17 Απριλίου 2023

Sébastien Tellier - ανταπόκριση (2012)


Σεπτέμβριος 2012. Αιτήθηκα δημοσιογραφική πρόσκληση για τη συναυλία του Sébastien Tellier που διοργάνωνε τότε στο «Bios» –για να γράψω μια ανταπόκριση. Πήρα την απάντηση ότι «δεν υπήρχε περιθώριο για προσκλήσεις», μαζί με παράπονα ότι ο Tellier δεν υπήρχε στα νέα της ημέρας (είχε γίνει δημοσίευση σε προγενέστερο χρόνο). 

Ήταν η απόληξη μιας μακράς, ανάλογης γκρίνιας: ο ιδιοκτήτης του χώρου δεν πλήρωνε τίποτα για καταχωρήσεις, όμως είχε απαίτηση να γίνονται επαναληπτικές αναρτήσεις ειδήσεων για τις συναυλίες του, κάτι για το οποίο άλλες διοργανώσεις πλήρωναν (τότε) στο Avopolis. Τα είχαμε πει μια, δυο, αυτή ήταν η κατάληξη.

Αποφάσισα λοιπόν να πάω μόνος μου στον Tellier, με εισιτήριο από την τσέπη μου. Είχε κόσμο, αλλά φυσικά και υπήρχαν «περιθώρια προσκλήσεων» –άπλετα. Μετά έκατσα, ξενύχτησα, έγραψα την ανταπόκριση και δημοσιεύτηκε πριν από εκείνες λοιπών μέσων, που, όπως ανακάλυψα, είχαν λάβει προσκλήσεις δίχως μα και μου. 

Επίσης, μιας και ήταν ουσιαστικά έναρξη νέας σεζόν, αποφάσισα να μην ξαναμιλήσω στον ιδιοκτήτη του χώρου και να μην του ξαναζητήσω τίποτα. Κι αν μετά από χρόνια κάναμε κι ένα μεγάλο Avopolis πάρτυ στο «Ρομάντσο», ανέλαβε ο Δημήτρης Λιλής με τον Βασίλη τον Σεβδαλή όλα τα διαδικαστικά, εγώ δεν ανακατεύτηκα πουθενά.

Η ανταπόκριση για εκείνη τη βραδιά αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το Facebook του καλλιτέχνη


Αρχές του μήνα μιλάγαμε με συνάδελφο στα μουσικοδημοσιογραφικά για τον συναυλιακό Σεπτέμβρη και μου είπε ότι το σημαντικότερο live του μήνα ήταν ο Sébastien Tellier. Ούτε οι Red Hot Chili Peppers, ούτε οι Dead Can Dance –ο Tellier. 

Σκέφτηκα ότι μάλλον εννοούμε αρκετά διαφορετικά το επίθετο «σημαντικός», έβαλα και το δικό του εναλλακτικό μετερίζι στη ζυγαριά και δεν είπα τίποτα. Τελικά, όμως, δεν διαφωνούσαμε επί της ουσίας. Για εκείνον το σημαντικότερο, για εμένα το πιο ξεχωριστό, πάντως η ανακοίνωση πως έρχεται ο Tellier προξενούσε αυτό το «κάτι» στους διαφορετικούς μας κόσμους.   

Ότι ο Tellier θα ερχόταν στην Αθήνα για τα δέκατα γενέθλια του Bios ήταν επίσης κάτι με αρκετή σημειολογία. Δέκα χρόνια Bios, έντεκα χρόνια Tellier –τόσα πέρασαν από το L’ Incroyable Verité (2001)– ο πολυχώρος της Πειραιώς και ο μυστήριος Γάλλος είχαν, κατά μία έννοια, βίους παράλληλους. Αμφότεροι κατάφεραν κι έπλασαν αυθύπαρκτες υπάρξεις με στέρεο μοντέρνο στίγμα, αρκετές φορές κόντρα σε ένα γενικότερο ρεύμα όχι πάντα πρόθυμο να συμμεριστεί τις ανησυχίες τους ή, αν θέλετε, τις εμμονές τους. Και αμφότεροι, εν έτει 2012, απολαμβάνουν της λατρείας των indie/χίπστερ, κοινότητας μικρής μα ηχηρής στα μουσικά πράγματα της πρωτεύουσας. 

Αν νομίζετε πάντως ότι το live ήταν η χαρά του χίπστερ, κάνετε μεγάλο λάθος. Το κοινό που ήρθε ως το Bios αποδείχθηκε ετερόκλητο, με τους χίπστερ να αποτελούν ευδιάκριτη μειονότητα σε ένα πλήθος αρκετό μεν για να πεις ότι πήγε καλά η βραδιά, τόσο δε ώστε όλοι να βλέπουμε και κανείς να μην αισθάνεται στριμωγμένος. Όσο για τον Sébastien Tellier, εκείνος έδειξε με τον πλέον απόλυτο τρόπο το «υπερκομματικό» που τον συνοδεύει: εν μέσω των πιο εντυπωσιακών φώτων που έχω παρακολουθήσει σε εγχώρια συναυλία, ο Γάλλος –με ψαρωτικό γυαλί ηλίου και με τα ιδρωμένα μούσια του να έχουν γίνει σχεδόν ένα με την κόμη του– στάθηκε στη σκηνή του Bios ως ένας Ιησούς του μεταμοντέρνου ρομαντισμού, στο μεταίχμιο electronica και ποπ, μα και με έναν απόηχο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ στα (εξαίσια) πλήκτρα. 

