09 Φεβρουαρίου 2023

The Stranglers - συνέντευξη (2019)


Είχα εντελώς ξεχάσει την κουβέντα που είχα κάνει με τον Jean-Jacques Burnel, ενόψει μιας συναυλίας των Stranglers στην Αθήνα, τον Δεκέμβριο του 2019.

Ανασύρθηκε όμως στη μνήμη μου σήμερα το πρωί στο γραφείο, καθώς ο συνάδελφος Adrian Βρεττός εδώ πάντα ξεκινά τη μέρα με ένα τραγούδι –και σήμερα αυτό ήταν το "Peaches" των Stranglers, από το ντεμπούτο τους Rattus Norvegicus (1977). 

Ανέλπιστα καλά πήγε τώρα η κουβέντα με τον Burnel, από την οποία δεν περίμενα πολλά: από ένα σημείο και μετά, δηλαδή, έχεις την εντύπωση ότι γκρουπ σαν τους Stranglers πάνε κάπως στον αυτόματο πιλότο, οπότε κάπως βαριέσαι κι εσύ. Αν κι αυτό δεν είναι ολότελα ακριβές στη δική τους περίπτωση (όχι πάντα, τουλάχιστον). 

Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που δόθηκε ως promo στον Τύπο


Αν και πάνε 7 χρόνια από τον τελευταίο σας δίσκο «Giants» (2012), παραμένετε ιδιαιτέρως ενεργητικοί σε επίπεδο ζωντανών εμφανίσεων. Περνάτε καλύτερα περιοδεύοντας; Ή οι ψηφιακές μας ημέρες έχουν κάνει δύσκολη τη δισκογραφία; 

Τα τελευταία χρόνια ήμασταν τόσο απασχολημένοι ταξιδεύοντας σε όλον τον κόσμο για συναυλίες, ώστε όχι μόνο για δισκογραφία δεν είχαμε μυαλό, μα ούτε καλά-καλά για να μαζέψουμε τις σκέψεις μας. Ωστόσο, είναι αλήθεια: ο τρόπος που θεωρούσαμε «παραδοσιακό» ως προς την επαφή με τη μουσική, έχει πλέον αλλάξει. Όμως η ανάγκη να φτιάξουμε νέα μουσική και κυρίως η ανάγκη να ερμηνεύσουμε τον κόσμο μέσω αυτής, είναι ακόμα εδώ.

Άρα υπάρχει φρέσκο υλικό; Θα συνεχίσετε την «παράδοση» των Stranglers στη συναυλία της Αθήνας, να παρουσιάζετε δηλαδή νέα τραγούδια live, πριν φτάσετε στην τελική στούντιο μορφή; 

Ναι, υπάρχει φρέσκο υλικό: πρόσφατα καταφέραμε και να γράψουμε, αλλά και να ηχογραφήσουμε καινούρια τραγούδια. Η δε παράδοσή μας συνεχίζει όπως την ξέρετε, οπότε να το έχετε σίγουρο ότι θα παίξουμε και νέα κομμάτια στην Αθήνα.

Έχετε εμφανιστεί πολλές φορές στην Ελλάδα, καταφέρνοντας κάθε φορά να ανανεώνετε τους δεσμούς με το εγχώριο κοινό. Υπάρχει κάποια άγνωστη ιστορία, την οποία θα ήθελες να μοιραστείς;

Υπάρχουν πολλές άγνωστες ιστορίες, ωστόσο στο θέμα αυτό θα ήθελα να παραμείνω διακριτικός. Ας πούμε όμως το εξής, ότι έχω μόνο θετικές μνήμες από τις φορές που βρεθήκαμε στην Ελλάδα με τους Stranglers. Έχω αγαπήσει στη χώρα σας...

Εντωμεταξύ, το άλμπουμ του 1984 «Aural Sculpture» βγήκε σε deluxe βινυλιακή επανέκδοση, με κάμποσα ακυκλοφόρητα τραγούδια εκείνης της περιόδου. Μετά από τόσα χρόνια, πώς αποτιμάς αλήθεια την παρέμβαση του παραγωγού Laurie Latham;

Το «Aural Sculpture» είχε πολλές περιπέτειες, με την Epic Records να απορρίπτει τα αρχικά demo. Ο Laurie κλήθηκε λοιπόν να κάνει τη μουσική μας πιο προσβάσιμη στην αμερικάνικη αγορά. Εκείνα τα χρόνια αποδέχθηκα την παρέμβασή του με απροθυμία. Σκεπτόμενος πλέον τα πράγματα από απόσταση, κατανοώ ότι μας έμπασε σε μια ηχητικά άγνωστη περιοχή. Και, τελικά, κάτι τέτοιο πάντα αποδεικνύεται θετικό. 

Πρόσφατα κάναμε μια συνέντευξη με ένα ελληνικό γκρουπ, τους Magic De Spell, με τους οποίους δούλεψες ως παραγωγός πίσω στο 1993, για το άλμπουμ τους «Διακοπές Στο Sarajevo». Θυμήθηκαν λοιπόν πόσο καίρια ήταν τότε η επιμονή σου να γράψουν στίχους στα ελληνικά. Γιατί είχε τόση σημασία; 

Κοίτα, το rock 'n' roll είναι διεθνής υπόθεση και από αυτή την άποψη ανήκει πραγματικά στον καθένα. Την ίδια στιγμή, όμως, πιστεύω ότι αντλεί τη δύναμή του από το πόσο καλά μπορεί να αντικατοπτρίσει και τα τοπικά θέματα που αποτελούν την καθημερινότητα μιας μπάντας. Χρειάζεται λοιπόν να εκφράζεσαι με τρόπο άμεσα αντιληπτό και κατανοητό, στο περιβάλλον όπου δραστηριοποιείσαι.

Στους Stranglers, πάντως, ένα σημαντικό κομμάτι της στιχουργικής σας είχε να κάνει με το πώς αποτυπώνατε όσα συνέβαιναν στον ευρύτερο κόσμο. Σήμερα, πού στέκεσαι ως παρατηρητής των διεθνών εξελίξεων;

Από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω; Κλιματική αλλαγή, ο Ντόναλντ Τραμπ είναι Πρόεδρος των Η.Π.Α., η Κίνα, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Τουρκία, η κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Βλαντιμίρ Πούτιν, τα όσα κάνει ο Rodrigo Duterte στις Φιλιππίνες, το Ιράν, ο πόλεμος στη Συρία, η Βενεζουέλα, αλλά και η κατάσταση με τα ναρκωτικά και το μεταναστευτικό. Θα χρειαζόμασταν ώρες για να τα συζητήσουμε όλα αυτά διεξοδικά.

Ας πάμε λοιπόν στο μακρινό παρελθόν, στις punk ημέρες της Βρετανίας, τότε που παίξατε support στις περιοδείες που έκαναν στο Νησί η Patti Smith και οι Ramones. Επηρέασαν αλήθεια τη γραφή σας τα όσα ζήσατε κοντά τους; 

Οι μέρες εκείνες ήταν φοβερές. Ωστόσο η γραφή μας είχε ήδη τον χαρακτήρα που ξέρετε, καθώς το υλικό τόσο για το «Rattus Norvegicus» (Απρίλιος 1977), όσο και για το «No More Heroes» (Σεπτέμβριος 1977), είχε ήδη γραφτεί.

