09 Δεκεμβρίου 2022

Κώστας Λειβαδάς & Υπνοβάτες - Χαμένη Διαδρομή [δισκοκριτική, 2017]


Μια κριτική μου από τo 2017 στο άλμπουμ «Χαμένη Διαδρομή» του Κώστα Λειβαδά. Ο οποίος άφησε τότε, για λίγο, τη σόλο πορεία του ως τραγουδοποιός, ώστε να ξανασυναντήσει τους Υπνοβάτες: το συγκρότημα που είχε για μικρό διάστημα πίσω στις αρχές του 1990. 

Όπως και άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με πολύ μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία, με τον Λειβαδά και τον Κώστα Καββαδία, προέρχεται από το υλικό που διατέθηκε στον Τύπο στο πλαίσιο του σχετικού promo 


Χωράει μεγάλη συζήτηση, αλλά τα τελευταία (αρκετά) χρόνια, ενώ υποτίθεται ότι ακούμε πολύ ροκ, μένω σταθερά με την εντύπωση ότι τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει –και σίγουρα όχι εντός συνόρων. Είναι παλιές σκέψεις αυτές, μου τις έφερε όμως ξανά ο νέος και παλιός μαζί δίσκος του Κώστα Λειβαδά. 

Ακούγεται παράδοξο αυτό το «νέος και παλιός μαζί» για όσους δεν γνωρίζουν το ιστορικό τούτης της Χαμένης Διαδρομής, αλλά είναι κυριολεκτικό: εδώ έχουμε 4 τραγούδια γραμμένα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν και ήταν ενεργοί οι Υπνοβάτες (με ατόφιες τις τότε ενορχηστρώσεις τους), συν 4 που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια, όταν ο Λειβαδάς ξαναβρέθηκε με τους τότε συνοδοιπόρους Κώστα Καββαδία (κιθάρες και όχι μόνο), Μανώλη Ελισαίο (μπάσο) & Μάκη Πεκτζιλίκογλου (τύμπανα). 

Το ποιο είναι παλιό κομμάτι και ποιο καινούριο, τώρα, δεν ξεχωρίζει –τουλάχιστον όχι σε πρώτη ματιά. Κι αυτό το λέω για καλό, γιατί υπάρχει μια ενιαία αισθητική, καθώς και μια αίσθηση συνόλου, όπως και ροή, που σε κάνει να παίζεις τον δίσκο στο repeat δίχως να βαριέσαι. Είναι τέτοια η κατάσταση στο ελληνικό ρεπερτόριο σήμερα, ώστε εδώ θα μπορούσε να τελειώνει η παρούσα αποτίμηση χωρίς να χρειαστεί να προστεθούν περισσότερα. Αλλά ας επιμείνουμε λίγο ακόμα.

Η αισθητική των Υπνοβατών απηχεί τις ηλεκτρικές ανησυχίες της δεκαετίας του 1990 και, από μια τέτοια άποψη, ίσως ο δίσκος να ακουστεί «παλιός» σε νεότερα αυτιά, χαμένος σε αναζητήσεις οι οποίες έγιναν περιθωριακές όταν κατέπεσε το οικοδόμημα του «ελληνικού ροκ». Οι επιρροές τους, επίσης, είναι ευδιάκριτες, είτε για αμερικάνικα πράγματα μιλάμε, είτε για βρετανικά, είτε για τον Γιώργο Δημητριάδη και τους Μικρούς Ήρωες –γιατί, αν συγγενεύει με κάτι η Χαμένη Διαδρομή, είναι με το δικό τους δισκογραφικό ντεμπούτο Αφορμές Για Ανταρσία (1994), το οποίο βγήκε όταν περίπου διαλύονταν οι Υπνοβάτες: το τραγούδι "Τα Βλέπω Όλα" αποτελεί χαρακτηριστικό στιγμιότυπο.

Ωστόσο όλο το ζουμί βρίσκεται νομίζω σε αυτή την τύποις «αχίλλειο πτέρνα». Αφενός γιατί το καινούριο που μας σερβίρεται τα τελευταία χρόνια πολύ συχνά ανακατασκευάζει ηχητικούς κόσμους ακόμα παλαιότερους των 1990s, οπότε το επιχείρημα «παλιό» και «νέο» εξανεμίζεται –τουλάχιστον για όσους από μας δεν νοιαζόμαστε να παίξουμε παίγνια hype και coolness. Αφετέρου γιατί ο Λειβαδάς με τους Υπνοβάτες αποτυπώνονται γλαφυρότατα ως rockers, με έναν τρόπο που τόσες και τόσες μπάντες νέων παιδιών δεν έχουν καταφέρει, βραχυκυκλωμένες σε εναλλακτικές διαδρομές στις οποίες περισσεύει το στυλ μα χάνεται η ιδρωμένη διάσταση της rock 'n' roll υπόθεσης, όπως και η έξαψη που τη συνόδευσε ιστορικά καθώς διασυνδέθηκε με την αξία και τη σημασία της δήλωσης «είμαι νέος». 

Έτσι, τραγούδια όπως η "Χαμένη Διαδρομή", το "Πάνω Απ' Τη Διασταύρωση" ή το "Λες Να Μην Ξέρω" επαναφέρουν σε ένα χλιαρό indie παρόν τη διασύνδεση των ανοιχτών ενισχυτών με το ξεδίψασμα της εσώτερης πυρκαγιάς («ένα τραγούδι να διαλύσει την αντάρα»), με την απελπισία που μπορεί να συνοδεύει το γκρέμισμα κάποιων πρώτων συναισθηματικών σταθερών –μαθαίνοντάς μας the hard way την ικανότητα της ατέλειωτης ρόδας του χρόνου να μας σκορπά («συντρίμμια οι σκάλες που έφταναν στον ουρανό/παλεύουμε τώρα στο άγριο κενό»)– αλλά και με την αλήθεια της όποιας συνοικίας μπορεί να μας διαμορφώνει, γενόμενη στα μάτια μας «περιφέρεια μέσα στο περιθώριο».

