11 Ιανουαρίου 2023

Ο Κουρέας της Σεβίλλης - ανταπόκριση όπερας (2016)


Σχεδόν 7 χρόνια πριν, Φεβρουάριο του 2016, η Εθνική Λυρική Σκηνή έδρευε ακόμα στην Ακαδημίας, εκεί όπου πλέον βρίσκεται το Δημοτικό Θέατρο «Ολύμπια». Και είχε κλάσικ ιζ φαντάστικ όπερα, «Κουρέα της Σεβίλλης» του Gioachino Rossini –και μάλιστα σε εορταστική περίσταση, καθώς συμπλήρωνε 200 χρόνια ζωής. 

Ήταν όμως ένας πιο σύγχρονος «Κουρέας της Σεβίλλης» αυτός που είδαμε τότε, βγαλμένος από τη φαντασία του Francesco Micheli, καλλιτεχνικού διευθυντή του φημισμένου Φεστιβάλ Όπερας της Ματσεράτα (Ιταλία). Ο οποίος και τίμησε, νομίζω, τα 200 χρόνια της λαοφιλέστατης όπερας, διατηρώντας στο ακέραιο τον σπινθηροβόλο χαρακτήρα της, εμπλουτίζοντάς τον με χρώματα, κίνηση και ευφάνταστες, επιτυχώς σύγχρονες πινελιές σε σκηνικά και κοστούμια.

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης πινελιές. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που δόθηκε ως promo στον Τύπο και ανήκουν στον Βασίλη Μακρή


Σαν σήμερα που γράφονται αυτές οι γραμμές, ακριβώς πριν 200 χρόνια, έκανε πρεμιέρα ο κατά Gioachino Rossini «Κουρέας της Σεβίλλης». Ήταν ένα γκράντε φιάσκο για τον νεαρό συνθέτη, για λόγους όμως που σε λίγα σημεία είχαν να κάνουν με τον ίδιο και τη δουλειά του. 

Περισσότερο σχετίζονταν, δηλαδή, με τις δυσκολίες που παγίως υπήρχαν για τη μουσική στη Ρώμη της εποχής –τμήμα, τότε, ενός πολύ μεγαλύτερου Βατικανό, υπό την πολιτική εξουσία του Πάπα μιας και δεν υπήρχε ακόμα Ιταλία– καθώς και με μερίδα των θεατών, η οποία είχε έρθει αποφασισμένη για φασαρία, όποιο και να ήταν το έργο. Στη Λυρική Σκηνή, αντιθέτως, το πολυπληθές κοινό δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του: το χειροκρότημα έπεφτε άφθονο και πηγαίο καθόλη τη διάρκεια της παράστασης, ευλόγως κορυφωνόμενο στο φινάλε.

Και δεν ήταν από κεκτημένη ταχύτητα, με βάση τη δημοφιλία που απολαμβάνει (πλέον) ο «Κουρέας της Σεβίλλης» ή λόγω του πιασάρικου, κωμικού του χαρακτήρα. Συνεχίζοντας τη συνεργασία με το Teatro Comunale της Μπολόνια, η Λυρική Σκηνή ανέθεσε στον καλλιτεχνικό διευθυντή του φημισμένου Φεστιβάλ Όπερας της Ματσεράτα, Francesco Micheli, να φανταστεί έναν πιο σύγχρονο «Κουρέα» –κι εκείνος το έκανε, προσθέτοντας αποφασιστικές σύγχρονες πινελιές σε σκηνικά και κοστούμια. Οι οποίες όχι μόνο δεν ξένισαν, μα δημιούργησαν ενίοτε κι ένα ιδιαίτερο παιχνίδι με τον χρόνο, μπερδεύοντας παρελθόν και παρόν. 

Νομίζω πως κανείς μας δεν απέφυγε να μείνει εντυπωσιασμένος (λιγότερο, περισσότερο, δεν έχει σημασία) όταν άνοιξε η σκηνή και βρεθήκαμε μπροστά σε ένα ογκώδες πάνελ γεμάτο λάμπες LED, οι οποίες άλλαζαν διαρκώς χρωματισμούς. Πίσω του είχε τοποθετηθεί η Χορωδία της Λυρικής Σκηνής, ενώ μπροστά του ένας έξοχα χορογραφημένος στις κινήσεις του Φιορέλλο (Ζαφείρης Κουτελιέρης) μας «έμπαζε» στο κλίμα της υπόθεσης. Ένιωθες ότι είχες πάει σε έναν φουτουριστικό κόσμο, ενώ ξεκάθαρα βρισκόσουν στη Σεβίλλη κάποιου περασμένου αιώνα. 


Πολλά, από εκεί και πέρα, τα όσα οδήγησαν στην επιτυχία. Βεβαίως, εφόσον μιλάμε για Rossini, ο πρώτος λόγος θα δοθεί στη μουσική. Ο Μίλτος Λογιάδης διηύθυνε λοιπόν την ορχήστρα της Λυρικής Σκηνής με τον πρέποντα εναργή τρόπο, χαρίζοντας στην εκτέλεση όλη τη σπίθα, το κέφι και τον ρυθμό που χρειαζόταν. Ήταν μια μελετημένη απόδοση, που δεν έκρυβε όμως και τη συναισθηματική της εμπλοκή με τις ροσσίνειες μελωδίες. 

Ύστερα, ήταν οι τραγουδιστές. Κανείς, όσο μικρό ρόλο κι αν είχε, δεν υστέρησε. Ακούσαμε υπέροχες άριες, από ερμηνευτές που δώσανε επί σκηνής ό,τι καλύτερο είχαν, ενώ συνάμα δεν δίστασαν να φύγουν από τα καθιερωμένα μοτίβα ώστε να υπηρετήσουν το όραμα του Micheli, χωρώντας σε τολμηρά κοστούμια, κινούμενοι σαν χορευτές ή συμπεριφερόμενοι ως θεατρικοί καρατερίστες, όταν και όπου χρειαζόταν. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα από τον Τάσο Αποστόλου, νομίζω δεν υπήρξε: με αμφίεση και παρουσιαστικό Marilyn Manson (δεν υπερβάλλω στο παραμικρό), παρέδωσε την άρια "La Calunnia" με πρωτόφαντη διαβολικότητα, κάνοντάς μας να παραληρούμε στις θέσεις μας. Δεν είναι τυχαίο ότι στο φινάλε χειροκροτήθηκε σαν να ήταν πρωταγωνιστής και όχι σαν δεύτερος χαρακτήρας. 

Αλλά, τελικά, ποιος ήταν πρωταγωνιστής; Ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο της εκδοχής του Micheli πάνω στον «Κουρέα της Σεβίλλης», είναι ότι τα πρωτεία γλιστράνε από τα χέρια του Φίγκαρο και καταλήγουν στα χέρια της Ροζίνας. Είδαμε λοιπόν τον απολαυστικό Ζακυνθινό βαρύτονο Διονύση Σούρμπη να ζωντανεύει μπροστά μας αυτή την αρχετυπική μορφή μεσογειακού κατεργάρη και καταφερτζή, αλλά φεύγοντας ένιωθες ότι είχες δει την όπερα με τα μάτια της Ροζίνας –ή της όποιας φτωχής κοπέλας εκείνης της μακρινής εποχής προσπαθούσε να ξεφύγει από τα δίχτυα της θεσμοθετημένης εκμετάλλευσης που βρισκόταν πίσω από τη νομική ουδετερότητα του όρου «κηδεμονία». 

