῇ ἦν το punk», ενδέχεται να ανακάτσουν άβολα διαβάζοντας ότι συμπληρώνονται φέτος 50 χρόνια απ' όταν οι Pink Floyd έπαιξαν σε ένα φεστιβάλ στο Βέλγιο, κεραυνοβολώντας τον 15άχρονο Michael Gira κάπου ανάμεσα στο πλήθος. Ήταν μια καθοριστική εμπειρία, που γέννησε μέσα του την ανάγκη να υπάρξει ως rock μουσικός.

Εν έτει 2019, πάλι, αναπαράγεται χωρίς πολλή σκέψη η φιλολογία για τη νέα σελίδα που γυρνάει ο Gira στην καριέρα του βγάζοντας το Leaving Meaning. Ακόμα όμως και για έναν τέτοιον δημιουργό, ο οποίος έσπασε στην πορεία του διάφορα καλούπια (με ή δίχως τους Swans), μισός αιώνας ύπαρξης ως μουσικός νους είναι αδυσώπητο διάστημα: δεν υπάρχουν λοιπόν «νέες σελίδες». Όπως δεν υπήρξαν –στην πραγματικότητα– ούτε το 2010, όταν σκαρφάλωσε στο καμπαναριό του My Father Will Guide Me Up A Rope To The Sky, καλώντας τους πιστούς πίσω στο Swans όραμα. 

Αυτό που συνέβη ήταν ότι απάντησαν στις κωδωνοκρουσίες και πολλοί νέοι που δυστύχησαν να γίνουν rockers ακούγοντας Strokes. Ορισμένοι, μάλιστα, είχαν ήδη βρει τις άκρες τους ως στελέχη του ανατέλλοντος ιντερνετικού Τύπου κι έτσι φαντάστηκαν (και κοινώνησαν) ως ρηξικέλευθα τα όσα διαδραματίστηκαν έκτοτε, τη στιγμή που η μπρουταλιτέ του ήχου (ωτοασπίδες κτλ.), ο θυμωμένος «θόρυβος», η βιτριολική εκφορά των στίχων και τα παιχνίδια με τα όρια της rock φόρμας ήταν μαζί μας ήδη από το Filth του 1983. Απλά ο Gira τα επαναπροσέγγισε με τα αρκετά χιλιόμετρα εμπειρίας τα οποία είχε ως τότε διανύσει υπάρχοντας στα όρια των «δεδομένων» και κατόρθωσε να τα κάνει όλα εκ νέου σχετικά, εκ νέου συναρπαστικά. Απέναντι έπειτα σε ένα πλήθος αναβιωτών και indie τροβαδούρων με μικρούς ορίζοντες και λιγοστές εκφραστικές δυνάμεις, οι Swans δεν δυσκολεύτηκαν να γίνουν εκείνοι που πρόσφεραν περιπέτεια, μυσταγωγία, αλλά και μια rock βαρύτητα η οποία δεν φοβόταν τις εντάσεις, τα ξεσπάσματα και τα θεόρατα κρεσέντο. 

Ο επιτυχημένος αυτός κύκλος έκλεισε αρμονικά με το The Glowing Man (2016) και ο Gira το κατάλαβε. Έτσι, επέλεξε να σκάψει ξανά στο χωράφι των Angels Of Light, μπολιάζοντας τη σοδειά με καλεσμένους της αρεσκείας και έγκρισής του, οι οποίοι συμβάλλουν στο όραμά του με παιξίματα,  ενορχηστρωτικές ιδέες, κάποιες φορές και με τις ερμηνείες τους. Για ακόμα μία φορά, δηλαδή, δεσπόζει εδώ ως ο Μέγας Ανακατευτής της Τράπουλας. Κι ενώ ξεκινάει από το πλέον λιτό και βασικό σχήμα φωνή + κιθάρα –όπως δείχνουν τα προ τελικής ενορχήστρωσης demo του Leaving Meaning, που απάρτισαν το άλμπουμ What Is This? (δείτε εδώ)– καταλήγει σε έναν δίσκο στον οποίον ακούς Swans, αλλά όχι τους Swans που ήξερες από το 2010 ως το 2016. Την ίδια στιγμή, ενώ το αποτέλεσμα αποτυπώνεται πιο γήινο σε σύγκριση λ.χ. με το The Seer (2014), θα συνεχίσει να φαντάζει ως «πειραματικό» και «δυσπρόσιτο» σε όσους ορίζουν τη σχέση τους με το rock μέσω σχημάτων σαν τους Deerhunter ή τους Car Seat Headrest.
 
