02 Φεβρουαρίου 2023

Δήμητρα Γαλάνη & Ευστάθιος Δράκος - Το Βαλς Των Χαμένων Μετά [δισκοκριτική, 2016]


Μια κριτική μου από τα τέλη του 2016 στο άλμπουμ «Το Βαλς Των Χαμένων Μετά» της Δήμητρας Γαλάνη και του Ευστάθιου Δράκου, γνωστού από το συγκρότημα Minor Project. Δουλειά που πέτυχε να βγάλει ένα μεγάλο σουξέ για την εγχώρια δεκαετία των '10s, μα προσωπικά με άφησε αισθητά ανικανοποίητο.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που έχει δοθεί ως promo στον Τύπο


Να ένας ελληνικός δίσκος που έβγαλε σουξέ τόσο ευπρόσωπο και πιασάρικο (την "Εκδρομή"), ώστε φτάσαμε να το ακούμε και σε τηλεοπτική διαφήμιση –της μπύρας Fix– δίχως να τραβάμε τα μαλλιά μας. Δεν θυμάμαι από πότε έχει να συμβεί.

Πέτυχε λοιπόν διάνα το Βαλς Των Χαμένων Μετά, πέρα από το να επαναφέρει στην επικαιρότητα την αγαπημένη φωνή της Δήμητρας Γαλάνη· η τελευταία απόπειρα της οποίας (Αλλιώς, 2014) δεν βρήκε φοβάμαι την αναγνώριση που της έπρεπε. Ίσως γι' αυτό να αισθάνθηκε κι εκείνη πως χρειαζόταν να κάνει ένα πιο εμφανές βήμα προς ό,τι αντιλαμβάνεται ως «σήμερα»· πως έπρεπε να το πάρει κάπως ...αλλιώς, αν μου επιτρέπεται το λογοπαίγνιο.

Εδώ, ωστόσο, καταγράφεται ξανά μια διάσταση απόψεων που διατηρώ σε όλον τον μέχρι στιγμής 21ο αιώνα με όσες ανάλογες κινήσεις έχει πραγματοποιήσει, η οποία εδράζεται στο πώς αντιλαμβάνεται και ορίζει το «σήμερα»: ο Κ.ΒΗΤΑ ήρθε όταν πλέον είχε γίνει κτήμα (και) ενός έντεχνου κοινού, που ποτέ δεν συγκλονίστηκε από τους Στέρεο Νόβα· ο Βασιλικός, αντίστοιχα, όταν προσπαθούσε να γίνει crooner for the masses, σε μια στροφή μακριά από τις μέρες των Raining Pleasure, που για τους ενημερωμένους μουσικόφιλους παραμένει συζητήσιμη. Τώρα, ως «σήμερα» ζητείται να δεχτούμε τους Minor Project ή τέλος πάντων τον κινητήριο μοχλό τους Ευστάθιο Δράκο, καθώς το Βαλς Των Χαμένων Μετά χτίζεται πάνω στις μελωδίες του.

Μια τέτοια συζήτηση, βέβαια, γίνεται γρήγορα αρκετά σχετική, καθώς εξαρτάται (πολύ) από το ποιος ακούει και πού στέκεται στον ορίζοντα που ονομάζουμε «ελληνικό τραγούδι». Είναι εύκολο να δεχτείς τον Δράκο ως «νέα δύναμη» εκεί όπου στέκεται η Δήμητρα Γαλάνη, που προφανώς ακούει ραδιόφωνο και εξίσου προφανώς ψάχνει για κάτι ικανό να κάνει γκελ σε ευάριθμα αυτιά. Είναι ωστόσο αρκετά δύσκολο εκεί όπου στέκομαι π.χ. εγώ. Αντίστοιχα, είναι εύκολο για το κοινό λ.χ. του Μελωδία να βρει μια εύστοχη πρόκληση στο remix του Papercut στο "Νερό", έτσι μεσοβέζικα (και με μια διάθεση έκπτωσης;) όπως ορίζουμε σήμερα το «ραδιοφωνικό». Αλλά για ένα αυτί πιο εξοικειωμένο με τα διεθνή ηλεκτρονικά, η ασφάλεια της ευθείας στην οποία περπατά είναι μάλλον βαρετή.

Σε κάθε περίπτωση, εδώ έχουμε μια εξίσωση με 3 παράγοντες, οι οποίοι αποδεικνύονται μεν συμβατοί μεταξύ τους ώστε να φτάνουν σε ένα αποτέλεσμα με συνοχή, μα δεν στέκονται ισότιμα. Το Βαλς Των Χαμένων Μετά εδράζεται δηλαδή στο εύηχο «χαλί» που παρέχουν οι μελωδίες του Δράκου, μα εν τέλει αποτυπώνει ως ατού κυρίως τη Γαλάνη και σε δεύτερο πλάνο τον Νίκο Μωραΐτη: η πρώτη παραμένει ένας μοναδικός φορέας αισθαντικότητας και συναισθήματος, μια ερμηνεύτρια καταπληκτική, ικανή να δώσει ξεχωριστό βάρος στις λέξεις (προσέξτε το "Όστρακο")· ο δεύτερος είναι ένας στιχουργός ταγμένος στα εύστοχα και απλά πράγματα, ο οποίος δεν αισθάνεται κανένα κόμπλεξ με αυτήν την ας την πούμε «ποπ» προσέγγιση –χάρη σε εκείνη, απεναντίας, ανθούν τραγούδια σαν την "Εκδρομή" ή το "Ευτυχισμένοι Άνθρωποι". Έστω κι αν η γραφή του δεν βρίσκει στόχο σε κάθε περίσταση, παραμένει δροσερός αέρας σε ένα τεραίν που βρίθει ομφαλοσκοπικής μεγαλοσχημίας και ψευδοποιητικής μελαγχολίας.