Ο Τζανλούκα Φαλάσκι, βέβαια, της σχεδίασε τόσο εκκεντρικά, χρωματιστά φορέματα και ο Νικολά Μποβέ της έφτιαξε ένα τόσο ...ροζ δωμάτιο, ώστε στην αρχή την περνούσες για μια βαριεστημένη Μπάρμπι. Η οποία, προκειμένου να ξεφύγει από τη βαρεμάρα και από τον γερο-μπαμπαλή κηδεμόνα της, θα ενέδιδε στον πρώτο που θα της τραγουδούσε μια καντάδα κάτω από το μπαλκόνι. Όσο προχωρούσε η δράση, όμως, τόσο την έβλεπες ως μια καπάτσα Katy Perry. Με τα λόγια του ίδιου του σκηνοθέτη: «θέλει να ερωτευτεί για να δει μέσα της όλο τον κόσμο που βρίσκεται εκεί έξω, σε μια βουβή αγωνία για την υπαρξιακή αναγνώριση και ολοκλήρωσή της».

Η επιλογή της Βασιλικής Καραγιάννη για τον ρόλο, πάντως, κρίνεται αμφιλεγόμενη. Ως υψίφωνος, δηλαδή, δείχνει να υπηρετεί περισσότερο τη δισκογραφημένη παράδοση του «Κουρέα της Σεβίλλης» κατά τον 20ό αιώνα, παρά το αυθεντικό ροσσίνειο κλίμα, το οποίο απαιτεί μεσόφωνο. Για τα προσωπικά μου γούστα, λοιπόν, στάθηκε αρκετά μακριά από το πρότυπο της Teresa Berganza. Από την άλλη, ένας «Κουρέας» που αξίωνε τη Ροζίνα στο επίκεντρο, τη σήκωνε την πριμαντόνα του –και η Καραγιάννη στάθηκε με σύνεση σε αυτό το μεταίχμιο, ακολουθώντας την εύστοχη «γραμμή» της Μαρίας Κάλλας από το μακρινό 1957. 

Καλός μα όχι σπουδαίος ο Αντώνης Κορωναίος ως Κόμης Αλμαβίβα (ίσως να περιμέναμε περισσότερα, με βάση τη φοβερή, στυλ Λιμπεράτσε είσοδό του στη σκηνή), εξαιρετική η Αλεξάνδρα Ματθαιουδάκη ως Μπέρτα και θαυμάσιος σε όλα του ο πληθωρικός Δημήτρης Κασιούμης, ως φαφλατάς, υπερόπτης Ντον Μπάρτολο: ήταν σαν να του έτρεχαν πραγματικά τα σάλια, κάθε φορά που έβλεπε τα νιάτα της Ροζίνας. 

Ο «Κουρέας της Σεβίλλης» είναι μάλλον υπέρ το δέον «δεδομένος» για το κοινό της δικής μας εποχής: μια λαοφιλέστατη κωμική όπερα με μεταμφιέσεις και φάρσες. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι υπάρχει ένα κοινωνικό μήνυμα, όχι μόνο για την ξεπερασμένη κηδεμονία, μα και για το χρήμα που κινεί τα πάντα και πρώτα-πρώτα τη θέληση του ίδιου του Φίγκαρο, που σε μια άριά του δοξάζει το χρυσάφι το οποίο συρρέει στην τσέπη του. Ούτε και να λησμονούμε, βέβαια, πως πρόκειται για μια όπερα μεταιχμιακή, κάπου μεταξύ μπαρόκ και μιας νέας, ανατέλλουσας αντίληψης για το ιταλικό μουσικό θέατρο της εποχής. Πάνω σε αυτό ακριβώς το μεταίχμιο έχτισε και ο Micheli τον δικό του, ευρηματικό φουτουρισμό, πετυχαίνοντας διάνα στο ζητούμενο της φρεσκάδας. 



10 Ιανουαρίου 2023

Watain - συνέντευξη (2019)


Ιδιαίτερος φίλος των Watain δεν υπήρξα ποτέ, ωστόσο τον Μάιο του 2019, μιας και θα έρχονταν για συναυλία στην Αθήνα, είπα να μη χάσω την ευκαιρία να πω δυο κουβέντες με τον Erik Danielsson –μεταξύ άλλων για την απαγόρευση μιας συναυλίας τους στη Σιγκαπούρη και την πρόσφατη (τότε) ταινία για τους Mayhem.

Όπερ και εγένετο, κάτι που μου θύμισε αυτές τις μέρες μας μια κουβέντα στο Messenger με τον φίλο και κουμπάρο μου Πέτρο Μάμαλη, μέγα γνώστη του ευρωπαϊκού black metal corpus. 

Το κείμενο δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διατέθηκε ως promo στον Τύπο


Πάνε περίπου 5 χρόνια από την τελευταία σας επίσκεψη στην Ελλάδα. Τι θυμάσαι πιο ζωηρά από αυτήν;

Παίξαμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 2005 και για δεύτερη το 2014. Κι έχω σπουδαίες αναμνήσεις και από τις δύο αυτές επισκέψεις. Mπορώ μάλιστα να πω με ευκολία ότι η χώρα σας είναι η αγαπημένη μου στην Ευρώπη, όχι μόνο για συναυλίες, αλλά και για να έρχομαι. Υπάρχει ένα αρχαίο πνεύμα, το οποίο δείχνει να κινείται υπόγεια σε όλη την ελληνική κουλτούρα, το οποίο αντηχεί πολύ καλά με τη δική μου ύπαρξη: ένα μυστήριο, αλλά και μια μνήμη αρχαίων καιρών, που ναι μεν έχουν παρέλθει, μα δεν έχουν ξεχαστεί.

Περιοδεύετε τώρα υποστηρίζοντας το άλμπουμ Trident Wolf Eclipse του 2018, έναν δίσκο με αξιοσημείωτη βιαιότητα, που όμως ταυτόχρονα είναι και αρκετά μελωδικός. Πώς σχηματοποιήθηκε αυτή η ταυτότητα, ενόσω ηχογραφούσατε; 

Πήγαμε με μια πιο ευθεία προσέγγιση όταν γράψαμε το Trident Wolf Eclipse, καθώς ήμασταν γεμάτοι με μια αίσθηση του επείγοντος, αλλά και με ένα συναίσθημα οξύτητας. Δεν είχαμε λοιπόν την υπομονή να πάμε τα πράγματα πιο αργά, ούτε και κάποια τέτοια ανάγκη. Για μας, ήταν σημαντικό να μην παρασκεφτούμε τίποτα. Aπλά να στοχεύσουμε σε ό,τι οι φωτιές στις καρδιές μας έλεγαν πως ήταν το σωστό...

Με το άλμπουμ αυτό, εντωμεταξύ, εγκαταλείψατε εντελώς τα καθαρά φωνητικά και τα πιανιστικά ή/και ακουστικά μέρη, που σόκαραν κάποιους fans στο The Wild Hunt του 2013. Τα θεωρήσατε ως αδιέξοδη κατεύθυνση; Ή ήταν ένας πειραματισμός που απλά ολοκληρώθηκε; 

Μετά τα επικά και γκράντε χρόνια του The Wild Hunt, είχαμε απλά τη διάθεση να κάνουμε κάτι πιο «βρώμικο» και πιο άσχημο: κάτι το πρωτόγονο, το ωμό, το μανιασμένο... Οπότε όχι, δεν υπήρξε κάποιο αδιέξοδο. Ίσα-ίσα, με το The Wild Hunt άνοιξε ενώπιόν μας μια εντελώς νέα ερημιά, την οποία νιώθουμε ότι μπορούμε να εξερευνήσουμε περαιτέρω, όποτε το επιθυμήσουμε. Όμως το Trident Wolf Eclipse δεν σχετιζόταν μαζί της –είχε άλλο πεπρωμένο και θέλαμε να θίξουμε με αυτό κάτι το διαφορετικό.