Ασφαλώς, το «πολίτευμα» στο Leaving Meaning είναι δημοκρατικό με μια έννοια που συγγενεύει με την ενός ανδρός αρχή του Περικλή. Εφόσον ψάξεις τις λεπτομέρειες, πάντως, δεν είναι (τόσο) δύσκολο να διακρίνεις τους The Necks, την Anna von Hausswolff, τον Ben Frost ή τη Baby Dee, η οποία τραγουδάει το "The Nub". Και ίσως δεν έχει και τόση σημασία να ξεκαθαρίσουμε πού τελειώνει η χερούκλα του Gira και πού αρχίζει η συνεισφορά των καλεσμένων, από τη στιγμή που το What Is This? καταδεικνύει με σαφήνεια πόσο ευνοήθηκε το (άξιο) αρχικό υλικό από τις ενορχηστρώσεις που κοσμούν τις οριστικές εκδοχές των τραγουδιών. Μπορεί τα "The Hanging Man", "Sunfucker", "The Nub" και "It's Coming It's Real" να είναι οι στιγμές οι οποίες ξεχωρίζουν και τα "Some New Things" και "What Is This" τα ξεκάθαρα βαρίδια, ωστόσο κανένα κομμάτι δεν καταγράφεται ως εντελώς αδιάφορο και τίποτα δεν πλήττεται από διάρκειες που απλώνονται ακόμα και σε 11 ή 12 λεπτά. Το τείχος αποδεικνύεται συμπαγές. 

Επί της ουσίας, επομένως, ο Gira συνεχίζει να κάνει στον δυνητικό ακροατή ό,τι ο ίδιος περιέγραψε παλιότερα στην Ελένη Μητσιάκη με τα λόγια «φαντάσου πως το σώμα σου αποτελείται από πολλούς κόκκους πούδρας. Ξαφνικά έρχομαι και σου ρίχνω ένα ποτήρι νερό. Διαλύεσαι». Απλά το κάνει με έναν λιγότερο εκκωφαντικό τρόπο. Χωρίς λοιπόν αληθινή ανάγκη για «νέες σελίδες», οι Swans καλπάζουν προς την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα με μια σπάνια αίγλη: ως το όχημα ενός 65άρη δημιουργού ο οποίος επιμένει να ψάχνει για προκλήσεις στο rock φάσμα, να γράφει στίχους για τον Άγιο Ιωάννη του Σταυρού και για τον Βούδα και να τραγουδά σαν αλλόκοτος προφήτης παραληρηματικών ηλιακών θεοτήτων, που θέλουν τους πιστούς τους «righteous, blighted, liquid, ignited».



31 Μαΐου 2023

Swans - What Is This? [δισκοκριτική, 2019]


Μια κριτική μου από το 2019 στο άλμπουμ «What Is This?» των Swans, το οποίο λειτούργησε ως demo πρελούδιο για την έκδοση του Leaving Meaning, λίγους μήνες αργότερα. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που δόθηκε τότε ως promo στον Τύπο και ανήκει στον Cyrille Choupas 


Μεταβατικές οι μουσικές μας εποχές, λένε. Όταν έχεις το όνομα των Swans, όμως, μπορείς να μαζέψεις τα απαραίτητα χρήματα για να ολοκληρώσεις τον νέο σου δίσκο χωρίς να θίξεις την ανεξάρτητη υπόστασή σου, μπαίνοντας π.χ. σε διαδικασία συμβιβασμών για να πετύχεις κάποιο «deal». Πριν λοιπόν περάσεις στην τελική φάση για ό,τι μέλλει να γίνει Leaving Meaning, παίρνεις τα demo που έχεις ηχογραφήσει, τα κάνεις άλμπουμ, ορίζεις 2.500 φυσικά αντίτυπα ώστε να κρατήσεις την υπόθεση συλλεκτική –και να πώς κάνεις έρανο, χωρίς κανείς να τον εκλάβει ως τέτοιον.