Τέλος, ξέρω ότι κατέχεις μαύρη ζώνη έβδομου βαθμού στο Shidokan Karate. Ασχολείσαι ακόμα; 

Ασχολούμαι, ναι! Απλά όχι τόσο συχνά, τα τελευταία χρόνια. Οι Stranglers συνεχίζουν να απαιτούν το μεγαλύτερο μέρος του ελεύθερου χρόνου μου, ειδικά όταν βρισκόμαστε σε περιοδείες.



07 Φεβρουαρίου 2023

Lara Fabian - συνέντευξη (2016)


Αναλογιζόμενος τη συναυλία της Lara Fabian στο γήπεδο του Tae Kwon Do, τον Μάιο του 2018 (δείτε εδώ), θυμήθηκα ότι κάποτε είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο. Μεταξύ άλλων για τη Céline Dion και τη Γιουροβίζιον, αλλά και για τον Θεό και για το φαγητό.

Αυτό που δεν θυμήθηκα άμεσα είναι ότι δεν είχαμε μιλήσει πριν την προαναφερόμενη συναυλία, αλλά το καλοκαίρι του 2016, ενόψει μιας επικείμενης εμφάνισης στο Γήπεδο Τέννις του Ολυμπιακού Σταδίου, τον Σεπτέμβρη. Όμως οι απρόσμενα δυσμενείς καιρικές συνθήκες οδήγησαν στη ματαίωση της βραδιάς. Προσπαθώ επίσης να προσδιορίσω αν ήταν τότε που είχα τραβηχτεί με τη Χριστίνα στους χώρους του ΟΑΚΑ, ψάχνοντας μες την όλη ταλαιπωρία για το γήπεδο τέννις. Δεν είμαι 100% σίγουρος, αλλά νομίζω πως ναι. Μου φαίνεται μάλιστα ότι προλάβαμε και είδαμε το support των Stereo Soul, οι οποίοι είχαν γίνει γνωστοί ως φιναλίστ του «X-Factor» εκείνης της χρονιάς. 

Η συνέντευξη που προέκυψε από την κουβέντα μας δημοσιεύτηκε το 2018 στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από promo υλικό που είχε δοθεί στον Τύπο


Πρώιμα παιδικά χρόνια στην Κατάνια –με τα ιταλικά ως μητρική γλώσσα– μεγάλωμα κατόπιν στο Βέλγιο, αργότερα υπήκοος Καναδά. Σε ένα τόσο κοσμοπολίτικο περιβάλλον, ποιο μέρος αποκαλείτε τελικά «σπίτι»; 

Με τα συγκεκριμένα μέρη έχω δεθεί συναισθηματικά, λόγω καταγωγής ή λόγω της πορείας της ζωής μου. Ο Καναδάς και το Βέλγιο είναι οι χώρες με τις οποίες συνδέομαι ως πολίτης κι αυτές επίσης που βρίσκονται στην καρδιά μου. Θα έλεγα όμως ότι «πατρίδα» είναι ο συνδυασμός όλων αυτών των τοποθεσιών, δηλαδή ένας φανταστικός τόπος στον οποίον θα ενώνονταν οι Βρυξέλλες, το Μόντρεαλ και η Σικελία. 

Δεν αισθάνομαι ότι πρέπει να διαλέξω, καθώς ανήκω σε όλα αυτά τα μέρη κι εκείνα με τη σειρά τους αποτελούν κομμάτια μου. Πέρα από τη γεωγραφία, πάντως, το μέρος που μπορώ πραγματικά να αποκαλέσω «σπίτι» είναι εκείνο όπου βρίσκονται κάθε φορά οι αγαπημένοι μου άνθρωποι –η κόρη μου, ο άντρας μου, η οικογένειά μου γενικότερα. Όπου κι αν είναι, γωγραφικά μιλώντας.

Στο παρελθόν σας έχω ακούσει να τραγουδάτε στα ελληνικά, πλάι στον Μάριο Φραγκούλη –σε εξαιρετικά ελληνικά, μάλιστα. Μάθατε απλά το συγκεκριμένο τραγούδι για τις ανάγκες της εμφάνισης ή έχετε βαθύτερη σχέση με τη γλώσσα μας; 

Ευχαριστώ για το κομπλιμέντο. Δεν μιλάω ελληνικά, αλλά τόσο στα γαλλικά, όσο και στα αγγλικά, έχουμε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ελληνικών λέξεων ή λέξεων με ελληνική ετυμολογία –ορίστε, μόλις χρησιμοποίησα κι εγώ μία! (σ.σ.: etymology). Τα ελληνικά, επομένως, βρίσκονται στην καθημερινή μας επικοινωνία. Το να τραγουδώ βέβαια σε μια γλώσσα την οποία δεν μιλάω απαιτεί περισσότερο μια φωνητική προσπάθεια και σε αυτό με έχουν συχνά βοηθήσει οι παρτενέρ μου στα ντουέτα, «οδηγώντας» με στη διαδικασία. 

Ποιες γλώσσες βρήκατε αλήθεια πιο δύσκολες, από τις τόσες στις οποίες έχετε τραγουδήσει; Και πώς ξεπερνάτε τα προβλήματα που δημιουργούνται, πέρα από τη βοήθεια των εκάστοτε παρτενέρ;

Νομίζω η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισα ήταν όταν μου ζήτησαν να πω ένα τραγούδι στα κινέζικα. Παρά την καλή μου θέληση και τη βοήθεια που έλαβα, αμφιβάλλω ότι υπήρξα επαρκής για την περίσταση. Το κορίτσι μάλιστα το οποίο με βοηθούσε είχε την ειλικρίνεια να μου πει σε σπαστά αγγλικά «Εσύ καλή τραγουδίστρια, μα κακή, πολύ κακή Κινέζα τραγουδίστρια» (γελάει) 

Δεν ξέρω λοιπόν αν θα το δοκίμαζα ξανά, νομίζω ότι θα μείνω στις ινδο-γερμανικές, σημιτικές και ουραλο-αλταϊκές γλώσσες για την ώρα. Εξάλλου, καθώς γράφω και τους στίχους στα περισσότερα κομμάτια μου, εκφράζομαι πιο άνετα στα γαλλικά, στα αγγλικά, στα ιταλικά και στα ισπανικά.