Πάντως παραπονιάρηδες οπαδούς θυμάμαι και σε ακόμα παλιότερες ημέρες, π.χ. πίσω στο 2007, όταν το Sworn To The Dark σας πρόσφερε μια δημοσιότητα που για ορισμένους φάνταζε αταίριαστη σε ένα black metal συγκρότημα. Είναι τελικά οι αφοσιωμένοι του black metal ένα ακροατήριο με καπρίτσια; 

Όχι, οι αφοσιωμένοι του black metal δεν είμαστε ιδιότροποι, είμαστε μανιασμένοι και απλώς έχουμε τη δική μας λογική για τα πράγματα. Δεν μας λείπει η νοητική ικανότητα να προσεγγίζουμε τη μουσική με αξιοπρέπεια και με σεβασμό. Όμως αυτοί στους οποίους αναφέρεσαι δεν είναι πραγματικοί black metal οπαδοί: είναι κάτι σπυριάρικα παιδιά της γενιάς του ίντερνετ, που απλά έπεσαν πάνω στο black metal και σχημάτισαν άποψη γι' αυτό μέσω Google. 

Πρέπει λοιπόν να καταλάβεις, Χάρη, ότι τέτοιες «γνώμες» δεν σημαίνουν το παραμικρό για μια μπάντα σαν τους Watain, το ιερό έργο των οποίων δεν μπορεί να δαμαστεί –και δεν θα δαμαστεί– από το ρηχό, άψυχο ποτάμι από σκατά που διαρκώς ρέει γύρω από τα ελάσσονα μυαλά.  

Είναι όμως σημαντικό για μια μπάντα σαν τους Watain το γεγονός ότι η βασική σύνθεση παρέμεινε σταθερή μετά τον σχηματισμό σας, έτσι δεν είναι; Ή μετράει περισσότερο η κοινή κοσμοθεωρία; 

Είναι πολύ σημαντικό, φυσικά. Το ότι δημιουργήσαμε μαζί κάτι σαν τους Watain και μπορέσαμε έπειτα να το διατηρήσουμε για περισσότερα χρόνια από το μισό της ως τώρα ζωής μας, είναι κάτι το συναρπαστικό. Και πράγματι, μοιραζόμαστε κι αυτό που κάποιος μπορεί να αποκαλέσει «κοινή κοσμοθεωρία», όσον αφορά τους Watain: είναι κάτι που όχι μόνο τιμούμε, μα και το μεταχειριζόμαστε σαν κάθε τι άλλο που είναι για μας ιερό και βαθύ. Πρόκειται  μάλιστα για έναν από τους βασικούς λόγους για τους οποίους οι τρεις μας παραμένουμε αχώριστοι, για τόσο μεγάλο διάστημα. 

Το Wild Hunt έκανε κάποια αίσθηση στην αμερικάνικη αγορά, ενώ το Trident Wolf Eclipse σας έφερε στο #6 των γερμανικών καταλόγων επιτυχιών. Μετράνε τέτοια πράγματα για σας; Κάνουν τη ζωή της μπάντας πιο εύκολη, στο να κλείνετε λ.χ. διεθνείς εμφανίσεις; 

Είμαι σίγουρος ότι το κάνουν, ναι. Αλλά, με κάθε ειλικρίνεια, δεν τα παρακολουθώ ιδιαίτερα. Έχουμε ένα management που δουλεύει πολύ σκληρά και ατζέντηδες οι οποίοι ασχολούνται με αυτά ακριβώς τα πράγματα. Κι έτσι εμείς μπορούμε απερίσπαστοι να φτιάχνουμε βόμβες, να γράφουμε μουσική, να λιώνουμε σίδερα, να βελτιώνουμε τις ζωντανές μας εμφανίσεις και να προξενούμε χαμούς.

Κι έγινε πράγματι χαμός τον Μάρτιο, όταν βρέθηκαν γύρω στα 16.000 άτομα να υπογράψουν μια αίτηση στο ίντερνετ για να απαγορευτεί μια συναυλία σας στη Σιγκαπούρη –πράγμα που όχι μόνο συνέβη, αλλά βγήκε και ο ίδιος ο Υπουργός Εσωτερικών της χώρας να σας επιτεθεί, ο Kasiviswanathan Shanmugam, λέγοντας ότι είστε «μπάντα που υποστηρίζει τη βία». Πού πηγαίνει αυτός ο κόσμος;

Ο κόσμος αυτός, πηγαίνει κατά Διαόλου... Στο οποίο δεν είμαστε και εντελώς εναντίον. Αλλά ο τρόπος με τον οποίον γίνεται σίγουρα δεν θα φανεί και πολύ ευχάριστος σε όλους. Η υπόθεση της Σιγκαπούρης, τώρα, έχει βασικά να κάνει με μια παλιομοδίτικη Δεξιά, χριστιανική κυβέρνηση, που πολύ απλά αρνήθηκε σε μια σατανιστική μπάντα να παίξει live. Φοβήθηκαν ότι θα σπέρναμε τους σπόρους του Σατανά στις καρδιές της νεολαίας της. Και το θέμα είναι ότι είχαν δίκιο. Γιατί αυτό ακριβώς σκοπεύαμε να κάνουμε. 

Φυσικά, το αποτέλεσμα της ακύρωσης της συναυλίας ήταν ότι την επόμενη μέρα δεν υπήρχε κανείς Σιγκαπουριανός που δεν γνώριζε το όνομα Watain. Βασικά, είναι πλέον η χώρα με τις πιο πολλές παραγγελίες στο Wolf Wear κατάστημα με το merchandize μας, το οποίο δεν συνέβαινε πριν! (γέλια)

Σε μια παλιότερη συνέντευξή σου, είχες δηλώσει τα εξής: «Θεωρώ ότι οι εγκληματικές δραστηριότητες σχετίζονται φυσικά με το metal. Για εμένα, το όλο γεγονός εδράζεται πολύ στις ενέργειες με τις οποίες καταπιάνεται το black metal. Σε έναν μεγάλο βαθμό, είναι δυσοίωνες ενέργειες». Είδες αλήθεια την ταινία για τους Mayhem, το Lords of Chaos; Πιστεύεις ότι κάποια τέτοια φιλοσοφία είχαν και ο Dennis Magnusson με τον Jonas Åkerlund, ως προς το σενάριο;

Είμαστε καλοί φίλοι με τον Jonas Åkerlund κι έτσι παρακολούθησα τη δημιουργία αυτής της ταινίας από την πολύ αρχή. Και ήμουν σε κάθε φάση 50% σκεπτικός και 50% περίεργος για το τι επρόκειτο να φτιάξουν, καθώς το θέμα είναι ένα από τα πλέον αγαπημένα μου. Θεωρώ ότι κατέληξε τελικά αρκετά μακριά από τη δική μου αντίληψη, τόσο ως προς την ατμόσφαιρα, όσο και ως προς το συναισθηματικό φάσμα με το οποίο εγώ προσωπικά σχετίζομαι με τα γεγονότα. 

Είναι φανερό ότι ο Jonas είχε μια διαφορετική προσέγγιση στην όλη υπόθεση, σε σύγκριση με κάποιον που είναι βαθύτερα μπλεγμένος με το black metal και ενδιαφέρεται πρωτίστως για εκείνο. Και δεν είναι παράλογο, γιατί ο ίδιος δεν υπήρξε ποτέ μέλος της σκηνής. Ξέρω ωστόσο ότι δούλεψε πολύ σκληρά για να αποδώσει σωστά αρκετά πράγματα, όπως ξέρω και ότι επένδυσε συναισθηματικά στο όλο εγχείρημα. Έτσι, παραμένει κάτι που είδα με ενδιαφέρον. Είχε επίσης στενή επαφή τόσο με την οικογένεια του Dead, όσο και με αυτήν του Euronymous, κάτι που για εμένα μέτρησε πολύ στο πώς αποτίμησα την ταινία.