Τη διασύνδεση, εν τέλει, εκείνου που τραγουδάς με αυτό που έχεις βιώσει και σε τσουρουφλάει. Και όχι με την πιστή αναπαραγωγή της όποιας φάσης μπορεί να θαύμασες ακούγοντας τον τάδε δίσκο ή ίσως βρήκες να θεωρείται cool σε ορισμένες γωνιές του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. 



07 Δεκεμβρίου 2022

Νατάσσα Μποφίλιου - ανταπόκριση (2016)


Λες και δεν έχουμε μύρια σοβαρότερα προβλήματα σε αυτή την κοινωνία, ορισμένοι στα social media αποφάσισαν να σχολιάσουν πώς ντύνεται η Νατάσσα Μποφίλιου και γιατί βρίσκεται ταξίδι στο Λονδίνο, ενώ στις συνεντεύξεις αποκαλύπτεται ως Αριστερή. Ακόμα και η έγκυρη (πάλαι ποτέ, τώρα...) «Καθημερινή» ένιωσε την ανάγκη να σχολιάσει τα γεγονότα –αρκετά έξυπνα βέβαια ώστε να μην ταυτιστεί με τέτοιες συμπεριφορικές, μα ως πάτημα (τελικά) για έναν ακόμα γύρο στείρας πολιτικολογίας.  

Απίστευτες βλακείες, αν με ρωτάτε –εμένα που δεν είμαι καν με την Αριστερά. Πώς όμως το ένα έφερε το άλλο και βρέθηκα να κάνω νέες ανασκαφές στο αρχείο μου, για να εντοπίσω τη Νατάσσα Μποφίλιου στον «Βοτανικό», τον Μάρτη του 2016. 

Περιπετειώδης βραδιά, αφού η δημοφιλής ερμηνεύτρια δεν βρέθηκε στην καλύτερή της μέρα (αρχικά, τουλάχιστον), ενώ εμένα δεν με είχαν στην είσοδο, στους καλεσμένους, παρότι μέσα με περίμενε τραπέζι. Ευτυχώς ήταν μαζί ο φίλος και συνοδοιπόρος (τότε) στα μουσικά Δημήτρης Μεντές, ευτυχώς εντόπισε τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο, ο οποίος έκανε ό,τι μπορούσε. Το τραπέζι το χάσαμε, αλλά βολευτήκαμε στο μπαρ –επρόκειτο για άτυχη παρεξήγηση κάπου στο σύστημα, που επιλύθηκε δυο μέρες μετά.

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε για λογαριασμό του Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στην Αφροδίτη Χουλάκη. Η οποία, σημειωτέον, ήταν στη guest list! 


Υποθέτω ότι κομμάτι του να είσαι η Νατάσσα Μποφίλιου, αποτελεί και το να μπορείς να διαχειριστείς μια βραδιά στην οποία τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά. Δεν είναι εύκολο: η περίσταση ζωντανή, το πρόγραμμα έχει διάρκεια και όλο το άγχος πέφτει πάνω σου, καθώς είσαι η σταρ. Είναι όμως και «διαπιστευτήρια», συνάμα. Πρώτα-πρώτα του γιατί είσαι εσύ η σταρ και όχι κάποια άλλη. 

Παρά την έξοδο του τριημέρου της 25ης Μαρτίου, ο Βοτανικός ήταν γεμάτος. Και το νέο πρόγραμμα της Μποφίλιου είχε να προσφέρει εκπλήξεις, μα και συγκινήσεις. Ομολογώ ότι σε πρώτη ματιά η σκηνοθεσία του Άγγελου Τριανταφύλλου μου φάνηκε φτωχή· άλλαξα όμως άποψη παρακολουθώντας, βρίσκοντάς τη λειτουργική. Μπορεί τις περισσότερες διασυνδέσεις με το άτυπο αθηναϊκό concept του νέου δίσκου της Μποφίλιου να τις πέτυχαν τελικά οι βιντεοπροβολές του Χρήστου Γκίνη, πάντως η σκηνή έδωσε την αίσθηση δωματίου σε κάποιο ξενοδοχείο, κάτι που με κέρδισε. 

Όπως με κέρδισαν και οι ενορχηστρώσεις του Θέμη Καραμουρατίδη (σε συνεργασία με τον Άρη Ζέρβα, τον τσελίστα της μπάντας), που φάνηκε να εκπορεύονται από το καινούριο υλικό, μα να διαχέεονται και σε παλιότερα τραγούδια –με ευεργετικά αποτελέσματα, κυρίως ως προς τη χρήση πνευστών (τρομπέτα, σαξόφωνο, κλαρινέτο). Είδαμε επίσης υποδειγματικά φώτα (δουλειά του Χρήστου Προδρόμου), ενώ ακούσαμε και μια θαυμάσια ορχήστρα, από την οποία κανείς μεν δεν υστέρησε, μα είχαμε διακριθέντες: τον πολυοργανίστα Νίκο Μέρμηγκα σε λαούτο, λάφτα, μπουζούκι + μαντολίνο και τον ντράμερ Μανώλη Γιαννίκιο. 