Δεν υπήρξαν κορυφαίες στιγμές της βραδιάς. Έντεκα και τέταρτο ο ανυπόμονος κόσμος άρχισε τα σφυρίγματα και τις ιαχές, δέκα λεπτά αργότερα ο Tellier διέθετε σάρκα και οστά, σχεδόν με το καλημέρα κέρδισε τη συναυλία. Ως το τέλος της (κάπου μιάμιση ώρα αργότερα) μας είχε μετατρέψει από μεμονωμένα άτομα σε μεθυσμένη κοινότητα, κάνοντάς μας να λικνιζόμαστε και να χορεύουμε. 

Τα γυαλιά του τα έβγαλε πρώτη φορά λίγο πριν το "Russian Attractions" –όταν και άρχισε να μας μιλά σε σπασμένα αγγλικά, παραμένοντας έκτοτε ιδιαίτερα επικοινωνιακός και προσιτός, μέχρι τέλους– ενώ αν θεωρούσατε ως gig legend το γεγονός ότι τα κορίτσια πετάνε τα κιλοτάκια τους στις συναυλίες του δεν είχατε παρά να δείτε το πρώτο από αυτά να εκσφενδονίζεται προς σκηνή λίγο πριν το "Kilometer". Φυσικά ο Tellier το τίμησε δεόντως, φορώντας το στραβά στο κεφάλι του κατά την εκτέλεση του τραγουδιού... 

Γύρω στη μία παρά, το "L' Amour Et La Violence" υπήρξε πολυπόθητο encore μα και αψίδα θριάμβου, σούμα μιας βραδιάς όπου performer, κοινό, μουσικοί και light show ενώθηκαν εις σώμα ένα. Ο Sébastien Tellier έφυγε αφήνοντας πίσω του μία από τις ωραιότερες συναυλίες που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα.



15 Απριλίου 2023

King Dude - ανταπόκριση (2017)


Συναυλίες που έχεις ξεχάσει και στις θυμίζουν άλλες συναυλίες. Μεγάλη Πέμπτη βράδυ πήγαμε με τη Χριστίνα Κουτρουλού για κατάνυξη στο «Temple», για να δούμε τους MMMD (Mohammad). Συζητώντας, λοιπόν, λέγαμε ότι είχαμε καιρό να πάμε εκεί και μετά άρχισα να σκέφτομαι πότε άνοιξε το «Temple» και μπουμ! Θυμήθηκα ότι είχα πάει στο grand opening, τον Νοέμβριο του 2017, για να δω τον King Dude. 

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται με την ευκαιρία κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά κι ανήκουν στη Ντιάνα Καλημέρη


Με τον καλύτερο τρόπο «συστήθηκε» στο αθηναϊκό κοινό το Temple, ο νέος συναυλιακός χώρος στο Γκάζι, ο οποίος –ύστερα από το διακριτικό του ντεμπούτο στα οpening rites του Fraternity of Sound Festival– έκανε επίσημο grand opening με King Dude και μαζική προσέλευση κόσμου. 

Πράγμα που έδωσε την ευκαιρία στο μαγαζί να κάνει ένα πλήρες τεστ, το οποίο και πέρασε νομίζω με άριστα σε όλους τους βασικούς τομείς: στον χαρακτήρα (που ταιριάζει στα events της 3 Shades of Black, η οποία και το άνοιξε), στην ποιότητα του ήχου, στην κατανομή των θεατών (ο εξώστης βοηθάει πολύ), αλλά και στην εξυπηρέτηση, με το δεύτερο μπαρ κοντά στην είσοδο να κάνει τη διαφορά. 


Πρώτος ανέβηκε στη σκηνή, με 20άλεπτη απόκλιση από το ανακοινωμένο χρονοδιάγραμμα, ο Tosten Larson, τον οποίον ξέρουμε ως κιθαρίστα του King Dude. Μόνος με την κιθάρα του, κάτω από υποβλητικό κόκκινο φως και ενίοτε τυλιγμένος στον καπνό, παρουσίασε ένα σύντομο set βασισμένο στην προσωπική του δισκογραφία με τους The Dark Red Seed. Αν και δίχως το έτερο ήμισυ Shawn Fleming, ο Larson «ζέστανε» ικανοποιητικά την ατμόσφαιρα και επιβλήθηκε με τη φωνή του, δημιουργώντας έτσι ένα αρκούντως σκοτεινό πρελούδιο για ό,τι φανταζόμασταν πως θα ακολουθούσε. 

Αυτά τουλάχιστον για όσους τον πρόσεξαν, καθώς η παραμονή του στη σκηνή συνέπεσε με την πύκνωση του κοινού στο Temple, οπότε όσοι δεν βρέθηκαν μπροστά είτε αδιαφόρησαν, είτε δεν μπόρεσαν να συντονιστούν τη δεδομένη στιγμή με την προσήλωση που χρειαζόταν το συγκεκριμένο set. 