Ασφαλώς, αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει περιέργεια για το τι μπορεί να ετοιμάζει ο Michael Gira υπό τη σκέπη των Swans, η οποία δεν αφορά μόνο τους fans. Το συγκεκριμένο όχημα χαίρει άλλωστε μιας ευρύτερης αποδοχής στην τρέχουσα δεκαετία –θυμίζω πρόχειρα ότι το To Be Kind του 2014 μπήκε στα 40 πρώτα Βρετανίας και Αμερικής– όντας συνάμα μία από τις πιο συνεπείς και περιπετειώδεις δυνάμεις που απέμειναν σε ό,τι παλιότερα λογιζόταν ως «alternative rock». Κάτι που αποκτά αυξημένη σημασία σε μια περίοδο όπου συντελείται η εγκόλπωση του τελευταίου σε μια indie αισθητική, η οποία μπορεί να στηρίζεται από τον Τύπο σε Ηνωμένες Πολιτείες και Βρετανία, μα είναι «λίγη» για να κουβαλήσει το ειδικό βάρος της συγκεκριμένης ιστορίας, καταλήγοντας έτσι να κλυδωνίζει το «rock» της υπόθεσης.

Το What Is This? μπλέκεται ωστόσο στο χρονικό παράδοξο που δημιουργεί η ίδια του η ύπαρξη. Άλλες εντυπώσεις σχηματίζει δηλαδή όποιος το άκουσε όταν βγήκε κι άλλες όποιος το ακούει με δεδομένη πλέον την έκδοση του Leaving Meaning. Ίσως δηλαδή να χάνεται, στη δεύτερη περίπτωση, η αίσθηση ότι ψηλαφείς ένα ασχημάτιστο μέλλον, εισερχόμενος σε μια νέα διάσταση της Swans υπόστασης, η οποία διαφοροποιείται ζωηρά από τον ήχο των τελευταίων τριών δίσκων. Από την άλλη, το τετελεσμένο του Leaving Meaning πυροδοτεί μια πιο ψύχραιμη αποτίμηση για το ποια ήταν αυτά τα τραγούδια και για το πόσο καλύτερα (ή χειρότερα;) μπόρεσαν να γίνουν· οδηγώντας σε μια πιο καθαρή θέαση των καλλιτεχνικών στόχων του Michael Gira, τώρα που απέμεινε και τυπικά ως μοναδικό μέλος των Swans.   

Το πρώτο που εύκολα παρατηρείς είναι η διαφοροποίηση στη σειρά τοποθέτησης στην track list, καθώς και οι αυξομοιώσεις διάρκειας οι οποίες έγιναν στο τελικό «μοντάζ», δεδομένης και της εμπλουτισμένης ενορχήστρωσης στο επόμενο στάδιο των ηχογραφήσεων. Το demo λ.χ. του "Leaving Meaning" ήταν στα 6,5 λεπτά, το κανονικό κομμάτι βγήκε περίπου 11,5. Το "The Nub" τέλειωνε στα 5,50 στην πρωτόλεια εκδοχή, η ολοκληρωμένη φτάνει στα 12,02. Το "Sunfucker", αντίστοιχα, πήγε από τα 6,5 λεπτά στα 10,44. Μόνο το "My Phantom Limb" συμμαζεύτηκε, μεταβαίνοντας από τα 11,25 στα 6,27. Έγιναν επίσης μικρές γραμματικές αλλαγές: το τραγούδι που ξέρουμε ως "It's Coming It's Real" λεγόταν αρχικά "It's Coming And It's Real", ενώ το "The Hanging Man" γραφόταν δίχως το άρθρο. 

Επί του αποτελέσματος, τώρα, τα demo πονήματα του Gira βρίσκονται κοντά στην ολοκληρωμένη τους ταυτότητα, αν εξαιρέσουμε τη ριζοσπαστική μεταμόρφωση του "My Phantom Limb", τη διακριτή διαφοροποίηση του "It's Coming It's Real" και το γεγονός ότι στο "The Nub" φωνητικά κάνει η (σύζυγος) Jennifer Gira, βοηθώντας να καταλάβουμε τι ήρθε να προσθέσει η «κανονική» εκτέλεση με τη Baby Dee. Αν όμως το υλικό του What Is This? φαντάζει πιο γυμνό σε σύγκριση με την οριστική του εκδοχή, δεν είναι (απαραίτητα) και πιο φτωχό. Έστω κι αν αληθεύει ότι στο Leaving Meaning όλα τα τραγούδια που ακούμε εδώ, είναι καλύτερα. 

