10 Απριλίου 2023

Σtella - ανταπόκριση (2013)


Δέκα χρόνια πριν, τον Απρίλη του 2013, η Σtella (Στέλλα Χρονοπούλου) βρισκόταν περίπου 2 χρόνια μακριά από το ομώνυμο, συζητημένο της ντεμπούτο στην Inner Ear (2015) και 9 χρόνια μακριά από την ένταξή της στo δυναμικό της Sub Pop (2022) –όνειρο ζωής για τους Έλληνες μουσικούς του alternative σύμπαντος, που μέχρι τότε φαινόταν απραγματοποίητο.

Όμως κάπως, κάπου, έστω και μέσω των γνώριμων μηχανισμών του indie hype, είχε αρχίσει να ακούγεται. Πήγα λοιπόν κι εγώ στο «six d.o.g.s» να τη δω εν δράσει πάνω στη σκηνή, για να βγάλω τα δικά μου συμπεράσματα. Και είδα και τους Egg Hell του Jef Maarawi ως support, που επίσης έμελλε να κάνει ένα κάποιο όνομα στα καθ' ημάς alternative, αν και περισσότερο ως σόλο καλλιτέχνης.

Μια αποτίμηση της βραδιάς γράφτηκε τότε για λογαριασμό του Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στη Σμαρώ Μπότσα


Πράγματι, έχουμε κακοπάθει τόσες φορές, που φυσικά και δεν πιστεύουμε πια το hype. Ειδικά το εγχώριο, το οποίο δείχνει και πιο απελπισμένο λόγω των μόνιμων ζητημάτων μιας κοινότητας που αιτείται την εναλλακτικότητα, ενώ εκπροσωπεί (πλέον) ένα διεθνές κιθαριστικό mainstream. Όμως ό,τι ακούσετε για τη Σtella να ξέρετε πως αληθεύει. Μέχρι κεραίας, μη σας πω. 

Το «six d.o.g.s» είχε γεμίσει εκεί κατά τις 22.30, όταν στη σκηνή ανέβηκαν οι Egg Hell και ήχησαν οι πρώτες νότες. Οι μισοί –ή και παραπάνω– ήταν βέβαια φίλοι και γνωστοί, ανάμεσά τους μάλιστα διέκρινες τη Nalyssa Green, τον Sillyboy, τους My Wet Calvin. Για τη μπάντα του Jef Maarawi, πάντως, ήταν το πρώτο σανίδι crash test. Και ήταν επιτυχές. 

Αχνοθυμάμαι ένα EP με τίτλο Egg Hell πίσω στα 2009, μα δεν είχα βρει κάτι το αξιοσημείωτο. Αλλά την Τετάρτη παρακολούθησα μια μπάντα η οποία φύσαγε, επέβαλλε τον ρυθμό της στον χώρο, ήξερε τι έκανε με τον ήχο που εκπροσωπεί (είτε στηριζόταν στην αέναη Joy Division/Pixies παρακαταθήκη, είτε έφερνε σε Eels, βλ. "Oh Lord") και διέθετε έναν εξαιρετικό frontman, τόσο ερμηνευτικά, όσο και επικοινωνιακά. Δεν απόρησα που έμαθα κατόπιν πως πάνε στην Inner Ear για το πρώτο τους ολοκληρωμένο άλμπουμ: θα είναι ταμάμ για την πατρινή εταιρεία. 


Κι ενώ συνεχίζω να έχω ενστάσεις για το πώς θα ακούγεται δισκογραφικά αυτό που παίζει ο Maarawi και η νυν παρέα –υπό την παγιωμένη οπτική μου ότι μια εγχώρια indie μπάντα πρέπει να κρίνεται με βάση τα διεθνή δρώμενα και όχι τα γηγενή, την οποία εξίσου πάγια, βέβαια, δεν συμμερίζεται ο εγχώριος Τύπος– βρέθηκα να ψάχνω τα δύο EP που έχουν βγάλει ως τώρα (γιατί, προφανώς, μου είχε ξεφύγει το Brownie Crumbs του 2011).

Και μετά ήρθε η Σtella. Και δεν καταλάβαμε πότε τελείωσε ή πόσο έπαιξε, γιατί θα θέλαμε όλοι να έχει κι άλλο, πράγμα που της το βροντοφωνάξαμε. Όμως εκείνη δεν είχε για την ώρα κάτι άλλο και ψιλο-βολευτήκαμε έτσι με ένα νέο τραγούδι των Fever Kids, το οποίο έπαιξε μόνη με την κιθάρα της, δίνοντάς μας την υπόσχεση ότι θα το ακούσουμε το καλοκαίρι σε πιο εμπλουτισμένη μορφή. 

Κι εδώ που τα λέμε έτσι έπρεπε να κάνει, άλλωστε η συναυλία είχε πιάσει ζενίθ όταν μαζί της στη σκηνή ανέβηκαν οι My Wet Calvin για μια σαρωτική εκτέλεση στο "XS Underwear", η οποία μας πήρε και μας σήκωσε –καμία σχέση με αυτή του Happened Before, κατάπια εκείνη τη στιγμή κάμποσα από όσα συνήθως σούρνω στους προβαλλόμενους ως «σημαιοφόρους της DIY νοοτροπίας της αθηναϊκής σκηνής». 