Οι Skull & Dawn άργησαν ακόμα περισσότερο να βγουν, παρά την ανακοίνωση της διοργάνωσης στο Facebook ότι «το πρόγραμμα θα τηρηθεί όσο το δυνατόν πιστότερα». Καθυστέρηση που έριξε έξω όλο το ωράριο της βραδιάς, αφού ο King Dude έμελλε να παίξει με 50 λεπτά απόκλιση. Ως συνιδρυτής της 3 Shades of Black μαζί με τον Στάθη Ταμβίσκο και τον μπασίστα της μπάντας Στάμο Αμπάτη, ο frontman Μάνος 6 μας καλωσόρισε στο Temple, προτού ριχτεί με τους συνοδοιπόρους του σε κομμάτια που απηχούν τις σκοτεινές όψεις της ζωής και το βάρος του θανάτου στην αμερικανική ενδοχώρα. 

Ο κόσμος είχε πλέον γεμίσει εντελώς τον χώρο, με αποτέλεσμα να υπάρχουν κάμποσοι fans, οι οποίοι δημιούργησαν κλίμα και καλοδέχτηκαν τα αρκετά καινούρια τραγούδια, που έδωσαν μια γέρη πρώτη γεύση από τον επερχόμενο δίσκο του γκρουπ –που περιγράφηκε ως μια βόλτα στην Αθήνα με τον GG Allin. Αν και το ύφος των Skull & Dawn ακολουθεί κατά πόδας και δίχως εκπλήξεις τα παγιωμένα διεθνή κελεύσματα των 16 Horsepower, των Willard Grant Conspiracy και των 1990s ηχογραφήσεων του Nick Cave με τους Bad Seeds, είναι μπάντα που έχει πραγματικά βουτήξει στο συγκεκριμένο ρεπερτόριο και διαθέτει τόσο τους μουσικούς, όσο και την κατάλληλη φωνή για να υποστηρίξει τα όσα κάνει με τη δέουσα συγκινησιακή φόρτιση. Είχαν μάλιστα κι ένα τραγούδι προς τιμήν του King Dude, το "Hail The King", που έστρωσε το χαλί με τον καλύτερο τρόπο για τον πρωταγωνιστή της βραδιάς.

Ο King Dude, τώρα, έχει παρελθόν με τη 3 Shades of Black και η νέα αυτή μετάκλησή του στην Αθήνα διέθετε την ξεχωριστή της σημειολογία: ήταν το πρώτο live της διοργάνωσης στην πόλη, ήταν λοιπόν πρέπον και σωστό να είναι εκείνος που θα αναλάμβανε τα ηνία στο Temple opening. 

Πάντως, ενώ είχε ανακοινωθεί ότι ο TJ Cowgill θα κατέφτανε με πλήρη μπάντα για μια παρουσίαση του περσινού άλμπουμ Sex, μερίδα των συγκεντρωμένων θεατών δεν φάνηκε να το έχει χωνέψει. Και προφανώς δεν μιλάω για όσους συγκεντρώθηκαν από τη μέση προς τα πίσω, προς το μπαρ της εισόδου, οι οποίοι ήταν απασχολημένοι με το να λένε τα νέα τους, δημιουργώντας μια οχλοβοή που γινόταν διακριτή κάθε που έπεφταν λίγο οι τόνοι –αυτοί δεν έχουν σωτηρία, ούτε κι εμείς οι υπόλοιποι από εκείνους. Μιλάω για όσους έσπευσαν μπροστά και παρακολουθούσαν με προσοχή το live, μα χωρίς εμφανή ενθουσιασμό στις αντιδράσεις τους. Το αντιλήφθηκε και ο King Dude, ο οποίος και ζήτησε επιτακτικά σε κάποιο σημείο να τραγουδήσουμε μαζί του.

Κατά τα λοιπά, η παρουσίαση του Sex στάθηκε θαυμάσια, με τους μουσικούς να καλιμπράρουν με μαεστρία τις απαιτούμενες εντάσεις, δίνοντας μπόλικη αβάντα στον Cowgill ώστε να ξεδιπλώσει τη γνώριμη ερμηνευτική του περσόνα, η οποία και έλαμψε σε ούτως ή άλλως δυνατές στιγμές σαν το "I Wanna Die At 69" ή το "Swedish Boys". Λουσμένος στα κόκκινα φώτα, ο King Dude πόνταρε σε μια δύσθυμη, ιδιοσυγκρασιακή ροκιά, αντί για το τραπέζι με τα λευκά κεριά, τα λιβάνια και τη νεκροκεφαλή που είχε τόσο συναρπάσει σε προηγούμενο ερχομό του στην Αθήνα, το 2015· αν κάτι έμεινε ίδιο, ήταν το ουίσκι που έβρεχε τα χείλια του. 