Μια διεθνής σταρ σαν κι εσάς είναι λογικό ότι δεν λαμβάνει μόνο θετικές αντιδράσεις, μα και αρνητικές. Μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας μια-δυο στιγμές τις οποίες θυμάστε ως πραγματικά δύσκολες;

Οι καλλιτέχνες μπορούμε να προχωράμε στις καριέρες μας μόνο κάνοντας όσα πιστεύουμε, μένοντας ειλικρινείς στην τέχνη μας. Γιατί ο κόσμος ξέρει να αναγνωρίζει την ειλικρίνεια και την τιμιότητα. Δεν γίνεται λοιπόν να μας επηρεάζει η ατομική οπτική που μπορεί να έχει όποιος έρχεται σε επαφή με τη δουλειά μας. Ειδικά σε μια εποχή σαν τη σημερινή, στην οποία διεξάγεται μια παγκόσμια συζήτηση μέσα π.χ. από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οπότε οι αντιδράσεις μπορούν να κρύβονται πίσω από την ανωνυμία που παρέχει η οθόνη του κομπιούτερ. 

Νεότερη, δεν κατανοούσα κάποιες από τις πιο έντονες αντιδράσεις –και τις έπαιρνα προσωπικά. Ένιωθα δηλαδή ότι οι επιθέσεις δεν αφορούσαν μόνο τα όσα παρουσίαζα μέσω της μουσικής μου, μα ότι ήταν και προσωπικές. Τώρα, με 25 χρόνια πορείας, έχω μάθει να μην παίρνω την κριτική τόσο προσωπικά, όσο άσχημα κι αν εκφράζεται. Άλλωστε τέτοιου είδους κριτική δείχνει συχνά περισσότερα πράγματα για εκείνους που εκφράζονται τόσο βίαια, παρά για εμένα. 

Είναι δικαίωμα του οποιουδήποτε να μη με συμπαθεί και να μην του αρέσει η μουσική μου. Το έχω δεχτεί. Και την ίδια στιγμή έμαθα να μην παίρνω και την επιτυχία τόσο στα σοβαρά. Αισθάνομαι ευγνώμων για το ότι έχω μπορέσει να συνδεθώ με τόσους ανθρώπους, μέσω της μουσικής μου. Κι αυτό είναι εν τέλει που μετράει.

Βρίσκεστε ξανά σε δημιουργική περίοδο; Ή ακόμα είστε απασχολημένη με τις ανάγκες του νεότερου «παιδιού» σας, του άλμπουμ Ma Vie Dans La Tienne (2015);

Η δημιουργική διαδικασία γύρω από το Ma Vie Dans La Tienne έχει ασφαλώς τελειώσει, όμως έχω μπροστά μου άλλες 20 περίπου συναυλίες μέχρι την ολοκλήρωση της σχετικής περιοδείας. Και το να παρουσιάζω ζωντανά τα τραγούδια μου, αποτελεί πάντα μια πολύ σημαντική φάση στη δουλειά μου. Η διασύνδεση με το ακροατήριο λειτουργεί και σαν πηγή νέας έμπνευσης και συνήθως αντικατοπτρίζεται στον επόμενο δίσκο. Χαίρομαι λοιπόν που το Ma Vie Dans La Tienne άρεσε σε τόσες χώρες και ρουφάω όλες τις σχετικές εμπειρίες, από κάθε μέρος από το οποίο περνάω. 

Στο μεταξύ, έχω πράγματι ξεκινήσει ένα καινούριο άλμπουμ. Θα είναι μάλιστα το πρώτο μου στα αγγλικά εδώ και αρκετά χρόνια, κάτι που με ενθουσιάζει. Δουλεύω με μια ομάδα Σουηδών και Αμερικανών, οπότε ο ήχος θα βγει πολύ διαφορετικός συγκριτικά με το Ma Vie Dans La Tienne, καθώς εκείνο είχε τις ρίζες του στη γαλλική κουλτούρα. Αυτή άλλωστε η δυαδικότητα αποτελεί κομμάτι της καλλιτεχνικής, μα και της προσωπικής μου ταυτότητας. 

Μιας και μιλάμε για δίσκους, ποιον θεωρείτε ως πιο σημαντικό σας, από την άποψη του χτισίματος μιας καριέρας; Πολλοί fans σας διαλέγουν το Lara Fabian του 1999, ως το πρώτο σας νούμερο 1 στη Γαλλία και ως εκείνο παράλληλα που σας έκανε όνομα στις Ηνωμένες Πολιτείες...

Φέτος κλείνουν 25 χρόνια από το ντεμπούτο μου. Κάθε δίσκος από εκεί και πέρα στάθηκε ως ένα λιθαράκι που έχτισε το μονοπάτι στο οποίο περπατώ σήμερα –τόσο ως καλλιτέχνης, όσο και ως γυναίκα. Κάθε ένας, έτσι, έχει για εμένα και μια ξεχωριστή σημασία, πέρα από το πώς μπορεί να τα πήγε εμπορικά. Και τα τραγούδια τους είναι ιστορίες που έχω συνθέσει μαζί με ανθρώπους οι οποίοι με συντρόφευσαν μέσα σε αυτά τα χρόνια· ιστορίες πολύ προσωπικές και αγαπημένες. 

Δεν εννοώ βέβαια ότι περιφρονώ το θέμα της εμπορικότητας. Είναι σημαντικό κι αισθάνομαι ευγνώμων για την απήχηση που έχει βρει η δουλειά μου. Στις μέρες μας, όμως, η «επιτυχία» είναι πια συνισταμένη πολλών παραμέτρων: συνεργασίες και συμφωνίες μεταξύ δισκογραφικών και ΜΜΕ, airplay στα ραδιόφωνα, του τι κάνουμε και δεν κάνουμε οι ίδιοι οι καλλιτέχνες κ.ά. Τέτοια πράγματα δεν έχουν πάντα σχέση με την ποιότητα της μουσικής. Γι' αυτό και τα αφήνω στους μάνατζερ να τα αναλύουν.

Σε συνεντεύξεις σας έχετε συχνά αναφερθεί στον Θεό. Τι ρόλο παίζει η πίστη στην προσωπική και στην καλλιτεχνική σας ζωή;

Έχω τα δικά μου πιστεύω και τις αξίες μου, πράγματα που οφείλονται στις πολιτισμικές μου καταβολές, στην ανατροφή μου, στο ευρύτερο περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα και βέβαια σε προσωπικές εμπειρίες, σπουδές, γνωριμίες με άλλους ανθρώπους. Αναζητώ τη γαλήνη, την εσωτερική ηρεμία και την αγάπη. 

Πιστεύω πραγματικά ότι, πίσω από τις τόσες διαφορές οι οποίες χωρίζουν τις διάφορες θρησκείες, βρίσκεται μια αποστολή αναζήτησης της αγάπης και της ευτυχίας. Κι αυτό μας ενώνει, τελικά, ως ανθρώπους. Μπορεί να αποκαλούμε τον Θεό με πολλά ονόματα στις προσευχές μας, όμως η προσωπική μας αναζήτηση έχει πολλά κοινά με τις αναζητήσεις άλλων συνανθρώπων, πέρα από σύνορα, διαχωρισμούς, τοίχους, εθνικότητες και θρησκευτικές ταυτότητες.