Το live έδειχνε στην αρχή να έχει κάτι θεματάκια με τον ήχο (αυτόν που άκουγε το γκρουπ, όχι εμείς, εμείς ακούγαμε τέλεια), έγινε και μια διακοπή για να φτιαχτεί κάτι στα ντραμς, αλλά διόλου δεν επηρέασαν τούτα τη ροή και τον παλμό του. Κάτι που, πέραν της ίδιας της Στέλλας Χρονοπούλου, οφειλόταν στους μουσικούς οι οποίοι τη συνόδευαν: ο Βελισσάριος Πράσσας (μπάσο), ο Theod Kopoul (τύμπανα) και η Danai Eco (πλήκτρα) στάθηκαν θαυμάσια και η απόδοσή τους πρόσθεσε στην απογείωση της βραδιάς. 

Αλλά την επιτυχία καρπώνεται κυρίως η Σtella. Αυτή η πολυσχιδής περσόνα, η οποία έδειξε ότι μπορούσε να εμπεριέχει και την PJ Harvey και την Amber Webber, μα άμα λάχαινε και την Joan Jett, χωρίς στιγμή να πάψει να είναι η Σtella και όχι μία ακόμα απομίμηση ινδάλματος από την Αγγλία ή την Αμερική. 

Αυτή την περσόνα μεταφυτεύει άλλωστε και στα τραγούδια της, μέσω των ερμηνειών της. Και είναι η δική της αλήθεια που ανεβάζει την indie pop τραγουδοποιία της και την κάνει ένα τσικ πιο ελκυστική από όσο θα ήταν δίχως τούτες τις εκφραστικές δυνάμεις. Μοναδική ένσταση, ότι θα πρέπει να δουλέψει λίγο το επικοινωνιακό, ώστε να μη δείχνει τόσο αμήχανη, ντροπαλή ή παρεΐστικη όταν θα μιλάει στο κοινό. Όχι τίποτα άλλο, σύντομα τέτοιες επιδόσεις θα (πρέπει να) τη φέρουν σε μεγαλύτερες ομηγύρεις, χωρίς τα τόσα οικεία πρόσωπα τριγύρω. Οπότε θα χρειαστούν διαφορετικοί χειρισμοί.

Εύγε λοιπόν, Σtella, για μια όλη δική σου πρώτη συναυλία, μα και για την πρώτη μετά τη Μόνικα σημαίνουσα ανανέωση εμπιστοσύνης στις εκφραστικές δυνάμεις της εγχώριας indie σκηνής. Για την αγγλόφωνη πλευρά μιλάω, βέβαια, γιατί στα ελληνόφωνα δεν κοντράρονται οι Κόρε.Ύδρο.



05 Απριλίου 2023

2L8 - συνέντευξη (2012)


Δεν είμαι σίγουρος πια για τα τι και πώς, πάντως πριν 15 χρόνια, στο κλίμα της indie ευφορίας των '00s, μας είχε πιάσει ένας ενθουσιασμός με την κολεκτίβα των 2L8. Με την κορύφωση να σημειώνεται στο 2008, τότε που έβγαλαν το άλμπουμ «He & She (Angry Enough To Keep Loving In The Dark Ages)», για το οποίο πιθανώς –δεν θυμάμαι πια– να έχω γράψει μια κριτική αρκετά υπερβολική (ως προς το θετικό).

Τέλος πάντων, με το γύρισμα της δεκαετίας τα πράγματα δεν πήγαν αναλόγως καλά για την κολεκτίβα του Κώστα Βοζίκη και κάπου εκεί προς το 2016, εν μέσω ενός γενικού δημιουργικού κορεσμού με το εγχώριο, αγγλόφωνο indie, πρέπει να σημειώθηκε μια σιωπηλή παύση εργασιών. Με αφορμή ωστόσο το άλμπουμ «New Battles Without Honor And Humanity» (2012) και τον τρόπο με τον οποίον χρηματοδοτήθηκε –ήταν πιο σύνηθες, τότε, να προσφεύγεις στους fans– κάναμε μια εκτενή συζήτηση με τον Βοζίκη, τον οποίον θυμάμαι πάντα ως γερό συνομιλητή και από έναν καφέ που είχαμε πιεί στα Εξάρχεια. 

Η κουβέντα μας δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που έδινε τότε η μπάντα ως promo στον Τύπο


Τι σε έκανε να ζητήσεις τη «βοήθεια του κοινού» για την πραγματοποίηση του τρίτου σου άλμπουμ; Ξεμείναμε από δισκογραφικές με όρεξη ή δυνάμεις να υποστηρίξουν μια έκδοση διπλού CD, με 48σελιδο booklet;

Όταν μιλάμε για δισκογραφική, εννοούμε ότι παραχωρείς μία παραγωγή –στις περισσότερες περιπτώσεις έτοιμη– σε κάποιον, για να την εμπορεύεται σαν προϊόν. Πάνω σε αυτό το προϊόν τα δικαιώματά σου είναι ελάχιστα, σε περίπτωση δηλαδή που έχεις δικαίωμα και δεν τα έχεις παραχωρήσει όλα σε εκείνον που το εμπορεύεται... Η όλη φάση, σαν σύλληψη, είναι ένα λάθος. Και σίγουρα δεν τη σκέφτηκε μουσικός. 

Τώρα, τα επιχειρήματα υπέρ είναι ότι σου πληρώνουν το κόστος κοπής (το οποίο είναι αστείο, πλέον) και συνήθως ο μύθος της προώθησης. Η πατροπαράδοτη σαπίλα της προηγούμενης γενιάς: «θα σε σπρώξω, έχω κονέ...». Όπως και στους υπόλοιπους τομείς της κοινωνικής ζωής της χώρας, έτσι και στη μουσική λειτουργούν όλα με πελατειακές σχέσεις. Αλλά κανείς δεν μιλάει για αυτά. Ο βασικός κανόνας του παιχνιδιού είναι να κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις πώς παίζεται το παιχνίδι. Εις βάρος όλων μας, φυσικά. Και ειδικά της αγγλόφωνης σκηνής, η οποία έχει παραδοθεί εδώ και χρόνια, πιστεύοντας ότι δεν έχει κανένα δικαίωμα. 