Μουσικώς μιλώντας, όμως, οι συνθέσεις του Δράκου μοιάζουν με κάτι σαν Μάνος Χατζιδάκις σε ελαφριά τεχνολογική αναβάθμιση, συσκευασμένος σε χρηστικές ταμπλέτες για τη γενιά που στο σπίτι της έχει μόνο την Τζοκόντα. Το εγχείρημα δεν γίνεται ποτέ προσβλητικό (και οπωσδήποτε κάνει τη Γαλάνη να αισθανθεί στα νερά της), μα εξαντλεί γρήγορα τον μικρό του ορίζοντα, αδυνατώντας να στηρίξει έναν ολόκληρο δίσκο. Στο μοναδικό ορχηστρικό στιγμιότυπο ("Κόρθι"), ας πούμε, δεν ακούμε κάτι ικανό να σταθεί δίχως την αρωγή της φωνής και των στίχων.

Αντίστοιχα, η απόφαση να αναλάβει ο Δράκος και ερμηνευτικό ρόλο, αποτυπώνεται αδικαιολόγητη. Στα δύο δηλαδή κομμάτια όπου παίρνει τα ηνία ("Ο Ψαράς Των Λέξεων", "Βεγγαλικά"), τραγουδά πότε υπέρ το δέον θεατράλε, πότε με μια άτοπη γκραντιόζε αύρα, πότε σαν να μην εμπλέκεται καθόλου με όσα λέει, χαμηλώνοντας φοβάμαι τον αισθητικό πήχη για τον οποίον τόσο αγωνίζεται το σύνολο. Μάλιστα, το demo του "Ευτυχισμένοι Άνθρωποι" οδηγεί σε ευθείες συγκρίσεις με την απόδοση της Γαλάνη, που σε καμία περίπτωση δεν βγαίνουν υπέρ του νεαρού τραγουδοποιού.

Κάπως έτσι, το Βαλς Των Χαμένων Μετά απομένει σε ένα λίγο άβολο μεταίχμιο: δεν είναι σπουδαία δουλειά, μα δεν είναι και κακή. Αλλά, ενώ με τρώει το χέρι μου να βάλω έναν επίλογο που να αιτείται έναν δίσκο της Γαλάνη πιο τολμηρό, φοβάμαι ότι –και να υπάρξει– θα κάνει μια τρύπα στο νερό, έτσι ως έχει το ελληνικό τραγούδι σήμερα. Ένας π.χ. δίσκος της με τη Sissi Rada, για να το πω όπως το σκέφτομαι, δεν πρόκειται να βγάλει ούτε μισό σουξέ. Ενώ ένας δίσκος με τον Δράκο έβγαλε τουλάχιστον την "Εκδρομή". 

Θα μου πείτε, την κριτική δεν τη νοιάζουν τέτοια πράγματα. Σωστά. Και δεν πρέπει να τη νοιάζουν. Όμως και οι κριτικοί, έχουμε τις αγάπες μας. Και θέλουμε να τις βλέπουμε παρούσες. Ακόμα κι αν αισθανόμαστε ότι δεν μπορούμε να το χειροκροτήσουμε αυτό το παρόν.



01 Φεβρουαρίου 2023

Αποστόλης Αρμάγος: «Ελάτε Και Βλέπουμε» - ανταπόκριση (2017)


Παλαιότερων και παλιών ανταποκρίσεων συνέχεια, για λογαριασμό του blog, σήμερα με τη βραδιά του Αποστόλη Αρμάγου «Ελάτε Και Βλέπουμε» –ήταν Μάρτιος του 2017, στο «GiocondArt» του Ζωγράφου, το οποίο δεν υπάρχει πια. Ο ιδιοκτήτης του, ο Κύπριος τραγουδοποιός Χρίστος Μοδέστου, έχει στο μεταξύ μετακομίσει εκτός Αθήνας. 

Για τον Αρμάγο έχουμε γράψει και σε άλλη περίσταση (δείτε εδώ). Στη συγκεκριμένη βραδιά είχε κάμποσους καλεσμένους επί σκηνής, για ένα πρόγραμμα χωρίς παρωπίδες. Το οποίο μετακινήθηκε με αξιοσημείωτη ευκολία από το έντεχνο στον Μάκη Χριστοδουλόπουλο και από τις ελαφρές δόξες της Κούλας Νικολαΐδου στους ...Iron Maiden!

Μια ανταπόκριση από τα δρώμενα δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Είναι μεγάλη υπόθεση να έχεις χιούμορ. Και ο Αποστόλης Αρμάγος το διαθέτει περίσσιο. Με αυτό μας καλωσόρισε στη μικρή σκηνή του «GiocondArt», στα σύνορα Ζωγράφου και Ιλισίων, με αυτό μας έμπασε στο πρόγραμμά του, με αυτό έσπασε τον όποιο πάγο, με αυτό ίσως να ξόρκισε και τον πυρετό του –μαζί, ασφαλώς, με κάποιο αναγκαίο φαρμακευτικό σκεύασμα. Αν δεν μας το έλεγε, πάντως, δεν θα το παίρναμε χαμπάρι. 