Αρκετοί σας συγκρίνουν με τη Céline Dion, με την οποία μοιράζεστε μάλιστα και μια ενδιαφέρουσα ιστορία, αφού το 1988 εκπροσωπήσατε το Λουξεμβούργο στην τότε Γιουροβίσιον (με το "Croire"), όπου κέρδισε εκείνη με το "Ne Partez Pas Sans Moi", ως αντιπρόσωπος της Ελβετίας. Τι θυμάστε πιο έντονα από εκείνη τη βραδιά; 

Εκείνο το βράδυ του 1988 ήμουν ένα κορίτσι 18 χρονών, που στάθηκε και τραγούδησε μπροστά σε εκατομμύρια ανθρώπους. Υπήρξε μια φοβερή εμπειρία και ακόμα θυμάμαι με λεπτομέρειες την όλη διαδικασία. Στα χρόνια τα οποία ακολούθησαν πιστεύω ότι η Γιουροβίζιον έγινε κάτι ακόμα πιο μεγάλο, φτάνοντας σήμερα να είναι ένα από τα πιο σημαντικά μουσικά σόου στον κόσμο, με το μεγαλύτερο αριθμητικά κοινό στον πλανήτη. Ακόμα με ευχαριστεί να την παρακολουθώ, κάθε χρόνο. 

Τις συγκρίσεις τώρα με τη Céline Dion, τις καταλαβαίνω: ανήκουμε στην ίδια «φωνητική οικογένεια». Αλλά η σύγκριση των πορειών μας σταματά σε εκείνο το βράδυ του 1988. Η δική της απόκτησε δικαίως μια τεράστια διεθνή εμβέλεια και παραμένει ακόμα και σήμερα μια τραγουδίστρια την οποία θαυμάζω και ως καλλιτέχνη και ως γυναίκα, καθώς δεν είναι μόνο το ταλέντο της –πρόκειται και για έναν πολύ ειλικρινή άνθρωπο. 

Έχετε γνωριστεί αλήθεια με τη Dion, έχετε κάτσει ποτέ να συζητήσετε για μουσική και για τη σόου μπιζ γενικότερα;

Οι δρόμοι μας διασταυρώθηκαν μία ακόμα φορά μετά τη Γιουροβίζιον. Και μπορώ να σας πιστοποιήσω ότι είναι αλήθεια όσα λέγονται, για το πόσο καλόκαρδη είναι. 

Η διασκευή σας στο "Je Suis Malade" είναι πολύ πετυχημένη εδώ στην Ελλάδα. Σας έχει εμπνεύσει η Dalida, η οποία έχει σχετιστεί ανεξίτηλα με αυτό το κομμάτι; Ποιες άλλες τραγουδίστριες θαυμάζετε;

Αν και η Dalida είπε το "Je Suis Malade" σε δεύτερη εκτέλεση –η πρώτη ανήκει στον Serge Lama, ο οποίος το έγραψε κιόλας, μαζί με τη σπουδαία Alice Dona– το έκανε πραγματικά δικό της: του χάρισε μια καταπληκτική ερμηνεία, που το δόξασε, καθιστώντας το διεθνή επιτυχία. 

Για εμένα υπήρξε μεγάλη έμπνευση η Dalida, σε πολλά επίπεδα. Θαύμαζα δηλαδή τόσο την ξεχωριστή της φωνή, όσο και την ομορφιά της (και την εξωτερική, αλλά και την εσωτερική), το ταλέντο της, γενικότερα το χάρισμά της. Έχω διασκευάσει ακόμα ένα δικό της τραγούδι, το "Il Venais D' Avoir 18 Ans", στον δίσκο Toutes Les Femmes En Moi (2009).

Υπάρχουν βέβαια πολλές ακόμα φωνές που υπήρξαν έμπνευση, κάθε μία με τον τρόπο της. Η Barbra Streisand, η Γαλλίδα τραγουδίστρια Barbara, η δική σας Μαρία Κάλλας, η Edith Piaf, η Joni Mitchell, η France Gall, η Kate Bush, η Annie Lennox, η Diana Ross. Από τους καλλιτέχνες του σήμερα αγαπώ περισσότερο την Adele, τον Ed Sheeran, τον The Weeknd, τον Sam Smith, τη Lorde και τη Beyoncé. 

«Μη λέτε όχι σε ένα ποτήρι κρασί, στο προσούτο της Πάρμα, στα σπιτικά μακαρόνια ή σ' ένα πιάτο ριζότο», έχετε πει στο παρελθόν. Τι άλλες απλές, καθημερινές χαρές σας αρέσει ν' απολαμβάνετε;

Το μαγείρεμα και το φαγητό είναι πολύ σημαντικά πράγματα στην καθημερινότητά μου, αποτελούν –τόσο για εμένα, όσο και για την οικογένειά μου– μια αστείρευτη πηγή ευτυχίας. Τρελαινόμαστε να μαγειρεύουμε με τον άντρα και την κόρη μου! Και φυσικά λατρεύουμε να τρώμε... 

Είμαστε πολύ φίλοι της ιταλικής και γενικότερα της μεσογειακής κουζίνας. Από τις υπόλοιπες αγαπώ την ιαπωνική. Ένας από τους καλύτερους οικογενειακούς μας φίλους είναι η Γιαπωνέζα σεφ Masayo San, η οποία έχει δικό της εστιατόριο στο Παρίσι. Το τι κάνει λοιπόν στην κουζίνα μας όταν έρχεται για επίσκεψη, δεν περιγράφεται, μιλάμε για μαγεία στο στόμα μας. Τόσο, ώστε η κόρη μου λέει ότι θέλει να γίνει σεφ, όταν μεγαλώσει!

Η πιο μεγάλη καθημερινή απόλαυση, πάντως, είναι οι ώρες που περνώ με τον σύζυγο και την κόρη μου. Μια απλή χορτόσουπα που μπορεί να φτιάξουμε παρέα και να μοιραστούμε ή μια ταινία την οποία θα κάτσουμε να δούμε όλοι μαζί, είναι οι πιο πολύτιμες στιγμές μου.




06 Φεβρουαρίου 2023

Lara Fabian - ανταπόκριση (2018)


Κάποια μέρα που βρισκόμουν στο γραφείο, ενώ εξέταζα πώς διαμορφώνεται το συναυλιακό πρόγραμμα του 2023 μέχρι στιγμής, πέρασε από το μυαλό μου η Lara Fabian και η βραδιά της στο γήπεδο του Tae Kwon Do, στο Φάληρο, τον Μάιο του 2018. 

Σκέφτηκα λοιπόν ότι άνετα, πολύ άνετα, θα την έβαζα στις χειρότερες συναυλίες που έχω παρακολουθήσει τα τελευταία 10-15 χρόνια. Η κοσμοσυρροή εντυπωσιακή, βέβαια, μα επί σκηνής δεν είδαμε παρά φινέτσα ανάκατη με πλήξη και φασόν συναίσθημα.