Πριν λίγες μέρες, λοιπόν, έκλεισε η δημόσια διαβούλευση για το νέο νομοσχέδιο για τα πνευματικά δικαιώματα. Που φυσικά έχει ξεσηκώσει πόλεμο, γιατί τα πράγματα πρέπει να μένουν ίδια: να πλουτίζουν οι ίδιοι άνθρωποι με τον μόχθο άλλων, οι οποίοι συνήθως δεν έχουν ιδέα τι διάολο γίνεται πίσω από τις πλάτες τους. Για να το πω και απλά, η θλίψη που ένιωσα διαβάζοντας τις υπογραφές στο κείμενο που εξέδωσε κι έχει αναρτήσει η ΑΕΠΙ, δεν περιγράφεται... Δεν είχα σκοπό να βγάλω άλλο CD, ούτε να κάνω άλλες συναυλίες. Όμως, όταν κάποιοι φίλοι μου περιγράψανε τη διαδικασία του pledge, ενθουσιάστηκα! Κάτι που να μην έχει σχέση με αυτούς και τον κόσμο που φτιάξανε και μας χώσανε μέσα με το ζόρι, αλλά με εμάς. Μόνο με εμάς, και ναι: There are so many like me. And we desire.

Γιατί όμως να προπληρώσει κανείς χωρίς να διαθέτει τη δυνατότητα να έχει πλήρη γνώση των τραγουδιών (ή λόγο σε αυτά) και να μην περιμένει την έκδοση; Και, αν του αρέσουν τα δείγματα που θα ακούσει, να προβεί τότε σε αγορά του άλμπουμ; Τι θα απαντούσες;

Θα ρωτούσα: είσαι ευτυχισμένος; Πιστεύεις ότι αυτός ο τρόπος σκέψης και η καχυποψία σε έχει οδηγήσει σε στιγμές γαλήνης; Μπορείς να αντιληφθείς την ομορφιά και να τη βιώσεις; Πόσα περιθώρια για εμπειρίες γεμάτες σε συναίσθημα αφήνεις στον εαυτό σου; Πόσες τέτοιες θυμάσαι να έχεις ζήσει τον τελευταίο καιρό; Οι φόβοι σου οδηγούν τις αποφάσεις σου; Πολλά, τέλος πάντων... Θα ρώταγα από περιέργεια. 

Μου φαίνονται πολύ περίεργοι οι άνθρωποι που σκέφτονται έτσι, θέλω να καταλάβω πώς είναι οι ζωές τους. Στην ερώτησή σου θα απαντούσα: καλύτερα μην πληρώσεις. Περίμενε να βγει πρώτα. Πάντως είμαι πολύ τυχερός γιατί έχω στην κατοχή μου μία μεγάλη και πολύτιμη συλλογή από μηνύματα αλληλογραφίας από πολύ χαρούμενους ανθρώπους, οι οποίοι υπήρξαν κομμάτι αυτής της συλλογικής προσπάθειας.

Γιατί οι νέες μας μάχες θα είναι δίχως τιμή και ανθρωπιά; 

Αυτοί είναι οι καιροί μας...

Κατά πόσο ενέπνευσε η Κρίση τον δίσκο σου; Και κατά πόσο αποτελεί προϊόν μιας απόφασης ήδη ειλημμένης, να κινηθείς διαφορετικά μετά το He & She (Angry Enough To Keep Loving In The Dark Ages); 

Εδώ και χρόνια, από τα λίγα ενδιαφέροντα που έχω, είναι το τέλος της δουλείας. Θα μπορούσα να μιλήσω και για την ελευθερία, αλλά δεν πρέπει να ωραιοποιούμε τα πράγματα. Εδώ μιλάμε για την παγκόσμια αδικία. Δεν μπορεί να ζεις στον 21ο αιώνα και η οικονομία να βασίζεται σε σκλάβους. 

Στην πραγματικότητα, το He & She καταπιάνεται με τα ίδια θέματα. Όλη η ιστορία τους αποτελεί μία κάλυψη, μάλλον από δική μου δειλία ή ίσως και δόλο, παραπλάνηση. Αλλά δεν μπορεί να με κατηγορήσει κανείς, γιατί εγώ το είχα παραδεχτεί από την αρχή: «The truth my friends is I am a thief, a cheat, a liar», από το "Excuse Me, But I Just Have To Explode". Τώρα πια τι ιστορίες να πούμε; Τώρα μόνο χάος. Fight!

Θα μπορούσε το New Battles Without Honor And Humanity να είναι μονό άλμπουμ; Ή πιστεύεις ότι έτσι θα διακύβευες το καλλιτεχνικό σου όραμα γι' αυτό –όπως εκφράζεται από τις ενότητες «Sunlight» και «Moonlight»– χάριν μιας πιο συμβατικής διάρκειας; 

Όχι. Είναι τόσοι οι λόγοι... Τα τραγούδια για εμένα είναι πρόσωπα και κυματομορφές. Όποτε τα ακούω βλέπω τους μουσικούς να παίζουν τα θέματα, θυμάμαι τις εκφράσεις τους –είναι ζωντανά. Έχω δει όλες τις κυματομορφές που φτιάξανε αυτοί οι άνθρωποι να ζωγραφίζονται στην οθόνη. Αγαπώ τόσο πολύ όλα τα παιδιά και χαίρομαι τόσο σε όλα τα sessions μαζί τους. Νομίζω θα ήταν προδοσία να χαθεί κάτι. 