Είναι μεγάλη υπόθεση να έχεις χιούμορ, όμως δεν μπορεί να βοηθήσει σε πολλά, αν δεν έχεις κάτι να πεις και αν δεν έχεις και τον κατάλληλο τρόπο για να το κάνεις. Πόσο μάλλον αν θες να το πεις όπως και ο Αρμάγος. Με ένα πρόγραμμα, δηλαδή, το οποίο αδιαφορεί για τα στεγανά μεταξύ έντεχνων, λαϊκών, ποπ και παραδοσιακών επιλογών και είναι έτοιμο (δοθείσης της ευκαιρίας) να προβεί σε μεταβάσεις που σε αρκετά αυτιά μπορεί να μην ακούγονται αποδεκτές. 

Στο κυρίως μέρος της παράστασης «Ελάτε και Βλέπουμε» που παρουσιάζει κάθε Δευτέρα στο «GiocondArt», ο Αρμάγος στέκεται μόνος του στη σκηνή, με μια κιθάρα. Η εικόνα είναι οικεία –έως υπερβολικά οικεία– η σύμβαση είναι παλιά όσο τουλάχιστον και οι κιθάρες, μα σε αυτήν την απλότητα κρύβονταν πάντα μεγάλες παγίδες. Πόσο μάλλον στις μέρες τις δικές μας, που έχει πια γεμίσει ο τόπος τραγουδοποιούς: αν κάτι δεν σου κάνει στη φωνή ή στον τρόπο ερμηνείας, δεν θα μείνεις να ακούσεις. 

Όμως ο Αρμάγος ξέρει πολύ καλά τι να την κάνει τη φωνή που έχει. Τραγουδάει σωστά, με άρθρωση καθαρότατη, η οποία επιτρέπει σε κάθε λέξη να ακούγεται στην κανονική της έκταση (άρα να έχει και το σωστό «βάρος»)· τραγουδάει επίσης καλά, έχοντας επίγνωση για το πού τον παίρνει και πού δεν τον παίρνει. Αλλά, πρωτίστως, τραγουδάει ωραία. Με εκείνον τον λίγο «μαγικό» τρόπο των επιτυχημένων τραγουδοποιών, που σε πείθει να κάτσεις κάτω και να ακούσεις.

Το πρόγραμμα, τώρα, πάει από τα προσωπικά του Αρμάγου στο "Δηλητήριο" του Βασίλη Καρρά και της Κωνσταντίνας (στο οποίο ανέβηκε μια άγνωστη κοπέλα από το κοινό για ντουέτο και τα κατάφερε μια χαρά, πρέπει να πω), από τον Φοίβο Δεληβοριά του "Η Κική Κάθε Βράδυ" στο ρουμελιώτικο τσάμικο "Ο Γερο-Τσέλιγκας" (έχει μείνει στη δημοτική δισκογραφία με τη φωνάρα του Τάκη Καρναβά, αλλά και με την Τασία Βέρρα), από τον "Αλέξη" των Olympians –δοσμένο σε επίκαιρα σατιρικό/πολιτικό φόντο– στο "Εσύ Ό,τι Πεις" του Μάκη Χριστοδουλόπουλου και στο "Αγάπη Μου Επικίνδυνη" του Στράτου Διονυσίου ή από το δοξασμένο ελαφρό της Κούλας Νικολαΐδου "Να Το Πάρεις Το Κορίτσι" στο "Μπες Παντού" του Νίκου Καρβέλα και στην "Κόρη Του Περιπτερά" του Κώστα Μπίγαλη (σε μία, παρεμπιπτόντως, εξαιρετική εκτέλεση). 

Σε άλλα χέρια, όλο αυτό εύκολα θα οδηγούσε σε ακαλαίσθητο αχταρμά. Ο Αρμάγος, όμως, τα ενοποιεί ωραία. Κυρίως γιατί τα τραγουδάει όλα ισότιμα. Δεν βλέπει δηλαδή τα μεν ως σοβαρά, τα δε ως cult, trash, guilty pleasure, δεν ξέρω κι εγώ τι. 


Το άλλο μέρος του προγράμματος, το μοιράζεται κάθε Δευτέρα με έναν καλεσμένο. Το συγκεκριμένο βράδυ ήταν ο Διαμαντής Διαμαντίδης –γνώριμος τόσο μέσα από τη δράση των Μητέρα Φάλαινα Τυφλή, όσο και από τους Radio Nowhere (μια tribute μπάντα στον Bruce Springsteen). Ο Διαμαντίδης έπαιξε φοβερή κιθάρα και τραγούδησε στιβαρά, δίνοντάς μας ένα μικρό πανόραμα των μέχρι στιγμής δραστηριοτήτων του, αλλά και μια πρώτη γεύση του καινούριου υλικού που ετοιμάζει αυτό το διάστημα. Στέκομαι ιδιαιτέρως στον "Ανθρώπινο Πυρσό", όχι μόνο γιατί το αγαπώ πολύ το συγκεκριμένο κομμάτι, αλλά και γιατί ήχησε το ίδιο δυνατό και παιγμένο μόλις με μία κιθάρα, αντί για την ομοβροντία οργάνων της Φάλαινας. Στέκομαι επίσης στην πολύ μετρημένη και συναισθηματική διασκευή στο "The Ghost Of Tom Joad" του Springsteen, ενώ βγάζω το καπέλο μου στη διασκευή του "Wasted Years" των Iron Maiden, την οποία έπαιξε ντουέτο με τον Αρμάγο.