Υπάρχει π.χ. μια αίσθηση δέους στα "Hanging Man" και "Sunfucker", η οποία πρωταγωνιστεί μεν και στο τελικό προϊόν, μα εδώ αποτυπώνεται πιο άμεσα. Σε στιγμιότυπα επίσης σαν το "What Is This?" κατανοείς ευκρινέστερα τις διασυνδέσεις με τους Angels Οf Light (το σχήμα του Gira μεταξύ 1998 και 2009, με τις alt-folk απολήξεις), οι οποίοι φαίνεται να λειτούργησαν ως αρχέτυπο για τις νέες περιπέτειες των Swans· μια κρίσιμη επισήμανση, ότι εν τέλει ίσως να μην είναι και τόσο «νέες». Τέλος, μια καταγραφή βασισμένη μόνο σε φωνή και κιθάρα, βοηθά τους σύνθετους, ενίοτε παραληρηματικούς στίχους του Gira να αντηχήσουν πιο έντονα στ' αυτιά σου, δίχως να χρειάζεται δηλαδή να ανατρέξεις στη γραπτή τους μορφή. 

Δεν παύει βέβαια να συνιστά μια «ειδική κυκλοφορία» το What Is This?. Όμως δεν είναι μια παραδοξότητα απευθυνόμενη στους fans, αλλά κάτι που σε μια π.χ. εορταστική επανέκδοση του Leaving Meaning το 2039 θα έστεκε μια χαρά σαν bonus CD. Φωτίζεται εδώ ένα κρίσιμο στάδιο στη δημιουργία του νέου άλμπουμ των Swans, ενώ παρατάσσονται και μερικές εκτελέσεις οι οποίες πραγματικά λάμπουν στην πρωτόλεια μορφή τους. Θυμίζοντας πόση δύναμη μπορεί να υπάρχει στο λιτό σχήμα φωνή/κιθάρα, για όποιον καλλιτέχνη έχει κάτι να πει μέσω αυτού. 





26 Μαΐου 2023

The Waterboys - συνέντευξη (2019)


Το 2019 ήταν χρονιά ...επικίνδυνων τηλεφωνικών αποστολών, αφού αποφάσισα να πάρω επ' ώμου τις συνεντεύξεις με τον Michael Gira των Swans και τον Mike Scott των Waterboys, απαλλάσσοντας τους συντάκτες μου από το άγχος της συνομιλίας με δύο δύσκολους ανθρώπους, που μπορεί και να αρχίσουν να σου απαντούν τηλεγραφικά, εάν τους εκνευρίσουν οι ερωτήσεις σου.

Για τον Gira θα τα βρείτε σε άλλες αναρτήσεις του παρόντος blog, αποδείχθηκε πάντως πιο εύκολη περίπτωση από τον Scott, ο οποίος ενδιαφέρθηκε ωστόσο δεόντως να συζητήσουμε για τον θεό Πάνα, τον Άνεμο στις Ιτιές, τον Bob Dylan και τον Neil Young. Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis, εν όψει της τότε συναυλίας των Waterboys στην Αθήνα. Και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, καθώς τους περιμένουμε ξανά το καλοκαίρι, για μια εμφάνιση στο Ηρώδειο παρακαλώ –είναι άλλωστε και τα 40 τους χρόνια, φέτος. 

Σκέφτομαι, μάλιστα, να «αντιμετωπίσω» ξανά τον Scott στο τηλέφωνο. Θα δούμε πώς θα πάει αυτό...

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που δόθηκε ως promo στον Τύπο


Είστε σε περιοδεία για το άλμπουμ Where The Action Is, το οποίο πήγε καλά βλέπω στα βρετανικά charts (νούμερο 21). Έχει καμιά αξία αυτό, στις ψηφιακές μας ημέρες;

Όχι, δεν έχει καμιά σημασία. Δεν είναι κάτι πια, να μπαίνεις στα charts. Δεν λέω με αυτό ότι δεν χαίρομαι που βρίσκομαι εκεί –χαίρομαι. Όμως το 1972 έπρεπε να πουλήσεις τουλάχιστον 30.000 δίσκους για να μπεις στα 20 πρώτα της Βρετανίας. Τώρα; Τώρα κάνεις λίγο ντόρο στους fans, ώστε να τους κινητοποιήσεις για την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας και είσαι στα charts. Είναι πλέον πολύ πιο εύκολο.