Είναι πολύ σπάνιο κάποιος ήχος που ηχογραφήθηκε να πεταχτεί. Φυσικά υπάρχουν και πάρα πολλοί ορθολογιστικοί λόγοι, αλλά ποιος ενδιαφέρεται; Μπήκα σε μία τέτοια λογική στο τέλος της παραγωγής, αλλά δεν κατόρθωσα να βρω ένα λογικό επιχείρημα για να το κάνω. Εξάλλου είναι το πρώτο 2L8 άλμπουμ το οποίο έχει παύση! Στα δύο προηγούμενα ο ήχος ξεκινούσε όταν πάταγες play και σταματούσε στο τέλος του CD. Εδώ έχει παύσεις, ακριβώς για να μπορείς να πατάς το next, περνώντας το κομμάτι που δεν σου αρέσει. Διακρίνω μια εμμονή με την τελειότητα. Δεν πειράζει, ας είμαστε και λίγο μέτριοι.

Το εξώφυλλο μου έφερε κατά νου την ταινία του Kinji Fukasaku «Battle Royale» (2000). Το έχεις δει; Τι γνώμη έχεις γι' αυτό; 

Πιθανολογώ ότι έχω μία από τις μεγαλύτερες συλλογές σύγχρονου ιαπωνικού κινηματογράφου. Μάλιστα, είναι η μοναδική συλλογή που έχω –κι αυτό γιατί θαυμάζω την ιαπωνική κουλτούρα. Εξάλλου ο τίτλος New Battles, Without Honor And Humanity προέρχεται από ιαπωνική ταινία. 

Βέβαια, αν δεν γνωρίζεις πολλά για τον συγκεκριμένο πολιτισμό, μπορεί το «Battle Royale» να περάσει χωρίς να δεις πολλά πράγματα. Στην Ιαπωνία, ας πούμε, υπάρχει ακόμα η Τιμή. Κι είναι αυτή που οδηγεί τους χαρακτήρες της ταινίας. Μπορείς να τη δεις σαν μία περιπέτεια, ίσως με ενδιαφέρον σενάριο, αλλά περισσότερη σημασία έχει το δράμα και οι ανθρώπινες σχέσεις. Στο βασικό ζευγάρι το αγόρι χαρίζει τη ζωή του στο κορίτσι όταν της λέει ότι θα σε προστατεύσω ό,τι και να γίνει. Αυτή είναι κλασική ιαπωνική φιλοσοφία: η αυτοθυσία, για έναν σκοπό ή για την αγάπη. 

Επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Όπως και η εκδίκηση. Ένας από τους πρωταγωνιστές επιστρέφει π.χ. στο νησί για να εκδικηθεί. Όταν χάνεις κάτι δικό σου, πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη. Και ας χάσεις τη ζωή σου. Είναι πολλά. Αρετές άγνωστες ή ξεχασμένες στον Δυτικό κόσμο.

Φοβάσαι το θηρίο της υπερβολής; Ή το κρατάς τιθασευμένο; 

Φοβάμαι τη μετριοπάθεια και τους ανθρώπους που θέλουν να έχουν τα πάντα στον ακριβή αριθμό, χωρίς να αφήνονται στο να έχουν κάτι παραπάνω από εκείνους που «πρέπει». Όσοι παρουσιάζουν τους εαυτούς τους ως φυσιολογικοί με τρομάζουν, κρύβουν τα πιο βρώμικα μυστικά. 

Αντίθετα όσοι πιστεύουν ότι κάτι δεν πάει καλά με αυτούς, ότι είναι διαφορετικοί, υπερβολικοί, μου φαίνονται υγιείς. Ποιος θέλει να ταιριάζει σε έναν τόσο γαμημένο κόσμο; Μου θύμισες το τραγούδι που ανοίγει το νέο άλμπουμ από τα Χείλια Λουλούδια, το σχήμα του Ηρακλή Ιωσηφίδη, του κοντραμπασίστα μας –θα κυκλοφορήσει σε λίγο καιρό. Ο στίχος στο ρεφρέν λέει: «Μην φεύγεις Θηρίο». Πραγματικά Ηρακλή, έτσι είναι και σε αυτήν την περίπτωση.

Τι γίνεται με τις δραστηριότητές σου εκτός του 2L8 πλαισίου; Με τι άλλο απασχολείσαι αυτήν την εποχή; 

Για φέτος τρέχουν σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη δύο επαναλήψεις σε περσινές θεατρικές παραγωγές, οι «Ικέτιδες» του Αισχύλου και το «Πώς Να Πω», μονόπρακτα του Σάμιουελ Μπέκετ, όπου παίζω και ζωντανά τη μουσική. Επίσης, συμμετέχω στην παράσταση του παραμυθιού «Ο Καρμάντηλος» της θεατρικής ομάδας Hippo. Για μουσικό με πήρανε, αλλά τελικά με κοροϊδέψανε και κάνω τον υπασπιστή, τον ελεγκτή, τον νάνο, τα πόδια του γίγαντα και το ρομπότ. Τι γέλια ρε παιδιά!

Τι έχεις ετοιμάσει για τη συναυλία στο «Bios», στις 20 του Γενάρη; Αληθεύει ότι μας περιμένει ένα πολύ σπέσιαλ σόου;

Διάβασα πριν λίγες ώρες τυχαία κάτι που έγραψε ο Δημόκριτος: «Για όλους τους ανθρώπους το καλό και το αληθινό είναι το ίδιο. Το ευχάριστο είναι διαφορετικό από άνθρωπο σε άνθρωπο». 

