31 Μαΐου 2023

Swans - What Is This? [δισκοκριτική, 2019]


Μια κριτική μου από το 2019 στο άλμπουμ «What Is This?» των Swans, το οποίο λειτούργησε ως demo πρελούδιο για την έκδοση του Leaving Meaning, λίγους μήνες αργότερα. 

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που δόθηκε τότε ως promo στον Τύπο και ανήκει στον Cyrille Choupas 


Μεταβατικές οι μουσικές μας εποχές, λένε. Όταν έχεις το όνομα των Swans, όμως, μπορείς να μαζέψεις τα απαραίτητα χρήματα για να ολοκληρώσεις τον νέο σου δίσκο χωρίς να θίξεις την ανεξάρτητη υπόστασή σου, μπαίνοντας π.χ. σε διαδικασία συμβιβασμών για να πετύχεις κάποιο «deal». Πριν λοιπόν περάσεις στην τελική φάση για ό,τι μέλλει να γίνει Leaving Meaning, παίρνεις τα demo που έχεις ηχογραφήσει, τα κάνεις άλμπουμ, ορίζεις 2.500 φυσικά αντίτυπα ώστε να κρατήσεις την υπόθεση συλλεκτική –και να πώς κάνεις έρανο, χωρίς κανείς να τον εκλάβει ως τέτοιον.

Ασφαλώς, αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει περιέργεια για το τι μπορεί να ετοιμάζει ο Michael Gira υπό τη σκέπη των Swans, η οποία δεν αφορά μόνο τους fans. Το συγκεκριμένο όχημα χαίρει άλλωστε μιας ευρύτερης αποδοχής στην τρέχουσα δεκαετία –θυμίζω πρόχειρα ότι το To Be Kind του 2014 μπήκε στα 40 πρώτα Βρετανίας και Αμερικής– όντας συνάμα μία από τις πιο συνεπείς και περιπετειώδεις δυνάμεις που απέμειναν σε ό,τι παλιότερα λογιζόταν ως «alternative rock». Κάτι που αποκτά αυξημένη σημασία σε μια περίοδο όπου συντελείται η εγκόλπωση του τελευταίου σε μια indie αισθητική, η οποία μπορεί να στηρίζεται από τον Τύπο σε Ηνωμένες Πολιτείες και Βρετανία, μα είναι «λίγη» για να κουβαλήσει το ειδικό βάρος της συγκεκριμένης ιστορίας, καταλήγοντας έτσι να κλυδωνίζει το «rock» της υπόθεσης.

Το What Is This? μπλέκεται ωστόσο στο χρονικό παράδοξο που δημιουργεί η ίδια του η ύπαρξη. Άλλες εντυπώσεις σχηματίζει δηλαδή όποιος το άκουσε όταν βγήκε κι άλλες όποιος το ακούει με δεδομένη πλέον την έκδοση του Leaving Meaning. Ίσως δηλαδή να χάνεται, στη δεύτερη περίπτωση, η αίσθηση ότι ψηλαφείς ένα ασχημάτιστο μέλλον, εισερχόμενος σε μια νέα διάσταση της Swans υπόστασης, η οποία διαφοροποιείται ζωηρά από τον ήχο των τελευταίων τριών δίσκων. Από την άλλη, το τετελεσμένο του Leaving Meaning πυροδοτεί μια πιο ψύχραιμη αποτίμηση για το ποια ήταν αυτά τα τραγούδια και για το πόσο καλύτερα (ή χειρότερα;) μπόρεσαν να γίνουν· οδηγώντας σε μια πιο καθαρή θέαση των καλλιτεχνικών στόχων του Michael Gira, τώρα που απέμεινε και τυπικά ως μοναδικό μέλος των Swans.   

Το πρώτο που εύκολα παρατηρείς είναι η διαφοροποίηση στη σειρά τοποθέτησης στην track list, καθώς και οι αυξομοιώσεις διάρκειας οι οποίες έγιναν στο τελικό «μοντάζ», δεδομένης και της εμπλουτισμένης ενορχήστρωσης στο επόμενο στάδιο των ηχογραφήσεων. Το demo λ.χ. του "Leaving Meaning" ήταν στα 6,5 λεπτά, το κανονικό κομμάτι βγήκε περίπου 11,5. Το "The Nub" τέλειωνε στα 5,50 στην πρωτόλεια εκδοχή, η ολοκληρωμένη φτάνει στα 12,02. Το "Sunfucker", αντίστοιχα, πήγε από τα 6,5 λεπτά στα 10,44. Μόνο το "My Phantom Limb" συμμαζεύτηκε, μεταβαίνοντας από τα 11,25 στα 6,27. Έγιναν επίσης μικρές γραμματικές αλλαγές: το τραγούδι που ξέρουμε ως "It's Coming It's Real" λεγόταν αρχικά "It's Coming And It's Real", ενώ το "The Hanging Man" γραφόταν δίχως το άρθρο. 

Επί του αποτελέσματος, τώρα, τα demo πονήματα του Gira βρίσκονται κοντά στην ολοκληρωμένη τους ταυτότητα, αν εξαιρέσουμε τη ριζοσπαστική μεταμόρφωση του "My Phantom Limb", τη διακριτή διαφοροποίηση του "It's Coming It's Real" και το γεγονός ότι στο "The Nub" φωνητικά κάνει η (σύζυγος) Jennifer Gira, βοηθώντας να καταλάβουμε τι ήρθε να προσθέσει η «κανονική» εκτέλεση με τη Baby Dee. Αν όμως το υλικό του What Is This? φαντάζει πιο γυμνό σε σύγκριση με την οριστική του εκδοχή, δεν είναι (απαραίτητα) και πιο φτωχό. Έστω κι αν αληθεύει ότι στο Leaving Meaning όλα τα τραγούδια που ακούμε εδώ, είναι καλύτερα. 