Σε κάθε περίπτωση, δεν πιστεύω ότι το Lords Of Chaos κάνει κάποια ζημιά στο black metal, σε σχέση με ό,τι έχει ήδη υποστεί. Πιστεύω όμως ότι ντροπιάζει πολύ όσους για διάφορους λόγους κατακρίνουν την ταινία, ενώ δεν είχαν καν γεννηθεί όταν συνέβησαν τα όσα απεικονίζει. Προσωπικά, επίσης, ελπίζω ότι το φιλμ θα λειτουργήσει και σαν διαφημιστικό για το κάψιμο εκκλησιών. 



09 Ιανουαρίου 2023

FASMA Festival 2016 - ανταπόκριση μέρας 2 (2016)


Σε ένα τριήμερο γεμάτο αναποδιές, καθώς έψαχνα ταξί στην Καλλιθέα για να γυρίσω σπίτι μου, θυμήθηκα ξαφνικά ένα εγχώριο φεστιβάλ της δεκαετίας του 2010 που, ενώ μας επιφύλαξε διάφορες συγκινήσεις (π.χ. μια αξέχαστη βραδιά με τους Phurpa το 2016, στην Αγγλικανική Εκκλησία του Αγίου Παύλου), χάθηκε τελείως από το ραντάρ.

Ο λόγος για το FASMA Festival, στο οποίο έδωσα τακτικά το παρών, συχνά όμως σαν θεατής και όχι ως ανταποκριτής. Επιπλέον, τις ανταποκρίσεις των φεστιβάλ συνηθίζαμε παλιότερα να τις μοιραζόμαστε δύο ή και τρεις συντάκτες, οπότε το πιο ολοκληρωμένο κείμενο που ανέσυρα από τα αρχεία μου ήταν για τη μισή 2η FASMA ημέρα του 2016 (οι Phurpa είχαν πρωταγωνιστήσει στην 1η, ενώ υπήρχε και 3η, με Ancient Methods και Actress στο «Βυρσοδεψείο»). 

Καθώς το φεστιβάλ την είχε σχεδιάσει να διαρκέσει μέχρι πρωίας, εγώ ανέλαβα τα δρώμενα στο «Six d.o.g.s», ενώ ο φίλος και συνάδελφος τότε στα μουσικοδημοσιογραφικά Μιχάλης Τσαντίλας πήρε επ' ώμου την ξέφρενη νύχτα χορού στο «Ρομάντσο».

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και δόθηκαν στον Τύπο από το φεστιβάλ, για τις σχετικές ανταποκρίσεις. Ανήκουν στη Ρία Καραγιάμπα, εκτός από την κεντρική, η οποία είναι από τα δρώμενα στο «Ρομάντσο» και ανήκει στη Ντιάνα Καλημέρη


Η 2η μέρα του FASMA Festival 2016 περιλάμβανε ένα «ορεκτικό» πριν το κυρίως κλαδί στο Ρομάντσο, που ήταν σχεδιασμένο να πάει μέχρι πρωίας: το showcase της Where To Now?, μιας μικρής βρετανικής δισκογραφικής με διπλή έδρα (Λονδίνο, Μπράιτον) και μόλις 3 χρόνια παρουσίας στον μουσικό χάρτη. 

Πριν μπω στο gig space, όμως, πέρασα μια βόλτα από τον εκθεσιακό χώρο στο Six d.o.g.s ώστε να δω το Κυκλόφωνο (Kyklophonon), δηλαδή την πρώτη ηχητική εγκατάσταση του Κύπριου «κατά λάθος αρχιτέκτονα, κατά βάθος εφευρέτη» Μιχάλη Σιαμμά. Πρόκειται για ένα πρωτότυπο και αρκετά ογκώδες έγχορδο όργανο, ημι-μηχανικό από άποψη κατασκευής, με ενσωματωμένα κάμποσα πράγματα: διάβασα για χορδές από σάζι και πιεζοηλεκτρικές κάψες, ενώ είδα με τα μάτια μου διάφορα ρουλεμάν, μα και τα χαρακτηριστικά εκείνα βαρίδια που χρησιμοποιούνται στο ψάρεμα. 

Ο ήχος του ήταν διακριτικός, με καταπραϋντικές ιδιότητες, κάτι που δεν βοήθησε το κυκλόφωνο να προσεχτεί, μιας και όσοι κατέφτασαν νωρίς στο Six d.o.g.s ήταν περισσότερο απασχολημένοι με χαιρετούρες και πρώτες μπύρες, ρίχνοντάς του φευγαλέες μόνο ματιές. Νομίζω ότι βρήκε περισσότερο ενδιαφέρον αργότερα.


Το showcase της Where To Now? ξεκίνησε με μια οικεία μορφή σε όσους παρακολουθούν τα ηλεκτρονικά δρώμενα της πόλης: τον Kondaktor. Ο Γιώργος Παπαγεωργόπουλος, όπως ονομάζεται πραγματικά, μετέχει στην ομάδα που διοργανώνει τα Reform parties και είναι συνιδρυτής της Modal Analysis (μικρό μα δραστήριο εγχώριο label, με techno ειδίκευση), που φέρεται μάλιστα να αποτελεί και κινητήριο δύναμη πίσω από το FASMA Festival. Έπαιξε δυστυχώς μπροστά σε ελάχιστους παρευρισκόμενους, πολλοί από τους οποίους ήταν φίλοι και γνώριμοι. 

Κρίμα. Μπορεί αν δεν τον ήξερες να μη σου γέμιζε το μάτι, να τον θεωρούσες δηλαδή έναν ακόμα χίπστερ με μύστακα και καρό πουκαμισάκι, αλλά εκεί πάνω στη σκηνή παρέδωσε ένα set με πολυποίκιλες διαθέσεις, με techno μεν βάσεις, μα διάφορες πιο «πειραματικές» προεκτάσεις και απολήξεις. Πιο απολαυστική στιγμή, κατ' εμέ, όταν το video wall άρχισε να δείχνει κάτι δάση σε ασπρόμαυρη απεικόνιση συντονιζόμενο με την υπόγεια ανάδυση ενός κλαρίνου μέσα από τους ηλεκτρονικούς βόμβους, το οποίο στη συνέχεια πρωταγωνίστησε εκκωφαντικά, πριν ανακατευτεί με ένα έξυπνο sample από κάποια λαϊκή αγορά. 


Τον Ιταλό Nicola Ratti, αντιθέτως, τον μέτρησα ως απογοήτευση του showcase, ίσως γιατί περίμενα κάτι περισσότερο σε επίπεδο εμφάνισης από το να αναπαράγει με ζηλευτή ακρίβεια τον ήχο των μινιμαλιστικών techno κυκλοφοριών του, με φόντο γραφικά λιτά μεν, μα και υπέρ το δέον απλοϊκά, ανίκανα να κερδίσουν το μάτι. Σκέφτηκα μάλιστα ότι η techno πλευρά του πολυπράγμονα Μιλανέζου έχει μάλλον λιγότερο ενδιαφέρον συγκριτικά με άλλες ανησυχίες του, καθώς οι εξερευνήσεις του επί του ρυθμού και της τονικότητας διακρίνονταν από μια σταθερά απροσπέλαστη εγκεφαλικότητα: κατανοούσες, δηλαδή, μα δεν υπήρχαν περιθώρια διασύνδεσης. Από την άλλη, έμεινε μόλις 30 λεπτά επί σκηνής, οπότε δεν κούρασε κανέναν.


Η θέση του headliner άνηκε στον Καναδό Jesse Osborne-Lanthier, ο οποίος την υπερασπίστηκε με ένα φανταστικό set. Το μόνο που παρακίνησε ορισμένους από τους συγκεντρωμένους, που είχαν πια πληθύνει, αλλά όχι δραματικά, ώστε να αρχίσουν να (ψιλο)χορεύουν. Το σώμα των ήχων του ήταν υβριδικό και οι διαθέσεις κυκλοθυμικές, εναλλασσόμενες μεταξύ οξυγώνιας επιθετικότητας και μιας καταβύθισης στα «ενδότερα», με την ένταση να ξεθωριάζει υπόκωφα στα αφηνόμενα περιθώρια. 