Λοιπόν, σύμφωνα με τον Δημόκριτο είναι βέβαιο ότι έχουμε ετοιμάσει κάτι καλό, αφού περιλαμβάνει όλη την αλήθεια μας. Παραβλέψτε το σκέλος για το ευχάριστο. Επίσης να προσθέσουμε ότι στις 21 βρισκόμαστε στο θέατρο «Λιθογραφείο», στην Πάτρα. Οι δε συναυλίες μας μόλις ξεκινάνε, με Θεσσαλονίκη, Δράμα, Βόλο, Λάρισα, Γιάννενα και Σέρρες να ακολουθούν!



04 Απριλίου 2023

Γιώργος Νικηφόρου Ζερβάκης - Κρητικός Ορίζοντας [δισκοκριτική, 2016]


Πηγαίνοντας να δω την εορταστική συναυλία του B.D. Foxmoor για τα 30 του χρόνια στη δισκογραφία, διαπίστωσα ξανά –κάπου μέσα στην παρέλαση των καλεσμένων του– πόσο καλός τραγουδιστής είναι ο Γιώργος Νικηφόρου Ζερβάκης.

Και θυμήθηκα ότι τον είχα προσέξει ήδη από το 2016, όταν συνεργάστηκε με τον (πολυσυζητημένο εσχάτως, ελέω Παύλου Παυλίδη, μα μάλλον ξεχασμένο τότε) Γιάννη Μαρκόπουλο για τον δίσκο «Κρητικός Ορίζοντας», στον οποίον ήταν βασικός ερμηνευτής.

Μια κριτική μου δημοσιεύτηκε τότε για το Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, δοθείσης της ευκαιρίας –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που δινόταν ως promo στον Τύπο, εκείνη την εποχή, για τις ζωντανές εμφανίσεις του καλλιτέχνη


Ο «Κρητικός Ορίζοντας» έχει την όψη δουλειάς από παλιούς δισκογραφικούς καιρούς, έτσι όπως τοποθετεί πρώτα το όνομα του δημιουργού και έπειτα του ερμηνευτή –λες και δεν ήρθε ποτέ η δεκαετία του 1990 να αναποδογυρίσει οριστικά αυτή την ισορροπία ισχύος. 

Πρώτα ο Γιάννης Μαρκόπουλος, λοιπόν, έπειτα ο Γιώργος Νικηφόρου Ζερβάκης. Κι ας ισχύει το παράδοξο, ο συνθέτης να μοιάζει απών εδώ και χρόνια (παρότι πέρυσι μόλις έβγαλε το «Ἐντεῦθεν»), συνδεδεμένος με ένα μαγικό παρελθόν εγχώριων καλλιτεχνικών κορυφώσεων, ενώ ο τραγουδιστής να είναι ένα αστέρι μιας YouTube εποχής, στην οποία έγινε αναγνωρίσιμος σε χρόνο dt. Όσο χρειάστηκε δηλαδή στο βιντεοκλίπ του ντουέτου του "Να Σταθώ Στα Πόδια Μου" (2015) με τον Λεωνίδα Μπαλάφα για να γίνει viral.

Ο νέος δίσκος του Μαρκόπουλου, τώρα, αιτείται μεν το 2016, όμως τον αποτελεί υλικό που δουλεύεται και ξαναδουλεύεται εδώ και κάμποσα χρόνια, απηχώντας μάλιστα έναν ακόμα πιο παλιό κόσμο: «εντυπώσεις, ιστορήματα και φως από τα εφηβικά χρόνια [του συνθέτη] στον αθέατο κόσμο της περιλάλητης μεγαλονήσου». Και παρότι το καλύτερο τραγούδι της συγκομιδής ("Πότε Θα Ξαναβρεθούμε") μιλάει για βίντεο με ρομπότ τα οποία «τεχνολογίζουν» τα μυαλά μας, είναι πράγματι σε αυτές τις εικόνες που χάνεσαι κι εσύ, σαν ακροατής· στους ξετραχηλισμένους πολεμάρχους στης Μεσσαράς τους κάμπους, στις πολεμίστρες των Αναγεννησιακών κάστρων, στις ντουφεκιές, στις μαδάρες και στους έρωντες παρελθόντων καιρών, όταν η σχέση του ανθρώπου με την ύπαιθρο έδειχνε αδιαμεσολάβητη.

Δεύτερον (και κυριότερο), ο «Κρητικός Ορίζοντας» αιτείται να είναι πρωτίστως του Μαρκόπουλου, ενώ μάλλον είναι του Ζερβάκη. Με την έννοια ότι δυνατό του χαρτί αποδεικνύεται ο ερμηνευτής του, αυτός ο 30άχρονος με τη στιβαρή φωνή και το σημαίνον εκφραστικό βάρος. Ο οποίος πέφτει σαν τραμουντάνα στους κρητοέντεχνους των καιρών μας –όσους λυμαίνονται το όνομα της Κρήτης απλά επειδή πετάνε ένα «τση» ή επειδή τραγουδούν κάπως σαν τον Νίκο Ξυλούρη– σκορπίζοντάς τους με την ορμή που σκόρπισε και ο Ιησούς τους εμπόρους/αργυραμοιβούς στον Ναό του Σολομώντα.