Να σημειώσω εδώ πως η Νατάσσα Μποφίλιου, ο Θέμης Καραμουρατίδης και ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος επιμένουν σε μια συγκεκριμένη αντίληψη για το πώς στήνουν παραστάσεις όταν υπάρχει καινούριο υλικό, που πολύ μου αρέσει. Δεν προηγείται δηλαδή ο δίσκος και έπονται τα live, μα τα νέα τραγούδια λειτουργούν ως κορμός των συναυλιών και «κοινωνούνται» στον κόσμο, πριν οι στούντιο εκδοχές τους βρεθούν συσκευασμένες στο δισκοπωλείο. Είναι μια αντίληψη ριζωμένη στην αξία της σκηνής και στη ζωντανή επαφή με το κοινό, η οποία εμπεριέχει και το ρίσκο της: αν η εκάστοτε φρέσκια πρόταση είναι ασθενής, ενδέχεται όπως καταλαβαίνετε να συμπαρασύρει και τις εμφανίσεις. 

Εν προκειμένω, η Βαβέλ τούς βρίσκει νομίζω σε καλό μονοπάτι, καθώς ξαναπιάνουν κατά έναν τρόπο το νήμα των αρχικών τους δίσκων –εκείνων που τους ήθελαν να είναι νέοι, να κατοικούν στην Αθήνα των δικών μας καιρών και να γράφουν γι' αυτό. Πρόκειται για σημαντική παράμετρο, γιατί αρκετοί τους αγαπήσαμε ακριβώς για την ικανότητά τους να μιλάνε για κάτι τέτοιο, με αποτέλεσμα ορισμένοι να αποστασιοποιηθούν στη συνέχεια, όταν τα τραγούδια έγιναν κάπως πιο μεγαλίστικα κι απεμπόλησαν την ξεκάθαρη «τοπικότητά» τους.   


Σε πρώτη ακρόαση, βέβαια, δεν μπορώ να πω ότι άκουσα κάτι το συναρπαστικό, ενώ σίγουρα άκουσα πράγματα που μου φάνηκαν άστοχα. Σαν εκείνο το τραγούδι με τον αετό, για παράδειγμα. Δεν ξέρω αν ήταν όντως το «χειρότερο» της νέας συγκομιδής ή αν το πρόσεξα πιο πολύ, λόγω της περίοπτης θέσης του, στην έναρξη του δεύτερου τμήματος του προγράμματος. Από την άλλη, η ίδια η "Βαβέλ", ένα τραγούδι με αθηναϊκό επίκεντρο –κι ένα ακόμα που ίσως να λέγεται "Αντιγόνη"– ήχησαν ως αξιόλογες καταθέσεις, που έμειναν στη μνήμη και μετά την παράσταση. Το πρώτο ειδικά προβλέπω να κάνει τη δική του καριέρα στα ραδιόφωνα, καθώς είναι αυτό που λέμε «πιασάρικο». 

Όμως, όταν πας «στη Νατάσσα Μποφίλιου», πας για να χαρείς πρώτα και κύρια τη Νατάσσα Μποφίλιου, όσο σημαντικές παράμετροι κι αν υπάρχουν από δίπλα. Και το Σάββατο η πρωταγωνίστρια δεν ήταν στην καλύτερή της μέρα. Έχω την αίσθηση ότι υπήρχε κάποιο ζήτημα με τον ήχο. Όχι με το τι ακούγαμε εμείς, εμείς ακούγαμε πολύ καλά και καθαρά τα πάντα –με το τι άκουγε αυτή. 

Αλλά το σημαντικότερο θέμα «έτρεχε» με το κοινό. Φίσκα μεν ο Βοτανικός, μα τσιγκούνης στις αντιδράσεις του ο κόσμος, ειδικά στο πρώτο μέρος. Στο δεύτερο πήρε μεν μπροστά και τον ακούσαμε ανά περιστάσεις (ειδικά σε αγαπητές επιτυχίες σαν το "Μέτρημα", το "Η Καρδιά Πονάει Όταν Ψηλώνει" ή το γκραν φινάλε με το "Εν Λευκώ"), αλλά και πάλι είχα την αίσθηση ότι ο ενθουσιασμός εντοπιζόταν περισσότερο στη «γαλαρία» (στα πίσω τραπέζια και σε εκείνα του εξώστη), παρά στα τραπέζια έμπροσθεν της Μποφίλιου. Μη βιαστείτε τώρα να πείτε «την ψωνάρα»: δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία τραγουδίστρια που χρειάζεται να υπάρχει ένα δούναι και λαβείν, προκειμένου να λειτουργήσει πάνω στη σκηνή.

Το αποτέλεσμα ήταν στο πρώτο μέρος του προγράμματος να τη φοράνε οι στίχοι, αντί να τους φοράει: η φωνάρα της ήταν εκεί, σωστή, λαμπερή, εντυπωσιακή, μα οι λέξεις έπεφταν και θρυμματίζονταν. Σαν να μη μπορούσε να τους δώσει συναισθηματικό βάρος. Και πάλι, βέβαια, την ευχαριστιόσουν ακόμα κι έτσι, πέτυχε μάλιστα να πει ωραία το "Ξύπνα Αγάπη Μου" της Τζένης Βάνου. Όμως την έχω δει πια κάμποσες φορές και γινόταν αισθητό ότι κάτι έλειπε. Αλλά στο δεύτερο μέρος η Μποφίλιου μπήκε αποφασισμένη να τουμπάρει την κατάσταση. Με διαφορετικό φόρεμα, μα και με διαφορετικό αέρα, ανάγκασε το κοινό να ξυπνήσει κι έπιασε ανά σημεία επιδόσεις στις οποίες –κακά τα ψέματα τώρα– δεν μπορεί να φτάσει άλλη γυναικεία φωνή της δικής της φουρνιάς. Έτσι, η τελική γεύση ήταν αυτή της ικανοποίησης. Κι αποτελεί credit κάτι τέτοιο για την καλλιτεχνική της περσόνα, για να ξαναπιάσω κι όσα έλεγα στην αρχή: γιατί, μέρος του να είσαι σταρ, είναι και να μπορείς να «γυρνάς το παιχνίδι», όταν βρίσκεσαι να χάνεις στο ημίχρονο. 