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά είχε δημοσιευτεί τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, (κυρίως) με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Ενώ περίμενα να αρχίσει η παράσταση στο Tae Kwon Do, σκέφτηκα όλους εκείνους που είχαν ξινίσει με τον κόσμο που μάζεψε ο ίδιος χώρος στους Kraftwerk (ξέρετε τώρα, αυτοί τους είχαν δει «όταν έπρεπε»). Ε, λοιπόν, το πλήθος των Kraftwerk δεν ήταν τίποτα μπροστά στη διήμερη πλημμύρα για χάρη της Βελγοκαναδέζας ερμηνεύτριας, με τη δεύτερη μέρα να φτάνει πολύ κοντά στο sold out της πρώτης. Δεν ξέρω αν το είχαμε καν υποψιαστεί πιο πριν, ότι η Lara Fabian είναι τόσο δημοφιλής στην Ελλάδα. Τι θα γίνει δηλαδή αν έρθει η Céline Dion;

Η αναφορά στην Καναδέζα σταρ δεν είναι τυχαία: ήταν πραγματικά δύσκολο να μην πάει ο νους σου στη Céline Dion, καθώς έβλεπες τη Lara Fabian. Λίγο-πολύ ίδια ηλικία, κοινά τα γαλλοκαναδικά βιώματα, κοινή και η οπτική τους πάνω στην τραγουδιστική τέχνη και στο τι εστί mainstream pop επιτυχία. Όσο κι αν πλασάρεται ως «ντίβα», η πρωταγωνίστρια του Φαλήρου έχει πατήσει προσεχτικά στα βήματα της Dion και ουδέποτε ξεμάκρυνε από αυτή τη βαριά σκιά για να γίνει κάτι πιο αυτόφωτο. Η πιο εύκολη κακία που μπορείς λοιπόν να ξεστομίσεις εναντίον της, είναι να τη χαρακτηρίσεις «Céline Dion του φτωχού». Ας με συγχωρήσει, αλλά το σκέφτηκα σε κανα-δυο σημεία της συναυλίας. 

Η οποία συναυλία ήταν χωρισμένη σε τρία μέρη, σηματοδοτημένα από τις τρεις αλλαγές φορέματος της Fabian. Μεγάλο μέρος αφιερώθηκε, όπως αναμενόταν, στο πιο πρόσφατο άλμπουμ Camouflage (2017), το οποίο είναι αγγλόφωνο –το στίγμα δόθηκε νωρίς, μάλιστα, καθώς το βίντεο που έπαιξε στην έναρξη και οι πολύχρωμες «εκρήξεις» που συνόδευσαν την έλευση της σταρ στη σκηνή έδωσαν πάσα στο "Chameleon", ως ορντέβρ της βραδιάς μας. 

Παρά ταύτα, το στήσιμο της όλης εμπειρίας αποδείχθηκε αρκετά στατικό: η Fabian στο επίκεντρο, χωρίς κάποια ιδιαίτερη σκηνική παρουσία και οι μουσικοί της ακούνητοι σχεδόν στις θέσεις τους. Χωρίς βίντεο υποστήριξη, λοιπόν, τα πράγματα θα ήταν δύσκολα ακόμα και για τις κυρίες μπροστά μου, που είχαν προφανώς πάει κομμωτήριο το πρωί προκειμένου να έρθουν στη Fabian. Ωστόσο τα βίντεο που είδαμε αποδείχθηκαν φτωχά (δέντρα, θάλασσες, κάτι καρδιές, κάτι κακοσχηματισμένα περιστέρια), δίνοντας την εντύπωση μιας ερασιτεχνικής απόπειρας. 


Τα αρκετά αγγλόφωνα τραγούδια, τώρα, τη βάρυναν τη συναυλία. Δεν είναι το φόρτε της Fabian, αν εξαιρέσουμε τη μεγάλη διεθνή επιτυχία "Ι Will Love Again", με την οποία κι έκλεισε η βραδιά –σε τόνο πανηγυρικό και με το ηλεκτρονικό φόντο εκ νέου ενορχηστρωμένο, ώστε να ακούγεται (σχετικά) επίκαιρο. Όπως δηλαδή συμβαίνει και με τη Céline Dion, έτσι κι εκείνη δείχνει πιο εκφραστική όταν τραγουδά στα γαλλικά. 

Επίσης, το αγγλόφωνά της, αν και φροντισμένα σε απίστευτο βαθμό (κάλλιστα θα άκουγες πολλά από αυτά σε δίσκους του Phil Collins ή των Coldplay), προκύπτουν υπέρ το δέον συνταγογραφημένα. Σε μια ανταπόκριση συναυλίας, βέβαια, δεν κρίνεται το (δεδομένο) υλικό, μα η live παρουσίασή του. Ωστόσο, ήταν τόσο το βάρος του φασόν, ώστε στο τέλος έμενε μόνο ο απόηχος της καλλιφωνίας της Fabian να κρατάει τα βλέφαρά σου από το να κλείσουν. Έπρεπε να φτάσουμε στο "Je T' Aime", δηλαδή, για να την απολαύσουμε και να βγάλουμε το καπέλο στη φωνητική της τέχνη. Ήταν η καλύτερή της στιγμή. 

Θα μου πείτε ίσως εδώ, μα ήταν αλήθεια το "Je T' Aime" η καλύτερή της στιγμή και όχι το "Je Suis Malade"; Ας επισημάνω λοιπόν ότι η Fabian δεν είναι Dalida: η προσέγγισή της, εξαρχής, στόχευσε στον φωνητικό εντυπωσιασμό και όχι σε εκείνο το ανυπέρβλητο συναισθηματικό τσαλάκωμα που επέδειξε η τελευταία όταν το είπε λ.χ. το 1981, στο «Olympia» του Παρισιού. 

Το πρόβλημα στο Tae Kwon Do, βέβαια, ήταν δυστυχώς βαθύτερο· και αφορά λίγο-πολύ όλο το γαλλόφωνο ρεπερτόριο το οποίο ακούσαμε, εξαιρουμένου του "Je T' Aime". Η Fabian, δηλαδή, δεν την πολυκουράζει τη φωνή της για χάρη των όσων τρέχουν να τη δουν. Πατάει στον αρχικό τόνο των επιλογών, μα στην πορεία καταφεύγει σε έξυπνους εντυπωσιασμούς και σε εύκολους συναισθηματισμούς, «κλέβοντας» έτσι την εκκλησία της συγκίνησης των αδαών και μουσικά απαίδευτων.  

Οδεύοντας προς φινάλε, θα ήταν κρίμα να μην πούμε κάτι για το άψογο της διοργάνωσης. Παρά τον τόσο κόσμο, δεν υπήρξε ταλαιπωρία στο Tae Kwon Do: ο χώρος αξιοποιήθηκε σωστά, χωρίς στριμωξίδια, ο ήχος αποδείχθηκε καταπληκτικός, οι φωτισμοί ήταν συντηρητικοί, αλλά πετυχημένοι. Οι μουσικοί της Lara Fabian, επίσης, έστω κι αν δεν κλήθηκαν να παίξουν κάτι το φοβερά περίπλοκο, έστω κι αν ήχησαν στυλιζαρισμένοι, έδειξαν την κλάση που περιμένεις να δεις σε μια παράσταση τέτοιων προδιαγραφών, «πιάνοντας» εύκολα τον στόχο κάθε περίστασης. 