Γράφοντας κάτι τέτοιο, πάντως, δεν θέλω να υποτιμήσω τη δουλειά του Μαρκόπουλου. Αν και επιμένει να αναλαμβάνει την ενορχήστρωση των έργων του (θα τον ωφελούσε πιστεύω μια πιο φρέσκια, ίσως και λοξή, ματιά) και καταθέτει έναν κύκλο τραγουδιών χωρίς εκπλήξεις, που μερικές φορές αφήνει και μια εντύπωση επανάληψης, οι συνθέσεις του διαθέτουν επίπεδο και μαστοριά. Επιπλέον, κρατούν κι ένα μέτρο που πρέπει να ωφέλησε πολύ τις ερμηνείες του Ζερβάκη –εξοχότερο παράδειγμα είναι νομίζω το ομώνυμο κομμάτι. 

Έχουμε εδώ έναν δίσκο που, όσο τον ακούς, τόσο σου αρέσει. Σε κάθε ακρόαση, όμως, κοσμολογική σταθερά αυτού του κρητικού ορίζοντα παραμένει ο Ζερβάκης. Είναι η φωνή του η οποία υψώνει το δεδομένο υλικό, εκείνη που του δίνει όχι μόνο αποφασιστική πνοή, αλλά και συναισθηματική δύναμη, οδηγώντας το δάχτυλό σου στο πλήκτρο του repeat. 




03 Απριλίου 2023

Μυρτώ Παπαθανασίου & Χαράλαμπος Αγγελόπουλος - ανταπόκριση (2013)


Μαρία Κάλλας μπορεί να υπήρξε μόνο μία, αλλά η χώρα μας συνέχισε να βγάζει καλές λυρικές φωνές –τόσο γυναικείες, όσο και ανδρικές. Μία από τις καλύτερες που άκουσα προσωπικά τα τελευταία 10 (λίγο ή πολύ) χρόνια είναι αυτή της Μυρτώς Παπαθανασίου, που συνειδητοποιώ τώρα, γράφοντας τούτες τις γραμμές για το blog, ότι έχω μάλλον χάσει τελευταία. Και ο λόγος είναι, ασφαλώς, ότι διαπρέπει στο εξωτερικό. 

Μία από τις περιστάσεις όπου την απόλαυσα ζωντανά ήταν τον Δεκέμβριο του 2013, όταν εμφανίστηκε στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» του Μεγάρου Μουσικής παρέα με τον Χαράλαμπο Αγγελόπουλο, για κάτι ειδικό: ένα αφιέρωμα στο ιταλικό τραγούδι του 19ου αιώνα.

Μια ανταπόκριση για την ωραία βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικές φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που δόθηκε τότε στον Τύπο ως promo


Aναντίρρητα, στάθηκε εμπειρία να ακούς τη Μυρτώ Παπαθανασίου χωρίς μικρόφωνο, να γεμίζει την αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» με τη φωνή της. Το μεγαλύτερο ίσως ταλέντο που έχει αναδείξει τα τελευταία χρόνια η χώρα μας σε επίπεδο σοπράνο παραμένει δυστυχώς άγνωστο στο ντόπιο κοινό, το οποίο –κατά προσφιλή του συνήθεια– τυρβάζει περί αλλοτρίων· εξ ου και η μικρή αίθουσα στην οποία διεξήχθη αυτό το αφιέρωμα στο ιταλικό τραγούδι του 19ου αιώνα, εξ ου και το ότι είχε μεν κόσμο, μα δεν γέμισε κιόλας. Κι όμως, εκτός συνόρων η Λαρισαία σοπράνο διαπρέπει, έχοντας παρουσία όχι μόνο σε μεγάλες παραστάσεις, μα και στη δισκογραφία. 

Το ιταλικό τραγούδι, τώρα, υπήρξε πάντα δημοφιλές στην Ελλάδα: κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα λατρεύτηκαν κάμποσες άριες από όπερες του Τζουζέπε Βέρντι (και άλλων), μετά τον Πόλεμο αγαπήθηκαν καλλιτέχνες σαν τον Adriano Celentano, τη Milva, τη Mina (και πολλούς ακόμα), ενώ και στα πιο σύγχρονα χρόνια είδαμε να αποκτούν δημοτικότητα ο Eros Ramazzotti ή η Giusy Ferreri. 

Αλλά το αφιέρωμα που μας παρουσίασαν η Παπαθανασίου με τον πιανίστα Χαράλαμπο Αγγελόπουλο είχε ως στόχο να μας πάει στις μακρινές ρίζες της Ferreri και της Milva, σε εκείνο δηλαδή το έντεχνο τραγούδι που άκμασε τον 19ο αιώνα στις παρυφές της όπερας, κάτω από την επίδραση της διεθνούς επιτυχίας των σουμπερτικών lied. Σε πολλούς ακροατές, βέβαια, ηχεί σαν όπερα –και είναι αλήθεια ότι οι βασικές τεχνικές μοιράζονται, όπως και ότι ο χώρος εκπροσωπήθηκε από δημιουργούς τους οποίους ξέρουμε από όπερες. Πρόκειται, εντούτοις, για κάτι διαφορετικό. 