Φεύγοντας, λέγαμε με τον Δημήτρη Μεντέ κάτι με το οποίο αρμόζει να κλείσω αυτή την ανταπόκριση, από την άποψη ότι θα έπρεπε να βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή των συζητήσεων που γίνονται για τη Μποφίλιου, τον  Καραμουρατίδη και τον Ευαγγελάτο. Οι οποίοι εισπράττουν μεγάλη αγάπη, μα και μεγάλη γκρίνια (έως και δριμύτατα «κατηγορώ») εντός και εκτός των έντεχνων τειχών, για το τι είπαν, πώς το είπαν, τι γράφουν, για ποιον το γράφουν (εσχάτως), τι τραγουδάνε. Υπάρχουν πολλές διαφορετικές διαβαθμίσεις σε όλα τούτα –και φθόνο σκέτο θα βρείτε και αλήθειες– μα εν τέλει ελάχιστοι συζητούν για τα ουσιώδη: ότι είναι νέοι άνθρωποι και μπορούν να στήσουν ένα μεγάλο, μαζικό πρόγραμμα με τα δικά τους τραγούδια, χωρίς να το γεμίζουν με του κόσμου τις διασκευές. Σκεφτείτε το λίγο, πέρα από την ...κολοκυθόπιτα του τι γουστάρει ο καθένας μας να ακούει σπίτι του. 



05 Δεκεμβρίου 2022

StarWound - συνέντευξη (2016)


Μια συνέντευξη από τον Σεπτέμβριο του 2016 με το εγχώριο συγκρότημα StarWound, σε ένα μεταίχμιο της πορείας τους, αφού ήταν έτοιμοι, τότε, για την πρώτη τους ευρωπαϊκή περιοδεία.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό της μπάντας


Έχετε έναν ήχο στον οποίον ανακατεύονται κάμποσα πράγματα. Πώς προκύπτουν οι ισορροπίες του, όταν δουλεύετε μαζί;

Είμαστε 5 άτομα με διαφορετικές μουσικές και αισθητικές καταβολές και ο ήχος μας προκύπτει από αυτήν ακριβώς την ένωση. Δεν έχει χρειαστεί να «κρατήσουμε» ισορροπίες μέχρι στιγμής. Όταν κάποιος από μας φέρνει μια ιδέα, πέφτουν πολλές διαφορετικές απόψεις στο τραπέζι και τελικά κρατάμε πάντα εκείνες που λειτουργούν καλύτερα για το συγκεκριμένο κομμάτι. 

Γι’ αυτό και κάποια τραγούδια έχουν πιο ροκ ήχο, ενώ άλλα διαθέτουν πιο ευδιάκριτα τζαζ ή και progressive στοιχεία. Υπάρχει σε όλα μια θεατρικότητα, πάντως, που παραπέμπει στο καμπαρέ και χαρακτηρίζει συνολικά τον ήχο μας.

Πώς φτάσατε στην ονομασία StarWound; Σημαίνει κάτι ιδιαίτερο για σας η σύνθετη αυτή λέξη;  

Ψάχνοντας για το όνομα της μπάντας πέσαμε πάνω στη φράση «star wound», η οποία περιγράφει το σημάδι που αφήνει η πτώση ενός μετεωρίτη πάνω στη Γη. Πιο ποιητικά, είναι η πληγή που προκαλεί η πτώση ενός άστρου… Έχει έναν σκληρό λυρισμό η φράση αυτή και μας φάνηκε ότι ταίριαζε αρκετά στη μουσική μας. 

Πρωτοφανήκατε στο Faust το 2012, με την παράσταση «Talking About A Revolution». Και τότε, πράγματι, η πολιτική πρωταγωνιστούσε στον δημόσιο βίο, καθώς βιώναμε με άγριο τρόπο τις συνθήκες της Κρίσης. Θα έστεκε σήμερα μια τέτοια παράσταση, 4 μόλις χρόνια μετά, μα με πολλούς να αδιαφορούν πλέον για τα πολιτικά; 

Μια παράσταση με τέτοια θεματική θα είναι πάντα επίκαιρη. Άλλωστε, αυτό που είχαμε κάνει τότε ήταν να χρησιμοποιήσουμε διαχρονικά σύμβολα όπως οι Sacco και Vanzetti και να τα παραλληλίσουμε με τα βιώματα του σήμερα. Θέλαμε να βάλουμε τον κόσμο να σκεφτεί. 

Συγχέουμε την πολιτική σκέψη με την πολιτική κουβέντα… Τότε ο κόσμος απλά γκρίνιαζε, τώρα –όντας ακόμα πιο εγκλωβισμένος– έχει πάθει καθίζηση. Αλλά, τελικά, έχουμε σκεφτεί πραγματικά τι μας συμβαίνει και ποια είναι η ευθύνη μας σε αυτό; Τέτοια ερωτήματα προσπαθούμε να απαντήσουμε και οι ίδιοι στον εαυτό μας, μέσα από τα τραγούδια μας.  