Στον αντίποδα στάθηκαν δυστυχώς τα τρία λογύδρια της πρωταγωνίστριας. Γεμάτα αερολογίες, κλισέ, απευθυνόμενα σε ανθρώπους που αγαπιούνται σαν να καθαρίζουνε κρεμμύδια και διακατεχόμενα από μια ροζουλί αντίληψη για τον κόσμο, φλέρταραν με το αναίτια δακρύβρεχτο, μειώνοντας αισθητά το ποσοστό ντίβας που επιδιώκει να εκπέμψει.



05 Φεβρουαρίου 2023

Gianluigi Trovesi & Gianni Coscia - La Misteriosa Musica Della Regina Loana [δισκοκριτική, 2019]


Μια κριτική μου από το 2019 στο άλμπουμ «La Misteriosa Musica Della Regina Loana» των Gianluigi Trovesi & Gianni Coscia. Δύο Ιταλών μουσικών και δημιουργών που δεν είναι άγνωστοι στη χώρα μας και διακρίνονται για το υψηλό τους επίπεδο, αν και εδώ βρέθηκαν σε μια δισκογραφική στιγμή που ήταν μάλλον παιχνίδι για λίγους.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Μάλιστα, έγινε και αφορμή να ξαναβρεθούμε με τον Αργύρη Ζήλο, με τον οποίον είχαμε κάπως χαθεί, καθώς μου τηλεφώνησε διαβάζοντάς την. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που δόθηκε ως promo στον Τύπο το 2011, ενόψει της τότε αθηναϊκής τους συναυλίας


Με 24 χρόνια κοινής πορείας, Gianluigi Trovesi και Gianni Coscia δεν χρειάζονται τρικ και διαφημίσεις όταν έχουν καινούριο δίσκο. Με έναν τίτλο ωστόσο σαν το «La Misteriosa Musica Della Regina Loana», πετυχαίνουν μια αβίαστη ίντριγκα. Και γι' αυτόν που απλά διαβάζει τη φράση (αφήνοντας τη φαντασία του να καλπάσει για το ποια είναι αυτή η βασίλισσα Λοάνα και τι μυστήριο υπάρχει στη μουσική της) και για εκείνον που θα πιάσει τη διασύνδεση με τον Umberto Eco. 

Ο Eco αποτελεί κορμό του παρόντος δίσκου και μάλιστα ποικιλοτρόπως. Πρώτα-πρώτα, το «La Misteriosa Musica Della Regina Loana» παραφράζει προς το ...μουσικότερο το «La Misteriosa Fiamma Della Regina Loana», τίτλο μυθιστορήματός του από το 2004. Κατά δεύτερον, το άλμπουμ αφιερώνεται στη μνήμη του σπουδαίου Ιταλού στοχαστή (πέθανε το 2016), ο οποίος, συν τοις άλλοις, υπήρξε συμμαθητής του Coscia και συγγραφέας των liner notes στο πρώτο του CD. 

Όλα αυτά ίσως μοιάζουν άσχετα και παραπλανητικά, όμως δεν είναι: δημιουργούν ένα πλαίσιο κίνησης για τον νέο δίσκο των Trovesi & Coscia, εξηγώντας στην πορεία πολλά από όσα ακούμε εδώ. Διαφορετικά, θα μείνεις απλά να απορείς (ίσως μάλιστα και να εξοργιστείς) που ένας τόσο διακεκριμένος τζαζ βιρτουόζος σαν τον Coscia κάθεται στα 88 του χρόνια και παίζει ξανά-μανά το "As Time Goes By" και το "Moonlight Serenade" υπό το δεδομένο πρεστίζ της ECM, παραθέτοντας συχνά εδώ κι εκεί τη μελωδία από το "Bella Ciao", σε μια χρονική συγκυρία που το συγκεκριμένο τραγούδι έγινε μόδα, αποσυνδεόμενο από το πολιτικά φορτισμένο περιεχόμενό του.

Λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι στο «La Misteriosa Fiamma Della Regina Loana» ο Eco καταπιάνεται με τη φύση της Μνήμης, τα πάντα φωτίζονται διαφορετικά, ενώ στάνταρ επιλογές σαν τις παραπάνω αποκτούν εξτρά νοηματοδότηση. Οι Coscia & Trovesi αγγίζουν δηλαδή τις μουσικές αναφορές του βιβλίου και στην πορεία αναμετρώνται με το παρελθόν που έχουν και οι ίδιοι μαζί τους: στοχάζονται πάνω στην αρχική αντανάκλαση, μα την τοποθετούν συνάμα και στο παρόν, με τη ζηλευτή τους βιρτουοζιτέ στο ακορντεόν και στο (πίκολο και άλτο) κλαρινέτο να τους βοηθούν να βρουν την απαιτούμενη ισορροπία. 

Δημιουργείται έτσι ένα συνεχές μέσα στον μακρύ χρόνο, όπου ζωντανεύει ενώπιόν μας η εφηβική φιλία του Coscia με τον Eco ("Interlude"), η επαφή με το σύμπαν της κλασικής έκφρασης (τα 3 μέρη του "Nebjana" απηχούν το "In The Mists" του Leós Janàček), ο κινηματογραφικός μύθος της «Casablanca» ("As Time Goes By"), οι πρώιμες μέρες της τζαζ όταν ήταν ακόμα ανεξίτηλα ανακατεμένη με τα μπλουζ (το "Basin Street Blues" του Spencer Williams) και το "Bella Ciao" όχι ως χειρονομία προς την τρέχουσα επικαιρότητα, μα ως διασύνδεση με την ιταλική εντοπιότητα και ταυτότητα.

Αλλά, ενώ το όλο αφήγημα αποτυπώνεται διαυγές και με καλά αρθρωμένες ραφές, οι οποίες αναδεικνύουν τις επιθυμητές διασυνδέσεις κάθε που θα κάνεις τον κόπο να τσεκάρεις γι' αυτές, Coscia & Trovesi στήνουν εδώ ένα παιχνίδι για λίγους· και λειτουργεί μόνο αν αποδεχθείς την πρόσκλησή τους να παίξεις. 

Είναι μια συνθήκη ακροβασίας με εκ φύσεως συζητήσιμες ισορροπίες. Γιατί ο ακροατής που θα βάλει το «La Misteriosa Musica Della Regina Loana» απλά να παίξει στο Spotify ή στο CD player, δεν είναι υποχρεωμένος ούτε σε παιχνίδια να συμμετάσχει, ούτε με τον Eco να έχει ασχοληθεί, πόσο μάλλον με το συγκεκριμένο του έργο –το οποίο δεν συγκαταλέγεται και στις κορυφές του. Είναι επομένως μια πολύ προσωπική υπόθεση αυτή που διαδραματίζεται εδώ (κυρίως του Coscia). 