Υπάρχει π.χ. μια αίσθηση δέους στα "Hanging Man" και "Sunfucker", η οποία πρωταγωνιστεί μεν και στο τελικό προϊόν, μα εδώ αποτυπώνεται πιο άμεσα. Σε στιγμιότυπα επίσης σαν το "What Is This?" κατανοείς ευκρινέστερα τις διασυνδέσεις με τους Angels Οf Light (το σχήμα του Gira μεταξύ 1998 και 2009, με τις alt-folk απολήξεις), οι οποίοι φαίνεται να λειτούργησαν ως αρχέτυπο για τις νέες περιπέτειες των Swans· μια κρίσιμη επισήμανση, ότι εν τέλει ίσως να μην είναι και τόσο «νέες». Τέλος, μια καταγραφή βασισμένη μόνο σε φωνή και κιθάρα, βοηθά τους σύνθετους, ενίοτε παραληρηματικούς στίχους του Gira να αντηχήσουν πιο έντονα στ' αυτιά σου, δίχως να χρειάζεται δηλαδή να ανατρέξεις στη γραπτή τους μορφή. 

Δεν παύει βέβαια να συνιστά μια «ειδική κυκλοφορία» το What Is This?. Όμως δεν είναι μια παραδοξότητα απευθυνόμενη στους fans, αλλά κάτι που σε μια π.χ. εορταστική επανέκδοση του Leaving Meaning το 2039 θα έστεκε μια χαρά σαν bonus CD. Φωτίζεται εδώ ένα κρίσιμο στάδιο στη δημιουργία του νέου άλμπουμ των Swans, ενώ παρατάσσονται και μερικές εκτελέσεις οι οποίες πραγματικά λάμπουν στην πρωτόλεια μορφή τους. Θυμίζοντας πόση δύναμη μπορεί να υπάρχει στο λιτό σχήμα φωνή/κιθάρα, για όποιον καλλιτέχνη έχει κάτι να πει μέσω αυτού. 





26 Μαΐου 2023

The Waterboys - συνέντευξη (2019)


Το 2019 ήταν χρονιά ...επικίνδυνων τηλεφωνικών αποστολών, αφού αποφάσισα να πάρω επ' ώμου τις συνεντεύξεις με τον Michael Gira των Swans και τον Mike Scott των Waterboys, απαλλάσσοντας τους συντάκτες μου από το άγχος της συνομιλίας με δύο δύσκολους ανθρώπους, που μπορεί και να αρχίσουν να σου απαντούν τηλεγραφικά, εάν τους εκνευρίσουν οι ερωτήσεις σου.

Για τον Gira θα τα βρείτε σε άλλες αναρτήσεις του παρόντος blog, αποδείχθηκε πάντως πιο εύκολη περίπτωση από τον Scott, ο οποίος ενδιαφέρθηκε ωστόσο δεόντως να συζητήσουμε για τον θεό Πάνα, τον Άνεμο στις Ιτιές, τον Bob Dylan και τον Neil Young. Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis, εν όψει της τότε συναυλίας των Waterboys στην Αθήνα. Και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, καθώς τους περιμένουμε ξανά το καλοκαίρι, για μια εμφάνιση στο Ηρώδειο παρακαλώ –είναι άλλωστε και τα 40 τους χρόνια, φέτος. 

Σκέφτομαι, μάλιστα, να «αντιμετωπίσω» ξανά τον Scott στο τηλέφωνο. Θα δούμε πώς θα πάει αυτό...

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που δόθηκε ως promo στον Τύπο


Είστε σε περιοδεία για το άλμπουμ Where The Action Is, το οποίο πήγε καλά βλέπω στα βρετανικά charts (νούμερο 21). Έχει καμιά αξία αυτό, στις ψηφιακές μας ημέρες;

Όχι, δεν έχει καμιά σημασία. Δεν είναι κάτι πια, να μπαίνεις στα charts. Δεν λέω με αυτό ότι δεν χαίρομαι που βρίσκομαι εκεί –χαίρομαι. Όμως το 1972 έπρεπε να πουλήσεις τουλάχιστον 30.000 δίσκους για να μπεις στα 20 πρώτα της Βρετανίας. Τώρα; Τώρα κάνεις λίγο ντόρο στους fans, ώστε να τους κινητοποιήσεις για την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας και είσαι στα charts. Είναι πλέον πολύ πιο εύκολο.

Το νέο άλμπουμ έχει ένα τραγούδι που λέγεται "Out Of All This Blue", το οποίο ήταν όμως ο τίτλος του προηγούμενου δίσκου. Και η απορία μεγαλώνει αν ακούσει κανείς τη deluxe έκδοση του Where The Action Is, καθώς εκεί υπάρχει κι ένα demo του "Out Of All This Blue", με χορωδία...

Έχουν όλα την εξήγησή τους. Το demo με τη χορωδία στη deluxe έκδοση προοριζόταν βασικά για το προηγούμενο άλμπουμ. Ενώ όμως έμεινε ο τίτλος  Out Of All This Blue, το τραγούδι τελικά δεν το χρησιμοποίησα, γιατί κάτι δεν μου άρεσε στους στίχους. Έτσι το επεξεργάστηκα εκ νέου και το ηχογράφησα ξανά, με διαφορετική προσέγγιση, ώστε να ταιριάξει στο υλικό του Where The Action Is.