Όχι άριες λοιπόν, αλλά ρομάντσες (κατά κύριο λόγο) και αριέτες, συν μια ναπολιτάνικη ταραντέλα. Αυτό το πρόγραμμα ακούσαμε στο Μέγαρο, όπου η Παπαθανασίου, με την άξια συνοδεία ενός μετρημένου μα οπωσδήποτε ενθουσιώδη στο παίξιμό του Αγγελόπουλου, ζωντάνεψε για χάρη μας μια εποχή με διαφορετικές αναζητήσεις από εκείνες που εξέφραζε η όπερα. Δίνοντάς μας την ευκαιρία να ανακαλύψουμε –μα και να απολαύσουμε– μιαν άλλη πτυχή της δημιουργίας του Βέρντι, του Μπελίνι και του Ροσίνι. Ένα τραγούδι πιο κοντά στην καθημερινότητα του αστού της εποχής, πιο πουπουλένιο σε σχέση με το στιλιζάρισμα της οπερατικής άριας, πιο ελεύθερο και ποιητικό (ακόμα και στα μελαγχολικά του) απέναντι στον έρωτα. 

Κάπως έτσι, ακούσαμε ωδές προς τη μελαγχολία ("Malinconia, Ninfa Gentile") και το λυκόφως ("Le Crépuscule") –εδώ καταχειροκροτήσαμε την Παπαθανασίου, στην κορυφαία ίσως ερμηνεία της βραδιάς– συμμεριστήκαμε την αγωνία της Αντζολέτα για το αν ο γονδολιέρης της καρδιάς της θα κέρδιζε σε μια κωπηλατική κούρσα στα νερά της Βενετίας (φυσικά και κέρδισε, λαμβάνοντας μάλιστα και φιλί από την Αντζολέτα), ακολουθήσαμε τα βήματα ενός φλέρτι χορού της εποχής στο "La Danza", συμμεριστήκαμε το κάλεσμα για την επιστροφή της ναζιάρας Φίλλυς ("Torna, Vezzosa Fillide") και –ίσως με κάποια περίσκεψη;– παρατηρήσαμε το πώς η αστική τάξη του 19ου αιώνα αρεσκόταν σε εξωραϊσμένα, ανάλαφρα κατά βάση, πορτραίτα όσων βρίσκονταν έξω από τη σφαίρα της, ακούγοντας για τον χαρωπό καπνοδοχοκαθαριστή του Βέρντι ("Lo Spazzacamino") ή για την ατίθαση τσιγγάνα του Ντονιτζέτι ("La Zingara"). 

Σε κάθε περίπτωση, η Παπαθανασίου απέδωσε θαυμάσια όποια διάθεση κι αν πρόσταζαν οι μελωδίες και οι στίχοι (τους οποίους βλέπαμε μεταφρασμένους σε προτζέκτορα), όχι μόνο με τη φωνή της, μα και με τη χαριτωμένη, λεπτή της παρουσία επί σκηνής. Η οποία πρόδιδε ασφαλώς μια σημαντική οπερατική εμπειρία: στην παράσταση συμμετείχαν δηλαδή και τα χέρια της, το βλέμμα της, οι εκφράσεις γενικά του προσώπου, όπως και οι κινήσεις του κορμού. 

Τα χειροκροτήματά μας στο τέλος της συναυλίας την «ανάγκασαν» σε δύο encore. Κι αν το πρώτο φάνηκε προμελετημένο (ένας ακόμα Μπελίνι), το δεύτερο ήταν εντελώς αυθόρμητο και της στιγμής, αντικατοπτρίζοντας μια εμφανή ικανοποίηση εκ μέρους της –όπως φυσικά και του Αγγελόπουλου– για τον ενθουσιασμό και τα μπράβο μας.



31 Μαρτίου 2023

Αλέξανδρος Δρόσος - ανταπόκριση (2014)


Δεν είχα προσέξει καλά τα e-mail που λάμβανα πριν 10 χρόνια από τη δράση της ομάδας ΦΥΤΑ, αλλιώς δεν θα αντιμετώπιζα με έκπληξη την εμπλοκή του Αλέξανδρου Δρόσου στη συζητημένη sci-fi κουήρ βίντεο-όπερα «Orfeas2021» για την οποία μπορείτε να διαβάσετε λεπτομέρειες στο MiC, μ' ένα κλικ εδώ.

Εγώ, από την άλλη, τον γνώρισα ως φέρελπι νέο πιανίστα τον Φεβρουάριο του 2014, όταν έπαιξε στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» του Μεγάρου Μουσικής. Σε μια βραδιά που δεν ήταν μεν σε όλα της ευτυχής, μα πέτυχε να αναδείξει το ταλέντο του εν μέσω μινιμαλιστικών αναφορών, μαθηματικών, video games και της βαθιάς θρησκευτικότητας του Oliver Messiaen.

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε στον Τύπο, ως promo για τη συναυλία


«Είναι η πρώτη συναυλία τέτοιας εμβέλειας που κάνω», δήλωσε ο Αλέξανδρος Δρόσος φτιάχνοντας (ο ίδιος, όχι κάποιο μάνατζμεντ) τη σχετική εκδήλωση στο Facebook, «θα το εκτιμούσα πάρα πολύ αν πληροφορούσατε όποιον θεωρείτε πως θα ενδιαφερόταν». Η φράση, μέσα στην ευγένειά της, φανέρωνε και τη –δικαιολογημένη– αγωνία ενός νεαρού πιανίστα/συνθέτη για την πρώτη του εμφάνιση στο Μέγαρο Μουσικής. Από την άλλη, τούτος ο 25άχρονος ανακοίνωσε ότι θα αναμετριόταν με τον Oliver Messiaen και με το "Canto Ostinato" του Simeon Ten Holt, χώρια που θα μας παρουσίαζε και δύο δικά του έργα. Παρά το όποιο τρακ, λοιπόν, ο πήχης είχε τοποθετηθεί ψηλά. 