Στη γυμνή του ουσία, λοιπόν, το νέο άλμπουμ των Gianluigi Trovesi & Gianni Coscia μένει σε μάλλον στοιχειώδη πράγματα: αποσυνδεδεμένο από τις διακλαδώσεις και τις αναφορές στον Umberto Eco, δεν αποτυπώνεται ως κάτι το σπουδαίο, καθώς η αμιγής του καλλιτεχνική αξία ξοδεύεται σε μια συνθήκη όπου το βάζεις να παίξει (και να ξαναπαίξει) ως ευχάριστο φόντο κάποιας άλλης σου ασχολίας. Πέραν αυτών των ορίων χάνει τη δημιουργική του αυτοτέλεια και λειτουργεί μόνο αν το δεις ως βαθμίδα για να αγγίξεις μια συγκεκριμένη πτυχή του έργου του Eco.



03 Φεβρουαρίου 2023

Fraternity Of Sound Festival/μέρα 2 - ανταπόκριση (2017)


Όταν ήμουν αρχισυντάκτης του Avopolis, ένας από τους στόχους μου για το site ήταν ότι έπρεπε να βρίσκεται (σχεδόν) παντού στην πόλη, όπου συνέβαινε κάποιο μεγάλο ή μικρότερο μα ενδιαφέρον event. Να πηγαίνει εκεί ως κοινωνός της μουσικής ζωής, δηλαδή, όπως πήγαινε και ο κάθε απλός μουσικόφιλος, αλλά να είναι και σε θέση να αποτιμήσει κριτικά αυτό που είδε κι άκουσε.

Δεν ξέρω αν εκτιμήθηκε η πολιτική μου αυτή –από το κοινό, από τη διεύθυνση, ίσως και από τους κατά καιρούς συνεργάτες μου, ακόμα. Πάντως οι καλύτεροι και συνεπέστεροι ανάμεσά τους τη στήριξαν έμπρακτα, με τον κόπο, την κούραση και τα κείμενά τους. Όπως τη στήριξα κι εγώ, βέβαια, πιστός στην πάγια πεποίθησή μου ότι δεν νοείσαι ως αρχισυντάκτης, εάν πάψεις να επωμίζεσαι τα βάρη του συντάκτη. Αλλιώς γίνεσαι κάτι σαν διαχειριστής. Καλός διαχειριστής, ίσως, μα τίποτα παραπάνω από ένα ακόμα γρανάζι της διοίκησης. Και ο ρόλος σου δεν γίνεται, δεν μπορεί να περιορίζεται σε κάτι τέτοιο. Ψιλά γράμματα για πολλούς αρχισυντάκτες εκεί έξω, το γνωρίζω. 

Τα λέω αυτά γιατί από τις μεγαλύτερες δοκιμασίες τις οποίες περάσαμε ως ομάδα το φθινόπωρο του 2017 ήταν το υπερ-φιλόδοξο, πολυήμερο φεστιβάλ Fraternity Of Sound που διοργάνωσε τότε το Temple, ενοικιάζοντας το Fuzz ώστε να το φιλοξενήσει. Προσωπικά ανέλαβα την κάλυψη της 2ης μέρας του (ανήμερα 28η Οκτώβρη ήταν) και ακόμα το θυμάμαι ως ένα από τα πιο κουραστικά πράγματα που έκανα στην καριέρα μου. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που αισθάνθηκα το βάρος του χρόνου στις πλάτες μου και κυρίως στα πόδια μου. 

Οι Godflesh, ωστόσο, οι οποίοι επιστρέφουν φέτος στην Αθήνα (Σάββατο 4 Μαρτίου, στο Temple αυτή τη φορά), στάθηκαν επιβλητικοί. Έστω κι αν οι Unsane, λίγο πριν, παρά λίγο να τους κλέψουν την παράσταση και τη δόξα. Μια πλήρης ανταπόκριση για τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στο Fuzz και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα, εκτός από αυτές των Pharaoh Overlord & Omega Monolith που είναι του Μιχάλη Κουρή


Η 2η μέρα του Fraternity Of Sound έπεσε 28η Οκτωβρίου, σε ένα ιδιαίτερα φθινοπωρινό Σάββατο, ενώ θα ξεκινούσε και υπό τη σκιά του παραδοσιακού ποδοσφαιρικού ντέρμπι Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός. Δεν ήταν ν' απορεί λοιπόν κανείς που η έναρξη στο Fuzz έγινε μπροστά σε πολύ λίγα άτομα. Όσοι κόπιασαν από νωρίς, πάντως, φάνηκε ότι ήξεραν τι είχαν έρθει να δουν. 

Οι Pharaoh Overlord, βλέπετε, είναι ένα side project των Circle, εκείνων που χάλασαν κόσμο στην 1η μέρα του φεστιβάλ. Είναι βέβαια το ας το πούμε σοβαρό side project των Jussi Lehtisalo, Janne Westerlund & Tomi Leppänen, καθώς στη δική τους περίπτωση δεν έχουμε τρελά κολάν και προβοκατόρικες επικλήσεις στη hard rock τεστοστερόνη. 


Αντιθέτως, τα πράγματα οδεύουν προς την πειραματική πλευρά του rock κι έτσι δεν αργήσαμε να χαθούμε σε μια ηχητική σπείρα με χαρακτήρα χαλαρής δίνης (ή κολλητικού mantra), στην οποία ό,τι το «βαρύ» μάλλον πήγαζε από την αγάπη προς το stoner που έχουν φανερώσει κατά καιρούς στη δισκογραφία τους. Καθώς η φάση ήταν αμιγώς οργανική (παίχτηκε μόλις ένα κομμάτι με φωνητικά), ίσως τα πράγματα να έγιναν κάπως εγκεφαλικά για έναρξη. Εντούτοις το ενδιαφέρον δεν «έσπασε» και όσοι βρίσκονταν εκείνη την ώρα στο Fuzz χειροκρότησαν με θέρμη στο τέλος του set. 

Σειρά κατόπιν είχαν οι «δικοί μας» Omega Monolith, οι οποίοι βγήκαν μπροστά σε αισθητά περισσότερο κόσμο. Τους περίμενα με ανυπομονησία, θέλοντας να δω τι θα έκαναν στις πολύ καλές ηχητικές συνθήκες του Fuzz, αφού τους είχα παρακολουθήσει να παίζουν κολασμένα στις κακές συνθήκες του stage 2 στο περσινό Desertfest. 


Κι έτσι ομολογώ ότι απογοητεύτηκα λίγο, καθώς ναι μεν απόλαυσα ξανά τα ξεσπάσματά τους, όπου πρωταγωνιστεί σταθερά ο εκκωφαντικός τρόπος με τον οποίον παίζει τα τύμπανα ο Άλεξ Monolith, όμως ο χώρος που έδωσαν στην post-rock πλευρά των επιρροών τους δημιούργησε ένα ευπρόβλεπτο μοτίβο καταβυθίσεων και κορυφώσεων, που δεν κρύβει πια καμία έκπληξη ώστε να μπορεί να υπηρετήσει ένα οργανικό συναυλιακό set. Με δυο λόγια, τους απόλαυσα κάθε που βάραγαν, αλλά κάθε που γίνονταν αργοί έχανα εκείνες τις ωραίες διασυνδέσεις που έχουν βρει με την κληρονομιά των Isis και ανάλογων σχημάτων. 