Αρκετοί έμαθαν τον Robert Parker χάρη στο ομώνυμο του δίσκου κομμάτι. Εσένα, όμως, τι σε τράβηξε στο δικό του τραγούδι από τα 1960s;

Ήταν το ρεφρέν. Το λάτρεψα αυτό το ρεφρέν, απ' όταν πρωτάκουσα το τραγούδι του Parker. Είναι βέβαια και το μόνο τμήμα που εν τέλει χρησιμοποίησα στο δικό μας κομμάτι. Όχι ότι δεν μου αρέσει και το υπόλοιπο, απλά δεν ταίριαξε.

Τι ακριβώς σχολιάζεις στο "In My Time On Earth";

Είναι ένα σχόλιο πάνω στο κοινωνικό τοπίο των ημερών μας. Αποτυπώνει έναν κόσμο που, με διάφορους τρόπους, γλιστράει στο σκοτάδι. Στο ρεφρέν, όμως, αφήνει να διαφανεί και μια διαφορετική πραγματικότητα. Η οποία μας θέλει όλους τους ανθρώπους να είμαστε το ίδιο. Εδώ βρίσκεται το βαθύτερο νόημά του.

Μου άρεσε πολύ η διασκευή που έκανες με το "Piper Αt Τhe Gates Οf Dawn", στο ομώνυμο κεφάλαιο από το θρυλικό Wind In The Willows (Ο Άνεμος στις Ιτιές) του Kenneth Grahame (1908)...

Σε ευχαριστώ. Το λατρεύω αυτό το βιβλίο. Το έβρισκα θαυμάσιο από όταν ήμουν μικρός και εξακολουθώ να το αγαπώ πολύ. 

Στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1980, είχε γίνει ξέρεις αγαπητή και η βρετανική τηλεοπτική σειρά, η οποία απέδιδε το βιβλίο με κουκλοθέατρο. Την είχες δει ποτέ;

Όχι, δεν την ξέρω. Έχω δει όμως κάποια από τις ταινίες που είχαν κάνει για τη βρετανική τηλεόραση. Δεν μπορώ να θυμηθώ ποια είναι, πάντως δεν μου άρεσε.

Στο τραγούδι, πάντως, αναφέρεσαι για ακόμα μία φορά στον αρχαίο θεό Πάνα. Και είμαι σίγουρος ότι ξέρεις πόσο μας αρέσει εδώ στην Ελλάδα το τραγούδι "The Return Of Pan", από το Dream Harder του 1993...

Και βέβαια το γνωρίζω!

Θα το ακούσουμε λοιπόν στις επικείμενες συναυλίες σας; 

Δεν το έχω σκεφτεί καθόλου αν θα το παίξω, αν θες μια ειλικρινή απάντηση. Οπωσδήποτε, όμως, θα το εξετάσω το ενδεχόμενο. 

Τι σημαίνει για σένα ο Πάνας, μετά από τόσα χρόνια;

Ο Πάνας δεν είναι απλά μια συμβολική εκδήλωση του άγριου στοιχείου στη φύση. Είναι κάτι περισσότερο, κάτι που σχετίζεται με τη ζωή όλων μας πάνω στη Γη, με την ενέργεια πίσω από αυτήν τη ζωή. Στο "Return Of Pan" αναφέρομαι στα πέτρινα χωράφια του Inisheer, το οποίο είναι το μικρότερο από τα τρία νησιά Aran της Ιρλανδίας, στον κόλπο του Γκόλγουεϊ. Γιατί είναι ακριβώς στα πρόσωπα των κατοίκων των νησιών Aran όπου αντίκρισα τον θεό Πάνα, εκεί σε αυτό το πολύ άγριο και αρχαίο τοπίο της δυτικής Ιρλανδίας.

Ποια είναι αλήθεια η διαδικασία την οποία ακολουθείς ως τραγουδοποιός; Γράφεις ας πούμε σε ημερήσια βάση;

Δεν γράφω κάθε μέρα, όχι. Γράφω όμως συχνά. Και συνήθως προτιμώ να δημιουργείται η μουσική παράλληλα με τους στίχους, όχι πρώτα το ένα και μετά το άλλο. 

Είσαι το μόνο σταθερό μέλος των Waterboys, από το 1983. Όμως μπορούμε νομίζω να δώσουμε τη δεύτερη θέση στον Steve Wickham (βιολί), καθώς έχει υπάρξει συνοδοιπόρος σου εδώ και πολλά πλέον χρόνια. Τι είχε ο Steve παραπάνω, συγκριτικά με άλλους μουσικούς που πέρασαν από τη σύνθεση του γκρουπ; 

Ο Steve είναι ικανός να παίξει το οποιοδήποτε είδος μουσικής. Όπου λοιπόν κι αν αποφασίσω ότι θέλω να πάω ηχητικά, ο Steve μπορεί να ακολουθήσει και να το κάνει. Όμως, αν και πράγματι είναι ο παλιότερός μου συνοδοιπόρος στους Waterboys που έμεινε σταθερά στη σύνθεση, τελευταία κατάφερα και βρήκα έναν ακόμα μουσικό με ανάλογο χάρισμα: τον ντράμερ μας, Ralph Salmins. Είναι μέλος από το 2011 και μπορεί κι αυτός να ανταποκριθεί σε οποιαδήποτε μουσική κατεύθυνση.