Από τη σκηνή, όμως, παρέλασαν τελικά κι άλλοι καλεσμένοι, καθείς για να πει από ένα τραγούδι μαζί με τον οικοδέσποτη. Ο (άνωθεν εικονιζόμενος) Κύπριος τραγουδοποιός –και ιδιοκτήτης του GiocondArt– Χρίστος Μοδέστου κόμισε τη ντοπιολαλιά της ιδιαίτερης πατρίδας του, ο Μάρκος Δεληβοριάς ερμήνευσε καταπληκτικά το "Let It Be", ο Κώστας Άγας δυσκολεύτηκε λίγο με την κιθάρα και δεν τοποθετήθηκε πολύ σωστά ως προς το μικρόφωνο, μα είπε από καρδιάς τον Μάρκο Βαμβακάρη του, ενώ ιδιαίτερη αίσθηση έκανε η παλιά γνώριμη του Αρμάγου, Πέλλη Σταύρου (κάτωθι εικονιζόμενη), η οποία είπε το "Πάλι Θα Κλάψω" της Μαρινέλλας με μια απρόσμενα υψηλή ελαφρολαϊκή κλάση.


Κι όλα αυτά χώρεσαν σε 2 ώρες, σε ένα πρόγραμμα «φιλικό» για τα ωράρια της Δευτέρας –μιας δύσκολης μέρας για εμφανίσεις. Το κλίμα στο «GiocondArt» ήταν οικογενειακό από την άποψη της προσέλευσης (λογικό, αν αναλογιστεί κανείς ότι βρισκόμασταν στην 9η εβδομάδα του «Ελάτε Και Βλέπουμε»), κάτι που έδωσε λαβή στον Αρμάγο να πει και δυο λόγια σε κάποιο σημείο για το πώς φτύνουν αίμα οι τραγουδοποιοί των ημερών μας ώστε να μαζέψουν κοινό και να υπάρξουν στη δισκογραφία. 

Είναι βέβαια μια ιστορία με πολλές όψεις αυτή, στην οποία οι τραγουδοποιοί δεν έχουν απαραίτητα το δίκιο με το μέρος τους σχετικά με το τι προσφέρουν και οι ίδιοι σε μια κατάσταση όπου ο αριθμός των συναυλιών στην πόλη έχει εκτροχιαστεί, ρευστό διαθέτουν λίγοι πια και ωραία τραγούδια αναζητούνται με το κιάλι (τουλάχιστον στη μη-πίστα σφαίρα της υπόθεσης). Κάποια πράγματα εκεί έξω, όμως, αξίζουν σαφώς τον κόπο μας. 



31 Ιανουαρίου 2023

Sacred Reich - ανταπόκριση (2017)


Οι Sacred Reich ήταν να έρθουν σε κάποια φάση το καλοκαίρι του 2022, τελικά δεν ήρθαν, εγώ, πάλι, θυμήθηκα και μετά ξέχασα την ανταπόκριση που ακολουθεί. Ίσως να φανούν τελικά κατά τη θερινή περίοδο που μας έρχεται, αφού πολλές συναυλίες δεν έχουν ανακοινωθεί ακόμα.

Τέλος πάντων, στις 22 Αυγούστου του 2017 πήγα να δω τους Αμερικανούς στο «Κύτταρο», παραβιάζοντας για πρώτη φορά στη ζωή μου τις συνεχείς διακοπές που έκανα επί χρόνια τέτοια εποχή. Γύρισα δηλαδή για κάποιες μέρες στην Αθήνα και, με την ευκαιρία, πήγα να δω και τους Sacred Reich. Οι οποίοι, παρά την εποχή και το κλειστό του χώρου, το γέμισαν φουλ το «Κύτταρο».

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το Facebook των συγκροτημάτων, εκτός από την κάτωθι, που τραβήχτηκε στο Κύτταρο από τη Vánagandr Fenrir


Με την Αθήνα σε ένα περίεργο αυγουστιάτικο ντεμί μεταξύ θερινής κουφόβρασης και φθινοπωρινής γκριζάδας, η νέα συναυλιακή σεζόν άνοιξε με thrash metal ρυθμούς, σε ένα κατάμεστο «Κύτταρο». Και μάλιστα μπήκε με το δεξί, καθώς οι Sacred Reich απέδειξαν πως –αν και βετεράνοι πια– μπορούν ακόμα να εκπέμψουν εκείνο το φλογισμένο από οργή και βίαιο πράγμα που χαρακτήρισε τις δουλειές τους στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Κυρίως το Ignorance (1987), άλμπουμ που είχε και την τιμητική του στη νυν περιοδεία, γιορτάζοντας 30 χρόνια. 

Τη βραδιά κλήθηκαν να ανοίξουν οι συμπατριώτες μας Released Anger, επιλογή ταμάμ εκ μέρους των συνδιοργανωτών Krisis Productions & Eat Metal, αφού η έμπειρη αθηναϊκή πεντάδα όχι μόνο τιμά τα thrash παντελόνια της, μα έχει κι ένα πνεύμα ανεξαρτησίας που είμαι σίγουρος ότι θα επικροτούσαν οι headliners. Οι Released Anger βρέθηκαν σε μεγάλη φόρμα και παρέδωσαν ένα γερό support set, με αιχμή του δόρατος τον ακαταπόνητο frontman Δημήτρη Χαρίση. 