Είναι γεγονός ότι η ροκιά αυτή, όσο κι αν καλύπτεται πίσω από dark folk ανησυχίες, αποτελεί αντανάκλαση μιας goth συνισταμένης αρκετά ευδιάκριτης. Ωστόσο ο Cowgill διαθέτει το απαραίτητο προσωπικό εκτόπισμα ώστε να μη χάνεται ανάμεσα στις σύγχρονες διαθλάσεις εκείνης της παλιάς γοτθικής αισθητικής. Και είναι νομίζω επί σκηνής όπου μπορεί να το διαπιστώσει κανείς πιο καθαρά, παρά στη δισκογραφία.

Εν τέλει, King Dude και κοινό συντονίστηκαν απόλυτα στο encore, όταν οι συνοδοί του αποσύρθηκαν στα παρασκήνια κι εκείνος ξεπρόβαλλε μόνος με την κιθάρα του, πάντα κάτω από φώτα κόκκινα, ευχαριστώντας μας και δηλώνοντας ταπεινός μας υπηρέτης: θα έπαιζε ό,τι ζητούσαμε ή, τέλος πάντων, ό,τι παραγγέλναμε και μπορούσε να δοθεί με μία κιθάρα. Έτσι, το Temple τον συνόδευσε σύσσωμο σε ένα υποδειγματικό call-and-response στο "Lucifer’s The Light Of The World", ενώ λίγο μετά κάποια Βίκυ στις μπροστινές σειρές πρέπει να έμεινε απείρως κολακευμένη που της αφιερώθηκε προσωπικά το "Spiders In Her Hair". Το Temple δεν θα μπορούσε να ευχηθεί για καλύτερο grand opening. 



13 Απριλίου 2023

Motorama - ανταπόκριση (2013)


Έχουμε δει και κακές συναυλίες, φυσικά. Σπανίζει βέβαια το φαινόμενο, αλλά είναι υπαρκτό. 

Και να μην τα ρίχνουμε όλα σε περιπτώσεις τύπου Lara Fabian (δείτε εδώ). Και στα πολυδιαφημισμένα του alternative underground βρίσκεις τέτοια δείγματα. Όπως λ.χ. ήταν για εμένα οι προβεβλημένοι στα 2010s Motorama από τη Ρωσία, που νομίζω ότι καλά κρατούν καθώς γράφω αυτές τις γραμμές.

Βέβαια, με έβρισαν διάφοροι για όσα έγραψα στο Avopolis τον Οκτώβρη του 2013, όταν πήγα να τους δω στο «six d.o.g.s». Αλλά έτσι είναι το συγκεκριμένο επάγγελμα –και ο γραφιάς οφείλει μονάχα την αλήθεια του.

Αναδημοσίευση εδώ, τώρα, (περίπου) 10 χρόνια μετά, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στη Ντιάνα Καλημέρη


Καρφίτσα δεν έπεφτε στο «six d.o.g.s», με τον κόσμο να στριμώχνεται ακόμα και στο μπαρ στην είσοδο του συναυλιακού χώρου προκειμένου να βρει γωνία θέασης προς τη σκηνή και τους Motorama. Πράγμα που από τη μία κατέδειξε με τον πλέον αναμφίβολο τρόπο ότι οι Ρώσοι ήρωες της post-punk αναβίωσης κέρδισαν κοινό με την προηγούμενη εμφάνισή τους στην Ελλάδα (2011) κι από την άλλη μεγιστοποίησε την περιέργειά μου για το τι στο διάολο κάνουν τέλος πάντων κι έχουν αποκτήσει τέτοια δημοτικότητα. 

Πριν από όλα αυτά, όμως, είχαμε ζέσταμα με εγχώριους «προπονητές». Οι Those Hidden Places γεννήθηκαν από τις στάχτες μιας προγενέστερης μπάντας, των Gloire Carton, τους οποίους οι επιμένοντες indie μάλλον θα θυμούνται από το Stop Poking My Balloon (2010). Ο τότε αχταρμάς από Radiohead, Portishead και Cat Power-με-ολίγον-θέρεμιν έχει σαφώς υποχωρήσει (δεν έχει εξαφανιστεί, πάντως) και στη θέση του πρωταγωνιστεί μια σύνοψη των βασικών shoegaze και dream pop ηρώων: κιθαριστικές παραμορφώσεις και ενεργητικά σίνθια από τη μια, «ονειρικοί» βοκαλισμοί εκ μέρους Δήμητρας Μάνθου από την άλλη. 


Η μπάντα είχε την ευκαιρία να παίξει σε ένα κατάμεστο «six d.o.g.s» και η αλήθεια είναι πως οι παρευρισκόμενοι και τους πρόσεξαν και (αρκετοί) τους χειροκρότησαν στο φινάλε του support set. Προσωπικά, πάντως, βρήκα πως λείπουν μερικά καθοριστικά χιλιόμετρα ώστε να στρωθούν όλα τα επίπεδα του ήχου που επιθυμούν να εκφράσουν. Νομίζω, επίσης, ότι και η Μάνθου χρειάζεται να οριοθετήσει καλύτερα το ατμοσφαιρικό από το άτονο/μονότονο στα πλαίσια μιας λάιβ συνθήκης.