Οι καλλιτέχνες που εμφανίστηκαν στα 1980s, όπως εσείς, λίγες φορές εγκατέλειψαν τον ήχο με τον οποίον τους μάθαμε. Υπάρχει κάτι από το πνεύμα των 1960s στη δική σου διάθεση για αλλαγές;

Έτσι είναι, ναι. Στα 1960s τα πράγματα δεν ήταν ακόμα τόσο παγιωμένα, μπορούσες να δοκιμάσεις πολλά και να διαφέρουν οι δίσκοι σου από τον έναν στον άλλον. Το έκαναν οι περισσότεροι από τους καλλιτέχνες εκείνης της δεκαετίας τους οποίους θαυμάζω, οι Beatles λ.χ. ή ο Bob Dylan. Και εξακολούθησε να συμβαίνει και στα 1970s, με τον David Bowie για παράδειγμα ή τον Neil Young. 

Πού τοποθετείσαι στο περίφημο δίλημμα, Beatles ή Rolling Stones;

Δεν διαλέγω, απαντάω «και τους δύο». Μου αρέσουν πάρα πολύ και οι δύο, για αρκετά διαφορετικούς λόγους.

Και στους τραγουδοποιούς; Bob Dylan ή Neil Young;

Εδώ θα πω Bob Dylan. Αλλά με μια μικρή σημείωση, ότι ο Neil Young είναι καλύτερος κιθαρίστας. 

Κι έχω και μια τελευταία ερώτηση για το χιπ χοπ, το οποίο ξέρω ότι επίσης σε ενδιαφέρει. Τι βρίσκεις ενδιαφέρον, στον δικό του κόσμο;

Μου αρέσει η ελευθερία που διακρίνει το χιπ χοπ. Σε έναν χιπ χοπ δίσκο μπορείς να ακούσεις ό,τι είδος μουσικής φανταστείς, μέσω των samples –ακόμα και ήχους που μπορεί π.χ. να έχουν γραφτεί απλά με το κινητό τηλέφωνο κάποιου ράπερ. Μου αρέσει πολύ ο Anderson .Paak. Αν και μάλλον δεν τον λες χιπ χοπ καλλιτέχνη, ίσως να ανήκει περισσότερο στη soul. Τον βρίσκω πάντως ιδιοφυή.




24 Μαΐου 2023

Julio Iglesias - México [δισκοκριτική, 2015]


Μια κριτική μου από το 2015 στο άλμπουμ «México» του Julio Iglesias (όχι το «A México» του 1975), το οποίο βρήκε τον πολυδοξασμένο, κάποτε, Ισπανό τροβαδούρο του έρωτα να επιστρέφει στη δισκογραφία στα 72 του, για μία ακόμα γύρα σε γνώριμα λημέρια. Μια αποχαιρετιστήρια γύρα, με την οποία θέλησε να κλείσει μια θεαματική καριέρα, που κρατούσε από το 1969.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που δόθηκε τότε ως promo στον Τύπο και ανήκει στον Ronaldo Schemidt 


Η λαμπερή, φαντασμαγορική ζωή του Χούλιο βρισκόταν πάντα σε πρώτο πλάνο, με το έργο του να έπεται. Πρωτίστως δηλαδή προβλήθηκε και καταναλώθηκε ως ένας μοντέρνος Καζανόβας με δισκογραφία –ως «πρότυπο» Λατίνου εραστή για την εποχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης– παρά ως ένας από τους πιο πετυχημένους Ισπανούς τραγουδιστές του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Κι ας μετράει (λένε) πωλήσεις της τάξης των 300.000.000 αντιτύπων, σε πλανητική κλίμακα.

Ακόμα και σήμερα, πολλοί θαυμαστές δυσκολεύονται να διαλέξουν τους «σπουδαίους» του δίσκους, ενώ θυμούνται πιο εύκολα τον λουσάτο πρώτο του γάμο με την 20άχρονη δημοσιογράφο-απόγονο της οικογένειας που κατέχει τους αριστοκρατικούς τίτλους των μαρκησίων της Αλταμίρα (όπως βέβαια και τη μετέπειτα σχέση με μια Ολλανδέζα 23 χρόνια νεότερή του), την απίστευτη παραθαλάσσια έπαυλη στο Indian Creek της Φλόριντα ή τις πρόσφατες μεγαλοεπενδύσεις στη Δομινικανή Δημοκρατία (όπου πλέον ζει), οι οποίες τον έκαναν συνιδιοκτήτη του διεθνούς αεροδρομίου της χώρας.

Ίσως τώρα, όμως, τώρα που ο Julio Iglesias μας αποχαιρετά καταθέτοντας το τελευταίο του στούντιο άλμπουμ και κλείνοντας μια δισκογραφική καριέρα που βαστάει από το 1969, να έφτασε και ο καιρός να πάψουμε τις κοροϊδίες και να του πούμε αντίο αποδίδοντάς του όσα του αξίζουν ως καλλιτέχνη. 

Διότι ναι μεν πούλησε πρωτίστως μια αψεγάδιαστη εικόνα με υπερπροβαρισμένα χαμόγελα-οδοντόκρεμα και αναρριχήθηκε σε είδωλο του διεθνούς easy listening μέσω της Λαμίας των κοσμικών πρωτοσέλιδων, πίσω όμως απ' όλα τούτα βρίσκεται ένας θαυμάσιος ερμηνευτής ερωτικού ρεπερτορίου κι ένας ικανός τραγουδοποιός: ένας, τηρουμένων των αναλογιών, Τόλης Βοσκόπουλος της ισπανόφωνης μουσικής. Και το México κάνει πολύ καλή δουλειά στο να μας το ξανατονίσει αυτό, όσο κι αν πρόκειται για έναν δίσκο βετεράνικο, ο οποίος κάθεται αναπαυτικά στα καθιερωμένα στάνταρ και δεν επιδιώκει ούτε φευγαλέα την έκπληξη. 