Πόσες φορές έχετε ακούσει το κοινό να ζητάει «κι άλλο, κι άλλο» από ένα support σχήμα; Κι όμως συνέβη και επρόκειτο για δικαιότατο αίτημα, το οποίο η μπάντα ικανοποίησε, ρίχνοντας στην αρένα το "Police Over The World" από το ντεμπούτο ΕΡ τους Violent Instincts (2005). Κατά τα λοιπά, έκαναν ένα επιθετικό πέρασμα από όλη τη μέχρι τώρα δισκογραφία τους, τιμώντας δεόντως και το 7ιντσο Virus του 2009. Μάλιστα, έπαιξαν και υλικό από τον επερχόμενο δίσκο, που όπως μας είπαν θα βγει στα τέλη του 2017. Ό,τι ακούσαμε, ήταν καλό. 

Οι Sacred Reich μας έκαναν λίγο τους δύσκολους στην αρχή. Η έναρξή τους είχε ήδη καθυστερήσει λόγω του meet 'n' greet που στήθηκε για τους fans όταν άνοιξαν οι πόρτες στο «Κύτταρο», παρά ταύτα εκείνοι δεν έδειχναν να βιάζονται: επέμειναν πολύ σε ένα θέμα που κατά πώς φαίνεται είχαν τα ντραμς, ενώ στον Phil Rind δεν άρεσε η προβολή του λογοτύπου τους στο φόντο της σκηνής και ζήτησε να αφαιρεθεί. Μόλις μπήκαν στο ψητό, όμως, σερβίροντάς μας το "Ignorance", ξεχάστηκε κάθε γκρίνια.

Με σύμμαχο τον εξαιρετικό ήχο, οι Αμερικάνοι έπαιξαν καλά. Τα χρόνια μπορεί να πέρασαν –το ξέρουν και οι ίδιοι– αλλά ο τσαμπουκάς τους δεν έχει σπάσει. Το διασκεδάζουν ακόμα αυτό που κάνουν και (κυρίως) το πιστεύουν: οι κιθάρες των Wiley Arnett & Jason Rainey ακόμα «κόβουν κώλους», τα ντραμς του Greg Hall μετέτρεψαν το "Crimes Against Humanity" σε αξέχαστο συναυλιακό αποκορύφωμα, ενώ ο Rind παραμένει αρχικελευστής της ταξικής οργής και της βίας που υποβόσκει ανάμεσα σε όσους νιώθουν αδικημένοι και παραπεταμένοι σε έναν κόσμο που πρόχειρα κουκουλώνει κάτω από τον μανδύα του Αμερικάνικου (ή του ευρύτερα Δυτικού) Ονείρου το γεγονός ότι δεν πέτυχε να είναι για όλους. Γι' αυτό και τα «σύνορα» που εξαρχής είχε η συγκεκριμένη metal μπάντα με τον hardcore punk κόσμο, παραμένουν αδρά.

Ο κόσμος ανταποκρίθηκε με μεγάλη θέρμη στα όσα εκπορεύονταν από τη σκηνή, με την πώρωση στις πρώτες σειρές να χτυπάει κόκκινο: μέχρι και καπνογόνο άναψε, φέρνοντας αναστάτωση για λίγο, αφού χρειάστηκε να ανοίξει και η δεύτερη πόρτα του «Κυττάρου». Η δε αίθουσα τραγούδησε σύσσωμη όταν έφτασε η ώρα για την εξαιρετική διασκευή των Sacred Reich στο "War Pigs" των Black Sabbath. Γιορτάστηκαν επίσης τα γενέθλια του Phil Rind –με τούρτα, με σφηνάκια επί σκηνής και με το κοινό να του εύχεται χορωδιακά τα «happy birthday»– ενώ η βραδιά έκλεισε σε γενικό πανζουρλισμό με "Death Squad" και "Surf Nicaragua". Όπως της άξιζε, δηλαδή.



30 Ιανουαρίου 2023

Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου - ανταπόκριση θεάτρου (2016)


Τους τελευταίους μήνες πήγα και είδα αρκετές θεατρικές παραστάσεις που, με κάποιον τρόπο, περιστρέφονταν γύρω από τη μουσική. Στη σκηνή «Δημήτρης Ροντήρης» του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, ας πούμε, είδα αρχές Σεπτέμβρη το βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Φώτη Κόντογλου «Το Αϊβαλί Η Πατρίδα Μου». 

Δεν έγραψα τελικά τίποτα γι' αυτό, κατά παράβαση των προσωπικών μου αρχών, γιατί θα έπρεπε να αφιερώσω πολύ χρόνο (τον οποίον δεν είχα καθόλου εκείνη την περίοδο, όπου προσπαθούσα να κάνω λίγες διακοπές) ώστε να εξηγήσω γιατί δεν μου άρεσε. Πάντως είχε πρωταγωνίστρια τη Χάρις Αλεξίου –δίπλα στην Όλια Λαζαρίδου– και τραγούδια της Μικράς Ασίας εκτελεσμένα ζωντανά από μέλη της Εστουδιαντίνας Νέας Ιωνίας (Βόλου). 

Έπειτα, κατάφερα επιτέλους να βρω κατάλληλο χρόνο και εισιτήριο για να δω την «Αγγέλα Παπάζογλου» της Άννας Βαγενά. Όμως τη μέρα εκείνη τόσο εξουθενωμένος γύρισα από την πρωινή δουλειά, ώστε δεν είχα κανένα κουράγιο να σηκωθώ από το κρεβάτι και να πάω. Αλλά στάθηκα τυχερός γιατί, λόγω μεγάλης ζήτησης, μπήκαν κάποιες ακόμα, τελικές, ημερομηνίες. Κι έτσι μπόρεσα επιτέλους να τη δω –κι έγραψα γι' αυτήν στο MiC (δείτε εδώ). Εκεί έγραψα, επίσης, για τον μονόλογο «Εγώ, Ο Μάρκος Βαμβακάρης» με τον Θανάση Παπαγεωργίου (δείτε εδώ). Μόνο η παράσταση για τη Σωτηρία Μπέλλου μου διέφυγε, νομίζω. Θα ήθελα να την έχω δει με τη Ντίνα Κώνστα κι αυτό δυστυχώς είναι αδύνατον πλέον, μετά τον πρόσφατο θάνατο της αγαπημένης ηθοποιού.