Τι χρειάστηκε να αλλάξει στον τρόπο με τον οποίον γράφατε και στήνατε συναυλίες, όταν κατόπιν μπήκε ο ντράμερ Ηλίας Καραχάλιος στη σύνθεσή σας (2013); 

Η ενσωμάτωση του Ηλία στη μπάντα εμπλούτισε πάρα πολύ τον ήχο μας, αλλά και το δυναμικό μας σε επίπεδο σύνθεσης. Ο Ηλίας δεν είναι ένας απλός ντράμερ. Συνθέτει υπέροχα κομμάτια και συμμετέχει πολύ ενεργά στην ενορχήστρωση. Το γεγονός ότι από 4 γίναμε 5 μας επηρέασε πρακτικά μόνο στο ότι χρειαζόμαστε λίγο μεγαλύτερες σκηνές για να παίξουμε!

Πώς «συμβιβάζετε» αλήθεια τον λυρισμό που σας διακατέχει δημιουργικά με τον ρεαλισμό ο οποίος σας εμπνέει; 

Αυτή είναι δύσκολη ερώτηση… Έχει να κάνει με το άτομο. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι θέλουν να ξεφεύγουν και να κρύβονται από όλο αυτό που συμβαίνει. Θεωρείς τυχαίο που έχουν έξαρση τόσα είδη «διασκεδαστικής» μουσικής; 

Εμείς, πάλι, έχουμε ανοιχτούς πόρους: μας κατακλύζουν όσα συμβαίνουν και απλά προσπαθούμε να συνδιαλλαχθούμε μαζί τους. Ο λυρισμός μας έχει να κάνει ακριβώς με τις ευαισθησίες που έχουμε σαν άτομα. Ο ρεαλισμός έχει να κάνει με την κοινωνική σκληρότητα την οποία βιώνουμε. Ο μεσάζοντας, τελικά, είναι τα ίδια μας τα τραγούδια. Αυτό δηλαδή που θέλουμε να κάνουν τα τραγούδια μας στο κοινό, έχουμε φροντίσει να το κάνουν πρώτα σε εμάς.     

Η αγγλική γλώσσα την οποία χρησιμοποιείτε, δεν αμβλύνει το «μήνυμα» των στίχων; Σκεφτήκατε ποτέ να έχετε κάποια έστω κομμάτια του πρώτου σας δίσκου Miles To Walk (2015) στα ελληνικά, με δεδομένο ότι σας απασχολεί και η κοινωνική κριτική;

Ο αγγλικός στίχος ήταν κάτι που προέκυψε… Στις πρώτες μας συνθετικές  απόπειρες θεωρήσαμε πως η αγγλική γλώσσα ταιριάζει καλύτερα από άποψη αισθητικής στη μουσική την οποία θέλαμε να δημιουργήσουμε. 

Σαφέστατα ο αγγλικός στίχος στην Ελλάδα δυσκολεύει κάπως τα πράγματα, αφού οι στίχοι μπαίνουν ίσως σε δεύτερη μοίρα –παρότι για μας είναι ιδιαίτερα σημαντικό κομμάτι της δημιουργίας μας. Ωστόσο είχαμε εξαρχής τη διάθεση να «ανοίξουμε» τη μουσική μας και σε ένα διεθνές κοινό, κάτι που διευκολύνεται πολύ έτσι. 

Το "Buy Me" το άκουσα αρκετά στο ραδιόφωνο, τι σήμανε όμως για σας αυτό το airplay ως προς τα πρακτικά; Φτιάχτηκε π.χ. ένας συμπαγής πυρήνας κοινού; Έγινε πιο εύκολο να κλείνετε συναυλίες;

Δεν το νιώθεις στην καθημερινότητά σου, υπάρχουν όμως εκείνες οι στιγμές που σου δείχνουν τι έχει συμβεί –όπως για παράδειγμα όταν αρχίζουν να πληθαίνουν τα άγνωστα πρόσωπα στις εμφανίσεις σου ή όταν αρχίζουν αυτά τα πρόσωπα να τραγουδούν τη μουσική σου. 

Ναι, έχει διευκολυνθεί το κομμάτι της εξωτερίκευσης της μπάντας. Είναι πιο εύκολο να επικοινωνείς με κάποιον υπεύθυνο για τη δουλειά σου και την ώρα που ξεκινάς να μιλήσεις για αυτήν, εκείνος να σε διακόπτει λέγοντας απλά «σας έχω ακούσει»…

Τι θα παρουσιάσετε στο ΙΛΙΟΝ plus στις 6 του Οκτώβρη; Και τι περιλαμβάνουν αυτή τη στιγμή τα σχέδιά σας για το υπόλοιπο 2016;

Στις 6 Οκτωβρίου θα είναι το πρώτο live της νέας σεζόν τόσο για μας, όσο και για το ΙΛΙΟΝ plus! Θα είναι ένα ανανεωμένο live. Εκτός από κομμάτια του Miles To Walk και κάποιες αγαπημένες διασκευές, θα παρουσιάσουμε για πρώτη φορά δύο καινούριες  μας συνθέσεις. 

Σημαντική αλλαγή θα έχει επίσης και η σύνθεση της μπάντας: μαζί μας θα βρίσκεται ο μπασίστας Γιώργος Κοκκινάρης, ο οποίος θα αντικαταστήσει για έναν περίπου χρόνο τον μόνιμο μπασίστα μας Γιάννη Σταυρόπουλο, καθώς ο τελευταίος θα λείψει για ένα διάστημα στο εξωτερικό, για επαγγελματικούς λόγους.

Τα σχέδιά μας για τη σεζόν 2016-2017 περιλαμβάνουν αρκετές εμφανίσεις στην Αθήνα και στην επαρχία κι επίσης την προετοιμασία της πρώτης μας ευρωπαϊκής περιοδείας! Την Άνοιξη του ’17, λοιπόν, σκοπεύουμε να βρεθούμε με τη μουσική μας σε Βέλγιο, Γαλλία και Αγγλία.