Στο México, ο Iglesias επιλέγει σοφά να μη γράψει δικά του τραγούδια. Δεν έχει, εδώ και καιρό, κάτι να πει και ό,τι και να επιχειρούσε θα ήταν έτσι βαπτισμένο στα κλισέ. Κάθεται λοιπόν πίσω από το μικρόφωνο –εκεί όπου έλαμψε το άστρο του– και ήδη από το εναρκτήριο "Usted" θέτει τον τόνο όλου του δίσκου: χαλαρές ηλεκτρικές κιθάρες και τύμπανα που θα τα ζήλευαν οι αμερικάνικες AOR παραγωγές, ενορχηστρώσεις εγχόρδων με πατίνα μιας δραματοποιημένης αστικής πολυτέλειας που «λατινίζουν» κατά το δοκούν και βέβαια χαρμολύπη εκφρασμένη με κλάση, πασιόνε και με υποδειγματική άρθρωση (ακούς πεντακάθαρα κάθε φθόγγο). 

Έτσι κυλάει και το υπόλοιπο άλμπουμ, πότε με επιτυχείς, καλοφτιαγμένες επιλογές, πότε με λιγότερο ενδιαφέροντα τραγούδια, που είτε γλιστράνε στο ίδιο τους το σιρόπι και ξεγωφιάζονται, είτε επιδεικνύουν παλιατζίδικες λογικές, με αποτέλεσμα οι κιθάρες τους να ηχούν χειρότερα κι από εκείνες των ύστερων δίσκων των Santana. Σε γενικές γραμμές, πάντως, το υλικό είναι αξιοπρεπές και δεν αποπειράται να μασήσει μεγαλύτερη μπουκιά απ' αυτή που χωράει το στόμα του. Και, πάνω απ' όλα, αφήνει χώρο στον Χούλιο για μια τελευταία performance. 

Όχι τη μεγαλύτερη ή την καλύτερή του, μα μια performance ουσιαστική, συχνά συγκινητική και οπωσδήποτε τίμια. Παρατηρήστε τον στο "Sway" του Dean Martin, λ.χ.: τόσες φορές το έχουμε ακούσει, όμως κάτι έχει να πει κι εκείνος, υπάρχει προσωπικότητα στη διασκευή του –σε πλήρη σύμπνοια, μάλιστα, με τον σέξι εξωτισμό του τραγουδιού και παράλληλα σε ευδιάκριτη απόσταση από τις «κάνουμε έρωτα μα όχι σεξ» εκδοχές που μπορεί κανείς ν' ακούσει εδώ κι εκεί στη μαστιζόμενη από το σουίνγκ Αθήνα των καιρών μας (διότι περί μάστιγας πρόκειται). Είναι λοιπόν βέβαιο ότι θα παραμείνει απολαυστικός στο συναυλιακό σανίδι ο Iglesias, από το οποίο δεν σκοπεύει να αποσυρθεί παρά όταν σημάνει η καμπάνα του Καστροκαταλύτη.

Αντιός, Χούλιο. Σε κορόιδευα μικρός που τόσα ήξερα/τόσα έλεγα, αλλά να που έφτασα να σε παραδέχομαι. Κι ας μην έγινα ποτέ fan. 



23 Μαΐου 2023

Μαρινέλλα & Φιλαρμονική Ορχήστρα «Ομόνοια» Γαστουρίου - ανταπόκριση (2016)


Αξέχαστη μου έχει μείνει η συναυλία της Μαρινέλλας στο «Παλλάς» τον Απρίλιο του 2016, όπου συνεργάστηκε επί σκηνής με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα «Ομόνοια» Γαστουρίου (από την Κέρκυρα).

Ήταν η πρώτη συναυλία στην οποία πήγα με τη Χριστίνα (είμαστε 7 χρόνια σύντροφοι, τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές), είχαμε καλά εισιτήρια, το θέατρο ήταν γεμάτο μέχρι τελευταίας θέσης και η Μαρινέλλα –παρά τα κάποια προβλήματα με τις εντάσεις– υπήρξε ξανά η εκρηκτική ντίβα που ξέρουμε.

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το Facebook


Κυρίες και κύριοι, έχει συμβεί ένα λάθος. Ανταποκρινόμενοι ίσως στα κελεύσματα μιας εποχής κατά την οποία τα μεγέθη μίκρυναν, επιτρέψαμε στον πήχη να κατέβει. Φτιάξαμε ένα σύστημα αναφορών και επαίνων για να βολέψουμε τον μεσαίο και τον μικρομεσαίο, αναγκάζοντας όμως έτσι την έννοια «βεληνεκές» να συμπιεστεί. «Καταπληκτική» η μία, «σπουδαία» η άλλη, «γκράντε» η παράλλη. Λάθος. Γκράντε είναι η Μαρινέλλα. Η οποία μπορεί να ετοιμάζεται να γιορτάσει τα 78, όμως ανάγκασε το κατάμεστο Παλλάς να τη χειροκροτήσει όρθιο, τσιρίζοντας από ενθουσιασμό. Και όχι χάριν νοσταλγίας. Αποκαλύφθηκε μπροστά μας εκρηκτική, συγκλονιστική, ως μια μεγάλη εγχώρια ντίβα που «έτσι απλά» μας άφησε με το στόμα ανοιχτό να τη χαζεύουμε.

Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, όμως. Μπορεί όλοι να πήγαμε στο Παλλάς για να δούμε τη Μαρινέλλα, αλλά εκείνη είχε σχεδιάσει τη συναυλία ως σύμπραξη με την κερκυραϊκή φιλαρμονική ορχήστρα «Ομόνοια» Γαστουρίου και τη μεικτή Χορωδία Αχαράβης «Νικόλαος Πουλίασης». Και μπορεί η δεύτερη να αρκέστηκε στον ρόλο τον ...δεύτερο (με ικανοποιητικά ωστόσο αποτελέσματα), μα η πρώτη –παραταγμένη έμπροσθεν του μαέστρου της, Σπύρου Ράλλη– κατείχε ρόλο συμπρωταγωνιστή. Αυτή λ.χ. άνοιξε και τα δύο μέρη του προγράμματος, παίζοντας αρχικά ένα ποτ πουρί γνωστών κλασικών μελωδιών κι έπειτα διασκευές σε οικείες από το ραδιόφωνο μελωδίες του Goran Bregović, αυτή και παρουσίασε τον Κερκυραίο βαρύτονο Παντελή Κόντο και τη διευθύντρια της χορωδίας Αγάθη Κοσκινά σε επιλεγμένες διασκευές, ως «ορντέβρ» πριν τις εμφανίσεις της Μαρινέλλας στην εκκίνηση και μετά το διάλειμμα (ο Κόντος έκανε μάλιστα και δύο ντουέτα μαζί της). 

Διάβασα πολλά για την Ομόνοια, μα εκ του αποτελέσματος τα κρίνω κομματάκι υπερβολικά. Δεν είδα δηλαδή «μία από τις σημαντικότερες φιλαρμονικές της Ελλάδας», αν και κάτι τέτοιο δεν πρέπει να αναγνωστεί παραπλανητικά. Γιατί είδα μια πράγματι γερή ορχήστρα, καλογυμνασμένη, με μπόλικα νεαρά πρόσωπα αγοριών και κοριτσιών που, αν μη τι άλλο, αποδείκνυαν ότι μια καινούρια γενιά ταλαντούχων Κερκυραίων θα συνεχίσει τη λαμπρή παράδοση του νησιού σε ανάλογα σχήματα. Υπό την άξια μπαγκέτα του Σπύρου Ράλλη, η φιλαρμονική στάθηκε μια χαρά κι έδειξε κλάση σε αρκετά σημεία της βραδιάς. 

Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι φρέσκιες ενορχηστρώσεις που έκανε στο ρεπερτόριο της Μαρινέλλας και στις διαλεγμένες διασκευές ο Νικόλας Αναδολής –έπαιξε και φανταστικό πιάνο, αν δε τον έβλεπες από μακριά μπορεί και να τον μπέρδευες με τον The Boy– αναδείχθηκαν υποδειγματικά ισορροπημένες: πέτυχαν το ζητούμενο ακόμα και σε δύσκολες αποστολές (π.χ. "Συννεφιασμένη Κυριακή"), κάνοντας όσες τροποποιήσεις ήταν αναγκαίες δίχως να θίξουν το πνεύμα των τραγουδιών. Αντιθέτως, δεν με εντυπωσίασε καθόλου ο Παντελής Κόντος, με το υπέρ το δέον λόγιο και στυλιζαρισμένο του ύφος. Καλή φωνή, όμως δεν νομίζω ότι αντιλήφθηκε πως κλήθηκε να συμπράξει με τη Μαρινέλλα και όχι να τραγουδήσει σε ιταλικό μελοδραματικό θίασο. Σε εκείνο το έρμο "Τόσα Καλοκαίρια", για παράδειγμα, χάθηκε η λέξη «χείλια» μέσα στον στόμφο. Απαράδεκτο, κατά τη γνώμη μου, για τραγουδιστή με το φωνητικό επίπεδο και την εμπειρία του.

Η Μαρινέλλα, τώρα, μπούκαρε στη σκηνή χωρίς πολλά-πολλά κι έδειξε πώς μπορείς να κερδίσεις την παρτίδα μέσα σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα. Είπε δηλαδή ένα «τώρααααα, είναι η ώρα να δούμε πού μας βγάζει αυτή η ζωήηη», η φιλαρμονική κορύφωσε με τα πνευστά της τονίζοντας τους οργιώδεις ρυθμούς του "Και Καλύτερα" κι εμείς από κάτω πήραμε φωτιά σαν ξερά φρύγανα. 

Φτάνοντας από εκεί στο φινάλε, στο οποίο την καταχειροκροτήσαμε όρθιοι και αλαλάζοντας, είχε χαθεί κάθε αίσθηση χρόνου. Με μια βροχή από μεγάλες στιγμές του δικού της ρεπερτορίου ("Καμιά Φορά", "Άνοιξε Πέτρα", "Σταλιά Σταλιά", "Θα 'Θελα Να Ήσουν (Αγάπη Μου)") και διασκευές στις οποίες στάθηκε θαυμάσια ("Τα Γαλάζια Σου Γράμματα", "Τα Λόγια Και Τα Χρόνια", "Βίρα Τις Άγκυρες" κ.ά.), η Μαρινέλλα μας έκοψε την ανάσα, «υποχρεώνοντάς» μας να την ακολουθήσουμε αποστομωμένοι στους ξέφρενους ρυθμούς των ερμηνειών και, ενίοτε, της κίνησής της επί σκηνής. 