Για τους Motorama, τώρα, δεν υπήρχε πια μόνο το Alps και τα EP, αλλά και το Calendar –στο οποίο και βασίστηκε η βραδιά– καθώς και το "Eyes" (από τα highlights της βραδιάς). Ο frontman Vladislav Parshin εμφανίστηκε με τα γυαλάκια του, με ένα Fred Perry κοντομάνικο και με κεφάλι κοντογουλί ξυρισμένο, στα βασικά ωστόσο δεν είχαμε διαφοροποιήσεις από όσα συνέβησαν το 2011. 

Πάλι δηλαδή κάτι παραπάνω από μία ώρα έπαιξαν (μαζί με το encore, όπου ακατανόητα τους συντρόφευσε επί σκηνής μια ευμεγέθης γλάστρα με πλαστικό φυτό), πάλι προσέλκυσαν ένα κοινό ανάμεσα στο οποίο δεν διέκρινες μόνο τους γνωστούς μουσάτους με τα καρό, αλλά και αγόρια με μπλουζάκια Iron Maiden(!) και τα μαυροντυμένα κορίτσια που κάποτε έπιναν τις μπύρες τους στο «Dada», πάλι ο κιμπορντίστας χανόταν στο δικό του σύμπαν κάθε που έσκυβε στα πλήκτρα, πάλι η Irene Parshina στάθηκε η αγέρωχη μπασίστρια η οποία δεν έριξε ούτε ματιά σε όσα indie boys τη θαύμαζαν κάτω από τη σκηνή. 

Γύρω στα μισά της συναυλίας, είχα κι εγώ τις απαντήσεις μου για το ερώτημα της εισαγωγής. Οι Motorama είναι ήρωες για μια μικρή κοινότητα ανάμεσα στην αθηναϊκή νεολαία, η οποία ψοφάει για όλα όσα αποτελούν σήμα κατατεθέν στον post-punk ήχο: δεν είχε λοιπόν την παραμικρή σημασία αν τα κομμάτια έμοιαζαν μεταξύ τους ή αν δεν καταλάβαινες τι έλεγε ο Vladislav Parshin, έτσι όπως τα τραγουδούσε όλα από μέσα του. 

Με κάθε συγκεκριμένη μπασογραμμή, με κάθε συγκεκριμένο συνδυασμό της rhythm section, το κοινό χόρευε και επευφημούσε σαν παλαβό. Πιστεύω δε ότι θα το έκαναν για οποιαδήποτε μπάντα πετύχαινε μια τόσο πιστή φωτοτυπία των Joy Division και των Interpol (στα ξεσπάσματα οι Ρώσοι είναι εμφανώς επηρεασμένοι από τους τελευταίους). Με την αναγκαστική παραδοχή, βέβαια, ότι η Irene δεν θα φτάσει ποτέ τον Peter Hook και πως ο «Vlad» –όσο και να ιδρώσει, όσα σπασίματα κι αν κάνει στους γοφούς– δεν θα ξεφορτωθεί μια κάπως ρώσικη εκφορά των αγγλικών, ούτε τη χαμηλής ζωτικότητας φωνή του. 

Δεν έχει νόημα να πιάσουμε συζήτηση για τα γιατί και τα πώς της post-punk αναβίωσης ή για τις αιτίες που μια μουσική η οποία αγγλοσαξωνικώς ανήκει στο ποπ/ροκ mainstream περνιέται και φοριέται στα μέρη μας ως «εναλλακτική» κουλτούρα. Όχι στα πλαίσια μιας ανταπόκρισης συναυλίας, τέλος πάντων. Οι Motorama έλαμψαν στο «six d.o.g.s» ως τα «περιφερειακά» (για να μην πω «τριτοκοσμικά» και με κυνηγάτε) τέκνα της εν λόγω παγκόσμιας αναβίωσης, ως τα Ρωσάκια που μπορούν να αναπαράγουν πειστικά και με γνήσιο πάθος την παλιά μαγεία της συγκεκριμένης μουσικής. 

Με αυτό το κάτι-παραπάνω-από-tribute-band πνεύμα και με την κάτι-παραπάνω-από-post-punk-πάρτυ προσέγγιση, λοιπόν, ευχαρίστησαν πασιφανώς όσους ήρθαν να τους δουν. Και είμαι σίγουρος ότι θα ξανάρθουν στην Ελλάδα και θα ξανάχουν κόσμο. Μια χαρά, απλά μετά οι θιασώτες να μην κοροϊδεύετε όσους ακόμα ασχολούνται με τους Black Sabbath.



12 Απριλίου 2023

Κόρε. Ύδρο. - Απλές Ασκήσεις Στον Υπαρξισμό [δισκοκριτική, 2013]


Μια κριτική μου από τον Απρίλιο του 2013, 10 χρόνια πριν, στο άλμπουμ των Κερκυραίων Κόρε. Ύδρο. «Απλές Ασκήσεις Στον Υπαρξισμό», που έμελλε να τερματίσει την πορεία τους, λόγω της ολικής κατάρρευσης στις σχέσεις του βασικού συνθετικού διδύμου (Παντελής Δημητριάδης & Αλέξανδρος Μακρής).