Όλα αυτά, πάντως, έφεραν κατά νου μια παλιότερη σχετική παράσταση: την κατά Πέτρο Ζούλια «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου», με τη Νένα Μεντή να ενσαρκώνει τη θρυλική στιχουργό. Ήταν ένας μεγάλος θεατρικός θρίαμβος, ο οποίος άντεξε επί 6 χρόνια στο σανίδι –και μιλάμε για δύσκολα χρόνια, αφού ήταν τότε που φάγαμε όλη τη μαυρίλα των μνημονίων στο κεφάλι. Εγώ, που δεν έπεσα μεν στην άβυσσο όπως τόσοι άλλοι μα δυσκολεύτηκα πολύ να ορθοποδήσω, την είδα προς τα τέλη της πια, τον Φεβρουάριο του 2016, στο θέατρο «Χώρα».

Αρχικά δεν είχα σκοπό να γράψω κάτι, καθώς στο αρχείο του Avopolis, όπου βρισκόμουν τότε ως αρχισυντάκτης, είχαμε ήδη μια ανταπόκριση από τη φίλη και παλιά συνάδελφο Έφη Παρίση. Καθώς είχαν μεσολαβήσει αρκετά χρόνια, όμως, αποφάσισα ότι δεν θα ήταν άσχημη μια δεύτερη γνώμη –έστω και παρεμφερής. Πρώτη δημοσίευση τον Μάρτη του 2016 για το παρακάτω κείμενο, λοιπόν, το οποίο παρουσιάζεται τώρα με μικρές τροποποιήσεις, αισθητικής φύσης, στη μορφή που πλέον θεωρώ ως τελική. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που δόθηκε στον Τύπο στα χρόνια στα οποία παιζόταν η παράσταση


Δεν είχα σκοπό να γράψω κάτι για την «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου». Καθυστερημένος πήγα άλλωστε να τη δω μετά από 6 χρόνια θριάμβου (μιλάνε από μόνα τους) κι «ανεπίσημα» –σαν απλός θεατής– όταν πια έχουν γραφτεί τόσα και τόσα και η παράσταση οδεύει προς φινάλε. Μια μικρή  παράταση που τυχαία είδα πως δόθηκε, όμως, με παρακίνησε να ανοίξω ένα λευκό microsoft word. 

Υποθέτω ότι η όλη εμπειρία είναι λίγο διαφορετική για τους φίλους της μουσικής σε σύγκριση με εκείνη που βιώνουν οι φίλοι του θεάτρου. Εν τέλει, πάντως, μιλάμε για ψιλά γράμματα μπροστά σε μια παράσταση αληθώς συγκλονιστική, η οποία άλλοτε θα σε κάνει να γελάσεις δυνατά κι άλλοτε θα σου φέρει δάκρυα στα μάτια. 

Ναι, οφείλεται στην τέχνη του κειμένου, καθώς ο μονόλογος που έφτιαξε ο Πέτρος Ζούλιας με βάση το βιβλίο της Ρέας Μανέλη «Η Γιαγιά μου η Ευτυχία» έχει υφανθεί εύστοχα και αποτελεσματικά. Ναι, οπωσδήποτε οφείλεται σε αυτή τη σπουδαία ηθοποιό, τη Νένα Μεντή, η οποία σε «αναγκάζει» να πεταχτείς από τη θέση σου στο τέλος, για να τη χειροκροτήσεις όρθιος. Όμως, πάνω απ' όλα, πρωταγωνιστούν τα τρικυμιώδη πάθη της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Εκείνα που μπόρεσαν να υπερβούν εποχές και συμφορές, έθρεψαν το στιχουργικό της ταλέντο, την ύψωσαν και τη γκρέμισαν.

Η Νένα Μεντή πάει μπρος/πίσω στον κατά Παπαγιαννοπούλου χρόνο, αλλά πουθενά δεν μπερδεύεσαι· το πράγμα δεν γίνεται κουβάρι. Απεναντίας, σε συναρπάζει η εξιστόρηση, σε ρουφάει το λιτό σκηνικό που στην πορεία γίνεται όλο και πιο λιτό, καθώς ορισμένα έπιπλα τα οποία σηματοδοτούν μια ειδική σχέση με ορισμένους σημαντικούς ανθρώπους χάνονται καθώς χάνονται κι εκείνοι. Ένα απλό, μα εξαιρετικό σκηνοθετικό εύρημα. 

Ο θάνατος έχει σεισμική επίδραση στη ζωή της Παπαγιαννοπούλου, ακριβώς γιατί η σχέση με όσους έφυγαν ήταν βαθιά, προσωπική, σφυρηλατημένη στο ίδιο της το πάθος για τη ζωή: η μητέρα της, που μαζί πέρασαν τον όλεθρο της Μικρασιατικής Καταστροφής και της προσφυγιάς, ο άντρας της, που στάθηκε με τεράστια, ανιδιοτελή αγάπη δίπλα στα εξοργιστικά της ελαττώματα κι ανέχτηκε τα μύρια λόγω της μανίας της με το χαρτί, η κόρη της ύστερα –ένα συντριπτικό χτύπημα. Ακόμα και η φίλη και μέντορας Μαρίκα Κοτοπούλη, η είδηση του θανάτου της οποίας γκρέμισε την Παπαγιαννοπούλου μέρα μεσημέρι κάπου στην Πανεπιστημίου, κάνοντάς τη να κλάψει γοερά.