Αναμενόμενα, ο κόσμος εξερράγη. «Είσαι σπουδαία!», της φώναξε κάποιος από τις πίσω σειρές του Παλλάς καθώς τραγουδούσε με απίστευτες, πραγματικά απίστευτες επιδόσεις το "Έλα Γι' Απόψε" του Χρήστου Χαιρόπουλου, απλά με τη συνοδεία του Αναδολή στο πιάνο. «Πρώιμο Πάσχα είναι αυτό!», ανέκραξε μια κυρία εκστασιασμένη από τα χορευτικά της, καθώς μας έλεγε το "Αφού Το Θες" σε ρυθμούς Χιώτη· «να ζήσεις 100 χρόνια!», μια άλλη κυρία –εκεί όμως σα να στράβωσε λίγο η Μαρινέλλα / «περισσότερα!» διόρθωσε μία τρίτη κυρία, πιάνοντας το νόημα. 

Ασφαλώς κι έχουν περάσει τα χρόνια, ασφαλώς υπάρχει κι ένα τίμημα, αφού ορισμένα πράγματα θέλανε ένα εξτρά ζόρι για να βγουν. Βγαίνουν, όμως: οι κορώνες της Μαρινέλλας με άφησαν προσωπικά άλαλο με την ένταση, την έκταση και τη συναισθηματική τους ακρίβεια. Στο τέλος της παράστασης, μάλιστα, πέρασε από δίπλα μου ένας εμφανώς αλλοπαρμένος Σταμάτης Φασουλής, μουρμουρίζοντας κάποιο από τα τραγούδια που είχε μόλις ακούσει.

Σκεφτείτε το λοιπόν καλά, αγαπητοί αναγνώστες και αναγνώστριες, πριν αρχίσετε να στολίζετε με επίθετα την όποια διακριθείσα γυναικεία φωνή των τελευταίων χρόνων: γιατί γκράντε και σπουδαία είναι η Μαρινέλλα και υπάρχει μεγάλη διαφορά εκτοπίσματος. Δεν ξέρω αν πήγαν να τη δουν στις προγενέστερες βραδιές στο Παλλάς κάποιες συζητημένες εσχάτως κυρίες του πενταγράμμου, στη θέση τους πάντως θα είχα κάτσει ευλαβικά και σε κοντινή απόσταση, κρατώντας σημειώσεις. Η δε παρακολούθηση θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική για ορισμένους συναδέλφους του εγχώριου πολιτιστικού ρεπορτάζ. Ναι, ξέρω, δεν ακούγονται ωραία αυτά τα λόγια στην εποχή της αβασάνιστης «να-μην-είμαστε-αυστηροί αποχρώσεων» αποψάρας. Κάπως έτσι, όμως, χάσαμε εν τέλει το αληθινό μέτρο των πραγμάτων. 



22 Μαΐου 2023

Σταύρος Ξαρχάκος & Μαρινέλλα: Η Σονάτα Του Σεληνόφωτος - ανταπόκριση (2015)


Ιούλιος 2015, στο Κτίριο Δ΄, Πειραιώς 260, (νομίζω) στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου εκείνης της χρονιάς. Σταύρος Ξαρχάκος σε ιστορική σύμπραξη με τη Μαρινέλλα, με τη ντίβα να βγαίνει από τα νερά της προκειμένου να αναμετρηθεί με την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου.

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με κάποιες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι φωτογραφίες προέρχονται από την παράσταση, διατέθηκαν από τη διοργάνωση και ανήκουν στην Εύη Φυλακτού


Ο Σταύρος Ξαρχάκος είναι συνθέτης με ιδιαίτερα ελληνικά αντανακλαστικά. Πολλάκις, μάλιστα, η ματιά του στα εγχώρια πράγματα και στα όποια σύνορα γινόταν να χαραχθούν με τα κυρίαρχα διεθνή πρότυπα, έχει πιστοποιηθεί ως μοναδική, βαθιά και σημαντική. 

Δεν απόρησα λοιπόν καθόλου με τη μελοποίησή του στη Σονάτα Του Σεληνόφωτος του Γιάννη Ρίτσου (1956), καθώς διαπίστωνα την πλήρη της σύμπλευση με τα Δυτικά λόγια μέτρα –εκείνα του Ρομαντισμού κυρίως, άλλωστε το ίδιο το έργο παραπέμπει στον Μπετόβεν– και τη σαφή της απόσταση από το ντόπιο, λαϊκότερο στοιχείο: ο Ρίτσος, ως γνωστόν, θεωρούσε αδιανόητο να ντύνεται η ποίησή του «με τα ρούχα του Τσιτσάνη» (όπως έχει πει εύστοχα ο Μίκης Θεοδωράκης, ενθυμούμενος τα του Επιταφίου). Θα ήταν λοιπόν απρεπές να προτείνει ο Ξαρχάκος οτιδήποτε τέτοιο. Κι ας βρίσκεται εκεί το φόρτε του ως δημιουργού. Ως αποτέλεσμα, βέβαια, μείναμε με μια μουσική συμπαγή και πολύ καλά τοποθετημένη ως προς τη λυρικότητα και τις εξάρσεις της Σονάτας Του Σεληνόφωτος, μα σε καμία περίπτωση σπουδαία. 