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, αλλά και με ορισμένες καίριες προσθαφαιρέσεις. Ως τελικό κείμενο αναγνωρίζω, πλέον, το κάτωθι.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που δόθηκε τότε στον Τύπο ως promo


Τζάμια τρίζουν, κουρτίνες σκίζονται, τα φώτα τρέμουν, οι σοβάδες πέφτουν στο κεφάλι σου και τα αστεία κόβονται μαχαίρι, "Όταν Έρχονται Οι Τέκτονες". 

Αυτό δεν είναι μπάσιμο δίσκου, μα κανονική επέλαση της Κερκυραϊκής Ταξιαρχίας. Ό,τι ακριβώς περίμενα, δηλαδή, από την επιστροφή των Κόρε.Ύδρο. Του μακράν σπουδαιότερου ροκ, ποπ, ποπ/ροκ, ροκοπόπ –πείτε το όπως αγαπάτε– συγκροτήματος το οποίο αναδύθηκε στο αμήχανο μεσοδιάστημα μεταξύ της κατάρρευσης της ελληνόφωνης σκηνής των 1990s και της αναιμικής, ανολοκλήρωτης προσπάθειας να συγκροτηθεί μια αντίστοιχη αγγλόφωνη. 

Στο άλλο άκρο, στην έξοδο αυτών των Απλών Ασκήσεων Στον Υπαρξισμό, κυριαρχεί η περισυλλογή. «Να εξατμιστούν στο χάος τα λουλούδια απ' τα μαλλιά σου, για πάντα να χωρίσουνε τα χέρια μας, για πάντα να ξεχάσω τ' όνομά σου». Πώς διάολο τέτοιοι στίχοι δεν οδήγησαν σε γκραν φινάλε;  Εντάξει, είναι στιχοκεντρική η παράδοση του ελληνικού τραγουδιού, αλλά δεν παύεις να αναζητάς τη μελωδία. Σε ενοχλεί λοιπόν τούτος ο δυισμός, να παθαίνεις τραλαλά διαβάζοντας τα λόγια στο συνοδευτικό βιβλιαράκι και να βάζεις μετά το "Τραγούδι Μ' Ανάστροφο Μήνυμα" να παίξει, απλά για να το βρεις με μια μελωδία που λες και βγήκε από δίσκο του Lucio Dalla ή από εγχώριο πιάνο μπαρ. Σαν άλλο πράγμα να φαντάστηκε ο συνθέτης κι άλλο ο στιχουργός. 

Τι γίνεται, όμως, στο μεταξύ Τεκτόνων και Ανάστροφων Μηνυμάτων;  

Θα έχετε ακούσει, βέβαια, την καραμέλα της εποχής μας, ότι η Κρίση «θα βγάλει ξανά σπουδαία καλλιτεχνικά έργα» κτλ. Οι Απλές Ασκήσεις Στον Υπαρξισμό είναι το πρώτο μουσικό έργο που αναφέρεται άμεσα ή έμμεσα στο πώς άλλαξε η ζωή μας –και έχει κάτι να πει. Ακριβώς γιατί προέρχεται από ανθρώπους οι οποίοι είχαν κάτι να πουν και χωρίς να περιμένουν μια κρίση να τους τσουρουφλήσει τον πισινό. 

Το CD κόβεται λοιπόν στο μοντέλο του κέρματος της μίας δραχμής (το θυμάστε, με το καραβάκι)· στο βιβλιαράκι ο Ιωάννης Καποδίστριας μας κλείνει με νόημα το μάτι· στο "Ποτέ Δεν Ήμουν Μόνος Τελικά" η λέξη «συνιστώσες» δεν εκτείνονται τυχαία από το υπερπέραν ως τα σκατά. Αφήστε δε τα "Βράδια Της Κρίσης". Με την αναφορά στον καπηλευτικό πασοκισμό των μπαξέδων και τον βαθιά, βαθύτατα πολιτικό στίχο «μαζί τα φάγαμε απ' τον κώλο, μωρό μου». Είναι αλλιώς να σου λέει ένας Κερκυραίος ότι δεν θα κλάψει τις αξίες της Δύσης, έχε το υπόψη. Δεν έγραψε το ίδιο η νεοελληνική ιστορία για τα Επτάνησα, όπως έγραψε για τη Ρούμελη, τον Μωριά ή τον θεσσαλικό κάμπο. 

Τα "Βράδια Της Κρίσης", τώρα, είναι ένα σπουδαίο τραγούδι. Εδώ ο συνθέτης και ο στιχουργός βρίσκονται σε απόλυτη σύμπνοια. Ο ένας οπλίζει κι ο άλλος πυροβολεί. Ο ένας φτιάχνει αυτό το ανέμελο κι εκμοντερνισμένα ελαφρό φόντο, πατώντας με χάρισμα τα πλήκτρα του κλαβιέ κι ενορχηστρώνοντας θαυμάσια τα συνοδευτικά πνευστά κι ο άλλος άδει για τσουχτερά πράγματα, με διάθεση αξεδιάλυτη. Αλέγκρο είναι; Λεπτά ειρωνική είναι; Δεν συμβαίνουν κάθε μέρα τέτοια πράγματα σε μια δισκογραφία γεμάτη Ονιράμα και Μέλισσες. 