Αλλά η Παπαγιαννοπούλου ήταν ηλιοκεντρική προσωπικότητα κι έτσι πάντα προχωρούσε, κάτι που η Μεντή αποτυπώνει λαμπρά πάνω στη σκηνή· την ηρωίδα της τη θαυμάζεις, μα κάπου σκέφτεσαι και το πόσο δύσκολο πρέπει να ήταν να ζεις κοντά σε ένα πλάσμα τόσο χαρισματικό, που όμως υπήρχε τόσο για την πάρτη του, ώστε μπορούσε σε απρόβλεπτο χρόνο να τα τινάξει όλα στον αέρα. Η Μεντή είναι επίσης εξαιρετική στις ανάσες της, στην άρθρωσή της, στη σταθερότητα της φωνής (καταλυτικής σημασίας χαρακτηριστικό για οποιονδήποτε μονόλογο), αν και προσωπικά θαύμασα περισσότερο την ευλυγισία του σώματός της: ενώ αποτύπωνε την Παπαγιαννοπούλου στα νιάτα της με γοργές κινήσεις, έγινε σκυφτή και αργοκίνητη όταν πια ο χρόνος βάρυνε πολύ στις πλάτες της και η δύση πλησίαζε. 

Στην παράσταση ακούστηκαν και μερικές από τις πιο βαθιές αλήθειες που αφορούν το λαϊκό μας τραγούδι. Ίσως φανεί άσχημο αυτό που θα πω, όμως θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική η παρακολούθησή της από διάφορους καλλιτέχνες που λένε πως ασχολούνται με τη λαϊκότητα στις μέρες μας, μα στην πραγματικότητα έχουν χάσει κάμποσες από τις βασικές της σταθερές. Δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ φεύγοντας ότι ο μακαρίτης ο Παντελής Παντελίδης βρισκόταν, ενστικτωδώς, εγγύτερα στα «καύσιμα» της έμπνευσης της Παπαγιαννοπούλου, από δημιουργούς πιο σεβάσμιους στον δικό μου κόσμο (των κριτικών). 

Ακόμα πιο άσχημο, όμως, μάλλον θα ακουστεί σε κάποια αυτιά το ότι η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου «ζωντανεύει» εκεί στη σκηνή του θεάτρου Χώρα ως μια αρχετυπική ελληνική μορφή. Με τις ρίζες που ποτέ δεν ξέχασε ψάχνοντας φανταστικές πατρίδες για να αποδράσει, με τον άγιο Παντελεήμονα που πήρε από τη μάνα της και έδωσε στην εγγόνα της όταν ξενιτεύτηκε –χωρίς θρησκευτικούς φανατισμούς, χάριν απλά μιας αρχέγονης, παραδεδομένης πίστης στο μεταφυσικό– με την ανάκατη εκείνη εφευρετικότητα και κατεργαριά που καλά κρατεί στον κόσμο της Μεσογείου ήδη από τα χρόνια του πολυμήχανου Οδυσσέα. 

Γνήσιο τέκνο του πολιτισμικού σταυροδρομιού του τόπου μας, λοιπόν, η κατά Μανέλη/Ζούλια/Μεντή «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» δίνει (μεταξύ άλλων) και μια ηχηρή απάντηση σε όλα τα ανθελληνικά και ευρωλιγούρικα πρότυπα που προβάλλονται ξανά τα τελευταία χρόνια από ένα συγκεκριμένο κομμάτι του πληθυσμού, το οποίο επιθυμεί διακαώς να απεμπολήσουμε το ποιοι ήμασταν και είμαστε, χάριν μιας κάποιας «προόδου» με ολιγαρχικά χαρακτηριστικά. Καταντώντας μας γονυκλινείς Χατζηαβάτες και αητούς χωρίς φτερά, να τρώμε τη ζωή με το μαχαιροπίρουνο, αντί με το κουτάλι.



28 Ιανουαρίου 2023

Luz Casal - ανταπόκριση (2014)


Διπλό ραντεβού με τη Luz Casal θα έχουμε τον Μάρτιο στο «Christmas Theater», όπως διάβασα στο Αθηνόραμα, καθώς η Ισπανίδα ερμηνεύτρια καταφτάνει στην Ελλάδα για δύο συναυλίες με best of λογική, συνοδεία 60μελούς ορχήστρας.

Η ανακοίνωσε με έκανε να θυμηθώ ότι έχω παραβρεθεί κι εγώ σε συναυλία της, σχεδόν 9 χρόνια πριν: Σεπτέμβριος 2014 ήταν, στο Ηρώδειο, σε μια βραδιά με σπανιόλικο αισθησιασμό και φινέτσα σε κόκκινο και μαύρο.