Γενικά η ισορροπία δεν αποδείχθηκε εύκολη υπόθεση, όμως ο Osborne-Lanthier χειρίστηκε καλά τις απαραίτητες γέφυρες μεταξύ χορευτικής εξωστρέφειας και μουντρούχικης εσωστρέφειας. Ήταν δε και απόλαυση να τον κοιτάς, καθώς στεκόταν εκεί στο ημίφως της σκηνής με μάτια κλειστά, χαμένος στη μουσική του, στην οποία μετείχε και με τις παλλόμενες κινήσεις του σώματός του. Σε δύο μόνο σημεία φάνηκε να χαλαρώνει, κατεβαίνοντας προς το κοινό ώστε να αναζητήσει αναπτήρα: ήταν φανερό ότι η υπόθεση σήκωνε και κανα-δυο τσιγάρα, πέρα από τη μπύρα που κατέβασε με μεγάλες γουλιές.  



04 Ιανουαρίου 2023

Νότης Μαυρουδής - συνέντευξη (2008)


Λυπηρά τα νέα για τον Νότη Μαυρουδή και το απροσδόκητο τέλος του, λόγω μιας πτώσης στο σπίτι του στην Κουκουράβα του Πηλίου, όπου είχε μεταβεί για τις μέρες των γιορτών.

Τα περισσότερα αποχαιρετιστήρια από όσα διάβασα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τον θέλουν έναν ευγενικό και γλυκό άνθρωπο. Και δεν είναι τα γνωστά κλισέ τέτοιων στιγμών αυτά, γιατί έτσι τον θυμάμαι κι εγώ από τον Ιούνιο του 2008, όταν με καλοδέχτηκε στο σπίτι του για μια κουβέντα –είχε βγάλει, τότε, τον δίσκο «Μια Νύχτα Στους Αιώνες», με την Αναστασία Μουτσάτσου. Και, σημειωτέον, όχι με τον γλυκουλίνικο τρόπο με τον οποίον λέγονται συνήθως τέτοια λόγια: αν μη τι άλλο, ο Μαυρουδής είχε και το θάρρος της γνώμης του δίπλα στην έμφυτη ευγένεια, γι' αυτό και απάντησε δίχως περιστροφές σε διάφορες ερωτήσεις που του έθεσα.

Η συζήτησή μας δημοσιεύτηκε εκείνο το (μακρινό, πια) καλοκαίρι στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Ως ελάχιστος φόρος τιμής σε έναν άνθρωπο που βρισκόταν στην εγχώρια δισκογραφία από το 1964, υπηρετώντας την τόσο ως συνθέτης περιωπής, όσο και ως καταπληκτικός κιθαρίστας.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που έχει δοθεί κατά καιρούς ως promo για τον Τύπο. Η κεντρική ανήκει στον Alessandro Giacalone


Κυκλοφορήσατε πρόσφατα ένα νέο άλμπουμ με την Αναστασία Μουτσάτσου, με την οποία και συνεργάζεστε τελευταία. Τι σας έκανε να της εμπιστευτείτε έναν ολόκληρο δίσκο με επανεκτελέσεις; 

Κατ' αρχάς, η Αναστασία επέλεξε το περιεχόμενο. Αποφάσισε δηλαδή ο επόμενός της προσωπικός δίσκος να είναι με δικά μου τραγούδια, τηλεφωνηθήκαμε, μου έκανε τη συγκεκριμένη πρόταση και μου άρεσε. Βέβαια, το πρόβλημα που προέκυψε ευθύς αμέσως ήταν ότι όλο το ρεπερτόριο που θα συμπεριλαμβανόταν στο «Μια Νύχτα Στους Αιώνες» θα ήταν επανεκτελέσεις. Μπήκαμε έτσι στον προβληματισμό του κατά πόσο θα μπορούσε να λειτουργήσει, εφόσον ο κόσμος είναι δεμένος με την πρώτη εκτέλεση ενός τραγουδιού, άρα και ταυτισμένος με κάποιες συγκεκριμένες φωνές –π.χ. του Γιώργου Ζωγράφου, η οποία σηματοδότησε εποχή, κλίμα, αλλά και τραγουδιστικό είδος. 

Ασφαλώς, το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τον συγκεκριμένο δίσκο: προκύπτει κάθε φορά που ένα δοκιμασμένο τραγούδι παρουσιάζεται σε νέο ας πούμε σκηνικό, είτε για επανεκτέλεση μιλάμε, είτε για διασκευή. Εγώ, βέβαια, λόγω κυρίως του οργάνου το οποίο παίζω, είμαι εξοικειωμένος με τις διασκευές, γιατί το μεγαλύτερο μέρος του ρεπερτορίου της κιθάρας είναι οι διασκευές. 

Τα τραγούδια, λοιπόν, έπρεπε να «πειραχτούν», να τροποποιηθούν δηλαδή ενορχηστρωτικά, αλλά όχι ριζικά, ώστε να μη χαθεί και το αυθεντικό τους ύφος. Παράλληλα, κάναμε πάρα πολλές συζητήσεις και με την Αναστασία ως προς το πώς έπρεπε να ειπωθούν. Η ίδια δούλεψε πολύ πάνω σε αυτό. 

Υπάρχει μια διάχυτη εντύπωση, πάντως, ότι κερδήθηκε το στοίχημα…

Η Αναστασία διαθέτει μια ιδιαίτερη φωνή, η οποία είναι πολιτογραφημένη για ένα άλλο είδος τραγουδιού –δεν θα το αποκαλούσα rock, αν και δεν ξέρω ποια ακριβώς ετικέτα θα του πήγαινε. Ως τώρα είχε ασχοληθεί με τραγούδια που θα έλεγα πως ανήκουν στη νέα ελληνική σκηνή, έχοντας λαϊκές αποχρώσεις. Το «Μια Νύχτα Στους Αιώνες» της έδωσε λοιπόν ένα νέο πεδίο δράσης, το οποίο η ίδια επεδίωξε. 

Νομίζω ότι είπε πολύ ωραία τα παλιά μου τραγούδια. Από εκεί και πέρα, το πώς θα λειτουργήσει στον κόσμο και στην αγορά, είναι μια διαφορετική ιστορία, που δεν προβλέπεται. Κι αυτή είναι, άλλωστε, η μαγεία των δίσκων και των τεχνών γενικότερα: αλλιώς θα ήταν σαν να γεννάς ένα παιδί και να ξέρεις τι θα γίνει στη ζωή του. Όσοι προσπάθησαν να «προγραμματίσουν» ένα παιδί, απέτυχαν.   

Έχετε σκεφτεί να κάνετε με τη Μουτσάτσου κι έναν δίσκο με δικό σας, πρωτότυπο υλικό; 

Βέβαια. Υπάρχει στο μυαλό μου μια τέτοια σκέψη, να μαζέψω δηλαδή νέα τραγούδια μου και να τα πει η Αναστασία. Αλλά είμαστε ακόμα πολύ κοντά στην κυκλοφορία του «Μια Νύχτα Στους Αιώνες» και για εμένα είναι σημαντικό να μεσολαβήσει ένα διάστημα, ώστε να «αποτοξινωθώ» από το ένα υλικό και να περάσω στο άλλο, με καινούριες σκέψεις και καινούρια δεδομένα. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν γράφω: υπάρχουν στο συρτάρι μου καινούρια τραγούδια, τα οποία νιώθω πως θα πήγαιναν στη φωνή της.