Κι έχουν κι άλλες τέτοιες λαμπρές στιγμές οι Κόρε.Ύδρο. στο Απλές Ασκήσεις Στον Υπαρξισμό. Ο "Χωριστός Βίος" (όπου και ο στίχος που ονοματίζει τον δίσκο) θα μπορούσε να είναι κομμάτι του Νίκου Καρβέλα (κι εγώ τα λέω για καλό κάτι τέτοια). Βάλτε επίσης στον λογαριασμό αυτόν τον άπιαστο "Σατανά Της Γειτονιάς", τον αφοπλιστικό ρομαντισμό του "Ο Δρόμος Μου Για Σένα" –γροθιά σε μια εποχή άκρατης ερωτικής κυνικότητας– το "Ποτέ Δεν Ήμουν Μόνος Τελικά", αλλά και τη "Συμφιλίωση", η οποία ξεσπά σε εκπληκτικό κρεσέντο, στο πιο ροκ, ίσως, στιγμιότυπο των καινούριων Κόρε.Ύδρο.

Κοντά στα παραπάνω, όμως, υπάρχουν και τραγούδια τα οποία δεν λειτουργούν. Όπου πάλι έχεις εκείνη την ενοχλητική αίσθηση ότι στίχοι και μουσική δεν διαθέτουν κοινό όραμα, δεν βαδίζουν μαζί. Παρότι εδώ οι Κόρε.Ύδρο. επιχειρούν να δώσουν απαντήσεις και μουσικά, επιδιώκοντας έναν άλλον ήχο, λιγότερο indie και rock, περισσότερο βασισμένο στο πιάνο και σε μια πιο λόγια παρακαταθήκη (βλέπε την εντονότερη χρήση κόρνου, βιολοντσέλου, κλαρινέτου, κοντραμπάσου, βιολιού και λοιπών οργάνων). 

Πρόκειται περί μισής απάντησης, ωστόσο: ακριβώς γιατί μουσική και στίχοι δεν καταφέρνουν πάντα να συνυπάρξουν. Μαζί, Αλέξανδρος Μακρής & Παντελής Δημητριάδης φτιάχνουν τραγούδια με τεράστιο εκτόπισμα στο σήμερά μας. Χώρια, ο δεύτερος γράφει ποιήματα και ο πρώτος μένει κολλημένος σε κλισέ μελούρες και αργές αναπτύξεις· σε μια περιττή δραματικότητα. Προσωπικά, τα βάζω περισσότερο με τη μουσική. Νομίζω δηλαδή πως είναι εκείνη που πρέπει να κάνει τις υπερβάσεις. 

Οι Κόρε.Ύδρο. δεν έβγαλαν τον δίσκο που ίσως περίμενα από εκείνους. Ωστόσο, έγραψαν και πάλι τις κομματάρες που θα κάνουν τη διαφορά και θα επιτρέψουν να διατηρήσουν τα '00s κεκτημένα τους, παραμένοντας πρωταγωνιστές χωρίς ποιοτικό αντίπαλο στη δική τους φουρνιά. 



11 Απριλίου 2023

Anderson .Paak - Oxnard [δισκοκριτική, 2018]


Μια κριτική μου από το 2018 στο τέταρτο άλμπουμ του Αμερικανού Anderson .Paak, ο οποίος εκείνη την περίοδο απολάμβανε μεγάλου hype ανάμεσα στη μερίδα εκείνη του alternative κοινού που κατανάλωνε μια συγκεκριμένη εκδοχή σύγχρονης μαύρης μουσικής –αυτή, κατά βάση, που πλασάρει το Pitchfork ως «σημαντική». 

Η δική μου γνώμη, ωστόσο, παρά τις αφρώδεις μπασογραμμές του δίσκου και την ευφορία που προσωποποίησε η μικροεπιτυχία "Tints" (μια συνεργασία με τον Kendrick Lamar, που σκόραρε ένα ταπεινό #81 στα βρετανικά charts), ήταν οριακώς μόνο θετική.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από τα Wikipedia Creative Commons


Κλασικότατο παράδειγμα ειρωνείας της τύχης. Εκμεταλλευόμενο τον ντόρο που προξένησε το Malibu (2016), το Oxnard μετατρέπει τώρα τον Anderson.Paak σε ευρέως αναγνωρίσιμη φιγούρα (παραλίγο top-10 στην Αμερική, παραλίγο top-40 στη Βρετανία). Αντί όμως να τον καθιερώσει, απογοητεύει.  

Άλλωστε και οι τυμπανοκρουσίες που συνόδευσαν το Malibu δείχνουν υπερβολικές, 2 χρόνια μετά. Καλός δίσκος, ναι. Όμως η αφήγηση είχε περισσότερο να κάνει με το πολυτάλαντο της περίπτωσης Anderson.Paak, παρά με το τι ακριβώς έκανε με το ταλέντο αυτό. Αντίστοιχα, η «φασαρία» έγινε πρωτίστως γιατί η όλη αισθητική και η γενικώς εξευγενισμένη προσέγγιση του τριαντάρη Καλιφορνέζου κούμπωσε με την ανάγκη του εναλλακτικού Τύπου να συντονιστεί με το χιπ χοπ του Kendrick Lamar. Σε μια πιο ψύχραιμη αποτίμηση, όμως, οι ιδέες διέθεταν μεγαλύτερη βαρύτητα από όσα άκουγες σε μουσικό επίπεδο.