04 Δεκεμβρίου 2022

Η Ανθρώπινη Φωνή - ανταπόκριση όπερας (2019)


Το τέλος μιας σχέσης είναι υπόθεση με διαχρονική ίντριγκα. Γι' αυτό και δεν με εξέπληξε που είδα και την «Ανθρώπινη Φωνή» (La Voix Humaine) στο πρόγραμμα της φετινής θεατρικής σεζόν, η οποία ανεβαίνει στο θέατρο «Μικρό Χορν» σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χωριατάκη, με πρωταγωνίστρια τη Λουκία Μιχαλοπούλου.

Άλλωστε ως θεατρικό μονόπρακτο την έγραψε στα 1928 ο Ζαν Κοκτό. Εμένα όμως με έκανε να θυμηθώ ότι την είδα σαν όπερα πίσω στον Γενάρη του 2019, στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής –στη μεταγραφή που έκανε στα 1958 ο Γάλλος συνθέτης Francis Poulenc. Στο μεταξύ, μάλιστα, μεσολάβησε και μια κινηματογραφική βερσιόν (1948).

Είχα ενστάσεις για ό,τι είδα, μα η πρωταγωνίστρια Έλενα Κελεσίδη άξιζε το χειροκρότημα, για τη θεατρική και τραγουδιστική της υπερ-προσπάθεια. Ένα κείμενο για την παράσταση γράφτηκε τότε για το Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που παραχωρήθηκε ως promo στον Τύπο και ανήκουν στον Δημήτρη Σακαλάκη


Το τέλος μιας σχέσης είναι υπόθεση που δεν θα πάψει ποτέ να ιντριγκάρει την Ανθρωπότητα. Κάτι που μάλλον εξηγεί και την προσέλευση στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για την «Ανθρώπινη Φωνή» (La Voix Humaine), η οποία καταγράφηκε λίαν ικανοποιητική, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν η πρώτη παράσταση για την όπερα του Francis Poulenc. Οι προσδοκίες, αρκετές· στο φινάλε, ωστόσο, αν κι έχεις πράγματι αρκετά να χειροκροτήσεις, μένεις να σκέφτεσαι όχι το αν σου άρεσε, μα το πόσο σου άρεσε. 

Μέρος του προβληματισμού ίσως οφείλεται στο ότι η «Ανθρώπινη Φωνή» γράφτηκε ως θεατρικό μονόπρακτο (1928), για να γίνει όπερα 30 χρόνια αργότερα (1958) κι ενώ στο μεταξύ (1948) είχε μεσολαβήσει μια κινηματογραφική βερσιόν –από τον Roberto Rossellini. Δεν είναι αυτονόητη η σύνδεση των μέσων αυτών: σε κάθε περίπτωση κάτι χάνεις, κερδίζοντάς το βέβαια αλλού. Ενδέχεται λοιπόν η «Ανθρώπινη Φωνή» να παραμένει στο φόρτε της πάνω στο θεατρικό σανίδι, παρά στα χείλη μιας σοπράνο. Αν και ο ίδιος ο δημιουργός της, ο Ζαν Κοκτώ (Jean Cocteau), δήλωσε ενθουσιασμένος με την όπερα του Poulenc βλέποντας την πρεμιέρα του 1958 με τη Denise Duval, θεωρώντας τη ως την πληρέστερη μεταφορά των όσων είχε γράψει. 

Ο διάβολος ίσως κρύβεται στις λεπτομέρειες. Στην Εναλλακτική Σκηνή ο Παναγής Παγουλάτος διάλεξε λιτή σκηνοθεσία, με ένα μεγάλο κρεβάτι στο μέσον (με τη φιγούρα του συνομιλητή να βρίσκεται ξαπλωμένη εκεί, ένα ωραίο εύρημα, το οποίο καθιστούσε νοερώς απτή την απούσα παρουσία του), πάνω και γύρω από το οποίο διαδραματιζόταν όλη η δράση, αφού η πρωταγωνίστρια απεικονίζεται κλεισμένη στο δωμάτιό της, κρεμασμένη πάνω από το τηλέφωνο. 

Λειτουργικά πράγματα, που έγιναν ακόμα πιο λειτουργικά χάρη στους φωτισμούς του Χρήστου Τζιόγκα. Όμως η εποχή ήθελε τηλέφωνο με καντράν και συνδιαλέξεις μέσω κέντρου. Δεν μπόρεσα λοιπόν σε κάποιο σημείο να μη σκεφτώ τι καλώδιο είχε τέλος πάντων εκείνο το τηλέφωνο του 1928 ή 1958, ώστε να επιτρέπει στην Έλενα Κελεσίδη να κάνει τόσο μεγάλα πέρα-δώθε. Ήταν βέβαια μια λεπτομέρεια, η οποία δεν χάλασε κάτι από τη δύναμη αυτής της συσκευής να αποτελεί τελευταίο οχυρό στις καταρρέουσες συναισθηματικές άμυνες μιας γυναίκας που νιώθει να τα χάνει όλα. Ήταν όμως μια επίμονη λεπτομέρεια. 


Η Σοφία Ταμβακοπούλου υλοποίησε εντωμεταξύ το μελωδικό μέρος της παράστασης, καθισμένη στο πιάνο στην αριστερή (για τους θεατές) άκρη της σκηνής. Αν και το αρχικό έργο προβλέπει πλήρη συμφωνική ορχήστρα με μειωμένες δραστηριότητες, υπηρέτησε με σαφήνεια το όραμα του Poulenc για μία όπερα χωρίς πολλή οργανική συνοδεία, αποδίδοντας σωστά όλους τους χρωματισμούς με τους οποίους καλείται η μουσική να υπερτονίσει την ψυχολογική διάθεση και της μεταπτώσεις της ηρωίδας. Δεν παύει βέβαια να λείπει κάτι σε μια τέτοια εκδοχή, καθώς ο Poulenc έγραψε και για όργανα τα οποία δεν αναπληρώνονται ούτε από το μεγαλείο του πιάνου.