Νομίζω ωστόσο πως, ό,τι κι αν έπλαθε ο Ξαρχάκος, μεγάλο στοίχημα της παράστασης ήταν τελικά η Μαρινέλλα. Η πρώτη τους αυτή επί σκηνής συνάντηση τράβηξε το αναμενόμενο ενδιαφέρον –ελάχιστες θέσεις έμειναν άδειες στο Κτίριο Δ΄ της Πειραιώς 260 κι ας υπήρχε η επιλογή για δύο ακόμα παραστάσεις για όσους ήθελαν να αποφύγουν το κλειστό (λόγω συγκέντρωσης διαμαρτυρίας) Σύνταγμα– και η ετυμηγορία του πλήθους υπήρξε αναντίρρητα καταιγιστική: ο κόσμος την καταχειροκρότησε όρθιος, δίχως φειδώ σε μπράβο και ιαχές. Και δεν ήταν άδικος ο ενθουσιασμός.

Η Μαρινέλλα βγήκε έξω από τα νερά της αντιμετωπίζοντας τον Ρίτσο. Δεν ήταν θέμα ούτε ταιριαστής φυσιογνωμίας/ηλικίας, ούτε φωνής: έπρεπε να ισορροπήσει μεταξύ πρόζας και τραγουδιού, βουτώντας στο βένθος της πλήρους επαναποτοθέτησης ενός ατόμου απέναντι στον κόσμο. Τα βιώματα του παρελθόντος, οι αγωνίες του παρόντος, η φθορά του χρόνου, τα πάνω/κάτω των καιρών, τα όσα ποιητικώς συμβόλιζε η παραμονή στο σπίτι και η δειλή λαχτάρα για το έξω –για μια μικρή, έστω, βόλτα στο λαμπερό σεληνόφως– όλα ρέουν γύρω από την ηρωίδα και μέσα στον μονόλογό της (ή στον διάλογό της με έναν νεαρό άνδρα τον οποίον ποτέ δεν βλέπουμε). Οδηγώντας στην καταλυτική παρουσία του επείγοντος τώρα, στην ανάγκη ο επανατοποθετημένος απέναντι στον εαυτό του άνθρωπος να συμβαδίσει ξανά με τους υπόλοιπους στην ασβεστωμένη πολιτεία που μαζί μοιράζονται.

Η Μαρινέλλα μπόρεσε λοιπόν να μεταμορφωθεί, ως έναν βαθμό βέβαια. Υπήρχαν στιγμές δηλαδή στις οποίες ξέχναγες ποια ήταν κι έβλεπες μπροστά σου μόνο την ηρωίδα του Ρίτσου, ειδικά στα στιγμιότυπα εκείνα που καθόταν στην πολυθρόνα και μας διηγούταν. Από την άλλη, έμεινε πιστή και στο ίματζ του ινδάλματος: μέσα στο μαύρο της φόρεμα, στα πήγαινε/έλα της στη σκηνή, λουσμένη στα φώτα των προβολέων ή στρατηγικά τοποθετημένη στις άκρες τους, ήταν η Μεγάλη Κυρία του ελαφρολαϊκού ρεπερτορίου που τόσος κόσμος αγάπησε. 


Αυτό είχε ασφαλώς το τίμημά του, καθώς δεν έλειψαν οι φορές στις οποίες ο τόνος γινόταν υπέρμετρα μελοδραματικός –και δεν ταίριαζε κάτι τέτοιο στο ποίημα, δεν ήταν φυσικό δηλαδή κάθε «άφησέ με να 'ρθω μαζί σου» να ηχεί τόσο δακρύβρεχτο, σαν να επρόκειτο να ακολουθήσει το «καμιά φορά λέω ν' αλλάξω ουρανό»... Όμως χωρίς τη συγκεκριμένη περσόνα, χωρίς αυτόν τον παράγοντα Μαρινέλλα (αν μου επιτρέπετε) δεν θα ήταν δυνατόν να φτάσουμε σε ένα τόσο μεγαλειώδες φινάλε. Όπου πάνω στα σκαλιά, στο σύνορο οικίας/πολιτείας, η ηρωίδα του Ρίτσου –αξεδιάλυτη πλέον από τη γνωστή μας Μεγάλη Κυρία– άνοιγε την αγκάλη της στην προοπτική του μέλλοντος. Πώς να μην την καταχειροκροτήσεις;

Όμως η Μαρινέλλα ευτύχησε να έχει και δύο εξαιρετικούς συμμάχους. Πρώτα και κύρια, τον Νεοκλή Νεοφυτίδη στο πιάνο. Έναν σεμνό, μα παθιασμένο και πολύ ουσιαστικό εκτελεστή, ο οποίος ζωντάνεψε την παρτιτούρα του  Ξαρχάκου, βρίσκοντας πάντα τον σωστό τρόπο να εντυπώνεται στα δρώμενα: πότε με βροντερά κρεσέντο, πότε ως διακριτικός συνοδός, βαπτισμένος στον λυρισμό του Ρίτσου. Τα περαιτέρω εύσημα ανήκουν στη Σοφία Αλεξιάδου, για τα καταπληκτικά φώτα. Παρότι δεν είδαμε χρώματα, η ελαφρά παρουσία καπνού έδωσε στους κίτρινους προβολείς την ημιφωτισμένη εκείνη άχλυ του σπιτικού πορτατίφ, ενώ η διάταξή τους και οι γωνίες απέδωσαν ένα πανηγυρικό σεληνόφως όταν η πρόζα έφτασε στο «πολλές ἀνοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα ἄλλοτε μέ τό Θεό πού μοῦ ἐμφανίστηκε ντυμένος τήν ἀχλύ καί τή δόξα ἑνός τέτοιου σεληνόφωτος».

Μακάρι να σκαρώσουν και κανάν δίσκο μαζί, Ξαρχάκος, Μαρινέλλα & Νεοφυτίδης, σκέφτηκα βγαίνοντας στην Πειραιώς.