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στη Σμαρώ Μπότσα


Η Luz Casal (προφέρεται Λουθ Κασάλ) δεν είναι πια η 30άρα τραγουδίστρια που το ελληνικό κοινό γνώρισε χάρη στα Ψηλά Τακούνια του Πέδρο Αλμοδόβαρ (1991). Είναι όμως μια γυναίκα με πολύ νεότερη ψυχή από το νούμερο χρόνων που αναγράφεται στην ταυτότητά της –και όσοι γνωρίζουν τις περιπέτειες της υγείας της, ξέρουν ότι δεν μιλάω για κάτι εύκολα κι ανέμελα κατακτημένο. Επιπλέον, βρίσκεται σε ερμηνευτική ωριμότητα ικανή να σε καρφώσει στο κάθισμά σου, ασχέτως ρεπερτορίου. Γι' αυτό και στο γεμάτο μέχρι και τις πάνω κερκίδες Ηρώδειο δεν έπαιρνες λεπτό τα μάτια σου από τη σκηνή, στις σχεδόν 2 ώρες διάρκειας της συναυλίας (συμπεριλαμβανομένων των δύο encore).

Στην ευρύχωρη σκηνή του αρχαίου ωδείου κάθε βήμα της Luz Casal έδειχνε προσεκτικά χορογραφημένο, με πλήρη επίγνωση της γύρω «γεωγραφίας». Είτε χόρευε αργά, λοιπόν, είτε αλώνιζε με το μικρόφωνο στο χέρι από τη μία άκρη στην άλλη, είτε πισωπατούσε προσεγγίζοντας τους μουσικούς της, είχε πάντα τον τρόπο να επιβάλλεται. Με τη θεατρικότητα της κίνησής της, με το αστραφτερό της χαμόγελο, με φανερή χαρά για την υποδοχή που της επιφύλαξε το ελληνικό κοινό, με τις κωμικές της προσπάθειες να επικοινωνήσει μαζί μας –πρώτα με κάτι ελληνικά «σκονάκια» τα οποία είχε απλώσει μπροστά της, ύστερα με μερικά ασυνάρτητα αγγλικά και κάτι μπλοκαρισμένα γαλλικά, στα ισπανικά τελικά κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε. 

Ακόμα κι αν βρήκα πως το παραξήλωσε στις βαθιές υποκλίσεις, δεν μπόρεσα να μην υποκλιθώ κι εγώ, νοερά, στο αισθητήριο της φινέτσας της, όπως το κατέγραψαν τα δύο φορέματα της βραδιάς: το φωτεινό κόκκινο του πρώτου μέρους (με ή χωρίς τον βαρύ γιακά, τον οποίον και ξεφορτώθηκε σε κάποιο σημείο) και το επίσημο μαύρο του δεύτερου (με ή χωρίς τη φανταχτερή ζώνη). 

Κάτι που πραγματικά με εντυπωσίασε, ήταν η άρνηση της Luz Casal να κερδίσει τη βραδιά με τις διεθνείς επιτυχίες που ασφαλώς και περιμέναμε όλοι να ακούσουμε. Ίσα-ίσα: η θαυμάσια διασκευή της στο υπερκλασικό "Historia De Un Amor" «ξοδεύτηκε» θα έλεγες αρκετά νωρίς, το "Piensa En Mi" εμφανίστηκε όταν ήδη το δεύτερο μέρος είχε κορυφωθεί (αποτελώντας αργότερα και το δεύτερο encore, που νομίζω ότι υπήρξε αυθόρμητο, εκτός δηλαδή «προγράμματος»), ενώ το έτερο αλμοδοβαρικό και προσωπικώς αγαπημένο "Un Año De Amor" κρατήθηκε για γκραν φινάλε –γκραν, όμως– του κυρίως μέρους. Η δε συναυλία κερδήθηκε, με το καλησπέρα σχεδόν, χάρη σε μια έξοχη εκτέλεση στο "Mi Sono Innamorata Di Te" (καλύτερη από την ενδοσκοπική στούντιο εκδοχή), στη μελοποιημένη απόδοση ενός ποιήματος από την ιδιαίτερη πατρίδα της Γαλικία και σε μια καταπληκτική διασκευή στο χιλιανό "Gracias A La Vida" της Violetta Para. 

Μάλιστα, σε όλο το πρόγραμμα, η Ισπανίδα ερμηνεύτρια ισορρόπησε υποδειγματικά ανάμεσα στη λόγια ευρωπαϊκή ερωτική μπαλάντα –που κατά το δοκούν αποκτούσε μοντέρνες ενσαρκώσεις, μετατρεπόμενη λ.χ. είτε σε ελαφρό τραγούδι, είτε σε «ποπ»– και σε μια χαμηλών τόνων «νυχτερινή» τζαζ με ρετρό αποχρώσεις, η οποία σοφά εγκατέλειπε το πεδίο όταν άρχιζε να ηχεί πολύ ασφαλής και κομματάκι... μεσόκοπη. 

Οι μουσικοί της (δύο κιθάρες, πιάνο/πλήκτρα, μπάσο και ντραμς/κρουστά) χειρίστηκαν δεξιοτεχνικά αυτές τις οριοθετήσεις, ενώ η ίδια η Casal υπήρξε άψογη σε σχεδόν όλη τη διάρκεια της βραδιάς. Το «σχεδόν» πάει στο encore, το οποίο άρχισε μεν με ένα καλοπροβαρισμένο απόσπασμα της κατά Μίκη Θεοδωράκη "Άρνησης (Στο Περιγιάλι Το Κρυφό)", μα τη βρήκε έπειτα να προσπαθεί να παίξει κάτι σαν ροκ, καταλήγοντας να φωνασκεί αντιαισθητικά πάνω από μανιερίστικους ηλεκτρικούς ρυθμούς. 

Μικρό παράπονο το τελευταίο, πάντως, από μια κατά τα λοιπά απολαυστική συναυλία. Εκ μέρους μιας λαμπερής ερμηνεύτριας, η οποία δικαίως καταχειροκροτήθηκε από σύσσωμο το Ηρώδειο.