Φτάνοντας στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος», απόρησα με την κοσμοσυρροή. Οπωσδήποτε είχαν έρθει αρκετοί φίλοι του Δρόσου: πέραν του ότι έκαναν αισθητή την παρουσία τους επευφημώντας τον στην είσοδο του δεύτερου μέρους, δεν εξηγούνταν αλλιώς πώς βρέθηκαν στο Μέγαρο τόσα αγόρια και κορίτσια στη δεύτερη δεκαετία της ζωής –το θέαμα είναι πιο σπάνιο και από τετράφυλλο τριφύλλι. Ακόμα κι αν μετρήσουμε και τους πιθανούς συγγενείς, πάντως, νομίζω ότι η συναυλία κίνησε και μια γενικότερη περιέργεια. 

Το πρώτο μισό μου άφησε μοιρασμένες εντυπώσεις. Ως έναν βαθμό, επρόκειτο για θέμα δομής· βάζοντας τον 15ο στοχασμό του Messiaen πάνω στη γέννηση του Ιησού Χριστού ("Le Baiser De L' Enfant-Jésus") εμβόλιμο σε δύο δικές του συνθέσεις, ο Δρόσος πήρε ένα ρίσκο, το οποίο θεωρώ πως δεν του βγήκε: γεννήθηκε δηλαδή μια αναπόφευκτη σύγκριση, που απέβη σε βάρος των δικών του έργων. Όχι γιατί δεν ήταν άξια λόγου ή γιατί στερούνταν αρετών, αλλά επειδή, καλώς ή κακώς, υπερτονίστηκε ο πρωτόλειος χαρακτήρας τους και η απόστασή τους από τον Messiaen. 

Η «Ακολουθία», με την οποία ξεκίνησε η συναυλία, είναι –κατά δήλωση του Δρόσου– ένα έργο μη ολοκληρωμένο, που ξεκίνησε να φτιάχνει το 2013. Ήχησε πράγματι ατελές, αν και οφείλω να παραδεχτώ ότι βρήκα ενδιαφέρουσα αυτή την απόπειρα αποτύπωσης της εμπειρίας των video games σε μια πιανιστική σύνθεση: υπήρχαν έξυπνα σημεία και καλή ροή. Το έτερο έργο του νεαρού δημιουργού, ονόματι «The Abundant Lake», βασιζόταν επίσης σε ένα concept («απεικονίζει» μια λίμνη, πρώτα κατά τη δημιουργία της, ύστερα κατά την καθημερινή της ύπαρξη) και διακατεχόταν από την ίδια ευστροφία ως προς τις ιδέες, μα και από μια αδυναμία να αρθρωθεί πάνω τους κάτι ικανό να προξενήσει εντύπωση διαρκείας. Δεν ξέρω αν η χρήση μαθηματικών, στην οποία προέβη, τον βοήθησε τελικά ως προς την κλιμάκωση ή αντίθετα «στέγνωσε» τη διμερή πλοκή που είχε φανταστεί. 

Ούτε πάντως και ο Messiaen με άφησε πολύ ικανοποιημένο, για να είμαι ειλικρινής. Παρουσιάστηκε καλά διαβασμένος ο Δρόσος, διέθετε επίγνωση της δυσκολίας του "Le Baiser De L' Enfant-Jésus" και θα ήμουν άδικος αν έλεγα ότι δεν έφερε σε πέρας το έργο με ευκρίνεια, ευλάβεια μα και με πάθος. Ζορίστηκε, όπως έδειξε και ο ιδρώτας που σκούπισε από το μέτωπό του τελειώνοντας –κι όμως, αυτό ήταν το μόνο σημείο όπου το πήραμε χαμπάρι, μιας και, κατά τα άλλα, η κινησιολογία του φανέρωσε άνεση. Ωστόσο μια συναυλιακή συνθήκη δεν είναι ωδειακή εξέταση, ακόμα κι αν τη θέσουμε στο υψηλότερο δυνατό διαγωνιστικό πλαίσιο. Δεν είναι λοιπόν θέμα του αν πήρες «άριστα», όσο του αν βρήκες τον τρόπο να μεταφέρεις μια (δεδομένη) συγκινησιακή δυναμική. Και, ως προς τη συγκεκριμένη παράμετρο, εμένα τουλάχιστον κάτι μου έλειψε. 

Αλλά ο Δρόσος πήρε θριαμβευτική ρεβάνς στο δεύτερο μέρος της βραδιάς. Με το που μπήκε, πραγματικά όρμησε με φούρια στα πλήκτρα του πιάνου του και μέσα σε λίγα μόνο λεπτά μας έδειξε όχι μόνο το πόσο καλά γνώριζε τα κατατόπια του "Canto Ostinato" του Ten Holt, αλλά και ότι είχε τον τρόπο να το παίξει έτσι ώστε να το καταστήσει συναρπαστικό ακόμα και για όσους ήδη το ξέραμε. Έπιασε εξαίσια τον μινιμαλισμό του, το μετέφερε πολύ επιτυχημένα σε εκδοχή για σόλο πιάνο (είναι, θυμίζω, γραμμένο για πολλαπλά πληκτροφόρα όργανα), απέδωσε ατόφιο τον λυρισμό του, στάθηκε με τον απαιτούμενο ενθουσιασμό σε όσες εναλλαγές το απαιτούσαν. 

Τον έβλεπα παραδομένο ψυχή και σώματι σε αυτό το τόσο ιδιαίτερο πόνημα του Ten Holt και πραγματικά τον θαύμασα. Ήταν η στιγμή που πείστηκα ότι, όντως, πρόκειται για ένα νέο ταλέντο που έχει να κομίσει τη δική του δροσιά στα κλασικά πράγματα.