Στο Oxnard ο πήχης μπαίνει ψηλά. Εκκινώντας από το σύγχρονο χιπ χοπ, ο Anderson .Paak αποπειράται να φτάσει στον μύθο του funk γεφυρώνοντας το όλο όραμα με κλασάτο R'n'B, ώστε να προκύψει ένας αστραφτερά επίκαιρος urban δίσκος. Όμως, όσο μεγαλώνει η παλέτα αναφορών, τόσο πνίγεται κι εκείνος μέσα στην ίδια του τη φιλοδοξία. Η αιτούμενη σύγκλιση δεν επιτυγχάνεται ποτέ.

Ασφαλώς ο ορίζοντας παραμένει εύφορος και ο Anderson .Paak δεν στερείται ικανοτήτων. Τον διακρίνει ας πούμε μια άνεση, η οποία συχνά μεταφράζεται σε ωραίες ενορχηστρωτικές ιδέες, με αφρώδεις μπασογραμμές και έξυπνα κρουστά. Το ξεκίνημα του άλμπουμ, μάλιστα, μοιάζει ιδανικό, με το "The Chase" να απλώνει χαλαρό κλίμα ευφορίας, στο οποίο λάμπει ερμηνευτικά η Breezy Lovejoy περσόνα του Anderson .Paak δίπλα στα ωραιότατα φωνητικά της Kadhja Bonet. Το σκηνικό επεκτείνεται στο "Headlow" και δίνει κατόπιν πάσα στο "Tints": έναν άψογο πρέσβη όσων έχει ονειρευτεί ο Αμερικανός καλλιτέχνης για το Oxnard, όπου συμμετέχει και ο Kendrick Lamar. Το "Who R U?", κατόπιν, βάζει στο παιχνίδι και τον χιπ χοπ δυναμισμό με λίγο σπρώξιμο από τον Dr. Dre και ...αυτό ήταν! Από εκεί ως το φινάλε, ο δίσκος καταρρέει θεαματικά.

Τι έχει συμβεί;

Αφενός, ο Anderson .Paak δείχνει να χάθηκε στις περιπλανήσεις του. Υπερβολικά ενθουσιώδης για την ανακατασκευή ενός παρελθόντος με ονειρικές διαστάσεις για τη δική του μουσική μνήμη, δίνει τα κουμάντα στο ρετρό και αφήνει τον δίσκο να λιμνάσει σε ένα φροντισμένο μα άβολο περίπου. 

Όσο καλή πρόθεση κι αν δείξεις, δηλαδή, δεν αποφεύγεις την ενοχλητική αίσθηση ότι κάθεσαι και ασχολείσαι με πράγματα που ο Prince έγραφε στο πόδι και κλείδωνε έπειτα (για πάντα) στα συρτάρια του. Όταν δε ο Anderson .Paak αποφασίζει να μας πει κι εκείνος για τα πολιτικά της Αμερικής, φτάνει σε Βατερλώ στιχουργικής με τις απίστευτες σαχλαμάρες του "6 Summers", όπου νομίζει ότι τα βάζει με τον Donald Trump απεικονίζοντάς τον να αποκτά μια κόρη για την οποία ευαγγελίζεται ένα λεσβιακό μέλλον («I hope she kiss señoritas and black gals»). Μα είναι δυνατόν;

Εδώ κι εκεί, βέβαια, έρχονται κι άλλοι ηχηροί προσκεκλημένοι στον δίσκο, πέραν του Kendrick Lamar: ο προαναφερόμενος Dr. Dre, ας πούμε, ο οποίος έχει και το γενικό πρόσταγμα εδώ, ο Pusha-T, ο Snoop Dogg ως επίτιμος G-Funk πρέσβης, ο Q-Tip. Κανείς, όμως, δεν σώζει τα κομμάτια στα οποία συμμετέχει από τη λουστραρισμένη πλήξη. Ο ίδιος δε ο Anderson .Paak δεν μπορεί να αποφασίσει αν ακολουθεί τον Lamar, αν μοιάζουν λίγο από φυσικού οι φωνές τους ή αν απλά τον ξεπατικώνει. Συχνά δηλαδή αναρωτιέσαι αν ακούς κάποιο ακόμα cameo του Lamar, πράγμα που επιβαρύνει το Oxnard με ένα κρίσιμο ζήτημα ταυτότητας.

Εκείνα τα τέσσερα πρώτα τραγούδια και η γενικότερη πίστη ότι στην περίπτωση του Anderson .Paak έχεις να κάνεις με έναν ταλαντούχο άνθρωπο του «μαύρου» σήμερα, βοηθούν ώστε να υπάρξει ένα μίνιμουμ, μια βάση για τον δίσκο. Υποτίθεται όμως ότι μιλούσαμε για περισσότερα. Πολλά περισσότερα.