Η Έλενα Κελεσίδη χειροκροτήθηκε δίκαια στο τέλος, για μια θεατρική και τραγουδιστική υπερ-προσπάθεια, η οποία είχε όντως κάμποσες δυνατές στιγμές: συνάρπασε όταν μίλαγε για τον καθρέφτη όπου κοιτάχτηκε, αντικρίζοντας μια γριά, όταν έπεσε μπρούμυτα στο πάτωμα ανάμεσα στα ερωτικά γράμματα του επί 5 χρόνια συντρόφου της (ο οποίος πλέον την εγκατέλειπε για μια άλλη γυναίκα) ή τότε που απηύδισε επειδή η τελευταία επαφή γινόταν μέσω μιας συσκευής, αναγνωρίζοντας παράλληλα το καλώδιό της ως τον μόνο πια συνδετικό κρίκο με τον κόσμο του παρελθόντος. Ο Κοκτώ υπήρξε άλλωστε πραγματικός μάστορας στο πώς ανέδειξε το τηλέφωνο (νέο, τότε, στις ζωές των ανθρώπων) σε πρωταγωνιστική φιγούρα του έργου του. 

Ωστόσο κάπου έλειψε η φυσικότητα από την απόδοση της Κελεσίδη, η οποία είχε βέβαια να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός ρόλου που έγινε σχεδόν μυθικός χάρη στην προαναφερθείσα Denise Duval, αλλά και αργότερα, λόγω της Anna Magnani, της Ingrid Bergman, της Simone Signoret ή και της Έλλης Λαμπέτη, για να μπει κι ένα παράδειγμα στο οποίο υπάρχει αμεσότερη εγχώρια πρόσβαση. Κάπου δηλαδή οι αστραπιαίες μεταπτώσεις της διάθεσης, ακόμα και ο εξομολογητικός τόνος που κυριαρχεί προς το τέλος –όταν τελειώνουν τα βολικά ψέματα τα οποία μπορείς να πεις μέσω τηλεφώνου σε κάποιον που δεν σε βλέπει– έμειναν στο καλοπροβαρισμένο εκ μέρους της καταξιωμένης σοπράνο· και οι συνθήκες απαιτούσαν νομίζω κάτι λιγότερο σχεδιασμένο. Απαιτούσαν δηλαδή εκείνα τα αλλεπάλληλα, απελπισμένα «εμπρός!» να μην ακούγονται απλώς νευρωτικά, μα και πηγαία.   

Πάντως, παρά τα όσα φαντάζεσαι ότι μπορούσαν να γίνουν καλύτερα, η παράσταση παραμένει αξιοσημείωτη και ενδιαφέρουσα, όντας γερό δείγμα και των δυνατοτήτων που υπάρχουν στο σημερινό εγχώριο δυναμικό, αλλά και της επαφής τους με έργα πιο μοντέρνα σε σύγκριση με ό,τι περιλαμβάνει το συνηθισμένο «μενού», όταν μιλάμε για όπερα. 



01 Δεκεμβρίου 2022

Acid Mothers Temple & The Melting Paraiso U.F.O. - ανταπόκριση (2018)


Τις προάλλες άκουγα τη ραδιοφωνική εκπομπή «Free Range» στην ιντερνετική συχνότητα του Μεταδεύτερου και η Vánagandr Fenrir (κατά κόσμον Χριστίνα Κουτρουλού) έπαιξε σε κάποια φάση εκείνους τους απίθανους Γιαπωνέζους, τους Acid Mothers Temple & The Melting Paraiso U.F.O.

Θυμήθηκα λοιπόν ότι τον Οκτώβριο του 2018 είχαμε πάει με τη Χριστίνα στο «Temple» για να τους δούμε live, σε μια βραδιά με τσαμπουκά, στοχασμό και ψυχεδελικό χάσιμο. Εάν ήταν στο χέρι μου, όπως κι αν ακουστεί τώρα αυτό, θα κήρυττα υποχρεωτικές τις συναυλίες τους για όσους συντάκτες του εγχώριου Τύπου έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο «psych» τα τελευταία 15 χρόνια. Σημειωτέον, οι περισσότεροι δεν θεάθησαν ανάμεσα στο κοινό. 

Μια ανταπόκριση για τη βραδιά γράφτηκε τότε για λογαριασμό του Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Τι κι αν οι Acid Mothers Temple & The Melting Paraiso U.F.O. είχαν έρθει και πέρυσι στην πόλη; Μία ακόμα απίστευτη εμπειρία περίμενε αυτούς που γέμισαν χαλαρά το Temple για χάρη τους, σε μια συναυλία που θα έπρεπε να κηρυχθεί υποχρεωτική για όσους συντάκτες και καλλιτέχνες έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο «psych» τα τελευταία 10 χρόνια (οι περισσότεροι των οποίων, δεν θεάθησαν).

Τη βραδιά άνοιξαν οι Kooba Tercu, με ένα εξαιρετικό support set, άκρως ταιριαστό με ό,τι επρόκειτο να ακολουθήσει· το οποίο επιβεβαίωσε ότι πρόκειται για μία από τις πιο ανήσυχες περιπτώσεις στο σημερινό σκηνικό των εγχώριων rock πραγμάτων. Μιλώντας βέβαια για rock, δεν έχουμε εδώ μια τυπική αντιμετώπισή του, του είδους ας πούμε που αναβιώνει κάποιο παρελθοντικό στυλ αυτούσιο ή με προσμίξεις, ποντάροντας σε τραγούδια. Το δικό τους rock είναι κατά βάση ορχηστρικό: η φωνή, όταν μπαίνει, περισσότερο σαν ένα ακόμα όργανο αντιμετωπίζεται. Και, παρότι δεν λείπουν οι διεθνείς αναφορές σε ό,τι επιχειρούν, διαθέτουν δικό τους στίγμα. 