Πρέπει να είστε από τους λίγους, πλέον, που σας ενδιαφέρει να κυλάει αρμονικά ένα χρονικό διάστημα από δίσκο σε δίσκο, αντί να σας πιάνει το άγχος της παραμονής σε μια γοργά εξελισσόμενη επικαιρότητα…

Θέλω οι δίσκοι μου να έχουν ένα θέμα, μια σκέψη που να πηγαίνει το έργο μου παραπέρα, όχι παραπίσω. Δεν θέλω να κάνω έναν ακόμα δίσκο, αλλά δίσκους με λόγο ύπαρξης. Εύκολα πράγματα είναι αυτά; Είναι πάρα πολύ δύσκολα. 

Δεν θα ήθελα να πω ονόματα, μα υπάρχουν συνάδελφοί μου συνθέτες, πολύ ταλαντούχοι, οι οποίοι μπορεί να κάνουν 2 και 3 δίσκους κάθε χρόνο, με διάφορους τραγουδιστές, με ορχήστρες κτλ. Επειδή δηλαδή σου ζητάνε οι δισκογραφικές εταιρείες; Είναι λόγος αυτός; Και σε ποια αγορά; Βλέπεις έτσι ένα υλικό στερεμένο, δίχως φαντασία, που δεν αναδιπλώνει τίποτα ώστε να το πάει παραπέρα. Και γεμίζει ο τόπος με δίσκους η κατάληξη των οποίων είναι, τελικά, η χωματερή. 

Συχνά ακούμε ότι ο κόσμος δεν θέλει τα όσα ξεφεύγουν από την πεπατημένη. Εσείς, όμως, μαζί με τον συνεργάτη σας Παναγιώτη Μάργαρη, αποδείξατε με τα άλμπουμ της σειράς «Café De L' Art» –τα πιο επιτυχημένα εμπορικώς, στον χώρο της κιθάρας– ότι είναι τελικά ανοιχτός και σε άλλα πράγματα...

Είναι νομοτέλεια ότι ο κόσμος είναι ανοιχτός και δεν θέλει μόνο ένα πράγμα. Και γι' αυτό ήμουν σίγουρος τόσο εγώ, όσο και ο Παναγιώτης ο Μάργαρης. Βέβαια, όταν φτιάχτηκε το πρώτο «Café De L' Art» (1999), με ρώταγαν διάφοροι αν είμαι τρελός και τι με έπιασε να κάνω έναν δίσκο με δύο κιθάρες, τον οποίον δεν θα αγόραζαν παρά 100 άνθρωποι. Αυτά τα λένε συνήθως όσοι είναι στενά συνδεδεμένοι με τις δισκογραφικές εταιρείες κι επιθυμούν να πάνε την υπόθεση τραγούδι προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Τέτοιες επιλογές, όμως, είναι που έχουν φέρει τη δισκογραφία στο σημερινό της κατάντημα. 

Επίσης, δεν πρέπει να κάνουμε το λάθος να βλέπουμε μόνο το τι πουλιέται, γιατί αυτή είναι η εικονική πραγματικότητα. Γιατί και όταν λέμε ο «κόσμος», πάλι γενικεύουμε: αποτελεί πολύ μεγάλο θέμα συζήτησης το δείγμα κόσμου στο οποίο κάθε φορά αναφερόμαστε. Εμένα, λοιπόν, επειδή με ενδιαφέρει και το βάθος σε μια τέτοια συζήτηση, δεν με αφορά το κοινό που εκτονώνεται ψυχαγωγικά στις πίστες της νύχτας. Δεν λέω ότι δεν είναι κόσμος κι αυτός. Εμένα, όμως, με ενδιαφέρει ο κόσμος που αρπάζεται από τα ραδιόφωνα, που εμφανίζεται σε νυχτερινές σκηνές ή στις νέες τάσεις οι οποίες έρχονται από το εξωτερικό κ.ο.κ. 

Μπορεί να μη φαίνεται αυτός ο κόσμος τόσο πολύ, όμως υπάρχει. Ακόμα και μόνο στις πωλήσεις να σταθούμε. Πώς αλλιώς θα εξηγούσαμε, ας πούμε, ότι πουλάει σταθερά το «Χαμόγελο Της Τζοκόντας» του Μάνου Χατζιδάκι, ένας δίσκος του 1972 τόσο «ειδικός» και τόσο καλλιτεχνικός; Με ενδιαφέρει, λοιπόν, ο κόσμος εκείνος ο οποίος, με τη δυναμική του, μπορεί και διατηρεί τέτοια πνευματικά προϊόντα στον χρόνο. 

Συμφωνείτε ότι το λεγόμενο «έντεχνο» τραγούδι δεν μπόρεσε να ανανεωθεί επαρκώς από ένα σημείο και έπειτα, οπότε και το πλήρωσε;

Φυσικό ήταν. Γιατί υπήρξαν πολύ μεγάλα πνεύματα του τραγουδιού στο ξεκίνημά του: ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Μάνος Λοΐζος, ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Η εποχή μας, βέβαια, δεν στερείται ταλαντούχων ανθρώπων. Έχουμε τον Σταμάτη τον Κραουνάκη, ας πούμε, μα και νέα συγκροτήματα, με πολύ ενδιαφέροντα τραγούδια· τα οποία ίσως δεν φαίνονται τόσο, αλλά όποιος νοιάζεται τα ανακαλύπτει. 

Σαφώς, όμως, οι δεκαετίες του 1960 και 1970 σάρωσαν, θέτοντας ζητήματα που έκτοτε δεν ξανασυναντήσαμε στο ίδιο βεληνεκές. Αλλά μέσα σε αυτό εντάσσεται και μια διαφορετική συζήτηση: η κρίση που δημιουργήθηκε από το ίδιο το δισκογραφικό σύστημα. Γιατί το ελληνικό δισκογραφικό σύστημα, έχοντας κατακτήσει το αγοραστικό κοινό –και αναπαυόμενο σε βελούδινη πολυθρόνα– θεώρησε ότι είναι ο μοναδικός άρχοντας στο παιχνίδι της αγοράς. Κι έτσι κατέληξε να απαξιώσει και το υλικό και την έννοια της δισκογραφίας, ρίχνοντας από ένα σημείο κι έπειτα το βάρος στην παραγωγή τραγουδιών της νυχτερινής πίστας. Τα οποία και πέρασε έπειτα στις δισκοθήκες του κοινού, μεταβάλλοντας παράλληλα το πνεύμα της τραγουδιστικής τέχνης σε πνεύμα αρπαχτής. 

Έγιναν, βέβαια, και λάθη τακτικής: τα bonus στα περιοδικά και τις εφημερίδες, για παράδειγμα, έκαναν τον κόσμο να σταματήσει να ψάχνει τη δισκογραφία. Και οι οι εταιρείες έκαναν το προϊόν πάρα πολύ ακριβό με διάφορες δικαιολογίες –ακόμα και τις επανεκδόσεις– στρέφοντας έτσι το κοινό στην αντιγραφή και στο κατέβασμα μέσω διαδικτύου. Αν δεν απαξιωνόταν έτσι το δισκογραφικό προϊόν από τις εταιρείες, ο κόσμος δεν θα κατέβαζε με την ίδια ευκολία. 

Τι έχετε να πείτε για το μεγάλο (πλέον) θέμα του ελεύθερου χρόνου τον οποίον μπορεί να διαθέσει κανείς στις μέρες μας, ώστε να ακούσει μουσική; 

Α, αυτό είναι όντως μεγάλο θέμα. Έχω καταφέρει και το διατηρώ ακόμα αυτό, πολλές φορές κάθομαι στο σπίτι απλά για να ακούσω μουσική. Σχεδόν κάθε μέρα κλέβω λίγο χρόνο για να ακούω μουσική, είτε στο σπίτι, είτε στο αυτοκίνητο. Κατ' αρχάς, είμαι κάπου αναγκασμένος να το κάνω, λόγω της εκπομπής μου στο Γ΄ Πρόγραμμα. Γιατί, όταν δουλεύεις για το Γ΄ Πρόγραμμα, δεν μπορείς να πας να κάνεις εκπομπή παίρνοντας απλά μερικά δισκάκια. Πρέπει να ξέρεις τι βάζεις, να είσαι ενήμερος, καταρτισμένος, να κάνεις κάτι το σοβαρό. 