Το νέο άλμπουμ έχει ένα τραγούδι που λέγεται "Out Of All This Blue", το οποίο ήταν όμως ο τίτλος του προηγούμενου δίσκου. Και η απορία μεγαλώνει αν ακούσει κανείς τη deluxe έκδοση του Where The Action Is, καθώς εκεί υπάρχει κι ένα demo του "Out Of All This Blue", με χορωδία...

Έχουν όλα την εξήγησή τους. Το demo με τη χορωδία στη deluxe έκδοση προοριζόταν βασικά για το προηγούμενο άλμπουμ. Ενώ όμως έμεινε ο τίτλος  Out Of All This Blue, το τραγούδι τελικά δεν το χρησιμοποίησα, γιατί κάτι δεν μου άρεσε στους στίχους. Έτσι το επεξεργάστηκα εκ νέου και το ηχογράφησα ξανά, με διαφορετική προσέγγιση, ώστε να ταιριάξει στο υλικό του Where The Action Is.

Αρκετοί έμαθαν τον Robert Parker χάρη στο ομώνυμο του δίσκου κομμάτι. Εσένα, όμως, τι σε τράβηξε στο δικό του τραγούδι από τα 1960s;

Ήταν το ρεφρέν. Το λάτρεψα αυτό το ρεφρέν, απ' όταν πρωτάκουσα το τραγούδι του Parker. Είναι βέβαια και το μόνο τμήμα που εν τέλει χρησιμοποίησα στο δικό μας κομμάτι. Όχι ότι δεν μου αρέσει και το υπόλοιπο, απλά δεν ταίριαξε.

Τι ακριβώς σχολιάζεις στο "In My Time On Earth";

Είναι ένα σχόλιο πάνω στο κοινωνικό τοπίο των ημερών μας. Αποτυπώνει έναν κόσμο που, με διάφορους τρόπους, γλιστράει στο σκοτάδι. Στο ρεφρέν, όμως, αφήνει να διαφανεί και μια διαφορετική πραγματικότητα. Η οποία μας θέλει όλους τους ανθρώπους να είμαστε το ίδιο. Εδώ βρίσκεται το βαθύτερο νόημά του.

Μου άρεσε πολύ η διασκευή που έκανες με το "Piper Αt Τhe Gates Οf Dawn", στο ομώνυμο κεφάλαιο από το θρυλικό Wind In The Willows (Ο Άνεμος στις Ιτιές) του Kenneth Grahame (1908)...

Σε ευχαριστώ. Το λατρεύω αυτό το βιβλίο. Το έβρισκα θαυμάσιο από όταν ήμουν μικρός και εξακολουθώ να το αγαπώ πολύ. 

Στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1980, είχε γίνει ξέρεις αγαπητή και η βρετανική τηλεοπτική σειρά, η οποία απέδιδε το βιβλίο με κουκλοθέατρο. Την είχες δει ποτέ;

Όχι, δεν την ξέρω. Έχω δει όμως κάποια από τις ταινίες που είχαν κάνει για τη βρετανική τηλεόραση. Δεν μπορώ να θυμηθώ ποια είναι, πάντως δεν μου άρεσε.

Στο τραγούδι, πάντως, αναφέρεσαι για ακόμα μία φορά στον αρχαίο θεό Πάνα. Και είμαι σίγουρος ότι ξέρεις πόσο μας αρέσει εδώ στην Ελλάδα το τραγούδι "The Return Of Pan", από το Dream Harder του 1993...

Και βέβαια το γνωρίζω!

Θα το ακούσουμε λοιπόν στις επικείμενες συναυλίες σας; 

Δεν το έχω σκεφτεί καθόλου αν θα το παίξω, αν θες μια ειλικρινή απάντηση. Οπωσδήποτε, όμως, θα το εξετάσω το ενδεχόμενο. 

Τι σημαίνει για σένα ο Πάνας, μετά από τόσα χρόνια;

Ο Πάνας δεν είναι απλά μια συμβολική εκδήλωση του άγριου στοιχείου στη φύση. Είναι κάτι περισσότερο, κάτι που σχετίζεται με τη ζωή όλων μας πάνω στη Γη, με την ενέργεια πίσω από αυτήν τη ζωή. Στο "Return Of Pan" αναφέρομαι στα πέτρινα χωράφια του Inisheer, το οποίο είναι το μικρότερο από τα τρία νησιά Aran της Ιρλανδίας, στον κόλπο του Γκόλγουεϊ. Γιατί είναι ακριβώς στα πρόσωπα των κατοίκων των νησιών Aran όπου αντίκρισα τον θεό Πάνα, εκεί σε αυτό το πολύ άγριο και αρχαίο τοπίο της δυτικής Ιρλανδίας.