Δεν μπορούσες να μη θαυμάσεις τον άψογο ζωντανό συντονισμό της ομάδας, ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα μια εξαιρετική ροή, με πολυσυλλεκτικές νύξεις, με πιο αραιά σημεία και με κορυφώσεις έντασης σπουδαγμένες θαρρείς τόσο σε punk, όσο και σε αυτοσχεδιαστικά, noise χωράφια. Μοναδική ένσταση, ότι το set παρατράβηξε σε διάρκεια: από ένα σημείο και μετά, δηλαδή, κάπως κούρασε η τόση συγκέντρωση που χρειαζόταν. Και εν τέλει, στην ολική αποτίμηση, οι Kooba Tercu σαρώθηκαν σε εντυπώσεις από τους Acid Mothers Temple & The Melting Paraiso U.F.O.· δείκτης που ίσως να σημαίνει ότι ως εδώ καλά, όμως κάπου πρέπει να πάει το όλο πράγμα, γενόμενο ακόμα πιο αποτελεσματικό.  

Η σκηνή του Temple χρειάστηκε βέβαια να εκκενωθεί πλήρως και να στηθεί εκ νέου για να υποδεχθεί τους Γιαπωνέζους πρωταγωνιστές, κάτι που πήρε την ώρα του. Κανείς όμως δεν έδειξε να σκοτίζεται ιδιαίτερα, κι ας ήταν Κυριακή. Χωρίς πλέον την queer μορφή του/της Mitsuro Tabata –που είχε βάλει φωτιά πέρυσι στο Fuzz με ένα αυτοσχέδιο σόου– το γκρουπ άρχισε να λαμβάνει θέσεις σταδιακά: ο αλαφροντυμένος Satoshima Nani στα ντραμς, ο χαμένος στο επιβλητικό του μαλλί «αρχηγός» Kawabata Makoto στην κιθάρα, ο Wolf (a.k.a. S/T) στο μπάσο, ο Jyonson Tsu στα φωνητικά και στο μπουζούκι (αργότερα στην κιθάρα), με καστανόξανθη περούκα και με μια μπλε μπέρτα βγαλμένη θαρρείς από τον κόσμο του «Flash Gordon»· και φυσικά η επιβλητική φιγούρα του Higashi Hiroshi, πάντα πάνω από το Roland σύνθι. 

Μετά, είχε μόνο μουσική. Μια μουσική που θαρρείς κι ανάβλυζε από έναν μη ορατό τόπο, ρέοντας με τον πιο εύπλαστο τρόπο, αφήνοντας το γκρουπ να της δίνει τη μορφή που ήθελε κάθε φορά. Με λιγότερο «ξύλο» συγκριτικά με την περσινή εμφάνιση και με περισσότερο στοχαστική διάθεση, το set των Acid Mothers Temple & The Melting Paraiso U.F.O. περιπλανήθηκε στον αυτοσχεδιασμό, στο space rock, στον ψυχεδελικό ήχο που σχετίστηκε με τα αμερικάνικα γκρουπ των ύστερων 1960s, στην ambient αισθητική, στα drones. Κι έφτασε μέχρι το disco punk, ρίχνοντας σημαντική μερίδα των θεατών στο ...ευφορικό λίκνισμα! Πανάθεμά τους, μέχρι και drum solo είχαν –ένα εκρηκτικό σημείο του live, το οποίο θα ζήλευαν ακόμα και φτασμένες heavy μπάντες. 

Το κοινό που βρέθηκε στο Temple, ήταν κοινό υποψιασμένο. Μουσικόφιλος κόσμος, ο οποίος δεν έχει καμία ανάγκη τους χαΐστες του indie Τύπου και το επιπόλαιο φλερτ τους με την ψυχεδέλεια· μπορούσε έτσι να σχετιστεί με τα όσα κόμισαν οι Γιαπωνέζοι, αποθεώνοντάς τους με κάθε δυνατή ευκαιρία. Από την άποψη του τι παίχτηκε, βέβαια, ούτε καν τέτοιοι θαμώνες δεν μπορούσαν να βγάλουν άκρη –και δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία, γιατί οι Acid Mothers Temple & The Melting Paraiso U.F.O. συνέχεια πειράζουν και παραλλάσσουν ακόμα και όσες στιγμές καταθέτουν σε μια δισκογραφία που πλέον έχει ξεπεράσει τους 80 τίτλους. Έτσι για την ιστορία, ας πούμε ότι (μάλλον) ακούστηκε το "Pink Lady Lemonade". Σε κάποια μορφή ή, έστω, σε σπαράγματα.  

Είναι μία από τις πιο σπουδαίες μπάντες που μπορείς να δεις live σε αυτούς τους καιρούς οι Acid Mothers Temple & The Melting Paraiso U.F.O., έστω κι αν κανείς από τους 4-5 δίσκους που έβγαλαν (και) φέτος δεν βρίσκεται εύκολα στον νυν ιντερνετικό Τύπο ή στην ψευδοδημοκρατία του Metacritic. Όσοι ξέρουν, όμως, πάνε, θα ξαναπάνε και θα κηρύξουν στόμα με στόμα τον επόμενο ερχομό τους στην πόλη.