Γενικά δεν με ενδιαφέρει να ακούω διεκπεραιωτικά, λίγο π.χ. την εισαγωγή, μετά το ρεφρέν, τα επίμαχα δηλαδή σημεία. Το έκανα παλιότερα, λόγω φόρτου εργασίας, όμως και τότε γνώριζα μέσα μου ότι είναι ξεφτίλα. Δεν γίνεται να ακούσεις σοβαρά έτσι, ώστε να έχεις άποψη για το τραγούδι. 

Πόσο καλός κριτικός πιστεύετε ότι μπορεί να είναι ένας μουσικός –θέμα ακανθώδες μεταξύ κριτικών και καλλιτεχνών;

Ο κίνδυνος ενός μουσικού είναι να ακούει με λάθος τρόπο. Εγώ, για παράδειγμα, για πολλά χρόνια, όταν πήγαινα σε μια συναυλία, ενδιαφερόμουν για το πού βάζει ο κιθαρίστας το δεξί του χέρι, τι ηχητικούς συνδυασμούς κάνει, με ποια γωνία των δαχτύλων παίζει, τι δυναμικές χρησιμοποιεί και τέτοια ζητήματα. Τελείωνε έτσι η συναυλία και είχα χάσει όλη την απόλαυση: έμενα σε τεχνικές και τεχνοκρατικές διαδικασίες και δεν ήξερα τι άκουσα. Και όταν άκουγα απλά ένα τραγούδι, πρόσεχα τη δομή του, τον συνδυασμό της μουσικής με τις λέξεις, κατά πόσο τα εύηχα σημεία του στίχου αποδίδονται μουσικά, το γιατί έβαλε εκεί και όχι εκεί την τρομπέτα. Αλλά με όλα αυτά τα ερωτήματα, χάνεις το τραγούδι. 

Αυτές είναι κακές ακροάσεις. Για να απολαύσεις ένα τραγούδι πρέπει να τα αφήσεις όλα τούτα στην άκρη και να γίνεις καλός ακροατής. Και συνήθως οι μουσικοί αυτό κάνουν, τους είναι δύσκολο να γίνουν ακροατές. Δεν μπορεί το καλό να καθορίζεται από το αν π.χ. οι βιόλες σε ένα σημείο έπαιξαν το φορτίσιμο ή όχι. Έτσι χτίζεται ένας τεχνοκρατικός τοίχος, ο οποίος λέει στην ψυχή «όχι δεν θα σου επιτρέψω να συγκινηθείς γιατί το βιολί π.χ. έπαιξε έτσι και όχι αλλιώς». 

Τι σας άφησε η θητεία του καλλιτεχνικού διευθυντή σε διάφορα φεστιβάλ;

Μνήμες άλλοτε τραυματικές, άλλοτε θετικές. Είμαι χορτασμένος από τέτοια πράγματα, γιατί ο θεσμός του καλλιτεχνικού διευθυντή –στην Ελλάδα τουλάχιστον– δεν είναι κάτι το σπουδαίο, έτσι όπως γίνεται. Κάποτε, ας πούμε, ήμουν καλλιτεχνικός διευθυντής στους πέντε Δήμους της Δυτικής Αττικής. Κι έπιασα κάποια στιγμή τον εαυτό μου να συνδιαλέγεται και να συναναστρέφεται με δημάρχους και δημοτικούς συμβούλους. Εμπειρία τραυματική, σηκώθηκα κι έφυγα. Δεν άντεξα. Πρέπει να βρίσκει κανείς τρόπους να ισορροπεί ανάμεσα σε λόμπι, συντεχνίες και πολιτικές αντιπαραθέσεις. Πώς να παραχθεί μετά καλλιτεχνικό έργο; Είναι κατάντια. 

Ακόμα πιο τραυματική, πάντως, ήταν η εντεκάμηνη παραμονή μου ως καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ Πάτρας, όπου είχα να κάνω με ανταγωνισμούς μέσα στο δημοτικό συμβούλιο –τέτοιους, ώστε ένιωσα τελικά ότι σαρωνόμουν, δίχως να τους αγγίζω ούτε στο μικρό τους δαχτυλάκι. Χώρια την πολεμική που δέχτηκα από τον τοπικό Τύπο, λες και ήμουν πολιτικό πρόσωπο, ότι εξυπηρετούσα τάχα τα συμφέροντα του τότε Υπουργού Πολιτισμού, Θάνου Μικρούτσικου. 

Να φανταστείτε πως δεν ζήτησα καν τα οφειλόμενα χρήματα, ακριβώς γιατί δεν μπορούσα να τους ξαναδώ στα μάτια μου ούτε καν για το αυτονόητο, το να με πληρώσουν. Κανείς στην Ελλάδα δεν σου δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να δράσεις καλλιτεχνικά, τον σκοπό δηλαδή για τον οποίον, υποτίθεται, πας σε τέτοιους θεσμούς. 



03 Ιανουαρίου 2023

Βίκυ Λέανδρος - ανταπόκριση (2019)


Καλώς μας ήρθε λοιπόν το 2023, μακάρι να αποδειχθεί τυχερό και ξένοιαστο. 

Το blog το καλωσορίζει ενθυμούμενο την τελευταία συναυλία που πήγα να δω στην αλλαγή του 2019 με το 2020, σε μια Δευτέρα που αποδείχθηκε πολύ δύσκολη για τις μετακινήσεις στην Αθήνα. Ωστόσο στο «Christmas Theater» τραγουδούσε η Βίκυ Λέανδρος –και τέτοιες σπάνιες ευκαιρίες δεν είναι για να χάνονται.

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis κι αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Και του Χρόνου, να 'μαστε καλά.

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η κεντρική ανήκει στον Nikolaos Radis και η κάτωθι στον Jan Huysentruyt 


Η 30ή Δεκέμβρη, πέρα από Δευτέρα, ήταν μια δύσκολη μέρα για μετακινήσεις εντός κι εκτός Αθήνας. Το ραδιόφωνο μετέδιδε ζωντανά τα παθήματα οδηγών εγκλωβισμένων 2 ώρες στα οχήματά τους στην προσπάθειά τους να εγκαταλείψουν την πρωτεύουσα προς Λαμία για τους εορτασμούς της Πρωτοχρονιάς, όμως άλλο τόσο νιώθαμε κι εμείς ότι θα κάναμε για να φτάσουμε στο «Christmas Theater»: το χιόνι προς Καπανδρίτι, στην πρώτη περίπτωση, και η βροχή στη δεύτερη, δυσχέραιναν σημαντικά την κυκλοφορία. Το αναγνώρισε μάλιστα και η ίδια η Βίκυ Λέανδρος στην καλησπέρα της προς το κοινό, ευχαριστώντας μας που καταβάλαμε τον κόπο για χάρη της. 

Η Βίκυ Λέανδρος κουβαλάει τον δικό της τραγουδιστικό μύθο. Και το ξέρει πολύ καλά. Γι' αυτό κι έχει την πολυτέλεια να ξεκινάει μια βραδιά με το "Après Τoi": ένα διάσημο χιτ των ευρωπαϊκών 1970s, το οποίο την έχρισε νικήτρια της Eurovision 1972 (για λογαριασμό του Λουξεμβούργου), στέλνοντάς τη στο #1 της Γαλλίας, στο #2 της Βρετανίας και στο #11 της (Δυτικής, τότε) Γερμανίας. Κανονική διεθνής καριέρα, δηλαδή –σε αντίθεση με ό,τι χρίζεται ως τέτοια εσχάτως, επειδή δίνονται πλέον ευκαιρίες να πάρεις σβάρνα κελάρια και σοφίτες στην κεντρική Ευρώπη. Έτσι, εκεί που άλλοι θα κρατούσαν μια τέτοια στιγμή για την κορύφωση μιας συναυλίας, η Λέανδρος τη ρίχνει για να φτιάξει κλίμα, έχοντας εμπιστοσύνη στα 55 της χρόνια στη δισκογραφία. 