Ποια είναι αλήθεια η διαδικασία την οποία ακολουθείς ως τραγουδοποιός; Γράφεις ας πούμε σε ημερήσια βάση;

Δεν γράφω κάθε μέρα, όχι. Γράφω όμως συχνά. Και συνήθως προτιμώ να δημιουργείται η μουσική παράλληλα με τους στίχους, όχι πρώτα το ένα και μετά το άλλο. 

Είσαι το μόνο σταθερό μέλος των Waterboys, από το 1983. Όμως μπορούμε νομίζω να δώσουμε τη δεύτερη θέση στον Steve Wickham (βιολί), καθώς έχει υπάρξει συνοδοιπόρος σου εδώ και πολλά πλέον χρόνια. Τι είχε ο Steve παραπάνω, συγκριτικά με άλλους μουσικούς που πέρασαν από τη σύνθεση του γκρουπ; 

Ο Steve είναι ικανός να παίξει το οποιοδήποτε είδος μουσικής. Όπου λοιπόν κι αν αποφασίσω ότι θέλω να πάω ηχητικά, ο Steve μπορεί να ακολουθήσει και να το κάνει. Όμως, αν και πράγματι είναι ο παλιότερός μου συνοδοιπόρος στους Waterboys που έμεινε σταθερά στη σύνθεση, τελευταία κατάφερα και βρήκα έναν ακόμα μουσικό με ανάλογο χάρισμα: τον ντράμερ μας, Ralph Salmins. Είναι μέλος από το 2011 και μπορεί κι αυτός να ανταποκριθεί σε οποιαδήποτε μουσική κατεύθυνση.

Οι καλλιτέχνες που εμφανίστηκαν στα 1980s, όπως εσείς, λίγες φορές εγκατέλειψαν τον ήχο με τον οποίον τους μάθαμε. Υπάρχει κάτι από το πνεύμα των 1960s στη δική σου διάθεση για αλλαγές;

Έτσι είναι, ναι. Στα 1960s τα πράγματα δεν ήταν ακόμα τόσο παγιωμένα, μπορούσες να δοκιμάσεις πολλά και να διαφέρουν οι δίσκοι σου από τον έναν στον άλλον. Το έκαναν οι περισσότεροι από τους καλλιτέχνες εκείνης της δεκαετίας τους οποίους θαυμάζω, οι Beatles λ.χ. ή ο Bob Dylan. Και εξακολούθησε να συμβαίνει και στα 1970s, με τον David Bowie για παράδειγμα ή τον Neil Young. 

Πού τοποθετείσαι στο περίφημο δίλημμα, Beatles ή Rolling Stones;

Δεν διαλέγω, απαντάω «και τους δύο». Μου αρέσουν πάρα πολύ και οι δύο, για αρκετά διαφορετικούς λόγους.

Και στους τραγουδοποιούς; Bob Dylan ή Neil Young;

Εδώ θα πω Bob Dylan. Αλλά με μια μικρή σημείωση, ότι ο Neil Young είναι καλύτερος κιθαρίστας. 

Κι έχω και μια τελευταία ερώτηση για το χιπ χοπ, το οποίο ξέρω ότι επίσης σε ενδιαφέρει. Τι βρίσκεις ενδιαφέρον, στον δικό του κόσμο;

Μου αρέσει η ελευθερία που διακρίνει το χιπ χοπ. Σε έναν χιπ χοπ δίσκο μπορείς να ακούσεις ό,τι είδος μουσικής φανταστείς, μέσω των samples –ακόμα και ήχους που μπορεί π.χ. να έχουν γραφτεί απλά με το κινητό τηλέφωνο κάποιου ράπερ. Μου αρέσει πολύ ο Anderson .Paak. Αν και μάλλον δεν τον λες χιπ χοπ καλλιτέχνη, ίσως να ανήκει περισσότερο στη soul. Τον βρίσκω πάντως ιδιοφυή.