Οι Ghold έσκασαν επί σκηνής με φοβερό τσαμπουκά και ενέργεια, παίζοντας το "Partaken Incarnate" (από το Of Ruin του 2015). Κατά τα λοιπά, όμως, είχαν έρθει στην Αθήνα αποφασισμένοι να μας σερβίρουν μια γενναία δόση του επικείμενου άλμπουμ Stoic –και μάλιστα σε υψηλά ντεσιμπέλ και με ασίγαστη επιθετικότητα. Πράγματι, μας έπιασαν όλους από τα μούτρα, αλλά κομμάτι το κομμάτι βρήκα προσωπικά ότι δεν είχαν και πολλά να μας δώσουν, πέρα από αυτό το ωμό ζοριλίκι. 


Το οποίο ναι μεν δεν έπαψε να λειτουργεί υπέρ τους εφόσον η συνθήκη ήταν συναυλιακή και μπορούσες να βλέπεις τη λύσσα με την οποία έπεφταν πάνω στα όργανά τους, δεν μπόρεσε όμως να κρύψει και τον μάλλον φτωχό και μονότονο χαρακτήρα των συνθέσεών τους. Πάντως το φινάλε του set με βρήκε σίγουρα σε αντίθετη πορεία με αυτήν της πλειονότητας του κόσμου στο Fuzz, που καταχειροκρότησε με έκδηλο ενθουσιασμό τους Βρετανούς. Και δεν αντιλέγω: ορισμένα πράγματα είναι εν τέλει και θέμα γούστου. 

Για εμένα, ας πούμε, ό,τι δεν έκαναν οι Ghold, το ποίησαν οι Unsane, οι οποίοι ήρθαν στη χώρα μας για πρώτη φορά στα περίπου 30 χρόνια πορείας τους, αντικρίζοντας τον περισσότερο κόσμο που θα μαζευόταν το Σάββατο στο Fuzz. Οι Νεοϋορκέζοι επέδειξαν δηλαδή την απαραίτητη μουσικότητα ώστε να μη νιώθεις ότι ακούς το ίδιο πράγμα σε αέναες παραλλαγές· κι ας έπαιζαν τα πάντα με την ίδια κτηνώδη μονολιθικότητα, σαν καλοκουρδισμένες μηχανές σε βαρέων βαρών αποστολή. Οι hardcore punk καταβολές των φωνητικών, οι noise rock περιπλανήσεις, η αμετακίνητη πρόσδεση σε ένα underground metal αμερικάνικης κοπής και τα φουριόζικα τραγούδια ενός γερού νέου δίσκου (σαν το "Factory"), υπήρξαν σύμμαχοί τους σε μια εξαιρετική συναυλία. 


Έτσι, σε στιγμές που ο κόσμος περίμενε να ακούσει –σαν το "Killing Time" ή το "Only Pain"– μπορούσες να δεις την αμφίδρομη σχέση της γενικευμένης πώρωσης, με τη σκηνή να «τρέφει» την πλατεία και τούμπαλιν: οι χοντρές στάλες ιδρώτα που έπεφταν από το μπέιζμπολ καπελάκι του απίθανου Chris Spencer, στάθηκαν αδιάψευστος μάρτυρας. Αλλά δεν ήταν εν τέλει ούτε τα χιλιόμετρα εμπειρίας των βετεράνων Unsane, ούτε η ιδιαίτερή τους ύπαρξη στα «σύνορα» διακριτών οντοτήτων του αμερικάνικου σκληρού ήχου, ούτε οι τραγουδάρες τους, που κέρδισαν την πρώτη τους αυτή ελληνική συναυλία. Ήταν πάνω από όλα η κωλοπετσωμένη αλητεία την οποία απέπνεαν επί σκηνής, καθώς και μια στιβαρή αποφασιστικότητα να «stay hungry», που μου έφερε κατά νου τους Sacred Reich. 

Με αυτά και με αυτά, βέβαια, ο πήχης ξάφνου ψήλωσε για τους δίκαιους headliners της 2ης Fraternity Of Sound ημέρας. Αλλά το κοινό που την τίμησε ήταν φανερό πως τους περίμενε με ιδιαίτερα δίψα τους Godflesh. Κι εκείνοι αποτυπώθηκαν ενώπιόν μας όσο επιβλητικοί τους είχαμε φανταστεί, με το βιομηχανικών απολήξεων metal τους να ξεπροβάλλει αλάθητα κοφτερό, όσο o Justin Broadrick με τον G. C. Green χάνονταν ψαρωτικά μέσα σε καπνούς αλλόκοσμα χρωματισμένους από τους μπλε, πράσινους, κόκκινους φωτισμούς. 


Με λίγα λόγια, οι Godflesh έπαιξαν με επίγνωση του underground θρύλου τους και με όλη εκείνη την καταιγίδα που έχει διακρίνει δισκογραφικές κορυφές σαν το Streetcleaner του 1989, κάνοντάς τους μία από τις πλέον επιδραστικές μπάντες σε ό,τι αποκαλούμε σχηματικά alternative metal ή metal για όσους έχουν λίγα-έως-καθόλου μαλλιά και μούσια. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι κι αυτοί διάλεξαν μια setlist επικεντρωμένη σε παλιό υλικό, ξέροντας προφανώς πόσο αδημονούσε το κοινό για κομμάτια σαν το "Mothra", το "Tiny Tears" ή το "Christbait Rising". Έτσι, η 2η μέρα του Fraternity Of Sound έκλεισε ιδανικά, μέσα σε βροντερά beats και σε μπασογραμμές με σεισμικές ποιότητες, τις οποίες ένιωθες (και) σωματικά.

Το νέο φεστιβάλ της Three Shades of Black δεν βρήκε την απήχηση που άξιζε στη μουσική του ποιότητα (κρίνοντας και από όσα διάβασα για την προσέλευση στις υπόλοιπες μέρες), πιστεύω όμως ότι και οι ιθύνοντες δεν έπεσαν από τα σύννεφα: θέλει χρόνο και πείσμα ένα event τόσο φιλόδοξης κλίμακας, απευθυνόμενο σε τσέπες που παραμένουν οικονομικά ρημαγμένες. Ειδικά εφόσον προσπαθεί να κάνει τη διαφορά εν μέσω ενός εκτροχιασμένου σκηνικού ως προς τη συναυλιακή υπερπροσφορά. 

Αν κάτι πρέπει να διορθωθεί την επόμενη φορά, είναι  η τήρηση του δημοσιευμένου ωραρίου. Γιατί, παρά τη σχετική εξαγγελία της διοργάνωσης, οι Pharaoh Overlord μπήκαν τελικά με 15 λεπτά αργοπορίας, τα οποία έγιναν 30 ώσπου να βγουν οι Omega Monolith και διατηρήθηκαν έτσι, εκτροχιαζόμενα σε περίπου 50 λεπτά καθυστέρησης για τους Godflesh.