Τον μύθο αυτόν, λοιπόν, τον κρατάει ζωντανό. Αν και η φωνή της δεν έχει πια την έκταση που διέθετε κάποτε, διατηρεί το tour de force της στις μεσαίες και στις χαμηλότερες νότες, όσο και τα χρώματά της, όπως κι εκείνους τους ξενικούς τονισμούς των λέξεων που κάνουν τα ελληνικά της να κάθονται λιγάκι παράξενα στο αυτί. Σε ορισμένες στιγμές στο «Christmas Theater», μάλιστα, αν έκλεινες τα μάτια κι απλά άκουγες, θα ορκιζόσουν ότι τραγούδαγε στη σκηνή εκείνο το κορίτσι από την Κέρκυρα που συγκίνησε την Ευρώπη των πρώιμων 1970s, καθώς η γλυκιά της εκφραστικότητα παραμένει σχεδόν ατόφια. Οι "Αναμνήσεις" ήταν ένα τέτοιο στιγμιότυπο –«μας έκανες να κλάψουμε», ακούστηκε μια φωνή να σχολιάζει από τις κερκίδες– η "Μικρή Μας Ιστορία" επίσης, αλλά και η διασκευή του "Those Were The Days" της Mary Hopkin στα γαλλικά, το "Πες Μου Την Αλήθεια" και το "Free Again".

Ήταν λοιπόν μια επιτυχημένη συναυλία; Ας αντιστρέψουμε τη ροή των πραγμάτων λέγοντας ότι δεν γινόταν να αποτύχει μια βραδιά στηριγμένη σε μια τέτοια ορχήστρα. Με το live της Αθήνας να είναι απλά μία στάση σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή περιοδεία (η οποία ήδη είχε πάνω από 60 σταθμούς και αναμένεται να διαρκέσει ως τον Σεπτέμβριο του 2020), η Λέανδρος πλαισιώνεται από πολύ έμπειρους μουσικούς, σταχυολογημένους από τα πέντε σημεία του ορίζοντα. Εννέα άτομα τη συνόδευσαν λοιπόν στο «Christmas Theatre», ξεδιπλώνοντας σημαντικές παικτικές δυνατότητες, σε διάφορα σημεία της setlist.

Κορυφαίοι, ωστόσο, στάθηκαν ο Καναδός πιανίστας Bo Heart, που τη συντρόφευσε μάλιστα και στα φωνητικά σε μια αναπάντεχη μετατροπή του "The Letter" των Box Tops σε τζαζ τζαμάρισμα, καθώς και ο θαυμάσιος Ιταλός τρομπετίστας του οποίου δεν μπόρεσα να πιάσω το όνομα (ίσως κάτι σε Ντανιέλ Ζάνο;). Έπειτα, ήταν ασφαλώς και το θέμα της προσέλευσης: το «Christmas Theater» μπορεί να μην βγήκε sold-out, αλλά είχε πολύ κόσμο. Κυρίως μεγαλύτερες ηλικίες, οι οποίες συγκινούνταν με κάθε νότα που θύμιζε τα σουξέ της δικής τους νιότης, χωρίς να λείπουν πάντως και τα νεαρότερα πρόσωπα· σαν τα παιδιά που έσπευσαν να απολαύσουν μια ευκαιρία για karaoke όταν η Λέανδρος κατέβηκε στην πλατεία για να μοιραστεί το μικρόφωνο στο ελληνικό ρεφρέν του "L' Amour Est Bleu". 

Το τελευταίο σκηνικό στάθηκε πολύτιμο, γιατί έδειξε ότι το χαμόγελό της δεν ήταν ψεύτικο, φορετό για τις ανάγκες της βραδιάς. Και γράφω αυτήν τη λέξη, «πολύτιμο», γιατί κατά τα λοιπά μου προξένησε εντύπωση πώς μια τραγουδίστρια με τη δική της εμπειρία παραμένει τόσο αμήχανη όταν πρέπει να μιλήσει αντί να ερμηνεύσει, ώστε να οχυρώνεται σε μια στημένη εικόνα, με συνεχή επιφωνήματα τύπου «μ-χμ», άκυρα γελάκια, αλλά και βεβιασμένες εκτινάξεις χεριών ή χοροπηδηχτά στην προσπάθειά της να μεταφράσει σωματικά τον ενθουσιασμό της για την τάδε ή τη δείνα εκτέλεση. Κι όμως, η Λέανδρος ήταν εκεί με την καρδιά της και δεν έκρυψε τη συγκίνησή της για το θερμό χειροκρότημα στο φινάλε. Με την όλη αυτή αμηχανία να γυρνάει εν τέλει υπέρ της, καθιστώντας τη μια συμπαθή παρουσία.

Στο «Christmas Theater» η Λέανδρος διηγήθηκε και διάφορες ιστορίες από την καριέρα της. Για τον πανικό της όταν εκεί γύρω στα 15 συνάντησε τον Jacques Brel, για τις εντυπώσεις της από το Τόκυο των 1960s –μας είπε μάλιστα και τμήμα από ένα γιαπωνέζικο κομμάτι που ηχογράφησε εκεί, το "Machi Kutabireta Nichiyobi"– για το πώς έβαζε πάντα μια διασκευή σε Μάνο Χατζιδάκι στα προγράμματα για γούρι, για τη συνεργασία της με τον Μίκη Θεοδωράκη. Είπε δε απολαυστικά "Το Φεγγάρι Είναι Κόκκινο" του πρώτου και εκπληκτικά το "Με Κλειστά Παράθυρα" του δεύτερου, φανερώνοντας τις πολλές πτυχές που έχει ως τραγουδίστρια. Δεν παρέλειψε όμως να αναφέρει και τα όσα χρωστάει στον πατέρα της Λεό Λέανδρος (έναν Έλληνα με τη δική του διεθνή καριέρα στη μουσική), αλλά και να αποχαιρετήσει τον Θάνο Μικρούτσικο, λέγοντάς μας ότι λυπήθηκε για τον θάνατό του. 

Το τέλος του προγράμματος με τα πολλά χριστουγεννιάτικα άσματα και τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς σε μια αεράτη pop εκτέλεση ίσως απογοήτευσε όσους περίμεναν περισσότερα δικά της τραγούδια: κάποιοι φώναξαν επίμονα για το "Έι, Καζανόβα", άλλοι ζήτησαν το "Μια Φορά Κι Έναν Καιρό", εμένα μου έκανε εντύπωση που δεν ακούσαμε το "Πυρετός Του Έρωτα". Όμως η αλήθεια είναι ότι στήριξε τις επιλογές της. 

Η επιστροφή από το «Christmas Theater», κατόπιν, αποδείχθηκε δύσκολη υπόθεση, για όσους ειδικά δεν είχαν έρθει με δικό τους όχημα· όμως η ηχώ της φωνής της Λέανδρος έφτανε και περίσσευε για να πεις ότι άξιζε η  ταλαιπωρία. Μπορεί οι εποχές να έχουν αλλάξει, οι μεγάλες της δόξες να μοιάζουν «παλαιάς κοπής» και οι σύγχρονοι μύθοι της ελληνικής παρουσίας στα διεθνή μουσικά πράγματα να συγκροτούνται πλέον από περιπτώσεις σαν τους Rotting Christ, όμως η Βίκυ Λέανδρος διατηρεί την αίγλη που δικαιωματικά κέρδισε, παραμένοντας σε θέση να την υπερασπίζεται μια χαρά.